Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2016

Ἡ σύγχυση τῶν καιρῶν ὡς συνοδὸς καὶ ἀρωγὸς τῆς παναίρεσης τοῦ οἰκουμενισμοῦ




Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου, Κλασσικὸς φιλόλογος, Ἱστορικός

«Οὐαὶ οἱ λέγοντες τὸ πονηρὸν καλὸν καὶ τὸ καλὸν πονηρόν, οἱ τιθέντες τὸ σκότος φῶς καὶ τὸ φῶς σκότος, οἱ τιθέντες τὸ πικρὸν γλυκὺ καὶ τὸ γλυκὺ πικρόν. Οὐαὶ οἱ συνετοὶ ἐν ἑαυτοῖς καὶ ἐνώπιον αὐτῶν ἐπιστήμονες» (Ησαΐας ε΄ 20-21).


Γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ κατανοήσουμε τὴν διδασκαλία καὶ τὸν πραγματικὸ χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας ἀπαιτεῖται «σοφία» ὄχι κοσμική, ἀνθρώπινη, ἀλλὰ θεία· ἀπαιτεῖται «νοῦς», «νοῦς Χριστοῦ» [Α΄ Κορ. β΄ 16 ], δηλαδή χάρισμα ἐξ οὐρανῶν καὶ προϊὸν καθαρῆς καὶ ἁγνῆς πίστης, ταπείνωσης, πνευματικῶν ἀγώνων καὶ ἀγαθῆς προαίρεσης, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ μπορέσει νὰ γνωρίσει κανείς, παρὰ τὶς ἁμαρτίες του - διότι οὐδεὶς ἀναμάρτητος - τὴν Ἀλήθεια καὶ νὰ ἀποφύγει τὴν διαστρέβλωση καὶ τὴν σύγχυση. Δυστυχῶς ὅμως ἀκόμα καὶ γιὰ τοὺς πλέον ἀκατήχητους εἶναι πιὰ γεγονός ἀδιαμφισβήτητο, ὅτι στὶς μέρες μας ἐπικρατεῖ ἐντὸς τοῦ χώρου τῆς Ἐκκλησίας μία πρωτοφανὴς σύγχυση ὡς πρὸς τὰ δόγματα καὶ τὸν σωτηριολογικὸ χαρακτήρα Της καὶ ὡς πρὸς τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων. Σύγχυση καὶ ἀπάτη. “Σημεῖα” τῶν ἐσχατολογικῶν χρόνων, τοῦ Ἀντιχρίστου, σύμφωνα μὲ τὶς προφητικὲς ἐπισημάνσεις τοῦ ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου «Ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί· ἔσονται γὰρ οἱ ἄνθρωποι φίλαυτοι, βλάσφημοι, ἀνόσιοι, ἄστοργοι, ἄσπονδοι, διάβολοι, τετυφωμένοι, κατεφθαρμένοι τὸν νοῦν, ἀδόκιμοι περὶ τὴν πίστιν. πονηροὶ δέ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι» (Β΄ Τιμ. κεφ. 3). Αὐτὴ ἡ διχάζουσα καὶ παραπλανοῦσα σύγχυση ἀρχίζει ἀπὸ τοὺς οἰκουμενιστὲς “ποιμένες” τῆς Ἐκκλησίας (τοὺς Ἱεράρχες), καὶ λειτουργεῖ διαβρωτικὰ στὸ γεμάτο ἀγαθὴ ἐμπιστοσύνη ἀλλὰ καὶ πολλὲς φορὲς ἄβουλο καὶ ἀκατήχητο ποίμνιο.

