Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Η ΣΦΑΓΗ ΤΩΝ 12 ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΩΝ (1974 - 2015) 11ο μέρος ΟΙ ΜΑΥΡΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ



(Η εφημερίδα  "ΑΓΩΝΑΣ" συνεχίζει την περιγραφή άγνωστων σκοτεινών σημείων κατά την περίοδο της δικτατορίας, με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο να κονταροχτυπιέται μαζί τους και τον Σεραφείμ Τίκα να καραδοκεί πότε θα βρει την κατάλληλη στιγμή να καταλάβει την αρχιεπισκοπή, διώχνοντας τα μυρίπνοα άνθη της Εκκλησίας).

ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΙΚΑΣ  Ο ΣΦΑΓΕΑΣ ΤΩΝ 12 ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΩΝ Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΩΝ ΤΑΝΚΣ
(συνέχεια )

Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α΄ Κοτσώνης, ήταν άνθρωπος της λατρείας του Θεού. Ύψωνε τα αρχιερατικά του χέρια για να προσφέρει την ευχαριστία, και την καρδιά για να πυρωθεί στη φωτιά της αγάπης των Μαρτύρων. Είχε ένα άδολο και ασταμάτητο διάλογο αγάπης με το Χριστό και μία διακριτική προσφορά διακονίας.

Ο μακαριστός Ιερώνυμος είχε έντονο το πνεύμα του νοικοκυριού, γι’ αυτό προσπάθησε, με την ανάληψη των Αρχιεπισκοπικών του καθηκόντων, να αναστηλώσει το πεσμένο κύρος της ιερωσύνης. Έτσι εμφανίσθηκε στο στίβο των μεγάλων αγώνων ατρόμητος και αποφασιστικός, έτοιμος να αντιπαραταχθεί με τα ηθικά σκάνδαλα και τα οικονομικά συμφέροντα, όπου μέχρι τότε ύψωναν τη σκυτάλη της επιτυχίας οι διεφθαρμένοι και οι άρπαγες τεχνοκράτες.

Ο ίδιος δεν ήταν οικονομολόγος ούτε ανέβηκε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο με τον αέρα του τεχνοκράτη ώστε να δαμάσει και να δρομολογήσει τις ατίθασες οικονομικές δυνάμεις.

Η ανήσυχη όμως ευρηματικότητά του και η φωτισμένη μεθοδικότητά του του έδινε πνοή στους σχεδιασμούς, τα ξενύχτια πάνω στους υπολογισμούς και τις συζητήσεις με φίλους και αντιπάλους. Και οι ανύστακτες προσπάθειές του, με τη βοήθεια του Θεού, έφεραν καρπούς.

Πρώτη του φροντίδα ήταν να βάλει τάξη στα οικονομικά νοικοκυρεύοντας τους πόρους της Αρχιεπισκοπής και των κεντρικών Νομικών Προσώπων της Εκκλησίας. Να σώσει τις οικονομίες των μεγάλων Μονών από την απόκρυψη και τη διαρροή. Να μπει σε τάξη ο ΟΔΕΠ και το ΤΑΚΕ. Να προστατέψει από τη λεηλασία τα χρήματα που οι πιστοί αφιερώνουν στα μικρά και μεγάλα προσκυνήματα με σκοπό τη χρησιμοποίησή τους σε έργα αγάπης και στοργής.

Δεύτερο μέλημά του ήταν η καταγραφή και η αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας της Εκκλησίας. Έργο, που δεν ήταν καθόλου εύκολο, γιατί η εκκλησιαστική περιουσία απαρτίζεται από χιλιάδες κομμάτια γης που βρίσκονται απλωμένα σε όλη την επικράτεια και πολλά απ’ αυτά έχουν καταλάβει καταπατητές αλλοιώνοντας τα σύνορά τους.

