Σάββατο 11 Ιουνίου 2016

Εισήγηση Καθηγητή κ. Δημ. Τσελεγγίδη στην ημερίδα για τη Μεγάλη Σύνοδο (23-03-2016)


ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ – ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ
«ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ»
Με­γά­λη προ­ε­τοι­μα­σί­α, χω­ρίς προσ­δο­κί­ες
Τε­τάρ­τη, 23 Μαρ­τί­ου 2016, 09.00-21.00
Στά­διο Εἰ­ρή­νης καί Φι­λί­ας
Αἴ­θου­σα: «Με­λί­να Μερ­κού­ρη», Πει­ραι­ᾶς
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ
Θέ­μα: «Μπο­ρεῖ μί­α Σύ­νο­δος Ὀρ­θο­δό­ξων
νά προσ­δώ­σει ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τα στούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους
καί νά ὁ­ρι­ο­θε­τή­σει δι­α­φο­ρε­τι­κά τήν ἕ­ως τώ­ρα ταυ­τό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας;»
(Ἡ πρό­κλη­ση τῆς μέλ­λου­σας νά συ­νέλ­θει Με­γά­λης Συ­νό­δου)
Σε­βα­σμι­ώ­τα­τοι, Σε­βα­στοί Πα­τέ­ρες, Ἀ­γα­πη­τοί καί ἀ­γα­πη­τές Σύ­νε­δροι καί ἐν Χρι­στῷ ἀ­δελ­φοί!
Ἀ­πό τή θέ­ση αὐ­τή αἰ­σθά­νο­μαι τό χρέ­ος, νά εὐ­χα­ρι­στή­σω -ἐκ καρ­δί­ας καί δη­μο­σί­ως- τόν φι­λό­ξε­νο καί φλο­γε­ρό ἀ­γω­νι­στή Οἰ­κο­δε­σπό­τη, τόν Ποι­μέ­να τόν κα­λό, τόν τι­μη­θέν­τα κα­τ’ ἐ­πα­νά­λη­ψη καί ἐ­ξαι­ρέ­τως μέ τόν ὀ­νει­δι­σμό τοῦ Χρι­στοῦ, τόν Μη­τρο­πο­λί­τη Πει­ραι­ῶς κ. Σε­ρα­φείμ, γιά τήν με­γα­λει­ώ­δη πα­νελ­λα­δι­κή δι­ορ­γά­νω­ση τοῦ πα­ρόν­τος Θε­ο­λο­γι­κοῦ-Ἐ­πι­στη­μο­νι­κοῦ Συ­νε­δρί­ου, καί μά­λι­στα τήν κρί­σι­μη αὐ­τή χρο­νι­κή στιγ­μή, γιά τήν ὑ­πεύ­θυ­νη ἐ­νη­μέ­ρω­ση τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Καί τοῦ­το, ἐ­πει­δή τό πραγ­μα­τευ­ό­με­νο ἐ­δῶ θέ­μα ὑ­περ­βαί­νει τά ὅ­ρια τῆς Το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας καί ἀ­φο­ρᾶ τήν ἀ­νά τήν Οἰ­κου­μέ­νη Ὀρ­θό­δο­ξη καί μό­νη, Ἁ­γί­α, Κα­θο­λι­κή καί Ἀ­πο­στο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α.
Ἡ μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δος φαί­νε­ται, ἀ­πό τήν ἕ­ως τώ­ρα δι­α­δι­κα­σί­α καί θε­μα­το­λο­γί­α της, νά δι­α­ψεύ­δει τό ἐ­πί­δο­ξο ὄ­νο­μά της.
Μά­λι­στα, θά μπο­ρού­σα­με βά­σι­μα νά ὑ­πο­στη­ρί­ξου­με, ὅ­τι κα­τ’ ἐ­πί­φα­ση εἶ­ναι Ἁ­γί­α. Καί αὐ­τό τό λέ­με, ἐ­ξαι­τί­ας τοῦ ἐλ­λείμ­μα­τος συ­νο­δι­κό­τη­τας, πού ἔ­χει. Κυ­ρί­ως, ὅ­μως, ἐ­ξαι­τί­ας τοῦ σο­βα­ροῦ ἐλ­λείμ­μα­τος Ὀρ­θο­δό­ξου αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας, πού τήν δι­έ­πει. Τό με­γά­λο ἔλ­λειμ­μα Ὀρ­θο­δό­ξου αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας πι­στο­ποι­εῖ­ται, ἀ­ναμ­φι­βό­λως καί κα­τε­ξο­χήν, ἀ­πό τήν ἐ­σφαλ­μέ­νη Ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­α, πού εἰ­ση­γεῖ­ται στό πρός ψή­φι­ση Κεί­με­νο: «Σχέ­σεις τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας πρός τόν λοι­πόν χρι­στι­α­νι­κόν κό­σμον». Ἀ­πό τά πα­ρα­πά­νω εἶ­ναι σα­φές, ὅ­τι ἡ ἐν λό­γω Σύ­νο­δος δέν εἶ­ναι «ἑ­πο­μέ­νη τοῖς ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι». Κα­τά συ­νέ­πεια, δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι Ἁ­γί­α. Ἀλ­λά, κα­τ’ ἐ­πί­φα­ση, εἶ­ναι καί Με­γά­λη. Μᾶλ­λον, θά ἔ­πρε­πε νά αὐ­το­χα­ρα­κτη­ρι­σθεῖ ὡς μι­κρή, ἀ­φοῦ σ’ αὐ­τήν θά πα­ρευ­ρε­θοῦν λί­γοι, καί μά­λι­στα κα­τ’ ἐ­πι­λο­γήν Ἐ­πί­σκο­ποι. Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, εἶ­ναι μιά δι­ηυ­ρη­μέ­νη Σύ­νο­δος Προ­κα­θη­μέ­νων. Ἡ συν­τρι­πτι­κή πλει­ο­ψη­φί­α τῶν Ἐ­πι­σκό­πων τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Το­πι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν θά εἶ­ναι ἀ­πόν­τες καί χω­ρίς δυ­να­τό­τη­τα ψή­φου ἀ­πό ἐ­κεῖ, ὅ­που ἀ­ναγ­κα­στι­κά βρί­σκον­ται, ἀ­δυ­να­τών­τας ἔ­τσι νά ἐκ­φρά­σουν τήν δογ­μα­τι­κή συ­νεί­δη­ση τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τους. Εἰ­δι­κό­τε­ρα, ἀ­πό τήν Ἑλ­λα­δι­κή Ἐκ­κλη­σί­α θά πα­ρευ­ρε­θοῦν σ’ αὐ­τήν λι­γό­τε­ροι τοῦ ἑ­νός τρί­του τῶν Ἐ­πι­σκό­πων της, ἐ­νῶ ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ρω­σί­ας οὔ­τε τό ἕ­να δέ­κα­το τῶν Ἐ­πι­σκό­πων της. Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, οὔ­τε οἱ πα­ρόν­τες Ἐ­πί­σκο­ποι ἔ­χουν ἄ­με­ση ψῆ­φο, στήν ἐν λό­γω Σύ­νο­δο, ἀ­φοῦ καί αὐ­τή ἡ ψῆ­φος τους θά ἐκ­φρα­στεῖ μό­νον διά τοῦ Πρώ­του, καί μό­νον ἐ­άν εἶ­ναι πλει­ο­ψη­φοῦ­σα ψῆ­φος, στό πλαί­σιο τῆς ἀν­τι­προ­σω­πεί­ας τῆς Το­πι­κῆς Αὐ­το­κε­φά­λου Ἐκ­κλη­σί­ας. Πρᾶγ­μα, σα­φῶς ἀν­τι-Κα­νο­νι­κό καί ἀ­μάρ­τυ­ρο στήν Ἱ­στο­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Πρό­κει­ται μᾶλ­λον γιά μιά πα­ρω­δί­α Πα­νορ­θο­δό­ξου Συ­νό­δου, στήν ὁ­ποί­α δέν θά εἶ­ναι πα­ρόν­τες ὅ­λοι οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι Ἐ­πί­σκο­ποι. Ἔ­τσι, ἄ­θε­λά μας, μᾶς πα­ρα­πέμ­πει καί στήν ἐ­πί δι­κτα­το­ρί­ας «ἀ­ρι­στίν­δην» Σύ­νο­δο! Ἀλ­λά καί τήν «ἀ­ρι­στίν­δην» τήν ξε­περ­νᾶ κα­τά πο­λύ σέ ἀν­τι­κα­νο­νι­κό­τη­τα.
Στό ἐ­ρώ­τη­μα τοῦ θέ­μα­τός μας, ἄν μπο­ρεῖ δη­λα­δή μιά Σύ­νο­δος Ὀρ­θο­δό­ξων νά προσ­δώ­σει ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τα στούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους, ἡ εὐ­θεί­α καί εἰ­λι­κρι­νής ἀ­πάν­τη­ση, ἀ­πε­ρί­φρα­στα, εἶ­ναι ἀρ­νη­τι­κή. Κα­μί­α Πα­νορ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δος δέν μπο­ρεῖ νά προσ­δώ­σει ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τα στούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους, ἐ­άν βέ­βαι­α θέ­λει νά ἐκ­φρά­σει ἀ­λα­θή­τως τή δι­α­χρο­νι­κή ταυ­τό­τη­τα τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ὡς τῆς μό­νης Μί­ας, Ἁ­γί­ας, Κα­θο­λι­κῆς καί Ἀ­πο­στο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, σύμ­φω­να πάν­τα μέ τόν Ὅ­ρο, τόν γνω­στό καί ὡς Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως, τῆς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου.
