Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2017

Η εισήγηση της Ιεροκοινοτικής Επιτροπής του Αγίου Όρους επί των τελικών κειμένων της Μεγάλης Συνόδου


   Θλίψις, θλίψις, θλίψις!  Οἱ ἀντι-Οἰκουμενιστὲς τῆς Γατζέας οὐσιαστικὰ διαλύθηκαν. Οἱ ἀντι-Οἰκουμενιστὲς Ἐπίσκοποι σιωποῦν ἢ συντάσσονται μὲ τὴν προδίδουσα Σύνοδο τοῦ Ἱερώνυμου. Ὁ ἀντι-Οἰκουμενιστὴς Γόρτυνος διαστρέφει ἁγιοπατερικὰ κείμενα γιὰ νὰ δικαιολογήσει καὶ τὴν νέα ὀπισθοχώρηση εἰς τὰ τῆς Πίστεως. Ὁ "λέων" Πειραιῶς Σεραφεὶμ σιώπησε παντελῶς, συμπαρασύρων καὶ τὸν πολὺν π. Παῦλο Δημητρακόπουλο τοῦ Ἀντιαιρετικοῦ του Γραφείου. Οἱ ἀντι-Οἰκουμενιστὲς τύπου Τελεβάντου, ποὺ μᾶς μιλοῦσαν τόσα χρόνια γιὰ “συντεταγμένες ἀποτειχίσεις”, γιὰ “στρατηγοὺς” καὶ “πράσινα ἄλογα” συνεχίζουν τὸν χαρτοπόλεμο καὶ τὴν διαβολή!
     Ἔρχεται σήμερα καὶ ἡ δημοσίευση ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, μὲ τὴν ὁποία οἱ Ἁγιορεῖτες συντάκτες -ὡσὰν ἀδαῆ μαθητούδια- δημοσιοποιοῦν τὴν Εἰσήγησή τους, "ἀδυνατοῦντες" τάχα νὰ κατανοήσουν τὴν προδοσία ποὺ συνέβη στὴν Σύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου, καὶ σημειώνοντες σκανδαλωδῶς:    "Ἀναγνωρίζομεν ὅτι ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος ἔδειξεν ἀπεριόριστον ἐνδιαφέρον διά νά ἐκφρασθῇ ὑπό τῆς Συνόδου ἡ ἀκραιφνής Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία" ! ! !
   Καὶ οἱ ἀνησυχοῦντες πιστοί, περιμένουν κάποιο φῶς, (σκοτισμένοι ἀπὸ τὰ ἐπισκοποκεντρικά, γεροντοκρατικὰ καὶ λοιπὰ οἰκουμενιστικὰ σκοτάδια) γιὰ νὰ ἀκολουθήσουν τὸν δρόμο τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὴν παναίρεση, ἀλλὰ δὲν τὸ βλέπουν. Κι ὅμως, τὰ Ἁγιοπατερικὰ κείμενα εἶναι σαφῆ: Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ὄχι μόνο ἔχει σωτηριολογικὸ χαρακτήρα γιατὶ μᾶς προφυλάσσει ἀπὸ τὸν μολυσμὸ τῆς αἱρέσεως, ὄχι μόνο δὲν ἀποτελεῖ σχίσμα, ἀλλὰ καὶ εἶναι ὁ μόνος δρόμος ποὺ βοηθεῖ νὰ ξεπεράσει ἡ Ἐκκλησία τὸ σχίσμα ποὺ διὰ τῶν κακοδοξιῶν τους συντελοῦν οἱ Οἰκουμενιστές, ἀφοῦ οἱ διακόπτοντες τὴν μνημόνευση τῶν αἱρετικῶν, σύμφωνα μὲ τὸν ἱερὸ κανόνα «οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι».

Σημάτης Πααγιώτης
 



ΙΕΡΟΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
ΕΠΙ ΤΩΝ ΤΕΛΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
ΤΗΣ ΕΝ ΚΡΗΤῌ
ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Ἐν Ἁγίῳ Ὄρει τῇ 13/26-11-16
Τῇ σεβαστῇ
Ἱερᾷ Κοινότητι
τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω
Ἐνταῦθα

Τήν Ὑμετέραν Πανοσιολογιότητα
ἀδελφικῶς ἐν Κυρίῳ προσαγορεύομεν
  ὑπό στοιχεῖα ΣΓ΄/23.9.2016 Ε.Δ.Ι.Σ. ἔκρινεν ὅτι «δέον ὅπως τά ἐπίσημα τελικά κείμενα τῆς συνόδου μελετηθοῦν ἐν νηφαλιότητι καί ἀποτιμηθοῦν τά θετικά των στοιχεῖα, ἐπισημανθοῦν δ᾽ ἐν ταὐτῷ καί τυχόν ἐνυπάρχουσαι ἐν αὐτοῖς ἀσάφειαι αἱ ὁποῖαι χρήζουν διευκρινίσεων» ἀνετέθη ἡμῖν ἡ μελέτη καί ἀποτίμησις τῶν τελικῶν κειμένων τῆς ἐν Κρήτῃ Μεγάλης καί Ἁγίας Συνόδου (16-27 Ἰουνίου ἐ.ἔ.) διά συντάξεως εἰσηγήσεως ἐπ᾽ αὐτῶν.
