Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

Ἔλλειψις ποιμένων ἐγκατάλειψις Κυρίου




Τάδε λέγει Κύριος Κύριος·ἰδοὺ ἐγὼ ἐπί τοὺς ποιμένας καὶ ἐκζητήσω τὰ πρόβατά μου ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῶν ...». (Ἰεζεκιήλ κεφ. λδ΄, 2-10).

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου, Κλασσικὸς φιλόλογος, Ἱστορικός



Ἡ ἱερωσύνη εἶναι μέγα μυστήριο. Ὁ ἄνθρωπος, παρὰ τὴν ἁμαρτωλότητα του, γίνεται ὁ λειτουργὸς τῶν μυστηρίων, ὁ οἰκονόμος τῆς Θείας χάριτος, ὁ ποιμὴν ἀθανάτων ψυχῶν "αἵματι Χριστοῦ ἐξηγορασμένων" (Μ. Βασιλείου. Ὅροι κατ' ἐπιτομήν ΡΠΔ´, ΒΕΠΕΣ 53, 305). Η ἱερωσύνη εἶναι ἔργον ὁμολογίας καὶ "ἔργον διακονίας" (Εφ. 4,12), ποὺ σημαίνουν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου, ὑπεράσπιση τῆς Ἑκκλησίας καὶ ταπεινὴ ὑπηρεσία και θυσιαστικὴ προσφορὰ πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἄλλους, τοὺς ἀδελφούς -ὄχι τοὺς ὑπηκόους-, τοὺς ὁποίους οἱ κληρικοὶ ἐτάχθησαν νὰ διακονήσουν.

Πρότυπo τῆς ἱερωσύνης εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς  "Ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι", εἶπε ὁ ἴδιος, "ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν" (Μαρκ. 10,45).  Ἡ ἱερωσύνη εἶναι, γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, "ἀρετῆς τύπος" καὶ ὄχι "ἀφορμὴ βίου", "λειτουργία ὑπεύθυνος" καὶ ὄχι "ἀρχὴ ἀνεξέταστος" (Ἀπολογ. 8, ΒΕΠΕΣ 58, 248-249). Αὐτὸ δείχνουν ὁ βίος καὶ ἡ στάση τῶν Ἀποστόλων. Ὑπηρέτησαν τὴν ὁμολογία τῆς Πίστεως καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου "ἐν ὑπομονῇ πολλῆ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις ..." (Β´ Κορ. 6, 4-5).
Μά, θα ἀναρωτηθεῖ κανείς, βιώνουμε σήμερα, στὸν καιρὸ τῆς ἀλλοίωσης τῶν πάντων, τῆς καθίδρυσης τῆς παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, στὸν καιρὸ τοῦ διωγμοῦ τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου, στὸν καιρὸ τῆς ἀπέραντης συγχύσεως, αὐτὴν τὴν ἀγωνιζόμενη καὶ ποιμένουσα ἱερωσύνη; Δυστυχῶς ὄχι. Γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας μείναμε δυστυχῶς χωρὶς ποιμένες, ἐκτὸς λαμπρῶν ἐξαιρέσεων, ποὺ ὅμως καὶ αὐτοὶ διώκονται. Ὁ Θεὸς θέλοντας ἴσως νὰ μᾶς ταπεινώσει –διότι ποιὸς γνωρίζει, τί βούλεται ὁ Θεός– καὶ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν μετάνοια, θέλοντας ἴσως νὰ μᾶς τιμωρήσει γιὰ τὴν χλιαρότητα μας καὶ τὴν ἀνομία μας, μᾶς ἐγκατέλειψε καὶ ἐπέτρεψε αὐτὴν τὴν κατάσταση. Καὶ γιὰ μὴν ὅμως ἀρχίσουν τὰ σχόλια περὶ βλασφημίας καὶ ἀσέβειας ἐκ μέρους μου, ἂς διαβάσουμε τί ἔγραφε ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ἀπὸ τὸν 5ο κιόλας αἰῶνα γιὰ τοὺς Ποιμένες:
