Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

Ἑορτὴ τοῦ Ὁσίου Στεφάνου τοῦ Νέου καὶ Ὁμολογητοῦ καὶ ἀπόσπασμα ἀπὸ μελέτη τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ

Ο Όσιος Στέφανος, τὸ φοβερότατο μαρτύριό του και η Αποτείχιση (Γιά όσους έχουν αυτιά για να ακούν και μάτια για να βλέπουν!)

Ὁ σιος Στέφανος καὶ ἡ Ἀποτείχισή του
τὴν ὁποία παραβλέπουν (καὶ διαστρέφουν)
οἱ σύγχρονοι ἀντι-Οἰκουμενιστές! 
Τη μνήμη του Οσίου Στεφάνου του Νέου και Ομολογητού τιμά σήμερα, 28 Νοεμβρίου, η Εκκλησία μας.
         Ο Όσιος Στέφανος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και οι ευσεβείς γονείς του Ιωάννης και Άννα τον ανέθρεψαν κατά τον καλύτερο χριστιανικό τρόπο. Όταν μεγάλωσε, μορφώθηκε αρκετά και αργότερα αναδείχθηκε ηγούμενος στο περίφημο όρος του Αγίου Αυξεντίου.

       Όταν ξέσπασε ο πόλεμος εναντίον των αγίων εικόνων, όχι μόνο δε συμμορφώθηκε με τις αυτοκρατορικές διαταγές, αλλά και χαρακτήρισε αιρετικούς τους εικονομάχους βασιλείς. Καταγγέλθηκε στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Κοπρώνυμο...

ο όποιος ήλπιζε με την προσωπική του επιβολή, όταν τον έφερνε μπροστά του, να δαμάσει το φρόνημα του Στεφάνου. Συνέβη όμως το αντίθετο.

       Ο Στέφανος, από τους ανθρώπους με «πολλήν παρρησία εν πίστει τήν εν Χριστώ Ιησού» (Α' προς Τιμόθεον, γ' 13), δηλαδή με πολλή παρρησία και θάρρος στο να διακηρύττει την πίστη που ομολογούν όσοι είναι σε κοινωνία με τον Ιησού Χριστό, ήλεγξε αυστηρά κατά πρόσωπο τον Κοπρώνυμο. Αυτός τότε τον έκλεισε στη φυλακή και μετά από μέρες διέταξε να τον θανατώσουν.
        Αφού, λοιπόν, τον έβγαλαν από την φυλακή, άρχισαν να τον λιθοβολούν και να τον κτυπούν με βαρεία ρόπαλα. Ένα ισχυρό κτύπημα στο κεφάλι έδωσε τέλος στη ζωή του Στεφάνου (το 767 μ.Χ.). Κατόπιν το σώμα του το έριξαν στη θάλασσα, αλλά ευλαβείς χριστιανοί που το βρήκαν όταν τα κύματα το έφεραν στην παραλία, το έθαψαν με την αρμόζουσα τιμή.


Απολυτίκιο:
Ήχος δ'. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
   Ασκητικώς προγυμνασθείς εν τω όρει, τας νοητάς των δυσμενών παρατάξεις, τη πανοπλία ώλεσας παμμάκαρ του Σταυρού. Αύθις δε προς άθλησιν, ανδρικώς απεδύσω, κτείνας τον Κοπρώνυμον, τω της Πίστεως ξίφει· και δι᾽ αμφοίν εστέφθης εκ Θεού, Οσιομάρτυς αοίδιμε Στέφανε.


σιος Στέφανος καὶ ἡ Ἀποτείχισή του τὴν ὁποία παραβλέπουν (καὶ διαστρέφουν)
οἱ σύγχρονοι ἀντι-Οἰκουμενιστές! 
Ἀπόσπασμα ἀπὸ μελέτη τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ

Θά προσπαθήσω, πατέρες, νά σᾶς ἀποδείξω τό πόσο τά ἐπιχειρήματά σας εἶναι ὄχι μόνον ἄστοχα, ἀλλά δυστυχέστατα δὲν εἶναι ὀρθόδοξα, ἀντίθετα εἶναι ἐπιχειρήματα ποὺ βοηθοῦν καὶ στηρίζουν τὴν ἀνεμπόδιστη ἐξάπλωσι τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Τὴν ἀπόδειξι αὐτή μᾶς τήν προσφέρει ὁ βίος τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Στεφάνου τοῦ νέου, ὁ ὁποῖος ἔζησε καί ἐμαρτύρησε κατά τήν πρώτη περίοδο τῆς εἰκονομαχίας καί μάλιστα πολύ πρίν τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Ὁ βίος του καί ἡ ὁμολογία του εἶναι συγκλονιστική καί ὠφελιμώτατη ὄχι μόνο γιά μᾶς, ἀλλά καί γιά ὅσους μελετήσουν τίς σκέψεις καί ἀπόψεις μας, ἀναιρεῖ δέ ὅλα τά ἐπιχειρήματά σας καί τά διαλύει ὡς ἱστόν ἀράχνης.
