Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

1940: Η Παναγία στο μέτωπο


Πορεία στα χιόνια στο Αλβανικό Μέτωπο



Προσευχή για τους νεκρούς των πολέμων, δικούς και εχθρούς

Το ιστολόγιό μας δεν έχει πολιτικό ενδιαφέρον, ούτε πατριωτικό, αλλά καθαρά πνευματικό. Αν και αγαπώ την πατρίδα μου, είμαι και ορθόδοξος χριστιανός (έννοια απολύτως πανανθρώπινη), άρα για μένα η ζωή και η σωτηρία της ψυχής του Τούρκου ή Γερμανού εισβολέα έχει την ίδια αξία με εκείνη του Έλληνα στρατιώτη. Έτσι το βλέπω, εκεί με οδηγεί η ορθόδοξη πνευματική κληρονομιά του λαού μου, είτε αρέσει αυτό σε μερικούς είτε όχι. Θα προτιμούσα να μη σκανδαλιστείτε, όλοι οι πατριώτες, αλλά να προβληματιστείτε και να δείξετε έστω κατανόηση.
Αυτή η ορθόδοξη άποψη έχει σοβαρά ερείσματα στην ιστορία του λαού μας. Ναι, έχουν υπάρξει χαροκαμένες μανάδες που έχουν φερθεί με ανθρωπιά σε τραυματίες, αιχμάλωτους ή νεκρούς εισβολείς.
Ωστόσο δεν πρέπει να αγνοήσουμε ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου άγιοι εμφανίζονται σε μάχες υπέρ των (αμυνόμενων) χριστιανών: ο άγιος Δημήτριος στην πολιορκία του Σκυλογιάννη και στη μάχη για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1913, ο άγ. Μηνάς στο Ελ Αλαμέιν, ο αρχάγγελος Μιχαήλ στο Μανταμάδο (όπου μάλιστα σκότωσε τους πειρατές), η Παναγία κατά την επίθεση των Αβάρων (όταν ψάλθηκε ο Ακάθιστος Ύμνος) και φυσικά στο Αλβανικό Μέτωπο.
Γιατί οι άγιοι το κάνουν αυτό; Παρεμβαίνουν σωστικά σε συγκεκριμένες περιπτώσεις για λόγους που εκείνοι ξέρουν. Συγκαταβαίνουν στην ανθρώπινη αδυναμία. Έρχονται να προστατέψουν. Σταματάνε μεγαλύτερες συμφορές. Υπακούνε σε αγωνιώδεις προσευχές
ανθρώπων με καθαρή καρδιά. Αυτά είναι ΠΙΘΑΝΟΙ ΛΟΓΟΙ. Δε μπορώ να το κρίνω - εγώ δεν αγαπώ τον εχθρό μου πιο πολύ απ' όσο τον αγαπούν ο Χριστός, η Παναγία και οι άγιοι. Μπορώ μόνο να καταγράψω τις μαρτυρίες.
Η Παναγία στον Ορχομενό και ο άγ. Χαράλαμπος στα Φιλιατρά σταμάτησαν τους ναζί, δεν τους σκότωσαν. Γιατί το έκαναν; Δε γίνεται μάρτυρας ο αθώος που πεθαίνει από μαχαίρι εισβολέα; Γιατί δεν το έκαναν στα Καλάβρυτα ή στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή στους θαλάμους βασανιστηρίων; Μπορεί στον Ορχομενό, στα Φιλιατρά και όπου αλλού έγινε κάτι παρόμοιο, οι άνθρωποι να μην ήταν έτοιμοι να γίνουν μάρτυρες ή μπορεί ο Θεός να παρενέβη, επειδή ίσως κάποια προτεστάντισσα Γερμανίδα μάνα προσευχόταν με αγωνία & καθαρή καρδιά για το γιο της κι ο Θεός δεν τον άφησε να λερώσει τα χέρια του με αίμα γυναικόπαιδων.
Επαναλαμβάνω, δεν το ξέρω. Ξέρω μόνο ότι η σφαγή το θύμα το καθαγιάζει (όταν είναι αθώο) και το σφαγέα τον στέλνει στην κόλαση, ξέρω πως ο Θεός νοιάζεται πιο πολύ για τα θύματα της αδικίας απ' όσο νοιάζομαι εγώ ή ένας ιστορικός ή δημοσιογράφος ή ακόμη και η μητέρα τους - και ξέρω πως ο Θεός ενεργεί εντελώς διαφορετικά απ' ό,τι θα θέλαμε εμείς να ενεργήσει. Αυτό μας σκανδαλίζει, γιατί πάντα ξεγελάμε τη συνείδησή μας λέγοντάς της πως εμείς είμαστε σοφότεροι ή πιο δίκαιοι απ' το Θεό και πως ο Θεός κάνει λάθη, ενώ εμείς, αν ήμασταν στη θέση Του, "δε θα κάναμε" - οι καημένοι...

Η εικόνα της Παναγίας του Ορχομενού. Ζωγραφίστηκε με έξοδα του Γερμανού διοικητή Χόφμαν, που είχε κάνει την αποτυχημένη επίθεση στις 10 Σεπτ. 1942.

Είναι οφθαλμοφανές πως οι εμφανίσεις αυτές θυμίζουν τις παρεμβάσεις των θεών στα ομηρικά έπη. Αυτό βοηθάει όποιον θέλει να τις ερμηνεύσει ως μύθους ή ψευδαισθήσεις, γεννημένες απ' τη φαντασία των πιστών που έχουν επείγουσα ανάγκη να νιώσουν την υψηλή προστασία κάποιου ισχυρού (αλλά ανύπαρκτου) πνεύματος. Όμως οι πιο καλά μαρτυρημένες τέτοιες εμφανίσεις -της Παναγίας στο μέτωπο του 40- είναι πολύ κοντά σε μας (δεν απέχουν αιώνες, ώστε να μπορούμε να τις αγνοήσουμε πλήρως) και καλό είναι να μην απορριφθούν ελαφρά τη καρδία ακόμη κι από έναν "άπιστο", χωρίς να τον κάνουν, όχι να "πιστέψει", αλλά να βάλει ένα ερωτηματικό.
Ο μέσος άνθρωπος δεν περιμένει να δει την Παναγία, ώστε να αυθυποβληθεί σε οράματα, και μάλιστα πολλά & ομαδικά. Την Παναγία την έστειλαν στους φαντάρους, περισσότερο ακόμα κι από τη δικαιοσύνη του αμυντικού αγώνα, οι προσευχές των μανάδων τους. Αυτό νομίζω.
Όσο για τις εμφανίσεις των αρχαίων θεών, εμφανίσεις πνευμάτων καταγράφονται σ' όλους τους πολιτισμούς, όλες τις εποχές. Αυτές τις αμέτρητες εμφανίσεις, ο πιστός του Διαφωτισμού απλά τις χαρακτηρίζει μύθους (αυθαίρετα) χωρίς να προβληματιστεί καν· ο πιστός των θρησκειών τις δέχεται όπως είναι, χωρίς να το ψάξει (όταν ένα πνεύμα τού λέει πως είναι θεός ή άγγελος το πιστεύει αμέσως)· ο ορθόδοξος χριστιανός, ακόμα κι αν εμφανιστεί ο Χριστός, το αμφισβητεί και διερευνά την ταυτότητα του οράματος ανάλογα με τη συμπεριφορά του πνεύματος.