«Τὸ πάλαι ὑπὲρ τῶν προβάτων ἀπέθνησκον οἱ Ποιμένες, νῦν δὲ μᾶλλον ἀναιροῦσι αὐτοί τὰ πρόβατα· τότε νηστείαις τὸ σῶμα ἐσωφρόνιζον, νῦν δὲ τρυφαῖς παρασκευάζουσι σκιρτᾶν. Τότε τὰ ἑαυτῶν τοῖς δεομένοις διένειμον, νῦν δὲ τὰ τῶν πενήτων σφετερίζονται· τότε τὴν ἀρετῆν ἤσκουν, νῦν δὲ τοὺς τὴν ἀρετὴν ἀσκοῦντας ἐξοστρακίζουσι. Τότε οἱ φιλάρετοι πρὸς τὴν ἱερωσύνην ὑπήγοντο, νῦν δὲ οἱ φιλάργυροι· τότε οἱ τὸ πρᾶγμα φεύγοντες διὰ τὸ μέγεθος τῆς ἀρχής, νῦν δὲ οἱ τὸ πρᾶγμα ἐπιτρέχοντες μεθ’ἡδονῆς. Τότε οἱ ἀκτημοσύνη ἐναβρυνόμενοι, νῦν δὲ οἱ πλεονεξίᾳ ἐκουσίως χρηματιζόμενοι. Τότε οἱ πρὸ ὀφθαλμοῦ ἔχοντες τὸ θεῖον δικαστήριον, νῦν δὲ οἱ μηδὲ εἰς ἔννοιαν τοῦτο λαμβάνοντες. Τότε οἱ τύπτεσθαι νῦν δὲ οἱ τύπτειν ἔτοιμοι. Καὶ τότε μὲν τὴν ἀγνείαν ἐξεθείαζον, νῦν δέ, ἀλλ’ οὐδέν βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν...». (Αγ. Ισιδώρου Πηλουσιώτου PG 78, 905).
Βλάσφημος καὶ ὁ Ἅγιος; Οὐ μὴ γένοιτο. Ἀναρωτιέται πραγματικὰ κανείς, ὅπως καὶ αὐτός, γιὰ τὸ ἱερατεῖο τοῦ Χριστοῦ, ἂν βλέπει τί γίνεται καὶ τί συμβαίνει, ἂν βλέπουν, ποιοὶ μᾶς κυβερνοῦν καὶ μᾶς καθοδηγοῦν, ἂν βλέπουν ὅτι τὰ πάντα, δόγματα, ἐντολές, νόμοι, ἀξίες  ἀναιροῦνται, γι’ αὐτὸ καὶ φτάσαμε ἐδῶ ποὺ φτάσαμε, ἂν βλέπουν, ὅτι τὸ ποίμνιο εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀκατήχητο, ἀποπροσανατολισμένο, συγχυσμένο, ἐγκαταλελειμένο στὸ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων;
Τὸ βλέπουν ἀλλὰ δυστυχῶς «δεκάρα δὲν δίνουν». Δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει καὶ δὲν νοιάζονται, γιατὶ ἀγάπησαν τὴν δόξα τοῦ κόσμου καὶ ὄχι τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐάν κάποιοι διαφωνήσουν, ἂς μὲ διαψεύσουν καὶ ἂς ἀναφέρουν ἔστω καὶ μὶα μοναδικὴ περίπτωση, ποὺ νὰ ἔπραξαν, ὄχι μὲ ἀνούσιες ἀνακοινώσεις ἀλλὰ ὅπως θὰ ἔπρεπε τὸ καθῆκον τους, ἢ νὰ ἔκαναν ἁπλά καὶ μόνον κάτι, τὸ ὁποῖο νὰ δείχνει τὴν κατεύθυνση, ποὺ πρέπει να ἀκολουθήσει τὸ ποίμνιο καὶ νὰ πολεμήσει γιὰ τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια. Πότε καὶ ποῦ καὶ γιὰ ποιὸ θέμα, οἱ Ποιμένες μας, ἐκτὸς τῶν γνωστῶν λαμπρῶν ἐξαιρέσεων (ὄχι πάντως «οἱ φιλόλογοι» τῆς Γατζέας), ποὺ σήμερα ὅμως καὶ αὐτοὶ διώκονται, ὕψωσαν ἀψηφώντας τὸ κόστος τὸ «ἀνάστημά» τους στοὺς «μεγάλους» καὶ «ἰσχυροὺς» τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ προστατεύσουν τὸ Δόγμα, τὴν Πίστη, τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ποίμνιόν Της,  τό δίκαιο τοῦ φτωχοῦ, τοὺς ἀδικουμένους καὶ κατατρεγμένους, ἐν ὁλίγοις "τὸν ἀγρὸν τῆς χήρας" ὅπως ἔκαναν ὅλοι οἱ πραγματικοί, ἀληθινοί καὶ γνήσιοι Ποιμένες τοῦ Κυρίου μας, Χρυσόστομοι, Βασίλειοι, Γρηγόριοι, Ἀθανάσιοι, Μάξιμοι, Θεόδωροι καὶ τόσοι ἄλλοι. 
Ἐνῶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας φωνάζει: «Ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων».(Ιωα. ι’, 11) οἱ σημερινοὶ Ποιμένες, τιθέασιν οὐδέν, οὔτε κὰν ἕνα κείμενο για τα πρόβατα τοῦ Χριστοῦ˙ φιλολογοῦν, χωρίς νὰ ἀναφέρονται καὶ χωρὶς νὰ δείχνουν κατανόηση πουθενὰ γιὰ τὴν ἀγωνία τοῦ Πιστοῦ, τὸν φόβο του γιὰ τὴν ψυχή του, γιὰ τὸ τί μέλλει γενέσθαι, γιὰ τὸ τί πρέπει νά πράξει σὲ αὐτοὺς τοὺς ἀπίστευτους καιρούς. Ἐνῶ οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι ἐξ αἰτίας τῆς ὁμολογίας τους καὶ τῶν ἀγώνων τους γιὰ τὸ ποίμνιο τους βασανίσθηκαν, χλευάσθησαν, ταλαιπωρήθησαν, ὑβρίσθησαν,ἐκδιώχθησαν, ξέρουμε ἐμεῖς κάποιον, ἐκτὸς τῶν ὀλίγων σήμερα  ὁμολογητῶν ἁγιορειτῶν πατέρων καὶ τὼν μετρημένων στὰ δάκτυλα ἐκλεκτῶν ἱερέων, ποὺ νὰ θυσίασε καὶ νὰ ἔχασε τὴν θέση του, τὴν ἐξουσία του, τὸν μισθόν του, ἢ ὅ,τι δήποτε ἄλλο; Ἢ σιωποῦν ἢ ἀναλώνονται σὲ γραπτὲς τάχα διαμαρτυρίες ἄνευ ἀντικτύπου, τύπου Γατζέας, διότι λόγια δίχως ἔργα μηδέν ἐστι.
Οἱ ποιμένες σήμερα πιστεύουν ὅτι, ὅλα αὐτά ἀφοροῦν μόνον ὅλους τοὺς ἄλλους, τοὺς κοινοὺς ἁμαρτωλούς, καὶ νομίζουν ὅτι μποροῦν νὰ «λύνουν» καὶ νὰ «δένουν», ὅποιον θέλουν, να συναναστρέφονται μὲ ἀνήθικους καὶ προδότες τῆς πίστεως καὶ νὰ διώκουν τοὺς ἠθικούς καὶ τοὺς ὁμολογητές, νὰ χειροτονοῦν ὅποιον φαίνεται νὰ τοὺς χρησιμεύει καὶ ὅποιον τοὺς ἀρέσει καὶ νὰ καθαιροῦν ὅποιον τοὺς ἐλέγχει, νὰ καταργοῦν καὶ νὰ καταπατοῦν Ἱερούς Κανόνες, καὶ ὅποτε τοὺς συμφέρει να τοὺς ἐπικαλοῦνται ἢ νὰ τοὺς παρερμηνεύουν, νὰ συμπεριφέρονται ὅπως θέλουν καὶ νὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν, χωρίς μάλιστα ποτέ νὰ δίνουν λόγο ἢ νὰ ἀπολογοῦνται σὲ κανέναν, νὰ αὐτοανακηρύττονται σὲ αὐθεντίες καταργώντας τὶς πραγματικὲς αὐθεντίες τουτέστιν τοὺς Ἅγιους Πατέρες, νὰ μιλοῦν μὲ εὐκολία γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς τοῦ λαοῦ ἀπαγορεύοντας ὅμως αὐστηρὰ κάθε ὑπόδειξη γιὰ τὸν κίνδυνο ἀπώλειας τῆς δικῆς τους ψυχῆς, ξεχνώντας, ὅτι τὰ  «ΟΥΑΙ» τοῦ Κυρίου μας πρωτίστως σὲ ποιμένες ἀναφέρονται. Οἱ προφῆτες μᾶς προειδοποίησαν γιὰ αὐτοὺς τοὺς καιρούς:
 «Ποιμένες πολλοὶ διέφθειραν τὸν ἀμπελώνα μου, ἐμόλυναν τὴν μερίδα μου τὴν ἐπιθυμητήν...» (Ιερεμίας ιβ’, 10)
«Οὐαὶ οἱ λέγοντες τὸ πονηρὸν καλὸν καὶ τὸ καλὸν πονηρόν, οἱ τιθέντες τὸ σκότος φῶς καὶ τὸ φῶς σκότος, οἱ τιθέντες τὸ πικρὸν γλυκὺ καὶ τὸ γλυκὺ πικρόν. Οὐαὶ οἱ συνετοὶ ἐν ἑαυτοῖς καὶ ἐνώπιον αὐτῶν ἐπιστήμονες. Οὐαὶ οἱ ἰσχύοντες ὑμῶν, οἱ πίνοντες τὸν οἶνον καὶ οἱ δυνάσται οἱ κεραννύντες τὰ σίκερα, οἱ δικαιοῦντες τὸν ἀσεβῆ ἕνεκεν δώρων καὶ τὸ δίκαιον τοῦ δικαίου αἴροντες. Διὰ τοῦτο ὃν τρόπον καυθήσεται καλάμη ὑπὸ ἄνθρακος πυρὸς καὶ συγκαυθήσεται ὑπὸ φλογὸς ἀνειμένης, ἡ ῥίζα αὐτῶν ὡς χνοῦς ἔσται καὶ τὸ ἄνθος αὐτῶν ὡς κονιορτὸς ἀναβήσεται· οὐ γὰρ ἠθέλησαν τὸν νόμον Κυρίου Σαβαώθ, ἀλλὰ τὸ λόγιον τοῦ ἁγίου Ἰσραὴλ παρώξυναν... » (Ησ. ε’, 20-24)

«Ὦ ποιμένες Ἰσραήλ, μὴ βόσκουσι ποιμένες ἑαυτούς; Οὐ τὰ πρόβατα βόσκουσιν οἱ ποιμένες; ἰδού τὸ γάλα κατέσθετε καὶ τὰ ἔρια περιβάλλεσθε καὶ τὸ παχύ σφάζετε καὶ τὰ πρόβατά μου οὺ βόσκετε. Τὸ ἠσθενηκός οὐκ ἐνισχύσατε καὶ τὸ κακῶς ἔχον οὐκ ἐσωματοποιήσατε καὶ τὸ συντετριμμένον οὐ κατεδήσατε καὶ τὸ πλανώμενον οὐκ ἐπεστρέψατε καὶ τὸ ἀπολωλός οὐκ ἐζητήσατε καὶ τὸ ἰσχυρόν κατηργάσασθε μόχθῳ. Καὶ διεσπάρη τὰ πρόβατά μου διὰ τὸ μὴ εἶναι ποιμένας καὶ ὲγενήθη εἰς κατάβρωμα πᾶσι τοῖς θηρίοις τοῦ ἀγροῦ... διὰ τοῦτο, τάδε λέγει Κύριος Κύριος·ἰδοὺ ἐγὼ ἐπί τοὺς ποιμένας καὶ ἐκζητήσω τὰ πρόβατά μου ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῶν ....». (Ιεζεκιήλ λδ’, 2-10).
Εἶναι πιὰ γιὰ ὅλους μας ἡ ὤρα τῆς εὐθύνης καὶ τῶν γονάτων, τῆς πάλης μὲ τὸν ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου καὶ τῆς μετάνοιας, τῆς θυσίας γιὰ τὴν Ἀλήθεια καὶ τῆς καταδίκης τοῦ ψεύδους, τῆς ὑπακοῆς στοὺς λίγους ἄξιους ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἁγίας "ἀνυπακοῆς" στοὺς πολλοὺς ἀνάξιους. Ποιὸς ξέρει; Ὁ Θεὸς ποὺ θέλει τὴν σωτηρία τοὺ ἁμαρτωλοῦ, ποιμένος και ποιμενομένου, καὶ ὄχι τὴν ἀπωλειά του, ἴσως μᾶς λυπηθεῖ σὰν τοὺς Νινευίτες.
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου, Κλασσικὸς φιλόλογος, Ἱστορικός