Κυριακή 13 Μαρτίου 2016

Γέροντας Βησσαρίων (Κορκολιάκος) ο Αγαθωνίτης ένας σιωπηλός Άγιος



Του Σεβ. Μητροπολίτη Φθιώτιδος κ. Νικολάου

Την 22α Ιανουαρίου του έτους 1991 εκοιμήθη εν Κυρίω ο ταπεινός και ελεήμων Ιερομόναχος της Ιεράς Μονής Αγάθωνος Γέρων Βησσαρίων και εσφράγισε μία ζωή ασκήσεως, αγάπης, ταπεινώσεως, αγιότητος, η οποία εκινείτο αφανώς και ανυπόπτως ανάμεσά μας.

Η κηδεία του έγινε στο Μοναστήρι του εν μέσω πλήθους πιστών.

Όλη την ημέρα η περίβλεπτη Μονή της Θεοτόκου ήταν σκεπασμένη με παχύ στρώμα χιονιού και ευωδίαζε μια ασυνήθιστη ευωδία.

Μαζί με τα δάκρυα του λαού για την αποστέρηση του ευεργέτου Πνευματικού έρρεαν και τα δάκρυα της Παναγίας από την Εικόνα που ήταν δίπλα στον τάφο του Γέροντος.

Την ίδια ημέρα έλαβαν χώρα θαύματα και σημεία ουράνια.

Γι’ αυτό και ο προεξάρχων της εξοδίου Ακολουθίας αείμνηστος Μητροπολίτης Φθιώτιδος Δαμασκηνός είπε στην ομιλία του: «Σήμερα κηδεύουμε έναν άγιο…».

Η μνήμη του έμεινε ζωηρή και μετά τον θάνατό του. Όλοι μιλούσαν, σε κάθε χωριό και πόλη της Φθιώτιδος, για τον καλό Γέροντα, που περιόδευε με την εικόνα της Παναγίας, εξομολογούσε τους πιστούς, διανυκτέρευε στα σπίτια τους εδίδασκε με την αγάπη του, την λιτή ζωή του, τις ελεημοσύνες του και την αγιοσύνη του.

Στη συνείδηση των πιστών ομολογείτο ως άγιος. Πολλοί μιλούσαν για θαύματα, που τους έκανε μετά θάνατον και ο τάφος του ήταν προσκύνημα για όλους τους προσκυνητάς της Ιεράς Μονής Αγάθωνος.

Στις 3 Μαρτίου του 2006 ο Θεός διετράνωσε την κεκρυμμένη αγιότητά του οσίου Γέροντος.

Με την ανακομιδή του λειψάνου του, που έγινε εξ ανάγκης λόγω των έργων στην ανατολική πτέρυγα της Μονής, όπου και ο τάφος του Γέροντος, ο δοξάζων τους Αγίους Θεός απεκάλυψε το άφθαρτο και ευωδιάζων ιερό λείψανό του, το οποίο επί 15 χρόνια παρέμεινε άφθαρτο και ακέραιο, όπως ήταν την ημέρα της ταφής.

Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος εχαρακτήρισε το γεγονός «σημείο του ουρανού» δηλαδή μήνυμα προς το λαό μας και την εποχή μας, ο δε πιστός λαός της Εκκλησίας μας σε ημέρες χαλεπές ενισχύθηκε στην πίστη του.

Μόνο η στρατευμένη αθεΐα, που ύπουλα και μεθοδικά εχρησιμοποίησε την βουλιμία του κέρδους μερικών Μέσων Ενημερώσεως και αφελών δημοσιογράφων, άρχισε μια άνευ προηγουμένου επίθεση κατά του θαύματος και γενικώτερα κατά της Εκκλησίας με μοναδικά όπλα την παραπληροφόρηση και το ψεύδος.

Επί ένα ολόκληρο μήνα «εμασώντο τας γλώσσας αυτών» και «εδολιούσαν» με πρώτη είδηση σε όλα τα ελληνικά κανάλια τον Γέροντα Βησσαρίωνα.

Έτσι ο ισχνόφωνος Γέροντας έγινε μεγαλοφωνώτατος κήρυξ της αγιότητος και πολλούς εστερέωσε στην πίστη και στην πνευματική ζωή.

Επέρασαν από την ημέρα της Κοιμήσεώς του 23 χρόνια και από την ημέρα της ανακομιδής του 8 χρόνια.

Ο όσιος Γέροντας ευρίσκεται στον τόπο της αναπαύσεως του, εκεί όπου σε όλη την ιερατική του ζωή εξομολογούσε τους πιστούς, στο παρεκκλήσιο όπισθεν της θαυματουργού Εικόνος της Παναγίας Αγάθωνος και με την ειρήνη του Θεού ζωγραφισμένη και αποτυπωμένη στο άφθαρτο άγιο Λείψανό του, δέχεται τους προσερχομένους για να αναπαύσει την ψυχή τους και να διδάξει όλους ότι «θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού».

Ο πιστός λαός, του απονέμει τιμές αγίου και όλοι εμείς, κλήρος και λαός της Φθιώτιδος, περιμένουμε να δείξει ο Θεός εμφανώς τί δέον γενέσθαι περί αυτού του κεκρυμμένου πνευματικού θησαυρού, που επλούτισε και πλουτίζει πνευματικά με τις δωρεές της Θείας Χάριτος τις ψυχές των εκζητούντων τον Κύριον.

Ο μακαριστός Γέροντας Βησσαρίων ο Αγαθωνίτης αναπαύεται μετά των Αγίων «εν τη αγήρω μακαριότητι».

«Άγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών».


· Μνήμη Γέρoντος π.Βησσαρίωνος (ΙεράςΜονής Αγάθωνος ν.Φθιώτιδος)

22 Ιανουαρίου 2015

Ὁ Γέροντας Βησσαρίων ὁ Ἀγαθωνίτης κοιμήθηκε ὁσιακὰ στὶς 22 Ἰανουαρίου τοῦ 1991.

Τοὺς ἀφανεῖς ἐργάτες τοῦ ἀμπελῶνος του ἐμφανῶς τοὺς δοξάζει ὁ Κύριος, ποὺ μὲ τὴν παγγνωσία Του προγνωρίζει ὅτι θὰ γίνουν ὅμοιοι τῆς εἰκόνος Του· αὐτοὺς τοὺς καλεῖ στὴν ὑπηρεσία Του καί, ἀφοῦ τοὺς καθιστᾶ δικαίους τοὺς δοξάζει· «Οὓς ἐδικαίωσε τούτους καὶ ἐδόξασε» (Ῥωμ. η΄ 30).