Εμφανίσεις της Παναγίας σε Έλληνες στρατιώτες το 1940

Επιμέλεια: π. Δημητρίου Αθανασίου

Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας σημειώθηκαν σε πολλές περιοχές του ελλαδικού χώρου κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά στην πρώτη γραμμή του πολέμου, στα ελληνοαλβανικά σύνορα και την Πίνδο, η Παναγία ήταν η προστάτιδα και οδηγός των στρατιωτών. Οι στρατιώτες την έβλεπαν με τα μάτια της πίστης τους να τους εμψυχώνει και να τους «σκεπάζει», καθώς πολεμούσαν στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου και της Αλβανίας.


Ενδεικτική είναι η μαρτυρία της Β. Μπούρη, σύμφωνα με την οποία ο θείος της, Σπυρίδων Χουλιάρας, που πολέμησε στα ελληνοαλβανικά σύνορα, μέχρι το τέλος της ζωής του συνήθιζε να αφηγείται το εξής θαύμα της Παναγίας: ενώ οι στρατιώτες πολεμούσαν κάτω από πραγματικά αντίξοες συνθήκες, εμφανίστηκε μπροστά τους η Παναγία που ως προστάτιδα τους «σκέπασε» με το πέπλο της και σαν οδηγός τους οδήγησε μπροστά στον εχθρό, έτοιμους να τον αντιμετωπίσουν.
Το θαύμα αυτό επιβεβαιώνεται και από άλλους στρατιώτες που πολέμησαν στα βουνά της Πίνδου. Κατά μήκος όλου του μετώπου έβλεπαν το ίδιο όραμα: τις νύχτες μια γυναικεία μορφή βάδιζε ψηλόλιγνη, με την καλύπτρα της ριγμένη από το κεφάλι στους ώμους. Ήταν η Παναγία, η υπέρμαχος στρατηγός των Ελλήνων.
Ο Τάσος Ρηγόπουλος, πολεμιστής του 1940 γράφει από το μέτωπο:
«Σου γράφω από μία αετοφωλιά, τετρακόσια μέτρα ψηλότερη από την κορυφή της Πάρνηθας. Η φύση τριγύρω είναι πάλλευκη. Σκοπός μου […]είναι να σου μεταδώσω αυτό που έζησα, αυτό που είδα με τα μάτια μου και που φοβάμαι μήπως, ακούγοντάς το από άλλους, δεν το πιστέψεις. Λίγες στιγμές πριν ορμήσουμε για τα οχυρά της Μόροβας, είδαμε σε απόσταση περίπου δεκατριών μέτρων μια ψηλή μαυροφόρα να στέκει ακίνητη. Ο σκοπός φώναξε: «τις ει;». Μιλιά δεν ακούστηκε. Φώναξε ξανά θυμωμένος. Τότε, σαν να μας πέρασε όλους ηλεκτρικό ρεύμα, ψιθυρίσαμε: «η Παναγία!». Εκείνη όρμησε εμπρός σα να είχε φτερά αετού. Εμείς από πίσω της. Συνεχώς αισθανόμασταν να μας μεταγγίζει αντρειοσύνη.
Ολόκληρη εβδομάδα παλέψαμε σκληρά για να καταλάβουμε τα οχυρά Ιβάν-Μόροβας. […] Εκείνη ορμούσε πάντα μπροστά. Και όταν πια νικητές ροβολούσαμε προς την ανυπεράσπιστη Κορυτσά, τότε η Υπερμάχος έγινε ατμός, νέφος απαλό και απλά χάθηκε» .
Ένα θαύμα έζησαν και οι στρατιώτες του 51ου τάγματος στην κορυφογραμμή Ροντένη.
Από τις 22 Ιανουαρίου και κάθε βράδυ στις εννέα και είκοσι ακριβώς, το βαρύ πυροβολικό των αντιπάλων άρχιζε βολή εναντίον του τάγματος. Ο εκνευρισμός και οι απώλειες ήταν πολλές. Οι τολμηροί ανιχνευτές δεν μπορούσαν να εντοπίσουν τα εχθρικά πυροβόλα, προφανώς γιατί κάθε βράδυ οι αντίπαλοι τα μετακινούσαν. Η κατάσταση ήταν πιεστική. Ένα βράδυ του Φεβρουαρίου ακουστήκανε πάλι τα εχθρικά κανόνια.
«Παναγιά μου, βοήθησέ μας, σώσε μας», φώναξε εντελώς αυθόρμητα ο ταγματάρχης Πετράκης. Αμέσως στο βάθος πρόβαλε ένα φωτεινό σύννεφο και σιγά-σιγά δημιουργήθηκε κάτι σαν φωτοστέφανο και εμφανίστηκε η μορφή της Παναγίας, η οποία άρχισε να γέρνει προς τη γη και στάθηκε σε ένα φαράγγι. Όλοι στο τάγμα μόλις είδαν το θαύμα, ρίγησαν.
«Θαύμα!»,φώναξαν και έκαναν το σταυρό τους. Αμέσως στάλθηκε μήνυμα στην ελληνική πυροβολαρχία, τα ελληνικά κανόνια βρόντηξαν και λίγο μετά τα αντίπαλα σίγησαν. Οι οβίδες των Ελλήνων είχαν πετύχει τον απόλυτο στόχο .
«Η πίστη κατά την διάρκεια του πολέμου, το σίγουρο είναι ότι βοηθάει τον δοκιμαζόμενο στρατιώτη. Και η εικόνα της προστάτιδας του φέρνει ελπίδα και αισιοδοξία. … οι Αρτινοί στο μέτωπο μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς δεν φοβόνταν ούτε όλμους, ούτε τις εχθρικές σφαίρες…»
Ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης ζωγράφισε πάνω στο καπάκι ενός κιβωτίου ρέγγας την Παναγία της Νίκης, η οποία απέκτησε τη φήμη ότι είναι θαυματουργή.
«Σε έξαλλη θρησκευτική έκσταση απαιτούσαν (ενν. οι έλληνες στρατιώτες από την Άρτα) η θαυματουργή εικόνα να μείνει ένα βράδυ τουλάχιστον στην κατασκήνωση τους. Άκουγες φωνές από παντού. Όλοι οι στρατιώτες φωνάζανε: «Η Παρθένα, η Παρθένα. Να την αφήσετε μια βραδιά». Εκείνη την ώρα βάρεσε συναγερμός […] πέσαμε μπρούμυτα σύμφωνα με τις διαταγές που είχαμε. Κανένας Αρτινός δεν έκανε το ίδιο. «Βρε συνάδελφε», μου είπε ένας, «βαστάς την Παρθένα και φοβάσαι»;» ["Νεκρός": άραγε πού να βρίσκεται τώρα αυτό το κειμήλιο;].
Χαρακτηριστικό είναι, επίσης, το γεγονός ότι οι ταυτότητες των στρατιωτών έφεραν, δίπλα ακριβώς από τα στοιχεία τους, μια εικόνα της Παναγίας. Και λίγο πριν απo την επίθεση έκαναν το σταυρό τους, αναφωνούσαν τρεις φορές «Παναγία μου!» και ύστερα ξεκινούσαν.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, αναγνωρίστηκε η σπουδαιότητα των θαυματουργών επεμβάσεων της Παναγίας. Για το λόγο αυτό η γιορτή της Αγίας Σκέπης, που είχε καθιερωθεί από το 626, όταν με τη θαυματουργή της επέμβαση έσωσε την Κωνσταντινούπολη από τους Αβάρους, να γιορτάζεται προς τιμήν της Παναγίας την 1η Οκτωβρίου, μεταφέρθηκε από το 1952 στις 28 Οκτωβρίου για να ενθυμούνται όλοι τη θαυματουργή βοήθειά της στη δυσκολότερη, ίσως, περίοδο του ελληνικού έθνους.

