Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2015

Και οι εχθροί τον ανθρώπου οι οικιακοί αυτού. Δοκιμασίες πριν την αναχώρηση και την μοναχική αφιέρωση

Η ΜΑΚΑΡΙΣΤΗ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΧΑΡΙΘΕΑ: «ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΤΗΝ ΔΥΝΑΜΗ ΝΑ ΑΝΤΙΣΤΑΘΩ ΣΤΟ ΓΛΥΚΥΤΑΤΟ ΤΟΥ ΚΑΛΕΣΜΑ.»

Gerontissa-Harithea-860x1024-editedΗ ΜΑΚΑΡΙΣΤΗ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΧΑΡΙΘΕΑ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΔΙΟΥ . ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΤΗΝ ΔΥΝΑΜΗ ΝΑ ΑΝΤΙΣΤΑΘΩ ΣΤΟ ΓΛΥΚΥΤΑΤΟ ΤΟΥ ΚΑΛΕΣΜΑ. «Εφάνη μαζί με τον άνεμο ό Χριστός, ντυμένος ιερατικά, νέος και ωραίος, ευπρεπισμένος, με γαλανούς σταυρούς επάνω στο φαιλονίων Του. Δεν πατούσεν εις την γην. Ηρχετο προς το μέρος μου σαν να πετούσε, σαν να γλιστρούσε. Τά μαλλιά Του και τά γένια Του τά ξανέμιζε ό αέρας και το πρόσωπόν Του ήτο χαροποιόν. Εφθασε κοντά μου και με έπροσπέρασεν έναν βήμα και ύψωσεν έναν μεγάλον Σταυρόν και μού είπε συνάμα: – Έρχου οπίσω μου.
ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΤΗΝ ΔΥΝΑΜΗ ΝΑ ΑΝΤΙΣΤΑΘΩ ΣΤΟ ΓΛΥΚΥΤΑΤΟ ΤΟΥ ΚΑΛΕΣΜΑ.
Διηγείται στο προσωπικό της ημερολόγιο:
Έγινα μοναχή διότι έτσι οικονόμησε έμενα ό Κύριος. Με εφώναξε και δεν μπορούσα να παρακούσω. Δεν είχα την δύναμιν να αντισταθώ στο γλυκύτατου Τον κάλεσμα, σαν τούς υιούς τού Ζεβεδαίου, πού άφησαν τά δίκτυα του πατέρα των, διά να ακολουθήσουν τον Χριστόν. Ποτέ δεν θα ξεχάσω το άγιό Του κάλεσμα!
Όταν αναπολώ εις την μνήμην μου την μέρα εκείνη, πού σαν φαντασία, σαν όνειρο, μάλλον σαν Θεία οπτασία μου έφάνη, με διατρέχουν ρίγη Θείας συγκινησία-και μένω εκστατική μπροστά στο θείο μεγαλείο, πού αντίκρισα και έγινα μέτοχος εγώ το άνάξιον και τόσον μικρόν πλάσμα. Είναι εκ Θεού, και ας είναι ευλογημένος ό Κύριος, πού ευδόκησε να με ενθυμηθεί εις τά σκότη μου και να δειλή του πλούτου της χρηστότητός Του επί σκεύη ελέους.

Αυτήν την μέρα ανακοίνωσα τον σκοπόν μου στους γονείς μου. Άνοιξα εμπρός μου ένα χάος αδιαπέραστο. Δεν το περίμεναν, δεν ήθελαν να ακούσουν περί μοναχικής πολιτείας. Τούς έφάνη τόσον άπαίσιον και δεν δίσταζαν να μου λέγουν ότι τούς πρόσβαλα και ότι έπρεπε να παραιτηθώ. Και μέρα και νύκτα είχαμε έναν πόλεμο ακατάπαυστο. Εγώ επέμενα, εκείνοι με άπέτρεπον και ήμουν διαρκώς λυπημένη και παρακαλούσα τον Θεό να με φωτίσει τί να κάμω, διότι ήτο δι’ εμέ ένας Θάνατος.