Κατ’ ἀρχάς εἶναι συγκλονιστικό τό γεγονός πού
περιγράφεται στόν βίο του, ὅτι δηλαδή οἱ εἰκονομάχοι καί ἐν προκειμένῳ ὁ ἔξαρχος καί ἐκπρόσωπος αὐτῶν, ὁ αὐτοκράτωρ Κων/νος ὁ Κοπρώνυμος, δέν ὑπελόγισε, οὔτε ἔδειξε τό παραμικρό ἐνδιαφέρον, οὔτε γιά τίς ὀρθόδοξες Συνόδους ὑπέρ τῶν εἰκόνων, πού ἀναφέρετε, οὔτε γιά τίς θεολογικές πραγματεῖες τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, οὔτε γιά τά ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα, τά ὁποῖα τόν ἐστηλίτευαν, ἀλλά μόνον γιά τούς ἀποτειχισμένους τῆς περιοχῆς τῆς Κων/πόλεως, τούς ὁποίους περιφρονητικά ἀποκαλοῦσαν «ἀμνημονεύτους», ὡς ἀποκομμένους δηλαδή ἀπό τήν ἰδική τους ἐκκλησιαστική κοινωνία.
Τό ἀκόμη φοβερώτερο εἶναι ὅτι οὔτε ἡ Σύνοδος τῆς Ἱέρειας τῶν τριακοσίων πενῆντα (350) περίπου εἰκονομάχων Ἐπισκόπων εἶχε γιά τόν αὐτοκράτορα καί τούς εἰκονομάχους τόση ἰσχύ καί ἀξία, ὅση θά ἔπαιρνε ἄν κατώρθωναν νά πείσουν νά ὑπογράψη τίς ἀποφάσεις της ὁ ἔξαρχος καί πνευματικός ἀρχηγός τῶν ἀποτειχισμένων, δηλαδή ὁ ἅγιος Στέφανος ὁ νέος, ὁ ἡγούμενος τοῦ ὄρους τοῦ Αὐξεντίου. Κατάλαβαν καλά, δηλαδή, οἱ εἰκονομάχοι, ὅτι μόνο τότε μποροῦσαν νά ἐπιβάλλουν τήν αἵρεσι, ἄν προσεταιρίζοντο ἤ ἐξουδετέρωναν τόν ἅγιο Στέφανο. Τότε θά καταξιώνετο ἡ αἵρεσις καί θά ἀποκτοῦσε καθολική ἰσχύ.
Ὑπ’ ὄψιν ὅτι γιὰ ἐμᾶς σήμερα, οἱ εἰκονομάχοι Ἐπίσκοποι εἶναι ἀναμφισβήτητα αἱρετικοί, γιατί γνωρίζουμε τήν τελεσίδικη καταδίκη τους μετὰ τὴν ἐπικράτησι τῆς Ὀρθοδοξίας. Γιά τούς Χριστιανούς ὅμως ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ἦσαν οἱ κανονικοί καί νόμιμοι Ἐπίσκοποι! Ἡ διδασκαλία τους μάλιστα εἶχε ἐπικυρωθῆ ἀπό Σύνοδο Ἐπισκόπων οἰκουμενικῆς ἐμβέλειας, τή Σύνοδο τῆς Ἱέρειας. Οἱ ἴδιοι οἱ εἰκονομάχοι Ἐπίσκοποι (καί ὅσοι τούς ἀκολουθοῦσαν), μποροῦσαν νά ἔχουν ἔτσι, ἥσυχη τή συνείδησί τους μὲ τήν δικαιολογία ὅτι ἀκολουθοῦν τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου τῆς Ἱέρειας, ἡ ὁποία ὑπερτεροῦσε, φυσικά, κάθε ἄλλης τοπικῆς Συνόδου πού τυχόν εἶχε γίνει σὲ ἄλλο τμῆμα τῆς αὐτοκρατορίας. Ἀντίθετα οἱ Ὀρθόδοξοι (καί μέσα σ’ αὐτούς ὁ ἅγιος Στέφανος), δέν λογάριασαν, οὔτε ἔλαβαν ὑπ’ ὄψιν τους τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου τῆς Ἱέρειας, ἁπλούστατα γιατὶ ἡ ἀπόφασι τῆς Συνόδου δέν συμφωνοῦσε (ὅπως εἴπαμε) μέ τήν Ἁγία Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν προγενεστέρων Ἁγίων.
Συνέβη δηλαδή τότε, αὐτό ἀκριβῶς πού ἐπαναλαμβάνεται σήμερα ἀπό τούς ἀντιοικουμενιστές· δέν σπεύδουν νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ (ἄν καί ὁμολογοῦν  ὅτι ἀποτελεῖ αἵρεσι καί τήν ἀναθεματίζουν), ἀλλά περιμένουν τήν ἔγκρισι Συνόδου γιά νά πραγματοποιήσουν τὴν ἀπομάκρυνσι αὐτή.