     Συναισθανόμενοι τήν ἀσθένειαν ἡμῶν, τήν δυσχέρειαν τοῦ ἀνατεθέντος ἡμῖν ἔργου, ἀλλά καί τό βάρος τῆς εὐθύνης ἡμῶν ἔναντι τῆς ὑπερχιλιοχρόνου, ἀλλά καί προσφάτου ἁγιορειτικῆς ὁμολογιακῆς παραδόσεως ἐπικαλούμεθα ἐμπόνως τάς πρεσβείας τῆς Ἐφόρου τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν Τόπου Κυρίας Θεοτόκου καί τῶν Ὁσίων Ἁγιορειτῶν Πατέρων, γνωρίζοντες ὅτι ἡ θεμελίωσις οἱασδήποτε θεολογικῆς θέσεως δέον νά ἀπορρέῃ ἐκ τῆς ἁγιοπνευματικῆς βιώσεως τῆς ἀποστολικῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποίαν εἶχον οἱ ἅγιοι καί θεοφόροι Πατέρες καί εἰς τήν ὁποίαν καί ἡμεῖς χάριτι Θεοῦ ἀγωνιζόμεθα νά μετέχωμεν.
      Ὁ ἄρρηκτος σύνδεσμος ἁγιότητος καί αὐθεντικῆς ἐκφράσεως
τῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος ὑπάρχει μόνον εἰς τούς ἁγίους Πατέρας, εἶναι ἡ μοναδική ἐγγύησις διά τήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι πορείαν τῆς ἐν τῷ κόσμῳ στρατευομένης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλά καί διά τήν ἐν Χριστῷ σωτηρίαν ἑνός ἑκάστου μέλους Αὐτῆς. Ὡς ἐκ τούτου, εἰς τήν παροῦσαν εἰσήγησιν δέν δυνάμεθα νά μή ἔχωμεν ὑπ᾽ ὄψιν ὅσα σχετικά ἔχουν εἴπει καί γράψει, Ἁγιορεῖται καί μή, νεώτεροι καί παλαιότεροι, ἀνεγνωρισμένοι Ἅγιοι καί ἡγιασμέναι μορφαί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Τά ὀκτὼ τελικά κείμενα τῆς ἐν Κρήτῃ Μεγάλης καί Ἁγίας Συνόδου, δημοσιευμένα εἰς τόν οἰκεῖον ἱστοχῶρον αὐτῆς1, ὀνομάζονται «ἐπίσημα ἔγγραφα» καί εἶναι κατά σειράν τά ἑξῆς:
Ἡ λεπτομερής παρουσίασις τούτων ἐκφεύγει τῆς ἐντολῆς, ἀλλά καί τῶν δυνατοτήτων τῆς ἡμετέρας ἐπιτροπῆς, διά τοῦτο καί θά ἀρκεσθῶμεν εἴς τινας ἐπί μέρους ἐπισημάνσεις ἐντός τοῦ πνεύματος τῆς ἀποφάσεως τῆς ΣΒ΄ Ε.Δ.Ι.Σ.
Α. Τό Ἅγιον Ὄρος παρακολουθεῖ ἐν ἀγάπῃ καί προσευχῇ τήν ἀνησυχίαν εὐσεβῶν Χριστιανῶν σχετικῶς μέ τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον καί τά συνοδικά κείμενα. Ἡ Ἱερά Κοινότης δέν θά ἤθελε νά κωφεύσῃ εἰς τάς παρακλήσεις τῶν ἀδελφῶν Ἁγιορειτῶν Μοναχῶν καί τῶν ἐν τῷ κόσμῳ πιστῶν. Μάλιστα προσπαθεῖ πρῶτα νά ἀληθεύῃ εἰς τό δόγμα καί τό ἦθος καί ἔπειτα νά ὁμιλῇ εὐθαρσῶς, ὅταν ἡ Πίστις ἤ αἱ εὐαγγελικαί ἐντολαί εἶναι τό κινδυνευόμενον. Ὁμιλεῖ ἤ σιωπᾷ μέ διάκρισιν, ὥστε νά οἰκοδομῆται ἡ Ἐκκλησία καί νά στηρίζεται ὁ Λαός τοῦ Θεοῦ.