Ξεκίνησε με την κατάρτιση κτηματολογίου (πρωτόγνωρο, πριν 50 χρόνια, για την Ελλάδα). Η πρώτη πρόχειρη κτηματογράφηση που έγινε έδωσε βασικές πληροφορίες και στοιχεία για το κάθε κτήμα. Έτσι βγήκε στην επιφάνεια η ανάγκη να μετρηθούν ξανά και σωστά όλα τα κτήματα που πωλήθηκαν είτε από τον ΟΔΕΠ είτε από άλλο νομικό πρόσωπο της Εκκλησίας ώστε να διαπιστωθεί αν αυτοί που τα αγόρασαν κατείχαν ό,τι αγόρασαν ή άπλωσαν τα σύνορά τους, καταπατώντας κομμάτια από την γειτονική εκκλησιαστική περιουσία.


Σύγκρουση:

Το έργο αυτό έφερε τον Αρχιεπ. Ιερώνυμο άμεσα σε αντίθεση με πολλούς ισχυρούς. Τέτοιες περιπτώσεις καταπατήσεων βρίσκονταν στις πλαγιές του όγκου της Πεντέλης, στην Εκάλη, στη Νέα Μάκρη, στην Πολιτεία, και στις παραθαλάσσιες περιοχές της Βουλιαγμένης. Στις περιοχές αυτές δεν ήταν εγκατεστημένοι πτωχοί μεροκαματιάρηδες, αλλά Κροίσοι, που μπορούσαν εύκολα να κινήσουν όλους τους μηχανισμούς παραπληροφόρησης και κατασυκοφάντησης ενάντια σ’ εκείνον που θα τολμούσε να θίξει τα συμφέροντά τους.

Η κατασυκοφάντηση δούλεψε και ο λαός μάθαινε ότι ο Ιερώνυμος διώκει τους πτωχούς μεροκαματιάρηδες και όχι ότι θέλει να καταμετρήσει και καταγράψει την εκκλησιαστική περιουσία, γι’ αυτό πρέπει να αποσυρθεί από την ηγεσία της Εκκλησίας.

Σύγκρουση:

Στην περιοχή Παπάγου, μια έκταση περίπου δέκα χιλιάδων στρεμμάτων – περιουσιακό στοιχείο της Εκκλησίας εκτιμώμενο σε πολλές δεκάδες εκατομμύρια – το κατέλαβε αυθαίρετα ο στρατός με τον Οργανισμό ΑΟΟΑ.

Από τις πρώτες εβδομάδες της θητείας του προτάθηκε στον Αρχιεπίσκοπο να δώσει λύση. Ο Ιερώνυμος πρότεινε στην ηγεσία του στρατεύματος να λυθεί το ζήτημα με απ’ ευθείας συνεννοήσεις – είχε εκδοθεί δικαστική απόφαση που δικαίωνε την Εκκλησία – διότι δεν ήταν εποικοδομητικό να διαπληκτίζονται στρατός και Εκκλησία στα δικαστήρια.

Αναγκάστηκε να έρθει σε σφοδρή αντιπαράθεση – πράγμα ιδιαίτερα επικίνδυνο κατά την διάρκεια της δικτατορίας – γιατί, ενώ στις 12 Ιουλίου 1969 έστειλε επιστολή διαμαρτυρίας στον Πρωθυπουργό (Γεώργιο Παπαδόπουλο) για το θέμα αυτό, στις 20 Ιουλίου τον επισκέφθηκε ο Υπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ κατ’ εντολή του και του διαβίβασε όρους του ΑΟΟΑ απαράδεκτους για την Εκκλησία, και ο Ιερώνυμος δεν τους έκανε δεκτούς.

Την ίδια ημέρα, στις 20 Ιουλίου, είχε οξύτατη αντιπαράθεση με τον Αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων.