Ἄς δοῦμε τώρα, τή συνέχεια. Ἀφοῦ ἐπέλεξε ὁ αὐτοκράτωρ ἕναν κατάλληλο ἀξιωματοῦχο εἰκονομάχο, τόν ἀπέστειλε πρός τόν ὅσιο Στέφανο λέγοντάς του: «Τόν τοῦ Αὐξεντίου βουνόν καταλαβών, τόν ἐκεῖσε ἐμφωλεύοντα Στέφανον τοὔνομα, καί τοῦτον ἀμνημονεύτων ἐσμοῦ ὁμόσχημον, τοῦτον ὑπογράψαι ἐν τῇ συνόδῳ πεῖσον, εἰπών∙ Τῇ πρός σέ φιλίᾳ διά τό εὐσεβές σου τοῦ βίου κινούμενοι οἱ εὐσεβεῖς καί ὀρθόδοξοι ἡμῶν βασιλεῖς Κωνσταντῖνος καί Λέων κελεύουσι ὑπογράψαι σε πρός τόν τῆς ὀρθοδόξου ἡμῶν συνόδου ὅρον∙ δούς αὐτῷ φοίνικας καί ἰσχάδας, καί ἄλλα τινά ἅπερ εἰσίν ἐπιτήδεια εἰς τροφήν ἀσκητοῦ. Ἤδει γάρ καί αὐτός ὁ τύραννος τήν ἐγκρατῆ καί Θεῷ ἐγγίζουσαν τοῦ ὁσίου διαγωγήν. Ὁ δέ παρευθύ τό ὄρος καταλαβών, καί πρός τήν κορυφήν τοῦ βουνοῦ προσταθείς, τῷ ἁγίῳ Πατρί, τό διά γλώσσης γραμματεῖον ἐκόμισεν, συμβουλεύων ὁ κάκιστος καί ὑπογράψαι καί ἐπαινέσαι τῶν βασιλέων τόν ὅρον. Ὁ δέ τίμιος οὗτος Στέφανος, ὁ τοῦ προτέρου ἐφάμιλλος, ὡς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ ἀεί τόν Θεόν προορώμενος, καί μή σαλευόμενος ἐν οἱᾳδηποτοῦν αἱρετικῇ ὑπονοίᾳ πρός τόν πατρίκιον ἔφη∙ Πρόσχες κυριοπατρίκιος∙ αἱρετικῆς ὑπολήψεως ἐν τῷ ὅρῳ τῆς ψευδοσυλλόγου ταύτης συνόδου προτεθειμένης, Στέφανος οὔτε ὑπογράφω, οὔτε τό πικρόν γλυκύ ἀποκαλῶ∙ ἵνα μή τό τοῦ προφήτου οὐαί ἐπισπάσωμαι∙ πρός δέ καί τήν τῶν ἱερῶν εἰκόνων προσκύνησιν, εὐχερῶς μέλλω ἀποθνήσκειν, μηδένα λόγον ποιούμενος τοῦ ταύτας ἀπωθεῖσθαι τολμῶντος αἱρεσιάρχου βασιλέως» (P.G. 100,1124A).
Ἐδῶ βλέπομε τόν ἅγιο Στέφανο νά γνωρίζη σαφῶς τήν ὀρθόδοξο περί εἰκόνων Παράδοσι καί νά ἔχη ὁμολογιακό καί μαρτυρικό φρόνημα. Ἀποκαλεῖ ἀπερίφραστα ψευδοσύλλογο τήν εἰκονομαχική Σύνοδο καί αἱρεσιάρχη τόν βασιλέα. Εἶχε δηλαδή ὁ ἅγιος αὐτά, τά ὁποῖα παντελῶς λείπουν σήμερα ἀπό τούς Ὀρθοδόξους καί τούς ἀντιοικουμενιστές. Τόν διακατεῖχε δέ τόση ἀκρίβεια, ὥστε δέν ἐδέχθη οὔτε τά προαναφερθέντα εἰς αὐτόν τρόφιμα: «Τά δέ παρ’ αὐτοῦ πεμφθέντα βρώματα ἀπόστρεφε. Ἔλαιον γάρ ἁμαρτωλοῦ μή λιπανάτω τήν κεφαλήν μου, καί ἐκ βρωμάτων αἱρετικοῦ μή γλυκανθήτω ὁ φάρυγξ μου» (P.G. 100, 1124C).
