Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2016

Ο Αντιστασιακός Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α' Κοτσώνης που πολέμησε σθεναρά την δικτατορία όταν οι άλλοι σιωπούσαν . - Μια ηχηρή απάντηση στους Εθνομηδενιστές. - Η Αλήθεια που αποκρύπτεται από το Εκκλησιαστικό και πολιτικό προσκυνημένο κατεστημένο. Α' Μέρος



   - Οι Μαύρες σελίδες της Εκκλησιαστικής Ιστορίας- Η Σφαγή των 12 Μητροπολιτών 1974 - 2015.

 -Η αποσοβούμενη εναγώνια συνεχής  διαμαρτυρία του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Α' Κοτσώνη μέσα από Ιστορικές πηγές.
   -Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α' Κοτσώνης ο πολεμούμενος εν Ζωή και μετά θάνατον.


  -Μελέτη - Έρευνα - Δημοσιεύματα  του Εκδότου της Εφημερίδος «ΑΓΩΝΑΣ» Τριαντάφυλλου  Ιωαν. Τασιόπουλου.


ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ Αποσπάματα Δημοσιευμάτων Εφημερίδος "Αγώνας"
                                   Α' μέρος



Στη δωδεκαετία από 4 Ιουνίου 1949 έως 14 Φεβρουαρίου 1962 είχαμε την άνοδο στον αρχιεπισκοπικό θρόνο πέντε (5) επισκόπων (Σπυρίδωνος, Δωροθέου, Θεοκλήτου, Ιακώβου, και Χρυσοστόμου) με έργο ανύπαρκτο. Η χώρα είχε εξέλθει από έναν πόλεμο, μια εμφύλια διαμάχη με πολλά τραύματα και ο διοικητικός μηχανισμός της Εκκλησίας ήταν σε εξάρθρωση και εξαθλίωση. Το κύρος του κλήρου ήταν πεσμένο από την συχνή παρουσία σκανδάλων (κυρίως σαρκικών).
Κι ενώ βρισκόμασταν στην κατάσταση αυτή, τους δεσποτάδες απασχολούσε ένα και μόνο πρόβλημα: το μεταθετό. Το θέμα έρχονταν και ξανάρχονταν στο καντράν της επικαιρότητας διότι η υπάρχουσα κατάσταση εμπόδιζε τις φιλοδοξίες πολλών δεσποτάδων να μεταπηδήσουν από τις μικρές και φτωχές μητροπόλεις στις μεγάλες και πλούσιες. Για το θέμα αυτό έχουν γραφεί τόμοι και τόμοι χαρακτηρίζοντάς το αντικανονικό, κατά τους Ιερούς Κανόνες, και επάρατο.
Η κατάσταση ήταν ανυπόφορη. Το γεγονός και μόνο ότι από τις 14 κενωθείσες μητροπόλεις κατά την πρώτη τριετία επί Αρχιεπ. Θεοκλήτου, οι 10 πληρώθηκαν με μετάθεση, ανάγκασε την Πολιτεία να επέμβει νομοθετικά, διότι αυτό μαρτυρούσε πολλά. Ο τότε Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Γ. Βογιατζής με το Νόμο 3952/Απρ. 1959 που συμπληρώθηκε μεταγενέστερα με το Βασ. Διάταγμα (Δεκ. 1959) κατάργησε το μεταθετό για όλες τις μητροπόλεις, πλην Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, χωρίς όμως να εμποδίζεται και γι’ αυτές η εκλογή δια χειροτονίας.
Από το 1961 δημιουργούνται χηρεύουσες Μητροπόλεις, οι οποίες παρέμειναν κενές ολόκληρη πενταετία, αρνούμενοι να τις πληρώσουν εκβιάζοντας την πολιτεία να επαναφέρει το μεταθετό.
Ο ΙΑΚΩΒΟΣ ΒΑΒΑΝΑΤΣΟΣ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
Στις 8 Ιανουαρίου 1962 κοιμήθηκε ο Αρχιεπ. Θεόκλητος (Παναγιωτόπουλος). Η εκλογή του νέου Αρχιεπισκόπου δημιούργησε φοβερό σεισμό στον περίβολο της Εκκλησίας. Πλήγωσε συνειδήσεις και σκανδάλισε ψυχές. 
Τριάντα τρεις δεσποτάδες, αρχιθύτες του Ιησού Χριστού, ταγμένοι πρόμαχοι των Ιερών Κανόνων, έδωσαν την ψήφο τους για να εκλεγεί Αρχιεπίσκοπος ένα πρόσωπο που οι ίδιοι το κατηγορούσαν και το σχολίαζαν, σαν πρόσωπο που δεν τιμούσε το ανδρικό του φύλο.
Η 13η Ιανουαρίου είναι η αποφράδα ημέρα γιατί ανέβηκε στον πρώτο θρόνο της Ελληνικής Εκκλησίας ο Ιάκωβος Βαβανάτσος δακτυλοδεικτούμενος από την κοινή γνώμη.
Η επαίσχυντη αυτή πράξη μιας μεγάλης ομάδας δεσποτάδων συνετάραξε το πανελλήνιο και έκανε την ελληνική Εκκλησία στόχο σχολίων και πονηρών ψιθύρων έξω και από τα ελληνικά σύνορα.
Έντεκα μονάχα ημέρες μετά την εκλογή του και την πομπώδη ενθρόνισή του (Αρχιεπ. Ιάκωβου Βαβανάτσου) αναγκάστηκε να παραιτηθεί γιατί η ατμόσφαιρα είχε τόσο φορτιστεί ώστε και η ελάχιστη παραμονή του να γίνεται άκρως επιβλαβής, αλλά και οι πάσης φύσεως κληρικοί να κρύβουνε τους εαυτούς των, γιατί η παρουσία τους προκαλούσε τη χλεύη και την απαξίωση.
Και φθάσαμε στο οδυνηρό σημείο, ενώ ο Αρχ/πος Ιάκωβος είχε παραιτηθεί πιεζόμενος και από τον τότε Πρωθυπουργό της χώρας Κ. Καραμανλή, αυτός (ο Ιάκωβος) να ελέγχει και να κατευθύνει τη πλειοψηφία στην Ιεραρχία από τα παρασκήνια.
ΝΕΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Β’
Κάτω από τις συνθήκες αυτές γίνεται η εκλογή και ανάδειξη του νέου Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου του Β΄ (Χατζησταύρου) καταλαμβάνοντας θρόνο που δεν είχε κενωθεί κανονικά. Η πράξη ποτέ δεν αμφισβητήθηκε ούτε τέθηκε σαν θέμα, και έτσι έγινε αποδεκτός από την Ιεραρχία.
Οι τριάντα-τρεις δεσποτάδες, που ήταν οι κυρίως υπεύθυνοι για την εκκλησιαστική τραγωδία, δεν σταμάτησαν και πάλι να πιέζουν τον νέο Αρχιεπίσκοπο και τις Κυβερνήσεις (τα χρόνια αυτά είχαμε πολλές εναλλαγές Κυβερνήσεων) για την αποδοχή του μεταθετού. Παρ’ όλα αυτά το αίτημά τους δεν ικανοποιήθηκε.
Τον Οκτώβριο όμως του 1965 κατόρθωσαν οι νοσταλγοί του μεταθετού να εκδοθεί μια Υπουργική Πράξη, «Περί τρόπου πληρώσεως κενών Μητροπολιτικών εδρών και εφημεριακών θέσεων», που έδινε τη δυνατότητα, μόνο για μία φορά, να πληρωθούν οι δύο κενές έδρες του Πειραιά και των Σερρών με μετάθεση.
Την ημέρα που συνεδρίαζε η Ιεραρχία εξεδόθηκε απόφαση του ΣτΕ που ανέστειλε την εφαρμογή της ως άνω απόφασης εξαιτίας προσφυγής του Ελευθερουπόλεως Αμβροσίου.
Στην Ιεραρχία που συνεδρίαζε προκλήθηκε μεγάλη ένταση. Άναψαν πάθη και αποφάσισαν να αγνοήσουν την απόφαση της αναστολής του ΣτΕ και να προχωρήσουν σε εκλογές. Σε όλα αυτά πρωτοστατούσε ο Αργολίδος Χρυσόστομος που ενδιαφέρονταν για την μητρόπολη Πειραιώς.
Μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση η Κυβέρνηση Στ. Στεφανόπουλου με υπουργό Εθνικής Παιδείας τον Στ. Αλαμάνη δημοσίευσε το Βασιλικό Διάταγμα, με το οποίο όριζε τη λήξη των εργασιών της Ιεραρχίας και το θυροκόλλησε στην είσοδο του μεγάρου της Ιεράς Συνόδου. Ο Ελασσώνος Ιάκωβος ξέσκισε το διάταγμα, το πέταξε και συνέχισαν τις εκλογές. Ο γέροντας Αρχιεπίσκοπος αρνήθηκε να συνεχίσει. Η ομάδα της ανταρσίας τον απείλησε, πως αν δεν συγκατατεθεί να προεδρεύσει στις συνεδριάσεις της Ιεραρχίας και δεν προχωρήσει σε μεταθέσεις και σε εκλογές νέων Μητροπολιτών, θα συνεδριάσει το σώμα χωρίς τον πρόεδρο – αρχιεπίσκοπο – και θα κηρύξει «εν χηρεία» τον αρχιεπισκοπικό θρόνο.       
Την επομένη ημέρα ο Αρχιεπίσκοπος αποφάσισε να μην μεταβεί στην Ιεραρχία (λόγω ασθενείας), οπότε δεν θα ήταν δυνατόν να συνεχιστούν οι εκλογές. Τον μετέφεραν όμως (απεσταλμένος των “36”) σχεδόν δια της βίας και του εδήλωσαν απερίφραστα ότι εάν το επαναλάβει, θα προχωρήσουν εις την αντικατάστασή του… “Παραδοθήκατε άνευ όρων εις τους άρχοντας της Πολιτείας!” τον κατηγόρησε ο νεοεκλεγείς μητροπολίτης Πειραιώς κ. Χρυσόστομος (τέως Αργολίδος), σε μια δραματική συνομιλία και χαρακτήρισε την «ασθένειά του “διπλωματικήν”». (Εφημ. “Μεσημβρινή” 19-11-1965).
Η ένταση κι από τις δύο πλευρές ήταν αμείωτη. Το κράτος ανυποχώρητο, δεν εννοούσε να εκδώσει διατάγματα καταστάσεως των νέων Μητροπολιτών, και η Ιεραρχία, οχυρωμένη στις απόψεις της αύξησε την έξαψη και η αντιμαχία που κράτησε περίπου ένα χρόνο. Τελικά κατορθώθηκε μια προσέγγιση. Η Εκκλησία δέχθηκε να ακυρώσει τις δύο Μητροπολιτικές μεταθέσεις και να τις επαναλάβει. Και η Κυβέρνηση των λεγόμενων «αποστατών» με Πρόεδρο τον Στ. Στεφανόπουλο και με εισηγητή τον υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων θέσπισε το Ν.Δ. 4589/1966 (Ε.τ.Κ. Α΄ 239) που «νομιμοποιούσε» την εκλογή των νέων Μητροπολιτών αλλά έβαζε όριο ηλικίας εξόδου από την ενεργό υπηρεσία των αρχιερέων, οικονομικό έλεγχο και ρύθμιση των εσόδων τους.
Έτσι, με το Βασιλικό Διάταγμα της 24ης Ιανουαρίου 1967 (Ε.τ.Κ. Γ΄ 27.1.67) επί κυβερνήσεως Ιωάννου Παρασκευόπουλου και με υπουργό Παιδείας τον καθηγητή Ι. Θεοδωρακόπουλο, υλοποιήθηκε το Νομοθετικό Διάταγμα 4589/66 που θεωρούσε τους εν λόγω επισκόπους ως «Αυτοδικαίως αποχωρήσαντες του Μητροπολιτικού των θρόνου, ως έχοντες ήδη καταληφθεί υπό του ορίου ηλικίας κατά την έναρξιν ισχύος του άρθρου 4 του Ν.Δ. 4589/1966».
Αμέσως όμως, μετά την αναγνώριση των νέων μητροπολιτών και την κύρωση των μεταθέσεων, άρχισε ένας νέος πεισματικός δεσποτικός αγώνας για την κατάργηση του ορίου ηλικίας.
Αρκετοί υπέργηροι Μητροπολίτες με τη δημοσίευση του Νόμου αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν, μερικοί κατέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας για την ακύρωση του Νόμου ως αντισυνταγματικού. Η πλειοψηφία της Ιεραρχίας αρνήθηκε να εφαρμόσει το Νόμο και να κάνει καινούργιες εκλογές με την ελπίδα ότι θα κατορθώσουν να καταργήσουν την επίμαχη διάταξη.
συνεχίζεται στο επόμενο


Με λύπη πολλή αναγκαζόμαστε να επαναφέρουμε ελάχιστα αποσπάσματα από τα εκατοντάδες δημοσιεύματα του καθημερινού Τύπου εκείνης της εποχής (1959-1966) – άγνωστα στον πιστό λαό – τότε που – ανεξάρτητα πολιτικής τοποθέτησης – καθρεφτίζουν τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης και με άρθρα, ρεπορτάζ, χρονογραφήματα, φωτογραφίες, γελοιογραφίες διεκτραγωδούσαν το κατρακύλισμα της Διοικούσας Εκκλησίας, ελπίζοντας τη διόρθωση της κατάστασης.
Ήταν όντως κάτι φοβερό. Από εκεί που ο πιστός περίμενε στηριγμό, έβλεπε να ξεπηδούν «δραστηριότητες και συμπεριφορές» ανεπίτρεπτες σε κληρικούς. Η εκτίμηση στο ράσο είχε πέσει χαμηλά, δεδομένου ότι δεν τολμούσαν να εισέλθουν σε λεωφορεία ή να κυκλοφορήσουν στους δρόμους χωρίς ο κόσμος να τους χλευάσει. Και χλευάζονταν όχι μόνον οι σκανδαλοποιοί Αρχιερείς κ.ά. αλλά και οι ευσεβείς, αδιακρίτως, που μάτωνε η καρδιά τους στο άκουσα των σιχαμερών προσφωνήσεων (γυναικεία ονόματα) που χαρακτήριζαν πολλούς.
Ο Τύπος ξεσπάθωσε γιατί έβλεπε ότι το κακό είχε παραγίνει· το ποτήρι είχε πλέον ξεχειλίσει· οι δεσποτάδες συγκαλύπτονταν, λόγω του επάρατου «φιλάδελφου», η πολιτεία σιωπούσε αποβλέποντας σε ψήφους· και ο λαός απαιτούσε κάθαρση, αλλά κανείς δεν τον άκουγε.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ
Η εφημερίδα «το ΕΘΝΟΣ» (1960) έγραφε: «Έξω από τα δόντια θα χρειασθεί να μιλήσω σήμερα… Ο κόμπος έφτασε στο χτένι… Υπάρχει μέσα στις τάξεις του κλήρου ένας πυρήνας διεφθαρμένων μέχρι μυελού οστέων ανωτέρων κυρίως κληρικών, που έχει τόση δύναμι, ώστε να ασκή την τρομοκρατία του σε όλους τους έντιμους κληρικούς… Να παρέμβη ο Υπουργός των Θρησκευμάτων, για να απαιτήση ανακρίσεις και τιμωρίες των κληρικών που ρύπαναν το ράσο τους, το ανδρικό τους φύλο και μαζί την ίδια την Εκκλησία… Ορκιζόμαστε στον Ύψιστο Θεό, ότι με αληθινό πόνο ψυχής και πίκρα αναγκαζόμαστε να χαράξουμε τις γραμμές αυτές, αλλά νοιώθουμε σαν ένα ύψιστο εθνικό καθήκον μας επίσης έναντι των χιλιάδων πιστών που θέλουν άσπιλη την Εκκλησία μας, όπως και απέναντι των εντίμων, αληθινά θεοσεβών κληρικών – ανωτέρων και κατωτέρων – που πονούν για το πρωτοφανές τούτο κατάντημα, γιατί όταν μέσα στην ίδια ομήγυρι των ιερών ποιμένων ακούονται τα: «κάτσε κάτω», «παρούσα» – για Δεσπότη! – αντί του «παρών», δεν χρειάζεται πολλή σκέψη για να καταλάβουμε σε ποιο βάραθρο αδιαντροπιάς έχουμε πέσει».
Σε άλλη χρονική περίοδο το «ΕΘΝΟΣ» (12.2.62) έγραφε: «Ποίον δε κύρος μπορεί να έχη η Εκκλησία, όταν διαδίδωνται και γράφωνται αι βαρύταται των κατηγοριών εναντίον ανωτάτων κληρικών και όταν η Ιεραρχία τοποθετή εις το ύψιστον αξίωμα πρόσωπα, σκανδαλίζοντα το ορθόδοξον πλήρωμα; Η αμαρτία είναι αναπόφευκτος δι’ όλους τους ανθρώπους, αλλ’ η έναντι της αμαρτίας αναισθησία είναι δείγμα πωρώσεως».
Την τραγική κατάσταση στην εκλογή των Δεσποτάδων μας περιγράφει ο Κων. Βουδούρης στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» (14.10.59): «Αλλά μήπως η εκλογή αυτών των ηγετών της εκκλησίας γίνεται με μεγαλύτερη προσοχή και επιμέλεια; Η εκλογή των Μητροπολιτών, οίτινες κατά την προς Τιμόθεον επιστολήν του Αποστόλου Παύλου πρέπει να είναι ανεπίληπτοι, σώφρονες, κόσμιοι, αφιλάργυροι κ.λ.π. είναι, τις περισσότερες φορές, προϊόν συναλλαγής και της ευνοιοκρατίας των Συνοδικών μαγειρείων, και αποτελεί διορισμόν μάλλον και όχι εκλογήν. Την πλέον σαφή και έντονη εικόνα του θλιβερού τρόπου καθ’ όν γίνεται η εκλογή Μητροπολιτών, εμφανίζει η προ μηνών λαβούσα χώρα σύγκρουσις μεταξύ των μελών της Ιεράς Συνόδου, η απειλήσασα προς στιγμήν τον διχασμόν της Εκκλησίας, ήτις οφείλεται, ως οι ίδιοι ωμολόγησαν, εις το ότι η εξ 7 μελών πλειοψηφία της Συνόδου, κατά την τελευταίαν της συνεδρίασιν, επρότεινε και ηξίωσε την εκλογή 4 νέων Μητροπολιτών, χωρίς το θέμα τούτο να αναγράφεται εις την ημερησίαν διάταξιν…». Μέχρι το 1967 οι εκλογές Μητροπολιτών εγίνοντο από την Μικρά Ιερά Σύνοδο, και έτσι ήταν πολύ εύκολο να βολέψουν τα δικά τους «παιδιά» ανεξάρτητα εάν ήταν κατάλληλοι για το αξίωμα του Μητροπολίτη.
Ο καθηγητής του Παν. Αθηνών Κ.Δ.Μ. στο βιβλίο του «Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΔΟΣΙΑ» περιγράφει κάποια συνομιλία που κατά σύμπτωση παρακολούθησε ο ίδιος να γίνεται στα γραφεία της Ιεράς Συνόδου μεταξύ δεσπότη και κάποιου κληρικού και του έκανε τόση εντύπωση ώστε να μην την ξεχάσει ποτέ.