Ἡ σύγχυση αὐτὴ παίρνει ἐπικίνδυνο βαθμό, ὅταν πολλὲς φορὲς τὸ ποίμνιο παρακολουθεῖ ἄφωνο τὰ μέλη τῆς Ἱεραρχίας νὰ ἐκφράζουν διαφορετικὲς ἀπόψεις πάνω σὲ θεμελιώδεις θέματα τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας ποὺ εἴτε ἔχουν λυθεῖ  ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, εἴτε ἔχουν ἀποφανθεῖ γιὰ αὐτὰ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι οἱ πραγματικοὶ Θεόπτες καὶ Θεολόγοι τῆς Ἑκκλησίας, οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Ἡ σύγχυση εἶναι πάντα ἡ πιὸ πιστὴ ἀρωγὸς τῆς αἵρεσης, πόσῳ μᾶλλον τῆς παναίρεσης τοῦ οἰκουμενισμοῦ. Ἡ σύγχυση προκαλεῖται συνειδητὰ τόσο ἀπὸ τοὺς οἰκουμενιστές, γιὰ νὰ καλύψουν την πλάνη καὶ γιὰ νὰ συνεχίζουν νὰ πλανεύουν, ὅσο καὶ ἀπὸ τοὺς δειλοὺς καὶ ἀνεύθυνους, γιὰ νὰ καλύψουν τὶς ἀδυναμίες τους καὶ να συνεχίσουν νὰ ἀπολαμβάνουν τὰ ἀγαθά τους. Ἡ σύγχυση συνδέεται ἄμεσα μὲ τὸ ψέμα, τὴν συκοφαντία, τὴν διπροσωπία, τὴν διαστρέβλωση τῆς ἀλήθειας, ἐδῶ τῆς Μίας Ἀλήθειας. Τὸ ἀποτέλεσμά της εἶναι ὁ διχασμός, οἱ ἔριδες, ἡ ἀγωνιστικὴ καὶ ὁμολογιακὴ ἀπαξίωση, ἡ ἀπώλεια τῆς σωτηρίας μας.
Γιατὶ τί ἄλλο ἐκτός ἀπὸ σύγχυση καὶ τὰ ἀποτελέσματά της προκαλοῦν δηλώσεις ἱεραρχῶν ὅπως,
ὅτι πρέπει να ὑπακοῦμε στοὺς ἐπισκόπους, ὅπως στὸν πρόεδρο τῆς δημοκρατίας, ὅταν οἱ Ἅγιοι μας ὅπως ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης, ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος καὶ τόσοι ἄλλοι, ἐν ἁγίᾳ “ἀνυπακοῇ”, δὲν ἀγωνίσθηκαν μόνο ἐναντίον αἱρετικῶν πατριαρχῶν καὶ ἐπισκόπων ἀλλὰ καὶ ἐναντίων αὐτοκρατόρων καὶ παντὸς εἴδους ἐξουσίας,
ὅτι οἱ μοναχοί, ποὺ ἀγωνίζονται ἐναντίον τῆς παναίρεσης τοῦ οἰκουμενισμοῦ εἶναι ἀγύρτες, λαοπλάνοι, μοναχοὶ ἀμόναχοι, ἀνυπάκουοι, ὅταν ὁ ρόλος τοῦ μοναχισμοῦ εἶναι αὐτὸς ἀκριβῶς, δηλ. ἡ ὑπεράσπιση τῆς Πίστεως σὲ καιροὺς αἱρέσεων, ἐνῶ ὅταν ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς παραβαίνουν κατάφωρα τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, συμπροσεύχονται, προλογίζουν ἐγκωμιαστικὰ βιβλία αἱρετικῶν οἱ ἱεράρχες σιωποῦν ἢ ἐπικροτοῦν τὶς παραβάσεις,
ὅτι ὅλες οἱ οἰκουμενιστικὲς ἐκδηλώσεις γίνονται τάχα ἀπὸ ἀγάπη, ὅταν ἡ ἀγάπη αὐτὴ ἀφ’ ἑνὸς μὲν πραγματοποιεῖται εἰς βάρος τῆς Ἀληθείας τῆς Πίστεως καὶ μὲ καταπάτηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἀφ’ ἑτέρου δὲ περιορίζεται μόνο στοὺς αἱρετικούς, ἐνῶ γιὰ τοὺς ἡμέτερους, ποὺ τολμοῦν νὰ διαμαρτυρηθοῦν, ἀντὶ γιὰ ἀγάπη ὑπάρχουν ὕβρεις, δικαστήρια, ἀπειλὲς καὶ διωγμοί,
ὅτι οἱ λαϊκοὶ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἐλέγχουν τοὺς ἱεράρχες, ὅταν οἱ Ἅγιοι μας, π.χ. ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς κήρυξαν, ὅτι, ὅταν δὲν θὰ ἐπιτρέπεται πιὰ ἡ γραῖα νὰ ἐλέγχει τὸν Ἐπίσκοπο, τότε θὰ σημάνει ἡ ἀλλοίωση τῆς Ὀρθοδοξίας,
ὅτι πρέπει νὰ κοιτᾶμε μόνο νὰ κάνουμε καλὰ ἔργα καὶ νὰ ἀφήσουμε τὴν ὁμολογία σὲ ἄλλους, ὅταν ὁ ληστής, ποὺ δὲν ἔκανε στὸ παρελθὸν κανένα καλὸ ἔργο, σώθηκε, μόνο καὶ μόνο γιατὶ ὁμολόγησε τὸν Χριστό, ἐνῶ ὁ Ἰούδας, ὁ ὁποῖος ἔκανε καλὰ ἔργα πρὶν τὴν προδοσία του, ἔχασε τὸν Παράδεισο γιατὶ πρόδωσε τὸν Χριστό,