Ὅταν ἐν συνεχείᾳ ἔφεραν τόν ἅγιο πλησίον τῆς Κων/πόλεως καί μάλιστα στήν κυριολεξία «σηκωτό», ἐπειδή ἀπό τήν ὑπέρμετρο ἄσκησι δέν ἠδύνατο νά βαδίση, ἦλθαν πάλι εἰκονομάχοι Ἐπίσκοποι μέ τόν ὅρο τῆς Συνόδου τῆς Ἱέρειας γιά νά πείσουν πάλι τόν ἅγιο νά τόν ὑπογράψη. Ὁ βιογράφος του μᾶς μεταφέρει τήν ἑξῆς συζήτησι:
«Εἴτα Θεοδόσιος πρός αὐτόν φησίν Ἐφέσου∙ Τίνι τρόπῳ, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ᾑρετίσω ἐν ὑπολήψει ἡμᾶς ἔχειν αἱρετικῇ, καί ὑπερφρονῆσαι ὑπέρ τε βασιλεῖς καί ἀρχιποιμένας καί ἐπισκόπους καί πάντας Χριστιανούς; Μή ἆρά γε πάντες ἡμεῖς τήν τῶν οἰκείων ψυχῶν ζημίαν πραγματευόμεθα; Ὁ δέ ἅγιος ἡρεμαίᾳ τῇ φωνῇ φησιν πρός αὐτούς∙ Προσέχετε, τί γέγραπται ἐν Ἠλίᾳ τῷ προφήτῃ πρός Ἀχαάβ∙ Οὐ διαστρέφω ἐγώ, ἀλλά σύ, καί ὁ οἶκος τοῦ πατρός σου.  Καί γάρ οὐκ ἐγώ ὁ διαστρέφων, ἀλλ’ ὑμεῖς, οἱ τήν ἐκ πρόπαλαι παραβεβηκότες τῶν Πατέρων διδασκαλίαν, καί νέαν κενοφωνίαν τῇ Ἐκκλησίᾳ εἰσηγησάμενοι. Εἰ γάρ τό ἀρχαιότητι διαφέρον, αἰδέσιμον, ὥς τις σοφός ἔφησεν∙ τά νεωτεροφωνηθέντα παρ’ ὑμῶν, πάντα ἄσημα καί Θεοῦ ἀλλότρια, οὐ μήν ἀλλά καί τῆς Ἐκκλησίας φαλσεύματα. Ἀλλ’ οὖν ἔστιν εἰπεῖν προφητικῶς∙ Οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς καί οἱ ἄρχοντες ἅμα ποιμέσι καί τοῖς προδόταις τῆς ποίμνης συνήχθησαν ἐπί τό αὐτό κατά τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, μελετήσαντες κενά καί μάταια» (P.G. 100, 1141A).
Ὁ ἅγιος, βλέπομε πάλι, δέν ἀναφέρει οὔτε συγχρόνους Συνόδους, οὔτε θεολογικές πραγματεῖες, ἀλλά τήν ἁγ. Γραφή καί τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας.
Τελικῶς οἱ εἰκονομάχοι τοῦ ἀναφέρουν τά ἑξῆς: «Δύο προφανῶς οὐσῶν ἐν σοί τό προκείμενον ἐστίν, ἤ πεπεικέναι σαυτόν, καί ὑπογράψαι∙ εἰ δέ μή γε, θανάτῳ παραδοθῆναι, ὡς Πατέρων καί βασιλέων ἐκ Θεοῦ διδαχθέντων νόμον ἀντιλέγοντα. Ὁ δέ ἅγιός φησιν∙ Πρόσχες, κυριοπατρίκιος∙ ἐμοί τό ζῇν Χριστός, καί τό ἀποθανεῖν ὑπέρ τῆς ἁγίας αὐτοῦ εἰκόνος κέρδος καί δόξα∙ ἅπαξ γάρ καί δίς εἶπόν σοι, τόν παλαιστήν ὑπολακκίσας∙ ὅτιπερ Εἰ τοσοῦτον τό εἰς ἐμέ ζωτικόν αἷμα, ἐκχυθήτω ὑπέρ τοῦ τοιοῦδε σκοποῦ» (P.G. 100, 1141D).
Ἐδῶ οἱ εἰκονομάχοι προσπαθοῦν νά ἐπικυρώσουν τήν ἀπόφασί των μέ τήν συγκατάθεσι τοῦ ἀποτειχισμένου ἁγίου, ὁ  δέ ἅγιος προτιμᾶ τόν θάνατο. Στήν σημερινή δέ αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ δέν ὑφίσταται τέτοιο πρόβλημα, διότι οἱ ἀντιοικουμενιστές ἀναγνωρίζουν διά τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας ὅλες τίς αἱρετικές ἀποφάσεις.