Απόσπασμα από την εργασία "Η τιμή της Θεοτόκου στην Ήπειρο"

Η Αγία Σκέπη: ο άγιος Ανδρέας ο διά Χριστόν σαλός, μέσα στην Παναγία των Βλαχερνών, βλέπει την Παναγία να σκεπάζει προστατευτικά το λαό μ' ένα ουράνιο ύφασμα. Στη μέση στέκεται ο μεγάλος ποιητής και μουσικός άγιος Ρωμανός ο Μελωδός. Σ' αυτό το όραμα βασίστηκε η γιορτή της Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Θεοτόκου, που γιορτάζεται 1 Οκτ., αλλά στην Ελλάδα, από το 1952, 28 Οκτ.

Ο Ανθυπασπιστής Νικόλαος Γκάτζαρος γράφει για τις εμφανίσεις της Παναγίας στον πόλεμο του '40


Ο άγων ήταν ιερός. Οι Έλληνες πολεμούσαν υπέρ Πί­στεως και Πατρίδος. Εγνώριζαν, ότι αν πατούσαν τον τόπο μας οι Φράγκοι, οι παπικοί θα μας νόθευαν την πίστι και θα μόλυναν την Ορθοδοξία.
Η παρουσία της Παναγίας στο Μέτωπο διαπιστώθηκε σε πολλές περιπτώσεις. Αναφέρομε μία, η οποία είχε γίνει κοντά μας στο αριστερό μέρος του Μετώπου, εκεί που ήτανε το άλλο τμήμα του Μετώπου, των ευζώνων. Συνέβη στον υπολοχαγό Νικόλαον Γκάντζαρον. Στα χρόνια της Κατοχής είχα την ευκαιρία, να τον γνωρίσω στα Γιάννενα. Εκεί μου το διηγήθηκε και ο ίδιος.
Επειδή όμως δεν διέσωζα τις λεπτομέρειες, τον παρα κάλεσα να μου τα γράψη. Παραθέτω την απάντησί του και την αναφορά που είχε κάμει τότε στο Διοικητή του. Ιδού το πλήρες κείμενο της απαντητικής επιστολής του και η αναφορά του:

Εν Ιωαννίνοις τη 3.2.1968
Πανοσιολογιώτατε,
Ο αδελφός μου Σωτήριος δι’ επιστολής του μοι διεβίβασε την υμετέραν παράκλησιν, όπως σας γράψω περί του υπ’ εμού οράματος της Θεοτόκου κατά τον Ελληνοϊταλικόν πόλεμον 1940-41…
Ετύγχανον Διμοιρίτης της Γ’ Διμοιρίας (2ου Λόχου, Ι Τάγματος, 40ου Συντάγματος Ευζώνων), ότε εις την περιοχήν Α’, του χωρίου Γκολέμι εν Β. Ηπείρω (Αλβανία) κατά μίαν προσωρινήν ανάπαυλαν του Τάγματος εν εφεδρεία, καθ’ ην δεν εδικαιολογείτο παραίσθησις ή ολιγοψυχία, συ νέβη το όραμα. Θεωρώ λοιπόν επιβεβλημένον μου καθήκον να σας ε νημερώσω περί του γεγονότος εκείνου.
Τούτο περιγράφεται εν τη υποβληθείση αναφορά μου, της οποίας ακριβές αντίγραφον σας εγκλείω.
Επειδή ως Χριστιανός δεν επιθυμώ θόρυβον περί το ό νομά μου, παρακαλείσθε θερμότατα, όπως μείνω άγνωστος, πράγμα όπερ έχω και ως αρχήν.
Μετά σεβασμού
Νικόλαος Γκάτζαρος
Οδός Λόρδου Βύρωνος 9, Ιωάννινα