Τά δόγ­μα­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὡς πι­στευ­ό­με­να καί βι­ού­με­να ἀ­πό τούς πι­στούς, εἶ­ναι σω­τή­ρια. Ἔ­χουν δη­λα­δή σω­τη­ρι­ο­λο­γι­κό χα­ρα­κτῆ­ρα, για­τί συμ­πυ­κνώ­νουν τό ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κό πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς ζω­ῆς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἡ ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι θε­αν­θρώ­πι­νη, καί δι­ο­χε­τεύ­ε­ται μυ­στη­ρια­κῶς στό σῶ­μα της ἀ­πό τήν ζω­ο­ποι­ό καί θε­ο­ποι­ό Κε­φα­λή της, τόν Υἱ­ό τοῦ Θε­οῦ, τόν Ἕ­να τῆς Τριά­δος.
Οἱ Ἐ­πί­σκο­ποί μας δέν πη­γαί­νουν στίς Συ­νό­δους, γιά νά ψη­φί­σουν ὅ­σα ἄλ­λοι Ἐ­πί­σκο­ποι καί Θε­ο­λό­γοι ἑ­τοί­μα­σαν πρίν ἀ­π’ αὐ­τούς καί χω­ρίς αὐ­τούς, ἀλ­λά γι’ αὐ­τούς. Πο­λύ δέ πε­ρισ­σό­τε­ρο, δέν πη­γαί­νουν, γιά νά ὑ­πο­γρά­ψουν ἐκ τῶν προ­τέ­ρων τό Ἀ­να­κοι­νω­θέν τῆς μέλ­λου­σας Συ­νό­δου. Ἡ πρά­ξη αὐ­τή ἀ­πο­τε­λεῖ ἀ­πα­ξί­ω­ση τῆς συ­νο­δι­κό­τη­τας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί ἐμ­παιγ­μό τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι πη­γαί­νουν στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ὡς ἀ­νώ­τα­τοι ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοί ἡ­γέ­τες τῶν Το­πι­κῶν τους Ἐκ­κλη­σι­ῶν, προ­κει­μέ­νου νά ὁ­ρι­ο­θε­τή­σουν -«ἐ­πί ἴ­σοις ὅ­ροις» μέ τούς συ­νε­πι­σκό­πους τους- τήν ὀρ­θή δι­δα­σκα­λί­α τῆς πί­στε­ως καί νά ἐκ­φρά­σουν τήν ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἔ­ναν­τι τῶν νέ­ων ἀμ­φι­σβη­τή­σε­ων καί προ­κλή­σε­ων ἐν­τός τῶν νέ­ων δε­δο­μέ­νων, πάν­το­τε τα­πει­νά, ὡς «ἑ­πό­με­νοι τοῖς ἁ­γί­οις πα­τρά­σι». Μέ τόν τρό­πο αὐ­τό, ἐ­νερ­γοῦν σύμ­φω­να μέ τήν Ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κή Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
Ἐ­δῶ, ἀ­πε­ρί­φρα­στα καί μέ κά­θε σα­φή­νεια, πρέ­πει νά ποῦ­με, ὅ­τι δέν ὑ­πῆρ­ξε πο­τέ στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α κά­ποι­ος Ἐ­πί­σκο­πος ὡς «Πρῶ­τος ἄ­νευ ἴ­σων» (p­r­i­m­us s­i­ne p­a­r­i­b­us). Τό «Πρῶ­τος ἄ­νευ ἴ­σων» πού ξε­στό­μι­σε ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Προύσ­σης Ἐλ­πι­δο­φό­ρος, εἰ­ση­γεῖ­ται τήν μο­νο­κρα­το­ρί­α στήν Ἐκ­κλη­σί­α, πρᾶγ­μα πού προ­ϋ­πο­θέ­τει, οὐ­σι­α­στι­κά, τήν κα­τά­λυ­ση τῆς ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κῆς λει­τουρ­γί­ας τῆς Συ­νο­δι­κό­τη­τας. Γι’ αὐ­τό καί ὅ­σοι Ἐ­πί­σκο­ποι τό προ­βάλ­λουν γιά τόν Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τριά­ρχη, συγ­χέ­ουν ἀ­νε­πί­τρε­πτα τά «Πρε­σβεῖ­α τι­μῆς» μέ τήν πα­πι­κή ἀν­τί­λη­ψη τοῦ Πρω­τεί­ου καί σφάλ­λουν δογ­μα­τι­κῶς, εὑ­ρι­σκό­με­νοι «εἰς πλά­νην οἰ­κτράν». Ἡ θε­ώ­ρη­ση αὐ­τή εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς ἀ­μάρ­τυ­ρη ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας Ἱ­στο­ρί­α.Ὅ­ταν ὅ­μως συμ­βαί­νει, ὅ­πως τε­λευ­ταῖ­α, νά λέ­γε­ται, πα­ρα­πέμ­πει στήν αἱ­ρε­τι­κή δο­ξα­σί­α τοῦ πα­πι­κοῦ πρω­τεί­ου, ὅ­πως εἴ­πα­με. Καί τό ἀ­κό­μη τρα­γι­κό­τε­ρο εἶ­ναι, ὅ­ταν τό Πρω­τεῖ­ο αὐ­τό ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται νά θε­με­λι­ω­θεῖ στό Τρι­α­δι­κό δόγ­μα, ἀ­πό τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο. Αὐ­τή ἡ δο­ξα­σί­α σα­φῶς αἱ­ρε­τί­ζει, ἀ­φοῦ εἰ­σά­γει κα­τά Δυ­τι­κή ἀ­πο­μί­μη­ση, τήν ἱ­ε­ραρ­χι­κή τά­ξη στήν Ἁ­γί­α Τριά­δα, ἡ ὁ­ποί­α βέ­βαι­α εἶ­ναι «ὑ­πέρ πᾶ­σαν τά­ξιν», κα­τά τόν ἅ­γιο Γρη­γό­ριο τόν Πα­λα­μᾶ.
Σέ πρό­σφα­τη Ἐ­πι­στο­λή μας πρός ὅ­λους τούς Ἐ­πι­σκό­πους τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­νά τόν κό­σμον, στίς 3-2-2016, ὑ­πο­στη­ρί­ξα­με ὅ­τι «οἱ ἐμ­πνευ­στές καί συν­τά­κτες» τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου Κει­μέ­νου, «ἐ­πι­χει­ροῦν μιά θε­σμι­κή νο­μι­μο­ποί­η­ση τοῦ Χρι­στι­α­νι­κοῦ Συγ­κρη­τι­στι­κοῦ - Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ μέ μιά ἀ­πό­φα­ση Πα­νορ­θο­δό­ξου Συ­νό­δου». Ἐ­άν ψη­φι­στεῖ τό Κεί­με­νο αὐ­τό: «Σχέ­σεις τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας πρός τόν λοι­πόν χρι­στι­α­νι­κόν κό­σμον», δη­μι­ουρ­γεῖ­ται μέ­γι­στο πρό­βλη­μα ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κῆς ὑ­πάρ­ξε­ως, τό­σο γιά ὅ­σους Ἐ­πι­σκό­πους τό ψη­φί­σουν, ὅ­σο καί γιά ὅ­σους ἀ­πό τό πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας θά τό ἀ­πο­δε­χτοῦν στήν πρά­ξη. Καί τοῦ­το, για­τί τό δογ­μα­τι­κό αὐ­τό ἀ­τό­πη­μα ἔ­χει τήν ἀ­να­φο­ρά του σέ Ὅ­ρο Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου. Μέ τό πα­ρα­πά­νω Κεί­με­νο, δη­λα­δή, δί­νε­ται ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τα στούς αἱ­ρε­τι­κούς ἤ ἑ­τε­ρο­δό­ξους τῆς Δύ­σε­ως (Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κους καί Προ­τε­στάν­τες), δι­ευ­ρυ­νο­μέ­νων ἔ­τσι, αὐ­θαι­ρέ­τως, τῶν Κα­νο­νι­κῶν ὁ­ρί­ων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
Εἰ­δι­κό­τε­ρα, τό ἀ­τό­πη­μα τοῦ πα­ρα­πά­νω Κει­μέ­νου ση­μαί­νει, πρα­κτι­κῶς, ἄρ­νη­ση συγ­κε­κρι­μέ­νου ἄρ­θρου τοῦ Συμ­βό­λου τῆς Πί­στε­ως τῆς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, τό ὁ­ποῖ­ο ὁ­ρί­ζει σα­φῶς, ὅ­τι ὡς Ὀρ­θό­δο­ξοι πι­στεύ­ου­με εἰς Μί­αν, Ἁ­γί­αν, Κα­θο­λι­κήν καί Ἀ­πο­στο­λι­κήν Ἐκ­κλη­σί­αν. Στά Πρα­κτι­κά τῆς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου δι­α­βά­ζου­με καί τίς ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κές συ­νέ­πει­ες ἀ­πό τή μή ἀ­κρι­βῆ ἀ­πο­δο­χή τοῦ Συμ­βό­λου της. «Ὅ­ποι­ος προ­σθέ­σει ἤ ἀ­φαι­ρέ­σει καί μί­α λέ­ξη ἀ­πό τό Σύμ­βο­λο-Ὅ­ρο αὐ­τό, νά ἀ­να­θε­μα­τί­ζε­ται, νά κα­θαι­ρεῖ­ται καί νά ἀ­φο­ρί­ζε­ται». Δη­λα­δή, πρα­κτι­κῶς, νά ἀ­πο­κό­πτε­ται ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ὡς αἱ­ρε­τι­κός. Τά σχε­τι­κά ἀ­να­θέ­μα­τα ἐ­πα­να­λαμ­βά­νουν καί οἱ ἑ­πό­με­νες Οἰ­κου­με­νι­κές Σύ­νο­δοι.