Μετά δέ ἀπό μία ὁμολογιακή συζήτησι κατά τήν ὁποία ἀπέδειξε ὁ ἅγιος τήν Σύνοδο τῆς Ἱέρειας ψευδῆ καί δαιμονική ἀναφωνεῖ: «Εἴ τις οὐ προσκυνεῖ τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν ἐν εἰκόνι περιγραπτόν κατά τό ἀνθρώπινον, ἤτω ἀνάθεμα, καί μετ’ ἐκείνων καταλογισθείη τῶν κραξάντων, Ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν. Ἐκπλαγέντες δέ οὗτοι οἱ θρυλλολέκται ἐπί τῇ τοῦ ἁγίου παρρησίᾳ, ἔτι αὐτοῦ τόν λόγον συνείρειν ἐθέλοντος, διαναστάντες αὐτοί, μόνον τό ἐγκλεισθῆναι αὐτόν παρακελευσάμενοι, κατῃσχυμμένοι ὑπέστρεφον εἰς τά βασίλεια. Τοῦ δέ βασιλέως πυνθανομένου∙ Τί ἆρα ἤνυσαν; ἔτι ἐπισκόπων τήν ἧτταν κρύπτειν ἐθελόντων, οἱ περί Κάλλιστον ἀπεκρίναντο∙ Ἡττήμεθα, βασιλεῦ, ἡττήμεθα. Ὑψηλός γάρ πολύ ὁ ἀνήρ τῇ δυνάμει καί τῷ λόγῳ καί τῇ παρρησίᾳ τοῦ θανάτου. Ὁ δέ ὑπερζέσας τῷ θυμῷ παρευθύς γράφει τήν ἐξορίαν αὐτοῦ πρός τά τοῦ Ἑλλησπόντου νῶτα, ἐν τῇ λεγομένῃ Προκονήσῳ» (P.G. 100, 1145A).
Ἐδῶ ὁ ἅγιος ἀναθεματίζει τήν αἵρεσι καί ὅποιους τήν πρεσβεύουν καί αὐτός ὁ ἀναθεματισμός ἔγινε ὅρος τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐνῶ ἀντίθετα, ὁ ἀναθεματισμός αὐτός δέν ὑπάρχει στίς περί εἰκόνων πραγματεῖες τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Οἱ εἰκονομάχοι ὁμολογοῦν τήν ἧττα των ἀπό τόν ἀποτειχισμένο∙ ἐνῶ δηλαδή ἀντιμετώπισαν συνοδικῶς τίς Συνόδους καί τίς θεολογικές πραγματεῖες, δέν ἠμπόρεσαν νά κάμψουν τό φρόνημα τῶν ἀποτειχισμένων.
Mετά τήν ἐπάνοδο τοῦ ἁγίου ἀπό τήν ἐξορία γιά νέα ἐξέτασι ἀπό τόν ἴδιο τόν αὐτοκράτορα, ὁ ἅγιος διαλέγεται μέ τήν ἴδια παρρησία. Τελικῶς ὁ βιογράφος σημειώνει τό ἑξῆς περιστατικό: «Ὁ δέ σημειοφόρος Στέφανος ἀεί ἐν ἑαυτῷ τόν Χριστόν περιφέρων, καί ὅλος ὑπ’ αὐτοῦ διδασκόμενος, τήν χεῖρα τῷ στέρνει ἀντανακλάσας, καί ἔνδον ταύτην εἰσδύσας τοῦ ἱεροῦ κουκουλίου, τό νόμισμα ἐξενεγκών, ἐπεδείκνυεν, καθάπερ Χριστός τῇ πρίν τῶν Ἰουδαίων συναγωγῇ, εἰκόνα καί ὄνομα φέρον τοῦ ἀλάστορος, καί φησίν∙ Τίνος ἡ εἰκών αὕτη, βασιλεῦ, καί ἡ ἐπιγραφή; Ὁ δέ τύραννος θαμβηθείς ἔφη∙ Τῶν βασιλευόντων. Καί ὁ ἅγιος. Ἆρά γε εἰ τοῦτο προσρίψας ἐπί τῆς γῆς ἑκουσίως πατήσω, ὑποίσω δίκην; Οἱ δέ παρεστῶτες, Ἐκ παντός∙ ὅτιπερ, φησίν, χαρακτῆρα καί κλῆσιν τῶν ἀηττήτων φέρει βασιλέων. Ὁ δέ ἅγιος μέγα στενάξας εἶπεν∙ Εἰ ὑμεῖς οὕτως φατέ, ποίαν ἄρα ἐλεεινήν ὑποίσει δίκην ὁ τό τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Μητρός αὐτοῦ ὄνομα ἐν εἰκόνι πατήσας καί κατακαύσας, ἤ πάντως τῷ ἀτελευτήτῳ πυρί καί αἰωνίῳ καί τῷ ἀκοιμήτῳ σκώληκι ἐκδοθήσεται; Καί ρίψας τό νόμισμα, κατεπάτησεν αὐτό. Οἱ δέ τῷ βασιλεῖ παριστάμενοι, ὡς εἴ τινες ἄγριοι θῆρες εἰσπηδήσαντες κατά τοῦ ἁγίου, κρημνίσαι τοῦτον ἠβουλήθησαν τοῦ ἡλιακοῦ πρός τό κάταντες» (P.G. 100, 1157D). Ὁ ἅγιος πάλι νικᾶ χωρίς νά ἀναφέρεται οὔτε σέ Συνόδους, οὔτε σέ θεολογικές πραγματεῖες.
