Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

Κριτήρια ἐκλογῆς τῶν ἀποστόλων

Κυριακὴ Β΄ Ματθαίου (Ματθ. 4,18-23)
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Κριτήρια ἐκλογῆς τῶν ἀποστόλων

Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου, ἐπρόκειτο νὰ διαλέξῃ τοὺς ἀποστό­λους του, ἐκείνους ποὺ μετὰ τὴ σταύρωσι καὶ τὴν ἀνάληψί του θὰ συνέχιζαν τὸ ἔργο του.Ο ΚΥΡΙΟΣ
Τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ δὲν ἦταν κάτι εὔκολο. Ἦταν τὸ δυσκο­λώ­τερο στὸν κόσμο. Γιατὶ ­τί ἐκαλοῦντο νὰ κά­νουν οἱ ἀπόστολοι· νὰ πάρουν ἕνα βράχο, νὰ τὸν σπάσουν, νὰ τὸν λειώ­σουν, νὰ τὸν κάνουν καστανόχω­μα, κ᾽ ἐκεῖ νὰ σπείρουν σπόρο γιὰ νὰ φυ­τρώ­σῃ ἕνα ὡραῖο λουλούδι. Τὸ ἔρ­γο τους ἦταν· νὰ πάρουν τὸ λύκο καὶ νὰ τὸν κά­νουν ἀρνί, νὰ πάρουν τὸ γεράκι ἢ τὸν κόρα­κα καὶ νὰ τὸν κάνουν περιστέρι· νὰ πάρουν δηλαδὴ ἕνα φιλάργυρο καὶ νὰ τὸν κάνουν ἐ­λεήμονα, νὰ πάρουν ἕναν ἀκρατῆ καὶ νὰ τὸν κάνουν ἐγκρατῆ, νὰ πάρουν μία πόρνη καὶ νὰ τὴν κάνουν ἄγγελο, νὰ πάρουν ἕναν ἐριστικὸ καὶ φιλέκδικο καὶ νὰ τὸν κάνουν πρᾶο καὶ συγχωρητικό.

Ὑπάρχει ἔργο πιὸ δύσκολο ἀπ᾽ αὐτό; Σ᾽ αὐ­τὸ λοιπὸν καλοῦσε συνεργάτες ὁ Χριστός, καὶ ἔπρεπε νὰ βρῇ τοὺς καλύτερους. Καὶ ποιούς βρῆκε; Πῆρε σοφούς, μεγάλους καὶ ἰ­σχυροὺς τῆς γῆς; Ὄχι. Διάλεξε ταπεινοὺς ἀν­θρώπους ποὺ δὲν τοὺς ἔδινε κανεὶς σημασία. Βλέπουμε σήμερα στὸ εὐ­αγ­γέλιο, ὅτι διάλεξε τέσσερις ψαρᾶδες· τὸν Ἀνδρέα καὶ τὸν Πέτρο, τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Ἰ­ά­κωβο. Αὐτοί, ὅ­πως καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἀ­πόστολοι, δὲν εἶχαν καν­ένα κοινωνικὸ μεγαλεῖο, πλούτη, μέ­γαρα, κτήματα, σπουδές.
Γιατί ἆραγε δὲν διάλεξε σοφούς, στρατηγούς, μεγάλους καὶ τρανούς, ἀλλὰ διάλεξε τὰ πλέον περιφρονημένα στοι­­χεῖα;

Διότι σ᾽ αὐ­τοὺς βρῆκε κάτι ποὺ ἄξιζε πε­ρισσό­τερο. Κάτω ἀπὸ τὴ φτωχική τους ἐμφάνισι ἔ­κρυβαν ἕ­να μεγαλεῖο ψυχικό, ποὺ δὲν ὑπῆρ­χε πουθε­νὰ ἀλλοῦ. Αὐτὸ ζητάει ὁ Χριστός.
Δηλαδή, τί μεγαλεῖο εἶχαν αὐτοὶ οἱ ψαρᾶδες;

