Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2015

1. EKΛΕΓΟΥΜΕ 300 ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΨΗΦΙΖΟΥΝ ΝΟΜΟΥΣ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΣΕ ΛΟΓΑΡΙΑΖΟΥΝ 2. ΤΟ ΚΥΚΛΩΠΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΕΘΝΩΝ ΚΥΡΙΑΡΧΕΙ


Aπόσπασμα από το βιβλίο του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
«ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΤΟΥΣ ΕΣΧΑΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ» (Νο2) , εκδοση Γ΄ επηυξημένη, 2015
Τὰ εἶπε, πρὶν ἀπό 40 χρόνια ὁ μεγάλος ἀγωνιστής τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἐθνους π. Αὐγουστῖνος, ἀκοῦστέ τον:

ΠΟΥ Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ;

Ψηφιζουμε όλοιΨηφίζουμε μὲ τυφλὴ ἐμπιστοσύνη. Βγαίνουν τριακόσοι ἄνθρωποι στὴ βουλή, καὶ μετὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν. Σὲ ρώτησαν ἐσένα, ἂν τὸ νόμο ποὺ κάνανε τὸν ἐγκρίνεις; Ψηφίζουν νόμους χωρὶς νὰ σὲ λογαριάζουν. Εὐνοοῦν τὸν ἄλφα, εὐνοοῦν τὸν βῆτα, εὐνοοῦν τὸ ἄτομό τους· μόνο οἱ φωτογραφίες τους λείπουν. Τοὺς ἔκανες πληρεξουσίους γιὰ νὰ νομοθετοῦν μὲ δικαιοσύνη, καὶ κυκλώπειο δίκαιο κατὰ κάποιο τρόπο ἐπικρατεῖ. Ἔτσι εἶνε παντοῦ. Νόμοι, νόμοι, φάμπρικα νόμων, οἱ ὁποῖοι εἶνε ἀνομία. Ἡ πολυνομία εἶνε ἀνομία.
Δὲν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ πολλοὺς νόμους. Ἡ Σπάρτη στὴν ἀρχαιότητα ἦταν ἕνα πολὺ μικρὸ ἀλλὰ ἀξιοθαύμαστο κρατίδιο. Γιατὶ εἶχε λίγους καὶ καλοὺς νόμους. Μ᾿ αὐτοὺς τοὺς νόμους ἐβάδισε 500 – 600 χρόνια καὶ δημιούργησε τὶς Θερμοπύλες. Ὁ Λυκοῦργος, ποὺ ἔκανε τοὺς νόμους, ζήτησε ἀπὸ τοὺς Σπαρτιάτες νὰ μὴν τοὺς ἀλλάξουν μέχρι νὰ ἐπιστρέψῃ. Καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὴ Σπάρτη καὶ δὲν ξαναγύρισε.
Ἐδῶ συνεχῶς ψηφίζουν καὶ ἀλλάζουν τοὺς νόμους. Ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἐλευθερώθηκε τὸ κράτος μας ―δὲ᾿ θὰ τὸ πιστέψετε― ἔχουν ψηφίσει 25.000 νόμους. Ὁ ἕνας ῥίχνει γροθιὰ στὸν ἄλλον, ἀλληλογρονθοκοποῦνται. Πολλὲς φορὲς φτάνουν μέχρι τὸν Ἄρειο Πάγο οἱ ἄνθρωποι, καὶ δὲν μποροῦν νὰ βροῦν λύσι. Λαβύρινθος. Γιατὶ καθένας ψηφίζει τοὺς νόμους ἀνάλογα μὲ τὰ μέτρα του. Αὐτὴ ἡ πολυνομία καταλήγει στὴν ἀνομία. Θὰ ἐπικρατήσῃ ἡ πολυνομία καὶ ἡ ἀναρχία καὶ δὲν θὰ μπορῇ κανεὶς νὰ βρῇ τὸ δίκιο του.

ΤΟ ΚΥΚΛΩΠΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΕΘΝΩΝ

Θὰ σᾶς μιλήσω μὲ μιὰ εἰκόνα, γιατὶ αὐτὰ εἶνε θεωρητικὰ καὶ δὲν τὰ πολυκαταλαβαίνετε. Στὴν παλιὰ μυθολογία λέει ὁ Ὅμηρος, ὅτι ὑπῆρχαν κάτι τέρατα γίγαντες. Τοὺς ἔλεγαν κύκλωπες. Αὐτοὶ δὲν εἶχαν κανένα νόμο. Ἢ μᾶλλον εἶχαν ἕνα νόμο, τὸν κυκλώπειο νόμο, τὸ κυκλώπειον δίκαιον. Θυμᾶστε τί ἔγινε, ὅταν ἔπεσε στὴ σπηλιὰ τοῦ κύκλωπα ὁ ταλαίπωρος Ὀδυσσέας μὲ τὰ παλληκάρια του; Ὅταν βασίλεψε ὁ ἥλιος, μπῆκε στὴ σπηλιὰ ὁ κύκλωπας. Ὁ Ὀδυσσέας μὲ τοὺς συντρόφους του, ὅταν ἀντίκρυσαν ἕνα τεράστιο ἄνθρωπο ὕψους 5 – 6 μέτρων, μονόφθαλμο, τοὺς ἔπιασε φόβος καὶ τρόμος. Τρύπωσαν ὅπου μποροῦσαν νὰ κρυφτοῦν. Αὐτὸς τοὺς εἶδε. Ἄρμεξε τὰ πρόβατα, ῥούφηξε τὸ γάλα, καὶ μετὰ ἤθελε καὶ μεζέ. Ξάπλωσε τὸ χέρι του, ἅρπαξε ἕναν ἀπὸ τοὺς συντρόφους τοῦ Ὀδυσσέα καὶ κρὰπ τὸν ἔφαγε. Μετὰ ξαναξάπλωσε τὸ χέρι του καὶ ἅρπαξε ἄλλον. Ἔπεσε φόβος καὶ τρόμος στὴ μικρὴ ἐκείνη συντροφιά. Ὁ κύκλωπας, ἀντὶ νὰ συγκινηθῇ, ποὺ ἦταν ξένοι ἄνθρωποι καὶ ναυαγοί, καὶ νὰ τοὺς φιλοξενήσῃ, τοὺς πέρασε γιὰ τίποτε περιστέρια ἢ γιὰ τίποτε ποντίκια καὶ τοὺς ἔκανε μεζέδες. Κλεισμένοι μέσα στὴ σπηλιὰ τοῦ κύκλωπα, ἦταν μπροστά του σὰν κουνουπάκια. Ἀλλὰ γιά κοιτάξτε νὰ δῆτε· τὸ μυαλὸ ἔχει μεγάλη δύναμι. Τὸ μυαλὸ ἐνίκησε καὶ συνέτριψε τὸ γίγαντα. Ὁ Ὀδυσσέας εἶχε μυαλό. Σκεπτόταν τί νὰ κάνῃ, πῶς νὰ γλυτώσῃ αὐτὸς καὶ τὰ παλληκάρια του ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ κύκλωπα. Σκέφτηκε, ὅτι θὰ ὑπάρχῃ κάποιος τρόπος. Τὴν ἄλλη μέρα νά ᾿τος πάλι ὁ κύκλωπας ξαναῆρθε. Ἅρπαξε ἄλλον καὶ τὸν ἔφαγε. Τότε ὁ Ὀδυσσέας πάει κοντά του καὶ τοῦ λέει· ―Μεγαλειότατε ἀφέντη, ἔχω νὰ σοῦ δώσω ἀπὸ τὴν πατρίδα μου ἕνα κρασὶ περίφημο, γλυκύτατο· τό ᾿χω μέσα στὸ ἀσκί. Τώρα ποὺ ἔφαγες τὸ σύντροφό μας, θὰ σοῦ δώσω νὰ πιῇς καὶ λίγο κρασί, γιὰ νὰ τὸν χωνέψῃς. ―Φέρ᾿ το, λέει ὁ κύκλωπας. Τοῦ βάζει μιὰ κούπα μεγάλη καὶ γκρούουου τὴν κατεβάζει. Βάζει καὶ δεύτερη καὶ τρίτη· ἄδειασε ὅλο τὸ ἀσκί. Ἄρχισε ὁ κύκλωπας νὰ ζαλίζεται καὶ νὰ μεθᾷ. Ὅταν ζαλίστηκε γιὰ τὰ καλά, ἔπεσε ἀνάσκελα καὶ κοιμόταν, ὅπως, ἂν εἴδατε κανένα φαγᾶ, ὅταν φάῃ καὶ πιῇ μέχρι σκασμοῦ. Τότε πλησίασε ὁ Ὀδυσσέας καὶ τὸν τύφλωσε μ᾿ ἕνα δαυλό. Ἔτσι γλύτωσαν ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ κύκλωπα.
Αὐτὸ τὸ μῦθο σᾶς τὸν εἶπα, γιὰ νὰ δῆτε ὅτι δὲν εἶχε νόμο ὁ κύκλωπας· οὔτε νόμο συμπαθείας, οὔτε νόμο φιλοξενίας, οὔτε τίποτα. Δὲν εἶχε γιὰ τίποτε τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὸ εἶνε τὸ κυκλώπειον δίκαιον. Νόμος, σοῦ λέει, εἶμαι ἐγώ· «τὸ κράτος εἶμαι ἐγώ». Αὐτὸ τὸ δίκαιο ἔχουν τὰ κράτη – νὰ μὴν κοροϊδευώμεθα, ἔτσι εἶνε ὁ κόσμος. Ποῦ ἡ δημοκρατία; Οἱ νόμοι κάθε ἐποχῆς ―καὶ τώρα, ἐπὶ τῆς σημερινῆς καταστάσεως― τέτοιοι εἶνε. Διαβάστε γιὰ νὰ τὸ δῆτε.

ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΖΕΤΑΙ Η ΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ

  • «Τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας, μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται»(Β΄ Θεσ. 2,7).
Ἂν καὶ δὲν ἔφθασε ἀκόμα ἡ ὥρα τοῦ ἀντιχρίστου, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, προηγεῖται ὅμως ἡ ἐπεξεργασία. Εἴμαστε π.χ. ἑκατὸ ἄτομα. Χωρὶς νὰ θέλω νὰ ταράξω τὴν ἡσυχία σας, σᾶς λέω· Φαινόμεθα ὅλοι ὅτι εἴμεθα ὑγιεῖς. Ἀλλὰ εἴμεθα πράγματι; Ὄχι, δὲν εἴμεθα. Κάπου μέσα στὸν ὀργανισμό μας ὑπάρχει ἕνα μικρόβιο. Ἂν βέβαια λέγεται μικρόβιο ἢ κάπως ἀλλιῶς, δὲν ἔχουν ἀκόμα ἐξακριβώσει οἱ ἐπιστήμονες. Καὶ ἐνῷ αἰσθάνεσαι τώρα καλά, τρῶς πίνεις χωνεύεις ἀναπαύεσαι σηκώνεσαι, μέσα στὸν ὀργανισμὸ γίνεται μιὰ ἀόρατος ἐπεξεργασία. Εἶνε μέσα τὸ μικρόβιο τοῦ καρκίνου, ποὺ σιγὰ – σιγὰ θὰ ἐμφανιστῇ. Φαίνεσαι ὑγιής, ἀλλὰ δὲν εἶσαι. Ὅπως ἕνα πελώριο δέντρο· ἂν μέσα στὸν κορμὸ ἔχῃ σαράκι, τὸ τρώει σιγὰ – σιγὰ ἐσωτερικῶς καὶ τὸ δέντρο κάποια στιγμὴ πέφτει. Ἔτσι εἶνε καὶ ἡ ἁμαρτία, σαράκι μέσα σ᾿ ὁλόκληρη ἀνθρωπότητα. Ἐργάζεται μυστηριωδῶς, δημιουργεῖ διάβρωσι, τῆς ὁποίας ἀποτέλεσμα εἶνε ὁ ἐκφυλισμὸς τῆς ἀνθρωπότητος. Ἡ ἁμαρτία, ὅπως τὸ μικρόβιο μέσα στὸν ἀνθρώπινο ὀργανισμό, δουλεύει, προχωρεῖ συνεχῶς, μέχρι νὰ τὸν διαλύσῃ καὶ νὰ τὸν καταρρίψῃ. Ἔτσι θὰ καταλυθῇ στὴν ἀνθρωπότητα πᾶσα ἐξουσία, θὰ ἔρθῃ ἀναρχία καὶ ἐκφυλισμὸς στὸν κόσμο «καὶ τότε ἀποκαλυφθήσεται ὁ ἄνομος».

ΑΝΟΜΟΣ Ο ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΣ

  • «καὶ τότε ἀποκαλυφθήσεται ὁ ἄνομος, ὃν ὁ Κύριος ἀναλώσει τῷ πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ καὶ καταργήσει τῇ ἐπιφανείᾳ τῆς παρουσίας αὐτοῦ»(Β´. Θεσ. 2,8).
Ὁ ἀντίχριστος λέγεται «ἄνομος», γιατὶ δὲν θέλει κανένα νόμο. Ὁ κόσμος κυβερνᾶται μὲ νόμους. Ὁ καλύτερος νόμος, ποὺ ἔβαλε ὁ Θεὸς μέσα στὸν ἄνθρωπο, εἶνε ὁ νόμος τῆς συνειδήσεως. Ἂν τὸν ὑπακούαμε, δὲν θὰ εἴχαμε ἀνάγκη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπινους νόμους. Ἔπειτα ἔδωσε τὸ Δεκάλογο. Τὸ «οὐ κλέψεις» εἶνε παγκόσμιος νόμος. Καὶ ὅμως τὸ «οὐ φονεύσεις» τὸ «οὐ μοιχεύσεις»…, οἱ παγκόσμιοι αὐτοὶ νόμοι, θὰ ἔρθῃ ἐποχὴ ποὺ θὰ καταργηθοῦν. Θὰ τοὺς καταργήσῃ ὁ ἄνομος. Δὲ᾿ θ᾿ ἀφήσῃ κανένα νόμο.