Πέμπτη 29 Ιουνίου 2017

Η ταπείνωση των Αποστόλων και η υπερηφάνεια των Οικουμενιστών


Δὲν μπορεῖ κάποιος παρὰ νὰ γεμίσει μὲ θαυμασμό, ὅταν ἀναρωτηθεῖ, ἐρευνώντας τὸ ὑπεράνθρωπο ἔργο τῶν Ἀποστόλων: Πῶς κατάφεραν οἱ Ἀπόστολοι, ἄνθρωποι σκηνοποιοί, ψαράδες, τελῶνες, ἄνθρωποι χωρὶς κοσμικὴ ἐξουσία καὶ δύναμη νὰ διαδώσουν τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ σὲ μία ἐποχή, στὴν ὁποία δὲν ὑπῆρχαν οἱ εὐκολίες καὶ ἡ ταχύτητα διάδοσης ἰδεολογιῶν καὶ μηνυμάτων, ὅπως σήμερα. Διότι εἶναι φυσικὸ νὰ ρωτήσει κάποιος, πῶς τὰ κατάφεραν οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἄνθρωποι νὰ ἀνταπεξέλθουν στὶς δυσκολίες τῶς ἐποχῆς ἐκείνης,  ποιά ἦταν τὰ κύρια χαρακτηριστικὰ τους ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ζῆλο γιὰ τὴν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου; Σὲ μία τέτοια ἐρώτηση ἡ ἀπάντηση θὰ πρέπει νὰ εἶναι: Ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος «ἔχει μετρήσει καί τίς τρίχες τῆς κεφαλῆς μας» (Ματθ. 10, 30), βαθειὰ συνειδητοποίηση ὅτι ὁ Θεὸς ὁλοκλήρωνε κάθε δική τους προσπάθεια, οὐσιαστική, ἀληθινὴ ταπείνωση καὶ ἀποδοχή, ὅτι «χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» καὶ ὅτι ἡ ἐπιτυχία τοῦ ἔργου ὀφειλόταν στὸν «αὐξάνοντα Θεό», μεγάλη ἀγάπη πρὸς τοὺς συνανθρώπους τους, ὡς ἀνταπόδοση τῆς ἀπέραντης ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ πρὸς αὐτούς. Κι ὅλα αὐτὰ τὰ συντηροῦσαν καὶ τὰ αὔξαναν μὲ τὴν τήρηση τῶν Ἐντολῶν Του, μὲ τὶς κακουχίες, τὶς νηστεῖες, τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, τὴν αὐτοκριτικὴ καὶ τὴν αὐτομεμψία, τὴν ταπείνωση. Γράφει ὁ Παῦλος:
«Δυστυχισμένος καὶ ταλαιπωρημένος ἐγὼ νθρωπος! Ποιός θὰ μὲ ἐλευθερώσει καὶ θὰ μὲ γλυτώσει ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦτο, μέσα στὸ