Έλεγε δηλαδή ο δεσπότης στο συνομιλητή του: «Βρε (όνομα), άκου να σου πω· εμείς θα κάνουμε δεσποτάδες κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν δική μας. Θα είναι σαρξ εκ της σαρκός μας και οστούν και των οστών μας. Κατάλαβες;…». «Κατάλαβα (!)», απάντησε ο συνομιλητής του, όπως κι εμείς πολύ καταλάβαμε!
Ο χρονογράφος της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ» (4.11.1965) Δημ. Ψαθάς έγραφε: «Αλοίμονο, το ποτάμι πήρε – χειρότερα απ’ όλους – τους ίδιους τους ιεράρχες και το μικρόβιο της φθοράς μπήκε, με πολύ χειρότερες συνέπειες, στο δικό τους πνεύμα… Η κραυγαλέα ανομία ντροπιάζει την Εκκλησία μας. Στενοκέφαλοι αυτοί, ακαλλιέργητοι, εγωϊστές,κοιλιόδουλοι, παμφάγοι, σε ό,τι αφορά την χριστιανικήν διδασκαλία περιορίζονται σε μωρολογίες, και ό,τι αφορά τα προσωπικά τους συμφέροντα, άλλο δεν ξέρουν παρά πώς να μαζεύουν το χρυσάφι… Κάθαρσι, λοιπόν, ζητά για όλα τούτα ο λαός. Προσωπικά, θα υποστήριζα τα οποιαδήποτε αποφασιστικά μέτρα και θα χειροκροτούσα κι αν ήταν ακόμα και η Ε.Ρ.Ε. (ήταν η Κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή), που θα τα εισηγούνταν. Αλλά βλέπω ότι και η Ε.Ρ.Ε. ακόμα διστάζει. Γιατί; Μεγάλο – μέγιστο – είναι το πρόβλημα της κάθαρσης της Εκκλησίας μας «από την κόπρον». Θάρρος, χριστιανοί. Υψώστε το μαστίγιο, που πρώτος ύψωσε ο Κύριος».
Ο ίδιος χρονογράφος, με αφορμή των δηλώσεων και απειλών του δεσπότη Πειραιώς Χρυσοστόμου Ταβλαδουράκη, ο οποίος ως μητροπολίτης Αργολίδος είχε απειλήσει ότι «θα γίνει σεισμός του Αγαδίρ» εάν δεν γίνει η μετάθεση του από Αργολίδος στον Πειραιά, έγραφε τα εξής: «Σεισμόν στα μπατζάκια του θα έπρεπε να προκαλέση το Κράτος, εάν υπήρχε κράτος σεβόμενον τον εαυτόν του. Αν υπήρχαν δηλαδή άξιοι του ονόματός των υπουργοί της Δικαιοσύνης και της Δημόσιας Ασφάλειας… θα είχαν στείλει τον εισαγγελέα μαζί με μερικούς αστυνομικούς να τον περιβουτήξουν αυτόν τον γενειοφόρο κύριο και να τον χώσουν μέσα, ενεργώντας απολύτως σύμφωνα και με τους νόμους της πολιτείας αλλά και με το δημόσιο αίσθημα…». Τί θα ’γραφε ο θαρραλέος αυτός χρονογράφος όταν, μετά από είκοσι πέντε χρόνια, επανήλθε το ίδιο καθεστώς με χειρότερη μορφή και ο περιβόητος εκείνος αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ Τίκας αποκαλούσε τους υπουργούς της Κυβέρνησης Μητσοτάκη «τενεκέδες», τις αποφάσεις του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της Χώρας τις έγραφε «στα παλιά του παπούτσια» καυχώμενος ο άξεστος: «Εγώ είμαι αντάρτης. Εγώ δεν εφαρμόζω τις αποφάσεις του ΣτΕ. Εγώ αυτούς θα τους συντρίψω…» (ΒΗΜΑ 13.1.91). «Εμένα δεν ιδρώνει το αυτί μου», «καθίκια», «να πάει να κόψει το λαιμό του» και πολλά άλλα «ων ουκ εστι αριθμός»!
Να λείπουν τα προσχήματα, να λείπουν τα μεγάλα λόγια και οι δήθεν αγώνες για τα δικαιώματα και την αυτονομία της Εκκλησίας… Ασύδοτοι είναι οι Δεσποτάδες, σωστοί φεουδάρχαι στις επικράτειές τους, πάμφωτοι, χρυσοθήρες με δικαιώματα ξαφρίσματος του θρησκευομένου λαού, τελείως απαράδεκτα για την εποχή μας. Γιατί, και κατά ποία λογική – επί τη βάσει ποίον ηθικού νόμου – πρέπει ο άγιος ποιμενάρχης να τσιμπολογά χρήματα απ’ όλες τις ιεροτελεστίες, βαπτίσεις, γάμους, κηδείες και μνημόσυνα; Γιατί, και κατά ποια λογική – επί τη βάσει ποιας γραπτής και άγραφης ηθικής αρχής – θα πρέπη ο Δεσπότης να γεμίζη το πουγγί του, να κουδουνίζη τα λιρόνια, να χτίζη μέγαρα καλλιμάρμαρα και πολυκατοικίες, να κυκλοφορή ξαπλωμένος ντερμπεντέρικα στη λιμουζίνα του, να μην ελέγχεται από κανένα και να μη πληρώνει καν φόρους, όπως πληρώνει ο έσχατος και φτωχότερος χριστιανός;… Πένεται η πλεμπάγια του κατωτέρου κλήρου, που εξαρτάται επί πλέον από το έλεος των ρασοφόρων φεουδαρχών, από τα γούστα και τις ιδιοτροπίες των οποίων εξαρτάται η τραγική τους μοίρα. Ποιος Θεός ευλογεί αυτή την τραγική ανισότητα και αδικία; Μήπως ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, την αγία εικόνα του οποίου κρεμάνε επάνω στις χονδρές κοιλιές τους οι άγιοι φεουδάρχες;
Έχουν, κοντά στα άλλα, και το περίφημον “φιλάδελφον” επάνω στο οποίο στηρίζονται, για να αλληλοσκεπάζονται στις διάφορες βρωμιές… «θα γίνη σεισμός του Αγαδόρ!». Να γίνη, άγιε Μητροπολίτα, αλλά στις τάξεις τις δικές σας μόνο, για να παύσουν οι Εκκλησίες να είναι οίκοι εμπορίου και οι Μητροπόλεις φέουδα χρυσακανθάρων».
Ο χρονογράφος της εφημ. «ΤΟ ΒΗΜΑ» Π. Παλαιολόγος (9-12-1965), έγραφε: «… Κατακόρυφη πτώση από το γαλάζιο ύφος στο σκοτεινό βάθος. Ντρέπεσαι και πονάς. Ράσα εκεί, ράσα κι εδώ. Άνεμοι κακότητας και βρώμικης συναλλαγής κολπώνουν τα ελλαδικά ράσα. Γενειάδες αρχιερέων που γίνονται πομποί αγιότητος. Τρίχινα συρματοπλέγματα που ανακόπτουν την πορεία της ειρήνης…».
Και μια εβδομάδα αργότερα ο ίδιος χρονογράφος («ΤΟ ΒΗΜΑ», 16.12.65) απαντά – προφανώς – σε δελτίο τύπου της Εκκλησίας της Ελλάδας ως εξής: «Παραπονείται γι’ αυτό, το δημοσιογραφικό όργανο της Αρχιεπισκοπής, και αναφέρεται στις προσφορές της Εκκλησίας προς το Έθνος. Όσα δηλαδή προσφέραμε οι σημερινοί Έλληνες για την ανέγερση του Παρθενώνα, άλλα τόσα προσφέρει ο ανώτερος ελληνικός Κλήρος στην ολότητα. Από τον Αθανάσιο Διάκο που σουβλίστηκε «για του Χριστού την πίστη την αγία, για της πατρίδος την ελευθερία» ως τον εθνομάρτυρα Χρυσόστομο που κρεουργήθηκε, πορεία σε Γολγοθά υπήρξε η πορεία του Κλήρου κατά τους χρόνους της δουλείας… Ποια σχέση όμως έχουν εκείνοι με την σημερινή Εκκλησία της Ελεύθερης Ελλάδος;… Αφήνω δε τον ιδιωτικό βίο πολλών απ’ αυτούς που εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Αστυνομίας ηθών. Και αλλού έγραφε: «Για πρώτη φορά όλες οι εφημερίδες, κεντρώες, δεξιές, αριστερές συμφωνούν απόλυτα στην αποδοκιμασία… και στην άμεση και κατεπείγουσα ανάγκη της κάθαρσης στην Εκκλησία. Με πόνο αλλά και με αηδία, όλος ο θρησκευόμενος λαός αναπνέει επί χρόνια την κακοσμία που αναπέμπεται από την κόπρο που εμφωλεύει εις τους κόλπους της Εκκλησίας μας… και μάταια περιμένει την κάθαρσι. Αλλά αντί για κάθαρσι το κακό επιτείνεται, η κακοσμία όλο και φουντώνει και η ελπίδα του καθαρμού γίνεται όνειρο ανέφικτο. Συμφεροντολογία, ρουσφετολογία, αηδιστάτη συναλλαγή, χρυσοθηρία, αυθαιρεσία, ανηθικότητα και ασέλγεια είναι μερικά απ’ τα κοσμήματα ενίων δεσποτάδων μας, που έχουν ωστόσο, το θράσος με τα λαμπρά αυτά εφόδια να κυβερνούν τα ποίμνιά τους εν ονόματι του Χριστού!». Αφού, εν συνεχεία εξιστορεί πως η Ορθόδοξος Εκκλησία υπήρξε πάντοτε η πνευματική μητέρα του λαού μας, η οδηγός και η παρηγορήτρια, που ενέπνεε το έθνος, συνεχίζει: «Και σήμερα πόσοι από τους Αρχιερείς μας ακολουθούν την παράδοσι; Πόσοι ανταποκρίνονται στις σκληρές απαιτήσεις του αξιώματός τους;… Ώστε δεν παίρνει άλλο να δυσφημήται απ’ άκρη σ’ άκρη η Ορθόδοξη Εκκλησία. Το ποτήρι έχει ξεχειλίσει πια και έφτασε η στιγμή που πρέπει η Πολιτεία να πάρη τα αποφασιστικά της μέτρα και να προχωρήση στην κάθαρσι που απαιτεί πρώτα-πρώτα ο υγιής κλήρος της Ελλάδος και μαζί του όλος ο λαός. Το κακό έχει παραγίνει. Δεν είναι φέουδο κανενός αυτός ο τόπος και πολύ λιγώτερο των κυρίων Δεσποτάδων, που νομίζουν ότι προορισμός τους είναι να νέμωνται τα αγαθά του, να θησαυρίζουν, να χρυσοθηρούν αδιάντροπα… Κάθαρσι… Το ποτήρι έχει ξεχειλίσει».
Η «Μεσημβρινή» (23.1.1962) περιγράφει την κατάσταση: «Όπου και αν πιάσεις λερώνεσαι. Με κλονισμένο το γόητρο οι ταγοί. Καλαμπούρι έγιναν τα ιερά. Που ν’ ακουμπήση το παιδί; Που να σταθή; Από ποιον να ηλεκτρισθή; Ποιον Θεόν να προσκυνήση; Σε ποιο ιδανικό να πιστέψη;… Να βαδίσουν πάνω στα ίχνη… της εκκλησιαστικής ηγεσίας; Θα ήταν η καταστροφή».
Στα μαύρα αυτά χρόνια υπήρχαν και υγιείς φωνές μέσα στην Εκκλησία, όπως ο Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος που οι παρεμβάσεις και τα δημοσιευμένα κείμενά του αποτελούσαν χαστούκι για την σάπια διοικούσα Εκκλησία. Σε μία συνέλευση της Ιεραρχίας – όπως μας πληροφορεί το «ΕΘΝΟΣ» (3-10-1960) – ο Μητροπολίτης Αργολίδος αγανακτισμένος προέβη στις εξής τρομερές διαπιστώσεις: «Έχομεν σαπίλαν και βόρβορον εις την Εκκλησίαν, έχει δίκαιον ο Τύπος που καταφέρεται εναντίον μας. Απεδείχθη με την υπόθεσιν Λαρίσης – αναφέρεται στο μεγάλο ηθικό σκάνδαλο – την οποίαν, όταν απεφάσισεν η Εκκλησία να τελειώση, το έκαμεν εντός είκοσι ημερών. Διατί δεν το έκαμεν επί εν έτος;». Και άλλος δεσπότης μιλώντας για το ίδιο θέμα στην Ιεραρχία, είπε: «Διαμαρτύρομαι. Δεν γνωρίζετε πώς έχουν τα πράγματα. Μη με αναγκάσετε να κάνω τυμβωρυχίας. Αν ανοίξω το στόμα μου πολλοί θα καθίσουν στο εδώλιο, θα πέση βόμβα πραγματική».
Εις το εξωτερικό η Εκκλησία, και ιδιαιτέρως ο Κλήρος είχε γίνει αντικείμενον χλευασμού και υποτιμητικότατων σχολίων. Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί, οι εκπομπές των τηλεοράσεων, οι μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδες, οι στήλες των μεγάλων περιοδικών, τα οποία κυκλοφορούσαν σε εκατομμύρια αντίτυπα σε ολόκληρον τον κόσμον, ήταν γεμάτα από πληροφορίες για τον ηθικό ξεπεσμό της Εκκλησίας μας. Για να μην δημιουργήσουμε ΣΟΚ δεν θα δημοσιεύσουμε κανένα απόσπασμα.
Με όλα αυτά, με το κράτος διαλυμένο – σε δύο χρόνια είχαμε τέσσερις Κυβερνήσεις (Νόβα, Τσιριμώκου, Στεφανόπουλου, Παρασκευόπουλου) και με μια Ιεραρχία ξεφτισμένη και αποδυναμωμένη φθάσαμε στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967.
[ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ]       

21Η ΑΠΡΙΛΙΟΥ ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ
Η ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ
Με όλα αυτά και με μια Ιεραρχία ξεφτισμένη και αποδυναμωμένη, φθάσαμε στην 21η Απριλίου όπου οι στρατιωτικοί κατέλαβαν την εξουσία. Οι δικτάτορες, είτε επειδή ήθελαν να δώσουν λύση στο μεγάλο πρόβλημα της Εκκλησίας, είτε για να αποκτήσουν συμπάθεια σε μερίδα του θρησκευόμενου λαού που έβλεπε την πνευματική του ηγεσία να κατρακυλάει, προχώρησε στην έκδοση του Α.Ν. 3/1967 για την συγκρότηση, με συγκεκριμένη θητεία, της «Αριστίνδην Ιεράς Συνόδου», η οποία και μέχρι τότε δεν ήταν άγνωστη, διότι, από την απελευθέρωση της Πατρίδας μέχρι το 1945, είχαν συγκροτηθεί πολλές, ώστε να αγγίζουν τον αριθμό 10, στα εκατό χρόνια της αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος. (Πτυχές του εκκλ. Προβλήματος π. Ανδριόπουλου).
Εξ άλλου υπήρχε και μια επιστημονική γνωμάτευση από ειδικούς καθηγητές Πανεπιστημίου, που συγκροτήθηκε με την υπ’ αριθμ. 60277/129 απόφαση του Πρωθυπουργού Στ. Στεφανόπουλου, και περιελάμβανε τους: Α. Αλεβιζάτος, Α. Βαμβέτσος, Π. Μπρατσιώτης, Γ. Ράμμος, Ι. Καρμίρης, Κ. Μπόνης, Α. Χριστοφιλόπουλος, Αρχ. Ι. Κοτσώνης, η οποία και υποβλήθηκε στις 7-12-1965 στον Υπουργό Παιδείας αναφέροντας μεταξύ των άλλων: «Ουδέν απολύτως κανονικόν ή συνταγματικόν κώλυμα υφίσταται προς σύγκλησιν Αριστίνδην Συνόδου» (Αρχιμ. Θ. Στράγκας, σελ. 4652).
Με τις πρώτες ειδήσεις, ότι επίκειται να συγκροτηθεί Αριστίνδην Ιερά Σύνοδος, κατέφθασαν στην Αθήνα αρκετοί μνηστήρες, όπως μας τα περιγράφει ο Αρχιμ. Θεόκλητος Στράγκας – ένας από τους Συνοδικούς υπαλλήλους: «Πολλοί Μητροπολίται ηρώτουν από τα ιδικά των τηλέφωνα τινάς των συνοδικών υπαλλήλων Αριχμανδρίτας Νικ. Καλορίζον, Κων. Αγριανίτην, Θεοκ. Στράγκαν, εάν έχωμεν πληροφορίαν τινά περί συμμετοχής εις την καταρτιζομένην Ι. Σύνοδο… ή αν έγινε τίποτε και περιλαμβάνονται στην ΑΡΙΣΤΙΝΔΗΝ Ι. ΣΥΝΟΔΟ» (ο.π., σελ. 900).
Ήταν τόσο φυσικά τα πράγματα, ώστε πολλοί από τους δεσποτάδες έσπευσαν να εκμεταλλευτούν την νέα κατάσταση – και συνεχίζει: «Η είδησις αύτη (περί Αριστίνδην Συνόδου 1967) συγκλονίσασα τους εις την πλειοψηφούσαν Ιεραρχίαν ανήκοντας Μητροπολίτας, έφερε τούτους τεταραγμένους εις Αθήνας την Διακαινήσιμον εβδομάδα δικαιολογήσαντας την εις Αθήνας κάθοδόν των, ως υποχρέωσιν αυτών να επισκεφθώσιν εις την κλίνην της ασθενείας του τον Προκαθήμενον Αρχιεπίσκοπον ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΝ, τινές τούτων, δια να ενεργήσωσι δεόντως να διορισθώσι μέλη της Αριστίδην Ι. Συνόδου, ως επί παραδείγματι… (αναφέρονται αρκετά ονόματα)» (Αρχιμ. Θεοκ. Στράγκας τομ. Ζ΄ σελ. 4654).
Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος είχε υπερβεί τα εννενήκοντα (90) έτη. Μετά τας πιέσεις που είχε δεχθεί, όπως αναφέραμε, και το βαθύ γήρας, δεν διέθετε πλέον τις απαραίτητες δυνάμεις να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της Εκκλησίας, αλλ’ επέμενε να χοροστατεί στον Μητροπολιτικό Ναό και να βάζει υπογραφές στα έγγραφα της Αρχιεπισκοπής και της Ιεράς Συνόδου.
Τη Μεγάλη Παρασκευή (27-4-1967) θέλησε να συνοδεύσει ο ίδιος τον Επιτάφιο του Μητροπολιτικού Ναού, και στη μέση του δρόμου, κοντά στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, σωριάστηκε κάτω με καρδιακή προσβολή.
Στις 11 Μαΐου του 1967 δημοσιεύτηκε ο Αναγκαστικός Νόμος 3 που ήταν συμπλήρωση του Ν.Δ. 4589/66 και του Β.Δ. 24.1.67 και καθόριζε τον τρόπο εκλογής και του Αρχιεπισκόπου. Κανένας από τους Μητροπολίτες δεν αντέδρασε στην εφαρμογή αυτού του μέτρου, διότι έβλεπαν πως ήταν αδύνατο να προχωρήσει το σκάφος της Εκκλησίας ακυβέρνητο.