* * *

Ἂς σκε­φθοῦμε πρῶτα – πρῶτα, ποῦ τοὺς βρῆ­κε ὁ Χρι­στός; Ὅταν τοὺς κάλεσε καὶ εἶπε «Ἐ­λᾶτε κον­τά μου, γιὰ νὰ σᾶς κάνω ἁλιεῖς ἀν­θρώπων» (Ματθ. 4,20), ποῦ ἦταν; ἔχει σημασία αὐ­τό. Μή­­πως τοὺς βρῆκε νὰ κάθωνται τεμπέληδες στὸ σπί­τι ἢ κάπου ἀλλοῦ καὶ νὰ κουτσομπολεύ­­ουν τὸν ἕνα καὶ τὸν ἄλλο; μήπως τοὺς βρῆκε σὲ καμ­μιὰ τα­βέρνα νὰ κουτσοπίνουνε; μήπως τοὺς βρῆ­κε σὲ κανένα χαρτοπαίγνιο ἢ νὰ παίζουν τὰ ζάρια; μήπως τοὺς βρῆκε σὲ κανένα στάδιο νὰ παρακο­λουθοῦν βάρβαρα ἀγωνίσμα­τα; μήπως τοὺς βρῆ­κε στὸ χρηματιστήριο ἢ ἐ­κεῖ ποὺ μαζεύονται οἱ ἔμποροι καὶ κυνηγοῦν τὸ κέρδος; Ὄχι. Τοὺς βρῆ­κε πάνω στὴ δουλειά. Καὶ τί δουλειά· σκληρή. Ὅσοι εἶ­νε ἀπὸ νησιὰ ἢ πα­ραθαλάσσια μέρη ξέ­ρουν τί κόπο ἔχει ὁ ψα­ρᾶς. Τοὺς βρῆκε τὴν ὥρα ποὺ ἔρριχναν τὰ δίχτυα, ποὺ τὰ μάζευαν καὶ τὰ τα­κτοποιοῦ­σαν, γιὰ νὰ βγῇ τὸ μεροκάματο.
Τί μᾶς λέει αὐτό; ὅτι ὁ Χριστὸς ἐκτιμᾷ τὴν ἐρ­γασία καὶ τοὺς ἐργατικοὺς ἀνθρώπους. Εἶ­νε ὁ ἴδιος ποὺ ὥρισε στὸν πρῶτο ἄνθρωπο μέ­σα καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν παράδεισο νὰ ἐργάζεται (βλ. Γέν. 3,15,23)· εἶνε ὁ ἴδιος ποὺ τοῦ εἶπε, νὰ ἐρ­γάζεται ἕξι ἡμέ­ρες τὴν ἑβδομάδα (βλ. Ἔξ. 20,9-11. Δευτ. 5,12-14)· εἶνε ὁ ἴδιος ποὺ ὥρισε τὴν ἐργασία ὡς θεσμὸ στὴ ζωή. Δι­ότι, ἀγαπητοί μου, ἡ ἐργασία εἶνε προσευχή. Ὅταν κάποιος ἐργάζεται τίμια καὶ εἰλικρινά, γιὰ νὰ βγάλῃ τὸ ψωμὶ τῆς οἰκογενεί­ας του, τὴν ὥρα ἐκείνη εἶνε σὰν τὸν καλό­γερο· ὅπως ὁ κα­λόγερος κάνει μετάνοιες καὶ κομποσχοίνι, ἔτσι καὶ ὁ ἐργαζόμενος κοπιάζει καὶ ἁγιάζει τὸν ἑ­αυτό του ἐπάνω στὴν ἐκ­τέλεσι τῆς ἐντολῆς τοῦ Κυρίου. Τὸ ἐργάζεσθαι εἶνε προσεύχεσθαι· γι᾽ αὐτὸ ἡ ἐργασία εἶνε εὐλογημένη ἀπὸ τὸ Θεό. Ἄλλωστε νερὸ ποὺ δὲν τρέχει σαπίζει, καὶ ἀλέτρι ποὺ δὲν σκά­βει τὴ γῆ σκουριάζει· καὶ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἀγαπᾷ τὴν ἐργασία σαπίζει πνευματικὰ καὶ σκουριάζει σωματικά.