Τέτοιο ἀφανὴ ἐργάτη στὶς ἡμέρες μας, πού, ἀφοῦ ἀνέβηκε τοὺς ἀναβαθμοὺς ἀπὸ τὸ «κατ’ εἰκόνα» στὸ «καθ’ ὁμοίωσιν», τὸν κατέστησε κληρονόμο τῆς Βασιλείας Του δοξάζοντάς τον ταυτόχρονα μὲ ἀφθαρσία τοῦ σκηνώματός του παρουσίασε ὁ Κύριος τὸν Γέροντα Βησσαρίωνα τὸν Ἀγαθωνίτη. Μὴ ξεχνᾶμε ὅτι «τὰ ἀγενῆ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενημένα» (Α΄ Κορίνθ. α΄ 28), τοὺς ἄσημους καὶ περιφρονημένους ἐπιλέγει πάντοτε ὁ Θεός, γιὰ νὰ ἀποδείξει τιποτένιους καὶ ἐλάχιστους αὐτοὺς ποὺ ὁ κόσμος θαυμάζει καὶ προβάλλει ὡς πρότυπα τῆς ἐφήμερης ζωῆς τους.
Στὶς ἡμέρες μας ὅπου «ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία» (Ῥωμ. ε΄ 20) ἀλλὰ περισσεύει ἡ χάρη, ἦλθε ἡ ἀνακομιδὴ τοῦ ἀφθάρτου σκηνώματος τοῦ Γέροντος Βησσαρίωνος νὰ μᾶς προβληματίσει, γιὰ τὴν ἀπὸ μέρους μας ἀτίμωση τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Ἀτιμάζεται τὸ ἀνθρώπινο σῶμα μὲ τὶς χαμαίζηλες ἐπιθυμίες καὶ ὀρέξεις ἀπὸ ὅλους μας, ποὺ δὲν κατανοοῦμε ὅτι δὲν μᾶς ἀνήκει· δὲν εἶναι δικό μας· χρήση του κάνουμε, ἀφοῦ εἶναι, ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος «ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματος» (Α΄ Κορίνθ. στ΄ 19)· ἀτιμάζεται ἐπίσης καὶ μὲ τὴ βλάσφημη καύση του μετὰ τὴν ἀπομάκρυνση ἀπ’ αὐτὸ τῆς ἀθάνατης ψυχῆς μὲ μοναδικὸ στόχο τὴν ἐξαφάνιση τῶν ἰχνῶν τῆς ἁγιότητος καὶ τὴν ἀποδυνάμωση τῆ πίστεως. Ἡ καύση αὐτὴ τῶν νεκρῶν, ποὺ ἤδη ἐφαρμόζεται σὲ πολλὲς χριστιανικές, ἀλλοίμονο, χῶρες, μελετᾶται νὰ ἐφαρμοσθεῖ καὶ στὴν Ὀρθόδοξη πατρίδα μας. Δουλαγωγοῦμε τὸ σῶμα καὶ τὸ ταλαιπωροῦμε μὲ διαρκῆ ἄσκηση, ὄχι γιὰ νὰ καταστρέψουμε τὴν ὑγεία του, ἀλλὰ γιὰ νὰ περιορίσουμε τὴν ἐπίδρασή του στὰ πνευματικά καὶ νὰ ἀνεβοῦμε τὴν κλίμακα τῆς ἀρετῆς μὲ τὴ ζώωση τοῦ πνεύματός μας, ἀφοῦ εἶναι γνωστὸ ὅτι « ἡ σάρξ ἐπιθυμεῖ κατὰ τοῦ πνεύματος τὸ δὲ πνεῦμα κατὰ τῆς σαρκός» (Γαλάτ. ε΄ 17). Μετὰ ὅμως τὸ θάνατο, δηλαδὴ τὸ χωρισμὸ τῆς ἄφθαρτης ψυχῆς ἀπὸ τὴ φθειρόμενη σάρκα τὸ σῶμα τὸ περιποιούμεθα καὶ μὲ τιμὲς τὸ παραδίδουμε στὴ γῆ, ἀπὸ τὴ ὁποία πλάσθηκε, γιὰ νὰ ἀναστηθεῖ στὴν κοινὴ ἐξανάσταση, ὅπου θὰ συναχθοῦν τὰ γυμνὰ ὀστᾶ καὶ θὰ λάβουν σάρκα καὶ νεῦρα γιὰ νὰ παρουσιασθοῦν ἐνώπιον τοῦ δικαιοκρίτου Κυρίου, ποὺ μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτου Ἰεζεκιήλ λέγει: «Ἰδοὺ ἐγὼ ἀνοίγω τὰ μνήματα ὑμῶν καὶ ἀνάξω ὑμᾶς εἰς τὴν γῆν τοῦ Ἰσραὴλ καὶ γνώσεσθε ὅτι ἐγώ εἴμι Κύριος ἐν τῷ ἀνοῖξαί με τοὺς τάφους ὑμῶν τοῦ ἀναγαγεῖν με ἐκ τῶν τάφων τὸν λαόν μου καὶ δώσω πνεῦμά μου εἰς ὑμᾶς καὶ ζήσεσθε» (Ἰεζ. λζ΄ 12-14).
Ὁ Γέρων Βησσαρίων γεννήθηκε στὴν εὐλογημένη μεσηνιακὴ γῆ, στὴν εἰδυλιακὴ παραλιακὴ κώμη τοῦ Πεταλιδίου τὸ ἔτος 1908· τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Ἀνδρέας. Ἔφηβος πῆγε στὴν Καλαμάτα, ὅπου συνδέθηκε μὲ πνευματικοὺς ἀνθρώπους καὶ ἄναψε μέσα του ὁ θεῖος ἔρωτας καὶ ἡ φλόγα τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ τῆς ὁλοκληρωτικῆς σ’ Αὐτὸν ἀφιερώσεως. Ἄρχισε ἔτσι τὴν οὐρανοδρόμο πορεία του, ποὺ τὸν ἔφτασε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ, ὅπου ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων, ἀπαύστως δοξολογούντων τὸν Κύριο. Ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα μὲ τὸ ὄνομα Βησσαρίων καὶ κατόπιν χειροτονήθηκε διάκονος καὶ ἱερέας μὲ τὸ ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτου. Ἡ κατὰ κόσμο παιδεία του περιορίστηκε στὸ Σχολαρχεῖο, ἡ κατὰ Θεὸν ὅμως τὸν ἀνέδειξε πηγὴ σοφίας ἀστείρευτη μὲ τὴ διαρκῆ μελέτη τῶν θείων Γραφῶν καὶ τὴν αὐστηρὴ τήρηση τῶν θεϊκῶν ἐνταλμάτων. Ἡ σοφία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἔμπρακτη ἐφαρμογὴ τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ φαίνεται, ὅπως μᾶς λέει καὶ ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος: «Τίς σοφὸς καὶ ἐπιστήμων ἐν ὑμῖν; Δειξάτω ἐκ τῆς καλῆς ἀναστροφῆς τὰ ἔργα ὐτοῦ ἐν πραΰτητι σοφίας» ( Ἰά. γ΄ 13).
Ὁ Γέρων Βησσαρίων ἦταν γεμάτος ἀπὸ ἀγάπη Θεοῦ, ποὺ εὕρισκε πρακτικὴ ἐφαρμογὴ στὰ πρόσωπα τῶν συνανθρώπων του σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας «εἰ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. κε΄ 40). Ὁ εὐαγγελιστὴς τῆς ἀγάπης, Ἰωάννης, γιὰ τὴν πρακτικὴ ἐφαρμονὴ τῆ ἀγάπης συνεχίζει λέγοντας: «Ἐάν τις εἴπῃ ὅτι ἀγαπῶ τὸν Θεὸν καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν. Ὁ γὰρ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφόν, ὃν ἑώρακε, τὸν Θεὸν ὃν οὐχ ἑώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν;» (Α΄ Ἰω. δ΄ 20). Ἡ Καρδίτσα στὴ ἀρχὴ καὶ ἡ Φθιώτιδα ἀργότερα, μὲ κέντρο τὴ Μονὴ Ἀγάθωνος ὑπῆρξαν τὰ πεδία τῆς δράσεως τοῦ Γέροντος Βησσαρίωνος. Αὐτὲς θὰ γευθοῦν τοὺς πνευματικοὺς εὔχυμους καρπούς, τὶς ἀγαθοεργίες καὶ τὸ ἐκχύλισμα τῆς καρδιᾶς του. Ἀκένωτη πηγὴ προσφορᾶς ὁ Γέροντας κένωνε τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του στὴν ὑπηρεσία τοῦ πλησίον μιμούμενος τὸν Κύριό μας, ὁ ὁποῖος «ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος» (Φιλιπ. β΄ 7). Τοὺς καρποὺς τῶν ἔργων του γεύθηκαν οἱ πάντες. Διακονία στὸ μοναστήρι, διακονία καὶ στὸν κόσμο. Προσφορὰ στὴν ἀδελφότητα, προσφορὰ καὶ στὴν κοινωνία. Ἀλάνθαστη ποδηγεσία τῶν ἐξομολογουμένων μοναχῶν καὶ λαϊκῶν. Ἀρωγὴ στοὺς κινδυνεύοντες, χορτασμὸς τῶν πεινώντων, πλουτισμὸς τῶν πενήτων, ὁδηγὸς τῶν πλανωμένων. Σώζει ὁ γέροντας τοὺς νέους τῆς Λάρισας ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Γερμανῶν. Ἐπισκέπτεται καὶ ἐνισχύει κάθε ἐβδομάδα τοὺς ἀσθενεῖς στὸ νοσοκομεῖο τῆς Λαμίας. Ἐξομολογεῖ καὶ ἑλκύει μὲ τὴ σαγήνη τῆς ἀγάπης του τοὺς μαθητὲς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λυκείου Λαμίας. Συγκρατεῖ τὰ παιδιὰ τῶν χωρικῶν ἀπὸ ὀλισθήματα. Εἰρηνεύει τὰ ἀνδρόγυνα. Μοιράζει ἀπὸ τὰ ἔσοδα τοῦ μοναστηριοῦ στοὺς πτωχούς, τῶν ὁποίων γνώριζε τὶς ἀνάγκες. Προίκιζε ἄπορα κορίτσια. Συνέτρεχε στὶς ἀνάγκες ὅλων τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς, ποὺ ἔβλεπαν στὸ πρόσωπο τοῦ Γέροντος Βησσαρίωνος τὸν ἀφανῆ ἐργάτη τῆς ἀγάπης, τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ποὺ ἔπαιρνε τὴ μορφὴ τοῦ ταπεινοῦ Ἀγαθωνίτη μοναστῆ. Ἡ ἀσθενικὴ καὶ ἀδύναμη φωνή του, μετὰ ἀπὸ περιστατικὸ μὲ τοὺς Γερμανούς, δὲν πρόδιδε τὴ δυναμικὴ ἀγάπη τῆς καρδιᾶς του. Ἀγαποῦσε ὁλοκάρδια τὸ Θεὸ καὶ εἶναι σίγουρο ὅτι καὶ Ἐκεῖνος τὸν ἀγαποῦσε ὡς «ἱλαρὸ δότη» (Β΄ Κορίνθ. θ΄ 7), ἀφοῦ συχνὰ τὸν ἄκουγες νὰ ἐξωτερικεύει τὴν ἀγωνία του καὶ νὰ λέει στοὺς συμμοναστές του: «Οἱ ἄνθρωποι ἔξω εἶναι φτωχοί· ἔξω πεινᾶνε· πρέπει νὰ τοὺς βοηθήσουμε». Δίκαια, λοιπόν, τὸν ὀνόμαζαν «ὁ ἅγιος τῶν πτωχῶν».
Δὲν σταματοῦσε ἡ προσφορὰ τοῦ Γέροντος στὸ κοινωνικὸ ἔργο. Στὸ μοναστήρι καθόταν σὰν λαμπάδα ἀναμμένη μπροστὰ στὴν ἐκκλησία. Ὑποδεχόταν τοὺς προσκυνητὲς μὲ τὸ εὐπροσήγορο χαμόγελό του καὶ τοὺς ἀνέπαυε μὲ τὰ λόγια του. Τοὺς περισσότερους τοὺς γνώριζε μὲ τὰ ὀνόματά τους, ὅπως ὁ καλὸς ὁ ποιμὴν ὁ ὁποῖος γνώριζει τὰ πρόβατά του καὶ γνωρίζεται ἀπ’ αὐτά (Ἰω. ι΄ 14). Καὶ ὄχι μόνο τοὺς γνώριζε, ἀλλὰ γνώριζε καὶ τὰ προβλήματά τους, γιὰ τὰ ὁποῖα μὲ ἐνδιαφέρον ρωτοῦσε καὶ συνέτρεχε κατὰ τὴ δύναμή του ὑλικὰ καὶ ἀπεριόριστα μὲ τὴν ὁλόθερμη προσευχή του. Τὸ κέρασμα τοῦ καφὲ περιεῖχε καὶ τὸ βάλσαμο τῆς πνευματικῆς ἐπικοινωνίας γνωρίζοντας ὅτι «οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνον ζήσεται ἄνθρωπος» (Ματθ. δ΄ 4)· γι’ αὐτὸ καὶ πολλὲς φορὲς μόνος του τὸν ἔψηνε καὶ τὸν προσέφερε μαζὶ μὲ τὸ δροσερὸ ἄντλημα τῆς καρδιᾶς του.
Ἦλθε ὅμως τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου ποὺ ὁ ἀφιλάργυρος ἄνθρωπος, ὁ παραθεωρητὴς τῶν ματαίων τοῦ κόσμου, ὁ ἀσκητὴς ποὺ τὰ θεωροῦσε ὅλα σκύβαλα «ἵνα Χριστὸν κερδήσῃ» (Φιλιπ. γ΄ 8) θὰ πλήρωνε τὸ γραμμάτιο τῆς ζωῆς. Τὴ στιγμὴ αὐτὴ ὁ Γέρων Βησσαρίων τὴ περίμενε μὲ λαχτάρα, ἀφοῦ καὶ γι’ αὐτὸν ἴσχυε τὸ Παύλειο: «Ἐμοὶ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος» (Φιλιπ. α΄ 21). Μετὰ ἀπὸ σύντομη ἀσθένεια ποὺ ἐξελίχθηκε σὲ πνευμονικὸ οἴδημα ὁ Γέρων ἄφησε τὸ φθαρτὸ τοῦτο κόσμο, γιὰ νὰ περάσει στὸν κόσμο τῆς ἀφθαρσίας, στὴν ἀτελεύτητη μακαριότητα. Κοιμήθηκε εἰρηνικὰ στὸ νοσοκομεῖο Σωτηρία τῆς Ἀθήνας, στὶς 22 Ἰανουαρίου τοῦ 1991.
Ἡ εἴδηση τοῦ θανάτου τοῦ Γέροντος συγκλόνισε ὄχι μόνο τὰ πνευματικά του παιδιά, ἀλλὰ ὅλη τὴ Φθιώτιδα. Τὸ μοναστήρι ντυμένο στὰ λευκά, ἀπὸ τὸ πολὺ χιόνι τῶν ἡμερῶν ἐκείνων, ὑποδέχθηκε τὸ σκήνωμα τοῦ κατάλευκου στὴν ψυχὴ πατρὸς Βησσαρίωνος, ποὺ ἤδη βρισκόταν στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Τρεῖς ἡμέρες σὲ λαϊκὸ προσκύνημα δὲν ἦταν ἀρκετὲς γιὰ νὰ περάσει ὅλος ὁ κόσμος ποὺ εἶχε εὐεργετηθεῖ ἀπὸ τὸν μακαριστὸ πατέρα. Καὶ μάλιστα μὲ ἰδιαίρετα ἀντίξοες συνθῆκες, ἀπὸ τὴν κακοκαιρία τοῦ χειμῶνα. Τὴν τρίτη ἡμέρα, ἀφοῦ τὸ νεκροταφεῖο τῆς Μονῆς ἦταν δυσπροσπέλαστο, ἀποφάσισαν οἱ πατέρες νὰ θάψουν τὸ εὐλογημένο σκήνωμα στὰ βαπτιστήρια, σὲ δωμάτιο, ὅπου ὁ γέροντας συνήθιζε νὰ ἐξομολογεῖ τὸ πλῆθος τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν. Ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου μετὰ ἀπὸ δεκαπέντε ὁλόκληρα χρόνια θὰ ἔβγαινε τὸ σκήνωμα ὅπως ἀκριβῶς κατατέθηκε, χωρὶς τὸ παραμικρὸ ἴχνος ἀλλοιώσεως, γιὰ νὰ δεικνύει πάντοτε τὴν εὐαρέσκεια τοῦ Θεοῦ στὴν ὁσιακὴ ἀφανῆ βιοτή του, καὶ νὰ μᾶς ἐπιβεβαιώνει τὸ ψαλμικὸ «Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς Ἁγίοις αὐτοῦ» (Ψαλμ. 67, 35).

Ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς του σῴζει Λαρισαίους ἀπὸ τὸ Γερμανικὸ ἀπόσπασμα.
Στὴν Γερμανικὴ κατοχὴ μιὰ ὁμάδα πατριωτῶν Λαρισαίων βρέθηκε στὸ ἀπόσπασμα. Μάταια ὁ Μητροπολίτης Λαρίσης παρακαλοῦσε γιὰ τὴν διάσωσή του. Ὁ στυγνὸς Γερμανὸς διοικητὴς ἦταν ἀνένοτος. Μάλιστα ὅρισε καὶ τὴν ἡμερα τῆς ἐκτελέσεως.
Ὁ Γέρων Βησσαρίων βρισκόμενος στὴν Λάρισα ὅλη τὴν νύκτα δὲν μποροῦσε νὰ ἡσυχάσει. Δὲν χωροῦσε στὸ μυαλό του ἡ ἰδέα τῆς ἐκτελέσεως τῶν ἀθώων Λαρισαίων. Τὴν παραμονὴ τῆς ἐκτελέσεως πῆγε στὸ Ναὸ τοῦ πολιούχου τῆς πόλεως, τοῦ Ἁγίου Ἀχιλείου καὶ ἔπεσε στὸ γόνατα. Ἱκετευτικὰ παρακαλοῦσε τὸν Ἅγιο νὰ διασώσει τὰ παιδιά του. Τὰ δάκρυα του μούσκεψαν τὸ χῶρο μπροστὰ ἀπὸ τὸ ἱερὸ προσκυνητάρι. Μιλοῦσε στὸν ἅγιο μὲ θέρμη καὶ ἡ προσευχή του ἀνέβηκε κατ’ εὐθεῖαν στὸ θρόνο τῆς μεγαλωσύνης τοῦ εὔσπλαγχνου Κυρίου μας μέσα ἀπὸ τὴν μεσιτεία τοῦ θαυματουργοῦ τῆς Λαρίσης ἱεράρχου. Καὶ ἡ ἀπάντηση ἀπὸ τὸν οὐρανὸ δὲν ἄργησε νὰ δοθεῖ.
Πρωῒ Πρωῒ τὴν ἑπόμενη ἡμέρα πηγαίνει στὸν ἄκαμπτο Γερμανὸ διοικητὴ καὶ τοῦ ἀναγγέλει τὸ αἴτημά του. Μὲ ἔκπληξη βλέπει αὐτὸν νὰ μαλακώνει, νὰ κάμπτεται, νὰ ὑποχωρεῖ. Γιὰ χάρη σου τοῦ λέει τοὺς ἐλευθερώνω. Πᾶρε τους καὶ φύγε!
Ἡ προσευχή του εἶχε μεταβιβαστεῖ κατάλληλα καὶ τὸ ἀποτέλεσμά της ὑπῆρξε ἄμεσο.