Ὕστερα ἀπό αὐτό τό περιστατικό ὁ ἅγιος ἐγκλείεται στήν φυλακή. Ὁ βιογράφος ἐδῶ περιγράφει ἕνα συγκλονιστικό γεγονός: «Εὗρεν δέ ἐν τοῖς ἐκεῖσε ἐγκεκλεισμένους λογάδας τοῦ ἁγίου τῶν μοναχῶν σχήματος, ὡσεί τριακοσίους τεσσαράκοντα δύο τόν ἀριθμόν, ἐκ διαφόρων χωρῶν, τούς μέν ρινοτμήτους, τούς δέ ἀπομμάτους, ἄλλους χεῖρας κεκομμένας ἔχοντας, ὡς μή ὑπογράψαντας κατά τῶν ἁγίων εἰκόνων, ἑτέρους ὦτα μή ἔχοντας. Καί οἱ μέν τῶν ἀνεικάστων δαρμῶν τά λείψανα ἐδείκνυον. Οἱ δέ τρίχας μή ἔχειν ἑαυτούς ἐπεδείκνυον, ξυρισθέντες παρά τῶν ἀσεβῶν εἰκονοκαυστῶν∙ καί οἱ πλείους τήν τιμίαν γενειάδα ἐκ πίσσης κεχρισμένην καί κεκαυμένην εἶχον. Ταύτας τάς χαλεπάς πολυειδεῖς τιμωρίας τῶν τῆς εὐσεβείας μυστῶν ἰδῶν ὁ ἅγιος, ηὐχαρίστει τῷ Θεῷ τῷ τήν ὑπομονήν αὐτοῖς δωρησαμένῳ. Ἤσχαλλεν δέ καί ἐδυσφόρει, ὅτι οὐκ ἦν αὐτός ἀκμήν πεῖραν λαχών τινος βασάνου ἤ ἀφαίρεσιν μέλους περί τοῦ προκειμένου. Οἱ δέ Πατέρες οὗτοι πάντες ἐδέξαντο τοῦτον ὡς ἀρχιποιμένα καί καθηγητήν σωτήριον, καί παρ’ αὐτοῦ ἐδιδάσκοντο, καί αὐτῷ τούς λογισμούς ἀνέφερον. Λοιπόν γέγονε τό πραιτώριον μοναστήριον, παντός τοῦ μοναχικοῦ κανόνος ἐπιτελουμένου» (P.G. 100, 1160C).
Ἐσεῖς, πατέρες, γράφετε στή μελέτη σας τά ἑξῆς: «Ἐξάλλου, ἄν ἐξαιρέσουμε τόν Ἅγιο Στέφανο τόν Νέο καί τούς Ἁγίους, πού ἐμαρτύρησαν στά χρόνια τοῦ εἰκονομάχου Πατριάρχου Ἀναστασίου, ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν Ἁγίων, πού ἐμαρτύρησαν ἤ ἐδιώχθησαν ἀπό τούς αἱρετικούς, τοποθετοῦνται στήν περίοδο μετά τήν Ζ΄ Οἰκουμενική, ὅπως τοῦτο σαφέστατα φαίνεται καί ἀπό τόν κατάλογο τῶν ὀνομάτων, πού παραθέτει ὁ π. Εὐθύμιος (σελ. 138-139)».
Αὐτά ὅλα πού γράφετε εἶναι προφανῶς ψευδῆ, ἐφ’ ὅσον ὁ ἅγιος εὑρῆκε μέσα στήν φυλακή τριακόσιους σαράντα δύο (342) ὁμολογητές, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐπάνω των τά στίγματα τοῦ μαρτυρίου. Ἄν δηλαδή σέ μία φυλακή καί σέ μία χρονική περιόδο ὑπῆρχαν τόσοι ὁμολογητές καί μάρτυρες πόσοι θά ἦσαν ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι καθ’ ὅλη τήν ἑξηκονταετῆ πρώτη περίοδο τῆς εἰκονομαχίας;
Ἐδῶ, πατέρες, γίνεται κατανοητό καί σέ ἕνα νήπιο, ὅτι κατά τήν περίοδο τῆς αἱρέσεως δέν ἔχομε ἀνάγκη ἀπό Συνόδους πού νά καταδικάσουν τήν αἵρεσι, οὔτε ἀπό θεολογικές πραγματεῖες ἐναντίον τῆς αἱρέσεως (δηλαδή ὁμολογίες πίστεως καί χαρτοπόλεμο), ἀλλά ἀπό ὁμολογητές καί μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι θά σηκώσουν τόν καύσωνα καί τό βάρος τῆς ἡμέρας. Ἐπίσης, ἐν καιρῷ αἱρέσεως, τό μοναστήρι καί τό Ἅγιον Ὄρος καί ὅ,τι ἄλλο πνευματικό μπορεῖ  κανείς νά φαντασθῆ, εὑρίσκετο στήν φυλακή κι ἐκεῖ πού ὑπάρχει ἡ ὁμολογία μέ ὅλες τίς συνέπειές της. Πόσο διαφέρουν ὅλα αὐτά ἀπό τίς θεωρίες σας καί εἰδικά ἀπό τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος!