Αριθ. Δ.Υ.
Εν Τ.Τ. 712 τη 3η Μαρτίου 1941
Ο Ανθυπασπιστής Γκάτζαρος Νικόλαος
Προς
Το 1/40 Τάγμα Ευζώνων Ενταύθα
«Περί εμφανίσεως της Παναγίας και των δοθεισών μοι υπ’ Αυτής εντολών».
«Λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω υμίν, ότι χθες Κυρια κήν, 2 Μαρτίου έ.έ. και περί ώραν 8ην μ.μ. μετέβην εις τι παρακείμενον του καταυλισμού 2ου Λόχου Τάγματος Υμών μικρόν ύψωμα απέχον περί τα 300μέτρα, χάριν περιπά του, αισθανθείς την ανάγκην κινήσεως. Μία μυστηριώδης δύναμις ωσάν να με ώθη προς τα εκεί. Ο αήρ έχει ήδη παύ σει να φυσά και ο ουρανός ήτο αστερόης. Κατά την επι στροφήν μου εις την σκηνήν, δεν έχω αριθμήση 10 βήμα τα, ότε αιφνιδίως ενεφανίσθη εμπρός μου και μου ανέκοψε τον δρόμον μία γυνή μαυροφόρα έχουσα σεμνήν, την εμφάνισίν της. Το πρόσωπόν της διεκρίνετο χαρακτηριστικώς εις το βραδυνό ημίφως. Εις το θέαμα τούτο καταληφθείς εξ απροόπτου, κατ’ αρχάς εξεπλάγην, κατόπιν όμως αυτοστιγ μεί συνήλθον εκ του τρόμου, επειδή εγνώριζον, ότι πολλάκις η Παναγία ενεφανίσθη είτε ως όραμα, είτε καθ’ ύπνον κατά τας πολεμικάς επιχειρήσεις του Στράτου μας.
Εγώ όλως μηχανικώς έλαβον θέσιν ημιγονυπετή, ίνα ασπασθώ την δεξιάν Της. Εκ της συγκινήσεως οι οφθαλ μοί μου εδάκρυζον, οι πόδες και τα χείλη μου έτρεμον επί πολλήν ώραν. Ήκουσα να ομιλή: «Είμαι η Παναγία. Μη φοβείσαι παιδί μου, είπε! Εγώ ενεφανίσθην να σου είπω τρεις λόγους, τους οποίους να μη λησμονήσης:
1) Ο παρών πόλεμος εκηρύχθη απροκαλύπτως και αναιτίως υπό της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδος. Θελήματί μου η Ελλάς θα εξέλθη τούτου νικηφόρως.
2) Ο πόλεμος ούτος εκηρύχθη εναντίον της Ελλάδος, ί να γνωρίση ο κόσμος, ότι αφορμή τούτου είναι η απομάκρυνσίς του εκ της Χριστιανικής θρησκείας, καθ’ ην ύβρι ζεν, εβλασφήμει τα θεία της και έρρεπε προς τον εκφυλισμόν και την ακολασίαν και ούτως συμμορφωθή, ίνα μάθη ότι υπάρχει και προΐσταται ο Θεός. Τρανώτατα δε τεκμήρια της υπάρξεως ταύτης είναι τα συχνά θαύματα των Αγίων της Εκκλησίας του Χριστού.
3) Έπρεπε να μάθη ο κόσμος, ότι ο δίκαιος πάντοτε υπε ρισχύει της βίας.
Ανάφερε, λοιπόν, ταύτα και εγγράφως εις τον Διοικη τήν σου, ίνα μη πτοηθή προ ουδενός κωλύματος, καθότι υπό την προστασίαν Μου ο Ελληνικός Στρατός θα νικήση!».
Μεθ’ ο εν τη εξαφανίσει Της οι οφθαλμοί μου εθαμβώθησαν.
Εν τέλει συνήλθον εν μέρει και κατηυθύνθην αμέσως εις την σκηνήν υμών, όπου έξωθι ταύτης ανέφερον υμίν το συμβάν προφορικώς.
Νικόλαος Γκάτζαρος
Μετά από την εμφάνισι αυτή, όλοι μας οι στρατιώτες εδώσαμε τον φτωχό όβολό μας και με προθυμία κτίσθηκε στο μέρος αυτό ο ναός της Παναγίας.

* * *
«Θεοτόκε η ελπίς, πάντων των Χριστιανών, σκέπε φρούρει φύλαττε, τους ελπίζοντας εις Σε»

Κοντάκιον της αγίας Σκέπης

Ήχος πλ. δ΄. Τη Υπερμάχω.
Ώσπερ νεφέλη αγλαώς επισκιάζουσα, της Εκκλησίας τα πληρώματα Πανάχραντε, εν τη πόλει πάλαι ώφθης τη βασιλίδι. Αλλ’ ως σκέπη του λαού σου και υπέρμαχος, περισκέπασον ημάς εκ πάσης θλίψεως, τους κραυγάζοντας. Χαίρε Σκέπη ολόφωτε.

* * *

Άξιόν εστιν ως αληθώς, μακαρίζειν σε την Θεοτόκον, την αειμακάριστον και παναμώμητον, και Μητέρα του Θε ού ημών. Την τιμιωτέραν των Χερουβείμ, και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ, την αδιαφθόρως, Θεόν Λόγον τεκούσαν, την Όντως Θεοτόκον σε μεγαλύνομεν.
Πηγή
 Θαῦμα στό Μπούμπεση