Ὅ­ταν λοι­πόν ὑ­πο­στη­ρί­ζου­με τά πα­ρα­πά­νω, δέν ἀ­πει­λοῦ­με αὐ­θαί­ρε­τα κα­νέ­ναν. Ἁ­πλῶς, «ἑ­πό­με­νοι τοῖς ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι», κα­τα­θέ­του­με -ἐμ­πό­νως καί τα­πει­νῶς- τίς σα­φεῖς ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κές συ­νέ­πει­ες, πού ὁ­ρί­ζον­ται ἀ­με­τα­κλή­τως ἀ­πό τίς Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους γιά ὅ­σους ἀ­θε­τοῦν τήν δογ­μα­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Τό ἄρ­θρο 6 τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου Κει­μέ­νου εἰ­ση­γεῖ­ται πνευ­μα­τι­κό ἔγ­κλη­μα σέ βά­ρος τῆς ἴ­διας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐ­πει­δή ἐ­πι­χει­ρεῖ νά δι­α­φθεί­ρει τό σω­τή­ριο δόγ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­ας μας. Μέ ἄλ­λη ἀ­φορ­μή, κα­τά τό πα­ρελ­θόν, σέ Ἐ­πι­στο­λή μας πρός Ἑλ­λα­δί­τη Ἐ­πί­σκο­πο, ἀν­τι­πρό­σω­πο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, στούς Δι­με­ρεῖς Θε­ο­λο­γι­κούς Δι­α­λό­γους, ἀ­να­φερ­θή­κα­με ἐ­κτε­νῶς στό ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κοῦ χα­ρα­κτῆ­ρα αὐ­τό θέ­μα. Θά ὑ­πεν­θυ­μί­σω κά­ποι­α ση­μεῖ­α τῆς Ἐ­πι­στο­λῆς αὐ­τῆς, ἐ­πει­δή δι­α­τη­ροῦν πλή­ρως τήν ἐ­πι­και­ρό­τη­τά τους καί  ἑρ­μη­νεύ­ουν τή στο­χευ­μέ­νη με­θο­δο­λο­γί­α τῶν ἀν­τι­προ­σώ­πων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας.
Ρω­τού­σα­με τό­τε: «Μέ ποι­ά αἴ­σθη­ση αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας προ­σέρ­χον­ται οἱ ἐκ­πρό­σω­ποί της στόν Δι­με­ρῆ Θε­ο­λο­γι­κό Δι­ά­λο­γο; Ἀ­κό­μα πιό συγ­κε­κρι­μέ­να, προ­σέρ­χε­ται ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α μας διά τῶν ἐκ­προ­σώ­πων της ὡς ἡ Μί­α, Ἁ­γί­α, Κα­θο­λι­κή καί Ἀ­πο­στο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α; Ἤ ὡς δι­η­ρη­μέ­νη Ἐκ­κλη­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­να­ζη­τᾶ τήν ὀν­το­λο­γι­κή ἑ­νό­τη­τά της στήν ἕ­νω­σή της μέ τούς κα­τά και­ρούς ἀ­πο­κομ­μέ­νους ἀ­πό αὐ­τήν ἑ­τε­ρο­δό­ξους; Στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως ὁ­μο­λο­γοῦ­με, ὅ­τι πι­στεύ­ου­με εἰς «Μί­αν... Ἐκ­κλη­σί­αν». Ἀ­πό τήν δι­α­τύ­πω­ση αὐ­τή τοῦ Συμ­βό­λου τῆς Πί­στε­ως προ­κύ­πτει, ὅ­τι ἡ ἑ­νό­τη­τα, ὡς θε­με­λι­ώ­δης ἰ­δι­ό­τη­τα τοῦ ἑ­νός –στήν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση ὡς ἰ­δι­ό­τη­τα τῆς Μί­ας Ἐκ­κλη­σί­ας-, εἶ­ναι τό ἀ­σφα­λές δε­δο­μέ­νο τῆς πί­στε­ώς μας. Στή συ­νεί­δη­ση τοῦ σώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ ἑ­νό­τη­τά της εἶ­ναι δε­δο­μέ­νο ὀν­το­λο­γι­κό, ἀ­πο­λύ­τως καί ἀ­με­τα­κλή­τως δι­α­σφα­λι­σμέ­νο ἀ­πό τήν Κε­φα­λή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀ­πό τόν Χρι­στό, διά τῆς συ­νε­χοῦς πα­ρου­σί­ας τοῦ Πα­ρα­κλή­του Πνεύ­μα­τος σ’ αὐ­τήν, ἤ­δη ἀ­πό τήν Πεν­τη­κο­στή. Ἡ ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας -ὡς δογ­μα­τι­κή ἀ­λή­θεια- ἐκ­φρά­ζει τό­σο τήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α της, ὅ­σο καί τήν πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α της. Ἄν ὅ­μως ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι Μί­α –κα­τά τό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως- τό­τε, μέ τήν συ­νε­πῆ ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή ἔν­νοι­α καί κα­τά κυ­ρι­ο­λε­ξί­α, δέν μπο­ροῦν νά ὑ­πάρ­χουν ἑ­τε­ρό­δο­ξες ἐκ­κλη­σί­ες, οὔ­τε μη­τέ­ρες, ἀ­δελ­φές, θυ­γα­τέ­ρες καί ἐγ­γο­νές ἐκ­κλη­σί­ες, οὔ­τε φυ­σι­κά τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο εἶ­ναι Μη­τέ­ρα Ἐκ­κλη­σί­α μέ τήν συ­νε­πῆ θε­ο­λο­γι­κή-ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή ἔν­νοι­α τοῦ ὅ­ρου. Ἡ Μί­α καί μό­νη –ἀ­δι­αί­ρε­τη πάν­τα– Ἐκ­κλη­σί­α γεν­νᾶ ὡς πνευ­μα­τι­κή μη­τέ­ρα, μυ­στη­ρια­κῶς, «δι’ ὕ­δα­τος καί πνεύ­μα­τος» τά μέ­λη της. Δέν γεν­νᾶ ἄλ­λες ἐκ­κλη­σί­ες. Οἱ κα­τά τό­πους Ὀρ­θό­δο­ξες Ἐκ­κλη­σί­ες ἀ­πο­τε­λοῦν φα­νέ­ρω­ση «ἐν τό­πῳ καί χρό­νῳ» τῆς Μί­ας καί μό­νης Ἐκ­κλη­σί­ας. Οὔ­τε, βέ­βαι­α, μπο­ρεῖ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α νά εἶ­ναι ταυ­τό­χρο­να Μί­α καί δι­η­ρη­μέ­νη, για­τί δι­αί­ρε­ση ση­μαί­νει κα­τά­τμη­ση ἑ­νός ὅ­λου σέ δύ­ο ἤ πε­ρισ­σό­τε­ρα μέ­ρη. Κα­τά συ­νέ­πεια, ἡ θε­ώ­ρη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὡς δι­η­ρη­μέ­νης, σή­με­ρα, ἀν­τί­κει­ται σα­φῶς στήν ρη­τή δι­α­τύ­πω­ση τοῦ Συμ­βό­λου τῆς Πί­στε­ως, πρᾶγ­μα πού συ­νε­πά­γε­ται –κα­τά τά Πρα­κτι­κά τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων– κα­θαί­ρε­ση καί ἀ­φο­ρι­σμό, κα­τά πε­ρί­πτω­ση, σέ ὅ­ποι­ον ἐμ­μέ­νει στη θε­ώ­ρη­ση αὐ­τή».
Τά λέ­με καί τώ­ρα αὐ­τά ἀ­κρι­βῶς, ἐ­πει­δή τό συγ­κε­κρι­μέ­νο Ἄρ­θρο 6 -τοῦ ὑ­πο­βαλ­λο­μέ­νου Κει­μέ­νου πρός ἔγ­κρι­ση ἀ­πό τήν μέλ­λου­σα καί Με­γά­λη Σύ­νο­δο- ἐμ­φα­νί­ζει κα­τά ἀν­τι­φα­τι­κό καί ἐν­τε­λῶς ἀ­θε­ο­λό­γη­το τρό­πο τήν  Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, ἀ­φ’ ἑ­νός ὡς τήν «Μί­αν... Ἐκ­κλη­σί­αν», καί ἀ­φ’ ἑ­τέ­ρου τήν ἐκ­πε­φρα­σμέ­νη διά τῶν ἀν­τι­προ­σώ­πων της –καί ὄ­χι μό­νο- ἄ­πο­ψη, ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν καί ἄλ­λες «Ἐκ­κλη­σί­ες» –σα­φῶς ἑ­τε­ρό­δο­ξες–, τήν ἱ­στο­ρι­κή πα­ρου­σί­α τῶν ὁ­ποί­ων ἀ­να­γνω­ρί­ζει καί στο­χεύ­ει στήν ἑ­νό­τη­τα μέ αὐ­τές. Οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι Οἰ­κου­με­νι­στές, δη­λα­δή, θε­ω­ροῦν τίς ἑ­τε­ρό­δο­ξες Θρη­σκευ­τι­κές Κοι­νό­τη­τες ὡς τμή­μα­τα τῆς δῆ­θεν δι­η­ρη­μέ­νης Ἐκ­κλη­σί­ας καί ἐ­πι­δι­ώ­κουν τήν δῆ­θεν ἐ­πα­νέ­νω­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀν­τί νά ἐρ­γά­ζον­ται γιά τήν ἐ­πι­στρο­φή τους. Ἐ­πι­δι­ώ­κουν τήν ἑ­νό­τη­τα μέ αὐ­τές, πα­ρά τό γε­γο­νός, ὅ­τι αὐ­τές δέν δη­λώ­νουν -ἕ­ως καί σή­με­ρα- κα­μί­α δι­ά­θε­ση ἀρ­νή­σε­ως τῶν δογ­μα­τι­κῶν ἀ­πο­κλί­σε­ών τους ἀ­πό τήν Μί­α καί μό­νη Ἐκ­κλη­σί­α. Αὐ­τό ὅ­μως εἶ­ναι στήν πρά­ξη ὁ πα­ναι­ρε­τι­κός -πνευ­μα­τι­κῶς δυ­σώ­δης- καί πο­νη­ρό­τα­τος Συγ­κρη­τι­στι­κός Οἰ­κου­με­νι­σμός. Γι’ αὐ­τό καί ἀ­κρι­βο­λο­γοῦ­με θε­ο­λο­γι­κά, ὅ­ταν μι­λοῦ­με γιά Οἰ­κου­με­νι­στι­κή κα­κο­δο­ξί­α, ἡ ὁ­ποί­α πρέ­πει καί συ­νο­δι­κά νά κα­τα­δι­κα­στεῖ.