     Ἀποβλέπουσα εἰς τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποίαν κατανοεῖ ὡς ἑνότητα Πίστεως καί ἐν Χριστῷ ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς, ἡ Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὡμίλησε μέ διάκρισιν καί παρρησίαν διά τήν ἀνάγκην τροποποιήσεως τῶν προσυνοδικῶν κειμένων τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, δι᾽ ἐπιστολῆς της πρός τόν Παναγιώτατον Οἰκουμενικόν Πατριάρχην κ.κ. Βαρθολομαῖον τήν 12ην/25ην Μαΐου ἐ.ἔ., κοινοποιηθείσης καί εἰς τούς Προκαθημένους τῶν λοιπῶν Πατριαρχείων καί Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Δι᾽ αὐτῆς ἐζήτησεν συγκεκριμένας τροποποιήσεις τῶν προσυνοδικῶν κειμένων, ὅπως ἄλλωστε ἔπραξε καί τό σύνολον σχεδόν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
  Εἷς αὐθεντικός συνοδικός λόγος «κατά τάς τῶν Ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνημα»2 εἶναι λόγος σωτηρίας. Διακρίνει τό θεανθρωποκεντρικόν πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό ἀνθρωποκεντρικόν (οὑμανιστικόν) πνεῦμα τῶν ἐκτός Αὐτῆς ἀνθρώπων, θρησκειῶν καί χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν. Θεραπεύει τήν βαθυτέραν ἀνάγκην τοῦ ἀνθρώπου δι᾽ ἐπίγνωσιν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί τοῦ προορισμοῦ τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος πελαγοδρομεῖ καί χάνεται εἰς τήν τύρβην, τάς μερίμνας καί τά ἀδιέξοδα, χρειάζεται πρωτίστως τήν «ἀλήθειαν τῆς θεανθρωπίνης καινῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς»3, ἡ ὁποία ὑπάρχει μόνον εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, καθώς μόνον Αὐτή εἶναι κοινωνία Ἁγίων καί προσφέρει τήν ἐν Χριστῷ ἁγιοπνευματικήν κοινωνίαν μετά τοῦ μόνου Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.
   Ἡ Ἱερά Κοινότης ἐζήτησεν τάς τροποποιήσεις εἰς τά προσυνοδικά κείμενα, διά νά δοθῇ εἰς τόν κόσμον συνοδικός λόγος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καθαρός ἀπό στοιχεῖα πού δέν σώζουν, ἀλλά ἐγκλωβίζουν εἰς τόν παρόντα αἰῶνα. Κατά τοῦτο ἡ Ἱερά Κοινότης ἐστοιχήθη πρός μίαν μακράν παράδοσιν ὁμολογίας τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, αὐτοσυνειδησίας καί ἐκκλησιολογίας, ἀλλά καί στηρίξεως τοῦ ἐμπεριστάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἰς τήν ἄρσιν τοῦ σταυροῦ του.
1. Βασικόν αἴτημα τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος ἦτo νά μή ἀναγνωρισθοῦν οἱ ἑτερόδοξοι ὡς Ἐκκλησίαι, διότι μόνον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας εἶναι ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία4.
    2. Ἐζήτησεν ἐπίσης νά τονισθῇ ὅτι οἱ διάλογοι μέ τούς ἑτεροδόξους σκοπεύουν εἰς τήν ἐπιστροφήν των εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν καί εἰς τήν ἁγιοπνευματικήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
     3. Σύμφωνος πρός τό πνεῦμα καί τό γράμμα τῶν προγενεστέρων ὁμολογιακῶν της κειμένων ἡ Ἱερά Κοινότης εἶχε ζητήσει ἀπό τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον νά λάβῃ ὑπ’ ὄψιν τάς εὐλόγους ἀντιρρήσεις της διά τήν συμμετοχήν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τό «Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν» (Π.Σ.Ε.), καθώς καί τήν σαφῆ ἀντίθεσίν της εἰς τάς καταδικαζομένας ὑπό τῶν Ἱερῶν Κανόνων συμπροσευχάς, τούς λειτουργικούς ἀσπασμούς καί ὁτιδήποτε ἄλλο δίνει τήν ἐντύπωσιν «ὅτι εἴμεθα τό ἴδιο».
     4. Θεμελιῶδες ἐπίσης αἴτημα τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος Ἁγίου Ὄρους ἦτο νά διατυπωθῇ μέ εὐκρίνειαν ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική παράδοσις ἀναγνωρίζει ὡς «ἔσχατον κριτήν» ἐπί θεμάτων πίστεως τήν συνείδησιν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας5, ἐκφραζομένην ἐνίοτε καί διά μεμονωμένων μελῶν Αὐτῆς καί ἐπιβεβαιουμένην τελικῶς διά συνοδικῆς ἀπόφασεως Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων.
  5. Τήν ἀναφοράν εἰς τάς μεγάλας, μετά τήν ἁγίαν Ζʹ Οἰκουμενικήν, συνόδους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπί Μεγάλου Φωτίου (879-880), ἐπί ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ (1341-1351) καί τάς ἐν Κωνσταντινουπόλει (1282-84 καί 1484), αἱ ὁποῖαι ἠκύρωσαν τάς ἐν Λυῶνι καί Φλωρεντίᾳ ἑνωτικάς ψευδοσυνόδους, ἐθεώρησεν ἀπαραίτητον ἡ Ἱερά Κοινότης, καθόσον διά τῆς διδασκαλίας αὐτῶν αἱ δογματικαί καί ἐκκλησιολογικαί διαφοραί μετά τῶν ἑτεροδόξων (περί τό Φιλιόκβε, τήν κτιστήν Χάριν, τό παπικόν πρωτεῖον κ.λπ.) ἀποσαφηνίζονται πλήρως καί τίθενται ὑγιεῖς βάσεις διά τούς διμερεῖς θεολογικούς διαλόγους.