Η ΕΚΛΟΓΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ
ΑΡΧΙΕΠ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΚΟΤΣΩΝΗ
Στις 14 Μαΐου 1967 στις 9 το πρωί συνήλθε η Αριστίνδην Ι. Σύνοδος με θέμα την εκλογή Αρχιεπισκόπου. Της συνεδριάσεως προήδρευε ο Τοποτηρητής Πατρών Κωνσταντίνος. Των συνεδριάσεων πάντα παρίστατο ο Γενικός Διευθυντής Θρησκευμάτων του Υπουργείου που είχε τον τιμητικό τίτλο «Βασιλικός επίτροπος». Τα τελευταία χρόνια την θέση αυτή κατείχε ο καθηγητής Πανεπιστημίου Μάρκος Σιώτης.
Η εκλογή τελείωσε γρήγορα διότι υπήρξε πλήρης ομοφωνία όλων των μελών. Το τριπρόσωπον που είχε καταρτισθεί περιελάμβανε τον Πατρών Κωνσταντίνο, τον Τρίκκης Διονύσιο και τον Αρχιμανδρίτη Ιερώνυμο. Στη συνέχεια οι δύο πρώτοι παραιτήθηκαν, με την παράκλησιν να επιλεγεί ο τρίτος, ο Ιερώνυμος Κοτσώνης.
Το πρακτικό και το έγγραφο προς το Υπουργείο βρίσκονταν στις υπογραφές, όταν ο κλητήρας της Συνόδου εμφανίσθηκε και ανακοίνωσε ότι, στο γραφείο του Προέδρου βρίσκονταν οι συνταγματάρχες και αρχηγοί της Επανάστασης, Γ. Παπαδόπουλος, Στ. Πατακός και Ν. Μακαρέλος και παρακαλούν να διακοπεί για λίγο η συνεδρίαση για να ανακοινώσουν κάτι στον προεδρεύοντα. Πράγματι η συνεδρίαση διεκόπη, αλλά παρακάλεσε ο Κ. Σιώτης τον προεδρεύοντα να υπογράψει το πρακτικό εκλογής και μετά να εξέλθει, όπως και έγινε.
Όταν, μετά, συνήντησε ο κ. Σιώτης τον προεδρεύοντα και τον ρώτησε τι ήθελαν οι επισκέπτες, του απάντησε ότι ήρθαν να παρακαλέσουν τα μέλη της Ι. Συνόδου να προτιμήσουν δια την εκλογή Αρχιεπισκόπου τον Μητροπολίτην Καστορίας Δωρόθεον, αλλ’ έλαβον την πληροφορίαν, ότι η εκλογή είχε τελειώσει και εκλέχτηκε ο καθηγητής του Κανονικού Δικαίου αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος. “Εκείνοι το ήκουον με αταραξίαν, και αφού έγιναν οι τυπικοί αποχαιριετισμοί, έφυγαν”.
Έτσι έγινε αρχιεπίσκοπος ο Ιερώνυμος Α΄ (Κοτσώνης). Την επομένη μάλιστα της χειροτονίας του, ο γέροντας Αρχ/πος Χρυσόστομος που νοσηλεύονταν στον Ερυθρό Σταυρό του έστειλε ένα δώρο (πολύτιμο εγκόλπιο) και το τηλεγράφημα: «Χριστού Θεού σταυρωθέντος δια τας αμαρτίας ημών και αναστάντος δια την δικαίωσιν ημών την ευλογίαν επικαλούμαι επί το ποιμαντικόν έργον υμετέρας Μακαριότητος» (Πρώην Αθηνών Χρυσόστομος).
Υπάρχουν πολλά κείμενα που ανταλλάχθηκαν μεταξύ των δύο ανδρών, και φανερώνουν την μεταξύ τους κοινωνία και αγάπη εν Χριστώ.
Τον Ιερώνυμο ως αρχιεπίσκοπο Αθηνών τον δέχτηκαν όλες ανά τον κόσμο ορθόδοξες εκκλησίες, αφού είχαν επικοινωνία μαζί του, αλλά και όλοι οι μητροπολίτες της ελλαδικής εκκλησίας και γι’ αυτό το σύνολο της ιεραρχίας έλαβε ενεργό μέρος σε όλες τις εκλογές και τις χειροτονίες της περιόδου εκείνης. 
Όμως ο νέος Αρχιεπίσκοπος δε βρήκε ρόδινα τα πράγματα. Αντίθετα παρέλαβε μια εκκλησία σε δεινή κατάσταση. Κόλαση εσωτερική, οργανική, κρίση γοήτρου, κρίση πνευματική, κρίση σχέσεων με την πολιτεία και επικοινωνία με τους πιστούς. Σκάνδαλα είχαν εκραγεί. Θλιβερό υπήρξε το φαινόμενο αρχιερέων. Μιτροφόροι πραξικοπηματίες ποδοπάτησαν τους Νόμους καταληφθέντες από χρυσοθηρικόν οίστρον. Διαθήκες ανοίγονταν προκαλώντας τον καγχασμό και τις λοιδορίες στο πανελλήνιο. Η Ιεραρχία είχε μεταβληθεί σε κράτος εν κράτει και κοσμικόν ίδρυμα υλικών μεγαλείων. Σε δίκες μητροπολιτών που έγιναν, οι καταθέσεις των μαρτύρων θύμιζαν σελίδες Βοκκακίου. Ο Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος είχε καταγγείλει υπεύθυνα και ονομαστικά ότι είκοσι και πλέον μητροπολίτες “ενεθυλάκωσαν” εισοδήματα που κυμαίνονταν μεταξύ 500.000 και 2.000.000 (πολλά χρήματα για κείνη την εποχή).
Ανατριχιαστικοί και παχυαίοι υπήρξαν οι τίτλοι των εφημερίδων, όπως: «ΣΩΜΑΤΕΙΟΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΩΝ Ο ΜΑΜΩΝΑΣ», και άλλα αντίστοιχα.
Η εκκλησιαστική διοίκηση ήταν ένα κλειστό κύκλωμα, όπως θα διαπίστωνε κανείς ανατρέχοντας στα δίπτυχα. Εκεί θα έβλεπε ότι τα ονόματα που δέσποζαν στην Ιεραρχία ήτα, Ιάκωβος και Παντελεήμων (από τους Ιάκωβο Βαβανάτσο και Παντελεήμονα Φωστίνη). Αυτό το κύκλωμα εμπόδιζε την είσοδο καινούργιας ζύμης, από την οποία θα αναδύονταν καινούργιοι ηγέτες. Έτσι αυτοεπαναλαμβάνονταν και αυτοσυντηρούνταν το ίδιο διεφθαρμένο καθεστώς.
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος είχε γνώση των δυσκολιών αυτών. Το πρώτο καλό ήταν, ότι βρήκε 15 μητροπολιτικές έδρες κενές. Έτσι, άρχισε το έργο του, επιλέγοντας για το αξίωμα της Αρχιεροσύνης αφοσιωμένους και ζηλωτές κληρικούς, συγκροτημένους και ταπεινούς, που να μπορούν να ασκήσουν υπεύθυνα και καρποφόρα το επισκοπικό τους διακόνημα, δίχως να τους κατατρώγουν οι πειρασμοί του πλούτου ή των κοσμικών απολαύσεων, αναζητώντας τους σε κάθε γωνιά της ελληνικής πατρίδας.
[ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ]

Το παλιό κατεστημένο, οι εκκλησιαστικές φατρίες και τα δεσποτάτα, που είχαν κατ’ επανάληψη αρνηθή εις τον αρχιμανδρίτη και καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ιερώνυμο Κοτσώνη να τον προάγουν ακόμα και σε Τιτουλάριο επίσκοπο, αισθάνθηκαν άβολα με την ανάδειξη και τη χειροτονία του σε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Τελικά τον αποδέχθηκαν και τον αναγνώρισαν μπροστά στην αγανάκτηση του ορθόδοξου λαού, ο οποίος κουρασμένος από τα αλλεπάλληλα εκκλησιαστικά σκάνδαλα, που ως τότε γέμιζαν την ατμόσφαιρα με πνιγηρές αναθυμιάσεις, αισθάνθηκε ανακούφιση, ανέπνευσε ελπίδα και γέμισε την καρδιά του προσδοκίες.
Ήταν γενική η απαίτηση να γίνουν πολλά υπέρ της Εκκλησίας χωρίς καμμία χρονοτριβή. Αυτό τουλάχιστον μαρτυρούσαν τα τηλεγραφήματα και οι επιστολές πολιτών και άλλων παραγόντων εκείνης της εποχής προς τον νέο Αρχιεπίσκοπο. Η εφημ. «ΤΟ ΒΗΜΑ» (19-5-1967) έγραφε: «Περίοδον παρακμής και καταπτώσεως διέτρεχεν εσχάτως η Ελλαδική Εκκλησία… Το κλυδωνιζόμενον σκάφος της Ελλαδικής Εκκλησίας καλείται ήδη να οδηγήση εις ασφαλή λιμένα ο νέος Προκαθήμενός της. Όσα επεσήμανεν ούτος εις τον προχθεσινόν ενθρονιστήριον λόγον του, εγένοντο δεκτά με αισθήματα ανακουφίσεως και ικανοποιήσεως υπό των ποιμενομένων, διότι αι επαγγελίαι του νέου Αρχιεπισκόπου περί καθάρσεως και αλλαγής του επικρατούντος εντός της Εκκλησίας μας πνεύματος, αποτελούν και αξίωσιν του ελληνικού λαού ο οποίος και ευρίσκεται παρά το πλευρόν του Προκαθημένου, που και ούτος δεν ανέχεται να βλέπη να κυριαρχή αντί της αγάπης το μίσος, αντί της αφοσιώσεως και της θυσίας η ιδιοτέλεια και ο εγωισμός, αντί της λιτότητος και της απλότητος η χλιδή, αντί της ενότητος και ομοφροσύνης η διάσπασις».
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α’ είχε επίγνωση των δυσκολιών που θα αντιμετώπιζε, γι’ αυτό άρχισε το έργο με την επιλογή στο αξίωμα της αρχιερωσύνης αφοσιωμένων και ζηλωτών κληρικών που τους διέκρινε η πίστη, η ευσέβεια, η μόρφωση, η καλλιέργεια, το ήθος και η ταπεινοφροσύνη. Έτσι ανέδειξε άνδρες αφανείς μεν, ζηλωτές δε που είχαν οργώσει με μόχθο τον αγρό του Κυρίου και τον πότισαν με ιδρώτα και αίμα. Αρνήθηκε να συνεργασθή με κληρικούς που τριγύριζαν το μέγαρο της αρχιεπισκοπής ή τα συνοδικά γραφεία θωπεύοντας την αρχιερατική αυταρέσκεια για να πετύχουν την δεσποτική τους προαγωγή.
Κορύφωμα στην αναζήτηση αυτή ήταν η επιμονή του να εκλεγεί επίσκοπος ο Αυγουστίνος Καντιώτης, παρά την σφοδρή αντίσταση που προέβαλαν κρατούντες και μέλη της Συνόδου. Έκανε επισκόπους τον Αναστάσιο Ανδρούσης – σημερινό Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας –, τον Δημήτριο Τρακατέλη – αρχιεπίσκοπο Αμερικής –, τον Αττικής και Μεγαρίδος Νικόδημο Γκαντζηρούλη με το τεράστιο πνευματικό και συγγραφικό του έργο – που παρόμοιο δεν έχει ξαναγίνει – και πολλούς άλλους ακόμα.
Από την απελευθέρωση του ελληνικού κράτους και επί 150 χρόνια, περίπου, η Εκκλησία βρίσκονταν σχεδόν σε αδράνεια. Κυλούσαν τα χρόνια περιοριζόμενη σε μια τυπική τελετουργική παρουσία. Οι διάφοροι Οργανισμοί Νομικών Προσώπων, που είχαν κατά διαστήματα δημιουργηθεί – ΟΔΕΠ, ΤΑΚΕ, ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ … – βρίσκονταν σε άθλια κατάσταση. Μεταξύ των διαφόρων φυσικών προσώπων υπήρχε μεγάλη διάσταση, αφού, για διάφορα θέματα, σέρνονταν στα δικαστήρια. Έφθασαν μάλιστα στο σημείο να κατεδαφίσουν Ναό γιατί είχε κτισθεί σε οικόπεδο του ΟΔΕΠ.
Ο Καταστατικός Χάρτης ήταν κατοχικός. Την εκκλησιαστική εκπαίδευση την είχε, από την εποχή της Βαυαροκρατίας, το αθεϊστικό κράτος με τις γνωστές υποχθόνιες μεθοδεύσεις των μυστικών κέντρων αποφάσεων.
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ (ΟΔΕΠ)
Ο Οργανισμός αυτός είχε κακή στελέχωση. Άνθρωποι άσχετοι προς τους σκοπούς του κατείχαν τις θέσεις.
Πρώτο μέλημα του Αρχιεπισκόπου ήταν η διεύρυνση του χώρου των γραφείων και η επάνδρωσή τους με πρόσωπα αξιόλογα, καταρτισμένα με ειδικές γνώσεις, ώστε να μελετήσουν και σχεδιάσουν την μελλοντική οικονομική αυτοδυναμία της Εκκλησίας. Η εκκλησιαστική περιουσία απαρτίζονταν από χιλιάδες κομμάτια γης, μικρότερα ή μεγαλύτερα, διάσπαρτα στον ελληνικό χώρο. Πολλά δε από αυτά τα είχαν καταλάβει διάφοροι καταπατητές αλλοιώνοντας τα σύνορά τους. Άλλα πάλι τα πήρε το ίδιο το κράτος.
Η αρχή έγινε με την ίδρυση της «Εταιρείας Προγραμματισμού και ανάπτυξης της Εκκλησιαστικής Περιουσίας» βάζοντας έτσι σε καινούργιες βάσεις αυτόν τον αμαρτωλό Οργανισμό. Στην συνέχεια άρχισε η καταμέτρηση και η καταγραφή της Εκκλησιαστικής περιουσίας με το κτηματολόγιο που είχε καταρτίσει – άγνωστη λέξη εκείνη την εποχή –. Η ενέργεια όμως αυτή τον έφερε αντιμέτωπο με τους κρατούντες και ισχυρούς οικονομικούς, και όχι μόνο, παράγοντες, που είχαν καταπατήσει εδάφη στην Πεντέλη, την Πολιτεία, την Εκάλη, τη Βουλιαγμένη και σε πολλά άλλα μέρη της ελληνικής επικράτειας.
Η πρώτη μεγάλη σύγκρουση με τους δικτάτορες έγινε για την περιοχή Παπάγου, διότι ο Οικοδομικός Συνεταιρισμός του Στρατού (ΑΟΟΑ) έκτισε σε έκταση περίπου δέκα χιλιάδων στρεμμάτων και αξίας δεκάδων δισεκατομμυρίων που ανήκαν στην Εκκλησία. Σε συσκέψεις που έγιναν ο μεν Παττακός του είπε ειρωνικά: “Ο Στρατός διαθέτει την δύναμιν των όπλων και συνεπώς η Εκκλησία δεν είναι εις θέσιν να πάρη πάλιν υπό την κατοχήν της το κτήμα της”, ο δε Μακαρέζος τον απείλησε. Σαν να του έλεγε «μολών λαβέ».
Άλλη σφοδρότατη σύγκρουση έγινε ένα μήνα μετά την εκλογή του – στο τέλος Ιουνίου 1967 – για το μεγάλο δασόκτημα της Στροφυλίας στη Δυτική Πελοπόννησο – το τουριστικό διαμάντι της Ελλάδος – εκτάσεως 23 χιλ. στρεμμάτων και μήκους ακροθαλασσίων 12 χιλιομέτρων με πεύκα και κουκουναριές.
Τότε εμφανίστηκε ξένος “επιχειρηματίας” στα κυβερνητικά όργανα υποσχόμενος να φέρη ένα μυθώδες ποσό συναλλάγματος (ένα δισεκατομμύριο διακόσια εκατομμύρια δολάρια) – ίσο με τον κρατικόν προϋπλογισμόν εκείνης της εποχής – για την αξιοποίησίν του αν το αγόραζε. Η δικτατορία, δια του τότε υπουργού Γ. Παπαδόπουλου, απείλησε ότι αν δεν το έδινε η Εκκλησία το κτήμα θα το έπαιρνε εν ανάγκη και με Συντακτικήν Πράξιν. Αυτό ανάγκασε τον Αρχιεπίσκοπο να του απαντήσει: “Εφ όσον διαθέτητε το ξίφος μπορείτε να πάρετε το κτήμα, εγώ όμως δεν πρόκειται ποτέ να το δώσω”.
Τέτοιες περιπτώσεις υπάρχουν αρκετές που θυμίζουν “σύγκρουση γιγάντων”. Θα αναφερθούμε σε μια ακόμη, λόγω έλλειψης χώρου. Είναι η περίπτωση του πενθερού ενός σημαντικού μέλους της δικτατορίας, που θα ωφελείτο αρκετά εκατομμύρια με έναν νόμο περί λατομείων, ο οποίος εψηφίσθη, υπεγράφη από το Υπουργικό Συμβούλιο, εν συνεχεία ετέθη η μεγάλη του Κράτους σφραγίδα, εστοιχειοθετήθη εις το Εθνικόν Τυπογραφείον, εδημοσιεύθη εις την εφημερίδα της Κυβέρνησης και κυκλοφόρησε μέσα σε μία ημέρα!!! Επειδή ο νόμος αυτός εζημίωνε σοβαρώς τα συμφέροντα της Εκκλησίας επικοινώνησε αμέσως με τον υπουργό, παρά τω Πρωθυπουργώ, κ. Αγαθαγγέλου να σταματήσουν πάραυτα τις αυθαιρεσίες τους διότι «Το Κράτος αυτό, όταν ενεργή κατ’ αυτόν τον τρόπον, δεν είναι Κράτος Δικαίου, αλλά γκάγκστερ».
Στις 2 Αυγούστου 1972 σε κοινή σύσκεψη, προεξάρχοντος του Ν. Μακαρέζου, έκαναν πρόταση, που ισοδυναμούσε με δήμευση της Εκκλησιαστικής Περιουσίας. Ο Αρχιεπίσκοπος γράφει στο ημερολόγιό του: «Ε, δεν θα ηνεχόμην επ’ ουδενί λόγω να γίνω νεκροθάπτης της Εκκλησιαστικής Περιουσίας».
Τα σύννεφα άρχισαν να πυκνώνουν και να σκουραίνουν. Οι κυβερνώντες τον κατηγορούσαν ως αχάριστον που δεν ικανοποιούσε τις «ορέξεις» τους. Τα συμφέροντα βρήκαν ευκαιρία να οργανωθούν, να συνασπιστούν και με το εκκλησιαστικό λόμπυ του γνωστού “Τάγματος” να μεθοδεύσουν τις επιθέσεις τους.
ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΤΑΚΕ)
Το ταμείο αυτό από απόψεως οργάνωσης ήταν σε καλύτερη κατάσταση από τις άλλες εκκλησιαστικές Υπηρεσίες, αλλά όμως οι ιερείς ήταν καταδικασμένοι σε μισθό πείνας. Οι εφημερίδες και τα περιοδικά με μεγάλα τυπογραφικά στοιχεία έγραφαν: «Το άλυτον πρόβλημα του εφημεριακού κλήρου», «Ιερείς με μισθούς πείνας – 722 δραχμάς το μήνα – και η… φιλανθρωπία των ενοριτών». «Υπάρχουν και ήρωες που δεν αποτελούν όμως τον κανόνα», και εντός του άρθρου εγράφοντο: «Το πρόβλημα της μισθοδοσίας του εφημεριακού κλήρου είναι παλαιότατον. Πράγματι, οι ιερείς μας, εκατόν τριάκοντα οκτώ χρόνια (138) μετά την επανάσταση του 1821, μισθολογικώς μένουν ακόμα εις την εποχήν της Τουρκοκρατίας… Επί γενεές ολόκληρες οι ιερείς αμείβονταν σε είδος. Κάθε πιστός έδιδε μέρος της παραγωγής του εις τον αντιπρόσωπον του Θεού, για να ζήση και αυτός και η οικογένειά του.