Τό ἐ­ξαι­ρε­τι­κά θλι­βε­ρό εἶ­ναι ἀ­κό­μη, ὅ­τι ὅ­λα σχε­δόν τά Κεί­με­να τῆς Ε΄ Προ­συ­νο­δι­κῆς Δι­α­σκέ­ψε­ως, πού ἦρ­θαν ὡς θέ­μα­τα τῆς Ἁ­γί­ας καί Με­γά­λης Συ­νό­δου -ὅ­ταν συμ­βαί­νει νά γνω­ρί­ζει κα­νείς καί τήν προ­ϊ­στο­ρί­α τους-, δι­α­πνέ­ον­ται λί­γο ἤ πο­λύ ἀ­πό τό πνεῦ­μα τῆς πο­νη­ρί­ας τοῦ Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ. Γι’ αὐ­τό καί κυ­ρι­αρ­χοῦν­ται ἀ­πό ἀν­τι­φά­σεις καί σκό­πι­μες ἀ­σά­φει­ες, πού ἐ­πι­δέ­χον­ται πολ­λές ἑρ­μη­νεῖ­ες. Καί τοῦ­το σέ σα­φῆ ἀν­τί­θε­ση πρός τά σω­τή­ρια δόγ­μα­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού δι­α­κρί­νον­ται γιά τήν σα­φή­νεια, τήν ἀ­κρί­βεια καί τήν πλη­ρό­τη­τα τῶν θε­ο­λο­γι­κῶν νο­η­μά­των τους.
Ἐ­πει­δή τά δόγ­μα­τα τῶν ἑ­τε­ρο­δό­ξων χρι­στια­νῶν ἀ­πο­τε­λοῦν τήν συμ­πύ­κνω­ση τῆς δυσ­σε­βοῦς ζω­ῆς, ὅ­πως ἀν­τι­στοί­χως τά σω­τή­ρια καί εὐ­σε­βῆ δόγ­μα­τα τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας συ­νι­στοῦν τήν συμ­πύ­κνω­ση καί ὁ­ρι­ο­θέ­τη­ση τῆς πί­στε­ως καί τῆς ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς της,
Καί ἐ­πει­δή τό πρός ψή­φι­ση ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κοῦ, δη­λα­δή δογ­μα­τι­κοῦ χα­ρα­κτῆ­ρα, Κεί­με­νο: «Σχέ­σεις τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας πρός τόν λοι­πόν χρι­στι­α­νι­κόν κό­σμον», εἶ­ναι σα­φῶς Οἰ­κου­με­νι­στι­κό καί ὡς τέ­τοι­ο δι­α­φθεί­ρει καί κα­τα­λύ­ει ὑ­παρ­ξια­κῶς τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, κα­θε­αυ­τήν, καί τήν συ­νε­πα­γό­με­νη ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ζω­ή της,
Γι’ αὐ­τό,
Ἀ­πευ­θυ­νό­με­νοι ἀ­πό τό Θε­ο­λο­γι­κό αὐ­τό Συ­νέ­δριο, Σε­βα­στοί μας Συ­νο­δι­κοί Ἱ­ε­ράρ­χες τῆς μέλ­λου­σας, «Ἁ­γί­ας καί Με­γά­λης» Συ­νό­δου –πα­ρά τόν σε­βα­σμό στόν θε­σμό πού ἐκ­προ­σω­πεῖ­τε καί πα­ρά τόν σε­βα­σμό στό σε­πτό πρό­σω­πό Σας, κα­θε­αυ­τό-, ἐ­μεῖς πα­ρα­μέ­νον­τας «ἑ­πό­με­νοι τοῖς ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι», Σᾶς δη­λώ­νου­με μέ παρ­ρη­σί­α, μέ κά­θε σα­φή­νεια καί με­τά λό­γου γνώ­σε­ως, ὅ­τι δέν θά ἀ­πο­δε­χθοῦ­με τήν ἐν­δε­χό­με­νη κα­κή ἐ­πι­λο­γή Σας νά ὑ­περ­ψη­φί­σε­τε τό πα­ρα­πά­νω Οἰ­κου­με­νι­στι­κό Κεί­με­νο, ἀλ­λά καί κά­θε ἄλ­λη δι­ά­τα­ξη τῶν Κει­μέ­νων, ἐ­φ’ ὅ­σον συμ­βαί­νει αὐ­τά νά ἀν­τί­κειν­ται στό δι­α­χρο­νι­κά εὐ­σε­βές φρό­νη­μα τῆς Ἁ­γι­ω­τά­της Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Καί τοῦ­το, για­τί ἡ εὐ­σέ­βεια ἀ­πορ­ρέ­ει καί προ­κύ­πτει ἀ­πό τήν κα­θα­ρό­τη­τα καί ἀ­κρί­βεια τῆς δογ­μα­τι­κά ὁ­ρι­ο­θε­τη­μέ­νης πί­στε­ώς μας.
Ἀ­κό­μη εἰ­δι­κό­τε­ρα, τό Ἄρ­θρο 6 τοῦ Κει­μέ­νου: «Σχέ­σεις τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας πρός τόν λοι­πόν χρι­στι­α­νι­κόν κό­σμον», πού κα­τα­τέ­θη­κε πρός ψή­φι­ση ἀ­πό τούς Ἀρ­χι­ε­ρεῖς, οἱ ὁ­ποῖ­οι θά λά­βουν μέ­ρος, ὡς συ­νο­δι­κοί, στήν μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δο, οὐ­σι­α­στι­κά εἰ­ση­γεῖ­ται ἕ­να εἶ­δος «πο­λι­τι­κοῦ γά­μου» μέ ἑ­τε­ρο­γε­νῆ συμ­βαλ­λό­με­να μέ­ρη. Πρό­κει­ται, δη­λα­δή, γιά ἕ­να μή φυ­σι­ο­λο­γι­κό γά­μο. Γι’ αὐ­τό καί τά συμ­βαλ­λό­με­να μέ­ρη δέν μπο­ροῦν νά γί­νουν ἕ­να ὀρ­γα­νι­κό σῶ­μα, καί κυ­ρί­ως ἕ­να πνεῦ­μα, στό ὁ­ποῖ­ο στο­χεύ­ει ὁ χρι­στι­α­νι­κός, ἐκ­κλη­σι­α­στι­κός γά­μος. Ἐ­δῶ, τό συγ­κε­κρι­μέ­νο Ἄρ­θρο 6 εἰ­ση­γεῖ­ται ἕ­να εἶ­δος πνευ­μα­τι­κῆς συμ­βι­ώ­σε­ως -ἑ­νώ­σε­ως- τοῦ Πνεύ­μα­τος τῆς Ἀ­λη­θεί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μέ τά ἀ­κά­θαρ­τα πνεύ­μα­τα τῆς πο­νη­ρί­ας, τά ὁ­ποῖ­α δι­έ­πουν τίς ἑ­τε­ρό­δο­ξες λε­γό­με­νες ἐκ­κλη­σί­ες, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς θε­σμι­κῆς ἀ­πο­στα­σί­ας τους ἀ­πό τά εὐ­σε­βῆ δόγ­μα­τα τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Ἕ­νας τέ­τοι­ος ὅ­μως «ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κός γά­μος» εἶ­ναι τε­λεί­ως ἀ­πα­ρά­δε­κτος, ὡς ἀ­συμ­βί­βα­στος μέ τήν ὥς τώ­ρα καί εἰς τούς αἰ­ῶ­νες δι­α­χρο­νι­κή ταυ­τό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
Κα­νείς ἀ­πο­λύ­τως, προ­σω­πι­κῶς ἤ θε­σμι­κῶς, δέν δι­και­οῦ­ται νά ὁ­ρι­ο­θε­τή­σει δι­α­φο­ρε­τι­κά τά ὥς τώ­ρα ὅ­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού ὁ­ρί­στη­καν ἀ­πα­ρεγ­κλί­τως ἀ­πό τίς Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους. Εἶ­ναι θε­ο­λο­γι­κά ἀ­δι­α­νό­η­το νά ὀ­νο­μα­στοῦν καί νά ἀ­να­γνω­ρι­στοῦν, ὡς ἐκ­κλη­σί­ες, ἐ­κεῖ­νες οἱ Θρη­σκευ­τι­κές Κοι­νό­τη­τες, πού ἐ­ξα­κο­λου­θοῦν νά φρο­νοῦν ὅ,τι καί ἐ­κεῖ­νοι πού κα­τα­δι­κά­στη­καν, κα­θαι­ρέ­θη­καν καί ἀ­φο­ρί­στη­καν τε­λε­σι­δί­κως καί ἀ­πο­κό­πη­καν ἀ­πό τήν Μί­α καί μό­νη Ἐκ­κλη­σί­α, ὡς αἱ­ρε­τι­κοί. Ἄν οἱ αἱ­ρε­σιά­ρχες ὀ­νο­μά­στη­καν ἀ­πε­ρι­φρά­στως ἀ­πό τούς θε­ο­φό­ρους Πα­τέ­ρες τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, ὡς πνευ­μα­τι­κῶς «φρε­νο­βλα­βεῖς», καί ἀ­πό τήν ὑ­μνο­λο­γί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας «ὡς ἀ­νιά­τως νο­σή­σαν­τες», πῶς πρέ­πει νά θε­ω­ρη­θοῦν ἤ νά ὀ­νο­μα­στοῦν ἐ­κεῖ­νοι ἀ­πό τούς Ὀρ­θο­δό­ξους, πού ὑ­πο­στη­ρί­ζουν τήν θε­σμι­κή ἀ­να­γνώ­ρι­ση τῶν ἑ­τε­ρο­δό­ξων λε­γο­μέ­νων ἐκ­κλη­σι­ῶν, Ψευ­δο­εκ­κλη­σι­ῶν, ἰ­σο­τί­μως πρός τίς Το­πι­κές Ὀρ­θό­δο­ξες Ἐκ­κλη­σί­ες;
Κα­τά συ­νέ­πεια, εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς πα­ρά­λο­γο Θε­ο­λο­γι­κά -Ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κά καί πνευ­μα­τι­κά- μιά Πα­νορ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δος νά προσ­δώ­σει ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τα στούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους. Κά­τι τέ­τοι­ο θε­ω­ρη­τι­κά καί πρα­κτι­κά εἶ­ναι αὐ­το­κα­τα­στρο­φι­κό γιά τήν Ἐκ­κλη­σί­α, πού ὁ­μο­λο­γοῦ­με στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­μως, δέν μπο­ρεῖ νά αὐ­το­κτο­νή­σει -ὄ­χι μό­νο για­τί αὐ­τό εἶ­ναι πα­ρά­λο­γο, ἀλ­λά καί για­τί αὐ­τό ἀν­τί­κει­ται στήν ταυ­τό­τη­τά της, ὡς Θε­αν­θρω­πί­νου, Ζω­ο­ποι­οῦ, Μυ­στη­ρια­κοῦ Σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, ὁ Ὁ­ποῖ­ος νί­κη­σε τόν θά­να­το καί οἰ­κο­δό­μη­σε τήν Ἐκ­κλη­σί­α Του, ἔ­τσι ὥ­στε, κα­τά τήν ἀ­ψευ­δῆ δι­α­βε­βαί­ω­σή Του, «πῦ­λαι Ἄ­δου οὐ κα­τι­σχύ­σου­σιν αὐ­τῆς» (Ματθ. 16,18). Ἑ­πο­μέ­νως, ὁ πα­ρών ἀ­γώ­νας ἀ­φο­ρᾶ ἐ­μᾶς τούς ἴ­διους, ὡς Ὀρ­θο­δό­ξους πι­στούς, γιά τό χρέ­ος τῆς ὁ­μο­λο­γί­ας μας ἐν Χρι­στῷ καί ὄ­χι τήν Ἐκ­κλη­σί­α, κα­θε­αυ­τήν.