      6. Εἰς τό κείμενον «Ἡ Ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ» ἐπροτείναμεν, ὡς Ἁγιορεῖται καί κληρονόμοι τῆς ἡσυχαστικῆς ἀσκητικῆς παραδόσεως, μίαν πλέον ἀνεπτυγμένην ἀναφοράν εἰς τήν ὀρθόδοξον διδασκαλίαν περί τῆς ἐν Χριστῷ ἀσκήσεως, τῆς νοερᾶς προσευχῆς καί τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὡς αὕτη διετυπώθη κυρίως ὑπό τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί πραγματώνεται μόνον ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν Χάριν τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ἀνεξαρτήτως αὐτῆς, ἤτοι κατ᾽ ἀντίθεσιν πρός τάς διαφόρους πεπλανημένας ψυχοσωματικάς τεχνικάς, συναντωμένας εἰς παλαιά καί σύγχρονα μυστικιστικά ρεύματα.
Β. Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος συνεκλήθη τελικῶς ὑπό τάς γνωστάς συνθήκας καί ὑπό τήν γνωστήν σύνθεσιν καί ἐπεράτωσε τάς ἐργασίας της μέ δυσκολίας καί πολλάς θεολογικάς συζητήσεις, συνήθεις εἰς τάς συνόδους τῆς Ἐκκλησίας.
     Εἰς τά θετικά σημεῖα τῆς συνόδου πρέπει νά καταμετρηθῇ τό ὅτι ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικός Πατριάρχης διηύθυνε ὑποδειγματικῶς τάς συζητήσεις καί ἐπέτρεπε τήν ἐντός τῶν πλαισίων τοῦ Κανονισμοῦ ἐλευθέραν ἔκφρασιν θεολογικῆς γνώμης.
     Ἐπίσης εἶναι γεγονός ὅτι οἱ πλεῖστοι τῶν ἐπισκόπων, ἔστω καί μέ τό σχῆμα τῶν Ἀντιπροσωπειῶν, ἐπῆγαν εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον, διά νά βεβαιώσουν τήν αὐτοσυνειδησίαν τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι διά νά ἐπικροτήσουν κάποιαν οἰκουμενιστικήν γραμμήν.
   Δέν δυνάμεθα ἐπίσης νά μή ἀναγνωρίσωμεν τήν λαμπράν προσπάθειαν Προκαθημένων καί συνοδικῶν ἀρχιερέων νά βελτιωθοῦν τά κείμενα. Ὀφείλομεν μάλιστα νά ἐξάρωμεν τάς θεολογικάς προσπαθείας ὡρισμένων ἐπισκόπων νά ἀπαλειφθοῦν ἀμφίσημοι θεολογικαί ἔννοιαι καί φράσεις καί νά προστεθοῦν ἀπαραίτητοι προτάσεις, προκειμένου νά ἀποφευχθῇ ἡ οἰκουμενιστική νοηματοδότησις τῶν κειμένων.
 Χάριν ἀντικειμενικότητος καί ἀληθείας ἀναφέρομεν κάποιας βασικάς τινας τροποποιήσεις πού ἔγιναν πρός τήν ὀρθήν κατεύθυνσιν:
     1. Εἰς ἀρκετά σημεῖα τῶν κειμένων προσετέθη περί τῶν μή Ὀρθοδόξων ὁ προσδιορισμός «ἑτερόδόξοι», ὥστε νά ἐμφαίνεται ἡ ἀπόκλισίς των ἀπό τήν Ὀρθόδοξον ἀποστολικήν Πίστιν καί ὅτι δέν εὑρίσκονται ἐν κοινωνίᾳ μετά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας6 Εἰς τήν παράγρ. 21 τοῦ κειμένου Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον λέγεται σαφῶς ὅτι «αἱ μή Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι παρεξέκλιναν ἐκ τῆς ἀληθοῦς πίστεως τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας». Εἰς τήν παράγρ. 9 τοῦ αὐτοῦ κειμένου προσετέθη ἡ διάταξις: «Οἱ διμερεῖς καί πολυμερεῖς θεολογικοί διάλογοι δέον ὅπως ὑπόκεινται εἰς πανορθοδόξους περιοδικάς ἀξιολογήσεις». Εἰς τήν παράγρ. 23 ἡ Οὐνία συμπεριελήφθη εἰς τάς «πράξεις προσηλυτισμοῦ» καί τάς «προκλητικάς ἐνεργείας ὁμολογιακοῦ ἀνταγωνισμου.
     2. Ἀπό τήν πρώτην παράγρ. τοῦ κεφ. Βʹ τοῦ προσυνοδικοῦ κειμένου Ἡ Ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ, ἀπηλείφθη ἡ περσοναλιστική ἀναφορά εἰς τόν ἄνθρωπον «ὡς κοινωνίαν προσώπων ἀντανακλώντων κατά χάριν διά τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους τήν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι ζωήν καί κοινωνίαν τῶν θείων προσώπων»7.