Ο νόμος 536/1945 που ψηφίστηκε ήταν μια απαρχή της λύσεως του εφημεριακού προβλήματος. Απελευθέρωσε μεν τους εφημερίους από την οικονομική τους υποταγή στους Επιτρόπους (!), δεν επέτρεπε όμως, λόγω του εξευτελιστικού «ύψους» των μισθών, μια αξιοπρεπή συντήρηση των Ιερέων. Αυτό είναι το ένα σκέλος του προβλήματος» (“ΕΘΝΟΣ”, 19-1-1959).
Η Ιεραρχία κατ’ επανάληψιν συνεδρίαζε χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Κάποιος μητροπολίτης αγανακτισμένος είπε επί λέξει: «Τι θα πούμε, Μακαριώτατε, εις τους παπάδες μας, όταν μας ρωτήσουν, τι έγινε με το μισθολόγιό τους; Θα τους πούμε ότι δεν μιλήσαμε καθόλου γι’ αυτό ή θα τους πούμε, ότι απεφασίσαμε για το μεταθετό στις μεγάλες Μητροπόλεις;». Άλλος δεσπότης στην συνέχεια, με αφορμή της αυξήσεως του Συνοδικού επιδόματος, το οποίο είχε διπλασιασθή εκείνες τις ημέρες, είπε: «Μακαριώτατε αυτό θα πούμε στους παπάδες μας που πεινάνε»; Ο δε Δημ. Ψαθάς, σε χρονογράφημα εις την εφ. «ΤΑ ΝΕΑ», έγραφε: «Πένεται η πλεμπάγια του κατωτέρου κλήρου, που εξαρτάται από το έλεος των ρασοφόρων φεουδαρχών, από τα γούστα και τις ιδιοτροπίες των οποίων εξαρτάται η τραγική τους μοίρα. Ποιος Θεός ευλογεί αυτήν την τραγική ανισότητα και αδικία; Μήπως ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, την αγία εικόνα του οποίου κρεμάνε επάνω στις χονδρές κοιλιές τους, οι άγιοι φεουδάρχαι»;
Ένα από τα πρωτεύοντα θέματα και ενεργήματα του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου (Κοτσώνη) ήταν, ο μισθός, η σύνταξη και η ασφάλεια των εφημερίων.
Συζητήσεις υπήρξαν πολλές και οι διαβουλεύσεις επίπονες. Χάρις όμως στο πορσωπικό ενδιαφέρον του ιδίου του Αρχιεπισκόπου κατέληξαν σε συμφωνία με την Κυβέρνηση των Συνταγματαρχών τον Ιούλιο του 1968 που δημοσιεύθηκε στον υπ’ αριθ. 469 Α.Ν. «περί μισθολογικής διαβαθμίσεως του εφημεριακού κλήρου της Εκκλησίας της Ελλάδος».
Το βήμα ήταν μεγάλο, διότι μέχρι τότε οι ιερείς ελάμβαναν μισθό πείνας. Παρ’ όλη όμως την επιτυχή εξέλιξη, εξακολουθούσαν να παραμένουν στάσιμοι και χωρίς βαθμολογική προαγωγή. Με τον νέο όμως νόμο οι ιερείς εντάχθηκαν εις το υπαλληλικόν μισθολόγιο που τους παρείχε τη δυνατότητα βαθμολογικής και μισθολογικής προαγωγής και εξέλιξης.
Οι συντάξεις, δια του νέου μισθολογίου, είχαν σχεδόν διπλασιαστεί και η υγειονομική περίθαλψις των ησφαλισμένων εφημερίων του ΤΑΚΕ ρυθμίστηκε με το Α.Ν. 137/1967, σύμφωνα με το ισχύον σύστημα των Δημοσίων Υπαλλήλων, δίδοντάς τους πλέον τη δυνατότητα νοσοκομειακής περίθαλψης όλων των κατηγοριών ξεκολλώντας από τη μέχρι τότε τρίτη θέση.
Έγινε μεγάλη προσπάθεια ώστε ο τομέας της ασφάλειας να επεκταθεί και σε όλους τους εργαζομένους εις τους ναούς.
Εις την Συνέλευσιν της Ι.Σ.Ι. του 1969 εγκαινιάσθηκε και η «Στέγη Ευγηρίας και ανιάτων ασθενών κληρικών Ελλάδος» σε οίκημα στην Αγία Παρασκευή που δωρήθηκε από την μοναχή Παρασκευή Πέππα. Εδώ πλέον εύρισκαν στήριγμα κληρικοί με βαριές και ανίατες αρρώστιες.
συνεχίζεται
ΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ
ΚΛΗΡΙΚΩΝ  ΕΛΛΑΔΟΣ
Ο Ιερώνυμος Κοτσώνης, ως αρχιμανδρίτης, για χρόνια υπήρξε εφημέριος στο Νοσοκομείο «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ». Οι εμπειρίες από την νοσηλεία των κληρικών ήταν οδυνηρές. Οι Ιερείς στερημένοι μιας αξιοπρεπούς ασφάλισης νοσηλεύονταν πότε στους διαδρόμους των Νοσοκομείων και πότε σε θαλάμους με είκοσι και πλέον κρεβάτια. Και σαν να μην έφθαναν αυτά, δέχονταν καθημερινά τη χλεύη, τις ειρωνείες, τα πειράγματα, τους χονδροειδείς και απρεπείς αστεϊσμούς εξ αιτίας των αλλεπάλληλων σκανδάλων της εποχής εκείνης που παρουσίαζαν πρωτοσέλιδα οι εφημερίδες. Αυτά όλα καθιστούσαν την νοσηλεία τους πραγματικό μαρτύριο, γι’ αυτό, με την ανάδειξή του στην κορυφή της εκκλησιαστικής ηγεσίας, το πρώτο μέλημά του ήταν να ιδρύσει νοσοκομείο για τους κληρικούς ώστε να μπορούν να βρουν φροντίδα, στέγη, στοργή και αξιοπρεπή νοσηλεία.
Κατά τον ενθρονιστήριο λόγο του ο νέος Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α΄ Κοτσώνης (14/5/1967) στο μητροπολιτικό ναό των Αθηνών έκανε την παρακάτω δήλωση και την οποία τήρησε ως “κόρην οφθαλμού”.
«Ως πρώτον δείγμα της υπέρ του ιερού μας κλήρου μερίμνης μας, ήδη από της στιγμής ταύτης θα μας επιτραπή να εξαγγείλωμεν ότι πάντα τα… έσοδα του Αρχιεπισκόπου από 1ης Σεπτεμβρίου 1967, θα διατίθενται δια την λειτουργίαν Νοσοκομείου των Κληρικών, τούτο δε διότι τα από 1ης Ιουνίου μέχρι της 31ης Αυγούστου 1967 αντίστοιχα έσοδα του Αρχιεπισκόπου θα διατεθούν υπέρ των σεισμοπλήκτων» (σεισμός 4ης Μαΐου 1967).
Για να στήσει το Νοσοκομείο, ο Αρχιεπίσκοπος συνάντησε μεγάλα εμπόδια κυρίως από κυβερνητικούς αξιωματούχους, όπως το περιγράφει ο ίδιος στο Ημερολόγιό του (15/10/68): «Το μεσημέρι εξηρεθίσθην φοβερά, η πίεσίς μου θα πρέπει να είχεν ανέβη πολύ. Αι φλέβες μου επάλλοντο μέχρι διαρρήξεως. Δεν ήταν δυνατόν το μεσημέρι να αναπαυθώ. Αίτιος ήταν ο Υπουργός Παιδείας, ο οποίος συνεχώς παρεμβάλλει προσκόμματα εις τον δρόμον μου. Τώρα δεν ενέκρινε την ίδρυσιν του Νοσηλευτικού Ιδρύματος Κληρικών Ελλάδος (του Ν.Ι.Κ.Ε. …)», και συνεχίζει:
«Αι άλλαι δυσκολίαι, δια το ίδιον ζήτημα, προήλθον από το Υπουργείον Κοινωνικών Υπηρεσιών, που πότε ο ένας και πότε ο άλλος λόγος, το εμπόδιζαν, τάχα, δια να δώση την άδεια λειτουργίας του ΝΙΚΕ. Ίσως δε, δεν θα εδίδετο εν τέλει η άδεια, αν δεν διωρίζετο Υπουργός ο Ιωάν. Λαδάς. Αυτός είχεν οικογενειακούς δεσμούς με τον κλήρον και γι’ αυτό έδειξεν ιδιαίτερον ενδιαφέρον δια το Νοσοκομείον μας, που μόλις το επισκέφθη και είδεν ο ίδιος την τελειότητα της οργανώσεώς του και του εξοπλισμού του, έδωκεν αυθημερόν την άδειαν λειτουργίας του».
Αυτός ήταν ένας πραγματικός άθλος, διότι κατόρθωσε ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α΄ μέσα σε 3 χρόνια να λειτουργήσει ένα τέτοιο μεγάλο νοσοκομείο – θεμελιώθηκε το 1969 και άρχισε την λειτουργία του την 1/7/1972 – να το επανδρώση με κατάλληλο προσωπικό (ιατρικό, νοσηλευτικό, τεχνικό, εργατικό κ.ά.) ώστε να καταστεί πρότυπο νοσηλευτικό ίδρυμα.
Το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο αποτελούσαν μέλη που πρόσφεραν εθελοντικά τις υπηρεσίες τους, με διοικητικό Γενικό Διευθυντή, τον Αρχίατρο κ. Α. Καραντώνη και τον μηχανικό κ. Β. Πολιτάκην ο οποίος επέβλεπε την διαρρύθμιση του παλαιού κτιρίου και την ανέγερσην της νέας πτέρυγας.
Το 1970 άρχισε να λειτουργεί και Σχολή Αδελφών Νοσοκόμων «η ΟΛΥΜΠΙΑΣ» προετοιμάζοντας προσωπικό για το υψηλόν ιεραποστολικό έργο, όχι μόνο με γνώσεις νοσηλευτικές αλλά και με τον απαιτούμενο σεβασμό προς τους πάσχοντας κληρικούς.
Πρόκειται περί θαύματος…
Το Υπουργείο Κοινωνικών Υπηρεσιών ενώ έδινε μεγάλα ποσά στα διάφορα Νοσοκομεία για τη λειτουργία τους, για το Νοσοκομείο των κληρικών δεν έδωσε ούτε δραχμή.
Ο πανάγαθος Θεός, που πάντα δίνει λύσεις, έκανε κι εδώ το θαύμα του. Να πως το περιγράφει ο αρχιεπ. Ιερώνυμος στο ημερολόγιό του: «Την δύσκολη, για το Νοσηλευτικό Ίδρυμα, στιγμή ο Θεός παρουσίασε τον αείμνηστον Γεώργην Λαιμόν – είχε τότε αποθάνει η σύζυγός του, η ευλαβεστάτη δέσποινα Κατίγκω… Προτού αποθάνει, του είχε εκφράσει την επιθυμίαν, να έκαναν κάτι υπέρ του ιερού κλήρου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Έτσι, όταν επληροφορήθη ο Γεώργης ότι έχει ιδρυθεί το Νοσοκομείον Κληρικών, σκέφθηκε, ότι μέσω του Ιδρύματος αυτού, θα εκπληρώνονταν η επιθυμία της αειμνήστου συζύγου του». Με την επίσκεψη του Αρχιεπισκόπου στη Γενεύη όπου διέμενε ο κ. Λαιμός, συζήτησαν περί της δωρεάς προς το Νοσοκομείο. Αλλ’ εκτός αυτής της προσφοράς, είχε την πρόθεση να βοηθήσει και στην ανέγερση του κτιρίου «ΟΙΚΟΥ ΑΔΕΛΦΩΝ» αφ’ ενός, και της «ΣΧΟΛΗΣ ΑΔΕΛΦΩΝ ΝΟΣΟΚΟΜΩΝ – Η ΟΛΥΜΠΙΑΣ» αφ’ ετέρου. Μιας δαπάνης τεσσάρων εκατομμυρίων εκείνης της εποχής, εκτός της αξίας του οικοπέδου. Αυτό «πρόκειται περί θαύματος…» λέει ο Ιερώνυμος.
Για την κάλυψη της δαπάνης, ο Αρχιεπίσκοπος πρόσφερε τον μισθόν του και όλα τα δικαιώματά του που έφταναν στην Αρχιεπισκοπή. Το στελέχωσε με πολλές εθελοντικές προσωπικότητες. Η οργάνωση και η λειτουργία του υπήρξε υποδειγματική, γιαυτό και από τα πρώτα χρόνια τα οικονομικά παρουσίασαν πλεόνασμα.
Η Εκκλησία – ο Αρχιεπίσκοπος – σε μια ειδική πανηγυρική συνεδρίαση απένειμε στο Γ. Λαιμό το οφίκιο του Μεγάλου Λογοθέτου εκτιμώντας την μεγάλη δωρεά προς το ίδρυμα. Ο κ. Λαιμός βλέποντας ότι τα χρήματά του πιάνουν τόπο ανακοίνωσε ότι θα αναλάβει την πρωτοβουλία για την ανέγερση ενός μεγάλου και πρότυπου Νοσηλευτικού Ιδρύματος της Εκκλησίας, δυνάμεως χιλίων (1000) κλινών. Ένα νούμερο ασύλληπτο για εκείνη την εποχή, όταν σήμερα ο “Ευαγγελισμός” έχει 930 κλίνες και ο “ΑΧΕΠΑ” 720.
Μετά την παραίτηση του Ιερωνύμου, ο μεγάλος δωρητής Γεωρ. Λαιμός, βλέποντας το “μπάχαλο” της “αρπαχτής”, του “βολέματος” και την απαξίωση όλων των ιδρυμάτων από την Σεραφειμική λαίλαπα, διέκοψε κάθε σχέση. Το Νοσηλευτικό αυτό ίδρυμα (Ν.Ι.Κ.Ε.) – στολίδι της εποχής του – απαξιωμένο πλέον έπαψε να λειτουργεί. Σ’ αυτό στεγάστηκε και λειτούργησε μέχρι πριν ένα χρόνο το Γενικό Νοσοκομείο Πατησίων.
ΝΕΕΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ
ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Μέχρι το 1968 όλες οι υπηρεσίες της Ιεράς Συνόδου ήταν στεγασμένες στην οδό Αγίας Φιλοθέης όπου ήταν και η Αρχιεπισκοπή. Ήταν τόσο ακατάλληλο το κτίριο από πλευράς χώρων που ήταν αδύνατον ακόμα και να συνεδριάζει η Ολομέλεια της Ιεραρχίας. Γι’ αυτό το πρόβλημα απασχόλησε σοβαρά τον Αρχιεπίσκοπο. Προσπάθησε να βρεθεί οικοπεδική έκταση για ανοικοδόμηση του Διοικητικού Κέντρου της Εκκλησίας. Αυτό δεν κατέστη δυνατόν να εξευρεθεί εντός περιορισμένης ακτίνας από το κέντρο.
Μετά από εξονυχιστική μελέτη και εισήγησή του προς την Ιερά Σύνοδο κατέληξαν να ανεγερθεί κτίριον εντός του χώρου της Ιεράς Μονής Πετράκη, αξιοποιώντας όλον τον περίγυρο χώρο. Προσθέτοντας μάλιστα και ορόφους στο υφιστάμενο κτίριο έδωσε τη δυνατότητα να συστεγαστούν όλες οι εκκλησιαστικές υπηρεσίες των Αθηνών (μέχρι τότε ήταν εγκατεσπαρμένες σε πέντε διαφορετικά σημεία) καθώς και κελιά για την μοναστική Αδελφότητα της Μονής, που παράλληλα με το κύριο διακόνημά της θα συνέβαλαν και στη καλή λειτουργία του Διοικητικού Κέντρου της Εκκλησίας.
Έτσι το 1972 μεταφέρθηκαν όλες οι υπηρεσίες στο νέο κτιριακό συγκρότημα της Μονής Πετράκη, εκτός του ΟΔΕΠ, που στεγάστηκε στο π. Ψυχικό σε οίκημα της Μονής Πεντέλης, που το χρησιμοποιούσε ως κατοικία ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος, εκτός του Ιερωνύμου, που ως κατοικία είχε ένα κελάκι στην Μονή Πεντέλης. Στην συνέχεια ο μεν Σεραφείμ το έκανε κατοικία, ο δε Χριστόδουλος το ανακαίνισε δαπανώντας για την επισκευή και επίπλωση το “αστρονομικό” ποσό των 700.000 δρχ. (Ν.Α. 22/6/2002) και συνεχίζει να είναι κατοικία του νυν Αρχιεπισκόπου.
ΔΙΟΡΘΟΔΟΞΟ
ΚΕΝΤΡΟ
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος επισκέφθηκε την Εκκλησία της Βουλγαρίας από 6-13 Μαΐου 1968 ώστε να συμμετάσχει στις εορταστικές εκδηλώσεις για την συμπλήρωση 1100 χρόνων από την κοίμηση του φωτιστού των Σλαύων αγίου Κυρίλλου. Εκεί αισθάνθηκε το ιερό χρέος να μελετήσει την ανέγερση επί ελληνικού εδάφους ενός κέντρου αδελφικής φιλοξενίας και διορθοδόξου επικοινωνίας, όπου συναντώμενες οι αδελφές Ορθόδοξες Εκκλησίες να μελετούν και συζητούν τα διάφορα προβλήματα που τους απασχολούν.
Αυτήν την ανάγκη θέλησε να θεραπεύσει και αποφάσισε την κατασκευή και ίδρυση του Διορθοδόξου Κέντρου Αθηνών. Έτσι στις 3 Μαρτίου 1969 ετέθη ο θεμέλιος λίθος και την 1ην Μαΐου 1971 έγιναν τα εγκαίνια, παρουσία αρχηγών και εκπροσώπων όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, τα οποία μάλιστα συνέπεσαν με τις εορτές για την συμπλήρωση 150 χρόνων από την απελευθέρωση της Χώρας.
Πρώτος Διευθυντής του Κέντρου υπήρξε ο Αρχ. Αναστάσιος Γιαννουλάτος – τώρα αρχιεπίσκοπος Αλβανίας –. Αυτό διέθετε 60 μονόκλινα μικρά διαμερίσματα (τα οποία μπορούσαν να φιλοξενήσουν άνετα ισάριθμους ξένους συνέδρους), αίθουσα συνεδριάσεων (με αυτόματο κέντρο τετραπλής μετάφρασης), ευρύχωρη βιβλιοθήκη, αναγνωστήριο, αίθουσα εστίασης κ.ά., και όλα αυτά μέσα στον περίβολο της Ιεράς Μονής Πεντέλης που και αυτή, ενώ μέχρι τότε ήταν ένα ερείπιο, ανακαινίσθηκε εξ ολοκλήρου δίνοντας τη δυνατότητα στους φιλοξενούμενους να απολαμβάνουν την μοναστική ατμόσφαιρα και τις λειτουργικές ανάγκες τους στο ανακαινισμένο και αγιογραφημένο Καθολικό της Μονής.
