Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2017

«ΤI NA KANΩ;…» Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου





Δν θ πρεπε, γαπητοί μου, ν βρίσκωμαι σήμερα δ. πιθυμοσα ν βρίσκωμαι πάνω στ ψηλ βουνά, κε στ μικρ γ­καταλελειμμένα χωριά μας, γι ν κηρύ­ξω στος χωρικούς μας. λλ φ᾿ σον βρίσκομαι δ, θ παρακαλέσω ν δώσετε προσοχ στ λίγα λόγια πο θ π δέξιος γλσσα μου.
κούσατε τ εαγγέλιο. Περιέχει δυ ρω­τή­ματα· τ να τ θέτει νθρωπος, τ λ­λοτ κα σπουδαιότεροτ θέτει Θεός. Σήμερα θ σχοληθομε μ τ ρώτημα πο θέ­τει νθρωπος. Ποιό εν ατό; να ρώτημα γεμτο γχος· «Τί ποιήσω;», τί ν κάνω; (Λουκ. 12,17).

Μ ποιός τ λέει ατ τ «Τί ν κάνω;»; Μή­πως τ λέει κανένας ζητιάνος, πο δν ­χει ψωμάκι ν φά, ουχαλάκι ν σκεπαστ κα καλυβούλα ν καθίσ; μήπως τ φωνάζει καν­ένας νεργος νέος, πο χτυπάει πόρτες, δ βρίσκει πουθεν κατανό­ησι, κι ναγκάζεται ν φύγ μακριά, στν Α­στραλία κα στν ­μερικ γι ν ζήσ; μήπως τ λέει κανένα ρ­φανό, πο γυρίζει παντέρημο στος δρόμους; μήπως τ λέει καμμι χήρα μ ξι­φτ παιδιά; μήπως τ λέει κανένας οκογενει­άρχης πο χει σήμερα ν λύσ μύρια προβλήματα; μήπως τ λέει κανένας ρρωστος πο βογγάει πάνω στ κρεβάτι κα δν πάρχει γι᾿ α­τν φάρμακο κα γιατρειά; «Τί ν κάνω;». Πα­ρ τν κατάστασί τους δν τ λέει κάποιος ­π ατούς. Τ λέει – ποιός; κενος πο κα ­γεία χει, κα λεπτ χει, κα σπίτια χει, κα περιουσία χει· πλούσιος.

πλούσιος λέει «Τί ποιήσω;». Κα τ λέει μάλιστα σ μι πε­ρίοδο πο π τν καρδιά του πρεπε ν βγαί­νουν μύρια «εχαριστ». Γιατ κενο τ ­τος, πως λέει τ εαγγέλιο, εχε στ χωράφια του μία ξαιρετικ ελογία· ο λις λύγιζαν π τν καρπό, τ μπέλια ­ταν κατάφορ­τα, τ στάχυα πεδιάδα πράσινη.
«
Τί ν κάνωλέει, ο ποθκες μου δ χω­ρ­νε τ σοδειά. Μ κτς π τς ποθκες πο εχε, πρχαν κι λλες· ποθκες πο δν τς χτίζουν μηχανικο ργολάβοι κα χτίστες, πο δν τς γκρεμίζει σεισμός, πο δν τς δι­αλύει χρόνος, ποθκες σφαλισμένες ­κα­­τ τος κατό· ποθκες το Χριστο. Ποιές ε­­ν ατές; ταν τότε, κα θ ενε πάντα, τ στομά­χια τν πεινασμένων· κά­θε στομάχι ενε μι μικρ ποθήκη. ν λοι­­πν ατς μοίραζε σ κά­θε πει­νασμέ­νο π λί­γο λεύρι, λίγο λάδι, μερι­κ λλα ­γαθά, τό­τε διπλάσια κα τριπλάσια θ χωρο­σαν στς τόσες «ποθκες» τν φτωχν.
πλεονέκτης μως κα φιλάργυρος δν δί­νει οτε μπουκι στν πεινασμένο, οτε να κου­ρέλι στν γυμνό, οτε λαδάκι γι τ καν­τήλι το Χριστο· οτε στν γγελό του νερό. Τίποτα, λέει· λα στς ποθκες του. Μ α­τς δν χωρον, κι ατς πέφτει σ συλλογή· «Τί ν κάνω;». Λς κα εχε μπροστά του να δύσκολο πρόβλημα καρχιμήδης το μαμων ατός– προσπαθε ν βρ τ λύσι.