Ὁ φόβος τοῦ διαμελισμοῦ τοῦ σκήνους μεταποιήθηκε σὲ χαρά
Ὁ ἰατροδικαστὴς κύριος Γιαμαρέλλος γιὰ νὰ πιστοποιήσει τὸ θαῦμα τῆς ἀφθαρσίας τοῦ σκηνώματος τοῦ Γέροντος Βησσαρίωνος ἐνώπιον τοῦ ἡγουμένου τῆς Μονῆς π. Δαμασκηνοῦ καὶ τῶν λοιπῶν τῆς μονῆς πατέρων κουνοῦσε τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια τοῦ Γέροντος μὲ μεγάλη δύναμη, ὅπως οἱ ὀρθοπεδικοὶ γιατροὶ τὰ μέλη τῶν ἀσθενῶν τους, γιὰ διαπίστωση τυχὸν αὐτῶν δυσκαμψίας. Ὁ π. Δαμασκηνὸς φοβούμενος διαμελισμὸ τοῦ σκήνους ἀπὸ τὶς ἀπότομες αὐτὲς κινήσεις παρακάλεσε τὸν ἰατροδικαστὴ νὰ εἶναι πιὸ προσεκτικός. Ἐκεῖνος μὲ ἐπιστημονικὴ κατάφαση ἀπάντησε ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ ὑπογράψει τὸ ὁρώμενο θαῦμα ἂν δὲν ἦταν ἀπόλυτα πεπεισμένος γι’ αὐτό. Στὸ τέλος ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ εἶπε. Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μὲ ἀξίωσες στὴ δύση τῆς σταδιοδρομίας μου νὰ δῶ τὰ θαυμάσιά Σου! Ὁ θαυμασμός του γιὰ τὸ ὑπερφυσικὸ θέαμα ἐνισχυόταν ἐπίσης ἀπὸ τὸ ὅτι τὸ σκῆνος τοῦ ὁσίου βάσταζε τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο, ποὺ τοῦ ἔβαλαν μετὰ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ μεγάλου κατὰ τὴν ταφή, πολὺ σφιχτὰ, παρ’ ὅλο ποὺ τὸ χέρι μετὰ ἀπὸ τόσες ἡμέρες (τρεῖς ἡμέρες βρισκόταν σὲ λαϊκὸ προσκύνημα μὲ τὸ μεγάλο Εὐαγγελίο) θὰ ἔπρεπε νὰ ἐφαπτόταν μόνο τοῦ ἱεροῦ εὐαγγελίου. Ἐπίσης ὅτι τὸ σκῆνος δὲν εἶχε περάσει τὴν κατάσταση τοῦ τυμπανισμοῦ, ὅπως ὅλα, ἀλλὰ πέρασε ἀπ’ εὐθείας στὴν κατάσταση τῆς ἀφυδατώσεως.

Τὸ τερπνὸν μετὰ τοῦ ὀφελίμου
Ὁ Γέρων Βησσαρίων πήγαινε τακτικὰ στὸ ἐκκλησιαστικὸ λύκειο Λαμίας καὶ ἐξομολογοῦσε τοὺς μαθητές. Ἡ ἐξομολόγηση ἦταν μέσα στὰ ποιμαντικά του καθήκοντα καὶ ἡ ἀγωνία του γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ψυχῶν, ἰδιαίτερα τῶν νέων τὸν συχεῖχε. Οἱ μαθητὲς ἦσαν πολλὲς φορὲς ἀδιάφοροι γιὰ τὴν ἐξομολόγηση. Ἔπρεπε κάτι νὰ μηχανευθεῖ γιὰ νὰ τοὺς προσελκύσει καὶ νὰ κεντρίσει τὸ ἐνδιαφέρον τους. Ὡς ἄλλος Παῦλος γινόταν «τοῖς πᾶσι τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσῃ» (Α΄ Κορίνθ. θ΄ 22). Καὶ τὸ πετύχαινε. Μετὰ τὴν ἐξομολόγηση ἔβαζε πάντοτε «κάτι» στὰ χέρια τῶν παιδιῶν. Αὐτὰ χαρούμενα τὸ διέδιδαν καὶ στὰ ἄλλα, ὁπότε ὅλα σχεδὸν πήγαιναν ὄχι τόσο γιὰ τὴν ἐξομολόγηση, ὅσο γιὰ τὸ χαρτζιλίκι. Ὁ Γέροντας βέβαια τὸ γνώριζε αὐτό, ἀλλὰ μὲ τὴν καλωσύνη του καὶ τὶς προσευχές του τραβοῦσε ὅλο καὶ περισσότερα παιδιά, ποὺ γλυκαίνονταν στὴν ἐξομολόγηση ὥστε νὰ γίνει ἀπαραίτητο συστατικὸ, ὅπως ἔπρεπε ἄλλωστε, τῆς πνευματικῆς τους προόδου. Συνδύαζε ὁ Γέροντας «τὸ τερπνὸν μετὰ τοῦ ὠφελίμου».