Είχα εκ δεξιών μου την αγάπη τού Θεού και εξ αριστερών μου την αγάπη των γονέων μου. Τον Θεό δεν τον έβλεπα αλλά τον ήσθανόμην τόσον πλησίον μου, πού δεν ήθελα να απομακρυνθώ, διότι κάτι σαν μέθη πνευματική, μια γλυκύτης άρρητος, μια χαρά ανείπωτος, πλημμύριζε την καρδία μου και έφρισσε από πνευματική αγαλλίαση το πνεύμα μου. Πάλι, τούς γονείς μου τούς υπεραγαπούσα, πρώτα επειδή ήτο γονείς μου και έμαθα εξ αρχής να τους αγαπώ και να τούς σέβομαι και αφετέρου ανακάλυπτα εις τά πρόσωπο των είχαν προτερήματα και τόσες χάρες, πού μού έφαίνοντο αξιαγάπητοι. Ό πατέρας μου δεν με είχε μαθημένη με χάδια, μα ητο πατέρας στοργικός, πού άφηνε να φαίνεται εις τά λόγια του μια λύπη, που ήτο δι’ εμέ ένα μαρτύριο.
Δεν άργησε να εξαπλωθεί σ’ όλο το χωριό ή απόφασης μου. Ότι θα καλογερέψω, και όλοι οι νέοι τις ηλικίας μου με ζητούσαν σε γάμο. Βρήκα τον μαύρο μου μπελά, διότι οι
πολλές προτάσεις έγίνοντο αφορμές να συζητουμεν και να μεγεθύνεται ή λύπη των γονέων μου.
  Αντέταξα άλας μου τας δυνάμεις, αγωνίστηκα με σθένος και υπέρ άνθρωπον. Εκομματιάσθη ή καρδία μον. “Υπέφερα πολύ. Νύκτες ολόκληρες άγρυπνη, με δάκρυα ατελείωτα ένας βουβός πόνος ήτο ή συντροφιά μον. Επιστρατεύτηκαν οι συγγενείς, ή στετέ, οι φίλοι και οι γνωστοί. Ήταν όλοι αγαπητοί. Ήταν πολλοί, και εγώ μία. Μα όχι δεν ήμουν μία. Αν ήμουν μία δεν θα μπορούσα να αντεπεξέλθω.
Θυμάμαι, μίαν φοράν, ό πατέρας της εξαδέλφης μου Ευανθίας, νυν Ευφροσύνης μοναχής, ήλθε στο σπίτι μας ένα βράδυ, κατόπιν «συνωμοσίας» με τον πατέρα και την γιαγιά μου, για να με πείσει εις την πρότασιν που είχα διά γάμον. Τούς άκουα χωρίς να απαντώ και αφού τελείωσαν είπα:
– Και οι εχθροί τον ανθρώπου οι οικιακοί αυτού”. Σηκώθηκαν τότε πάνω και είπαν:
– Πάμε να φύγωμεν- δεν τά βάζουμε με τον Θεό.
Αλήθεια, ποιος μου έβαλε αυτά τά λόγια στο στόμα
μου; Και ποιος μου έδωσε τέτοιαν δύναμιν να μιλήσω με αυτόν τον τρόπον στον θειο μου και στους γονείς μου; Εξήλθα εν ονόματι Κυρίου, όπως ό μικρόσωμος Δαυίδ κατά τον γίγαντα Γολιάθ.
Η μέρα εκείνη, ήτο μια Κυριακή τού Αυγούστου τού 1938. Ανέβηκα στο ανώγι, διά να αναπαυτώ και σωματικώς και να τακτοποιήσω τούς λογισμούς μου, πού ήταν τόσο ταραγμένοι και αλληλοσυγκρουόμενοι. Έστρωσα ένα πάπλωμα εις τά μάρμαρα, έβαλα και μαξιλάρι και εξάπλωσα το κουρασμένο μου σώμα και έδωκα καιρόν στον νουν μου, να σκεφτεί όλα όσα διαδραματίζονται γύρω μου. Όσο και αν προσπαθούσα, μου ήτο αδύνατον να τακτοποιήσω, έστω και επ’ ελάχιστο, το ταραγμένου μου πνεύμα. Ξέσπασα σε κλάματα ατελείωτα και μετά σε κατανυκτική προσευχή.
Και την Κυριακή αυτήν, λοιπόν, είχα προτάσεις διά γάμο και αηδιασμένη και καταπονημένη, όπως είπα, αναλύθηκα σε δάκρυα και προσευχές. Ενώ προσευχόμουν.