     3. Εἰς τό ζήτημα τῶν μικτῶν γάμων μεθ᾽ ἑτεροδόξων ἀνεφέρθη ὅτι «ὁ γάμος Ὀρθοδόξων μεθ’ ἑτεροδόξων κωλύεται κατά κανονικήν ἀκρίβειαν (κανών 72 τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ Συνόδου)»8, ἐδόθη ὅμως «ἡ δυνατότης ἐφαρμογῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας… ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἑκάστης αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»9.
  Γ. Ὅμως, μετά παρέλευσιν ἱκανοῦ διαστήματος ἀπό τῆς συγκλήσεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ὀφείλομεν νά ἐπισημάνωμεν μέ περίσκεψιν καί νηφαλιότητα σημεῖά τινα τοῦ συνοδικοῦ κειμένου Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον, τά ὁποῖα ὡς ἀμφίσημα ἀναμένουν τήν ὀρθοτέραν διατύπωσίν των, διά νά φανῇ πῶς ἔχει ἡ ἀλήθεια, διά νά ἀναπαυθοῦν οἱ πιστοί πού μέ ἀγάπην καί ἀγωνίαν περιμένουν τόν λόγον μας, καί διά νά ἀποσοβηθοῦν ἔριδες καί καταστάσεις πού βλάπτουν τήν Ἐκκλησίαν καί ἐμποδίζουν τήν οἰκοδομήν τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
     1. Εἰς τήν παράγρ. 6, ὅπου γίνεται ἀναφορά εἰς ἑτεροδόξους χριστιανικάς Ἐκκλησίας, αἱ ὁποῖαι δέν εὑρίσκονται εἰς κοινωνίαν μετά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δέν πρέπει μόνον νά ἐννοῆται, ἀλλά καί ρητῶς νά ἀντιδιαστέλλεται ἡ ἑτεροδοξία των ἀπό τήν ἀποστολικήν ἀλήθειαν, πίστιν καί παράδοσιν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἔτσι ὁριοθετεῖται ἡ Ἐκκλησία ἀπό τάς αἱρέσεις, αἱ ὁποῖαι σφετερίζονται τήν ἀποστολικήν ἀλήθειαν. Ἡ διατύπωσις «ἑτερόδοξοι χριστιανικαί Ἑκκλησίαι» δίδει χῶρον εἰς τήν ἀντορθόδοξον θεωρίαν ὅτι Ὀρθόδοξοι καί Ρωμαιοκαθολικοί «εὑρίσκονται πλέον ὑπό καθεστώς ὄχι τετελεσμένου σχίσματος, ἀλλά διακοπῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας (ἀκοινωνησία)»10. Ἡ θεωρία αὕτη συσκευάζει Ὀρθοδόξους καί Ρωμαιοκαθολικούς εἰς τήν Μίαν Ἐκκλησίαν καί ἀντιλαμβάνεται τήν ἑτεροδοξίαν ὡς διαφορετικήν διατύπωσιν τῆς ἰδίας ἀποστολικῆς πίστεως! Ἐξ ἄλλου εἶναι γνωστή ἡ σταθερά ἄρνησις τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν νά θεωρήσουν τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ὡς πλήρη καί πραγματικήν Ἐκκλησίαν, ἐπειδή δέν εἶναι ἡνωμένη μέ τόν Πάπαν καί ὡς ἐκ τούτου στερεῖται τῆς πληρότητος τῆς χάριτος (παπική Διακήρυξις Dominus Jesus, 2000).
   2. Λείπουν διατάξεις αἱ ὁποῖαι θά ἀπέτρεπον πράξεις καί δηλώσεις πού ἐμφανίζουν τούς ἑτεροδόξους μέ αὐθεντικόν Βάπτισμα καί Ἱερωσύνην, καί τήν «ἐκκλησίαν» των μέ σῴζουσαν Χάριν. Συνεπῶς εἶναι ἐντελῶς ἐλλιπής ἡ παράγρ. 23, ἡ ὁποία λέγει ὅτι ὁ διάλογος πρέπει νά συνοδεύεται «διά πράξεων ἀμοιβαίας κατανοήσεως καί ἀγάπης». Ὅσον ἀφορᾶ δέ τήν παρουσίαν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τό Π.Σ.Ε. (διά τήν ὁποίαν τό Ἅγιον Ὄρος ἔχει δηλώσει τήν διαφωνίαν του), εἶναι μέν θετική ἡ δήλωσις τοῦ συνοδικοῦ κειμένου ὅτι αὗται «συμβάλλουν [σ.σ. ἐννοεῖται μόνον] εἰς τήν προώθησιν τῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως καί συνεργασίας ἐπί τῶν μειζόνων κοινωνικοπολιτικῶν προκλήσεων» (παράγρ. 17), ὅμως ἡ συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τό Π.Σ.Ε. θεμελιώνεται εἰς τήν «Δήλωσιν τοῦ Τορόντο» (1950), ἡ ὁποία εἶναι κείμενον θεολογικῶς μή ἀποδεκτόν. Εἶναι σοβαρόν ἐν προκειμένῳ τό ἐρώτημα, ἄν εἰς τό ἑξῆς ἡ «Δήλωσις τοῦ Τορόντο» ἐγκρίνεται συνοδικῶς ὡς ἔγκυρον καταστατικόν κείμενον ἀναφορᾶς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας! Ἐπιπλέον εἰς τό συνοδικόν κείμενον ἐπιβεβαιώνεται ἡ συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων εἰς τό Π.Σ.Ε., ἐνῶ λείπει ἀναγκαία ἐπισήμανσις ὅτι ἀπαγορεύονται αἱ «διομολογιακαί συμπροσευχαί» καί δέν ἀπορρίπτωνται ἀπόψεις τοῦ Π.Σ.Ε περί Ἐκκλησίας καί Βαπτίσματος, αἱ ὁποῖαι ἔχουν γίνει κοινῶς ἀποδεκταί (καί ἀπό τούς μετέχοντας Ὀρθοδόξους)11.