Ἕνα ζωντανό  θαῦμα τῆς Παναγίας ἔζησαν στόν Ἑλληνοϊταλικό πόλεμο οἱ στρατιῶτες τοῦ 51ου ανεξαρτήτου τάγματος, με διοικητή τον ταγματάρχῃ Πετράκη, στήν κορυφογραμή  τοῦ Ῥοντένη, δεξιὰ τῆς θρυλικῆς Κλει­σούρας.
Κάθε βραδύ, ἀπό τίς 22-1-41 και ἔπειτα, στίς 9.20 ἀκριβῶς, το Βαρύ  Ἰταλιό πυροβολικό ἄρχιζε βολή ἐ­ναντίον τοῦ τάγματος Πετράκη καὶ τοῦ δρόμου, ἂπ’ ὄ­που περνοῦσαν τὰ μεταγωγικά. Πέρασαν ἡμέρες καὶ τὸ κακὸ συνεχιζόταν, δημιουργώντας ἐκνευρισμὸ καὶ ἀ­πώλειες. Τολμηροὶ ἀνιχνευτὲς τῶν ἐμπροσθοφυλακῶν καὶ ἀεροπόροι ἐξαπολύθηκαν μέχρι βαθιὰ στίς Ἰταλικὲς γραμμές, ἀλλὰ ἐπέστρεψαν ἄπρακτοι. Δέν μποροῦσαν νά ἐντοπίσουν τὰ Ἰταλικὰ πυροβόλα, ἴσως γιατὶ οἱ Ἰτα­λοὶ κάθε βραδὺ τὰ μετακινοῦσαν.
Ἦταν ὅμως ἀπολύτη ἀνάγκη νά ἐντοπισθοῦν οἱ ἐχ­θρικὲς θέσεις. Ἕνα βράδυ τοῦ Φεβρουαρίου ἀκούστη­καν πάλι οἱ ὁμοβροντίες τῶν Ἰταλικῶν κανονιῶν.
— Παναγία μου, φώναξε τότε ὁ ταγματάρχης ἐντε­λῶς αὐθόρμητα, βοήθησέ μας! Σῶσε μας ἂπ’ αὐτοὺς τοὺς δαίμονες.
Ἀμέσως στό βάθος πρόβαλε ἕνα φωτεινὸ σύννεφο.
Σιγά-σιγά σχηματισε κάτι σὰν φωτοστέφανο. Καὶ κάτω ἂπ’ αὐτὸ μερικὰ ἀσημένια συννεφάκια σχημάτισαν τή μορφὴ τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία ἄρχισε νά γέρνει πρὸς τή γή καὶ στάθηκε σ’ ἕνα φάραγγι, ἀνάμεσα σὲ δύο ὑ­ψώματα τοῦ Μπούμπεση. Τὸ ὅραμα τὸ εἶδαν ὅλοι στό τάγμα καὶ ῥίγησαν.
— Θαῦμα! βροντοφώναξε ὁ ταγματάρχης.
— Θαῦμα! Θαῦμα! ἐπανέλαβαν οἱ στρατιῶτες καὶ σταυροκοπήθηκαν.
Ἀμέσως ἔφυγε ἕνας σύνδεσμος μὲ σημείωμα τοῦ Πετράκη γιά τὴν πυροβολαρχία τοῦ Τζήμα. Σὲ δέκα λε­πτὰ βρόντησαν τὰ ἑλληνικὰ κανόνια καὶ σὲ εἴκοσι ἐσίγησαν τὰ ἰταλικά. Οἱ ὀβίδες μας εἶχαν πετύχει ἀπόλυτα τὸν στόχο.
Ὁ βλάσφημος ἀνθυπασπιστής 
Ὁ Χρῆστος Βέργος, ἐπιστρατευμένος στόν πόλεμο τῆς Κορέας, διηγεῖται:
«Ἤμουν ἀνθυπασπιστὴς στό τάγμα τῆς Κορέας. Δέν πίστευα πουθενά, παρὰ μόνο στή δύναμη τῶν βαρέων ὅπλων πού κατεύθυνα. Ἐπὶ πλέον ἤμουν ἀδιόρθωτα βλάσφημος. Ὅλες οἱ βλασφημίες μου συγκεντρωνον­ταν στήν Παναγία. Ὅσοι μὲ ἄκουγαν ἀνατρίχιαζαν. Οἱ φαντάροι μου ἔκαναν τὸν σταυρὸ τους, γιά νά μὴν τοὺς βρεῖ κακό. Οἱ ἀνώτεροί μου διαρκῶς μὲ παρατηροῦ­σαν καὶ μὲ τιμωροῦσαν. Ὥσπου μιά νύχτα ἔζησα ἕνα ὁλοφάνερο θαῦμα.
Ξημέρωνε ἡ 7η Ἀπριλίου 1951. Μὲ τήν διμοιρίᾳ μου εἶχα καταλάβει μιά πλαγιά σὲ ὕψωμα κοντὰ στόν 38ο παράλληλο. Μέχρι τὰ ξημερώματα ἔμεινα ἄγρυπνος στό ὄρυγμά μου μαζὶ μὲ τὸν στρατιώτῃ Σταῦρο Ἀδαμάκο. Ὅταν ῥόδιζε ἡ αὐγή, ὁπότε δέν ὑπῆρχε φόβος αἰφνιδιασμοῦ, ἀποκοιμήθηκα. Εἶδα τότε ἕνα ὄνειρο πού μὲ συνετάραξε:
Μία γυναῖκα στά μαῦρα ντυμένη, μὲ ἁγνὴ ὀμορφιὰ καὶ γλυκύτατη φωνή, μὲ πλησιάζει καὶ μὲ ῥωτᾶ ἀκουμ­πώντας τὸ χέρι στον ὦμο μου:
– Θέλεις νά βρίσκομαι κοντὰ σου Χρῆστο; Ἔνοιωσα τότε μιΆ βαθειά ἀγαλλίαση.
– Καὶ ποία εἶσαι σύ; τήν  ῥώτησα.
Τότε ἐκείνη ἄλλαξε ἔκφραση καὶ μὲ παρατήρησε αὐστηρά:
– Γιατί, Χρῆστο, διαρκῶς μὲ βρίζεις;
– Πρώτη φορὰ σὲ βλέπω! διαμαρτυρήθηκα. Πῶς εἶναι δυνατὸ νά βρίζω μιά ἄγνωστή μου;
– Ναί, Χρῆστο, ἐπέμεινε ἐκείνη πιὸ αὐστηρά. Μὲ βρίζεις. Ἐγὼ ὅμως εἶμαι πάντα κοντὰ σὲ σένα καὶ σ’ ὄ­λους τοὺς στρατιῶτες τοῦ τάγματος. Γιατὶ δέν πηγαίνετε στό Πουσάν, ν’ ἀνάψετε κεριὰ στ’ ἀδέλφια σας ποῦ ἔ­χουν ταφεῖ ἐκεῖ;
Μ’ αὐτὴ τή φράσῃ ξύπνησα τρομαγμένος. Ὁ Σταῦ­ρος δίπλα μου μὲ κοίταζε σαστισμένος.
– Κύριε ἀνθυπασπιστά, κάτι ἔχεις, μοῦ εἶπε. Βογγοῦσες καὶ παραμιλοῦσες στόν ὕπνο σου.
Τοῦ διηγήθηκα τὸ ὄνειρό μου καὶ καταλήξαμε πώς ἦταν ἀποτέλεσμα κοπώσεως καὶ συζητήσεων γύρω ἀπὸ τοὺς νεκροὺς τοῦ Πουσάν.
Ἐνῶ ὅμως λέγαμε αὐτά. ξαναβλέπω τή γυναῖκα τοῦ ὀνείρου μου μπροστά μου.
— Ἀδαμάκο! βάζω μιά φωνή. Ἡ γυναῖκα… Αὐτή… Νά… τή βλέπεις;
Ἐκεῖνος προσπαθοῦσε νά μὲ καθησυχάσει, ἀλλά πού ἐγώ! Ἡ μαυροφορεμένη γυναῖκα μὲ τὴν ἁγνὴ ὀ­μορφιὰ καὶ τή γλυκύτατη φωνή στάθηκε κοντά μου καί μοῦ εἶπε:
– Μὴ φοβᾶσαι… Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου. Εἶμαι ἡ Παναγία. Σᾶς προστατεύω ὅλους παντοῦ καὶ πάντοτε. Ἀλλά θέλω ἀπὸ σένα νά μὴ μὲ βρίσεις οὔτε στίς δυ­σκολότερες στιγμὲς τῆς ζωῆς σου.
Πέφτω ἀμέσως ταραγμένος νά φιλήσω τὰ πόδια της. Ἐκείνη ὅμως εἶχε γίνει ἀφάντη. Ἔκλαψα τότε ἂπ’ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου ἕνα κλάμα ἀνακουφίσεως καὶ χαρᾶς, ἐγώ πού δέν εἶχα κλάψει ποτὲ στή ζωή μου».
Ὁ  Ν. Ντραμουντανὸς διηγεῖται μιά θαυμαστὴ ἐμπει­ρία του ἀπὸ τὸν πόλεμο τοῦ ’40:
«Ὁ λόχος μας πῆρε διαταγὴ νά καταλάβει ἕνα προ­χωρημένο ὕψωμα γιά προγεφύρωμα. Στήσαμε ταμ­πούρι μέσα στά βράχια. Μόλις τακτοποιηθήκαμε, ἄρχι­σε νά πέφτει πυκνὸ χιόνι. Ἔπεφτε ἀδιάκοπα δύο μεροόνυχτα κι ἔφτασε σὲ πολλὰ μέρη τὰ δύο μέτρα. Ἀπο­κλειστήκαμε ἀπὸ τὴν ἐπιμελητεία. Καθένας εἶχε τροφὲς στό σακκίδιό του γιά μία ἡμέρα. Ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ τὸ κρύο δέν λάβαμε πρόνοια «διὰ τὴν αὔριον» καί τίς κα­ταβροχθίσαμε.
Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ἄρχισε τὸ μαρτύριο. Τή δίψα μας τή σβήναμε μὲ τὸ χιόνι, ἀλλὰ ἡ πεῖνα μᾶς θέριζε. Πε­ράσαμε ἔτσι πέντε μερόνυχτα. Σκελετωθήκαμε. Τὸ ἠθι­κὸ μας τὸ διατηρούσαμε ἀκμαῖο, ἀλλὰ ἡ φύσῃ ἔχει καὶ τὰ ὅριά της. Μερικοὶ ὑπέκυψαν. Τὸ ἴδιο τέλος περιμέ­ναμε ὅλοι«ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος».
Τότε μία ἔμπνευση τοῦ λοχαγοῦ μας ἔκανε τὸ θαῦμα! Ἔβγαλε ἂπ’ τὸν κόρφο του μία χάρτινη εἰκόνα τῆς Παναγίας, τὴν ἔστησε στό ψήλωμα καὶ μᾶς κάλεσε γύ­ρω του:
— Παλληκάρια μου! εἶπε. Στήν κρίσιμη αὐτὴ περίσταση ἕνα θαῦμα μόνο μπορεῖ νά μᾶς σώσει. Γονατίστε, παρακαλέστε τὴν Παναγία, τή μητέρα τοῦ Θεαν­θρώπου, νά μᾶς βοηθήσει!
Πέσαμε στά γόνατα, ὑψώσαμε τὰ χέρια, παρακαλε­σαμε θερμά. Δέν προλάβαμε νά σηκωθοῦμε κι ἀκουύσαμε κουδούνια. Παραξενευτήκαμε καὶ πιάσαμε τὰ ὄ­πλα. Πήραμε θέση «ἐπὶ σκοπόν».
Δέν πέρασε ἕνα λεπτὸ καὶ βλέπουμε ἕνα πελώριο μουλάρι νά πλησιάζει κατάφορτο. Ἀνασκιρτήσαμε! Ζῶο χωρὶς ὁδηγὸ νά περνᾶ τὸ βουνό, μ’ ἕνα μέτρο χιόνι — τὸ λιγώτερο — ἦταν ἐντελῶς ἀφύσικο. Καταλα­βαμε: Τὸ ὁδηγοῦσε ἡ Κυρία Θεοτόκος. Τὴν εὐχαρι­στήσαμε ὅλοι μαζὶ ψάλλοντας σιγανά, μὰ ὁλόκαρδα, τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ» καὶ ἄλλους ὕμνους της. Τὸ ζῶο εἶχε πάνω του μία ὁλοκλήρη ἐπιμελητεία ἀπὸ τρόφιμα: κου­ραμάνες, τυριά, κονσέρβες, κονιὰκ καὶ ἄλλα.
Πολλὲς κι ἀπίστευτες κακουχίες πέρασα στόν πολε­μο. Ἀλλ’ αὐτή μοῦ μένει ἀξέχαστη, γιατὶ δέν εἶχε διε­ξοδο. Τὴν ἔδωσε ὅμως ἡ Παναγία».