Ἀφιλάργυρος προικοδότης
Ὁ Γέρων Βησσαρίων δὲν βαστοῦσε χρήματα πάνω του. Πολλὲς φορὲς οὔτε γιὰ τὰ εἰσιτήριά του. Ἡ θεραπεία τῶν ἀναγκῶν τῶν ἄλλων ἦταν τὸ πρωταρχικό του μέλημα.
Μιὰ ἡμέρα ἕνας εὐσεβὴς χριστιανός, ποὺ γνώριζε τὶς ἀρετὲς τοῦ γέροντος, τοῦ ἔβαλε στὴν τσέπη ἕνα φακελλάκι μὲ κάποια χρήματα. Ἦταν σίγουρος ὅτι θὰ πᾶνε σὲ καλὸ σκοπό, καὶ ὁ Γέρων γνώριζε ποὺ καὶ πῶς νὰ τὰ διαθέσει.
Μετὰ ἀπὸ λίγο μιὰ πτωχὴ γυναῖκα τὸν πλησίασε καὶ ζήτησε νὰ τὴ βοηθήσει. Ὁ Γέρων ἀμέσως κατάλαβε τὶς ἀνάγκες της καὶ ὡς εὐσυμπάθητος ποὺ ἦταν ἔβαλε τὸ χέρι στὴν τσέπη καὶ χωρὶς νὰ ἐλέγξει τὸ περιεχόμενο τοῦ φακέλλου τὸ ἔσυρε καὶ τῆς τὸ ἔδωσε. Ἐκείνη εὐχαρίστησε καὶ ἔφυγε.
Μετὰ ἀπὸ ἕνα περίπου χρόνο τὸν ἐπισκέφθηκε ἡ ἴδια γυναῖκα, ὄχι πάλι γιὰ νὰ ζητήσει βοήθεια, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσει.
– Σ’ εὐχαριστῶ, Γέροντα, γιὰ τὴν ἀγάπη σου. Μὲ τὰ χρήματα ποὺ μοῦ ἔδωσες τὶς προάλλες μπόρεσα καὶ ὄχι μόνο βγῆκα ἀπὸ τὴ δύσκολη οἰκονομικὴ θέση ποὺ βρισκόμουν, ἀλλὰ πάντρεψα καὶ τὸ παιδί μου. Ὁ ἀφιλάργυρος γέροντας εἶχε δώσει, χωρὶς νὰ τὸ ἐλέγξει πολὺ μεγάλο χρηματικὸ ποσόν. Ὅσο χρειαζόταν γιὰ νὰ λύσει τὰ προβλήματα τῆς πτωχῆς γυναίκας.

Τὸ πεινασμένο παιδάκι τῆς κατοχῆς
Ἦταν προπαραμονὲς Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 1988. Στὸ Ἀρχονταρίκι τῆς Μονῆς Ἀγάθωνος μὲ κρεμαστὸ τζάκι ὁ Γέροντας Βησσαρίων διάβαζε κάποιο Χριστιανικὸ ἔντυπο. Ἦταν ἀπορροφημένος καὶ φαινόταν συγκινημένος. Σὲ μιὰ στιγμὴ ὁ σημερινὸς Ἡγούμενος, πατὴρ Δαμασκηνός, ὁ ὁποῖος καθόταν κοντά του καὶ ἔγραφε Χριστουγεννιάτικες κάρτες ἀντιλήφθηκε τὸ Γέροντα νὰ κλαίει καὶ νὰ προσπαθεῖ νὰ σφογγίσει τὰ δάκρυά του. Γιατί κλαῖς, παπούλλη, τὸν ρώτησε;
– Δὲν ἔχω τίποτα, παιδί μου, ἀπάντησε, μὴν ἀνησυχεῖς!

Μὰ κλαῖς, παπούλλη! Πές μου γιατί κλαῖς; Σοῦ συμβαίνει τίποτα;
– Ὄχι, παιδί μου! Νά, κάτι θυμήθηκα. Ποτὲ νὰ μὴν ξανάρθουν στὸν τόπο μας ἐκεῖνα τὰ μαῦρα χρόνια τῆς κατοχῆς, τῆς ἐξαθλιώσεως, τῆς πείνας. Θυμᾶμαι κάτι ποὺ μοῦ συνέβηκε κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τῶν Χριστουγέννων τοῦ 1941, σὲ ἕνα ὀρεινὸ χωριὸ τῆς Καρδίτσας, ὅπου τότε ἐφημέρευα. Ὅταν βγῆκα στὴν Ὡραία Πύλη μὲ τὸ Ἅγιο Δισκοπότηρο στὰ χέρια καὶ εἶπα τὸ «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε», ἄρχισαν νὰ ἔρχονται γιὰ τὴ Θεία Κοινωνία ὅλοι οἱ χωριανοί, μὲ προπορευόμενα τὰ παδιά τους. Μιὰ νεαρὴ μάννα ἔφερε μπροστά μου τὸ σκελετωμένο παιδάκι της. Ἐκεῖνο ἄνοιξε τὸ στοματάκι του καὶ περίμενε τὸ Θεῖο Μαργαρίτη· περίμενε νὰ μεταλάβει τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας. Μοῦ εἶπε τὸ ὄνομά του καὶ τὶ κοινώνησα. Ἀλλά, ἀντὶ νὰ ἀπομακρυνθεῖ κράτησε σφιχτά, τὸ καϋμένο, μὲ τὰ ἀδυνατισμένα χεράκια του τὸ ἱερὸ μάκτρο, τὸ κόκκινο μανδήλι ποὺ σκουπίζουμε τὰ στόματά μας μετὰ τὴ Θεία Κοινωνία, καὶ μοῦ φώναξε κλαίοντας:
-Κι’ ἄλλο, παπούλλη, κι’ ἄλλο!
Πεινοῦσε τὸ παιδάκι μου! Λύγισαν τὰ γόνατά μου καὶ μιὰ τρεμοῦλα ἁπλώθησε σὲ ὅλο τὸ κορμί μου. Βούρκωσαν τὰ μάτια μου καὶ γιὰ νὰ μὴ δοῦν οἰ πιστοὶ γύρισα στὴν Ἁγία Τράπεζα. Ἄφησα τὸ Ἅγιο Ποτήριο καὶ κάθισα σ’ ἕνα σκαμνάκι. Ἔκλαψα καὶ εἶπα μὲ ἀνθρώπινο πόνο:

- Γιατί ἄφησες, Θεέ μου, τὴν πατρίδα μας νὰ ἔλθει σὲ τέτοια δυστυχία; Λυπήσου, Κύριε, τὰ παιδιά μας!

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας 
----------------------------------
Διαβάστε όλο το κείμενο για να ιδείτε ποιός ήταν ο π.Βησσαρίων της Ι.Μ.Αγάθωνος,του οποίου το σκήνωμα βρέθηκε άυθαρτο μετά 15 χρόνια από την κοίμησή του και εξακολουθεί και ΣΉΜΕΡΑ!!!Θα ενθυμηθείτε και τον Καθηγητή Γιαμαρέλο (μακαρίτης σήμερα) πόσο είχε χλευασθεί από διαφόρους πολεμνίους της Εκκλησίας μας αλλά και από Επιστήμονες Ιατροδικαστές (τοπν Πρόεδρο τότε των Ιατροδικαστών,τον συνδικαλιστή).
Όμως, ο μακαρίτης Γιαμαρέλος γνωμάτευσε επιστημονικά και είχε δίκαιο.Ο π.Βησσαρίων παραμένεις άφθαρτος στο Μοναστήρι του και προσελκύει πλήθος προσκυνητών.Επίκειται και η αγιοκατάταξή του.
Τελικά τον λόγο ο Θεός έχει για τους Αγίους Του και όχι οι τηλεοράσεις,στις οποίες αποδίδουμε και χαρακτηρισμό 4ης εξουσίας.Ο εξουσιαστής των Πάντων είναο ο πάνσοφος και παντοδύναμος και πανάγαθος και ΔΊΚΑΙΟΣ ΄Αγιος ΤΡΙΑΔΙΚΟΣ ΘΕΟΣ.


