Κυριακή 4 Μαΐου 2014

Πού είναι κρυμμένοι σήμερα άνθρωποι σὰν τον Ίωσηφ, τον Νικόδημο, τις Μυροφόρες;


Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΝΔΡΕΙΑ

 

      ΤΟ εὐαγγέλιο σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε σχετικὸ μὲ τὴν ἑ­ορτὴ τῶν μυροφόρων. Νοερῶς μᾶς μεταφέρει στὰ μεγάλα ἐκεῖνα γεγονότα ποὺ ἔγιναν τὴ Μεγάλη Παρασκευή.


* * *


Ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, ὁ Κύριος συνελήφθη τὴ νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ὡδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ Ἄννα καὶ τοῦ Καϊάφα, καὶ τὶς πρωινὲς ὧρες, ὅταν ἄνοιξε τὸ πραιτώριο, ἔγινε ἡ δίκη του ἐνώπιον τοῦ Ρωμαίου πραίτω­ρος. Ὁ Πιλᾶτος κατέβαλε μεγάλη προσπά­θεια νὰ ἀθῳώσῃ τὸν Ἰησοῦν, ἀλλὰ στὸ τέλος δὲν μπόρεσε ν᾽ ἀντισταθῇ στὴν κακία τῶν ἐ­χθρῶν του. Ἐκεῖνο ποὺ τὸν ἔκανε νὰ ὑποκύ­ψῃ εἶνε ὁ φόβος μήπως γίνῃ δυσάρεστος στὸν καίσαρα. Ἔτσι ὑπέγραψε τὴν καταδίκη. Ἡ ὥ­ρα ποὺ ὑπέγραψε ἦταν 9 τὸ πρωὶ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, καὶ στὶς 12 τὸ μεσημέρι ὁ Ἰησοῦς ἐσταυρώθη στὸ Γολγοθᾶ.Ἐπάνω στὸ σταυρὸ δὲν ἔμεινε πολύ. Στὶς 3 τὸ ἀπόγευμα ὁ Ἐσταυρωμένος ἐξέπνευ­σε. Οἱ ὧρες ποὺ ἀκοῦμε στὸ Εὐαγγέλιο εἶνε τοῦ ἑ­βραϊκοῦ ὡρολογίου· ὅταν λέῃ «ὥρα ἕκτη» εἶνε ἡ 12η μεσημβρινή, κι ὅταν λέῃ «ὥρα ἐνάτη» εἶνε ἡ 3η ἀπογευματινή. Ὁ Κύριός μας δηλαδὴ δὲν ἔμεινε στὸ σταυρὸ περισσότερο ἀ­πὸ τρεῖς ὧρες καὶ ἡ συντομία αὐτὴ προκά­λεσε στὸν Πιλᾶ­το ἀ­πο­ρία· «ἐθαύμασεν εἰ ἤ­δη τέθνη­κε» (Μᾶρκ. 15,44). Οἱ κατάδικοι συνήθως ἄν­τεχαν πολλὲς ὧ­ρες ἢ καὶ ἡμέρες· ἐν τῷ μετα­ξὺ ἡ ὀσμὴ τοῦ αἵ­ματος τραβοῦσε τὰ σκυλιά, ποὺ ὡρμοῦ­σαν κ᾽ ἔκοβαν ἀπὸ τὶς σάρκες τους, καὶ τὰ ὄρ­νεα τοῦ οὐρανοῦ, ποὺ κατέβαιναν καὶ τοὺς ἔ­βγαζαν τὰ μάτια· στὸ τέλος στοὺς σταυροὺς ἔμεναν μόνο τὰ κόκκαλα, θέαμα ἀποτρόπαιο. Νεκρὸς πλέον ὁ Κύριος πάνω στὸ σταυρό. Ποιός τώρα θὰ φροντίσῃ, ποιός θὰ πάῃ νὰ τὸν ἀποκαθηλώσῃ, νὰ τὸν ξεκρεμάσῃ, καὶ νὰ τοῦ ἀποδώσῃ τὶς τελευταῖες τιμές; Θὰ περίμενε κανεὶς αὐτὸ νὰ τὸ κάνῃ κάποιος ἀπὸ τοὺς μαθητάς του, κάποιος ἀπὸ τὸν στενὸ κύκλο τῶν γνωρίμων καὶ φίλων, κάποιος ἀπὸ τοὺς τόσους ποὺ εὐεργέτησε. Κανείς ὅμως δὲν φαίνεται. Ὅ­λοι φοβήθηκαν. Ἕνας μόνο παρουσιάζεται· «Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευ­τής» (ἔ.