⃝ Οἱ ἀπόστολοι δὲν ἦταν μόνο ἐργατικοί· τὸ εὐ­­αγγέλιο λέει ὅτι εἶ­χαν καὶ κάτι ἄλλο· εἶ­χαν φιλαδελφία, ἀδελφοσύνη. Δὲν ἦταν ὁ Πέτρος μό­νος του, εἶ­χε κοντά του καὶ τὸν ἀδελφό του τὸν Ἀνδρέα· καὶ δὲν ἦ­ταν ὁ Ἰωάννης μόνος του, εἶχε μαζί του καὶ τὸν ἀδελφό του τὸν Ἰάκωβο. Ἦταν ἀδέρφια ἀγαπημένα, ται­ριασμένα. Καὶ ἔτσι τοὺς βρῆκε καὶ τοὺς διάλεξε ὁ Χριστός.
Μεγάλο πρᾶμα στὴ ζωὴ νὰ ὑπάρχουν ἀ­δέρφια ἀγαπημένα. Διότι, ὅπως λέει ἕνα ῥητό, «ἀ­­δελφὸς ὑπὸ ἀδελφοῦ βοηθού­μενος ὡς πόλις ὀχυρά» (Παρ. 18,19)· εἶνε σὰν κάστρο ἄπαρτο.
Πρέπει νὰ ἀγαπιοῦνται τὰ ἀδέρφια. Γιατὶ ἀ­πὸ μιὰ μάνα κι ἀπὸ ἕνα πατέρα γεννήθηκαν, μέσ᾽ στὸ ἴδιο σπίτι ἀνατράφηκαν, τὴν ἴδια γλῶσ­σα μιλᾶνε, τὶς ἴδιες συνήθειες ἔχουν.
Κι ὅμως σήμερα ἡ ἀδελφικὴ ἀγάπη σπανίζει· σπάνιο πρᾶγμα νὰ δῇς ἀδέρφια νὰ ἀγαπιῶν­ται. Τί τοὺς χωρίζει; Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια τ᾽ ἀδέρφια ἦ­ταν ἀγαπημένα ὣς τὸ θάνατο. Τώρα εἶ­νε ἐποχὴ σατανική, τῶν τριάκοντα ἀρ­γυρίων, καὶ τοὺς χωρίζει τὸ συμφέρον. Γιὰ ἕνα οἰκόπεδο, λίγες πῆχες χῶμα, μπορεῖ νὰ φτάσουν μέχρι Ἄρειο Πάγο. Καὶ ὅπως λέει ὁ κόσμος, –Ποιός σοῦ ᾽βγαλε τὸ μά­τι κ᾽ εἶνε βγαλμένο τόσο βαθειά; –Ὁ ἀδερφός μου. Εἶνε μιὰ ἐποχὴ Κάιν· ὅ­πως ὁ Κάιν μισοῦ­σε τὸν Ἄβελ τὸν ἀδελφό του, ἔτσι σήμερα παι­διὰ ποὺ βγῆκαν ἀπὸ τὴν ἴδια κοι­λιὰ μισοῦνται σὰν νά ᾽νε ἐχθροί. Φτάνει κανεὶς σὲ τέτοιο ση­μεῖο, ποὺ λέει, Προτιμότερο νὰ μὴν εἶχα ἀ­δέρ­φια, νά ᾽μουν ὁλομόναχος στὸν κόσμο.
⃝ Νά λοιπὸν γιατί ὁ Χριστὸς διάλεξε αὐτοὺς τοὺς ψαρᾶδες γιὰ μαθητάς του· ἦταν φτωχαδά­κια ἐργατικά, εἶχαν ἀγάπη μεταξύ τους· ἀλλὰ καὶ γιὰ ἕναν ἀκόμη λόγο. Τὸ λέει τὸ εὐαγγέλιο· ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἰάκωβος εἶ­­χαν μαζί τους στὸ ψα­ροκάικο – ποιόν; τὸν πατέρα τους τὸν Ζεβεδαῖο. Ὁ Ζεβεδαῖος βέβαια ἦταν πιὰ γέρος, δὲν μποροῦ­σε νὰ δουλεύῃ ὅ­πως πρῶτα, ἀλλὰ τὰ παιδιὰ χαίρονταν νὰ εἶνε μαζί τους, νὰ ἔχουν τὴ συντροφιά, τὴ συμβουλή, τὴν εὐχή του.