Το λυπηρό είναι ότι, ενώ το 2009 έγιναν εκδηλώσεις για τα σαράντα χρόνια από την ίδρυσή του με διάφορες ομιλίες, παρόντος και του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Β΄, δεν αναφέρθηκε καν το όνομα του εμπνευστού και κτήτορα αυτού του μεγαλειώδους έργου πνοής (περ. “ΕΚΚΛΗΣΙΑ” …).
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Ο Ιερώνυμος ήθελε να βρίσκεται η εκκλησιαστική παιδεία στα χέρια της Εκκλησίας. Ήταν μείζον θέμα γι’ αυτόν, διότι από την εποχή της Βαυαροκρατίας την ευθύνη και τον προγραμματισμό είχε το κράτος, αφήνοντας κερκόπορτες στις προπαγάνδες και τις υποχθόνιες μεθοδεύσεις των μυστικών κέντρων αποφάσεων.
Ο Αρχιεπίσκοπος τόλμησε. Έπιασε το νυστέρι στο χέρι και έκανε βαθειές και σωστικές τομές. Βρήκε το σθένος και στάθηκε μπροστά στην κοσμική εξουσία απαιτώντας να αναλάβει η Εκκλησία τον προγραμματισμό και τη στελέχωση της εκπαίδευσης των μελλοντικών στελεχών της, αποσπώντας την από τα κυκλώματα των αθέων που μόλυναν το νεανικό αίμα.
Η προσπάθειά του ήταν ιδιαίτερα επίπονη και παρ’ ότι ο νέος Καταστατικός Χάρτης (126/1969) προέβλεπε η εκκλησιαστική εκπαίδευση να περιέλθει εις την εκκλησία, ο αγώνας αυτός κράτησε δύο χρόνια διότι οι αρμόδιοι κρατικοί παράγοντες ανέβαλαν από μήνα σε μήνα την δημοσίευση του σχετικού Νόμου. Συγκεκριμένα γράφει: «Δι’ όλας αυτάς τας καθυστερήσεις είχα πολλάκις διαμαρτυρηθή προς τας αρμοδίας Υπηρεσίας του Υπουργείου Παιδείας. Και οχλήσεις, προς τον Υφυπουργόν και Υπουργόν έκανα, και δεν ενθυμούμαι πόσας εντόνους παραστάσεις προς τον Πρωθυπουργόν πραγματοποίησα μέχρι που του εδήλωσα ότι, θα παραιτηθώ, αν ο Νόμος δεν εκδοθή αμέσως. Μετά από αυτά εδημοσιεύθη, επί τέλους, ο υπ’ αριθ. 876/1971 Νόμος την 15/5/1971, “Περί υπαγωγής της Δημοσίας Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος και άλλων τινών συναφών διατάξεων”» (Ιερώνυμος σελ. 110).
Το πρόγραμμα της οργάνωσης και ανάπτυξης των εκκλησιαστικών Σχολών προχωρούσε κανονικά. Οργάνωσαν τις Κατώτερες, τις Μέσες και τις Ανώτερες σχολές και κινήθηκε ο μηχανισμός για την ίδρυση μιας Ανώτερης Θεολογικής Ακαδημίας (1).
Σκοπός των προγραμμάτων αυτών ήταν η σοβαρή καλλιέργεια των νέων που είχαν έφεση να σπουδάσουν την ιερή επιστήμη και να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο έργο της εκκλησίας.
Μετά την παραίτηση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Α΄ ο νέος Αρχιεπ. Σεραφείμ με έγγραφό του στο Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων ζήτησε να αναλάβει και πάλι το κράτος την ευθύνη της εκκλησιαστικής παιδείας, διότι η Εκκλησία δεν διέθετε το κατάλληλο και εμπνευσμένο προσωπικό «ίνα μεταλαμπαδεύση το γνήσιον τούτο εκκλησιαστικόν πνεύμα τοις μέλλουσιν ιεράσθαι» (SIC).
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

[Συνεχίζουμε την ιστορική αναμόχλευση των άγνωστων περιστατικών που σημάδεψαν την σκοτεινότερη και βρωμερότερη συναλλαγή που έγινε ποτέ στην Εκκλησία από την εγκαθίδρυσή της.
Ο λαός ακόμα και σήμερα – παρ’ ότι πέρασαν 40 χρόνια – είναι ανημέρωτος από τους ταγμένους στον πάγκο της πληροφόρησης δημοσιογράφους.
Το γιατί; Έχουν γραφεί πολλές φορές και δια πολλών διάφορα περιστατικά:
1. Ο Γερμανός δημοσιογράφος Udo Ultkotte της μεγαλύτερης σε κυκλοφορία εφημερίας Frankfurter Allgemeine Zeitung, ήταν αποκαλυπτικός. Υπήρξα δημοσιογράφος για περίπου 25 χρόνια και εκπαιδεύτηκα στο πώς να λέω ψέματα, να προδίδω και να μην λέω την αλήθεια στο κοινό… Προδώσαμε τους αναγνώστες μας… Δωροδοκούμαστε για να προδίδουμε τον κόσμο… Βαρέθηκα αυτήν την προπαγάνδα… Δεν θέλω άλλο πια να κάνω αυτό το πράγμα…».
2. Από το βιβλίο «Δηλώνω δημοσιογράφος» αντλούμε ένα εκκλησιαστικό περιστατικό, που καταδεικνύει ότι τα χρήματά σου που διαθέτεις ανάβοντας το ταπεινό κεράκι προς φωτισμό του νου και της ψυχής σου, οι εκκλησιαστικοί ταγοί το αδρανοποιούν αγωνιζόμενοι να σε κρατούν δέσμιο στα σκοτάδια της πληρωμένης προπαγάνδας και στο ψέμα που για χρόνια καλά κρατεί… (όρα «Αυτόπτης μάρτυς» σελ.5)].
Τ
ο δημιουργικό έργο του Αρχιεπισκόπου συνεχίζεται με την κίνηση του μηχανισμού για την ίδρυση μιας Ανώτερης Θεολογικής Ακαδημίας. Είχε προγραμματίσει για το σχολικό έτος 1973-74 να ιδρυθεί «Ανώτερη Σχολή Ιερατικών Σπουδών» η οποία θα συστεγάζονταν στο ανεγερθησόμενο κτίριο στην πανεπιστημιούπολη με το «Κέντρον Θεολογικών Ερευνών» και το Οικοτροφείο των σπουδαζόντων κληρικών και λαϊκών στη Θεολογική Σχολή. 
Ο Σεραφείμ Τίκας – ο Αρχιεπίσκοπος που ήρθε μετά την παραίτηση του Ιερωνύμου – ανίκανος και άσχετος προς κάθε έργο ευποιίας, αποφάσισε να απαλλαγεί από το ογκώδες πνευματικό και ουσιαστικό έργο του προκατόχου του ζητώντας με έγγραφό του (16-3-1974) από την Κυβέρνηση, να αναλάβη και πάλι το Υπουργείο Παιδείας, την εκκλησιαστική παιδεία, διότι δεν διέθετε – όπως είπε – το κατάλληλο και εμπνευσμένο προσωπικό, για να μεταλαμπαδεύσει το γνήσιο εκκλησιαστικό πνεύμα στους μέλλοντας Ιερείς.
Ανήσυχο πνεύμα καθώς ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος στην συνεδρίαση της ΠΖ΄ (24-8-1970) (Φ.Ε.Κ. 135, Τ.Α.) της Ιεράς Συνόδου ζήτησε να ιδρυθεί «Ίδρυμα Βυζαντινής Μουσικολογίας» γενόμενο δεκτό. Πρώτος επιστημονικός συνεργάτης προσελήφθη ο κ. Γρ. Στάθης, Θεολόγος-Μουσικολόγος, όπου και ανέλαβε, εκτός των άλλων, και την καταλογογράφησιν των χειρογράφων της Βυζαντινής Μουσικής του Αγίου Όρους.
Το ίδρυμα στεγάστηκε σε τρεις νεόδμητες αίθουσες της Ιεράς Μονής Πεντέλης, και από τον Μάιο του 1972 άρχισε να λειτουργεί κανονικά.
Ίδρυσε επίσης το «Κέντρον Ιεραποστολικών Σπουδών», με την συνεργασία της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, το οποίο λειτουργούσε, στεγαζόμενο στην έδρα της Ιστορίας των Θρησκευμάτων. Το οργάνωσε και το διεύθυνε (1971-1975) ο Αρχιμανδρίτης Αναστάσιος Γιαννουλάτος (ο νυν Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας). Τον Νοέμβριο 1972 η Εκκλησία αναγνωρίζοντας την προσφορά του π. Αναστασίου και εισηγήσει του Αρχιεπίσκοπου Ιερώνυμου εκλέγεται επίσκοπος με τον τίτλο της πάλαι ποτέ Διαλαμψάσης Επισκοπής Ανδρούσης.
Από το 1970 άρχισε να λειτουργεί μέσα σε μία πευκόφυτη περιοχή της Αγ. Παρασκευής το πνευματικό κέντρο «Η Βηθλεέμ». Ήταν κτίριο για σύγκληση Συνεδρίων, με αίθουσες, παρεκκλήσιο και πολλά δωμάτια. Από το 1973 στεγάστηκε σ’ αυτό και η «Σχολή Ιερατικών Σχολών». Ήταν μια ακόμη δωρεά της Αιμ. Πέππα στην καθαρή και διάφανη διαχείριση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου.
Ο Ιερώνυμος, συγκλονισμένος από την κατάσταση των αρρώστων και κατάκοιτων γερόντων, ανήγειρε το Νοέμβριο του 1971 σε Ν. Σμύρνη και Ν. Μάδυτον δύο ιδρύματα «Κατάκοιτων Γερόντων» παρέχοντα πλήρη ιατρική παρακολούθηση ιατρών, αδελφών, νοσοκόμων, κοινωνικών λειτουργών, και σημαντικό αριθμό εθελοντριών κυριών σε γέροντες δυσκολοκίνητους και μη αυτοεξυπηρετούμενους (ανάπηρους, ημιπληγικούς, παραπληγικούς κ.ά.).
Επίσης δημιούργησε ειδικό Σώμα εθελοντριών κυριών που εκπαιδεύτηκαν ειδικά για την κατ’ οίκον νοσηλεία και περίθαλψη. Αυτές, μαζί με κοινωνική λειτουργό και γιατρό, επάνδρωσαν τις «Κινητές Μονάδες Βοηθείας Κατακοίτων» που γύριζαν καθημερινά στις διάφορες περιοχές των Αθηνών περιθάλποντας και βοηθώντας κατάκοιτους. Έτσι ο γιατρός τους εξέταζε και οι εθελέντριες τους καθάριζαν τις πληγές, άλλαζαν τα ρούχα, τους έδιναν τα φάρμακα και τους απάλυναν τους πόνους των.
Το «Γραφείο Περιθάλψεως Ασθενών» ήταν ο τομέας για ασθενείς με βαριά περιστατικά που έπρεπε να νοσηλευτούν σε νοσοκομεία του εξωτερικού. Αυτό αναλάμβανε την διαμεσολάβηση με τα ανάλογα νοσοκομεία Ευρώπης και Αμερικής και με την συνεργασία των Ελληνικών Ορθοδόξων Κοινοτήτων αποστέλλονταν στα εκεί νοσοκομεία. Τους παρείχαν οικονομικήν ενίσχυση και χριστιανική συμπαράσταση, κατά τον χρόνον της νοσηλείας των.
Ίδρυσε πάνω από εξήντα πέντε (65) «Σπίτια Γαλήνης του Χριστού», ένα έργο κοινωνικό και πρωτοπόρο. Μέσα σ’ αυτά εύρισκαν θαλπωρή, γαλήνη, προστασία και αξιοπρέπεια οι ηλικιωμένοι γέροντες. Είχαν κάθε υλική βοήθεια και ηθικοπνευματική ενίσχυση.
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α΄ έβλεπε δεκάδες χρόνια μπροστά. Γιατί, τέτοιο κοινωνικό έργο – κατώτερο σε ποιότητα και παροχή – άρχισε να το πραγματοποιεί η Πολιτεία μετά το 1985, τα γνωστά με το όνομα «ΚΑΠΗ».
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος περπάτησε σεμνά, αθόρυβα, χωρίς μεγαλοστομίες και υποσχέσεις, πάνω στα ίχνη των Πατέρων της Εκκλησίας. Οι εκπρόσωποι όμως της αθεΐας και της εκκλησιαστικής ασυδοσίας αγωνίστηκαν και αγωνίζονται ακόμα να αμαυρώσουν την προσωπικότητά του και να σβήσουν την φωτεινή του πορεία.
Εκείνο το χαμόγελο που πρόσφερε για χρόνια, όσο διακονούσε σε νοσοκομεία, επισκεπτόμενος αρρώστους στο κρεβάτι του πόνου, είναι αδύνατον να λησμονηθεί. Έσκυψε με αγάπη στους πονεμένους και προσπάθησε να απαλύνει τον ψυχικό πόνο με τις επισκέψεις του και την βοήθεια στο “Κέντρον Αποκατάστασης Χανσενικών” (λεπρών) στην Αγία Βαρβάρα και στη Σπιναλόγκα, που κανένας κάλαμος δημοσιογραφικός δεν περιέγραψε, θεωρώντας τους περιθωριακούς και αποδιοπομπαίους από τον κόσμο.
Σταματάει κανείς με δέος μπροστά στη γνήσια ανθρωπιά και την ακεραιότητα, τη δύναμη της πίστης και την ομορφιά της αγάπης για τον πάσχοντα.
Παραμονές Πάσχα του 1968 τον συναντάμε μαζί με τον μεγάλο ανθρωπιστή και ιεραπόστολο των Χανσενικών (λεπρών) Ραούλ Φολερώ που μαζί με την γυναίκα του ενημέρωναν τον κόσμο ώστε να αποβάλουν κάθε προκατάληψη που για αιώνες σέρνονταν. Τους βλέπουμε να επισκέπτονται το Κέντρο Αποκατάστασης των Αθηνών, το νησί και στην αίθουσα «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ» να πραγματοποιείται η συγκλονιστικότερη ομιλία αναφερόμενη στην ΑΓΑΠΗ που πρέπει να προσφέρουμε στον συνάνθρωπο που υποφέρει.
Στις 18 Ιανουαρίου 1969 βρίσκουμε τον Αρχιεπίσκοπο να επισκέπτεται το Κέντρον Αποκατάστασης και στη συνέχεια έναν-έναν τους ασθενείς (λεπρούς) στο Νοσοκομείο και να τρώγει μαζί τους.
Η επιστολή που έστειλαν τότε οι Χανσενικοί στον Ιερώνυμο ήταν συγκλονιστική:
«Μακαριώτατε,
Έχουν παρέλθει αρκεταί ημέραι από τότε που ο Κύριος των Δυνάμεων ωδήγησε τα βήματα Υμών εις τον Ιερόν χώρον της δοκιμασίας μας. Ήδη είμεθα εις θέσιν να πληροφορήσωμεν την Μακαριότητά Σας, ότι ο καρπός της επισκέψεως αυτής ήτο πολύς. Εξ όλων των περιοχών της πατρίδος μας καταφθάνουν καθημερινώς μηνύματα συμπαραστάσεως, μηνύματα αγάπης, μηνύματα ελπίδος, μηνύματα νίκης. Πολλοί ερωτούν: Είναι αλήθεια ότι ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας μας επισκέφθη το Νοσοκομείον σας, παρέμεινεν πλησίον σας ώρας πολλάς και συνέφαγε μεθ’ υμών εις την ιδίαν τράπεζαν, χωρίς φόβον και χωρίς προκατάληψιν; Και άλλοι, οι περισσότεροι, μας δηλώνουν, ότι στρατεύονται υπό την σημαίαν της Εκκλησίας ως απλοί στρατιώται και απόστολοι εις τον προκείμενον αγώνα της ηθικής και πνευματικής μας αποκατάστασης…
Μακαριώτατε,
Γνωρίζομεν ότι ο αγών είναι δύσκολος… Παρά ταύτα είμεθα απολύτως βέβαιοι, ότι ο υπό την Υμετέραν Ηγεσίαν αγών θα κερδιθή, διότι είναι αγών δίκαιος και ηυλογημένος από τον Κύριον δι’ Υμών (την 18η Ιανουαρίου ).
Αισθήματα βαθυτάτης ευγνωμοσύνης διακατέχουν τας καρδίας ημών και των οικογενειών μας, και με τα αισθήματα αυτά, διατελούμεν μετά βαθυτάτου σεβασμού.
14η Φεβρουαρίου 1969
Ο Πρόεδρος: Καλδής Γεώργιος – ο Γεν. Γραμματέας: Παυλάκης Ιωσήφ».
Ερευνώντας το αρχειακό υλικό των πάμπολλων επισκέψεών του σταματάμε σε μια χαρακτηριστική φωτογραφία που πάρθηκε σε επίσκεψη την 31η Δεκεμβρίου 1971: Στο αναρρωτήριο του αντιλεπρικού Σταθμού Αθηνών, γραία άρρωστη (Χανσενική) σφίγγει το χέρι του Αρχιεπισκόπου με βλέμμα ικετευτικό. Σ’ αυτή την ικεσία ανταποκρίθηκε με το περίσσιο χαμόγελο προσφέροντας από καρδιάς σταλαγματιά ελπίδας!
Τακτικός επισκέπτης ήταν και στον “ΟΙΚΟ ΤΥΦΛΩΝ” όπου για ώρες συζητούσε μαζί τους, γιατί – όπως είχε δηλώσει – «Οι τυφλοί χαίρονται με τα μάτια της ψυχής τους».
Η Ελλαδική Εκκλησία, παρ’ ότι είχαν περάσει χρόνια από την απελευθέρωση του Ελληνικού Κράτους από τον τουρκικό ζυγό, δεν είχε ιστορικό εκκλησιαστικό Μουσείο, με αποτέλεσμα να εξαφανιστούν πολύτιμα έγγραφα, ιερά κειμήλια, άμφια εκκλησιαστικών ανδρών, λειτουργικά σκεύη, σιγίλια, φωτογραφίες, προσωπικά αντικείμενα… καθώς κι ο Πατριαρχικός Τόμος του 1850 που ανακήρυξε το Αυτοκέφαλον της Ελλαδικής Εκκλησίας.
Το κενό αυτό το τακτοποίησε με την ψήφιση του υπ’ αριθ. 15 κανονισμού λειτουργίας «Περί Εκκλησιαστικού Μουσείου». Έτσι από το 1970 άρχισε να λειτουργεί εις το κτίριο της Αρχιεπισκοπής στην οδό Φιλοθέης 19.
Στην Αγία Λαύρα δεν υπήρχε επίσης μνημείο των αγωνιστών του 1821. Το 1903 συγκροτήθηκε η πρώτη επιτροπή ανεγέρσεως του Ηρώου αλλά, παρ’ όλα αυτά, δεν κατόρθωσαν να το πραγματοποιήσουν. Με τη φροντίδα όμως και την οικονομική στήριξη του Ιερωνύμου, στήθηκε την 24 Μαρτίου 1971 (αποκαλυπτήρια) για να θυμίζει τον ξεσηκωμό των Ελλήνων του 1821 στις επόμενες γενιές.