Στις 4-1-1972 έγινε μια ευρεία σύσκεψη για το ίδιο θέμα στην οποία ο Πατακός απείλησε τον Αρχιεπίσκοπο λέγοντάς του ότι, αν δεν του δώσει το κτήμα δεν πρέπει να ξεχνά ότι ο στρατός διαθέτει την δύναμιν των όπλων, και συνεπώς η Εκκλησία δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Και ο Μακαρέζος προκαλώντας άφησε να πλανηθεί το «μολών λαβέ». Παρ’ όλα αυτά ο Ιερώνυμος έμεινε ανένδοτος.

Εκείνο που εξόργισε τον Ιερώνυμο ήταν η επίσκεψη του Β΄ Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης Δ. Πατίλη κατά την οποία εκβιάζοντάς τον ζήτησε να υπογράψει συμβιβασμό δεχόμενος ότι η Εκκλησία έχει έκταση λίγων στρεμμάτων και όχι δέκα χιλιάδων όπως κακώς αποφάσισε το δικαστήριο υπέρ της Εκκλησίας.

Το αίτημά του ασφαλώς το απέρριψε ασυζητητί.

Σύγκρουση:

Στη Δυτική Πελοπόννησο, στην περιοχή Στρομφαλιά, η Εκκλησία είχε ένα κτήμα 23 χιλιάδων στρεμμάτων παραθαλάσσιο, με ωραιότατη αμμουδιά μεγάλου πλάτους και μήκους 12 χιλιομέτρων. Η περιοχή καλύπτονταν με δάσος από πεύκα και κουκουναριές και διώρυγες γλυκού νερού. Ήταν κατά τη γνώμη των ειδικών το «Τουριστικό διαμάντι της Ελλάδας».

Οι διάφοροι “επιχειρηματίες” προσπαθούσαν να το αρπάξουν για ένα κομμάτι ψωμί εκμεταλλευόμενοι την άγνοια της εκκλησιαστικής ηγεσίας και την έλλειψη ενδιαφέροντός της. Παράλληλα η πολιτεία επιζητούσε το ξεπούλημα του κτήματος για το συμφέρον «της εθνικής οικονομίας» αδιαφορώντας σε ποιον ανήκει κι αν απογυμνώνονταν η εκκλησία από την περιουσία της.

Τις τελευταίες ημέρες του Ιουνίου 1967 – 43 ημέρες μετά την εκλογή του Ιερωνύμου στον Αρχιεπίσκοπο θρόνο – η δικτατορία αντιμετώπιζε μεγάλες συναλλαγματικές δυσκολίες λόγω του οικονομικού εμπάργκο εκ μέρους των “δημοκρατικών” κυβερνήσεων της Δύσης.

Αυτό το αντιλήφθηκε ένας ξένος “επιχειρηματίας” και εμφανίστηκε στα αρμόδια Κυβερνητικά Όργανα υποσχόμενος ότι, εάν του πωλούσαν το κτήμα, αυτός θα το αξιοποιούσε αμέσως και θα έφερνε στην Ελλάδα ένα μυθώδες ποσό σε συνάλλαγμα, ήτοι ένα δισεκατομμύριο διακόσια εκατ. δολάρια, που αντιστοιχούσε σε ένα ολόκληρο κρατικό ετήσιο προϋπολογισμό εκείνης της εποχής.

Η Κυβέρνηση θεώρησε την πρόταση θεόπεμπτη ευκαιρία και δεν έπρεπε επ’ ουδενί να χαθεί. Γι’ αυτό ζήτησε σύσκεψη, υπό την προεδρία του Ιερωνύμου, συμμετεχόντων των Παπαδόπουλου, Μακαρέζου, γραμματέα του ΕΟΤ, εκπροσώπου των “επιχειρηματιών” και, εκ μέρους του ΟΔΕΠ, τον αείμνηστο μητροπολίτη Τρίκκης Διονύσιο.

Ο Ιερώνυμος, που είχε ερευνήσει το θέμα και είχε διαμορφώσει ιδία γνώμη, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, δεν επρόκειτο για “θεόπεμπτη ευκαιρία” η πώληση αλλά για καμουφλαρισμένη αρπαγή, διότι η πραγματική τιμή ήταν τριπλάσια της προσφερόμενης.