Πηγή:  «ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ»-ΕΚΔΟΣΗ 33η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ- ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ  2011.

Πηγή:dogma.gr

1940: Η Παναγιά στρατηγός στο μέτωπο, δίπλα στους στρατιώτες

1940: Η Παναγιά στρατηγός στο μέτωπο, δίπλα στους στρατιώτες
«Είχε σηκώσει το γιακά της χλαίνης και με το μάνλιχερ στη χούφτα, όπλο και ραβδί, προχωρούσε στο κάτασπρο χιόνι. Η Παναγία “στρατηγός” στο μέτωπο το 1940 καθοδηγούσε, προστάτευε τους στρατιώτες». Ως στρατηγό φαντάζονταν την Παναγία οι λογοτέχνες, οι πολιτικοί, αλλά και οι στρατιωτικοί που μάχονταν στα βουνά της Πίνδου σε επίσημα κείμενα της εποχής.
Εκεί, στη μεγάλη μάχη του Έθνους, η Παναγία περπατά με τους στρατιώτες, σώζει τραυματισμένους και αιχμαλώτους, πότε νοσοκόμα, πότε στρατηγός και πότε παρηγορήτρια στα φτωχόσπιτα που έχαναν στην Πίνδο αγαπημένα πρόσωπα.
Η μορφή της, τυπωμένη στα επιστολικά δελτάρια, έκλεινε σε ένα μικρό κομμάτι χαρτιού τον πόνο, την ελπίδα, τα δάκρυα των αγωνιστών του 1940. Της χρονιάς εκείνης που η Τήνος, λίγα μέτρα από τον Ναό της Ευαγγελιστρίας, έζησε την πιο φρικτή όψη του πολέμου. Τότε, στις οκτώμισι το πρωί της 15ης Αυγούστου, ανήμερα του εορτασμού της Θεοτόκου στον όρμο της Τήνου, όπου είχε καταπλεύσει για να αποδώσει τιμές το «εύδρομον Έλλη», οι Ιταλοί χτύπησαν με τον πιο ύπουλο τρόπο. Ένα υποβρύχιο του ιταλικού στόλου, το «Ντελφίνο», τορπίλισε το σημαιοστολισμένο πλοίο. Διοικητής των Δωδεκανήσων τότε ήταν ο Ντε Βέκι, ο οποίος είχε ενημερώσει ψευδώς τον Μουσολίνι ότι στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Τήνου και Σύρου κινούνταν αγγλικά πλοία. Έτσι, το ιταλικό υποβρύχιο ανέλαβε να δράσει χτυπώντας το «Έλλη», με αποτέλεσμα να αφήσει πίσω συνολικά 10 νεκρούς και 29 τραυματίες. Έντεκα χρόνια αργότερα, η ιταλική κυβέρνηση, αναγνωρίζοντας το έγκλημα, έδωσε στην Ελλάδα ως αποζημίωση το καταδρομικό «Ευγένιος Σαβοΐας», το οποίο μετονομάστηκε σε «Έλλη ΙΙ».
Ο τορπιλισμός του «Έλλη» είχε ως αποτέλεσμα λαός και πολιτικοί να βγουν από τον κόσμο των ψευδαισθήσεων, να παραβλέψουν τις όποιες διαφορές τους και να ενωθούν κάτω από την ίδια σημαία. Ο πρεσβευτής της Ιταλίας, Γκράτσι, μετά το τέλος του πολέμου, στα απομνημονεύματά του διαπίστωνε: «Το έγκλημα της Τήνου είχε ως αποτέλεσμα, για να μην πω ότι έκανε το θαύμα, να δημιουργηθεί σε όλη την Ελλάδα μια απόλυτη ενότητα ψυχών. Μοναρχικοί και βενιζελικοί, οπαδοί και αντίπαλοι της 4ης Αυγούστου πείστηκαν πως έναν μόνο αδυσώπητο εχθρό είχε η Ελλάδα, την Ιταλία».
Δύο μήνες αργότερα, οι καμπάνες του Ναού της Ευαγγελίστριας ήχησαν όταν οι Ιταλοί εισέβαλαν στην Ήπειρο, καλώντας τους πάντες να πολεμήσουν και να εκδικηθούν για το χτύπημα στην «Έλλη». Ο Σπύρος Μελάς έγραφε: «Κλείνοντας βαθειά μέσ’ στην ψυχή του ο καθένας μας τον πόνο και τη λύσσα του -λέει ο αυτόπτης-, ενωμένοι στην αγάπη μας για την Ελλάδα, σε μια μόνη θέληση χαλυβδωμένοι, παρακαλέσαμε τη θαυματουργό Παρθένα να μας αξιώσει να εκδικηθούμε με τα καράβια μας τον εχθρό για το άτιμο έγκλημά του».