Ἡ «Ὀρ­θό­δο­ξος Ἐκ­κλη­σί­ας μας» -ἔ­γρα­φε ὁ ὅ­σιος Πα­ΐ­σιος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της σέ Ἐπι­στο­λή του πρός τόν Πα­τριά­ρχη Ἀ­θη­να­γό­ρα στίς 23/1/1969- «δέν ἔ­χει καμ­μί­αν ἔλ­λει­ψιν. Ἡ μό­νη ἔλ­λει­ψις πού πα­ρου­σι­ά­ζε­ται, εἶ­ναι ἡ ἔλ­λει­ψις σο­βα­ρῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν καί Ποι­μέ­νων μέ πα­τε­ρι­κές ἀρ­χές. Εἶ­ναι ὀ­λί­γοι οἱ ἐ­κλε­κτοί, ὅ­μως δέν εἶ­ναι ἀ­νη­συ­χη­τι­κό. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι τοῦ Χρι­στοῦ καί Αὐ­τός τήν κυ­βερ­νά­ει».
Οἱ ἑ­τε­ρό­δο­ξοι βρί­σκον­ται -θε­σμι­κά- «εἰς χώ­ραν μα­κράν» τῆς πα­τρι­κῆς οἰ­κί­ας. Ὁ μό­νος τρό­πος νά βρε­θοῦν στήν πα­τρι­κή «χώ­ρα τῶν ζών­των» εἶ­ναι νά ἐ­πι­στρέ­ψουν ἐν με­τα­νοί­ᾳ ἀ­πό ἐ­κεῖ πού ἔ­φυ­γαν. Νά ἀρ­νη­θοῦν τήν ἑ­τε­ρο­δο­ξί­α τους, γιά νά μπο­ρέ­σουν νά ἐν­τα­χθοῦν στό Ζω­ο­ποι­ό, Μυ­στη­ρια­κό Σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ.
Ἡ μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει Σύ­νο­δος, ἄν δέν κα­τα­δι­κά­σει ἀ­πε­ρί­φρα­στα τόν Οἰ­κου­με­νι­σμό καί ἄν δε­χτεῖ τά Κεί­με­να, πού συ­νι­στοῦν τήν θε­μα­το­λο­γί­α της ὡς ἔ­χουν, ἤ ἄν προ­βεῖ σέ τρο­πο­ποι­ή­σεις, πού δέν ἀ­φαι­ροῦν τό ἐκ­κο­σμι­κευ­μέ­νο Οἰ­κου­με­νι­στι­κό πνεῦ­μα πού τά δι­α­πνέ­ει, δέν πρό­κει­ται νά τήν ἀ­πο­δε­χτεῖ τό χρι­στε­πώ­μυ­μο πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού θέ­λει πάν­το­τε νά εἶ­ναι «ἑ­πό­με­νο τοῖς ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι». Οἱ ὅ­ποι­ες ἀ­πο­φά­σεις της μέ Οἰ­κου­με­νι­στι­κό πνεῦ­μα, θά πα­ρα­μεί­νουν κε­νό γράμ­μα γιά τόν πι­στό λα­ό, τόν φύ­λα­κα τῆς πί­στε­ως τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, κα­τά τήν Συ­νο­δι­κή Ἀ­πό­φα­ση τῶν Πα­τρια­ρχῶν τοῦ 1848.
Ἡ ἴ­δια ἡ μέλ­λου­σα Σύ­νο­δος, στήν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τή, θά πα­ρα­μεί­νει στήν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή Ἱ­στο­ρί­α ὡς Ψευ­δο­σύ­νο­δος, ὅ­πως ἐ­κεί­νη τοῦ 449 στήν Ἔ­φε­σο, ὅ­πως ἐ­κεί­νη τῆς Λυ­ών καί ὅ­πως ἐ­κεί­νη τῆς Φερ­ρά­ρας-Φλω­ρεν­τί­ας.
Ἐ­μεῖς θά προ­σευ­χό­μα­στε, ἐμ­πό­νως, νά δο­θεῖ ἡ σύγ­χρο­νη μαρ­τυ­ρί­α τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως ἀ­πό τούς συν-ο­δι­κούς Ἐ­πι­σκό­πους, πρός δό­ξαν τοῦ ἐν Τριά­δι Θε­οῦ καί πρός εὐ­α­ρέ­στη­ση τοῦ πι­στοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ.
Ἄ­με­ση καί ὀρ­γα­νι­κή σχέ­ση μέ τό πρός Εἰ­σή­γη­ση θέ­μα μας, ἄν μπο­ρεῖ δη­λα­δή μί­α Σύ­νο­δος Ὀρ­θο­δό­ξων νά προσ­δώ­σει ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τα στούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους, ἔ­χει καί τό Ἄρ­θρο 20 τοῦ ἴ­διου Κει­μέ­νου: «Σχέ­σεις τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας πρός τόν λοι­πόν χρι­στι­α­νι­κόν κό­σμον». Τό Ἄρ­θρο αὐ­τό εἶ­ναι, πο­νη­ρῶς, ἀ­σα­φές καί δη­μι­ουρ­γεῖ θε­ο­λο­γι­κή σύγ­χυ­ση, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ὑ­πο­νο­ού­με­νης πα­ρερ­μη­νεί­ας τῶν Κα­νό­νων στούς ὁ­ποί­ους ἀ­να­φέ­ρε­ται. Τί λέ­ει, ἀ­κρι­βῶς, τό Ἄρ­θρο αὐ­τό; «Αἱ προ­ο­πτι­καί τῶν Θε­ο­λο­γι­κῶν Δι­α­λό­γων τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας με­τά τῶν ἄλ­λων χρι­στι­α­νι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν καί Ὁ­μο­λο­γι­ῶν προσ­δι­ο­ρί­ζον­ται πάν­το­τε ἐ­πί τῇ βά­σει τῶν κα­νο­νι­κῶν κρι­τη­ρί­ων τῆς ἤ­δη δι­α­μορ­φω­μέ­νης Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς Πα­ρα­δό­σε­ως (Κα­νό­νες 7 τῆς Β΄ καί 95 τῆς Πεν­θέ­κτης Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων)­».
Θά ἀ­να­φερ­θοῦ­με στούς Κα­νό­νες αὐ­τούς δι’ ὀ­λί­γων καί σέ σχέ­ση μέ τό θέ­μα μας. Μέ ἄλ­λα λό­για, στό Ἄρ­θρο αὐ­τό γί­νε­ται λό­γος γιά τήν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή Πα­ρά­δο­ση, ὅ­πως αὐ­τή δι­α­μορ­φώ­θη­κε μέ τά κρι­τή­ρια τῶν Κα­νό­νων 7 τῆς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς καί 95 τῆς Πεν­θέ­κτης Οἰ­κου­με­νι­κῆς. Ἀλ­λά, οἱ ἐν λό­γῳ Κα­νό­νες ἀ­να­φέ­ρον­ται, πο­λύ συγ­κε­κρι­μέ­να, στόν τρό­πο ἐν­τά­ξε­ως στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν ἐ­κεί­νων, πού ἀρ­νοῦν­ται τήν αἵ­ρε­σή τους, πού ἐκ­φρά­ζουν τήν ἐ­πι­θυ­μί­α νά ἐν­τα­χθοῦν στήν «με­ρί­δα τῶν σω­ζο­μέ­νων», δη­λα­δή στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­που καί μό­νον σώ­ζε­ται ὁ ἄν­θρω­πος.