Δέν πρέπει νά παραλείψωμε ἀπό τήν διήγησι αὐτή  τό γεγονός ὅτι ὁ βιογράφος ἀναφέρει πώς οἱ Ἅγιοι αὐτοί στήν φυλακή διηγοῦντο ὡς αὐτόπτες μάρτυρες τά μαρτύρια ἄλλων ὁμολογητῶν συγχρόνων πατέρων, οἱ ὁποῖοι μέ διαφορετικούς τρόπους συνελήφθηκαν καί ἐβασανίστηκαν. Δηλαδή οἱ Ἅγιοι αὐτοί ἐβίωναν σέ προσωπικό ἐπίπεδο ὅ,τι ἐμεῖς σήμερα διαβάζομε στά συναξάρια. Τελικῶς δέ καταλήγει ὡς ἑξῆς: «Καί ταῦτα μέν εἰς τοσοῦτον. Τίς γάρ ἐξαρκέσει ἐξειπεῖν τά κατά πᾶσαν ἐπαρχίαν ὑπό τῶν τοῦ τυράννου δεινοτέρων ἀρχόντων καί τῆς ἀληθείας ἐχθρῶν ἐφευρήματα καί δεινά βασανιστήρια; Πολλά γάρ τά τούτων τῆς ἀσεβείας τρόπαια, ἅπερ ἡμεῖς καταπτύσαντες, τόν τοῦ Δεσπότου, ζηλώσωμεν θάνατον. Οὐ γάρ ἄξια τά παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρός τήν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλύπτεσθαι εἰς ἡμᾶς, ὥς φησιν τό σκεῦος τῆς ἐκλογῆς Παῦλος» (P.G. 100,1168A).
Ἐσεῖς βεβαίως, πατέρες, εὑρήκατε ἐλάχιστους τούς Ἁγίους πού ἀποτειχίστηκαν κατά τήν πρώτη περίοδο τῆς εἰκονομαχίας, προφανῶς διά νά στηρίξετε τίς θεωρίες σας περί συνοδικῆς καταδίκης τῆς αἱρέσεως κλπ.
Ἦταν τόσος ὁ παραλογισμός τῶν τυράννων καί διωκτῶν, ὥστε ὁ αὐτοκράτωρ Κων/νος ὁ Κοπρώνυμος ἐξέδωσε, σύμφωνα μέ τήν βιογραφία, τήν ἑξῆς διαταγή: «Εἴτα παρευθύς διετάξατο ἐπερωτήσεις καί ἀνασκυλευσμούς ἐν τῇ πόλει γενέσθαι. Καί ὅστις εἶχεν, εἴτε συγγενῆ, ἤ φίλον, ἤ ἀγχιστεύοντα τοῦ μοναχικοῦ καταλόγου τινά, ἤ κἄν ἱμάτιον μελεμβαφές, μετά δαρμούς ἀφορήτους, ἐξορίᾳ παρεπέμπετο. Καί ἦν ἰδεῖν ἐπίχαρμα ἐχθρῶν παραδιδόντας οὕς ἤθελον. Καί δοῦλοι δεσπότας διέβαλλον. Καί ἦν ὀδυρμός καί κωκυτός τοῦ Βυζαντίου οὐ μικρός ὑπέρ τάς πάλαι ἡμέρας Ἰουλιανοῦ τε καί Οὐάλεντος τῶν ἀθέων» (P.G. 100, 1169D).
Ὅλοι αὐτοί πού ἐδιώκοντο σύμφωνα μέ τίς θεωρίες σας «εἶχαν πρό ὀφθαλμῶν τους τίς ἀποφάσεις τῶν παραπάνω Συνόδων καί διέκοψαν τήν ἐκκλησιατική ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς ἐπισκόπους». Αὐτά, πατέρες, μόνο στήν φαντασία σας ὑπάρχουν, πουθενά ὅμως ἀπό τούς Ἁγίους οὔτε ἀναφέρονται, οὔτε ἔγιναν, ἀλλά οἱ Ἅγιοι αὐτοί εἶχαν πρό ὀφθαλμῶν των τήν ἁγ. Γραφή καί τήν ὀρθόδοξο Παράδοσι ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί εἶχαν ἐπί πλέον τό ὁμολογιακό καί μαρτυρικό φρόνημα.