«
Τί ν κάνω;». Σ ν τν βλέπω· περνάει ρα, σημαίνουν μεσάνυχτα, κ ν φτωχς κουρασμένος πέφτει κα κοιμται κα γγελοι φρουρον πάνω τουτί ελογημένος!–, ατς δν συχάζει. «Τί ν κάνω;…». π τέλους, ­στερα π πολ­λ σκέψι κα διαλογισμος βρίσκει «λύσι». Νά τί θ κάνω· μόλις ξημερώσ, θ καλέσω μηχανικό, θ γκρεμίσω τς παλις ποθκες, θ βάλω ργολάβους κα ργάτες, θ μαζέψω λικά, θ χτίσω ποθκες μεγαλύτερες, θ συνάξω κε λα τ γαθά μου, κα μετ θ π στν ψυχή μου· Ψυχή, χεις ­φθονα γαθ πο φτάνουν γι πολλ χρόνια· ξάπλωσε, φάε, πιές, γλέντα τ ζωή σου….
π λα ατ τ «θά…», πο επε, κανένα δν πραγματοποιήθηκε. Γιατί; Γιατ προτο ν ξημερώσ, ρθε κάποιος νεπιθύμητος πισκέπτης, πολ γροκος, κα το χτύπησε τν πόρτα. ταν χάρος. Ατς τν πρε ξα­φνι­κ μέσ π τ σπίτι του. Κι Θες τώρα τν ρω­τάει· «φρον, … τοίμασας τίνι σται;» (.. 12,20).
* * *
ς πιμείνουμε, δελφοί μου, στ ρώτημα «Τί ποιήσω;…». Ατ γωνία δν ταν μόνο το πλουσίου τς παραβολς, ενε κα γωνία τν νθρώπων τς ποχς μας.
Ποιν νθρώπων; χι κείνων πο πιστεύ­ουν, λλ ατν πο χουν ξερριζώσει π τν καρδιά τους τν μπιστοσύνη στ Θεό. Φιλάρ­γυροι κα πλεονέκτες πλούσιοι, νομίζουν πς τ γαθ το κόσμου λα ενε μόνο γι ατούς· κα θαρρες πς χουν πογράψει συμβό­λαιο μ τ χάρο τι θ ζήσουν χίλια χρόνια. Ατο λοι­πν χουν τν γω­νία κα ρωτον.
«
Τί ν κάνω;»; Μο περισσεύουν χρήματα. Ν τ κάνω χαρτονομίσματα; λλ κινδυνεύουν ν γίνουν κοτζαμάνεια χαρτονομίσματα, θ ξίζουν σο κα τ πλατανόφυλλα πο πέφτουν τ φθινόπωρο π τ δέντρα. Ν τ κάνω λίρες; λλ μπορε ν πέσ τιμή τους. Ν γοράσω οκόπεδα; Ν χτίσω πολυκατοικίες; Ν γοράσω πλοα, ν γίνω φοπλιστής; Πς ν τ σφαλίσω, πο ν τ βάλω; Στ σπίτι μπορε ν κλαπον. «Τί ποιήσω;», τί ν κάνω; Ν τ κλείσω σ χρηματοκιβώ­τια τς τραπέζης; δ κινδυνεύουν. Ν βρ τράπεζες στ ξωτερικό; ν τ στείλω στν λβετία, στν μερική; «Τί ν κάνω;…», ­γωνία με­γάλη. αώνιο Εαγγέλιο! Χιλιάδες χρόνια ν περάσουν, τ λόγια του λς κα λέχθη­καν τώρα, λς κα περιγράφει τ σήμερα, δίνει τ ψυχογράφημα νς συγχρόνου πλουσίου.
λα δ λοιπόν, ­σ πλούσιος, πο τ νύχτα ­νοίγεις τ χρηματοκιβώτια κα μετρς τς λίρες. Ρωτς «τί ν κάνς;»; λα ν σο π, λα ν σο λύσω μέσως τ πρόβλημα.
Σο περισσεύει κάτι; Μπς στν κ­κλησιά, ρώτησε τν φημέριο τί νάγκες χει ναός. Δν ενε σωστό, στ σαλόνι το σπιτιο μας ν ενε λα τ πιπλα τς τελευταίας μάρκας, κα τ «σαλόνι» το Θεο ν ενε γυμνό. Ενε τι­μ κα δόξα τι στν ρθοδοξία τος ραίους ναούς μας κατ κανόνα δν τος χτίζουν ο πλούσιοι· τος χτίζουν τ «ταλληράκια» το φτωχο κα ρ­γατικο λαο μας.
