Πέμπτη 16 Ιουνίου 2016

Ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς: «Γιά τὸν οἰκουμενισμὸ μὲ τὴν ψευδή ἐκκλησία του καὶ τὸν ψευδοχριστιανισμό του δὲν ὑπάρχει διέξοδος»

Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς:
«Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ ὁ οἰκουμενισμὸς»,
Ἔκδοση Ἱ. Μονῆς Ἀρχαγγέλων Τσέλιε - Βάλιεβο, Σερβία.

 
 Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι κοινὸν ὄνομα διὰ τοὺς ψευδοχριστιανισμούς, διὰ τὰς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης.
Μέσα του εὑρίσκεται ἡ καρδία ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὐμανισμῶν (ἀνθρωπισμῶν), μὲ ἐπὶ κεφαλής τὸν Παπισμόν.
Ὅλοι δὲ αὐτοὶ οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι οἱ ψευδοεκκλησίαι, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τὴν ἄλλην αἵρεσιν.
Τὸ κοινὸν εὐαγγελικὸ ὄνομά των εἶναι ἡ παναίρεσις.
Διατί;
Διότι στὸ διάστημα τῆς ἱστορίας οἱ διάφορες αἱρέσεις ἠρνοῦντο ἢ παραμορφώνουν ἰδιώματα τινὰ τοῦ Θεανθρώπου καὶ Κυρίου Ἰησοῦ, οἱ δὲ εὐρωπαϊκὲς αὐτὲς αἱρέσεις ἀπομακρύνουν ὁλόκληρο τὸν Θεάνθρωπο καὶ στὴν θέση του τοποθετοῦν τὸν Εὐρωπαῖον ἄνθρωπον.

Ἐδῶ δὲν ὑπάρχει οὐσιαστικὴ διαφορὰ μεταξύ τοῦ Παπισμοῦ, Προτεσταντισμοῦ, Οἰκουμενισμοῦ καὶ ἄλλων αἱρέσεων, ὧν τὸ ὄνομα «λεγεών».
Τὸ ὀρθόδοξο δόγμα, μᾶλλον τὸ πανδόγμα περὶ τῆς Ἐκκλησίας, ἀπερρίφθη καὶ ἀντικατεστάθη διὰ τοῦ λατινικοῦ αἱρετικοῦ παν-δόγματος περὶ τοῦ πρωτείου καὶ τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα, δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου.
Ἐξ αὐτῆς δὲ τῆς παναιρέσεως γεννήθηκαν καὶ γεννῶνται συνεχῶς ἄλλες αἱρέσεις: τὸ Filioque, ἡ ἀποβολὴ τῆς Ἐπικλήσεως, τὰ ἄζυμα, ἡ εἰσαγωγὴ τῆς κτιστῆς χάριτος, τὸ καθαρτήριον πῦρ, τὸ θησαυροφυλάκιο τῶν περισσῶν ἔργων, ἡ μηχανοποιημένη...
διδασκαλία περὶ τῆς σωτηρίας καὶ ὡς ἐκ τούτου μηχανοποιημένη διδασκαλία περὶ τῆς ζωῆς, ὁ παποκαισαρισμός, ἡ Ἱερὰ Ἐξέτασις, τὰ συγχωροχάρτια, ὁ φόνος τοῦ ἁμαρτωλοῦ διὰ τὴν ἁμαρτία, ὁ ἰησουϊτισμός, ἡ σχολαστική, ἡ καζουιστική, ὁ μοναρχισμός, ὁ κοινωνικὸς ἀτομικισμὸς διαφόρων εἰδῶν.
Ἄνευ τῆς μετανοίας καὶ εἰσδοχῆς στὴν Ἀληθινὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀφύσικο καὶ ἀδιανόητο νὰ ὁμιλῆ τις περὶ τῆς ἑνώσεως «τῶν Ἐκκλησιῶν», περὶ τοῦ διαλόγου τῆς ἀγάπης, περὶ τῆς intercommunio (δηλ. διακοινωνίας)
Ὁ Προτεσταντισμός;
Εἶναι τὸ πλέον πιστὸ τέκνο τοῦ Παπισμοῦ, τὸ ὁποῖον διὰ τῆς ὀρθολογιστικῆς σχολαστικῆς του πίπτει διὰ μέσου τῶν αἰώνων ἀπὸ τὴν μίαν αἵρεσιν στὴν ἄλλην αἵρεσιν καὶ πνίγεται συνεχῶς στὰ διάφορα δηλητήρια τῶν αἱρετικῶν πλανῶν του.
Πρὸς τούτοις, ἡ παπιστικὴ ὑψηλοφροσύνη καὶ ἡ «ἀλάθητος» ἀφροσύνη βασιλεύει ἀπολυταρχικὸς καὶ ἐρημώνει τὰς ψυχᾶς τῶν πιστῶν του.
Κατ’ ἀρχὴν ἕκαστος Προτεστάντης εἶναι ἕνας ἀνεξάρτητος πάπας εἰς ὅλα τὰ ζητήματα τῆς πίστεως.
Τοῦτο δὲ πάντοτε ὁδηγεῖ ἀπὸ τὸν ἕνα πνευματικὸν θάνατον στὸν ἄλλον΄ τέλος αὐτοῦ τοῦ «ἀποθνήσκειν» δὲν ὑπάρχει, καθ’ ὅτι ὁ ἀριθμὸς τῶν πνευματικῶν θανάτων τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀναρίθμητος.
Ἀφοῦ οὕτως ἔχουν τὰ πράγματα, τότε διὰ τὸν παπιστικὸν-προτεσταντικὸν Οἰκουμενισμὸν μὲ τὴν ψευδοεκκλησίαν του καὶ τὸν ψευδοχριστιανισμό του δὲν ὑπάρχει διέξοδος ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδόν του, ἄνευ ὁλοψύχου μετανοίας ἐνώπιον τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας Του.
Ἡ μετάνοια εἶναι τὸ φάρμακο δι’ ἑκάστην ἁμαρτίαν, φάρμακο δοθὲν στὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν μόνον Φιλάνθρωπο.
Ἄνευ τῆς μετανοίας καὶ εἰσδοχῆς στὴν Ἀληθινὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀφύσικο καὶ ἀδιανόητο νὰ ὁμιλῆ τις περὶ τῆς ἑνώσεως «τῶν Ἐκκλησιῶν», περὶ τοῦ διαλόγου τῆς ἀγάπης, περὶ τῆς intercommunio (δηλ. διακοινωνίας).
Τὸ σπουδαιότερο ὅλων εἶναι νὰ γίνη τις «σύσσωμος» τὸ Θεανθρωπίνου σώματος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ διὰ τούτου κοινωνὸς τῆς ψυχῆς τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Ἅγιου Πνεύματος, καὶ κληρονόμος ὅλων τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν τοῦ Θεανθρώπου.