Μετά το πρώτο ξάφνιασμα που προκάλεσε η ιταλική εισβολή, το κλίμα αντιστράφηκε «...και η Ελλάς επήδηξεν εις τα όρη ανένδυτος, γυμνή, κουρελού και επολέμησε με τις πέτρες και εσταμάτησε την άτιμον εισβολήν και... περνούν ένα, δύο, τρία, δέκα, δεκαπέντε εικοσιτετράωρα, ω - και νικά. Τι θα γίνη;... Θα γίνη ό,τι ήθελε ο Ύψιστος, θα γίνη ό,τι έχει αποφασίσει η υβρισμένη Παναγία της Τήνου. Θα νικήσωμεν», σημείωνε στην «Καθημερινή» τον Νοέμβριο του 1940 ο Γεώργιος Βλάχος.
Με τις πρώτες νίκες, ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ στην ημερήσια διαταγή προς τον μαχόμενο στρατό ανέφερε: «...Ενικήσατε, Έλληνες πολεμισταί, διότι το δίκαιον είναι μαζί σας και διότι ο Θεός και η Παναγία σάς προστατεύουν».
Στο ίδιο πνεύμα και η ημερησία διαταγή του αρχιστρατήγου Αλέξανδρου Παπάγου: «...ημείς όλοι είμεθα υπερήφανοι δι’ αυτούς και ο Θεός και η Παναγία τούς ευλογούν από ψηλά».
Στην ημερήσια διαταγή της 28ης Οκτωβρίου, ο Παπάγος ανέφερε: «Στρατιώται, ο Θεός είναι μαζί σας, η πληγωμένη Παναγία της Τήνου ευλογεί τον αγώνα σας και σας οδηγεί και Αύτη θα σας δώσει δύναμη για να συντρίψετε οριστικά και τελειωτικά τον ύπουλο εχθρό, που θέλησε, χωρίς καμία αφορμή, να μας κάνη δούλους»...
Πέρα όμως από τις διαταγές και τα εμπνευσμένα κείμενα των πρωταγωνιστών, το ίδιο το Ίδρυμα της Παναγίας, με απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής, ήρθε να συνεισφέρει τα μέγιστα στον αγώνα κατά των Ιταλών. «Η Επιτροπή την 1η Δεκεμβρίου του 1940 αποφασίζει ομόφωνα και εκχωρεί, μεταβιβάζει και θέτει εις την διάθεσιν του ευσεβεστάτου Ηγήτορος της Κυβερνήσεως όλα τα εν τω Ιδρύματι της Ευαγγελιστρίας υπάρχοντα και εις αυτό ανήκοντα αναθήματα εις τιμαλφή αντικείμενα και κοσμήματα παντός είδους, συμπεριλαμβανομένων, μετ’ έγκρισιν του αρμοδίου υπουργείου, και των τοιούτων προς αυτό παρ’ ευσεβών προσκυνητών υπό τον όρον της μη εκποιήσεως, ως επίσης και του εντός θήκης της Πανσέπτου Εικόνος, καθηλωμένου από το 1935 έτους, πολυτίμου περιδεραίου εκ πλατίνης και μπριγιάντ, δωρεά Αικατερίνης Βάττη, εις σχήματα εκ χρυσού μετά των του μαρμαρίνου προσκυνηταρίου της Ιεράς Εικόνος χρυσών αφιερωμάτων διαφόρων, εξαιρέσει τινών εξ αυτών εικονιζομένων τον βασιλέα Κωνσταντίνον, εις σχήματα αργυρά και επάργυρα διάφορα, και τα εν τω αποθεματικώ Ταμείω ευρισκόμενα και μη εν κυκλοφορία αργυρά ελληνικά και ξένα νομίσματα, διάφορα, τα περιλαμβανόμενα εις τα γραμμάτια αναθημάτων τιμαλφών διακοσμήσεως ναού...».
Η κίνηση αυτή της επιτροπής έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από την κυβέρνηση, το παλάτι και την ηγεσία της Εκκλησίας. Την ώρα που η επιτροπή προσέφερε την περιουσία του Ιδρύματος για τις ανάγκες του αγώνα, στο μέτωπο η Παναγιά είναι... παρούσα. Συντροφεύει, παρηγορεί, εμπνέει τους στρατιώτες: «...Μας βελονιάζει τα κόκκαλα η νύχτα στ’ αμπριά. Εδώ μέσα μεταφέραμε τα φιλικά πρόσωπά μας και τ’ ασπαζόμαστε, τη μυρωδιά του σπιτιού, τη θέα των λόφων, την άπλα της θάλασσας, τις πλεξούδες των κοριτσιών, μεταφέραμε την Παναγία με το γαρούφαλλο, ασίκισσα, που μας σκεπάζει τα πόδια πριν από το χιόνι, που μας διπλώνει στην μπόλια της πριν απ’ το θάνατο», έγραφε ο Νικηφόρος Βρεττάκος.

Και ο Άγγελος Σικελιανός... προσευχόταν: «Παρθένα μάννα, το πικρό ποτήρι ως τη στερνή το ’πιαμε στάλα. Δράμε εκεί, που τα ίδια σπλάχνα σου ξεσκίζουν. Άνοιξ’ το δρόμο, ακοίμητη, να πάμε όπου τουφέκι και λιβανιστήρι. Οι αρματωμένοι τους ναούς φροντίζουν! Στο ναό σου να μπη ο στρατός σου κάμε». Την ίδια περίοδο ο Τίμος Μωραϊτίνης εκφραζόταν δυναμικά και απόλυτα με τον δικό του τρόπο: «Δεν είμ’ εγώ το άδικο, το δίκιο είμ’ εγώ/ δεν είμ’ εγώ κατακτητής, εγώ είμ’ η Ελλάδα/ κι έστησα εδώ τη λόγχη μου αλύγιστη λαμπάδα, τη Υπερμάχω Στρατηγώ».