«Τί ν κάνω;»; σ πο χεις χρήματα πλεονάζοντα, ντε στ δάσκαλο το χωριο τς συνοικίας σου κα πές· Δάσκαλε, δ ενε φτωχ τ παιδιά, σο δίνω δέκα, εκοσι, τριάντα χιλιάδες, ν βελτιώσς τ σχολεο.
«Τί ν κάνω;»; ρχονται Χριστούγεννα, θ κάνς προμήθειες κα ψώνια. Μν ορτάσς χωρς ν βρς στ γειτονι τν πορο, τν σθεν, τ γέρο, τ ρφανό, τ χήρα, τν ­νάπηρο πο φησε τ πόδια του στν λβανία γι σένα, γι ν κυματίζ λεύθερα σημαία στν κρόπολι!
Τ «τί ποιήσωμως δν τ λένε μόνο ο πλούσιοι νθρωποι· τ λένε κα τ συγκροτή­μα­τα, τ μεγάλα τρστ (trust) τς μερικς κα τς Ερώπης, τ πλούσια πανίσχυρα κράτη, πο τ ργοστάσιά τους δουλεύουν μέρανύ­χτα. Τ βιομηχανικά τους προϊόντα πλεονάζουν κα δι­ερωτνται· Τί ν τ κάνουμε; «τί ποιήσωμεν;». Μποροσαν ν τ σκορπίσουν στ τέσσερα σημεα τς φηλίου, ν γίνουν εεργέτες τν ποαναπτύκτων· ν τούτοις τ κρατον κα ­ψώνουν φραγμούς, τ λεγόμενα τελωνειακ τείχη, κ τσι τ γαθ δν διαπορθμεύον­ται κα δν διανέμονται σ φτωχος λαούς.
Γιά φαντασττε καρδι πο κινε τ αμα ν τ μαζέψ, ν τ κρατά κα ν λέ στ λλα μέλη· «Δν σς δίνω αμα! θ τ κρατήσω λο γώ». Ξέρετε τί θ πάθ; ρωτστε ­να γιατρό· συμφόρησι! τσι κα τ χρμα· ενε σν τ αμα. μα μαζευτ σ λίγους, θ πάθουν συμφόρησι, συμφορά.
* * *
δέρφια μου, μεγάλη σθένεια φιλαρ­γυρία κα πλεονεξία! χ ν κατέβαινε γγελος π τ οράνια κι πως χωρικς ξερριζώνει π τ χωράφι τς γριάδες κα τ γ­κά­θια, ν ξερριζώσ π τς καρδις λων μας τν φοβερ ατν κάκτο! γ θ γινόταν παράδεισος, ν τώρα μς δέρνει τ κακό.
Κάποτε μς ρώτησε νας σοφς καθηγητής· πάρχουν δύο, περήφανος κα φιλάργυ­ρος· ποιός π τος δύο θεραπεύεται εκο­λώτερα;… ν πάσ περιπτώσει, ποιό φάρμακο θεραπεύει τ φιλαργυρία; να φάρμακο. Ποιό; νοιξε τ᾿ ατιά σου, καθάρισέ τα π τν καθαρσία· κα μετά, πως τ τεντώνεις στος διαφόρους σταθμος γι ν᾿ κος τς ψευτις το κόσμου, τέντωσε τ ατιά σου σ­τε ν᾿ κος καλ ταν ρχεσαι στν κκλησία. κκλησία ενε τ ατρεο, τ λόγια το Χριστο μας ενε τ αώνια φάρμακα. ποιος λοι­πν ενε πιασμένοςκα ποιός δν ενε!– στ δίχτυα τς ράχνης α­τς πο λέγεται φιλαργυρία, το συνιστ ν πάρ να φάρμακο. Τ δίνει γία μας κκλησία, λλ μες τότε χασμουριόμαστε. Σς τ δίνω κ γ μαρτωλς κα παρακαλ ν τ μελετήσετε. Ενε κείνη ραία προτροπ πο κομε· «…αυτος κα λλήλους κα πσαν τν ζων μν, Χριστ τ Θε παραθώμεθα»!
(†) πσκοπος Αγουστνος