     3. Συμφώνως πρός τό συνοδικόν κείμενον διάλογοι οἱ ὁποῖοι δέν ἐπιτυγχάνουν συμφωνίαν ἐπί ἑνός θέματος δέν διακόπτονται, ἀλλ᾽ ἀντίθετως, καταγραφομένης τῆς θεολογικῆς διαφωνίας, συνεχίζονται (παράγρ. 11). Ἀναμφιλέκτως εἶναι ὀρθόν νά ὁλοκληρώνεται ἕνας διάλογος παρά τάς δυσχερείας. Ὅμως ἡ συνέχισις ἤ ἡ διακοπή ἑνός διαλόγου δέν εἶναι μόνον πρακτικόν θέμα, ἀλλά ἔχει καί ἐκκλησιολογικήν καί σωτηριολογικήν σημασίαν. Οἱ ἄκαρποι διαλόγοι συντελοῦν εἰς τό νά ἀμβλύνεται ἡ δογματική εὐαισθησία τῶν Ὀρθοδόξων θεολόγων πού μετέχουν εἰς αὐτούς, καθώς καί τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος. Τί σημαίνει ἑπομένως ὅτι οἱ διάλογοι συνεχίζονται; Σχετικά μέ τό μεῖζον θέμα τῆς Οὐνίας π.χ.: Ἀρκεῖ ἡ ἁπλῆ καί ἐπαινετή παράθεσις τῆς λέξεως «οὐνία» (παράγρ. 23) μεταξύ τῶν μορφῶν ὁμολογιακοῦ ἀνταγωνισμοῦ, ὅταν ἡ Οὐνία εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν ἐκκλησιολογικόν πρόβλημα πού ἔπρεπε νά λυθῇ πρό τῆς ἐνάρξεως τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου τό 1980; Πῶς θά ἑρμηνεύεται πλέον τό πρόβλημα τῆς Οὐνίας, ὡς πρακτικός ἀνταγωνισμός ἤ ὡς ἐκκλησιολογική ἐκτροπή;
    4. Aἱ παράγρ. 4, 5 καί 6 καθιερώνουν τήν συμμετοχήν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τούς διαχριστιανικούς διαλόγους καί εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν μέ τήν διαβεβαίωσιν ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος συμμετοχή εἰς τήν κίνησιν πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος μετά τῶν ἄλλων Χριστιανῶν ἐν τῇ Μιᾷ, Ἁγίᾳ, Καθολικῇ καί Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ... ἀποτελεῖ συνεπῆ ἔκφρασιν τῆς ἀποστολικῆς πίστεως καί παραδόσεως ἐντός νέων ἱστορικῶν συνθηκῶν» (παράγρ. 4). Ἡ ἀνωτέρω διατύπωσις σημαίνει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν ἀναγνωρίζει τούς ἑτεροδόξους ὡς Ἐκκλησίας, παρά τήν ὀνομασίαν ταύτην «ὡς μέσον συνομιλίας καί ἐπικοινωνίας», ἀλλά μέ συνέπειαν εἰς τήν ἀποστολικήν της πίστιν καί παράδοσιν ἀναμένει τήν ἐπιστροφήν των εἰς τούς κόλπους της. Πάντως μία σαφής διατύπωσις, ἡ ὁποία θά ἐδήλωνε τήν μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως πολλάκις ἐτονίσθη ἀπό Ὀρθοδόξους θεολόγους, ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος12 καί ἀπό τόν Παναγιώτατον Οἰκουμενικόν Πατριάρχην κ.κ. Βαρθολομαῖον εἰς ὁμιλίαν του εἰς τόν πάνσεπτον Ναόν τοῦ Πρωτάτου13, θά ἀνέπαυε τήν ἁπανταχοῦ Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν καί τό Ὀρθόδοξον πλήρωμα.