Ἡ περιγραφή, ἐν τέλει, τοῦ μαρτυρικοῦ τέλους τοῦ ὁσίου Στεφάνου τοῦ νέου εἶναι ἀπό τίς φοβερώτερες καί δείχνει τό μένος ὅλων τῶν εἰκονομάχων κατά τῶν ἀποτειχισθέντων καί μή ὑποταχθέντων στούς αἱρετικούς. «Παρ’ αὐτά τῇ γῇ τοῦτον προσρήξαντες ὥσπερ θῆρες ἄγριοι, καί ἐν τοῖς σιδήροις, ἐν οἷς ἦσαν αὐτοῦ οἱ πόδες ἐγκεκλεισμένοι, κάλους συνδήσαντες, ἐπί τήν δημοσίαν ἔσυρον τοῦτον, κατά τε τῆς κεφαλῆς καί παντός τοῦ σώματος λακτίζοντες, λιθάζοντες καί ξύλοις τύπτοντες... Ποῖος δέ λόγος ἱστορήσειεν  ἤ ἀκοή παραδέξεται τάς τοῦ ἁγίου ἐν τῇ σύρσει τῆς δημοσίας μαρτυρίας, καί τούς ἀνεικάστους ἐκείνους πόνους; ποῖον γάρ μέλος τούτου ὤφθη ἀμάρτυρον στεφάνου, ἐκ τῶν ἀμετρήτων ἐκείνων λιθασμῶν; τούτου γάρ συρομένου ἐπί τῆς γῆς καί προσκρουομένου ἐκ πλακός πρός πλάκα, χεῖρες ἀπεκόπτοντο, δάκτυλοι σύν τοῖς ὄνυξιν ἐξέπιπτον, πλευραί δέ τούτου διερρήγνυντο φλέβες ἐκρησσόμεναι τῷ πλήθει τοῦ αἵματος τήν γῆν κατέβαπτον, ἴνες διασπώμεναι κατά ἁρμογήν τοῦτον μεληδόν ἐδείκνυντο. Λίθῳ δέ μεγάλῳ τούτου τις φονείως τῇ κοιλίᾳ προσκρούσας, διχῶς αὐτήν ἐλάκκισεν. Καί ἦν ἰδεῖν πᾶσαν τήν τῶν ἐγκάτων οἰκονομίαν σύν τοῖς ἐντέροις ἐπί τῆς γῆς προὖπτον συρομένην δεινῶς. Ὄντως οὐδέν τοῦ τοιούτου θανάτου δεινότερον, οὐδέ ἐν τοῖς Ἕλλησιν ἐφάνη ποτέ.
»Καί γάρ μετά τό ἐκπνεῦσαι αὐτόν, τοῖς λίθοις καί τοῖς ξύλοις τό σῶμα νεκρόν ἔτυπτον. Οὐ μόνον γάρ οἱ ἄνδρες, ἀλλά καί γυναῖκες καί παῖδες τάς διατριβάς κελεύσει τοῦ τυράννου καταλείψαντες, μετά τῶν λίθων ἔτρεχον. Ἀλλ’ εἰ καί τις ἀπήντησεν τό θεόθυτον τοῦτο ὁλοκάρπωμα, εἰ τοῦτο λίθοις οὐ προσέκρουσεν, εὐθύνας εἰσεπράττετο, ὡς αὐτοῦ προσφιλής καί τῶν βασιλέων ἐχθρός. Ὡς δέ τόν τοῦ Βοός τόπον οἱ σύροντες κατέλαβον, κάπηλός τις ἰχθύας ἐν τῷ τηγάνῳ κατοπτῶν, ἐπί τῆς δημοσίας ἰδών τόν ἅγιον συρόμενον, καί δόξας αὐτόν ἔτι ζῇν, δαλόν ἐκ τοῦ πυρός δραξάμενος, καί δούς κατά τῆς κεφαλῆς τοῦ ἁγίου, τό ὀπίσθιον μέρος τῆς κάρας, ὅ λέγεται ἡμίκρανον, μερίσας ἀπέρρηξεν, καί διεχέθη ἐπί τῆς γῆς τό λεπτόν  καί ὑλῶδες τοῦ ἐγκεφάλου» (P.G. 100, 1176 B,D).
Ἀπό ὅλα αὐτά πού σᾶς ἀνέφερα, πατέρες, φαίνεται καθαρά ὅτι οἱ Ἅγιοι καί ὁμολογητές τῆς περιόδου αὐτῆς δέν ἐστηρίζοντο οὔτε σέ Συνόδους, οὔτε σέ θεολογικές πραγματεῖες, ἀλλά ἐπειδή εἶχαν ἀγαθή καί μαρτυρική προαίρεσι ὡδηγοῦντο ἀπό τήν χάρι τοῦ ἁγ. Πνεύματος εἰς τό δέον γενέσθαι ἐν καιρῷ αἱρέσεως. Ἀλλά καί οἱ αἱρετικοί εἰκονομάχοι μόνο γιά τούς ἀποτειχισμένους ἐνδιαφέροντο καί μόνο μέ αὐτούς ἀσχολοῦντο. Ἐσεῖς ἀντιθέτως διδάσκετε (ἐννοῶ ὅλοι οἱ ἀντιοικουμενιστές) ὅτι ὁ ἀγῶνας πρέπει νά γίνη μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅτι δέν πρέπει νά βγοῦμε στό περιθώριο, ἐκτός Ἐκκλησίας κλπ., ὡσάν οἱ ἀποτειχισμένοι νά εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας καί ἐντός οἱ αἱρετικοί Οἰκουμενιστές.