Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017

Η Εκκλησία δεν είναι προσωποπαγής, ούτε ανθρωποκεντρική, ούτε Επισκοποκεντρική, αλλά Χριστοκεντρική καί αληθοκεντρική.


Τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ

Γ'

ἔκφρασις τοῦ ΙΕ΄ Κανόνος «οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδο-διδασκάλων κατέγνωσαν» σημαίνει ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος ἐκπίπτει  ἀπό τό ἀξίωμά του  μόνο καί μόνο ἐπειδή σφάλλει στά θέματα τῆς πίστεως καί δέν ὀρθοτομεῖ τόν λόγο τῆς ἀληθείας. Σημαίνει ἐπίσης ὅτι δέν τόν καταδικάζει ὁ ἀποτειχιζόμενος ἀπό αὐτόν, οὔτε πολύ περισσότερο τό ἁρμόδιο ἐκκλησιαστικό ὄργανο, ἀλλά ἡ ἴδια ἡ αἵρεσις τήν ὁποία κηρύττει «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας». Εἶναι δηλαδή τό ἴδιο μέ τόν ἰατρό, ὁ ὁποῖος δέν καθιστᾶ κάποιον ἄρρωστο μέ τήν γνωμάτευσί του, ἀλλά ἡ ἴδια ἡ ἀσθένεια τήν ὁποία αὐτός φέρει· καί ἐπίσης μέ τόν κακοποιό τόν ὁποῖο δέν τόν καθιστᾶ ὡς τοιοῦτο ἡ ἀπόφασις τοῦ δικαστοῦ, ἀλλά οἱ ἴδιες οἱ πράξεις του. Ἄν λοιπόν ἐμεῖς ἀναμένωμε τήν ἀπόφασι τῶν ἁρμοδίων διά νά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό αὐτούς εἶναι βέβαιον ὅτι θά σφάλλωμε στά καίρια καί θά ὁδηγηθοῦμε σέ ναυάγιο. Καί βεβαίως, ἐφ’ ὅσον γνωρίζωμε τήν κατάστασι κάποιου, δέν περιμένομε τήν ἀπόφασι τῶν ἁρμοδίων, ἀλλά μέ φόβο καί τρόμο ἀπομακρυνόμεθα ἀπό αὐτούς.
Τό ὅτι τά θέματα τῆς πίστεως εἶναι πολύ σημαντικώτερα ἀπό τά ὑλικά καί σωματικά, μόλις εἶναι ἀνάγκη νά τό ἀναφέρωμε.  Καί αὐτό  φανερώνει ὅτι ὁ ἐφησυχασμός μας ἐδῶ ἔχει ἄλλα κίνητρα καί ἄλλο σκοπό. Ἡ δέ θεολογική του ἐπικάλυψις μᾶλλον ἀποσκοπεῖ στόν καθησυχασμό τῆς συνειδήσεως. Ἄν ἐμεῖς τόν ψευδεπίσκοπο τόν ἐκλαμβάνομε ὡς ποιμένα καί ἔχομε πλήρη ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μαζί του διά τῆς μνημονεύσεως καί συνοδοιπορίας, εἶναι φανερό ὅτι ὄχι μόνο εἴμεθα παραβάτες τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ Κανόνος, ἀλλά καί ὁλοκλήρου τῆς ὀρθοδόξου Παραδόσεως καί ἐπιπλέον γινόμεθα αἰτία νά διαιωνίζεται τό κακό εἰς τήν Ἐκκλησία καί μάλιστα ὄχι οἱοδήποτε κακό, ἀλλά ἡ αἵρεσις ἡ ὁποία προσβάλλει αὐτόν τόν θεσμό τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι ἄλλο θέμα τό ὅτι κάποιοι ἅγιοι ἔκαναν κατά καιρούς κάποιες οἰκονομίες καί διετήρησαν διά κάποιο χρονικό διάστημα
τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ κάποιους δεδηλωμένους αἱρετικούς, κινούμενοι ὄχι ἀπό δειλία καί συμβιβασμό, ἀλλά ἀπό διάκρισι, ἡ ὁποία τούς ὁδηγοῦσε εἰς τό νά τηρήσουν αὐτή τήν στάσι· καί εἶναι τελείως διαφορετικό τό νά προσπαθοῦμε ἐμεῖς νά καλυφθοῦμε πίσω ἀπό αὐτά τά ἐλάχιστα παραδείγματα, νά ὑποστείλωμε τήν σημαία τῆς πίστεως, νά συνοδοιποροῦμε ἐπί  δεκαετίες μέ τούς αἱρετικούς καί νά βλέπωμε ἀπαθῶς κάθε ἡμέρα τήν αἵρεσι νά ἐπεκτείνεται καί νά ἀλλοιώνη τά φρονήματα τῶν Ὀρθοδόξων. Δι’ αὐτά ὅμως θά ἀναφερθοῦμε ἐκτενέστερα κατωτέρω.