Ὡς ἐκ τού­του, εἶ­ναι προ­φα­νές, ὅ­τι τό ὑ­πο­νο­ού­με­νο τῆς δι­α­τυ­πώ­σε­ως τοῦ Ἄρ­θρου 20: «Αἱ προ­ο­πτι­καί τῶν Θε­ο­λο­γι­κῶν Δι­α­λό­γων τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας με­τά τῶν ἄλ­λων χρι­στι­α­νι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν καί Ὁ­μο­λο­γι­ῶν», συν­δέ­ε­ται ὀρ­γα­νι­κῶς μέ τό Ἄρ­θρο 6, ὅ­που γί­νε­ται ἐ­πί­σης λό­γος γιά τούς Θε­ο­λο­γι­κούς Δι­α­λό­γους «μέ ἀν­τι­κει­με­νι­κόν σκο­πόν», ὅ­πως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ση­μει­ώ­νε­ται, «πρός προ­λεί­αν­σιν τῆς ὁ­δοῦ τῆς ὁ­δη­γού­σης πρός τήν ἑ­νό­τη­τα». Τό «πε­ρί­ερ­γο» εἶ­ναι, ὅ­τι σέ κα­νέ­να Ἄρ­θρο τοῦ εἰ­σα­γό­με­νου πρός συ­ζή­τη­ση καί ψή­φι­ση Κει­μέ­νου δέν γί­νε­ται λό­γος γιά κά­ποι­ες προ­ϋ­πο­θέ­σεις ἤ κρι­τή­ρια ἀ­πο­δο­χῆς καί ἐν­τά­ξε­ως τῶν δι­α­λε­γο­μέ­νων στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α. Καί ἐ­πει­δή οἱ προ­α­να­φερ­θέν­τες Κα­νό­νες τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, μέ κά­θε σα­φή­νεια, θέ­τουν τίς προ­ϋ­πο­θέ­σεις αὐ­τές καί τά κρι­τή­ρια, τό­σο στίς πε­ρι­πτώ­σεις πού θά πρέ­πει νά τη­ρη­θεῖ ἡ ἀ­κρί­βεια ὅ­σο καί στίς πε­ρι­πτώ­σεις πού μπο­ρεῖ νά ἰ­σχύ­ει ἡ οἰ­κο­νο­μί­α -ὡς προ­σε­κτι­κοί ἀ­να­γνῶ­στες- ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε, ὅ­τι οἱ Εἰ­ση­γη­τές τοῦ ἐ­πί­μα­χου Κει­μέ­νου μᾶς πα­ρα­πέμ­πουν ἀ­νο­μο­λό­γη­τα στή λε­γό­με­νη «Βα­πτι­σμα­τι­κή Θε­ο­λο­γί­α». Θε­ω­ροῦν, δη­λα­δή, ὅ­τι οἱ δι­α­λε­γό­με­νοι Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί καί Προ­τε­στάν­τες εἶ­ναι βα­πτι­σμέ­νοι χρι­στια­νοί. Ἀλ­λά ἀ­να­γνώ­ρι­ση μυ­στη­ρί­ων ἐ­κτός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας δέν ὑ­φί­στα­ται. Ἁ­πλῶς ὑ­πάρ­χουν δι­α­βαθ­μι­σμέ­νοι τρό­ποι ἀ­πο­δο­χῆς τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν.
Οἱ Κα­νό­νες ὅ­μως 7 καί 95 εἰ­ση­γοῦν­ται τήν ἀ­πο­δο­χή τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν, ὅ­ταν πρό­κει­ται γιά Οἰ­κο­νο­μί­α, μέ τή θε­με­λι­ώ­δη προ­ϋ­πό­θε­ση-κρι­τή­ριο ὅ­τι ἔ­χει τη­ρη­θεῖ ἡ ἀ­κρί­βεια τοῦ τύ­που τοῦ Βα­πτί­σμα­τος, δη­λα­δή ἡ τρι­πλῆ κα­τά­δυ­ση καί ἀ­νά­δυ­ση. Αὐ­τή ἀ­κρι­βῶς ἡ προ­ϋ­πό­θε­ση δέν τη­ρεῖ­ται ἀ­πό τούς Δυ­τι­κούς δι­α­λε­γο­μέ­νους χρι­στια­νούς μέ μᾶς. Οἱ Δυ­τι­κοί μέ ἀ­πό­φα­ση Οἰ­κου­με­νι­κῆς κα­τ’ αὐ­τούς Συ­νό­δου, τῆς ἐν Τρι­δέν­τῳ τῆς Ἰ­τα­λί­ας (1545-1563), κα­θι­έ­ρω­σαν -ἀν­τί τῆς τρι­πλῆς κα­τα­δύ­σε­ως- τήν διά ραν­τι­σμοῦ ἤ ἐ­πι­χύ­σε­ως νε­ροῦ ἐ­πί τῆς κε­φα­λῆς, τήν ὑ­πο­κα­τά­στα­ση, δη­λα­δή, τοῦ Μυ­στη­ρί­ου τοῦ Βα­πτί­σμα­τος.
Κα­τά συ­νέ­πεια, ἡ ἀρ­χή τῆς Οἰ­κο­νο­μί­ας δέν μπο­ρεῖ νά ἐ­φαρ­μο­στεῖ γιά τούς Δυ­τι­κούς, ἐ­πει­δή οἱ Δυ­τι­κοί δέν ἔ­χουν τίς ἀ­πα­ραί­τη­τες προ­ϋ­πο­θέ­σεις γιά τήν ἐ­φαρ­μο­γή τῆς Οἰ­κο­νο­μί­ας, πού εἶ­ναι ἡ τή­ρη­ση τοῦ βα­πτι­σμα­τι­κοῦ τύ­που, ἡ τρι­πλῆ δη­λα­δή κα­τά­δυ­ση καί ἀ­νά­δυ­ση στό νε­ρό τοῦ Μυ­στη­ρί­ου τοῦ Βα­πτί­σμα­τος. Ἐ­πι­προ­σθέ­τως, ὅ­μως, δέν μπο­ρεῖ νά ἐ­φαρ­μο­στεῖ σέ ὅ­λους τούς Δυ­τι­κούς χρι­στια­νούς (Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς καί Προ­τε­στάν­τες) ἡ ἀρ­χή τῆς Οἰ­κο­νο­μί­ας καί ἐ­ξαι­τί­ας τοῦ f­i­l­i­o­q­ue, τό ὁ­ποῖ­ο, εἰ­σά­γον­τας τήν ἰ­δι­ό­τυ­πη «υἱ­ο­πα­το­ρί­α» στήν ἐκ­πό­ρευ­ση τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, πα­ρα­πέμ­πει στήν «θε­ο­μά­χον τοῦ Σα­βελ­λί­ου συ­στο­λήν», κα­τά τόν Ἅ­γιο Γρη­γό­ριο τόν Πα­λα­μᾶ, ἤ στό «δόγ­μα τοῦ Σα­βελ­λί­ου», κα­τά τόν Ἅ­γιο Μᾶρ­κο τόν Εὐ­γε­νι­κό (βλ. M­a­n­si ­3­1­A, 832C), ἤ «εἰς ἕ­τε­ρόν τι τέ­ρας ἡ­μι­σα­βέλ­λιον», κα­τά τόν Μέ­γα Φώ­τιο (PG 102, 289ΑΒ). Καί τά λέ­με αὐ­τά πάν­το­τε, σύμ­φω­να μέ τόν Κα­νό­να 95 τῆς Πεν­θέ­κτης Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­να­φε­ρό­με­νος στούς Σα­βελ­λια­νούς, πού προ­σέρ­χον­ται στήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α, συ­νι­στᾶ -αἰτιολογημένα- τήν βά­πτι­σή τους, ὅ­πως καί τήν βά­πτι­ση τῶν Ἐ­θνι­κῶν. Συγ­κε­κρι­μέ­να ὁ Κα­νό­νας αὐ­τός ὁ­ρί­ζει: «Εὐ­νο­μια­νούς μέν­τοι τούς εἰς μί­αν κα­τά­δυ­σιν βα­πτι­ζο­μέ­νους, καί Μον­τα­νι­στάς.­.. καί Σα­βελ­λια­νούς τούς υἱ­ο­πα­το­ρί­αν δο­ξά­ζον­τας.­.. πάν­τας τούς ἀ­π’ αὐ­τῶν θέ­λον­τας προ­στί­θεν­ται τῇ Ὀρ­θο­δο­ξί­ᾳ, ὡς Ἕλ­λη­νας δε­χό­με­θα.­.. ἐ­ξορ­κί­ζο­μεν με­τά τοῦ ἐμ­φυ­σᾶν τρί­τον εἰς τό πρό­σω­πον.­.. καί τό­τε βα­πτί­ζο­μεν».
Ἔ­χου­με τήν γνώ­μη, ὅ­τι οἱ λό­γοι τῆς Οἰ­κο­νο­μί­ας γιά τήν εἰσ­δο­χή τῶν Δυ­τι­κῶν Χρι­στια­νῶν ἔ­χουν ἐ­κλεί­ψει. Ἀ­πε­ναν­τί­ας, ὑ­φί­σταν­ται διτ­τῶς, ὅ­πως προ­εί­πα­με, οἱ λό­γοι τῆς ἀ­κρι­βεί­ας τῶν μνη­μο­νευ­θέν­των Ἱ­ε­ρῶν Κα­νό­νων. Οἱ Δυ­τι­κοί ὀ­φεί­λουν νά κα­τη­χη­θοῦν, νά ἀ­να­θε­μα­τί­σουν τίς αἱ­ρε­τι­κές πλά­νες τους, νά ἐ­ξορ­κι­στοῦν καί νά βα­πτι­στοῦν, προ­κει­μέ­νου νά ἐν­τα­χθοῦν «τῇ με­ρί­δι τῶν σω­ζο­μέ­νων». Ἀ­πό τήν με­λέ­τη τῶν Πρα­κτι­κῶν τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων προ­κύ­πτει, ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α οὐ­δέ­πο­τε προ­σέ­δω­σε ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τα στούς αἱ­ρε­τι­κούς καί οὐ­δέ­πο­τε ἔ­δω­σε ἐγ­κυ­ρό­τη­τα στά μυ­στή­ρια τῶν ἑ­τε­ρο­δό­ξων καί οὐ­δέ­πο­τε ἔ­κα­νε Οἰ­κο­νο­μί­α στά δόγ­μα­τα.