ὁποῖο κυριαρχεῖ ἡ ἁμαρτία καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος» (Ρωμ. 7, 24);  «Ποιανοῦ ἡ πίστη ἀσθενεῖ καὶ δὲν ἀσθενῶ κι ἐγώ; Ποιός ὑποκύπτει στὸν πειρασμό καὶ δὲν ὑποφέρω κι ἐγώ; Ἄν πρέπει νὰ καυχηθῶ, θὰ καυχηθῶ γιὰ τὰ παθήματά μου» (Κορ. 2, 11, 23). «Μοῦ φαίνεται πώς ὁ Θεός σ' ἐμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἔδωσε τὴν ἐλεεινότερη θέση, σὰν νὰ εἴμαστε καταδικασμένοι νὰ πεθάνουμε στὸ στάδιο... Γίναμε θέαμα γιὰ τὸν κόσμο, γιὰ ἀγγέλους καὶ γι' ἀνθρώπους. Ἐμεῖς παρουσιαζόμαστε μωροί γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ... εἴμαστε ἀδύναμοι... εἴμαστε περιφρονημένοι... Στούς ἐμπαιγμούς ἀπαντᾶμε μὲ καλὰ λόγια, στοὺς διωγμούς μὲ ὑπομονή, στὶς συκοφαντίες μὲ λόγια φιλικά. Καταντήσαμε σὰν τὰ σκουπίδια ὅλου τοῦ κόσμου, ὥς αὐτὴ τὴν ὥρα θεωρούμαστε τὰ ἀποβράσματα τῆς κοινωνίας» (Κορ. 1, 4, 9). «Δέν ἀποφύγαμε τήν ἐργασία ὅταν ἤμασταν κοντά σας, οὔτε ἐπιβαρύναμε κανέναν μέ τή διατροφή μας, ἀλλά ἐργαζόμασταν μέρα νύχτα μέ κόπο καί μόχθο, γιά νά μή γίνουμε βάρος σέ κανένα σας» (Β' Θεσ. 3, 7-9). «Οἱ ἀθλητές ποὺ ἑτοιμάζονται γιὰ τὸν ἀγῶνα, ὑποβάλλονται σὲ κάθε εἴδους ἀποχή· γιὰ νὰ λάβουν, ἐκεῖνοι ἕνα στεφάνι ποὺ μαραίνεται, ἐμεῖς ὅμως ἕνα ἀμάραντο. Ἐγώ, λοιπόν, ἔτσι τρέχω, μὲ τὰ μάτια στηλωμένα στὸ τέρμα· ἔτσι πυγμαχῶ, ὄχι σὰν κάποιον ποὺ δίνει γροθιές στὸν ἀέρα. Ἀλλά μὲ σκληρὲς ἀσκήσεις ταλαιπωρῶ τὸ σῶμα μου καὶ τὸ ὑποδουλώνω, ἀπὸ φόβο μήπως, ἐνῶ θὰ ἔχω κηρύξει στοὺς ἄλλους, ἐγὼ ὁ ἴδιος κριθῶ ἀκατάλληλος» (Κορ. 1, 9. 27).
Οἱ Ἀπόστολοι ἔκαναν τὸν ἀγῶνα τους χωρὶς νὰ ὑψώνουν τοὺς ἑαυτούς τους, ἐπειδὴ τοὺς ἐπέλεξε ὁ Χριστός, ἀλλὰ ἀντιθέτως ἐξισώνοντάς τους ἀκόμα καὶ μὲ τὸν πιὸ ἁπλὸ καὶ ἀσήμαντο πιστό, δεχόμενοι ἀκόμα καὶ ἔλεγχο καὶ κριτική. Γιατὶ πίστευαν καὶ δίδασκαν, ὅτι στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δὲν ὑπάρχει μικρὸς καὶ μεγάλος ἀλλὰ ὅλοι ἔχουν τὸν ρόλο καὶ τὴν εὐθύνη τους. Ἔτσι ὅταν οἱ ἐκ περιτομῆς Χριστιανοὶ ἔλεγξαν μὲ παρρησία τὸν Πέτρο γιὰ τὸ ὅτι βάπτισε ἐθνικούς, αὐτός ὄχι μόνο δὲν δυσανασχέτησε, ἀλλὰ ἀντιθέτως δέχθηκε τὸν ἔλεγχο καὶ μὲ ἀγάπη καὶ ἠρεμία ἀπολογήθηκε, ἐξηγώντας τους γιατὶ τὸ ἔκανε (Πράξ. 11, 1-18) θεωρώντας δίκαιο νὰ τὸν ἐρωτοῦν ἀλλὰ καὶ αὐτὸς νὰ ἀπαντήσει καὶ μένοντας πιστὸς στὴν ἐκπλήρωση τῆς ἐπιθυμίας τοῦ Κυρίου «ποίμαινε τὰ προβατά μου» (Ἰω. 21, 15-16).