Χρηματοδότησε την ανοικοδόμηση της γυναικείας Μονής «Νταού Παντέλης» το 1971.
Τα εκπαιδευτήρια «η Θεομήτωρ» αναπτύχθηκαν με τη συμπαράσταση και τη γενναία οικονομική παροχή του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Α΄.
Το Μουσείο της ανδρικής Μονής Πεντέλης, το Ίδρυμα «Προστασίας Παιδιών» και δεκάδες άλλα, ων ουκ έστι αριθμός, αποτέλεσαν το πολύμορφο έργο του μακαριστού Αρχ. Ιερωνύμου Α΄ (Κοτσώνη) το οποίο οι μετέπειτα «πατριώτες» (εκκλησιαστικοί και πολιτικοί) καιροσκόποι προσπάθησαν να το περιβάλλουν με τον πέπλο της λήθης.
Ένα από τα πρωτεύοντα θέματα που απασχόλησαν τον Ιερώνυμο ανεβαίνοντας στον αρχιεπισκοπικό θρόνο ήταν και η σύνταξη και ψήφιση του νέου Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας, αποδεσμευμένου από την αυθαιρεσία της Πολιτείας και απαλλαγμένου από τους περιορισμούς και τις δεσμεύσεις της Βαυαρο-Μαουρικής νοοτροπίας, ώστε να έχει τη δυνατότητα να κινείται ελεύθερα, σύμφωνα με τα βιβλικά και αγιοπατερικά κριτήρια, οργανώνοντας μόνη τα του οίκου της.
Οκτώ ολόκληρα χρόνια, από το 1959 μέχρι το 1967 καταστρώνονταν αλλεπάλληλα σχέδια Καταστατικού Χάρτη, και κανένα από αυτά δεν έφτανε στη Βουλή των Ελλήνων προς ψήφιση, ώστε να γίνει νόμος του Κράτους. Τα σχέδια κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι, από επιτροπή σε επιτροπή και στο τέλος κατέληγαν στο καλάθι των αχρήστων.
Βλέποντας ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος τη στασιμότητα αυτή ανασκουμπώθηκε και αφού επί δίμηνο απομονώθηκε στην ιδιαίτερή του πατρίδα, την Τήνο, άρχισε να εργάζεται πυρετωδώς από το πρωί μέχρι αργά τη νύχτα προκειμένου να συντάξει το νέο Καταστατικό Χάρτη. Τέλος το Μάρτιο του 1969 τον παρουσίασε στο σώμα της Ιεραρχίας, αλλά, δυστυχώς και το σχέδιο αυτό δεν το δέχθηκαν οι Κυβερνητικοί παράγοντες.
Ένα άλλο σοβαρό θέμα από τα πολλά καινοτόμα του νέου Καταστατικού Χάρτη ήταν και ο τρόπος εκλογής μητροπολιτών, που προέβλεπε περίπου την ταύτιση με την αποστολική γραμμή, που ίσχυσε κατά την εκλογήν του αποστόλου Ματθία. Να συμμετέχουν δηλαδή: Ο Πρωτοσύγκελος, οι Ιεροκήρυκες, ο Γενικός και οι λοιποί Αρχιερατικοί Επίτροποι, οι Γραμματείς των Ενοριακών Ναών της έδρας της Μητρόπολης, οι πτυχιούχοι Ανώτατης Εκκλησιαστικής Σχολής κληρικών της χηρεύουσας Μητρόπολης, οι Ηγούμενοι των Μονών της, που έχουν πάνω από πέντε μοναχούς, και τα αιρετά μέλη του Επαρχιακού Εκκλησιαστικού Συμβουλίου.
Μετά την εξέλιξη αυτή, όλως απροσδόκητα, το πρωί της 8ης Μαρτίου 1969 ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος διάβασε ένα κείμενο παραιτήσεώς του από το αρχιεπισκοπικό του αξίωμα. Η Σύνοδος ξαφνιάστηκε, ακολούθησε ψηφοφορία, και η απόφαση ήταν σχεδόν ομόφωνη – εκτός του μητροπολίτη Κορίνθου Παντελεήμονα που δήλωσε ότι «επέχει» – να μην γίνει δεκτή η παραίτησή του.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, η Ιεραρχία εμφανίστηκε ενωμένη και συσπειρωμένη όσον αφορά την ηγεσία του Ιερωνύμου στην εκκλησία.
Ο δεσπότης Ιωαννίνων Σεραφείμ Τίκας ως εκπρόσωπος της Ιεράς Συνόδου έκανε τις εξής δηλώσεις στο τύπο: «Καταλήφθημεν εξ απήνης… διότι ουδείς των αγίων αδελφών ανέμενον παρόμοιαν ενέργειαν. Κατάπληξις, αιφνιδιασμός και θλίψις μας συνείχε δια την απόφασιν αυτήν.
Και ομολογώ ότι υπήρξε μια θαυμάσια και πεφωτισμένη στιγμή της Ιεραρχίας, όταν όλα τα μέλη της με έκδηλον συγκίνησιν και δάκρυα εις τους οφθαλμούς ανεκάλεσαν τον Αρχιεπίσκοπο. Έπρεπε να είσθε εις την αίθουσαν δια να δήτε την ομόθυμον θέλησιν της Ιεραρχίας. Απητήθη πολύς χρόνος για να πείσωμεν τον Μακαριώτατον να επανέλθη εις την αίθουσαν. Και όταν επανήλθε τότε εξεφράσαμεν την χαράν μας. Επηκολούθησε μια θριαμβευτική ψηφοφορία κατά της παραιτήσεως και υπέρ της ανακλήσεως αυτής. Και το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήτο η παμψηφεί πρότασις προς ανάκλησιν».
Κανένας τότε δεν μιλούσε για αντικανονική εκλογή του Ιερωνύμου. Αλήθεια, πότε χάθηκαν τα τόσα «ωσαννά» του Σεραφείμ Τίκα, τα δάκρυα, η συγκίνηση, η πεφωτισμένη απόφαση, η θριαμβευτική ψηφοφορία… και ξαφνικά σε λίγο καιρό, ο έπαινοι μετατράπηκαν σε ύβρεις και βωμολοχίες, καθιστώντας τον απόβλητο και αποσυνάγωγο;
Έτσι, μετά την απόρριψη του πρώτου σχεδίου του Κ.Χ. από την Κυβέρνηση, αναγκάστηκε να συντάξει δεύτερο, να το επεξεργαστεί με την συμμετοχή όλων των Συνοδικών Επιτροπών και να το υποβάλει. Και πάλι οι κρατούντες δικτάτορες τροποποίησαν απροσδόκητα το νέο νομοθέτημα διαχωρίζοντας τους Ιερούς Κανόνες σε δογματικούς και διοικητικούς, και πολλά άλλα άρθρα. Τελικά εψηφίσθη.
Εάν κάποιος επιχειρήσει μια καταμέτρηση και λεπτομερή καταγραφή όλων των έργων που έγιναν την εξαετία του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Α΄ στο Πηδάλιον της Ελληνικής Εκκλησίας θα μείνει άφωνος. Κατόρθωσε να κάνει τόσα, όσα δεν έκαναν όλοι οι Αρχιεπίσκοποι μαζί στα εκατόν ενενήντα (190) χρόνια από την απελευθέρωση της Χώρας μέχρι σήμερα.
Αυτά τόνισε ο τέως πρόεδρος της Δημοκρατίας Κων/νος Τσάτσος το έτος 1975. «Κατά το διάστημα της ενεργού υπηρεσίας εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος ως Προκαθήμενος ο Ιερώνυμος Α΄ Κοτσώνης, έκανε πράγματα που δεν είχαν γίνει εις τα εκατόν πεντήκοντα χρόνια της ιστορίας της, ενώ άλλα που εγίνοντο έπαυσαν να γίνωνται».
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Με το «Ο ΧΟΥΝΤΙΚΟΣ»
Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος


1) (Συνεχίζουμε την καταγραφή άγνωστων ιστορικών γεγονότων, τα οποία ο σατανικός μηχανισμός της παραπληροφόρησης αλλοιώνοντάς τα κατόρθωσε κυριολεκτικά να αποπροσανατολίσει, παραπλανήσει και εξαπατήσει το λαό παρουσιάζοντας το μαύρο, άσπρο.
Τον αιμοχαρή, αίφνης, αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ Τίκα, με τον αβυσσαλέο ταραγμένο ψυχικό κόσμο, τον γεμάτο εμπάθεια και κακότητα, τον παρουσίασε πράο, συνετό, φιλειρηνικό, ενωτικό και μέγα αντιστασιακό!!!, αποσιωπώντας το ότι επεδίωξε την εξόντωση όλων εκείνων που τους θεωρούσε εμπόδιο στην πραγματοποίηση των ανίερων, βέβηλων και βλάσφημων επιδιώξεών του).
2) (Από το βιβλίο «δηλώνω δημοσιογράφος» σας μεταφέρουμε το δεύτερο περιστατικό –ημέρες δόξης αρχιεπισκόπου Σεραφείμ – που δείχνει πώς εξανεμίστηκε μέρος της Εκκλησιαστικής περιουσίας στο διάβα των τελευταίων χρόνων στη σελ. 8)
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, ένας άνθρωπος της προσευχής και της αγάπης, σχοινοβάτησε, επί έξι ολόκληρα χρόνια, ανάμεσα στο κοσμικό σχήμα της βίας και το εκκλησιαστικό διοικητικό κατεστημένο της ασυδοσίας επιτυγχάνοντας να κάνει το καθήκον του, να αναβαθμίσει τον κλήρο, να βάλει τάξη στα οικονομικά, να συγκρουστεί με την κοσμική εξουσία, να προφυλάξει την Εκκλησία από την υποδούλωσή της στους σχεδιασμούς της δικτατορίας…
Βρέθηκε στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο με μια μυστική παρώθηση του Αγίου Πνεύματος, που «διασκέδασε βουλάς εθνών» (Ψαλμός λβ΄ 10). Το γεγονός έμεινε εν σιωπή όχι μόνο την περίοδο της επταετίας αλλά και μέχρι τις ημέρες μας, γιατί οι διαπλεκόμενοι κράχτες της ενημέρωσης αρνήθηκαν να το δεχθούν και να το μεταφέρουν στο λαό. Έτσι, πολύ λίγοι γνωρίζουν μέχρι σήμερα ότι ο Ιερώνυμος Κοτσώνης δεν ήταν ο εκλεκτός της δικτατορίας.
Οι δικτάτορες της 21ης Απριλίου 1967 είχαν υποσχεθεί το θρόνο των Αθηνών στον τότε δεσπότη Καστοριάς Δωρόθεο Γιανναρόπουλο, που, παρ’ ότι υπηρετούσε στην ποιο ακριτική περιοχή της Ελλάδας, είχε την ευχέρεια να επικοινωνεί και να επηρεάζει τα ανώτατα ηγετικά στελέχη του στρατεύματος.
Έτσι, την ημέρα της αρχιεπισκοπικής εκλογής, οι τρεις συνταγματάρχες αρχηγοί της δικτατορίας (Παπαδόπουλος, Πατακός, Μακαρέζος) επισκέφθηκαν την Ιερά Σύνοδο και απήτησαν να εκλεγεί Αρχιεπίσκοπος ο Καστοριάς Δωρόθεος. Έφθασαν όμως όταν η διαδικασία της εκλογής είχε ολοκληρωθεί και στα πρακτικά είχαν μπει οι υπογραφές των εκλεκτόρων. Οι Συνταγματάρχες τότε αναγκάστηκαν να φύγουν άπρακτοι.
Για μια ολόκληρη εικοσαετία ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος σήκωνε το σταυρό του διωγμού και της κατακραυγής, πως ήταν ο εκλεκτός της Χούντας, χωρίς να γνωρίζει κανείς – ούτε κι ο ίδιος – ποια ήταν η ιστορική αλήθεια.
Ένα χρόνο πριν κλείσει τα μάτια και ο Κύριος της δόξης τον καλέσει κοντά του, έμαθε την αλήθεια, γιατί οι άνθρωποι της δικτατορίας που τον «εξετίμων» – όπως έλεγαν – ως αρχιεπίσκοπο, του έβαζαν τόσα εμπόδια στο έργο του. Και η απορία του αυτή λύθηκε όταν ένα πρωινό του 1966 δέχθηκε στο γραφείο της “Διεθνούς Αγάπης” τον Γενικό Διευθυντή Θρησκευμάτων και Βασιλικό Επίτροπο της Ιεράς Συνόδου, καθηγητή του Παν. Αθηνών κ. Μάρκο Σιώτη, που τον ενημέρωσε, έστω καθυστερημένα, ως προς το πώς έγινε η εκλογή του κατά την συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου παρόντος του ιδίου ως Βασιλικού Επιτρόπου (όρα “ΑΓΩΝΑΣ” φ. 209, σελ. 7).
Ο Ιερώνυμος βρέθηκε μέσα σε κυκλώνα αποτελώντας το “ΣΤΟΧΟ” όλων των αντιμαχόμενων πτερύγων (δικτατορικό καθεστώς, βασιλικό περιβάλλον, παλαιό πολιτικό κατεστημένο και η έπαλξη της αντίστασης). Όλοι τον ήθελαν υπηρέτη των σχεδίων τους και των σκοπιμοτήτων τους αλλά και όλοι τον έβρισκαν ασύμβατο με τις επιδιώξεις τους, ανένδοτο, απροσκύνητο, και, συχνά-πυκνά, αντίπαλο στο γήπεδο των σκοπιμοτήτων. Οι δικτάτορες του έριχναν την ευθύνη του μη συνεργαζόμενου σε κάποιο φάσμα προγραμμάτων τους, που τα θεωρούσαν καίρια και επείγοντα, και ότι δε χειραγωγούσε το λαό σε υποταγή. Οι Βασιλικοί τον καταλόγιζαν αχαριστία και τον κατηγορούσαν, ότι πρόδωσε τον Βασιλέα Κωνσταντίνο. Και οι αντιστασιακοί φώναζαν ότι συμπορεύτηκε με την δικτατορία και έγινε παράγοντας στερέωσής της.
Εναντίον του στράφηκαν όλοι εκείνοι, οι πολιτικοί κράχτες, από την άκρα δεξιά ως την άκρα αριστερά, που ήθελαν την Εκκλησία θεραπαινίδα των σκοπών τους, και όχι ελεύθερη και ανεξάρτητη από τα σχήματα του κόσμου τούτου.
Οι δικτάτορες ήταν επιφυλακτικοί ακόμη απέναντί του διότι, αρκετές φορές είχε διακηρύξει τις ιδέες του περί ελευθερίας. Ακόμα και στον ενθρονιστήριο λόγο του (17/5/1967) είπε επί λέξει τα εξής: «Η ελευθερία της συνειδήσεως, ως και η ατομική εν γένει, πολιτική, εθνική και κοινωνική είναι πρωταρχικό στοιχείο της προσωπικότητας του ανθρώπου». Οι ξένοι ανταποκριτές δημοσίευσαν την επόμενη μέρα με μεγάλα γράμματα: «Οι κυβερνώντες στρατιωτικοί σιωπούν. Ο Έλλην προκαθήμενος υπερασπίζει την ελευθερίαν». Και συνέχιζαν: «Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος ωμίλησε θαρραλέως υπέρ της πολιτικής ελευθερίας εις μίαν τελετήν εις τον Καθεδρικόν Ναόν των Αθηνών, όπου ενεθρονίσθη ως Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Προκαθήμενος της Εκκλησίας».
Έτσι από το πρώτο διάστημα άρχισε να εκδηλώνεται η σύγκρουση.
Η δικτατορία από τα πρώτα πράγματα που έκανε με την επικράτησή της ήταν να διαλύσει τα παντός είδους Συμβούλια (Κοινοτικά, Δημοτικά, Οργανισμών, Επιχειρήσεων κλπ) όπως και τα ενοριακά, μοναστηριακά και μητροπολιτικά. Επίσης ο νόμος όριζε ότι στα παυθέντα συμβούλια θα διορίζονταν νέα με κοινή απόφαση των αρμοδίων υπουργών και του οικείου Νομάρχη.
Εναντίον αυτού του μέτρου ο Αρχιεπίσκοπος αντιτάχθηκε και ζήτησε να μην ισχύσει για τα Συμβούλια της Εκκλησίας, και επειδή δεν εισακούστηκε έστειλε έγγραφο στις 4/8/1967 στον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων ζητώντας να αφήσει την Εκκλησία ανενόχλητη, τονίζοντας: «… Η Εκκλησία, ως Θεοσύστατος Οργανισμός με την όλως ιδιάζουσαν και υψίστην πνευματικήν και ηθικήν αποστολήν αυτής εν τη Κοινωνία… Προς τούτοις ο διορισμός των διαφόρων Διοικητικών εν τη Εκκλησία Συμβουλίων παρά των κ.κ. Νομαρχών, πλην του ότι αντίκειται εις το ζήτημα αρχής εν τη Εκκλησία, προσκρούει επί πλέον και εις το ότι τα μέλη των εν λόγω Εκκλησιαστικών Συμβουλίων είναι, έν τινι μέρω, διάκονοι εν τη Εκκλησία, στρατευόμενοι δια το έργο αυτής, και ως εκ τούτου δέον να διακρίνωνται επί ευσεβεία, πίστει, προσηλώσει και αγάπη προς την Εκκλησίαν…, να επιλέγωνται και να διορίζωνται υπό της Εκκλησίας δια των Σεβ. Μητροπολιτών… προς άρσιν της δημιουργηθείσης και υφισταμένης σήμερον εν τη λειτουργία των εν τη Εκκλησία διαφορών Διοικητικών Συμβουλίων ανωμαλίας».
Σύγκρουση.
Η Κυβέρνηση πίεζε τον Ιερώνυμο να ασχοληθεί με την κάθαρση στο χώρο της Εκκλησίας, που ήταν καθολικό αίτημα, γι’ αυτό την 20ην Ιουλίου 1967 επισκέφθηκαν τον Αρχιεπίσκοπο ο Πρωθυπουργός Κων. Κόλλιας (προεδ. Του Αρείου Πάγου), ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης Γρ. Σπαντιδάκης (Στρατηγός) και ο υπουργός Παιδείας Κων. Καλαμποκιάς (Αρεοπαγίτης), και του εδήλωσαν ότι, εάν δεν προχωρήση άμεσα η κάθαρση, η πολιτεία ήταν έτοιμη να λάβη δραστικά μέτρα κατά μεγάλο αριθμό μητροπολιτών γνωστών για τις ιδιορρυθμίες τους.
Ο Αρχιεπίσκοπος ζήτησε πίστωση χρόνου για να κατατοπισθεί η Σύνοδος και να ενημερωθεί κι ο ίδιος. Τελικά με πολλή δυσκολία έγιναν δεκτές οι απόψεις του, και έτσι δεν προχώρησε η πολιτεία στην κάθαρση αλλά περιωρίστηκε στο να εκδόση τον υπ’ αρ. 241/1967 Νόμο. Και αυτό ήταν μια νίκη της Εκκλησίας, διότι τα εκκλησιαστικά δικαστήρια εφήρμοσαν την δικαστηριακή διαδικασία που προέβλεπε ο Νόμος 5383/1932 που είχε ψηφιστεί επί υπουργίας Γ. Παπανδρέου και άφηνε πρώτον την πρωτοβουλίαν και την διεξαγωγή της κάθαρσης στην Εκκλησία και δεύτερον έδινε την δυνατότητα στον κατηγορούμενο με όλα τα μέσα να προστατεύση τον εαυτό του. Του αφήρεσε όμως το αναφαίρετο δικαίωμα της Έφεσης.