Πάντως ἡ διάκρισις τήν ὁποία κάνει ὁ ἱερός Κανών μεταξύ Ἐπισκόπων καί ψευδεπισκόπων πρό συνοδικῆς κρίσεως καί κατακρίσεώς των, ὁπωσδήποτε σηματοδοτεῖ τήν στάσι ἑκάστου ἀληθινοῦ ὀρθοδόξου σέ ἀνάλογες περιπτώσεις. Δηλαδή μέ τόν ἀληθινό Ἐπίσκοπο θά συνταχθοῦν οἱ ἀληθινά Ὀρθόδοξοι καί μέ τόν ψευδεπίσκοπο οἱ συμβιβασμένοι καί χλιαροί κατά τήν πίστι, οἱ  ὁποῖοι βεβαίως εἶναι πάντοτε οἱ περισσότεροι.
Τό ἀκροτελεύτιο τμῆμα τοῦ ἐν λόγῳ ἱεροῦ Κανόνος εἶναι ἴσως καί τό σπουδαιότερο καί ἀναφέρει ὅτι μέ τήν ἀπομάκρυνσι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τόν ψευδεπίσκοπο ­«οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι». Αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό διότι μᾶς καθορίζει τό πῶς πρέπει νά ἐννοοῦμε τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία, τήν ἕνωσί της καί ἐπιπλέον μᾶς δίδει νά κατανοήσωμε τό τί ἐστί σχίσμα καί πότε αὐτό συντελεῖται.
Αὐτό λοιπόν πού ἀβίαστα ἐξάγεται ἀπό τό τμῆμα αὐτό τοῦ Κανόνος εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι προσωποπαγής, οὔτε ἀνθρωποκεντρική, οὔτε Ἐπισκοποκεντρική, ἀλλά Χριστοκεντρική καί ἀληθοκεντρική. Ἄν ἡ Ἐκκλησία ἦτο Ἐπισκοποκεντρική δέν θά ἐπέτρεπε ὁ ἱερός Κανών τήν ἀπομάκρυνσί μας ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, ὄχι μόνο πρίν καταδικασθῆ ἀπό τό ἁρμόδιο ἐκκλησιαστικό ὄργανο, ἀλλά καί πρίν τοποθετηθῆ ἄλλος ὀρθόδοξος στή θέσι του. Διότι τότε τό κενό αὐτό τοῦ Ἐπισκόπου, ἐφ’ ὅσον αὐτός θά λειτουργοῦσε ὡς ἄξονας καί ὡς πυρήνας, θά ἦτο τέτοιο, ὥστε νά μήν ὑπάρχη κἄν Ἐκκλησία, ἐφ’ ὅσον δέν ὑπάρχη Ἐπίσκοπος ἤ ἐφ’ ὅσον αὐτός ἐξέπεσε καί ἔγινε αἱρετικός.
Μέ τήν ἀπομάκρυνσι λοιπόν ἀπό τόν Ἐπίσκοπο ὁ ὁποῖος δημοσίως ἐπ’ Ἐκκλησίας κηρύττει αἵρεσι, καταδεικνύομε τή μεγάλη αὐτή ἀλήθεια, ὅτι δηλαδή ἡ Ἐκκλησία εἶναι Χριστοκεντρική, ὅτι ἀκόμη ἡ ἀλήθεια εἶναι ἡ καρδιά της καί, ἄν δέν ὑπάρχη αὐτή, δέν ὑφίσταται οὔτε ἡ Ἐκκλησία,· ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος, διά νά εἶναι Ἐπίσκοπος, δέν ἀρκεῖ ἡ χειροτονία του καί ἡ ἐνθρόνισίς του, ἀλλά πρέπει τουλάχιστον νά ὀρθοτομῆ  τόν λόγο τῆς ἀληθείας· ὅτι ἡ ἕνωσις τῆς Ἐκκλησίας ἄνευ τῆς ἀληθοῦς πίστεως εἶναι ψευδής καί κίβδηλος καί ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει καί δέν ἔπαυσε οὔτε θά σταματήση νά ὑπάρχη, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν στηρίζεται στά πρόσωπα, ἀλλά στόν ἴδιο τόν Χριστό.