===================================

Το χρονικό της εκταφής του αφθάρτου σκηνώματος του οσίου πατρός ημών Βησσαρίωνος του Αγαθωνίτου




1

Αρχιμ.Δαμασκηνός Θ.Ζαχαράκης Ηγούμενος Ιεράς Μονής Αγάθωνος

Αντί Προλόγου

http://vatopaidi.files.wordpress.com/2012/03/0-fthiotidos4_thumb_medium647_485.jpg?w=780Η 3η Μαρτίου 2006 είναι για το μοναστήρι μας μια μέρα ιδιαίτερα ευλογημένη από τον Θεό, αφού τη μέρα αυτή, έγινε από τους πατέρες της μονής η εκταφή του προ δεκαπενταετίας αποβιώσαντος αδελφού της Ιεράς μονής μας πατρός Βησσαρίωνος Κορκολιάκου, κατά την οποίαν το ευλογημένο σκήνωμα του βρέθηκε ολόκληρον, άφθαρτον και ευωδιάζον!

Το γεγονός αυτό μας συγκλόνισε όλους και μας προκάλεσε ιδιαίτερη συγκίνηση και μεγάλο θαυμασμό.

Με τους πατέρες της μονής, συγκλονισμένοι από την πρωτόγνωρη αυτή εμπειρία, διαχειριστήκαμε το γεγονός αυτό με φόβο Θεού, ταπείνωση και προσοχή, υπακούοντες πάντοτε στις οδηγίες του Μητροπολίτη μας, και ενεργούντες σύμφωνα με όλα όσα η Αγία μας Εκκλησία ώρισε, χωρίς την παραμικρή παρέκκλιση.

Το θαυμαστό αυτό γεγονός έγινε ταχύτατα γνωστό, όχι μόνο στην Ελληνική επικράτεια, αλλά και σ’ ολόκληρη τη χριστιανική οικουμένη. Χιλιάδες προσκυνητών κατέκλυσαν το μοναστήρι μας για να καταθέσουν το σεβασμό τους στο ιερό σκήνωμα του ευλογημένου Γέροντος.

Ένα απόγευμα του φετινού δεκαπενταύγουστου, μου ήρθε ο λογισμός να γράψω, σε έμμετρο λόγο, όλα όσα θαυμαστά ζήσαμε κατά τις ευλογημένες εκείνες ήμερες του Μαρτίου του 2006 και όχι μόνο.

Πήρα το μολύβι κι άρχισα να γράφω. Χωρίς να το καταλάβω είχε ήδη συμπληρωθεί ολόκληρο ποίημα ογδόντα οκτώ στροφών, όπου περιγράφεται συνοπτικά το χρονικό της εκταφής.

Το ποίημά μου αυτό το διαβάσαμε επανειλημμένα με τους πατέρες της μονής, με τους οποίους συναποφασίσαμε να του δοθεί μορφή φυλλαδίου καίνά διατίθεται στους προσκυνητές της μονής μας, ώστε και αυτοί να γίνουν, μέσα από αψευδείς μαρτυρίες, κοινωνοί του θαυμαστού αυτού γεγονότος.

π. Δαμασκηνός

Σαν τ’ είν΄αυτό πού έγινε ψηλά στο μοναστήρι

και σήμανε σ’ όλη τη γη παγκόσμιο ξυπνητήρι;

Σαν τ’ είν’ αυτό πού βρέθηκε στη γη την αγιασμένη

και τράνταξε συθέμελα όλη την οικουμένη;

Δεν βρήκαν λίρες, θησαυρούς, σμαράγδια και πετράδια,

βρήκαν Αυτόν πού έδειξε τον ουρανού σημάδια!

Στον τάφο τ’ άγαθού παπά πήγαν οι καλόγεροι,

να κάνουνε την προσευχή, ν’ ανάψουν τ’ άγιοκέρι.

Μέσ’ απ’ το μνήμα έβγαινε ουράνια ευωδί

κι απόκοσμα ακουγότανε αγγέλων υμνωδία.

Θαμμένος έμενε εκεί ο Γέρο-Βησσαρίων,

αυτός πού ακολούθησε τα ίχνη μακαρίων.

Αναπαυότανε εκεί για δεκαπέντε χρόνια,

Εκείνος πού η μνήμη του θα μένει αιώνια!

Πήρανε την απόφαση τον τάφο του ν’ ανοίξουν,

το ζήτησαν οι ειδικοί, τα κτίρια να στηρίξουν.

Έκαναν το τρισάγιο και πήραν τα τσαπιά,

τα τούβλα αφαιρέσανε στη μπροστινή πλευρά.

Και είδαν τα εξαίσια στο ιερό το δώμα,

άθικτο τ’ άγιο φέρετρο βρισκόταν μες στο χώμα![1]

Αυτό πού φανταζόμασταν πώς ίσως του συμβεί,

το μαρτυρούσε φανερά η αγία του ζωή.

Πάνω απ’ τον Αγάθωνα φάνηκε ένα φως,

το είδανε οι χριστιανοί και ρώταγαν το «πώς».

Ποτέ δεν θ’ άφηνε ο Χριστός τον όσιο στη λήθη,

με θαύμα Του φανέρωσε την αρετή στα πλήθη.

Με δέος και κατάνυξη το σήκωσαν στα χέρια

και μές στον τάφο άναψαν κεριά και κανδηλέρια.

Μπροστά στον τάφο αμίλητη στέκει η συνοδεία,

σαν ν’ άνοιξε μυροδοχειό σκόρπισ’ η ευωδία.

Το σκέπασμα σαν σήκωσαν, τί ήταν να δουν μπροστά τους;

Θολώσανε τα μάτια τους, αγαλλίασε η καρδιά τους.

Ολόσωμος ο Γέροντας μέσα στο φέρετρό του,

ο χρόνος δεν ακούμπησε το σώμα το δικό του.

Άφθαρτο και ακέραιο το αγιασμένο σώμα,

καθόλου δεν το άγγιξαν τα χρόνια και το χώμα.

Το πρόσωπό του ήρεμο, τα γένια του σωσμένα,

τα άμφιά του άθικτα τα χιλιοβλογημένα.

Το Ευαγγέλιο κρατεί με το δεξί του χέρι,

το τί διδάσκει με αυτό, καθένας μας το ξέρει.

Πρώτα σε μας τους ιερείς κηρύττει και διδάσκει,

στού κόσμου τ’ αναγνώσματα κανένας μας μή χάσκει.

«Αυτό είν’ το βιβλίο σας, πού δίδαξ’ ο Θεός σας,

όλοι σ’ αυτό οι χριστιανοί νάχετε το μυαλό σας.

Εκεί είν’ το άγιο θέλημα πού αγιάζει την ψυχή σας

και γαληνεύει σωστικά και σας και τη ζωή σας.

Μή φεύγετε ποτέ απ’ αυτό, στο λόγο στοιχηθείτε,

μπείτε στα σπίτια των φτωχών και μές στους δρόμους βγει

Κάμετε φίλους του Θεού, ζεστάνετε την καρδιά τους,

γίνετε η ελπίδα τους μές στην απελπισιά τους».

*  *  *

Σηκώσανε μές στο φέρετρο οι μοναχοί στους ώμους,

Εκείνον πού ενίκησε της φύσεως τους νόμους!

Μες στο ναό τον έβαλαν μπρος στην Ωραία Πύλη

κι ανάψανε με σεβασμό το πρώτο του καντήλι.

Κάλεσε ο ηγούμενος όλους να γονατίσουν,

τον αγιασμένο Γέροντα σεμνά να προσκυνήσουν.

Με δάκρυα οι μοναχοί το σκήνωμα κυκλώνουν

και πάνω προς τον ουρανό τα χέρια τους υψώνουν.