Σέ κά­θε ἐ­πο­χή, ὅ­πως καί στή δι­κή μας, μό­νο μί­α Σύ­νο­δος ὄν­τως Πα­νορ­θό­δο­ξη – Οἰ­κου­με­νι­κή, ἡ ὁ­ποί­α σα­φῶς εἶ­ναι «ἑ­πο­μέ­νη τοῖς ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι», μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­φα­σί­σει Ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κά, ἄν στήν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση –μέ­σα στά νέ­α δε­δο­μέ­να– μπο­ρεῖ καί πρέ­πει νά ἐ­φαρ­μο­στεῖ ἡ ἀρ­χή τῆς Οἰ­κο­νο­μί­ας. Ἡ πα­ροῦ­σα ὅ­μως Σύ­νο­δος δέν ἔ­χει τίς πα­ρα­πά­νω ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις, ὅ­πως πολ­λα­πλῶς κα­τα­δεί­ξα­με. Ἐ­μεῖς, «ἑ­πό­με­νοι τοῖς ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι» τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων καί ἐμ­φο­ρού­με­νοι ἀ­πό τό φρό­νη­μά τους, μέ­νου­με ἑ­δραῖ­οι στήν Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη καί ἀ­με­τα­κί­νη­τοι στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Καί ὅ­πως δέν ἔ­κα­ναν Σχῖ­σμα στήν Ἐκ­κλη­σί­α ὅ­σοι δέν ἀ­πο­δέ­χθη­καν τίς ἀ­πο­φά­σεις τῆς Λη­στρι­κῆς Συ­νό­δου τοῦ 449 στήν Ἔ­φε­σο, ὅ­πως δέν ἀ­πο­σχί­στη­κε ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α ὁ Ἅ­γιος Μά­ξι­μος ὁ Ὁ­μο­λο­γη­τής, μή ἀ­πο­δε­χό­με­νος τίς δογ­μα­τι­κῶς ἐ­σφαλ­μέ­νες μο­νο­θε­λη­τι­κές δι­δα­σκα­λί­ες ὅ­λων τῶν Ἐ­πι­σκό­πων τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἀ­να­το­λῆς, καί ὅ­πως ὁ Ἅ­γιος Μᾶρ­κος ὁ Εὐ­γε­νι­κός δέν ἔ­κα­νε Σχῖ­σμα στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, ἀν­τι­τασ­σό­με­νος μό­νος αὐ­τός στήν Ψευ­δο­σύ­νο­δο τῆς Φερ­ρά­ρας-Φλω­ρεν­τί­ας καί μή ὑ­πο­γρά­φον­τας τά Πρα­κτι­κά τῆς ψευ­δο­έ­νω­σης, ἔ­τσι καί ἐ­μεῖς θά μεί­νου­με πι­στοί στήν Ἐκ­κλη­σί­α τῶν Ἁ­γί­ων τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων καί θά ἀ­πορ­ρί­ψου­με, με­τά βδε­λυγ­μί­ας, κά­θε ἐν­δε­χό­με­νη Συγ­κρι­τι­στι­κή-Οἰ­κου­με­νι­στι­κή θε­σμι­κή δι­δα­σκα­λί­α τῆς μέλ­λου­σας προ­βλη­μα­τι­κῆς Συ­νό­δου.
Καί τοῦ­το, ἐ­πει­δή φρο­νοῦ­με, τα­πει­νῶς, ὅ­πως ὁ τῆς ὄν­τως θε­ο­λο­γί­ας φε­ρώ­νυ­μος Γρη­γό­ριος, ὅ­τι «κρεῖσ­σον ἐμ­πα­θοῦς ὁ­μο­νοί­ας, ἡ ὑ­πέρ τῆς εὐ­σε­βεί­ας δι­ά­στα­σις» (Λό­γος 6, PG 35, 736). Θά προ­σευ­χώ­μα­στε κα­θη­με­ρι­νά, ἐμ­πό­νως, νά μήν ἐ­πι­τρέ­ψει ὁ Τρι­α­δι­κός Θε­ός νά γί­νει ἡ ἐ­πι­κεί­με­νη Σύ­νο­δος, για­τί εἶ­ναι ἀ­πό τήν σύν­θε­σή της καί ἀ­πό τήν θε­μα­το­λο­γί­α της φα­νε­ρώ­τα­το, ὅ­τι θά δη­μι­ουρ­γή­σει πε­ρισ­σό­τε­ρα προ­βλή­μα­τα ἀ­π’ ὅ­σα φι­λο­δο­ξεῖ νά λύ­σει. Μή προ­κα­λοῦ­με καί μή λυ­ποῦ­με, θε­σμι­κά, τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα. Ἡ Πεν­τη­κο­στή εἶ­ναι γε­νέ­θλια ἡ­μέ­ρα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἡ Πεν­τη­κο­στή ἀ­φο­ρᾶ τό Πνεῦ­μα τῆς Ἀ­λη­θεί­ας καί τήν ἄ­κτι­στη ἑ­νο­ποι­ό καί θε­ο­ποι­ό ἐ­νέρ­γειά Του καί ὄ­χι τό πνεῦ­μα τῆς ἀ­κα­τα­στα­σί­ας καί πο­νη­ρί­ας τοῦ Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ, τό ὁ­ποῖ­ο ἦλ­θε νά κα­τα­λύ­σει ἡ Ὑ­πο­στα­τι­κή Ἀ­λή­θεια, ἡ Θε­αν­θρώ­πι­νη Κε­φα­λή, μέ τό ἔρ­γο τῆς θεί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας καί τήν ἀ­πο­στο­λή τοῦ Πνεύ­μα­τός της. Ὁ τρό­πος συγ­κρο­τή­σε­ως τῆς Συ­νό­δου καί ἡ θε­μα­το­λο­γί­α της δέν ἐκ­φρά­ζουν, στήν πρά­ξη, τό Πνεῦ­μα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς.
Αὐ­τή τήν Ἁ­γί­α καί συμ­βο­λι­κή ἡ­μέ­ρα, βλέ­που­με νά σχε­δι­ά­ζε­ται ἡ ἐ­πι­βο­λή τοῦ πνεύ­μα­τος τοῦ Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ, τό ὁ­ποῖ­ο ἀν­τί­θε­τα πρός τό ἑ­νο­ποι­ό Πνεῦ­μα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς, ὡς πνεῦ­μα τῆς πο­νη­ρί­ας, θά ἐ­νερ­γή­σει δι­α­σπα­στι­κά στήν ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἐ­μεῖς, ὅ­μως, προ­σευ­χό­μα­στε νά ἀ­να­δεί­ξει ὁ Θε­ός ἕ­να νέ­ο Ἅ­γιο Μᾶρ­κο Εὐ­γε­νι­κό, γιά νά πε­ρι­σώ­σει τό ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό κῦ­ρος καί τήν ἀ­ξι­ο­πρέ­πεια τοῦ Ἐ­πι­σκο­πι­κοῦ ἀ­ξι­ώ­μα­τος, ὡς φο­ρέ­α τῆς θε­ω­τι­κῆς ἐ­νερ­γεί­ας, κα­τά τόν Ἅ­γιο Δι­ο­νύ­σιο τόν Ἀ­ρε­ο­πα­γί­τη. Ἡ εὐ­θύ­νη τῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν κά­θε Αὐ­το­κε­φά­λου Το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι τε­ρά­στια ἔ­ναν­τι τῆς δογ­μα­τι­κῆς συ­νει­δή­σε­ως τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Κυ­ρί­ως, ὅ­μως, ἔ­ναν­τι τοῦ Χρι­στοῦ, γιά τό ἔλ­λειμ­μα τῆς Κα­νο­νι­κό­τη­τας καί τῆς Συ­νο­δι­κό­τη­τας τῆς Πα­νορ­θο­δό­ξου Συ­νό­δου τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Καί τοῦ­το ἐ­πει­δή, τό­σο στό προ­πα­ρα­σκευ­α­στι­κό στά­διο, ὅ­σο καί στό τε­λι­κό, δέν ἐ­νη­με­ρώ­θη­κε -σκο­πί­μως- τό σῶ­μα τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῶν Το­πι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Εἰ­δι­κό­τε­ρα, δέν συ­νῆλ­θαν οἱ Το­πι­κές Σύ­νο­δοι, γιά νά ἀ­πο­φα­σί­σουν καί νά ἐγ­χει­ρή­σουν στόν ἀν­τι­πρό­σω­πο τῆς Το­πι­κῆς τους Ἐκ­κλη­σί­ας τήν ἀ­πό­φα­σή τους γιά τά προ­τει­νό­με­να Κεί­με­να, πού θά ἀ­πα­σχο­λοῦ­σαν τήν Πα­νορ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δο. Οὔ­τε συ­νῆλ­θαν με­τά, γιά νά ἀ­πο­φα­σί­σουν, ἄν συμ­φω­νοῦν ἤ δι­α­φω­νοῦν μέ αὐ­τά, στό προ­πα­ρα­σκευ­α­στι­κό στά­διο.