Τότε ο Παπαδόπουλος, οργισμένος, κατηγόρησε την Εκκλησία ότι κωλυσιεργεί βάζοντας προσκόμματα στην προσπάθεια της Εθνικής Κυβέρνησης να αναπτύξει την Εθνική Οικονομία, και ως εκ τούτου το κράτος θα αναγκαστεί να το πάρει με Συντακτική Πράξη.

Ο Ιερώνυμος του απάντησε με έντονο ύφος: «Εκείνος που ληστεύεται δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί κωλυσιεργών, όταν αμύνεται δια την υπεράσπιση της περιουσίας του, και καθ’ ον χρόνον εγώ κάθημαι εις εκείνην την καρέκλαν (την αριχεπισκοπικήν), εγώ, ως Εκκλησία, δεν θα έδιδα το κτήμα αντί πινακίου φακής… Εφ’ όσον όμως διαθέτετε το ξίφος, μπορείτε να το πάρετε. Εγώ πάντως δεν πρόκειται ποτέ να το δώσω».

Τον Μάιο του 1970 επισκέφθηκε το χώρο και ο ίδιος με ειδικούς εμπειρογνώμονες προς διαμόρφωση ιδίας αντίληψης για το πώς μπορεί να αξιοποιηθεί.

Στις 19 Ιουλίου του 1973 έγινε μια ακόμα προσπάθεια εκ μέρους της δικτατορίας, αλλά η πρόταση που έκαναν ισοδυναμούσε με δήμευση της Εκκλησιαστικής περιουσίας. Συνεχίστηκε η προσπάθεια στις 2 Αυγούστου του 1972 αλλά και πάλι δεν βρέθηκε σημείο επαφής. Τότε είπε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος στους δικτάτορες: «Εγώ νεκροθάπτης της εκκλησιαστικής περιουσίας δεν εφιλοδόξουν να γίνω».

Σύγκρουση:

Οι αρπαγές της εκκλησιαστικής περιουσίας από μέρους του Κράτους ήταν συνεχείς, και γίνονταν πάντα κατά τον ίδιο τρόπο, πράγμα που έδειχνε ότι υπήρχαν εντολές άνωθεν. Η κατάσταση αυτή έφερε αρκετές φορές σε έντονη σύγκρουση την Εκκλησία και τον Υπουργό Γεωργίας και γενικότερα με την Κυβέρνηση. Μερικές φορές μάλιστα, ήταν τόσο εξοργιστικές οι αρπακτικές διαθέσεις των κρατικών οργάνων που ανάγκασε τον Αρχιεπίσκοπο να δώσει οδηγίες στα εκκλησιαστικά όργανα να αντιτάξουν βία στη βία.

Μία από τις πολλές περιπτώσεις είναι κι αυτή που έγινε στην περιοχή του Καρέα Αθηνών, όταν δασικοί υπάλληλοι άρχισαν να περιφράζουν αυθαίρετα κτήμα της Εκκλησίας. Μόλις το πληροφορήθηκε ο Αρχιεπίσκοπος προσπάθησε, μέσω κυβερνητικών παραγόντων, να τους σταματήσει αλλά στάθηκε αδύνατο. Τότε έδωσε εντολή στα αρμόδια όργανα του ΟΔΔΕΠ να εμποδίσουν, ακόμα και με τη βία, την κρατική αυθαιρεσία. Παράλληλα τηλεφώνησε στον Υπουργό παρά τω Πρωθυπουργώ κ. Αγαθαγγέλου και, σε έντονο ύψος, ηξίωσε να δώσει εντολή να σταματήσουν πάραυτα οι παρανομούντες, λέγοντας: «Το Κράτος αυτό, όταν ενεργεί κατ’ αυτόν τον τρόπον, δεν είναι πλέον Κράτος Δικαίου αλλά γκάγκστερ».

συνεχίζεται