«Μεγάλο είν’ το θαύμα Σου για μάς, τους ταπεινούς,

πού στη μονή Σου χάρισες, στους έσχατους καιρούς.

Σ’ ευχαριστούμε, Κύριε, για τη μεγάλη χάρη»,

έκραζαν με συγκίνηση μπρος στο προσκυνητάρι.

Πήγαν στη μάνα Παναγιά κι άναψαν θυμιατήρι,

τη φχαριστούσαν πούδωσε Άγιο στο μοναστήρι.

*  *  *

Ειδοποιήσανε ευθύς τον Άγιο Δεσπότη,

της ευσεβούς Φθιώτιδας τον ιερό επόπτη.

Εκείνος με κατάνυξη και έκπληξη μεγάλη,

τον όσιο εξήτασε προτού γνώμη να βγάλει.

Έψαλε το τρισάγιο, διάβασε την ευχή

καί σ’ όλους μας συνέστησε μεγάλη προσοχή.

Τον φώτισε ο καλός Θεός, τούδωσε αξιωσύνη,

να χειριστεί τα θαυμαστά με σπάνια σωφροσύνη![2]

Με εντολή τον όσιο φέραμε στα κελλιά,

εκεί πού θησαυρίζονται τα άγια οστά.

Ήρθαν γιατροί και ειδικοί, το θαύμα να ερευνήσουν,

τους κάλεσε ο Δεσπότης μας για να γνωμοδοτήσουν.


*  *  *

Ήρθε ιατροδικαστής[3], ο πιο σοφός απ’ όλους

κι εξήτασε τον Γέροντα με τις γνωστές μεθόδους.

«Θεέ μου», βροντοφώναξε, «τί είν’ αυτό πού βλέπω;

Άλλη εμπειρία σαν αυτή στα χρόνια μου δεν έχω.

Πρώτη φορά μου συναντώ σκήνωμα στη ζωή μου,

με απορία το κοιτώ και τρέμει η ψυχή μου.

Αυτό πού σήμερα θωρώ, βγαίνει απ’ τη λογική μου,

αγιασμένε γέροντα, βλόγησε τη ζωή μου.

Υποκλιθείτε, χριστιανοί, κάντε την προσευχή σας,

σιμώστε εδώ στον Γέροντα κι ανάψτε το κερί σας».

*  *  *

Μέρα τη μέρα έφτανε η είδηση στην πόλη,

νά’ ρθούν να προσκυνήσουνε επιθυμούσαν όλοι.

Χιλιάδες κόσμου έρχονταν τη μέρα στη μονή μας,

τόσο λαό δεν είδαμε σε όλη τη ζωή μας.

Επίσκοποι και ιερείς, των μοναχών τα πλήθη,

νά δουν αυτόν πού κόσμησε των χριστιανών τα ήθη.

Ήρθαν του Άθω οι μοναχοί να πάρουν ευλογίες,

του ουρανού μοσχοβολιές, της πίστης ευωδίες.

Ήρθαν κι απ’ τα ορθόδοξα της γης τα μοναστήρια,

του αγιασμένου Γέροντα να δούνε τα μυστήρια.

Σέρβοι, Ρουμάνοι, Βούλγαροι, Ρώσοι και Μολδαβοί,

ήρθαν κι ύποκλιθήκανε στ’ άγιου την αρετή.

Άνδρες, γυναίκες και παιδιά, όλοι τους στην αράδα,

κατέφθαναν στον Γέροντα απ’ όλη την Ελλάδα.

Να προσκυνήσουν ήθελαν, ν’ ανάψουν το κερί τους

και στον εργάτη του Θεού να πουν την προσευχή τους.

Τηλεοράσεις, ράδια, μ’ άκρατη φλυαρία,

μετέδωσαν την είδηση σ’ όλα τα πρακτορεία.

Μέσα στο χώρο της μονής έστησαν συνεργεία,

τον κόσμο πού συνάζονταν έβλεπαν μ’ απορία.

Κανέναν δεν εδιώξαμε κι ας έβγαζαν μανία,

σ’ όλους αντιπροσφέραμε θερμή φιλοξενία.

Όταν το θέλει ο Θεός, αυτό πού πάντα μένει

είν’ ο μισθός του ταπεινού, πού ξέρει να υπομένει.

Σ’ όλα τα πέρατα της γης μαθεύτηκε το θαύμα

και πόνεσε ο σατανάς απ’ το μεγάλο τραύμα.

Τα έθνη συνταράχτηκαν, εφρύαξαν λαοί,

η δυσφωνία έγινε παγκόσμια φωνή!

Τον μυστικό εργάτη Του φανέρωσε ο Θεός

και τη διακονία του την έλουσε με φώς.

Είπε, να εργαζόμαστε εδώ στη γη κρυφά

κι Αυτός θα δώσει το μισθό μια μέρα φανερά.

*  *  *

Μαζεύτηκαν στη λάρνακα όλοι οι πονεμένοι,

τα ορφανά και οι φτωχοί, όλοι οι δυστυχισμένοι.

Θυμούνται και ομολογούν του Γέροντα τις πράξεις,

μαζί τους συνομολογούν οι των αγγέλων τάξεις.

Θυμούνται πώς τους βόηθαγε, πώς πήγαινε στα σπίτια,

τους φρόντιζε μην πέσουνε στού πονηρού τα δίχτυα.

Φτωχά κορίτσια πάντρεψε, εσπούδασε παιδιά,

στήριξε με τον τρόπο του πολλά νοικοκυριά.

Μπήκε στα σπίτια των φτωχών, χόρτασε πεινασμένους,

βοήθησε στο διάβα του πολλούς αναγκεμένους.

Κανένα δεν εχρέωνε καλό στον εαυτό του,

όλα τα έκανε ο Χριστός, ο άγιος Θεός του!

Έλεγε για τα αγαθά πού μές στα σπίτια φέρνει,

δεν έχει τίποτε αυτός, απ’ τον Χριστό τα παίρνει.

Ήρθαν να πουν ευχαριστώ, θέλουν να τον τιμήσουν,

τον θαυμαστώσαντα Χριστό με δέος να υμνήσουν.

Λαμπάδες σαν το μπόϊ τους, εγωϊσμών συντρίμμια,

δώρα σ’ αυτόν πού ομόρφηνε του κόσμου την ασχήμια.

Οι αποθήκες γέμισαν, ξεχείλισαν πιθάρια,

τα γέμισαν οι χριστιανοί με λάδια και σιτάρια.

Στο άγιο παράδειγμα εκείνου στοιχημένοι,

οι μοναχοί τα πρόσφεραν να φάν’ οι πεινασμένοι.

*  *  *

Στη Σύνοδο την είδηση έφερε ο Δεσπότης,

Αυτή είναι των χριστιανών, της πίστης παντεπόπτης.

Το θαύμα, των συνοδικών κατέπληξε τον νου

κι ομόφωνα τ’ ονόμασαν «σημείο τ’ ουρανού»[4].

Στη λάρνακα ο Γέροντας κοιμάται με γαλήνη

Στις επικλίσεις των πιστών, ευεργεσίες δίνει.

Θαύματα μας ομολογούν σχεδόν την κάθε μέρα,

κι ευχαριστούν ολόψυχα τον άγιο Πατέρα.

Στηρίζει και παρηγορεί, αρρώστους θεραπεύει,

δαιμονισμένους συγκρατεί, τα σπίτια γαληνεύει.

Αυτός πού σ’ όλη τη ζωή μοίραζε ευλογίες

και των πτωχών κατέπαυε τις τόσες δυστυχίες,

αυτός πού λύτρωνε ψυχές, με τ’ άγιο πετραχήλι,

πάλι απ’ το θρόνο του Θεού τα δώρα του θα στείλει.

Όποιος ζητάει λύτρωση, ελπίδα ας μη χάνει,

το είπε ο Άγιος Θεός: Πώς «ο αιτών λαμβάνει».