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπόδειξη, ὅτι οἱ Ἀπόστολοι ἔκαναν τὸν ἀγῶνα τους ὑπακούοντας ταπεινὰ στὶς ἐντολὲς καὶ στοὺς Κανόνες τοῦ Χριστοῦ. «Κι ὅταν κάποιος μετέχει σέ ἀθλητικούς ἀγῶνες, δέν παίρνει τό στεφάνι τῆς νίκης, ἄν δέν ἀγωνιστεῖ σύμφωνα μέ τούς κανόνες» (Β' Τιμ. 2, 5), διότι γνώριζαν ὅτι ὑπάρχει ἀπὸ τὸν διάβολο μιά καλοστημένη παγίδα, ἕνας μεγάλος κίνδυνος· ὑπάρχει ὁ πολύ μεγάλος κίνδυνος τῆς  ὑπερηφάνειας. Τὸν γνώρισε ὁ Πέτρος αὐτὸν τὸν κίνδυνο, ὅταν εἶπε «καὶ ἂν ὅλοι σκανδαλισθοῦν, ἀλλ’ ἐγώ ὄχι» καὶ τὸν νίκησε μὲ τὴν ἀπευθείας κατάκριση τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ τὴ σφοδρὴ λύπη καὶ μετάνοια καὶ μὲ τὸ δραστικότερο πρὸς ἐξιλέωση φάρμακο, τὰ πικρὰ δά­κρυα (Λουκ. 22, 54, 62). Αὐτὴ ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ταπείνωση τῶν Ἀποστόλων, δίπλα στὴν ἔλλειψη ἀκτημοσύνης, ὑπακοῆς στοὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ἐμπιστοσύνης στὴν Θεία Πρόνοια, ἄρνησης τοῦ ἰδίου θελήματος, δακρύων μετανοίας, τὸ κύριο γνώρισμα πολλῶν συγχρόνων χριστιανῶν, πρῶτος ἐγώ, ἀλλὰ κυρίως παρατηρεῖται στὸ χῶρο τῶν Οἰκουμενιστῶν, γιατὶ ὄχι, καὶ στὸ χῶρο ὅσων «ἀντι-Οἰκουμενιστῶν» παραβαίνουν τὶς Ἐντολές τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων Του. Αὐτὴ ἡ ὑπερηφάνεια τῶν Οἰκουμενιστῶν μπορεῖ νὰ διακριθεῖ σὲ τρία εἴδη:
α) Τὴν κενοδοξία. Ἡ κενοδοξία ὑφίσταται στὴν ἐπινόηση τρόπων καὶ μεθόδων γιὰ τὴν ἀνάδειξη ἑνὸς ἀτόμου καὶ τὴν ἀνάλογη ἀπόκτηση ἐξουσίας καὶ ἀγαθῶν. Ὁ κενόδοξος Οἰκουμενιστὴς ἐπιδεικνύει τὴν ἀλαζονεία του, τὰ πτυχία του καὶ τὶς γνώσεις του, ἐπιθυμεῖ νὰ θαυμάζεται, νὰ ἐπαινεῖται, νὰ κολακεύεται ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Ἔτσι κυκλοφοροῦν ἀμέτρητα ἡμερολόγια καὶ συλλεκτικοὶ τόμοι μὲ εἰκόνες καὶ ἐγκώμια τοῦ Πατριάρχη ἢ ἄλλων Ἐπισκόπων· ἱερεῖς γράφουν συνεχῶς καὶ αὐλικῶς κολακευτικοὺς ἐγκωμιαστικοὺς λόγους γιὰ τοὺς Ἐπισκόπους τους μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ γίνουν κάποτε καὶ αὐτοὶ Ἐπίσκοποι ἢ Μεγάλοι Πρωτοπρεσβύτεροι· λαϊκοὶ γιὰ νὰ γίνουν Μεγάλοι Ὀφφικιάλιοι· Ψάλτες γιὰ νὰ γίνουν μεγάλοι Ἱεροψάλτες ἢ Λαμπαδάριοι κλπ. Ὁ κενόδοξος διψᾶ γιὰ ἐξουσία καὶ πρωτεῖα (βλέπ. Δεσποτοκρατία, ἐπιστημονικὴ θεολογικὴ ἔπαρση), γιὰ ἐπίδειξη τῶν νοητικῶν, γλωσσικῶν καὶ γραφικῶν γνώσεων, γιὰ ἐπίδειξη τῶν σχέσεων του μὲ τοὺς ἰσχυροὺς καὶ τὴν παράλληλη περιφρόνηση τῶν ἀδυνάτων ὡς ἀναγνώριση τῆς ἀξίας του. Ἡ κενοδοξία ἀποτελεῖ μανία «Μανία τίς ἐστι ἡ κενοδοξία» (Ἰ. Χρυσόστομος, περὶ κενοδοξίας, 10), ὅπως μανιακοὶ στὴν ὑπεράσπιση τῆς αἵρεσης εἶναι οἱ Οἰκουμενιστές.