ἀ. 15,43). Αὐτὸς τολμᾷ, ἐμφανίζεται ἐνώπι­ον τοῦ Πιλάτου, ζητάει τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὸ παίρνει καὶ κάνει τὴν ταφὴ μὲ κάθε τιμή. Ὁ Ἰωσὴφ ζήτησε τὸ σῶμα ἑνὸς καταδίκου. Μὲ τὸ διάβημα αὐτὸ κινδύνευε νὰ πέσῃ στὴ δυσμένεια τῶν Ἰουδαίων, νὰ γίνῃ μιση­τός. Κιν­δύνευε νὰ χάσῃ τὴ θέσι του – καὶ εἶχε μεγά­λη θέσι ὡς μέλος τοῦ ἰουδαϊκοῦ συνεδρίου. Οὔ­τε τὰ σχόλια ὅμως οὔτε τὶς εἰρωνεῖ­ες οὔτε τὸ διωγμὸ οὔτε τὴ θέσι οὔτε τὴν περι­ου­σία ὑ­πολό­γισε. Θεώρησε ἱε­ρὸ καθῆκον νὰ κηδεύσῃ τὸ ἄ­χραντο σῶμα τοῦ Χρι­στοῦ. Εὐλογημένη ἡ πρω­τοβουλία του, εὐλογημένα τὰ πόδια καὶ τὰ χέ­ρια του. Αὐ­τὸς καὶ ὁ Νικόδημος πρωτοστάτησαν στὸ ἱερὸ τοῦτο καθῆκον ἀπέ­ναντι στὸ μεγάλο Νεκρό. «Τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶ­τον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ» (ἔ.ἀ.).
Μεγάλη ἡ τόλμη τῶν ἀνδρῶν αὐτῶν. Ἀλλὰ μεγαλύτερη τόλμη ἔδειξαν σήμερα οἱ μυροφό­ρες γυναῖκες. Ἐνῷ οἱ μαθηταὶ φοβισμένοι εἶ­νε κλεισμένοι μέσα καὶ δὲν τολμοῦν νὰ βγοῦν, αὐτὲς βγαίνουν στὸ δρόμο καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι νύχτα, «σκοτίας ἔτι οὔσης» (Ἰω. 20,1), γιὰ νὰ ἐκ­τελέσουν καὶ αὐτὲς τὸ ἱερὸ χρέος ἀπέναν­τι στὸν Κύριό μας. Τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ τὶς ἔκανε νὰ δείξουν τέτοιον ἡρωισμὸ καὶ αὐταπάρνησι; Ἡ ἀγάπη στὸ Χριστό. Ὅταν αὐτὴ ἀνάψῃ στὴν καρδιά, ὁ ἄνθρωπος τολμᾷ.
                                                  * * *
Ἐμεῖς ἔχουμε ἀγάπη στὸ Χριστό; Ἀγάπη στὸ παιδί, στὴ σύζυγο, στὰ χρήματα, σὲ ὑλικὰ καὶ ἐγκόσμια πράγματα ἔχουμε· ἀγάπη στὸ Χριστὸ δὲν ἔ­χουμε. Ὅποιος ἔχει μέσα του τὴ φωτιὰ τῆς ἀγά­πης στὸ Χριστό, ὅλα τὰ ποτάμια καὶ οἱ ὠκεανοὶ δὲν μποροῦν νὰ τὴ σβήσουν. Ὤ καὶ νὰ μποροῦσα νὰ σᾶς παρουσιάσω τὴν τόλμη τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ Νικο­δήμου καὶ τῶν μυροφόρων γυναικῶν! Αὐτοὶ εἶνε γιὰ μᾶς παράδειγμα ἀνδρείας. Κι ὅταν λέω ἀνδρεία δὲν ἐννοῶ τὴ σωματική. Αὐτὴ εἶνε κάτι φυσικό. Ἡ ἀξία δὲν εἶνε στὰ κορμιὰ τὰ εὔρωστα ποὺ τρέχουν στὸ στίβο καὶ δίνουν κλωτσιὲς στὰ γή­πεδα. Χωρὶς νὰ περιφρονοῦμε τὸ σῶμα, ἡ ἀξία ἡ μεγάλη δὲν εἶνε ἐκεῖ, στοὺς μυῶνες καὶ τὰ νεῦρα. Κι ὁ Γολιὰθ ἦταν σωματώδης, ἕνα πελώριο ὄν, ἕνα βουνὸ ἀπὸ σάρκες· ἀλλὰ μέσα ἐκεῖ κατοικοῦσε μιὰ μικρὰ ψυχή. Ὅταν λέμε ἀνδρεία ἐννοοῦμε τὴν ψυχικὴ ἀνδρεία, τὴν χριστιανικὴ ἀνδρεία, ἐκείνη ποὺ νικάει κάθε ἐμπόδιο στὴ ζωή. Μπορεῖ ἕνας νὰ εἶνε ἀ­σθενικός, νὰ μὴ μπορῇ νὰ κρατήσῃ οὔτε τὸ πιρού­νι, κι ὅμως μέσα σ᾽ αὐτόν, ποὺ βρίσκεται στὸ κρεβά­­τι τοῦ πόνου, νὰ κατοικῇ μία ψυχὴ οὐρα­­νομή­κης. Τί ἦταν ὁ φτωχὸς Λάζαρος τοῦ Εὐ­αγγελίου (βλ. Λουκ. 16,19-31); Ἕνα ἕλκος, μιὰ πληγή. Καὶ ὅμως μέσα του κατοικοῦσε μία ψυχὴ ἡρω­ική. Τί ἦταν ὁ Ἰώβ; Ἀσθενὴς ἀπὸ τὸ κεφάλι μέχρι τὰ πόδια· ἀλλὰ μέσα του κατοικοῦσε ψυχὴ γενναία. Ψυχὴν «ἀνδρείαν τίς εὑρήσει» (Παρ. 31,10), ποὺ δὲν ὑπολογίζει κινδύνους; Τέτοια ἀνδρεία ἔχουμε ἀνάγκη. Ὁ διάβολος ἐνσπείρει μέσα μας δειλία. Κι ὅπως ὁ δει­λὸς στρατιώτης γίνεται προδότης τῆς πα­τρίδος, πετάει τὸ ὅπλο καὶ φεύγει, ἔτσι ὁ δειλὸς χριστιανὸς γίνεται προδότης τοῦ Χριστοῦ. Σκορπάει φόβο ὁ διάβολος. Κάθε φορὰ ποὺ πρόκειται νὰ ἐκτελέσουμε κάποιο καθῆκον ἱ­ερὸ ἀπέναντι ἢ τῆς οἰκογενείας ἢ τῆς πατρίδος ἢ τῆς θρησκείας μας, ἔρχεται ὁ φόβος καὶ μᾶς παραλύει. Θέλετε παραδείγματα; Κοσμικοὶ ἄνθρωποι σὲ καλοῦν σὲ τραπέζι καὶ δὲν τολμᾷς νὰ κάνῃς τὸ σταυρό σου, γιατὶ φο­βᾶ­σαι τὰ σχόλια καὶ τὶς εἰρωνεῖες. Ὁ φόβος μήπως μᾶς ποῦν καθυστερημένους, ἔξω τόπου καὶ χρόνου, ἀνθρώπους τοῦ μεσαίωνος, σείει τὶς χριστιανικὲς συνειδήσεις. Ὁ ἕνας δὲν νηστεύει, γιατὶ φοβᾶται μήπως ἀρρωστήσῃ. Ὁ ἄλλος δὲν ἐλεεῖ, γιατὶ φοβᾶται μήπως φτωχύ­νει. Ὁ ἄλλος δὲν συγχωρεῖ, γιατὶ φοβᾶται πὼς θὰ τὸν θεωρήσουν ἀδύναμο. Ὁ ἄλλος ἀρνεῖται τὴν ἀλήθεια καὶ ὁρκίζεται ψέματα ἐπάνω στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο γιατὶ φοβᾶται τὶς συνέπειες…