ὅτι πρέπει νὰ ἀγωνισθοῦμε γιὰ τὴν Ἐκκλησία – πρᾶγμα σωστό –, ὅταν ὅμως αὐτοὶ οἱ ἴδιοι μιλοῦν ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς, συναναστρέφονται φιλικῶς καὶ χαριτολογοῦν σὲ κοινωνικὲς ἐκδηλώσεις μὲ τοὺς ὑπαίτιους τοῦ διωγμοῦ ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ,
ὅτι οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν διωχθήσονται, ὅταν κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν διώκεται, ἀντιθέτως διώκεται τὸ ποίμνιο καὶ μάλιστα κατηγορεῖται γιὰ αὐτό(*),
ὅτι δὲν πρέπει νὰ ὑβρίζουμε τὰ θεῖα, ὅταν ὅμως αὐτοὶ συμπροσεύχονται μὲ τοὺς ὑβριστὲς τῶν θείων, Μονοφυσίτες, Παπικούς, Προτεστάντες, Αντβεντιστές, Μούφτηδες, Ραβίνους κλπ.,
ὅτι πρέπει να τηροῦμε αὐστηρὰ τὸ Εὐαγγέλιο – πραγματικὰ προϋπόθεση σωτηρίας –, ὅταν ὅμως αὐτοὶ χάριν “οἰκονομίας”, ὅπως λένε, τὸ παραποιοῦν καὶ τὸ ἀλλοιώνουν,
ὅτι πρέπει νὰ μιμούμασθε τοὺς Ἁγίους, ὅταν αὐτοὶ δὲν τὸ πράττουν, καὶ ὅταν κάποιος “τολμήσει” νὰ τὸ πράξει τὸν κατηγοροῦν ὡς ἔχοντα ἔπαρση καὶ ἑωσφορισμό.
Θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ ἀναφέρει σελίδες ὁλόκληρες μὲ τέτοιου εἶδους παραδείγματα. Αὐτό, ποὺ ὅμως μένει ἀναπάντητο, εἶναι, πῶς θὰ προφυλαχθοῦμε ἀπὸ τὴν σύγχυση. Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἀκολουθώντας τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων. «Ἔχουν τὸν Μωυσὴ καὶ τοὺς προφῆτες. Ἂς ἀκούσουν αὐτούς» (Λουκ. 16,19–31) ἀπάντησε στὸν πρώην πλούσιο ὁ γενάρχης Ἀβραάμ. Εἶναι καταγραμμένες οἱ ἀλήθειες τῆς πίστεως στὴν ἱερή μας Παράδοση, τὴν Ἁγία Γραφή, στὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, στὰ ἔργα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Ἀπόστολοι θυσιάστηκαν, κηρύσσοντας Χριστόν ἐσταυρωμένον καὶ ἀναστάντα, τοῦ ὁποίου ὁ Λόγος μένει αὐτὸς εἰς τὸν αἰῶνα. Ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει σύγχυση, ἀλλὰ ἡ Μία Ἀλήθεια. Τίποτε ἄλλο δὲν ζητᾶ ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Θεός, παρὰ τὸ νὰ θελήσουμε νὰ ἐνταχθοῦμε, ἐν ὁμολογίᾳ τῆς Ἀληθείας Του, ἐν ἀληθινῇ ἀγάπῃ καὶ ἐν ταπεινώσει, στὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία τῶν Ἁγίων, ἀπαρνούμενοι κάθε διαστρέβλωση τοῦ λόγου Του καὶ κάθε ἄρνηση τοῦ εὐαγγελίου Του.
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου, Κλασσικὸς φιλόλογος, Ἱστορικός
(*) Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἐν ἀντιθέσει μὲ τοὺς συγχρόνους Ποιμένες ἔλεγε: «Ἐκ τῶν ἐμῶν δύνασαι μαθεῖν, ὅτι οὐν ἔνι (=δὲν εἶναι δυνατόν) ἄνδρα πολεμοῦντα τοῖς πονηροῖς μὴ εἶναι ἐν θλίψει. Οὐκ ἔστι πυκτεύοντα ἐν τρυφῇ εἶναι, οὐκ ἔστι παλαίοντα εὐωχεῖσθαι. Μηδεὶς τοίνων τῶν ἀθλούντων ἄνεσιν ζητείτω, μηδεὶς ἐν εὐθυμίᾳ εἶναι. Πάλιν τὰ παρόντα ἀγών, πόλεμος, θλῖψις, στενοχωρία, πειρατήριον, τῶν ἀγώνων στάδιον» (Υπόμνημα εις την Πρὸς Τιμόθεον Ἐπιστολὴν Δευτέραν).