Τό «οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον» ἐπίσης σημαίνει ὅτι ἡ ἕνωσις τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ ἐνσωμάτωσις εἰς αὐτήν γίνεται διά τῆς ἀληθοῦς καί Ὀρθοδόξου πίστεως, καί ὡς ἐκ τούτου ἐάν κάποιο μέλος ἐκπέσει εἰς αἵρεσιν, ἐκπίπτει καί τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας. Δι’ αὐτό προφανῶς ὁ ἱερός Κανών διδάσκει, ὅτι δέν ὑφίσταται σχίσμα εἰς τήν Ἐκκλησία μέ τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικά φρονοῦντας καί πράττοντας.
Ἄν πάλι ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, ἐνῶ δηλαδή ὁ Ἐπίσκοπος δημοσίως καί ἐπ’ Ἐκκλησίας κηρύττει αἵρεσιν κατεγνωσμένη, οἱ κληρικοί  δέ καί οἱ λαϊκοί δέν ἀποτειχίζονται ἀπό αὐτόν, (περιμένοντας προφανῶς τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου), τότε ἀποδεικνύομε ἐμπράκτως:
α. Ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἐπισκοποκεντρική καί ὄχι Χριστοκεντρική,
β. ὅτι ἡ ἐνσωμάτωσις εἰς αὐτήν δέν γίνεται διά τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ἀλλά διά τοῦ Ἐπισκόπου,
γ. ὅτι ἡ ἀποτείχισις ἀπό τόν Ἐπίσκοπο διά λόγους πίστεως σημαίνει σχίσμα καί ὄχι ὀρθόδοξο ὁμολογία καί, κατά τήν ὁρολογία τοῦ Κανόνος ἀπόδοσις «τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς Ὀρθοδόξοις»,
δ. ὅτι ἐπίσης ἡ Ἐκκλησία δέν ἦταν ποτέ, οὔτε πρόκειται νά εἶναι, ἄσπιλος καί ἀμώμητος, ἀλλά ἦταν καί θά εἶναι ἐσπιλωμένη καί βεβορβορωμένη, ἐφ’ ὅσον πάντοτε ὑπῆρχαν καί θά ὑπάρχουν, εἰδικά στίς ἡμέρες μας, Ἐπίσκοποι αἱρετικοί μή καταδικασθέντες ὑπό Συνόδου καί
ε. ὅτι ἡ ὀρθόδοξος πίστις (ἡ Ὀρθοδοξία) εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου στήν διάθεσι καί στήν διάκρισι (μᾶλλον διάβρωσι) τῶν Ἐπισκόπων καί δέν ἀποτελεῖ τήν «ἅπαξ παραδοθείσῃ τοῖς ἁγίοις πίστει» (Καθολ. ἐπιστ. Ἰούδα στιχ. 3). Δηλαδή κοντολογίς ἀνατρέπομε ὅλη τήν ὀρθόδοξο Ἐκκλησιολογία καί πίστι, ἄν παραμείνωμε ἐνσωματωμένοι σ’ ἕναν τέτοιο Ἐπίσκοπο. Αὐτό, ὡς ἐκ περισσοῦ ἀναφέρομε ὅτι, εἶναι ἡ καρδιά καί ἡ ὅλη δομή καί ὕπαρξις τοῦ Παπισμοῦ.