Ακούω έναν θόρυβο εις τους πεύκους. Σαν να φυσούσε… ήταν έναν θρόισμα σαν τον άνεμο μου έφάνη πώς άκουσα σαν βοή άνεμου, σαν να έσείετο καλαμιώνας και τράβηξε την προσοχή μου προς το μέρος πού άκούετο ή βοή. Σκεφτόμουν, μα αφού δεν έχει αέρα, πώς ακούγεται να σφυρά και να φαίνεται ότι φυσά; Πράγματι ήτο άνεμος στην αρχήν. Και ενώ έβλεπα προς τά εκεί, ξανοίχθηκε μπροστά μου ένα μεγαλοπρεπές θέαμα. Εφάνη μαζί με τον άνεμο ό Χριστός, ντυμένος ιερατικά, νέος και ωραίος, ευπρεπισμένος, με γαλανούς σταυρούς επάνω στο φαιλονίων Του. Δεν πατούσεν εις την γην. Ηρχετο προς το μέρος μου σαν να πετούσε, σαν να γλιστρούσε. Τά μαλλιά Του και τά γένια Του τά ξανέμιζε ό αέρας και το πρόσωπόν Του ήτο χαροποιόν. Εφθασε κοντά μου και με έπροσπέρασεν έναν βήμα και ύψωσεν έναν μεγάλον Σταυρόν και μού είπε συνάμα:
– Έρχου οπίσω μου.
Ξέσπασα σε λυγμούς. Ήταν τόσον ζωντανό, που δεν ήμουν κυρία τού εαυτού μου. Εφώναζα:
– Έρχομαι, Κύριε, έρχομαι και έκλαια γονατιστή. Προχώρησε με τον άνεμο και ακούστηκαν μελωδίες από μυριάδες φωνές και ψαλμοί τόσον όμορφοι, με τόσην αρμονία, πού δεν ξανάκουσα στην ζωή μου. Συλλογίστηκα:
– Μήπως είναι τά μωρά τού κατηχητικού; Μα πάλιν τέτοια ώρα;
Ήταν παράωρα». Σηκώθηκα μονομιάς και έκλαψα, έκλαψα… Έδωσα υπόσχεση ότι θα ταχθώ κάτω από την σημαία τού σταυρού Του.
Όταν μετά από ώρες κατέβηκα κάτω, ούτε φαϊν εζήτησα. ούτε νερών, ούτε ήθελα να μου μιλούν. Ήμουν αφηρημένη, ήμουν έκτος εαυτής. Μού είπεν ή μάνα μου ότι το τάδε υποκείμενο σε ζητεί και δώσε την γνώμη σου. Σάς διαβεβαιώ μου έφανη τόσο απαίσιο και αποτρόπαιο, πού δεν έκρυφα την αηδία μου και είπα στην σεβαστή μου μητέρα απότομο και κοφτά.
– Σε παρακαλώ, μάνα, μην επιμένεις και δεν μπορώ. Παύσετε πλέον να με βιάζετε και είναι αδύνατον να αλλάξω γνώμη. Μην μου ξανασυναφέρης τίποτα για προξενιά μην μου ξαναπείς. Το γεγονός είναι τετελεσμένο. Δεν πρόκειται να Ακούσω. Όποιος θέλει να παντρευτεί, έχει κόρες πολλές ο κόσμος.
Η καημένη ή μητέρα μου νόμιζε πως έπαθε την μεγαλύτερη συμφορά. Στέναζε και έλυπειτο και μου έσχαζε την καρδία με τα λόγια της. Από τότε έβαλα και την κουρούκλαν μου και το φουστάνι μου το μπλε και τις κάλτσες μου τις μαύρες. Αυτό βέβαια δεν έμεινε Απαρατήρητο. Πήγαινα πολλούς καιρούς στην εκκλησία έτσι. Το έμαθε όλος ό κόσμος και με σχολίαζαν. Ο νους μου πλέον ήταν άλλου.
Ούτε τα πλάσματα έθώρον ούτε με ενδιέφερε.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Η ΜΑΚΑΡΙΣΤΗ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΧΑΡΙΘΕΑ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΔΙΟΥ , ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΚΥΠΡΟΣ. 2015
apantaortodoxias.blogspot.gr