Με τον Νόμο αυτό δικάστηκαν μόνο δύο μητροπολίτες προηδρευόντος του ιδίου του Αρχιεπισκόπου, ενώ αρκετοί, φοβηθέντες τις ανακρίσεις και τη δικαστική διαδικασία, “έσπευσαν” να υποβάλουν τις παραιτήσεις τους. Δικάστηκαν όμως μερικές εκατοντάδες ιερείς και διάκονοι προεδρεύοντος του αντιπροέδρου της Συνόδου. Το λυπηρόν είναι, ότι όλοι αυτοί οι δικασθέντες ή παραιτηθέντες “κουσουράτοι”, με την μεταπολίτευση, ηρωοποίησαν τον εαυτό τους παρουσιάζοντάς τον ως αντιστασιακό.
Σύγκρουση.
Η δικτατορική Κυβέρνηση ζήτησε επιτακτικά από τον Ιερώνυμο να κινηθή η εκκλησιαστική δικαστική διαδικασία σε μητροπολίτες για πολιτικούς λόγους. Αναφέρουμε ενδεικτικά:
- Η Ασφάλεια βρήκε στα αρχεία της ΕΔΑ τηλεγράφημα του μητροπολίτη Πειραιά Χρυσοστόμου προς τον Πρόεδρό της Πασσαλίδη, ζητώντας την συμπαράσταση του κόμματος, στην απόφαση της Κυβέρνησης Στεφανόπουλου να ακυρώση τις εκλογές και μεταθέσεις των μητροπολιτών που έγιναν …/…/1965.
Ο Ιερώνυμος αντιτάχθηκε ισχυριζόμενος ότι, ο Πειραιώς ενήργησε κατ’ εντολήν της Ιεράς Συνόδου.
- Ο μητροπολίτης Καβάλας συνελήφθη τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου 1967 από την αστυνομία στα γραφεία της ΕΔΑ στην Καβάλα, και έπρεπε να διωχθή.
Ο Αρχιεπίσκοπος δεν δέχθηκε, λόγω πολιτικών φρονημάτων να διώκεται ένας μητροπολίτης.
- Ο Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος είχε έρθει σε προσωπική διένεξη με τον Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης Στρατηγό Γρ. Σπαντιδάκη. Αυτός, βασιζόμενος στην παντοδυναμία του, από την πρώτη ημέρα της επικράτησης του καθεστώτος, ζήτησε να κινηθή η Εκκλησιαστική Δικαιοσύνη εναντίον του. Αυτό δεν το δέχθηκε ο Αρχιεπίσκοπος.
Η απροθυμία του Ιερωνύμου να ικανοποιήση τα κελεύματά τους εξόργισε τους κυβερνώντες.
Σύγκρουση.
Στις 15 Ιανουαρίου 1968 η Κυβέρνηση ζήτησε την απομάκρυνση ένδεκα (11) μητροπολιτών, παρακάμπτοντας τον Νόμο. Η αντίδραση του Αριχεπισκόπου ήταν έντονη, διότι δεν συμφωνούσε με τους λόγους και τον τρόπο που ήθελαν την αποπομπή τους. Τότε βγήκε στο “κλαρί” ο Τύπος και άρχισε να σφυροκοπάει τον Ιερώνυμο που δεν προχωρούσε την κάθαρση: «Αφήκεν εκκρεμές το τεράστιον πρόβλημα καθαρμού του Ιερατείου, χωρίς τον οποίον αποτελεί χίμαιραν η ανύψωσίς της. Εκεί όπου χρειάζεται σίδηρος πεπυρακτωμένος, ηρκέσθη εις χλιαρά επιθέματα, εκεί όπου επιβάλλεται ρομφαία, χειρουργική μάχαιρα προς αποκοπήν των σαθρών μελών…
“Δεσμεύεται”, ίσως, από τυπικά εμπόδια. Λησμονεί όμως ότι απεκαθάρθη άλλοτε – προ ημίσεως ακριβώς αιώνος – η Εκκλησία, απείρως ελαφρότερον τότε νοσούσα και ουδόλως διαβεβλημένη δι’ αίσχη προσβάλλοντα την ανδρικήν φύσιν, δι’ εκτάκτου ολιγομελούς Ιεροδικείου. Ανάλογον, ήτο άριστα δυνατόν να συγκροτηθή και σήμερον, υπαρχούσης μάλιστα επαναστάσεως, πλαισιούμενον από ανώτατους δικαστικούς, το οποίον να επεκταθή και εις έρευναν της διαχειρίσεως των Μητροπόλεων, διά τινας των οποίων πολλά λέγονται» (Ν. Βεντήρης εφ. «ΒΡΑΔΥΝΗ»).
Σύγκρουση.
Για τον μητροπολίτη Γρεβενών Χρυσόστομο είχαν γίνει σοβαρές καταγγελίες στην Ιερά Σύνοδο. Αυτός όμως είχε μεγάλα ερείσματα στο καθεστώς κι έτσι, με τις πρώτες ανακρίσεις, σήμανε συναγερμός για να τον σώσουν. Με το μέρος του τάχθηκαν, σκανδαλωδώς, ο στρατιωτικός Διοικητής, ο Νομάρχης, ο Δήμαρχος … και προσπάθησαν να αποτρέψουν το ανακριτικό έργο, φθάνοντας μάλιστα να παραπέμψουν τους μάρτυρες κατηγορίας στο στρατοδικείο, πιέζοντας να μην καταθέσουν εναντίον του κατηγορουμένου μητροπολίτη. Τον συνοδικόν δε ανακριτήν – Μητροπολίτην Ύδρας Ιερόθεο – τον απέλασαν από το νομό Γρεβενών.
Αυτό ανάγκασε τον Αρχιεπίσκοπο να στείλη εντονότατο διάβημα και διαμαρτυρία προς τον Πατακό, Παπαδόπουλο και άλλους παράγοντες για την σκανδαλώδη επέμβασή τους. Αυτό δεν άρεσε στους δικτάτορες.
Σύγκρουση.
Τις πρώτες ημέρες της αρχιερατείας του τον επισκέφθηκε μια παλαιά συνεργάτιδα από τον πόλεμο του 1940, η Δώρα Στράτου, και τον παρακάλεσε να την βοηθήση, διότι στο σπίτι της είχε κρυμμένο τον ιδιοκτήτη των εφημερίδων “ΒΗΜΑ”, “ΝΕΑ”, “ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ”… Χρ. Λαμπράκη, ώστε να παύση η δίωξή του. Πράγματι τον ανέλαβε ο ίδιος υπό την προστασία του, αν και αργότερα το συγκρότημα τον πολέμησε.
Επίσης αντιτάχθηκε σθεναρά στην απομάκρυνση από τις πανεπιστημιακές έδρες – λόγω Δημοκρατικών πεποιθήσεων – των καθηγητών: Εμ. Κριαρά, Μιχ. Σακελλαρίου, Νικ. Πανταζόπουλου και άλλων δέκα πέντε περίπου καθώς και μεγάλου αριθμού απολυθέντων ή καταγεγραμμένων στο μαύρο πίνακα της ΚΥΠ μη εγκρινόμενου του διορισμού τους, παρ’ ότι η εκλογή τους ήταν νόμιμη. Ο ίδιος στα τελευταία έγραψε: «Τας ενεργείας μου αυτάς δεν τας ανεκοίνωσα ούτε τότε ούτε αργότερον εις ουδένα, ούτε καν εις τους ενδιαφερομένους, διότι δεν απεσκόπουν εις το να συλλέγω εύσημα, αλλ’ εις το να εκτελώ το καθήκον μου».
Σύγκρουση.
Η δυσπιστία απέναντι στον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο ήταν ολοφάνερη. Ήταν 5η Ιουλίου 1968 όταν, από το γραφείο του Πρωθυπουργού Γ. Παπαδόπουλου, τηλεφώνησαν στην Αρχιεπισκοπή για να του κάνουν γνωστό ότι ο Πρωθυπουργός αποφάσισε να συμμετάσχει ο Αρχιεπίσκοπος στη Γενική Συνέλευση του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών, που θα πραγματοποιούνταν στην Στοκχόλμη. Ο Αρχιεπίσκοπος στην απόφαση αυτή, απάντησε: «Δεν πιστεύω ότι η πληροφορία είναι ακριβής, διότι γνωρίζει ο κ. Πρωθυπουργός ότι δια τα ζητήματα αυτά δεν είναι αρμόδιος και μάλιστα χωρίς να συμβουλευθεί την Εκκλησία. Εάν δε, έστω και αναρμοδίως, εκ παραδρομής είχε τυχόν αποφασίσει τοιούτον τι, δεν θα διεβίβαζε την απόφασή του αυτήν κατ’ αυτόν τον τρόπον». Τελικώς δεν δέχθηκε να λάβει μέρος εις την Συνέλευση εκείνην, και έτσι έγινε πιο ασυμπαθής στους σκληρούς παράγοντας της δικτατορίας.
Σύγκρουση.
Την ημέρα της ενθρόνισης του Ιερωνύμου η αστυνομία συνέλαβε τον π. Γεώργιο Δημητριάδη, εφημέριο του Ι.Ν. Αγ. Γεωργίου στο Κερατσίνι – τον γνωστό «πατέρα Γεώργιο τον ρακοσυλλέκτη» – και ο οποίος την Κυριακή των Μυροφόρων στο κήρυγμά του επιτέθηκε κατά του δικτατορικού καθεστώτος. Ο Αρχιεπίσκοπος το πληροφορήθηκε αυτό τυχαία από μια εθιμοτυπική επίσκεψη του Ρ/Καθολικού Αρχ. Βενέδικτου. Τηλεφώνησε αμέσως στον Στρατιωτικό Διοικητή του Πειραιά και ζήτησε να τον αφήσουν ελεύθερο, διότι για τα παραπτώματα των κληρικών ήταν αυτός υπεύθυνος. Αφού αφέθηκε ελεύθερος τον πήρε από τη μητρόπολη Νικαίας στην Αρχιεπισκοπή και τον διόρισε στην Κεντρική Υπηρεσία, στην Διεύθυνση του «Κινήματος της Αγάπης», αγνοώντας την εχθρότητα που είχε το καθεστώς απέναντί του.
Κάτι ανάλογο είναι και η περίπτωση του αρχιμανδρίτη π. Θεόκλητου Φεφέ, ο οποίος είχε έρθη αρκετές φορές σε προστριβές – λόγω του εκρηκτικού χαρακτήρος – με τις στρατιωτικές και αστυνομικές αρχές. Ο Αρχιεπίσκοπος αψηφώντας τις αντιλήψεις και τις κατ’ αυτού κατηγορίες των Αρχών, τον διόρισε στην αρχή Ηγούμενο στην Ιερά Μονή Πεντέλης και μετά Προϊστάμενο στην Διεύθυνση Διαχείρισης της Εκκλησιαστικής Περιουσίας (ΟΔΔΕΠ). Η ενέργεια αυτή γράφτηκε στα μαύρα κατάστιχα του αρχηγού της ΕΣΑ.
Το έργο του π. Θεόκλητου – ομολόγησε αργότερα ο Ιερώνυμος – που έγινε επί ηγουμενίας του ήταν τεράστιο, και στο ΟΔΔΕΠ είχε την δική του έντονη παρουσία του.
συνεχίζεται
Οι συγκρούσεις του «χουντικού»
Ιερωνύμου  με τους δικτατορες

Σύγκρουση.
Στις 31 Οκτωβρίου 1967 γίνεται ανασχηματισμός της Κυβέρνησης και στις 4:30 θα γίνονταν η ορκωμοσία. Δύο ώρες πριν του τηλεφώνησε ο απερχόμενος υπουργός Παιδείας αρεοπαγίτης Κ. Καλαμποκιάς για να του κάνει γνωστό ότι ο ίδιος αναλαμβάνει το Υπουργείο Δικαιοσύνης και στο Υπουργείο Παιδείας θα ορκιστεί ο Π. Χρήστου – ο άνθρωπος που λίγο αργότερα, μαζί με τον Ιωαννίδη και Σεραφείμ, έβαλαν την Εκκλησία σε περιπέτειες –. Η είδηση αυτή τον ανησύχησε για την μυστικότητα εκ μέρους του ιδίου ως και της Κυβερνήσεως. Είχε την προαίσθηση ότι η υπουργοποίησή του δεν θα προοιώνιζε τίποτε καλό για την Εκκλησία γι’ αυτό και η αντίδρασή του ήταν σφοδρότατη. Να τι γράφει ο ίδιος: «Δι’ αυτό εθεώρησα χρέος μου να αντισταθώ με όλας μου τας δυνάμεις εις τον διορισμόν του Κ. Χρήστου. Ατυχώς, τόσον ο τότε Πρωθυπουργός κ. Κόλλιας, όσον και ο παρ’ αυτώ Υπουργός – το ισχυρόν πρόσωπον της δικτατορίας κ. Γ. Παπαδόπουλος – ήταν ανένδοτοι. Αλλά και εγώ προβλέπων ότι, εάν ο κ. Χρήστου ήρχετο εις το Υπουργείον Παιδείας ως Υπουργός δεν θα μου ήτο δυνατόν να εργασθώ υπέρ της Εκκλησίας, ηναγκάσθην να δηλώσω εις την Κυβέρνησιν ότι, αν αυτός ωρκίζετο ως Υπουργός, την ιδίαν στιγμήν εγώ θα υπέβαλλα την παραίτησίν μου εις την Ιεράν Σύνοδον. Έτσι και μόνον κατωρθώθηκε να αποτραπή τότε ο διορισμός του. Πόσο είχε δίκαιο απεδείχθηκε αργότερα (1973) μετά τον διορισμόν του ως Υπουργού κατά το διάστημα της δικτατορίας Ιωαννίδη. Ότι όμως αυτός ως Υπουργός θα έφθανε να κακουργήση εναντίον της Εκκλησίας εις τον βαθμόν, που έφθασε κατά την υπουργίαν του, δεν ήταν δυνατόν να το συλλάβη όχι η συνήθης, αλλά ούτε η πλέον αχαλίνωτος φαντασία» (ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΕΝΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ, σελ. 49).
Σύγκρουση.
Μεγάλη σύγκρουση είχε και με την περίπτωση του π. Αυγουστίνου Καντιώτη. Ο Ιερώνυμος είχε διακηρύξει στον ενθρονιστήριο λόγω του ότι θα αναζητήση αξίους κληρικούς για να στελεχώσουν την Εκκλησία και το Ιερό θυσιαστήριο, λέγοντας:  «Των επιφανών εκείνων κληρικών, οι οποίοι μέχρι τούδε παρηγκωνίζοντο, διότι από αξιοπρέπειαν και σεβασμόν προς την αρχιερωσύνην δεν έσπευδαν να ικετεύουν τους εκλέκτορας, δια να επιτύχουν την εις Αρχιερέα προαγωγήν των…». Ένας από αυτούς ήταν και ο π. Αυγουστίνος Καντιώτης. Οι δυσκολίες ήταν πολλές. Ο Ιερώνυμος τα ξεπέρασε και κατόρθωσε να τον βάλει στο τριπρόσωπο. Η δεύτερη φάση ήταν η δυσκολότερη, διότι εκ των τριών υποψηφίων έπρεπε ο Υπουργός Παιδείας να επιλέξη τον ένα που θα προτείνη στον βασιλέα και να το επικυρώση με την υπογραφή του. Οι κρατούντες τον ενεφάνιζαν ως ακατάλληλον για μητροπολίτην λόγω του “εκρηκτικού” χαρακτήρος και δεν δέχονταν να τον επιλέξουν. Ο Αρχιεπίσκοπος με πείσμωνα προσπάθεια κατόρθωσε να τους μεταπείση και έτσι να γίνη Μητροπολίτης Φλωρίνης.
Η ιστορία δεν σταματά εδώ. Ο π. Αυγουστίνος είχε σφοδρές συγκρούσεις με τους ισχυρούς του καθεστώτος, αμέσως σχεδόν μετά την εκλογήν και την ενθρόνισίν του.
Λίγους μήνες μετά (9-2-1968) απόρρητο έγγραφο (Φ.90/17/66) του τότε υπουργού Βορ. Ελλάδος Δημ. Πατίλη προς τον Αρχιεπίσκοπο, με κοινοποίηση σε αρμόδια Υπουργεία και ΚΥΠ, ζητούσε: «… Βάσει των ανωτέρω… Μια είναι η λύσις. Η όσον τε ταχυτέρα απομάκρυνσις του ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ από την περιοχήν ταύτην… Παράκλησις όπως, εκτιμώντες την σοβαρότητα του θέματος, υιοθετήσητε και υλοποιήσητε την πρότασίν μας το ταχύτερον, διότι υπάρχει κίνδυνος περαιτέρω εκτροπής του εν λόγω Μητροπολίτου… ήτις θα μας αναγκάση εις την λήψιν μέτρων, άτινα θα ηθέλαμεν να αποφευχθούν».
Ο Αρχιεπίσκοπος σχεδόν αγνόησε το έγγραφο (Φ.90/20/85) που κατέληγε ως εξής: «Δεν έχω ουδεμίαν προκατάληψιν εναντίον τούτου (μητρ. Φλωρίνης)… Περαιτέρω ανοχή θα είναι επιζημία και επικίνδυνος, δια την Εκκλησίαν κατά πρώτον λόγον και δια την Πολιτείαν εν συνεχεία». Και αυτό το έγγραφο δεν βρήκε ανταπόκριση από τον Αρχιεπίσκοπο. Τότε ανέλαβε το Γενικό Επιτελείο Στρατού να πιέση τον Ιερώνυμο με ένα άκρως απόρρητο και επείγον έγγραφο (αρ. Φ.104/48/40194/4/1968) που έγραφε: «Το Σ.Σ. φρονεί, ότι δέον το ταχύτερον να απομακρυνθή (ο μητρ. Φλωρίνης Αυγουστίνος) από την ευαίσθητον ακριτικήν αυτήν περιοχήν, ίνα επέλθη η ηρεμία και γαλήνη των κατοίκων».
Ούτε και αυτή η παρέμβαση του επιτελείου είχε αποτελέσματα. Τότε ανέλαβε το βαρύ πυροβολικό, η ΚΥΠ (!), που με το υπ’ αρ. 1/90966615/6/1968 επείγοναπόρρητον έγγραφόν της προς τον Αντιπρόεδρον της ΚΥΒ/ΣΕΩΣ … κοινοποιούμενο στην Α.Μ. Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, εντέλλονταν:
«Κρίνεται ως αναγκαία λύσις, εκ των πραγμάτων επιβεβλημένη, η απομάκρυνσίς του από την Φλώρινα».
Και εδώ καμιά υποχώρηση από τον Αρχιεπ. Ιερώνυμο.
Μετά την σθεναρά στάση του Ιερωνύμου οι δικτάτορες έπαιξαν το τελευταίο χαρτί. Έβαλαν τον Υπουργό της Παιδείας να ενεργήση αυθαίρετα βάσει Ν.Δ. 4589/1966 που είχε ψηφίσει η βουλή το 1966, και στηριζόμενος στις διατάξεις και στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 5, διέταξε να γίνει ιατρική εξέταση στο μητροπολίτη από τρεις ψυχιάτρους. Έτσι, με το πόρισμα αυτό, ήταν υποχρεωμένη η Σύνοδος, σε εφαρμογή του Νόμου, εντός 15 ημερών να κηρύξει την Μητρόπολη Φλωρίνης σε χηρεία.