Μιὰ παροιμία λέει· Πάρε, παιδί μου, τὴν εὐ­χὴ τῶν γονιῶν σου, καὶ τότε χῶ­μα θὰ πιάνῃς – μάλα­μα θὰ γίνεται. Κ᾽ εἶνε ψέμα; Ἄντε νὰ ρωτή­σῃς στὸ Μοριά, στὴ Μακε­δονία, στὴν Ἤπειρο· θὰ δῇς φτωχαδάκια, ποὺ ἔ­φυγαν ξυπόλητα ἀπ᾽ τὸ χωριό τους, ταξίδεψαν μακριά, Αὐστραλία Ἀμερι­κή, μὲ μόνο ἐφόδιο μαζί τους τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν εὐχὴ τῆς μάνας, ποὺ γονάτιζε στὰ εἰκονίσματα· καὶ μὲ τὴν εὐλογία αὐτὴ χῶμα ἔ­πιαναν στὸν ξένο τόπο καὶ μάλαμα γινό­ταν. Ἔτσι καὶ οἱ ἀπόστολοι. Καὶ μᾶς διδάσκουν, νὰ εἴμαστε φιλόστοργοι στοὺς γονεῖς.
Μὰ τώρα τί συμβαίνει; Ἄ, ὁ πατέρας, ὅσο ἦ­ταν γερὸς καὶ δούλευε κ᾽ ἔφερνε τὰ ψώνια στὸ σπίτι, ἦταν καλός· ὅταν ὅμως γεράσῃ ὁ πατέρας, γεράσῃ ἡ μάνα, ὅταν πέσουν στὸ κρεβάτι, τότε ἀρχίζει γογγυσμός. Κανείς δὲν τοὺς θέλει. Τὰ σπίτια, τὰ χωράφια, τὰ χρήματά τους τὰ θέ­λουν, μὰ τοὺς ἴδιους ὄχι. Ἡ γενεά μας δὲν ἔχει σπλάχνα· ἔχει σκλη­ρὴ καρδιά, ψυχρότητα, ἀπο­τομία. Δὲν πᾶτε σ᾽ ἕνα γηροκομεῖο νὰ ρωτήσετε τοὺς γέρους καὶ τὶς γριές; Νομίζετε, πὼς δὲν ἔχουν παιδιά; Οἱ περισσότεροι ἔχουν, μὰ τὰ παιδιὰ δὲν τοὺς θέ­λουν καὶ τοὺς πετᾶνε στὰ ἄ­συλα, νὰ πεθάνουν ἐκεῖ χωρὶς τὸ χάδι τοῦ παιδιοῦ τους. Γίναμε χειρότεροι κι ἀπὸ τὰ ζῷα, χειρότεροι ἀπὸ τὰ ἄγρια πουλιά.
Ὑπάρχει ἕνα πουλί, ποὺ τὸ λένε πελαργό. Ὁ πελαργὸς ἀγαπάει τὰ πουλιά του, πετάει καὶ τοὺς φέρνει τροφή, τὰ προστατεύει, καὶ μέσ᾽ στὴ φωτιὰ ἀκόμη πέφτει γιὰ νὰ τὰ σώσῃ. Μὰ καὶ τὰ παιδιὰ ἀγαποῦν τὸν πατέρα τους. Ὅταν ὁ πελαργὸς γεράσῃ καὶ μαδήσουν τὰ φτερά του, τὰ παιδιά του δὲν τὸν ἀφήνουν, ἀλλὰ μαζεύονται κοντά του καὶ μὲ τὰ φτερά του τὸν σκεπάζουν καὶ τὸν θερμαίνουν.
Νά γιατί ὁ Χριστὸς διάλεξε αὐτούς.