Γίνεται λοιπόν φανερό ὅτι ὁ παρών Κανών τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου δέν εἶναι ἕνας ἁπλός ἱερός Κανών (ὅπως θά καταδείξωμε στή συνέχεια συγκρίνοντάς τον μέ ἄλλους), ὁ ὁποῖος δύναται ἄλλοτε νά τηρῆται καί ἄλλοτε νά μήν τηρῆται· ἕνας Κανών, δηλαδή, πού παρέχει ἁπλῶς προτροπή καί δυνατότητα ἐφαρμογῆς καί δέν ἐπισημαίνει ἀνάγκη· ἀλλά εἶναι ἕνας ἱερός Κανών ὁ ὁποῖος μέσα σέ λίγες γραμμές καταγράφει μία ὁλόκληρο ὀρθόδοξο παράδοσι, ἐπισφραγισμένη μέ ἀγῶνες καί θυσίες ἁγίων καί Ὁμολογητῶν· ὁριοθετεῖ ἐπιπλέον τήν ὀρθόδοξον ὁδό, διασφαλίζει ἄσπιλο καί ἀμόλυντο τήν Ἐκκλησία καί ἀπαγορεύει εἰς τήν πίστι κάθε ἀνθρώπινη αὐθαιρεσία. Ὡς ἐκ τούτου γίνεται ἀντιληπτό ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν κινδυνεύει ἀπό τούς ἀποτειχιζομένους ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, ἀλλά ἀπό τόν ἴδιο τόν Ἐπίσκοπο καί φυσικά ἀπό ὅσους τόν ἀκολουθοῦν καί τόν ἀποδέχονται ὡς Ἐπίσκοπο, ἐνσωματωμένοι ἐκκλησιαστικά μέ αὐτόν.
Ἄλλο θέμα εἶναι, ἄν κάποιοι μετά τήν ἀποτείχισι δημιουργοῦν παρατάξεις καί «ἐκκλησίες», δηλαδή σχίσματα καί ἄλλο, ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ φόβου, νά προτιμοῦμε τήν πλήρη ἐνσωμάτωσί μας μέ τήν αἵρεσι διά μέσου τῆς ἀναγνωρίσεως καί μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου. Καί σέ τελευταία ἀνάλυσι εἶναι προτιμώτερο τό σχίσμα ἀπό τήν αἵρεσι, διότι τό σχίσμα δημιουργεῖται ἐξαιτίας προσωπικῶν παθῶν καί ἀδυναμιῶν, ἐνῶ ἡ αἵρεσις εἶναι ἄλλο Εὐαγγέλιο, Ἐκκλησία προσωποπαγής καί θεμελιωμένη ὄχι στήν Πεντηκοστή καί στούς ἁγ. Ἀποστόλους, ἀλλά στήν αὐθαίρετη διδασκαλία καί ἑρμηνεία ἑκάστου, αἵρεσις ἡ ὁποία ὁδηγεῖ σέ ἄλλο Χριστό, τόν ἀντίχριστο καί δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό τήν θεοποίησι τῆς ἀνθρωπίνης λογικῆς καί τῆς ἀπαιτήσεως τῆς ὑποταγῆς τοῦ Θεοῦ εἰς αὐτήν.
Ὡς μικρότερο κακό κρίνει τό σχίσμα ἀπό τήν αἵρεσι καί ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἑρμηνεύοντας τόν Α΄ Κανόνα τοῦ Μ. Βασιλείου. Ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Σχισματικοί δέ ὀνομάζονται ἐκεῖνοι ὅπου διαφέρονται πρόν τήν καθολικήν Ἐκκλησίαν, ὄχι διά δόγματα πίστεως, ἀλλά διά κάποια ζητήματα ἐκκλησιαστικά καί εὐκολοϊάτρευτα. Αἱρετικοί δέ ὀνομάζονται ἐκεῖνοι τῶν ὁποίων ἡ διαφορά παρευθύς ἤ ἀμέσως εἶναι περί τῆς εἰς Θεόν πίστεως, ἤτοι οἱ κατά τήν πίστιν καί τά δόγματα, χωρισμένοι ἀπό τούς Ὀρθοδόξους καί παντελῶς ἀπομεμακρυσμένοι» (Πηδάλιον, σελ. 588).

Εἶναι λοιπόν ἁρμόδιο νά ἀναφέρωμε κάποιες σκέψεις διά τό σχίσμα, τό πῶς συντελεῖται καί διατί ἀναφέρει ὁ παρών Κανών τελειώνοντας ὅτι, οἱ ἀποτειχισμένοι ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο πρό συνοδικῆς κρίσεως, ὄχι μόνο δέν κάνουν σχίσμα ἀλλά «σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι».
  (Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, Ἡ διαχρονικὴ συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων… περὶ διακοπῆς μνημονεύσεως Ἐπισκόπου, σελ. 42-46).