Όντως ο Υπουργός Παιδείας με το υπ’ αρ. Ε.Π. 9777/20-6-1968 έγγραφόν του προς τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο υπέβαλε και την ιατρική γνωμάτευση και απαίτησε να εφαρμοστή ο Νόμος.
Ο Ιερώνυμος, παρά τας πιέσεις, δεν δέχθηκε να εφαρμόσει το Νόμο και, το πιο συγκλονιστικό, το έγγραφο δεν το κατέθεσε ούτε στο συνοδικόν πρωτόκολλο!!!
Συγκεκριμένα έγραψε: «Αλλ’ επέπρωτο, χάριν του Μητροπολίτου Φλωρίνης, να έχω σφοδράς και αδιακόπους συγκρούσεις με ισχυρούς παράγοντας του καθεστώτος… Δια πολλάς από αυτάς δεν ανεκοίνωσα τίποτε, ποτέ εις κανένα, ούτε και εις αυτήν την Ιεράν Σύνοδον, ούτε φυσικά και εις τον ίδιον. Τας αντιμετώπισα όλας χωρίς να ανοίξω το στόμα μου και μερικά από τα στοιχεία που μόλις τώρα αποκαλύπτω, είναι για να αποκατασταθή η αλήθεια, που τόσον είχε κακοποιηθή ως προς τα γεγονότα αυτά» (το δράμα ενός Αρχιεπισκόπου, σελ. 32).
Σύγκρουση.
Σε όλα τα Ελληνικά Συντάγματα μέχρι το 1968 υπήρχε ως επικεφαλίς του κειμένου η διατύπωσις: «Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος». Η επικεφαλίς αυτή είχε απαλειφθή από το Σύνταγμα που είχε καταρτίση η δικτατορία το 1968.
Οι παρεμβάσεις της Ιεράς Συνόδου ως και του ιδίου του Αρχιεπισκόπου υπήρξαν άκαρπες.
Έτσι, το πρωί της 13/9/1968, πραγματοποιήθηκε συνάντηση του Πρωθυπουργού Γ. Παπαδόπουλου με τον Αρχιεπίσκοπο και των Συνοδικών μητροπολιτών Πατρών Κων/νου και Ξάνθης Αντωνίου. Η συζήτηση διεξήχθη σε έντονο ύψος, χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Ανήσυχος ο Αρχιεπίσκοπος έστειλε προσωπική επιστολή προς τον Πρωθυπουργό στιγματίζοντας την ανειλικρίνειά του.
«Έφυγα χθες από το Γραφείον σας καταπικραμένος… Όταν μου εδώσατε το τεύχος του νέου Συντάγματος, τότε κατενόησα διατί οι άνθρωποι του Γραφείου σας εταλαιπώρουν και κατεξηυτέλιζον τον Προκαθήμενον της Εκκλησίας της Ελλάδος επί εν δεκαήμερον…
Φοβούμαι ότι, ο καλύτερος τρόπος δια να με βοηθήσετε εις το δυσκολώτατον έργον, το οποίον έχω επωμισθή, δεν είναι η καταρράκωσις του κύρους μου. Και το εθέσαμεν απολύτως εις την διάθεσιν της Εκκλησίας και του Έθνους, όταν όμως τούτο κατασπαταληθή, καθ’ ον τρόπον κατασπαταλάται, συντόμως θα καταστήση περιττήν την παρουσίαν μου εις την θέσιν του Αρχιεπισκόπου. Διότι η Εκκλησία πάντοτε μεν, ιδιαιτέρως δε σήμερον, έχει ανάγκη Κυβερνήτου, όχι δε κατεξηυτελισμένου ράκους ή αχρήστου τινός σκιάς…
Η παράλειψις της επικλήσεως του ονόματος της Αγίας Τριάδος προδίδει επικίνδυνον ως προς την πίστιν φιλελευθερισμόν της Κυβερνήσεως και αποτελεί αντίφασιν προς την διακήρυξιν περί Ελλάδος των Ελλήνων Χριστιανών…».
Ήταν 18 Σεπτεμβρίου 1968. Ο Αρχιεπίσκοπος ήταν σε σύσκεψη που συμμετείχε και ο Αντ/δρος της Κυβέρνησης Σ. Πατακός όταν πληροφορήθηκε ότι άρχισε η εκτύπωση του νέου Συντάγματος χωρίς την επίκλησιν της Αγίας Τριάδος. Εξοργίστηκε τόσο, που ήταν αδύνατον να συγκρατηθεί. Να το πώς το περιγράφει ο ίδιος: «Ησθάνθην τόσην αγανάκτησιν, λόγω της διαγωγής της Κυβερνήσεως εις το ζήτημα αυτό, ώστε μου ήταν αδύνατον να συγκρατηθώ. Εξέσπασα, λοιπόν, με τόσην οργήν εναντίον της, ώστε ο κ. Αντιπρόεδρος, ενώ προσεπάθη να με κατευνάση, ετηλεφώνησεν εις τον κ. Πρωθυπουργόν και του εζήτησεν να συναντηθώμεν αμέσως οι τρεις δια το ζήτημα, που, όπως του είπε, δεν επεδέχετο ουδέ στιγμής αναβολήν. Πράγματι, καίτοι ήτο πολύ περασμένη, μετά το μεσημέρι, η ώρα, ο κ. Πρωθυπουργός μας εδέχθη αμέσως…».
Το αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης ήταν να σταματήση η εκτύπωση, να αποσυρθούν τα εκτυπωθέντα, και να τυπωθούν νέα αντίτυπα με επικεφαλίδα την επίκλησιν του Ονόματος της Αγίας Τριάδος.
(συνεχίζεται)
με τις συγκρούσεις να είναι
σφοδρές μεταξύ  «χουντικού»  αρχ. Ιερωνύμου και τους δικτάτορες

Σύγκρουση.
Εκείνο που έφερε την εντονώτατη σύγκρουση με τους ισχυρούς παράγοντας της δικτατορίας ήταν η επίσκεψις του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου στην Γυάρο και στα κέντρα κρατήσεως πολιτικών κρατουμένων.
«Εθεώρουν χρέος μου – γράφει – και δια να έχω προσωπικήν αντίληψιν περί των συνθηκών διαβιώσεως των πολιτικών κρατουμένων, απεφάσισα να επισκεφθώ προσωπικώς τα κέντρα όπου εκρατούντο…
Τα βασανιστήρια συλλαμβανομένων και ανακρινομένων, ενθυμίζουν μεθόδους χιτλερικάς ή κομμουνιστικάς. Αι άνευ λόγου ταλαιπωρίαι των συγγενών και των φίλων των κρατουμένων, ή επί μήνας παράτασις της κρατήσεως των απλώς υπόπτων και τα τόσα άλλα, τα οποία αποκαλύπτονται τώρα, και που ως ανθρώπους μας γεμίζουν με αγανάκτησιν, ως Έλληνας δε πατριώτας μας προκαλούν εντροπήν, και περί των οποίων τότε μόνον ένα ελάχιστον μέρος επληροφορούμεθα, δεν είναι δυνατόν να αφήσουν ασυγκίνητον οιονδήποτε άνθρωπον, έχοντα έστω και ίχνος μόνον ανθρωπιάς μέσα του…».
Γιαυτό, το Σάββατο του Πάσχα 27 Απριλίου 1968, επισκέφθηκε το νησί Γυάρο. Έμεινε σχεδόν όλη την ημέρα – από τις 9 το πρωί έως τις 4 το απόγευμα – έκανε την ακολουθία της αναστάσεως, επισκέφθηκε τους θαλάμους και το μεσημέρι συνέφαγε στην τράπεζα με τους κρατουμένους, συνομίλησε μαζί τους, άκουσε παράπονα και αιτήματα από τα οποία πολλά τακτοποιήθηκαν.
Το ίδιο έκανε και στα κέντρα κράτησης γύρω από την Αθήνα. Ο ίδιος έγραφε: «Είχα αγωνίαν δι’ αυτήν την επίσκεψιν, αλλά δόξα τω Θεώ, ήταν καλή. Πιστεύω ότι ήταν καρποφόρος, τουλάχιστον ως δείγμα αγάπης. Εκεί ήκουσα και είδα πολλά… θα καταβάλω πάσαν προσπάθειαν. Θα προσπαθήσω με κάθε μέσον».
Για τον σκοπό αυτό οι παραστάσεις στον Πρωθυπουργό ήταν συχνές, χωρίς όμως με τα αποτελέσματα που θα περίμενε, γι’ αυτό στις 6 Αυγούστου 1968 έστειλε επιστολή που διατραγωδούσε την κατάσταση:
«Αγαπητέ κ. Πρόεδρε.
Αφορμήν, εις το ότι σας γράφω την παρούσαν, μου έδωσαν περιστατικά που θα σας αναφέρω – αναφέρει περιστατικά –. Πλήν δεν πρόκειται δια τα μεμονωμένα αυτά περιστατικά… Αυτά, που σας γράφω παραπάνω, είναι όσα επληροφορήθην προχθές. Δυστυχώς, δεν είναι τα μόνα. Πληροφορούμαι ότι, συλλαμβανόμενοι αξιωματικοί δέροντας ανηλεώς, εις δε τας Επαρχίας ο στρατιωτικός και ο χωροφύλαξ είναι το φόβητρον. Και διερωτώμαι: Δι’ αυτό έγινεν η Επανάστασις της 21ης Απριλίου; Δια να εγκατασταθή το Κράτος του Χωροφύλακος; Αυτό είχε ποθήσει ο Ελληνικός Λαός; Αυτό το Κράτος θα αντικαταστήση “το Κράτος της συναλλαγής και της φαυλότητος”; Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα διαπαιδαγωγηθή ο Λαός;…
Η ωμή βία και το κράτος του χωροφύλακος οδηγούν όχι εις την Δημοκρατίαν αλλ’ είτε εις την δουλείαν, είτε εκ την ανατροπήν… Διότι εάν μεν επιτύχητε την υποδούλωσιν του Λαού, δηλαδή ο Ελληνικός Λαός να αποκτήση φρόνημα δούλων, πράγμα αδύνατον, “του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει”, θα έχετε αποτύχει εις τον σκοπόν σας, διότι ήλθατε, δια να μας σώσετε από το καθεστώς της δουλείας, αλλά θα οδηγήσητε την Ελλάδα εις τον όλεθρον… Κάποιαν στιγμήν θα εκσπάση το ηφαίστειον, το οποίον όμως δεν θα ανατρέψη μόνον την Επανάστασιν αλλά θα καταστρέψη και θα καταβαραθρώση ολόκληρον την Ελλάδα… Ενόσω είναι ακόμη καιρός προλάβετέ την…».
Και μετά την επιστολήν, οι πληροφορίες που είχε δεν έδειχναν να υπάρχη κάποια βελτίωση. Στα χέρια του Αρχιεπισκόπου έφθασε αντίγραφον επιστολής κρατουμένων στα δύο ξενοδοχεία-φυλακές από τα βόρεια προάστια των Αθηνών – Βαρυμπόμπη και Δροσιά – που σ’ αυτά ήταν φυλακισμένοι στρατηγοί, ανώτεροι αξιωματικοί, και διακεκριμένες προσωπικότητες της ελληνικής κοινωνίας, που έγραφε:
«… Εις τα δύο αυτά ξενοδοχεία-δεσμωτήρια, 25 χλμ βορείως των Αθηνών σε Βαρυμπόμπη και Δροσιά, μετατραπέντα εις φυλακάς, ευρίσκονται κρατούμενοι ένας σημαντικός αριθμός εξεχουσών προσωπικοτήτων εκ των αρίστων του Στρατού και της κοινωνίας της Χώρας. Ούτοι, από 8 περίπου μηνών, υφίστανται μίαν απάνθρωπον μεταχείρησιν… Μερικοί εξ αυτών υπέστησαν σωματικά βασανιστήρια. Ανεκρίνοντο επί ημερόνυκτα χωρίς διακοπήν, άυπνοι και χωρίς τροφήν, υποχρεούμενοι εις συνεχή επί ημέρας ορθοστασίαν… Μερικοί δε εξ’ αυτών εδάρησαν ή εβασανίσθησαν… Όλοι παρέμειναν επί εβδομάδας εις μπουντρούμια, χωρίς φως, με ελάχιστη τροφήν και νερό… Προσπαθούν να τους εξουδετερώσουν τελείως… Ζουν ο καθείς εις το δωμάτιον-κελί του, όπου κατ’ ουσίαν το φως της ημέρας δεν εισέρχεται ποτέ, διότι τα παραθυρόφυλλα παραμένουν ασφαλισμένα 24 ώρας το 24ωρον… Δικαιούνται μιας 10λέπτου επισκέψεως εβδομαδιαίας, παρουσία ωπλισμένων δεσμοφυλάκων. Είναι επί πλέον και αντικείμενον ύβρεων και απειλών και άλλων εξευτελιστικών μεταχειρίσεων εκ μέρους των δεσμοφυλάκων των, οι οποίοι εισέρχονται αιφνιδιαστικώς με σκαιότητα, ως επιδρομείς εις τα κελλιά των πλειστάκις κατά την διάρκειαν της ημέρας και της νυκτός…
Δεν θα ευρεθή κανείς… δια να ασχοληθή με την περίπτωσιν των ανθρώπων αυτών, οι οποίοι έχουν καταδικασθή σιωπηρώς εις αργόν θάνατον… Υμείς, τώρα όπου επληροφορήθητε περί της τύχης των, τι προτίθεσθε να πράξητε; Θα διαμαρτυρηθήτε… ή θα σιωπήσετε;».
Δεν γνωρίζω τί έκαμαν οι αποδέκται αυτής της επιστολής –, γράφει ο Αρχιεπίσκοπος – εγώ όμως εθεώρησα ότι έπρεπε να επέμβω και μάλιστα με εντονώτατον τρόπον, εκτός από τα προφορικά διαβήματα και με επιστολή στον Πρ. Κ. Παπαδόπουλο και εδήλωσα τα εξής: «Επαναλαμβάνω, ότι λυπούμαι, διότι ασφαλώς σας ελύπησα. Αλλά λυπάμαι πολύ περισσότερον δια τα συμβαίνοντα. Λυπάμαι δε διότι αυτήν την φοράν πρέπει να σας καταστήσω απολύτως σαφές, ότι, αν η κατάστασις των πολιτικών κρατουμένων δεν αλλάξη άρδην, θα το θεωρήσω ως στοιχειώδη υποχρέωσίν μου, να συμμερισθώ και εγώ προσωπικώς τας κακουχίας των και τα μαρτύριά των. Η θέσις μου θα παύση να είναι εις την οδόν Αγίας Φιλοθέης και θα μεταφερθή πλησίον των. Εύχομαι και ελπίζω, ότι… το τοιούτου είδους διάβημά μου θα είναι το τελευταίον… Οιαδήποτε περαιτέρω καθυστέρησις αποτελεί έγκλημα».
Η δυναμική του παρέμβαση έφερε αποτελέσματα. Τα χιτλερικά μέτρα χαλάρωσαν. Η επικοινωνία των φυλακισμένων με τον έξω κόσμο αποκαταστάθηκε. Ο φόβος, μήπως ο Αρχιεπίσκοπος με την επιμονή του, εξεγείρει τις ναρκωμένες μάζες, έβαλε κάποιο προσωρινό φρένο.
Ήρθαν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου για να επανέλθουμε στα ίδια, ίσως και χειρότερα. Τώρα όμως κάθε υπόδειξη ή διάβημα του Αρχιεπισκόπου δεν λαμβάνονταν υπ’ όψιν από τους δικτάτορες, διότι τον θεώρησαν ως συμμέτοχο και συνεργό στην εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Δεν μπορούμε όμως, για λόγους ιστορικούς, να μην κάνουμε, έστω και μια αναφορά, και να συγκρίνουμε τα έργα και τις πράξεις του “Χουντικού” Ιερωνύμου και του “Αντιστασιακού” Σεραφείμ, μεταφέροντας εδώ ένα – υπάρχουν πάρα πολλά – περιστατικό από το βιβλίο του Καθ. Πανεπ. Αθηνών Κ. Μουρατίδη «Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΔΟΣΙΑ».
Στη συνεδρίαση της 15ης Φεβρουαρίου 1974, ο Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος πρότεινε στον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, μια Συνοδική επιτροπή να επισκεφθή την Γυάρο και να συμπαρασταθή τους εκεί κρατουμένους.
Το περιεχόμενο της πρότασής του είναι:
«Αλλ’ ήδη Σεβασμ. Σύνεδροι, έχομεν αρχιεπίσκοπον της απολύτου εμπιστοσύνης των σήμερον κρατούντων (σ.σ. δηλ. του Ιωαννίδη και των συν αυτώ). Τούτον ας παρακαλέση η παρούσα Σύνοδος, όπως, όχι αύριον, αλλ’ ει δυνατόν, εντός της ημέρας, συναντηθή μετά των αρμοδίων, προκειμένου να παρακαλέση και αξιώση, εν ονόματι της Δικαιοσύνης, την αποφυλάκισιν… όλων εκείνων οι οποίοι, χωρίς να υπάρχη σοβαρά εις βάρος των κατηγορία, αργοπεθαίνουν εις το κάτεργον της Γυάρου και ων αι οικογένειαι πενθούν τον απορφανισμόν των και μετά δακρύων εξαιτούνται την θερμήν της Εκκλησίας συμπαράστασιν».
Τι έγινε;
Ο “αντιστασιακός” Σεραφείμ, όχι μόνο αρνήθηκε να πάη ο ίδιος, αλλά δεν επέτρεψε ούτε η Συνοδική Επιτροπή να επισκεφθή τους αρμόδιους παράγοντες για το σκοπό αυτό.
Η σύγκριση μεταξύ των δύο αρχιεπισκόπων που εκλέχτηκαν κατά την περίοδο της δικτατορίας είναι καταλυτική. Ο Ιερώνυμος δεν έστειλε απλώς Συνοδική Επιτροπή, αλλά πήγε ο ίδιος και επισκέφθηκε την Γυάρο και άλλα κέντρα κράτησης, έκανε σκληρό έλεγχο για τα βασανιστήρια που έκανε η ΕΣΑ. Έκανε προφορικές παρεμβάσεις. Έστειλε δύο επιστολές στο δικτάτορα Παπαδόπουλο με δριμύτατη κατηγορία για τα βασανιστήρια και για την εν γένει καταπίεση του Λαού.
Ο Σεραφείμ, στενώτατος φίλος και συνεργάτης του στυγνού δικτάτορα Ιωαννίδη, όχι μόνον δεν διαμαρτυρήθηκε για τα δεινά που επεσώρευσε η δεύτερη Χούντα αλλά αρνήθηκε να ζητήση μια επουσιώδη και ανώδυνη “χάρη”, να επισκεφθή μια Συνοδική Επιτροπή την Γυάρο για καθαρώς ανθρωπιστικούς λόγους.
Αυτόν, λοιιπόν, τον αρχιχουντικό Σεραφείμ, τα Μ.Μ. παραπληροφόρησης τον βάφτισαν, “Αντάρτη”, “Δημοκράτη”, “Αντιστασιακό”…! τον δε Ιερώνυμο “Χουντικό”. Αιδώς, Αργείοι!
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΕΔΩ:http://agonasax.blogspot.gr/2016/10/blog-post_72.html