* * *

Τὸ συμπέρασμα εἶνε· μὴ ζυγίζετε τὸν ἄν­θρωπο μὲ τὴ ζυγαριὰ τοῦ κόσμου. Σήμερα ἐκ­τι­μοῦν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του, τὴν κοινωνική του θέσι, τὴ δύναμι ποὺ διαθέ­τει, ὄχι ἀπὸ τὸν χαρακτῆρα καὶ τὴν ἀρετή του. Μπροστὰ στὸ Θεὸ ὅμως ἕνας ὑπάλληλος, ἑκουσίως φτω­χὸς γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο, ἔχει περισσότερη ἀξία ἀπὸ ἕναν Ὠνάση· ἕνας χωριάτης ποὺ σκάβει τὴ γῆ ξυπόλητος ἀξίζει παραπάνω ἀπὸ ἕναν ἑκατομμυριοῦχο· ἕνας ἐργάτης ποὺ στραγγίζει στὸν ἱδρῶτα ἔχει ἀξία μεγαλύτερη ἀπὸ ἕναν ἐ­φοπλιστή· μιὰ ταπεινὴ ὑπηρέτρια ἔχει πιὸ με­γάλη ἀξία ἀπὸ μιὰ κυρία τῆς ἀριστοκρατίας.
Ὁ Χριστὸς ἀντέτρεψε τὴν κοσμικὴ κλίμακα· γι᾽ αὐτὸν οἱ ψαρᾶδες ἦταν ἀνώτεροι ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς καὶ φαρισαίους· ἦταν διαμάντια παραπεταμένα ἀπὸ τὸν κόσμο. Καὶ οἱ ψαρᾶ­δες αὐτοὶ εἶνε σήμερα πασίγνωστοι. Κανένας βασιλιᾶς τοῦ κόσμου δὲν ἔχει τόσα παλάτια ὅσους ναοὺς ἔχουν ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, ὁ ἅγιος Πέτρος, ὁ ἅγιος Παῦλος. Ναί, ἔτσι τοὺς τιμᾷ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ. Μὴ ξιππάζεσαι λοιπὸν ἀπὸ τὰ ὑλικὰ πράγματα. Χίλιες φορὲς φτωχὸς μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ παρὰ πλούσιος χωρὶς τὸ Χριστό.
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο διδάσκει, ὅτι κοντὰ στὸ Χριστὸ ἀποκτοῦμε ἀξία, μεγαλειότητα. Διότι, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος, «δόξα καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν» (῾Ρωμ. 2,10), δηλαδὴ στοὺς ψαρᾶδες τῆς Γαλιλαίας, στοὺς ἁγίους καὶ μάρτυρας, σ᾽ αὐτοὺς ποὺ ἀ­γάπησαν καὶ θυσιάστηκαν γιὰ τὸ Χριστό. Καὶ μα­κάρι τῆς δόξης καὶ τιμῆς αὐτῆς ν᾽ ἀξιωθοῦμε ὅ­λοι διὰ πρεσβειῶν πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Ἁγ. Αἰμιλιανοῦ Λόφου Σκουζὲ – Ἀθηνῶν 12-6-1966) http://www.augoustinos-kantiotis.gr/