Καί τό χει­ρό­τε­ρο εἶ­ναι, ὅ­τι στό τε­λι­κό στά­διο δέν κλή­θη­καν νά συμ­με­τά­σχουν ὅ­λοι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι στήν Πα­νορ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δο. Πό­σο Πα­νορ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δος εἶ­ναι αὐ­τή, πού ἐγ­και­νι­ά­ζε­ται μέ τόν ἀ­πο­κλει­σμό πολ­λῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν, ὡς ἐκ­φρα­στῶν τῶν Το­πι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν; Ἐ­άν δέν κα­λοῦν­ται ὅ­λοι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι, τό­τε τί νά ποῦ­με γιά τήν οὐ­σι­α­στι­κή ἀν­τι­προ­σώ­πευ­ση τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας; Ὅ­ταν δη­λα­δή δέν κα­λοῦν­ται καί ἄλ­λοι Κλη­ρι­κοί, Ἡ­γού­με­νοι καί Μο­να­χοί, ὅ­πως δι­α­βά­ζου­με στά Πρα­κτι­κά τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, ὅ­που τούς δί­δε­ται καί λό­γος (λ.χ. Ζ΄ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος);
Συ­νή­θως, στίς Πα­νορ­θο­δό­ξους Συ­νό­δους, ἡ σύ­νο­λη Ἐκ­κλη­σί­α, ἀν­τι­προ­σω­πευ­ο­μέ­νη διά τῶν Ἐ­πι­σκό­πων της, ὁ­ρι­ο­θε­τοῦ­σε καί ὑ­πε­ρα­σπί­ζε­το τήν πί­στη, ἔ­ναν­τι τῆς ἀμ­φι­σβη­τή­σε­ώς της ἀ­πό τούς αἱ­ρε­τι­κούς.
Σή­με­ρα, ἰ­σχύ­ει τό δι­α­με­τρι­κά ἀν­τί­θε­το. Συμ­βαί­νει ὅ,τι καί στίς Ψευ­δο­συ­νό­δους. Ἡ ὀρ­θό­δο­ξα ὁ­ρι­ο­θε­τη­μέ­νη πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας κιν­δυ­νεύ­ει τώ­ρα ἀ­πό τούς ἀν­τι­προ­σώ­πους της –τούς θε­σμι­κούς φύ­λα­κές της-, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐ­πι­χει­ροῦν νά εἰ­σά­γουν τήν αἵ­ρε­ση ἤ ἀ­κρι­βέ­στα­τα τήν πα­ναί­ρε­ση τοῦ δυσ­σε­βοῦς καί δυ­σώ­δους Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ στήν Ἐκ­κλη­σί­α μέ τόν ἀ­νώ­τα­το θε­σμι­κό τρό­πο, δη­λα­δή μέ μιά Πα­νορ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δο. Ὀρ­θο­δο­ξί­α ὅ­μως καί Οἰ­κου­με­νι­σμός εἶ­ναι «μεῖξις ἄ­μει­κτος καί τέ­ρας ἀλ­λό­κο­τον» (Ἁγ. Νι­κο­δή­μου Ἁ­γι­ο­ρεί­του Πη­δά­λιον, σελ. 109).
Δι­ε­ρω­τώ­με­θα, τί γί­νε­ται;
Δέν ἀ­πο­μέ­νει τί­πο­τε ἄλ­λο, πα­ρά ἡ κα­τα­δί­κη μιᾶς τέ­τοι­ας Συ­νό­δου ἀ­πό τόν εὐ­σε­βῆ λα­ό τοῦ Θε­οῦ, για­τί ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α ὀ­φεί­λει νά πα­ρα­μεί­νει στό νο­η­τό ὕ­ψος της, ὡς ἄ­σπι­λος «νύμ­φη τοῦ Χρι­στοῦ» (Ἐφ. 5,27). Εἴ­μα­στε, ἀ­πο­λύ­τως βέ­βαι­οι, ὅ­τι, ἄν ἡ μέλ­λου­σα Σύ­νο­δος κι­νη­θεῖ μέ συ­νέ­πεια στίς προ­δι­α­γρα­φές της, θά ἀ­κυ­ρω­θεῖ, ὡς Ψευ­δο­σύ­νο­δος, ἀ­πό ἑ­πό­με­νη Ὀρ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δο, ὅ­πως ἀ­κυ­ρώ­θη­καν οἱ ἀ­πο­φά­σεις τῶν Ψευ­δο­συ­νό­δων τῆς Ἐ­φέ­σου, τῆς Λυ­ών καί τῆς Φερ­ρά­ρας-Φλω­ρεν­τί­ας ἀ­πό τίς Ὀρ­θό­δο­ξες Συ­νό­δους, πού ἀ­κο­λού­θη­σαν.
Σε­βα­σμι­ώ­τα­τοι,
Ἐ­πει­δή, δέν συ­νῆλ­θε ἡ Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, γιά νά πά­ρει θέ­ση ἔ­ναν­τι τῶν πρός συ­ζή­τη­ση καί ψή­φι­ση Κει­μέ­νων, θά ἤ­θε­λα νά θέ­σω ὑ­πό­ψη Σας καί ἕ­να ἀ­κό­μη πο­λύ σο­βα­ρό θέ­μα. Ἐ­δῶ καί ἕ­ναν αἰ­ῶ­να, ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων ἔ­χει ἀ­φε­τη­ρί­α, τρο­φο­δό­τη καί ἡ­γέ­τη τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο, δη­λα­δή τόν Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τριά­ρχη καί τήν πε­ρί αὐ­τόν Σύ­νο­δο. Ἀ­πό ἐ­κεῖ ἐκ­πο­ρεύ­ε­ται τό ἀ­κά­θαρ­το πνεῦ­μα τοῦ Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ. Ἀ­να­παύ­ε­ται ὅ­μως –δυ­στυ­χῶς– καί σέ ὅ­λες σχε­δόν τίς Ἡ­γε­σί­ες τῶν Το­πι­κῶν Αὐ­το­κε­φά­λων Ἐκ­κλη­σι­ῶν, ἀλλά, ἀριθμητικά, καί στούς περισσότερους Ἀρχιερεῖς. Ἔ­τσι, ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ μέ­χρι σή­με­ρα, ἀ­κά­θε­κτα, ὡς ὄ­φις, μέ­σα στά σπλά­χνα τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας, νά δη­λη­τη­ριά­ζει τό σῶ­μα τῆς ἀ­νά τήν Οἰ­κου­μέ­νη Ἐκ­κλη­σί­ας. Ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός, κα­τά τήν «ἄ­νω­θεν» ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ Χρι­στοῦ στόν ἅ­γιο Γέ­ρον­τα Ἐ­φραίμ τόν Κα­του­να­κι­ώ­τη, δι­α­κα­τέ­χε­ται ἀ­πό τά πο­νη­ρά καί ἀ­κά­θαρ­τα πνεύ­μα­τα. Τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο ἔ­χει -ἱ­στο­ρι­κά βε­βαι­ω­μέ­νο- τίς κα­κές ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κῶς καί πνευ­μα­τι­κῶς «πρω­τι­ές» στίς οἰ­κου­με­νι­στι­κές δι­α­κη­ρύ­ξεις καί πρά­ξεις του (τίς συμ­προ­σευ­χές δη­λα­δή μέ τούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους, ἀλ­λά καί τούς ἑ­τε­ρο­θρή­σκους, τίς οἰ­κου­με­νι­στι­κές φι­λο­φρο­νή­σεις κ.τ.λ.).
Ὑ­πό τίς πα­ροῦ­σες ἱ­στο­ρι­κές συν­θῆ­κες τῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας τοῦ Οἰ­κου­με­νι­στι­κοῦ πνεύ­μα­τος στό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο, οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος θά πρέ­πει –κα­τά τήν τα­πει­νή μας γνώ­μη- νά προ­βλη­μα­τι­στοῦν πο­λύ σο­βα­ρά, ἄν θά πρέ­πει νά ὑ­περ­ψη­φί­σουν τό Κεί­με­νο: «Τό Αὐ­τό­νο­μο καί ὁ τρό­πος ἀ­να­κη­ρύ­ξε­ως αὐ­τοῦ». Καί τοῦ­το, γιά τόν σο­βα­ρό­τα­το λό­γο τῆς ἰ­δι­ο­μόρ­φου σχέ­σε­ως τῶν Νέ­ων λε­γο­μέ­νων Χω­ρῶν μέ τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο. Εἶ­ναι πο­λύ ὑ­παρ­κτός ὁ κίν­δυ­νος νά ὑ­πα­χθοῦν, διά τῆς Αὐ­το­νό­μου Ἐκ­κλη­σί­ας, οἱ Νέ­ες Χῶ­ρες στήν ἀ­με­σό­τε­ρη δι­και­ο­δο­σί­α τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου. Ἐ­μεῖς, ὡς Βο­ρει­ο­ελ­λα­δί­τες, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς Οἰ­κου­με­νι­στι­κῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς πο­λι­τι­κῆς τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου, θέ­λου­με νά πα­ρα­μεί­νου­νε ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶς στήν δι­και­ο­δο­σί­α τῆς Αὐ­το­κε­φά­λου Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος. Δέν θέ­λου­με νά κυ­ρι­αρ­χού­μα­στε ἀ­πό τό ἀλ­λο­τρι­ω­μέ­νο Οἰ­κου­με­νι­στι­κό πνεῦ­μα τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου. Οἱ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κές–πνευ­μα­τι­κές εὐ­θῦ­νες τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος στό πα­ρα­πά­νω θέ­μα εἶ­ναι ἱ­στο­ρι­κῶς τε­ρά­στι­ες. Γι’ αὐ­τό καί τα­πει­νῶς, Σᾶς πα­ρα­κα­λοῦ­με, θερ­μῶς, ὡς πνευ­μα­τι­κούς μας Πα­τέ­ρες, νά ἀ­κού­σε­τε τήν ἔμ­πο­νη φω­νή μας.

Εὐ­χα­ρι­στῶ, γιά τήν προσοχή καί τήν ὑ­πο­μο­νή σας.