    5. Μετά τήν ὀρθήν διακήρυξιν εἰς τό τέταρτον συνοδικόν κείμενον «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, οὖσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία…»14, καί τήν ρητήν διαβεβαίωσιν τῆς Ἐγκυκλίου ὅτι οἱ «ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διεξαγόμενοι διάλογοι οὐδέποτε ἐσήμαιναν, οὔτε σημαίνουν καί δέν πρόκειται νά σημάνουν ποτέ οἱονδήποτε συμβιβασμόν εἰς ζητήματα πίστεως»15, θεολογικαί συμφωνίαι ὡς τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων ἐπί τῆς Χριστολογίας (1989, 1990) καί τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τῆς ἐκκλησιολογίας μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν εἰς τό Μπαλαμάντ (1993) δέν δύνανται νά ἰσχύουν, καθόσον εἶναι προφανεῖς «συμβιβασμοί εἰς ζητήματα πίστεως».
    Δ. Σήμερoν ἡ διατήρησις τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἕν ὀδυνηρόν αἴτημα. Ἐν Ἁγίῳ Ὄρει καί ἀλλαχοῦ ἀκούονται διαμαρτυρίαι καί δυστυχῶς ἀναπτύσσονται ἕως καί σχισματικαί τάσεις. Ἀναμφιβόλως εἰς αὐτό συμβάλλουν καί αἱ ἀμφισημίαι εἰς τά συνοδικά κείμενα, ἡ ἀσάφεια τῶν ὁποίων δημιουργεῖ προϋποθέσεις δι᾽ οἰκουμενιστικήν ἑρμηνείαν των καί ἑπομένως ὁδηγεῖ εἰς κρίσιν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, καθώς εἰς τούς ἐν ἐξελίξει θεολογικούς διαλόγους εἶναι δύσκολον νά παραμερισθοῦν τά «κεκτημένα» τῶν παρελθουσῶν δεκαετιῶν. Τά κείμενα τῆς Συνόδου πρέπει νά ὑπερβοῦν τήν μονομέρειαν, ἡ ὁποία ὀφείλεται εἰς τό ὅτι αὐτά ἠγνόησαν τήν ἰσχυράν θεολογικήν παράδοσιν πού ἐχάραξαν σύγχρονοι θεοφόροι Πατέρες καί ἔγκριτοι θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι διεῖδον τήν πορείαν τῶν οἰκουμενικῶν διαλόγων ὡς μίαν οἰκουμενιστικήν παρέκκλισιν. Ὄχι μόνον «ζηλωτικαί», ὡς λέγεται, ἀλλά καί ὑγιεῖς φωναί ἀναζητοῦν λόγον ἀληθείας διά νά πεισθοῦν καί νά ἀναπαυθοῦν.
Ὅμως ἡ τάσις διά «διακοπήν μνημοσύνου» δέν εἶναι ἐν προκειμένῳ δικαιολογημένη. Τά κείμενα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ἔχουν τάς ἐλλείψεις καί ἀτελείας των. Δέν ὑπεγράφη ὅμως «ἑνωτικός ὅρος», ὅπως εἰς τήν Λυών καί τήν Φλωρεντίαν καί οὐδείς Ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος προσεχώρησεν εἰς κατεγνωσμένην ὑπό τῆς Ἐκκλησίας αἵρεσιν οὔτε ἐκήρυξεν «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» τάς αἱρετικάς διδασκαλίας τῶν ἑτεροδόξων. Μία ἄκριτος σπουδή πρός διακοπήν μνημοσύνου θά χαροποιήσῃ μόνον τούς ἐχθρούς τῆς Ἐκκλησίας16.
     Ἀναγνωρίζομεν ὅτι ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος ἔδειξεν ἀπεριόριστον ἐνδιαφέρον διά νά ἐκφρασθῇ ὑπό τῆς Συνόδου ἡ ἀκραιφνής Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία. Γνωρίζομεν τήν μαρτυρικήν θέσιν τῆς πρωτοθρόνου Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τό ἐμπερίστατον τῶν παλαιφάτων Πατριαρχείων. Ἐλπίζομεν ὅμως εἰς τήν πανσθενουργόν Χάριν τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Οἱ ἀρχιερεῖς μας, ὁ ἱερός κλῆρος καί ὁ εὐσεβής λαός δέν ἔχουν χάσει τόν κανόνα τῆς Πίστεως. Προσβλέπομεν μετ’ ἐλπίδος εἰς τήν περαιτέρω θεολογικήν ἐπεξεργασίαν καί πλέον αὐθεντικήν διατύπωσιν τῶν συνοδικῶν κειμένων, ὥστε αὐτά νά ἀνταποκρίνωνται εἰς τήν ἐκπλήρωσιν τῆς σωτηριώδους ἀποστολῆς τῆς Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον, συμφώνως πρός τόν Ὅρον τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφρόνηκεν, ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν· ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται...». Εἴθε ὅλοι, κλῆρος καί λαός, «οὕτω νά φρονῶμεν, οὕτω νά λαλῶμεν, οὕτω νά κηρύσσωμεν Χριστόν τόν ἀληθινόν Θεόν ἡμῶν».