Μηνύματα από την πρώτη γραμμή
Στα γράμματα από το μέτωπο η Παναγία, για στρατιώτες και αξιωματικούς, ήταν η προστάτιδα, η μάνα, η ελπίδα ή ίδια η ζωή, που ανεβοκατέβαινε τα βουνά, διάβαινε τα ποτάμια, φώλιαζε σε σπηλιές πλάι σε τραυματίες και τους περιποιούνταν με υπομονή και αγάπη.
Και αυτή τη δύναμη της παρουσίας Της περιέγραψε στο γράμμα του προς την αδελφή του ένας στρατιώτης από τη Χίο: «Αδελφούλα μου, νικούμε! Η Παναγία ολοζώντανη μας ακολουθεί. Παρακαλείτε και σεις όσο μπορείτε για τη σύντομη τελική νίκη».
Ένας άλλος στρατιώτης εξηγούσε στους γονείς του γιατί δεν πρέπει να ανησυχούν: «Αγαπητοί μου γονείς, σεις θα φαντάζεσθε πράγματα φοβερά και τρομερά, ενώ εμάς δεν μας νοιάζει καθόλου. Γι’ αυτό να μη στεναχωριέσθε. Άλλως τε, για όλα τα Ελληνόπουλα του μετώπου φροντίζει η Μεγαλόχαρη της Τήνου να τα κρατή γερά και να τους δίνει νίκες και μόνο νίκες. Θέλω να μου γράφετε τακτικά».
Αδελφούλα μου, νικούμε! Η Παναγία ολοζώντανη μας ακολουθεί. Παρακαλείτε και σεις όσο μπορείτε για τη σύντομη τελική νίκη
Σε κάθε ευκαιρία οι στρατιώτες φρόντιζαν να έχουν κάτι από τη μορφή της Παναγίας. Κάτι σαν φυλαχτό. Υπάρχουν όμως και αυτοί που Την ήθελαν οδηγήτρια: «Καίτη μου», γράφει στη γυναίκα του ένας στρατιώτης, «δεν θέλω να μου στείλης φανέλλες και κάλτσες. Προτιμώ να μου φτιάξης και να μου στείλης μια σημαία της ξηράς, στο μέγεθος που έχουν τις σημαίες των τα σωματεία. Στο κέντρον, μέσα σ’ έναν χρυσό κύκλο, να βάλης τον Ντίνο να ζωγραφίση την Παναγία της Τήνου. Μια τέτοια σημαία θέλω να κάνω σημαία στον λόχο μας. Θα παραξενεύεσαι γιατί δεν με ήξερες για θρήσκο, αλλά από όσα βλέπουν τα μάτια μου πιστεύω κι εγώ ότι μια θεϊκή δύναμις συντροφεύει τον στρατόν μας. Άλλωστε, πώς μπορούσα να μείνω μόνος εγώ ασυγκίνητος μέσα στο κύμα της πίστεως που έχει όλος ο στρατός μας προς την Παναγία της Τήνου, που την πιστεύει προστάτιδά του;».

Και οι ίδιοι οι στρατιώτες φρόντιζαν να δείχνουν με κάθε τρόπο τη βαθιά τους πίστη προς την Ευαγγελίστρια. Από το αλβανικό μέτωπο, 23 στρατιώτες του 23ου Συντάγματος Πεζικού με επιστολή τους προς το ιερό ίδρυμα ζητούν να τελεσθεί παράκλησις: «Οι κάτωθι στρατιώτες του 23ου Συντάγματος προσέφερον τον πενιχρόν οβολόν των διά μιαν παράκλησιν υπέρ της υγείας και της τελικής νίκης του ελληνικού στρατού. Παρακαλούμεν την εκκλησιαστικήν επιτροπήν όπως κάνη παράκλησιν και διαβασθούν τα ονόματα της υποβαλομένης καταστάσεως, οίτινες κατέβαλον το ποσόν των δραχ. 630, ας αποστέλομεν διά ταχυδρομικής επιταγής, ήνα τελεσθή η παράκλησις».
Από τα πλέον συγκινητικά γράμματα προς τα μέλη της επιτροπής είναι αυτό του υπαξιωματικού Δ. Μεϊμάρη, ο οποίος μέσα από ανορθόγραφες λέξεις τον Μάρτιο του 1941 διατύπωσε με αγνότητα την επιθυμία του: «κύριε επίτροπε Τύνου Ευαγγελιστρίας. Σας παρακαλώ να δεχθίται αυτό το μικρό δόρον διά την χάριν της Παναγιάς, διότι έτιχα να είμαι ις την Ντίνο ις 15 Αυγούστου 1940 που βούλιαξαν τη Ελλη και ήδα μαι τα μάτια μου την λαχτάραν που πέρασαν τα ναυτάκια μας και όλοι μας όσοι βρεθήκαμε εκη και οι κάτικη, και γι’ αυτό νικάμε έναν τόσο ισχιρό εχθρό, μαι τη δύναμη της Μεγαλόχαρης, και όταν ζήσω, με το καλό, θα έλθω μόνος μου και θα φέρω το αφιερομά μου, το οποίον έχω τάξη, αφού θα γυρίσομεν νικιταί και θα εορτάσομε τη χάρι της όλοι μαζή. Σας παρακαλώ αν λάβεται την παρούσα μου, αν θέλετε γράψετέ μου ότι λάβατε και το μικρόν δόρον μου, μια 10άρα, το οποίον περισέβη από ένα στρατιότι».
Με συντροφιά την Παναγιά οι πολεμιστές της Πίνδου χάραζαν τη δική τους πορεία στα χιόνια «με τη λαβομένη της Τήνου να προβαδίζει ψηλόλιγνη». Αυτή την «κοινή πορεία στρατιωτών και Παναγίας» περιγράφει μοναδικά ο Άγγελος Τερζάκης στο έργο του «Ελληνική εποποιία 1940-1941»: «Η μάχη της Πίνδου είχε τελειώσει ... Ενώ το χιόνι πύκνωνε όλο και περισσότερο και το κρύο δυνάμωνε, ενώ ο χειμώνας έμπαινε με το βήμα του βαρύ, κρουσταλλιασμένο, ο φαντάρος είχε σηκώσει το γιακά της χλαίνης, που την έφαγαν οι βροχές, έχωσε το κράνος πάνω στη μάλλινη κουκούλα που του είχε πλέξει και του έστειλε εδώ πάνω μια γυναίκα -μάννα, αδερφή, στεφανωτή- και με το μάλινχερ στη χούφτα, όπλο και ραβδί, προχωρούσε από τα κάτασπρα καταράχια ... Έπρεπε τώρα να διώξει τον εχθρό από το εθνικό έδαφος, να τον κυνηγήσει όσο πιο μακριά γινόταν. Στο μέτωπο, σε όλη τη γραμμή, από τη γαλανή θάλασσα του Ιονίου ίσαμε ψηλά στις παγωμένες Πρέσπες, ο ελληνικός στρατός άρχισε να έχει παντού το ίδιο όραμα: Έβλεπε τις νύχτες μια γυναίκεια μορφή να προβαδίζει, ψηλόλιγνη, αλαφροπερπάτητη, με την καλύπτρα της αναριγμένη από το κεφάλι στους ώμους. Την αναγνώριζε, την ήξερε από πάντα, του την είχαν τραγουδήσει σαν είτανε μωρό κι ονειρευότανε στην κούνια. Είταν η μάνα η μεγαλόψυχη στον πόνο και στην δόξα, η λαβωμένη της Τήνου, η υπέρμαχος στρατηγός».

Πηγή: ikivotos.gr