* * *


Ἀδελφοί μου, ἡ ἀνδρεία ποὺ ἔδειξαν ὁ Ἰω­σὴφ καὶ ὁ Νικόδημος καὶ οἱ μυροφόρες γυναῖκες εἶνε ὑπόδειγμα γιὰ μᾶς. Ὁ καθένας μας εἶνε ἕνας «στρατιώτης Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Τιμ. 2,3). Νὰ εἴμαστε λοιπὸν ἀνδρεῖοι. Στρατιώτης καὶ φόβος δὲν συμβιβάζονται, Χρι­στιανὸς καὶ φόβος δὲν ταιριάζουν. Ἡ λέξι φόβος ἀπουσιάζει ἀπὸ τὸ λεξικὸ τοῦ Χριστιανοῦ. Δὲν γνωρίζω ἄλλον πιὸ ἀτρόμητον ἀπὸ τὸν ἀ­ληθινὸ Χριστιανό. Ἐὰν φοβᾶσαι, δὲν εἶσαι πραγματικὸς Χριστιανός.Μὴ φοβᾶσαι κανένα. Ποιόν φοβᾶσαι ἀλήθεια, μήπως κάποιον ἄνθρωπο ποὺ σὲ ἀπειλεῖ; Ὁ Χριστὸς εἶπε· «Μὴ φοβηθῆτε ἀ­­πὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυ­χὴν μὴ δυναμέ­­νων ἀποκτεῖ­ναι»· αὐτοὶ μόνο τὸ σῶμα μποροῦν νὰ φονεύσουν, τὴν ψυχὴ δὲν μποροῦν νὰ τὴν πειράξουν (Ματθ. 10,28). Ποιόν φο­βᾶσαι, τὸν κόσμο; Ὁ Κύ­ριος εἶπε· «Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕ­ξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκη­κα τὸν κόσμον» (Ἰω. 16,33). Ποιόν φοβᾶσαι, τὸν διά­βολο; Ἀλ­λὰ κι ἂν ἀ­κόμα ἀνοίξῃ ὁ ᾅδης καὶ βγοῦν ὅλοι οἱ δαίμο­νες καὶ πλημμυρήσουν οἱ δρόμοι ἀπ᾽ αὐ­τούς, ὁ Χριστιανὸς θυμᾶ­ται τὸ λόγο ποὺ εἶ­πε ὁ Χριστός· Σᾶς δίνω τὴ δύναμι νὰ πατᾶτε τὸν ἐ­χθρό. «Ἰ­δοὺ δίδωμι ὑμῖν τὴν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐ­πάνω ὄφεων καὶ σκορπίων καὶ ἐπὶ πᾶ­σαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ» (Λουκ. 10,19). Τί φο­βᾶ­σαι, τὸν θάνατο; Ἀλλὰ ὁ Χριστιανὸς ἔχει τὸ Χριστό, ποὺ εἶνε «ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή» (Ἰω. 11,25). Νὰ ζήσου­με λοιπὸν μὲ ἀνδρεῖο φρόνημα. Ἐὰν νιώθουμε δειλία, μὴ λησμονοῦμε ὅ­τι στὴν Ἀποκάλυψι ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης εἶ­δε μιὰ λίμνη πυρός, γεμάτη φλόγες, καὶ μέσα σ᾽ αὐτὴν ὅλους τοὺς ἁ­μαρτωλούς· καὶ πρώτους – πρώτους εἶ­δε ποιούς; τοὺς δειλούς (βλ. Ἀπ. 21,8). Ζοῦμε σὲ χρό­νια ἀποκαλυπτικά. Οἱ Χριστι­ανοὶ πρέπει νὰ σταθοῦμε ἀνδρεῖοι. Ἂν ὑπῆρ­χαν στὸν τόπο μας ἑκατὸ ἀνδρεῖοι Χριστιανοὶ καὶ Χριστιανές, δι­αφορετικὴ θὰ ἦταν ἡ κατάστασι. Ζοῦμε σὲ κόσμο κολακείας· δὲν λέμε ἀλήθεια, τὸν διάβολο τὸν λέμε ἄγγελο. Γι᾽ αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ πᾶμε μπροστά. Ἀνδρεῖοι νὰ εἴμαστε. Τίποτα μὴ φοβᾶσαι παρὰ μόνο τὸ Χριστό. Ψηλὰ τὰ λάβαρα! Τὴν ἀλήθεια παντοῦ. Νὰ εἴμαστε συμπαραστάτες τῶν γενναίων μαχητῶνΔιότι, ἐὰν οἱ Χριστιανοὶ σκεπτώμαστε τὸ συμφέρον, τὰ χρήματα καὶ τὴν περιουσία μας, νὰ τὸ θυμᾶστε, θὰ ἐπικρα­τήσουν οἱ ἄθεοι. Ἐὰν δὲν σταθοῦμε ἀν­δρεῖοι, θὰ χάσουμε καὶ πατρίδα καὶ σπί­τια καὶ τὰ πάντα. Ψηλὰ τὸ φρόνημα, στὸν οὐρανό! Μόνο ἔτσι θὰ κρατήσουμε τὸν τόπο μας στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, θὰ καθαρίσουμε τὴν ἐκκλησία ἀπὸ τὰ ἀνάξια στελέχη της, καὶ θὰ βαδίσουμε ψηλά, πρὸς ἕνα μεγάλο προορισμό, ποὺ ἔχει ἡ Ἐκκλησία μας, τὸ γένος καὶ καὶ ἡ φυλή μας.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Γεωργίου Ἀκαδημίας Πλάτωνος – Ἀθῆναι τὴν 1-5-1960.