Αυτή τη χάρη ο Χριστός έδωσε στους αγίους,

στους ταπεινούς διακονητές, της πίστεως αξίους.

Ό,τι ζητήσει ο Άγιος, το δίνει ο Θεός μας

κι αυτό το διαισθάνεται ο ευσεβής λαός μας.

*  *  *

Τέσσερα χρόνια πέρασαν, άθικτος παραμένει

Και σ’ όσους τον παρακαλούν, τη χάρη διανέμει.

Όταν του κόσμου οι συμφορές κυκλώνουν τη ζωή μας,

στον Γέροντα να κάνουμε θερμά την προσευχή μας.

Τώρα στους δύσκολους καιρούς πού πιο πολύ πονάμε,

να’ ρχόμαστε στον Γέροντα να τον παρακαλάμε,

τα όποια μας προβλήματα πού η ζωή μας δίνει,

να τον επικαλούμαστε, Εκείνος να τα λύνει.

Κι αν περισσεύουν αγαθά κι υπάρχει η ευχέρεια,

να τα προσφέρουμε σεμνά εις των πτωχών τα χέρια.

Αυτό το έργο έκαμνε σε όλη τη ζωή του,

αυτό να κάνουμε κι εμείς, για νάμαστε δικοί του.

Όποιος βοηθάει τους φτωχούς, αγιάζει την ψυχή του,

τον ελεήμονα ο Θεός ονόμασε παιδί Του.

Ας σκύψουμε ευλαβικά στ’ άφθορο σκήνωμά του

κι ας φωτιστούμε στη ζωή άπ’ το παράδειγμα του.

Ταπεινό προσκύνημα

π. Δαμασκηνός




Σημειώσεις:

  1. «…Περιμέναμε μια καλή μέρα, επειδή έκανε πολύ κρύο, για να κάνουμε έκταφή.

»Η καλή μέρα ήταν η 3η Μαρτίου του 2006. Μια ηλιόλουστη μέρα, πραγματικά λαμπρή, πού έμελλε να γίνει για το μοναστήρι μας ακόμα λαμπρότερη. Κάναμε την πρωινή μας ακολουθία και μετά πήγαμε στο αρχονταρίκι. Μόλις βγήκε ο ήλιος, σηκωθήκαμε και ξεκινήσαμε για την εκταφή.

»”Πατέρες και αδελφοί”, τους είπα. “Πορευόμεθα προς τον τάφον του Γέροντος, ως εις Άγιον!”

»Κατεβήκαμε στον τάφο, διαβάσαμε το τρισάγιο και ένας-ένας προσκυνούσαμε και φιλούσαμε τον τάφον. Με ένα “κασμά”, αρχίσανε τα παιδιά να αφαιρούν τούβλα από την πρόσθια πλευρά του τάφου. Όταν βγήκαν τα πρώτα τούβλα, είδαμε μέσα το φέρετρο του π. Βησσαρίωνος “άφθαρτο” και εντυπωσιαστήκαμε. Μία ευωδία απλώθηκε σ’ όλο το χώρο. Κι αυτή η ευωδία παρέμεινε στον τάφο και την αισθάνθηκαν χιλιάδες προσκυνητές πού ήρθαν να προσκυνήσουν τον Γέροντα. Σιγά-σιγά βγάλαμε το φέρετρο έξω από τον τάφο και, κλειστό όπως ήταν, το μεταφέραμε στο νέο νεκροταφείο της μονής, για να μπορέσουμε εκεί, κάτω απ’ τον ήλιο, να συλλέξουμε τα οστά του Γέροντα. Σηκώνοντας το σκέπασμα του φέρετρου, είδαμε πώς το σάβανο του παππούλη ήταν άθικτο, καινούργιο, όπως το έβαλαν οι πατέρες, τότε στην ταφή! Με προσοχή αφαιρέσαμε το σάβανο και τον αέρα πού σκέπαζε το πρόσωπό του και τότε είδαμε το σώμα του Γέροντα ολόκληρον, άφθαρτον και εωδιάζον!

»Θεέ μου, αυτό πού νιώσαμε εκείνη τη στιγμή δεν περιγράφεται με λόγια. Το κορμί μας έτρεμε ολόκληρο, τα γόνατά μας λύγισαν από μόνα τους. Με δάκρυα στα μάτια προσκυνήσαμε το ιερό σκήνωμα με έκδηλη τη χαρά στα πρόσωπά μας…»

(απόσπασμα από το βιβλίο του Αρχιμ. Δαμάσκηνου «Πώς έζησα τον Γέροντα Βησσαρίωνα τον Αγαθωνίτη»).

  1. «..Λογιζόμενος “τί είη ταύτα”, έφερα εις την ενθύμησίν μου μαρτυρίας και διηγήσεις κληρικών και λαϊκών, τας οποίας μου είχον είπει, περί της αγάπης, της απλότητος, της φιλανθρωπίας, της ασκήσεως καί αγιότητος του ακαμάτου και ελεήμονος ανθρώπου του Θεού, ο οποίος εις την συνείδησιν του πληρώματος της τοπικής Εκκλησίας υπήρξε μεμαρτυρημένης αρετής κληρικός. Ευρισκόμενος ενώπιον του σεπτού λειψάνου του είχα την βεβαιότητα ότι ευρίσκομαι ενώπιον λειψάνου αγίου. Την αυτήν αίσθησιν, όπως μου εδήλωσαν, είχαν και οι παρευρισκόμενοι αδελφοί της Ιεράς Μονής. Εδόξασα τον Θεόν και ηυχαρίστησα την Υπεραγίαν Θεοτόκον, διότι έλαχε εις την Αρχιερατείαν μου η υψηλή αύτη τιμή…»

(Από την έκθεσιν του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φθιώτιδος προς την Ιεράν Σύνοδον).

  1. «…ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:

Επί τη βάσει των όσων είδα, ιδίοις όμμασι, σήμερα την 11/3/06 επισκεφθείς την Ιεράν Μονήν Αγάθωνος και ερευνήσας μόνον μακροσκοπικώς το σκήνωμα του μακαριστού π. Βησσαρίωνος, διεπίστωσα παράδοξον και μοναδικόν φαινόμενον κατά την διάρκειαν της υπερπεντηκονταετούς σχεδόν ιατροδικαστικής μου υπηρεσίας και καριέρας, δηλαδή διατηρήσεως ανθρωπίνου σώματος (σκηνώματος), ενδυμάτων (ιερών αμφίων), υποδημάτων, ως και φέρετρου, επί μίαν όλόκληρον δεκαπενταετίαν, σχεδόν ανέπαφων, από την ακατανίκητον φθοράν του χρόνου. Πρόκειται περί δυσεξήγητου φαινομένου, το οποίον μόνον ο επερχόμενος χρόνος θα διερμηνεύσει οπωσδήποτε αλαθήτως».

(Από την έκθεσιν του ιατροδικαστού Πάνου Γιαμαρέλλου).

  1. «…γ) Μετά διακρίσεως πολλής παρατηρεί το φαινόμενο κι αποφεύγει να προβεί στην εξαγωγή εσπευσμένων συμπερασμάτων ή να αποδεχθεί υπερβολικές, από κάθε πλευρά, εκδηλώσεις, θεωρεί όμως ότι το φαινόμενο αυτό συνιστά “σημείον” του ουρανού, δηλαδή μήνυμα προς τον λαό μας και την εποχή μας…»

(Από την απόφαση της Ιεράς Συνόδου)

πηγή: Αρχιμ. Δαμάσκηνου Θ. Ζαχαράκη, Ηγουμένου Ιεράς Μονής Αγάθωνος, Το χρονικό της εκταφής του αφθάρτου σκηνώματος του οσίου πατρός ημών Βησσαρίωνος του Αγαθωνίτου, Έκδοσις Ιεράς Μονής Αγάθωνος