    Ταῦτα συνοπτικῶς θέτοντες ταπεινῶς ὑπ’ ὄψιν τῆς Ὑμετέρας Πανοσιολογιότητος καί προσευχόμενοι εἰς τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν διά τόν ἄνωθεν φωτισμόν τῶν ἀρχιερέων μας, οἱ ὁποῖοι ἐπωμίζονται καί τό μεγαλύτερον βάρος τῆς εὐθύνης, διατελοῦμεν
Μετά πολλῆς τῆς ἐν Χριστῷ φιλαδελφίας καί ἀγάπης

Τά μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς
Ὁ τῆς Ἱ. Μονῆς Κουτλουμουσίου
Ἱερομ. Χρυσόστομος


Ὁ τῆς Ἱ. Μονῆς Ξηροποτάμου
Ἀρχιμ. Ἰωσήφ


Ὁ τῆς Ἱ. Μονῆς Σίμωνος Πέτρας
Ἀρχιμ. Ἐλισσαῖος


Ὁ τῆς Ἱ. Μονῆς Σταυρονικήτα
Ἀρχιμ. Τύχων


Ὁ τῆς Ἱ. Μονῆς Γρηγορίου
Ἱερομ. Λουκᾶς

 2 Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας, Τριῴδιον, Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας.
 3 Ἐγκύκλιος τῆς Ἁγίας καί Μ. Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, III–8
4 «Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μόνο Μία, ἀλλά καί Μοναδική. Ἐν τῷ Κυρίῳ Ἰησοῦ δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξουν πολλά σώματα. Κατά τόν ἴδιον τρόπον δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχουν ἐν αὐτῷ πολλές Ἐκκλησίες. Ἐν τῷ θεανθρωπίνῳ αὐτοῦ σώματι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία καί Μοναδική, ὅπως ὁ Θεάνθρωπος, ὁ Χριστός, εἶναι ἕνας καί μοναδικός». Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀναδημοσίευσις ἐκ τῆς γαλλικῆς μεταφράσεως, Ὀρθόδοξος Τύπος, 29-6-2007.
 5 «Ἔπειτα παρ’ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι, οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστής τῆς θρησκείας ἐστίν αὐτό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτός ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τό θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καί ὁμοειδές τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ». Ἐγκύκλιος τῶν τεσσάρων Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς (Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἰεροσολύμων, Μάϊος 1848).
 6 Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον, §6.
 7 «Ἡ  συνολική πρόταση τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ὀντολογία τοῦ προσώπου καί τήν κοινωνία τῶν προσώπων ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό τήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο», διεγράφη ὁλόκληρη ἡ φράση πού ἀναφέρεται στήν κοινωνία τῶν προσώπων πού ἀντανακλοῦν κατά Χάρη διά τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους τήν ζωήν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι καί τήν κοινωνίαν τῶν θείων προσώπων, ἀλλά ἁπλῶς σέ κάποια σημεῖα παρέμεινε ὁ ὅρος ἀνθρώπινο πρόσωπο πρός περαιτέρω συζήτηση». Μητροπ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιά τήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» καί ἡ κατάληξή τους, σελ. 20-21, Σεπτέμβριος 2016. https://aktines.blogspot.nl/2016/09/blog-post_197.html.
 8 Τό Μυστήριον τοῦ Γάμου καί τά κωλύματα αὐτοῦ, 5.i.
 9 ἔ.ἀ., 5.ii.
 10 Ἐπίσκεψις, τ. 755 (31.10.2013).
 11 Βλ. σχετικῶς, Ἐπί τῶν Δογματικῶν Ἐπιτροπή τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Ὑπόμνημα περί τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν,18.2.2007.
 12 «Μόνον ἡ καθ’ ἡμᾶς Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, αἱ δέ λοιπαί ἑτερόδοξοι ‟Ἐκκλησίαι” εὑρίσκονται ἐν τῇ αἱρέσει καί πλάνῃ» (Ἐπιστολή πρός τόν Παναγιώτατον Οἰκουμενικόν Πατριάρχην κ.κ. Βαρθολομαῖον, 1η/14η Νοεμβρίου 1995).
 13 «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι αὐτή μόνη ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία» (21η Ὀκτωβρίου 2008).
 14 Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον, §1
 15 Ἐγκύκλιος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, VII-20
 16 Πρβλ. Κανὼν ΙΕ΄ τῆς Α΄ και Β΄ λεγομένης Συνόδου, Πηδάλιον, σελ. 292.


Σχόλιο trelogiannis: Γλυκύτατοι πατέρες μας, είστε αφελής ή με σκληρότερο λογο, τόσο αδαείς ώστε δεν κατανοείτε τι πραγματικά συνέβηκε στη Σύνοδο της Κρήτης;
      Όχι ακριβώς!
  Πατέρες μας! Στη Σύνοδο της Κρήτης οι οικουμενιστές κατόρθωσαν να θεσμοθετήσουν τον οικουμενισμό σαν πίστη της Εκκλησίας. Είναι αδιανόητο οποιαδήποτε θεμιτή ή αθέμιτη «ευγένεια» να σας τυφλώνει μπροστά σ’ αυτή την τραγωδία. Ευτυχώς που αφήνετε και ένα παράθυρο μισάνοιχτο « Ὅμως ἡ τάσις διά «διακοπήν μνημοσύνου» δέν εἶναι ἐν προκειμένῳ δικαιολογημένη».