β) Τὴν ὑπερηφάνεια. Ἡ ὑπερηφάνεια δὲν διαφέρει πολὺ ἀπὸ τὴν κενοδοξία. Μόνο ποὺ στὴν κενοδοξία ἡ ἐξουσία, ἡ ἀναγνώριση καὶ οἱ ἔπαινοι ἀναμένονται ἀπὸ τὸν κενόδοξο ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἐνῶ ὁ ὑπερήφανος τὰ ἀπονέμει ὅλα αὐτὰ ὁ ἴδιος στὸν ἑαυτό του. Ὁ ὑπερήφανος ἐξυψώνει τὸν ἑαυτό του ὑποβιβάζοντας παράλληλα τὸν συνάνθρωπό του (βλέπε τὰ ὑποτιμητικὰ σχόλια περὶ ἀγραμματωσύνης τοῦ Δεσπότου Σιδηροκάστρου γιὰ τὸν π. Φώτιο ποὺ ἀποτειχίστηκε, τοῦ Ἀργολίδος γιὰ τὸ ποίμνιό του κλπ.) καὶ φθάνει στὸ τραγικὸ σημεῖο νὰ τὸν «εὐτελίζει σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει» (Δωρόθεος Γάζης, διδασκαλία, 2, 31). Ὁ ὑπερήφανος βλέπει τὸν ἑαυτό του ἐκτὸς κριτικῆς καὶ ἐλέγχου ἀπὸ τοὺς ὑποδεέστερους συνανθρώπους του «οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης» (Λουκ. 18, 11). Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἀπαιτεῖ πρωτοκαθεδρεῖες καὶ πρωτεῖα (Ζηζιούλεια «θεολογία περὶ πρωτείου»), ὑβρίζει καὶ διώκει ἀδιακρίτως αὐτοὺς ποὺ ἀντιστέκονται (βλέπε διωγμοὺς καὶ ὕβρεις τῶν Οἰκουμενιστῶν στοὺς ἀρνούμενους τὴν αἵρεση), ἀποφασίζει μόνος του καὶ διατάζει μὴ ὑπακούοντας σὲ Κανόνες, ἀπαιτώντας ταυτόχρονα ἀπόλυτη ὑπακοή (βλέπ. Κολυμπάρι). Δὲν ἐπιδιώκει σχέσεις μὲ ἁπλοὺς θνητούς, παρὰ μόνο μὲ ἰσχυροὺς καὶ δυνατούς (βλέπ. σχέσεις Ἐπισκόπων μὲ λόμπυ καὶ ἰσχυρούς). Ὁ ὑπερήφανος Οἰκουμενιστὴς εἶναι δοκησίσοφος (κατὰ τὸν Ἅγ. Θεόδωρο τὸν Στουδίτη), ἰσχυρογνώμων, εἴρων, αὐτοδικαιωμένος, αὐτοδιοικούμενος καὶ αὐτοπρόβλητος.
γ) Τὴν οἴηση. Ἐνῶ ὁ ὑπερήφανος ἀνυψώνει τὸν ἑαυτό του ἀπέναντι στοὺς συνανθρώπους του, ὁ πεφυσιωμένος ἀνυψώνει τὸν ἑαυτό του ἀπέναντι στὸν Θεὸ καὶ στρέφεται ἐναντίον του. Πρῶτος διδάξας ὁ Ἀδάμ, δεύτερος ὁ Ἄρειος, τρίτος ὁ Νεστόριος κλπ., μετὰ ὁ Πάπας, τώρα οἱ Οἰκουμενιστές. Ἡ οἴηση εἶναι ἡ αἰτία τῆς πτώσης τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἡ αἰτία τῆς κάθε εἴδους αἵρεσης καὶ δὴ τῆς παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ὁ πεφυσιωμένος πιστεύει, ὅτι δὲν χρειάζεται τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, δὲν χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ἀνάγκη, τὴν ἀναζήτηση γιὰ τὸ Θεῖο καὶ τὴν ὑπακοή του σ’ αὐτό. Τὰ ἔχει βρεῖ ἤδη ὅλα μόνος του καὶ τὰ κάνει μόνος του. Γι’ αὐτὸ καὶ κατρακυλάει στὴν ἀσέβεια καὶ στὴν ἀμφισβήτηση, στὴν ἄρνηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἐπινοώντας παράλληλα ἕναν δικό του Θεό (βλέπ. τὰ μηνύματα τοῦ Πατριάρχη Κων/πόλεως, τοῦ Ἀλεξανδρείας γιὰ τὸ Ραμαζάνι). Ὁ κατεχόμενος ἀπὸ οἴηση οἰκουμενιστὴς δὲν θεωρεῖ ἀναγκαῖο νὰ ὑποταχθεῖ στοὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, διότι αὐτὸς μπορεῖ καὶ ξέρει καλύτερα ἀπὸ τὸν Χριστό καὶ τοὺς Ἁγίους Του. Δὲν θεωρεῖ ἀναγκαῖο νὰ ὑπερασπίσει τὸν Τριαδικὸ Θεὸ ἀπὸ τὶς αἱρέσεις καὶ ψευδοδιδασκαλίες, γιατὶ παντοῦ βλέπει ἕναν ἄλλο Θεό, τὸν δικό του Θεό (βλέπ. συμπροσευχές καὶ διαθρησκειακές ἐκδηλώσεις). Τὸν ἀληθινὸ Θεὸ τὸν ἀμφισβήτησε καὶ τὸν ἔχασε, ἀνακηρύττοντας παράλληλα τὸν ἄνθρωπο σὲ Θεό, πράγμα ποὺ ἀποτελεῖ καὶ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ μηδενισμοῦ, τὴν τελικὴ πτώση τοῦ ἀνθρώπου «προσδοκήσας γὰρ ἔσεσθαι Θεός, καὶ ὅπερ εἶχεν ἀπώλεσε» (Ἰ. Χρυσόστομος, Ματθαῖος ὁμιλία, 15, 2, PG 57, 224).
Ἀκτήμονες λοιπὸν οἱ Ἀπόστολοι, πλούσιοι οἱ Οἰκουμενιστές· διωκόμενοι οἱ Ἀπόστολοι, διῶκτες οἱ Οἰκουμενιστές· αὐτοκατηγορούμενοι οἱ Ἀπόστολοι, κατηγοροῦντες καὶ αὐτοδικαιομένοι οἱ Οἰκουμενιστές· περιφρονημένοι καὶ θέαμα γιὰ τὸν κόσμο οἱ Ἀπόστολοι, ἀναδεδειγμένοι καὶ τρανοὶ οἱ Οἰκουμενιστές· ψαράδες καὶ σκηνοποιοί οἱ Ἀπόστολοι, διδ(κτ)άκτορες οἱ Οἰκουμενιστές· μὲ τοὺς πιστοὺς ἀσθενοῦν οἱ Ἀπόστολοι, τοὺς πιστοὺς ἀγνοοῦν οἱ Οἰκουμενιστές· πιστοὶ στοὺς Κανόνες καὶ στὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου οἱ Ἀπόστολοι, ἄπιστοι καὶ τοὺς Κανόνες καταργοῦντες οἱ Οἰκουμενιστές· μαρτυρήσαντες οἱ Ἀπόστολοι, συνθηκολογήσαντες οἱ Οἰκουμενιστές· τὸ Εὐαγγέλιο διέδωσαν καὶ πάμπολλους ὡς σταθεροὺς στὴν πίστη ἔφεραν παρὰ τὶς ἀντιξοότητες, τὶς μεγάλες ἀποστάσεις, τοὺς κινδύνους, τὰ μαρτύρια οἱ Ἀπόστολοι, τὸ Εὐαγγέλιο κατήργησαν καὶ κανέναν στὴν πίστη (καὶ ἂν τὸν ἔφεραν τὸν ἔκαναν χειρότερο ἀπὸ αὐτούς, Ματθ. 23, 15) παρὰ τὴν σύγχρονη τεχνολογία καὶ τὴν εὐκολία οἱ Οἰκουμενιστές.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς τοὺς Ἀποστόλους ἀκολουθοῦμε καὶ τοὺς Οἰκουμενιστὲς ἀρνούμαστε μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ ὅλες μας τὶς δυνάμεις, πιστεύοντας ὅτι πρεσβείαις τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ μέσω τῆς προσωπικῆς μας ὁμολογίας ὁ Θεὸς θὰ μᾶς χαρίσει τὴν σωτηρία.
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου