Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2018

Η ΕΡΗΜΟΣ ΔΙΨΑ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὺγουστίνου Καντιώτου «Εὐφράνθητι, ἔρημος διψῶσα, ἀγαλλιάσθω ἔρημος καὶ ἀνθήτω ὡς κρίνον» (Ἠσ. 35,1)


Κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων ποὺ προηγήθηκε εἴ­δαμε, ἀγαπη­τοί μου, τὸν Χρι­στό, ὅπως λέει ὡραῖα ἡ Ἐκκλησία, ὡς ἕνα νήπιο ποὺ κλαυθμυρίζει στὴν ἀγ­κάλη τῆς ἁγίας Μητέρας του. Καὶ σήμερα, Θε­οφάνεια, βλέπουμε τὸν Κύριο ὄχι πλέον νήπιο ἢ παιδί, ἀλλὰ τέλειον ἄνδρα, σὲ ἡ­λικία τρι­άντα ἐτῶν, νὰ βαπτί­ζεται στὰ νερὰ τοῦ Ἰορ­δά­νου ποταμοῦ.
Σήμερα ἡ ἁγία Τριὰς ἀποκαλύπτεται στὸν κόσμο. Σήμερα τὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνου ἁγιάζον­ται. Σήμερα τὸ περιστέρι ὡς ἀγγελιαφόρος τοῦ οὐρανοῦ ἀναγγέλλει στὸν κόσμο, ὅτι σταμάτησε ὁ κατακλυσμὸς τῆς ἁμαρτίας. Σήμερα ὁ Ἰωάννης τρέμει, ἐνῷ ἡ πλάσι ἀγάλλεται. Σήμερα χαίρει καὶ ἡ ἔρημος. Ἔτσι λέει ὁ προφήτης Ἠσαΐας, ὀκτακόσια χρόνια πρὶν ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτό. «Τάδε λέγει Κύριος», ἀκοῦ­με στὸν ἁγιασμό· «Εὐφράνθητι, ἔρημος δι­ψῶ­σα, ἀγαλλιάσθω ἔρημος καὶ ἀνθήτω ὡς κρί­νον» (Ἠσ. 35,1). Νὰ χαρῇ, λέει, ἡ ἔρημος· νὰ χαρῇ, γιατὶ σὲ λίγο θὰ γίνῃ περιβόλι, θὰ γίνῃ χλοερὸ λιβάδι καὶ στὸ χορτάρι της θὰ βόσκουν ἀρνιά· νὰ χα­ρῇ ἡ ἔρημος, γιατὶ θ᾽ ἀναβλύσῃ πηγαῖα νερά.
Ἀλλὰ ποιά εἶνε αὐτὴ ἡ ἔρημος γιὰ τὴν ὁ­ποία μιλάει ἡ προφητεία;



* * *

Ὅπως γνωρίζετε, ἀγαπητοί μου, ἔρημος εἶ­νε μία ἔκτασι γῆς στὴν ὁποία δὲν φυτρώνουν δέντρα, δὲν ἀνθοῦν λουλούδια, δὲν ὑπάρχει νερό. Ἡ ἔρημος εἶνε μία ξηραΰλα. Ἡ ἔρημος κα­λύπτεται ἀπὸ ἄμμο. Καὶ εἶνε τόσο ζεστὸ τὸ ἔδαφός της, ὥστε γυμνὰ πόδια δὲν μποροῦν νὰ πατήσουν· καὶ ἀβγὸ ἀκόμα νὰ βάλῃς μέσα στὴν ἄμμο τῆς Σαχάρας, θὰ ψηθῇ. Κι ὅταν φυ­σάῃ ἄνεμος, τότε οὐαὶ κι ἀλλοίμονο. Τίποτα δὲν εἶνε ἡ χιονοθύελλα μπροστὰ στὴν ἀμμοθύελλα, ποὺ σηκώνει βουνὰ ὁλόκληρα ὄχι ἀ­πὸ χιόνι ἀλλ᾽ ἀπὸ ἄμμο· καταπλακώνουν καὶ θάβουν καραβάνια, ἂν τολμήσουν νὰ διασχίσουν τὴν ἔρημο τὴν περίοδο ποὺ φυσάει ὁ σιμούν, ὁ θερμὸς ἄνεμος ποὺ πνέει στὴν Ἀ­φρικὴ καὶ στὴν Ἀσία.
Ἕνας περιηγητὴς καβάλ­λα στὴν καμήλα, μὲ ὁδηγὸ ἕνα φελλάχο, προχώρησε βαθειὰ μέσα στὴν ἔρημο, κ᾽ ἐκεῖ κατὰ τὸ ἀπόγευμα ἄ­­κουσε μιὰ βοή, κάτι σὰν κλάμα, σὰν νὰ κλαῖνε παι­διὰ – νὰ κλαῖνε ἄνθρωποι, καὶ ρώτησε ἔν­τρο­μος τὸν ὁδηγό του· –Τί συμβαίνει; ἄν­θρωποι κλαῖνε; γιατί; Κι ὁ φελλάχος ἀπήν­τησε· –Ἀφέν­τη, ἡ ἔρημος κλαίει. –Μὰ γιατί κλαίει ἡ ἔρημος; –Κλαίει, γιατὶ δὲν ἔχει λουλούδια, δὲν ἔ­χει δέντρα, δὲν ἔχει ἀρνάκια νὰ βοσκᾶ­νε· κλαίει, γιατὶ δὲν ἔχει οὔτε νερό· γι᾿ αὐτὸ κλαίει… Ὁ ἀέρας δημιουργοῦσε μιὰ βοή, ποὺ ἀ­κουγόταν σὰν κλάμα παιδιοῦ.
Ἐκτὸς ὅμως, ἀγαπητοί μου, ἀπὸ τὴν ἔρημο αὐτή, τὴν φυσική, ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη ἔ­ρη­μος, ἔ­ρη­μος ψυχική· ὄχι ἔξω, ἀλλὰ μέσα μας. Ἡ ἔρημος αὐτὴ ποιά εἶνε; Ὤ ἂν μᾶς φώτιζε ὁ Θεὸς νὰ τὸ καταλάβουμε· ἐμεῖς εἴμαστε ἔ­ρη­μος, καὶ κατ᾿ ἐξοχὴν ὅσοι ζοῦμε σὲ τοῦτο τὸν αἰῶνα! Μὰ ἐμεῖς, θὰ πῆτε, δὲν εἴμαστε στὴ Σα­χάρα, δὲν κατοικοῦμε σὲ καμμιὰ βουνοκορφή, οὔτε πάνω στὰ βράχια, οὔτε στὰ Κατουνά­κια τοῦ Ἁγίου Ὄρους ποὺ μένουν ἐρημῖτες· εἴμαστε ἐδῶ, μέσα στὴν κοινωνία· κατοικοῦμε σὲ πολυκατοικίες, συναναστρεφόμαστε κάθε μέρα μὲ ἀνθρώπους, ἔχουμε οἰκογένεια, γυναῖ­κα καὶ παιδιά. Πῶς λοιπὸν εἴμαστε ἔρημος;
Ἂς ζοῦμε καὶ σὲ μεγαλουπόλεις, εἴμαστε ἔ­ρη­μος. Καὶ στὸ Λονδῖνο νὰ εἶσαι, καὶ στὸ Τόκιο, καὶ στὴ Νέα Ὑόρκη, ὅπου σμήνη ἀνθρώπων συν­ωστίζονται, ἔ­ρημος εἶ­σαι. Ὅταν ὁ κόσμος ποὺ εἶνε γύρω σου δὲν σὲ νιώθῃ, ἔρημος εἶσαι. Μοῦ ἔλεγε ἕ­­νας μετανάστης τί ἔνιωσε ὅταν γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ βρέθηκε μόνος του στὸ Λονδῖνο· πήγαινε δεξιὰ – ἀριστερὰ μέσα σὲ ἄ­γνωστο κόσμο καὶ ἔ­νιωθε ἐρημιά. Νοστάλγησε τὸ μικρό του χωριὸ στὶς Κυκλάδες. Καὶ ξα­φνικὰ κάπου ἀκού­ει ἑλληνικά. Ἔτρεξε, πλησί­ασε· ἐπὶ τέλους βρῆκε ἕναν Ἕλληνα νὰ συννενοηθῇ. Ὁλόκληρο τὸ Λονδῖνο ἦταν γι᾿ αὐ­τὸν μία ἔρημος.
Καὶ μόνο στὶς μεγαλουπόλεις; Ἔρημος εἶ­σαι καὶ στὸν τόπο σου· ὅταν ὁ γείτονάς σου δὲν λέῃ καλημέρα, ὅταν τὸ ἀφεντικό σου δὲν σὲ καταλαβαίνῃ, ὅταν ὁ συνάδελφός σου, αὐ­τοὶ μὲ τοὺς ὀποίους συνεργάζεσαι δὲν σὲ πονοῦν, ὅταν ἐσὺ κλαῖς κι αὐτοὶ γελᾶνε, ὅταν ἐ­σὺ ἔχῃς φέρετρο κι αὐτοὶ διασκεδάζουν;
Ἔρημος εἶσαι ὅμως μερικὲς φορὲς –ἀλλοίμονο– καὶ μέσ᾽ στὸ σπίτι σου. Ὅταν ἡ γυναίκα σου ἢ ὁ ἄντρας σου δὲν σὲ ἀγαπᾷ ἢ καὶ σὲ ἀ­πα­τᾷ, ὅταν ὁ γυιός σου δὲν σὲ ὑπακούῃ, ὅταν ἡ κόρη σου δὲν σὲ ὑπολογίζῃ, πῶς νιώθεις;
Αὐτὸ αἰσθάνθηκε ἕνας ἀρχαῖος φιλόσοφός μας, ὁ Διογένης. Γι᾽ αὐτὸ μέρα-μεσημέρι πῆ­ρε ἕνα φανάρι, γύριζε τοὺς δρόμους τῶν Ἀθη­νῶν καὶ ἔλεγε· Ἄνθρωπον ζητῶ. Δὲν εἶχε ἄν­θρωπο νὰ συνεννοηθῇ, αἰσθανόταν τὸν ἑαυτό του ἔρημο. Αὐτὸ ζοῦσε καὶ ὁ βασιλιᾶς Δαυΐδ, ποὺ ἔψαλλε καὶ ἔλεγε «ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου …ἐν γῇ ἐρήμῳ καὶ ἀβάτῳ καὶ ἀνύδρῳ» (Ψαλμ. 62,2).
Ἐρημιὰ ὁ κόσμος καὶ μάλιστα πρὸ Χριστοῦ. Διψοῦσε γιὰ ἀλήθεια καὶ κυριαρχοῦσε τὸ ψέ­μα· μόλις τόλμησε ὁ Σω­κράτης νὰ πῇ μερικὰ ψή­γματα ἀληθείας καὶ τὸν πότισαν τὸ κώνειο. Διψοῦσε ὁ ἀρχαῖος κόσμος γιὰ δικαιοσύνη, καὶ ἀντὶ δικαιοσύνης οἱ σιδηρὲς λεγεῶ­νες τῆς Ῥώμης συνέτριβαν τοὺς ἀδυνάτους. Διψοῦ­σε ἡ ἀνθρωπότητα γιὰ ἀγάπη, καὶ συν­αν­­τοῦσε ἕνα ἀβυσσαλέο μῖσος. Εἶνε ἱστορικὸ γεγονὸς ὅτι ὁ πρὸ Χριστοῦ κόσμος ἦταν στερημένος ἀπὸ τὰ εὐγενέστερα αἰσθήματα· γηροκομεῖα καὶ πτωχοκομεῖα δὲν ὑπῆρχαν, ἔρ­ριχναν μικρὰ παιδιὰ στὸν Καιάδα καὶ γέρον­τες σὲ μιὰ νησῖδα στὸν Τίβερι ποταμό.
Σκληρότης καὶ ἀπανθρωπία ἐπικρατοῦσε. Ἀλλ᾽ ὅταν ἦρθε ὁ Χριστός –δὲν εἶνε ψέμα, εἶ­νε ἀλήθεια– ἡ κατάστασι ἄλλαξε. Ἡ ἔρημος ἔ­γινε πλέον κῆπος ἀειθαλής. Ἀπὸ τὸ Γολγοθᾶ, ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Θεανθρώπου, φύτρωσε τὸ ὡ­ραιότερο λουλούδι, ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας. Γι᾿ αὐτὸ ὁ προφήτης Ἠσαΐας σὲ γλῶσσα ὑψη­λὴ λέει· «Εὐφράνθητι, ἔρημος διψῶσα, ἀγαλλιάσθω ἔρημος καὶ ἀνθήτω ὡς κρίνον». Εἶνε ποτὲ δυνατὸν στὴν ἔρημο νὰ ἀνθίσουν κρίνα; Καὶ ὅμως· ὅπου κηρύσσεται ὁ Χριστός, καὶ στὴν πιὸ ἄξεστη κοινωνία, μέσα στοὺς ἀγρίους τῆς Ἀφρικῆς, φυτρώνουν τὰ ἄνθη, τὰ ἀμάραντα ἄνθη τῆς πίστεως, τῆς ἐλπίδος, τῆς ἀγάπης.

* * *

Καὶ σήμερα ὅμως ἡ ἀνθρωπότης, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἔρημος. Ἔρημος; Ἔρημος πρὸ Χριστοῦ τὸ καταλαβαίνω, ἀλλὰ ἔρημος μετὰ Χριστὸν δὲν τὸ καταλαβαίνω. Αὐτὸ μοιάζει σὰν νὰ πεθαίνῃ κανεὶς ἀπὸ ἔλλειψι νεροῦ δίπλα σ᾽ ἕνα ποτάμι, δίπλα στὸ Δούναβι.
Ὅσοι ἀπὸ μᾶς εἴχαμε γονεῖς ποὺ ἔλαβαν μέρος στὴν ἐκστρατεία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, θὰ ἔ­χουν ἀκούσει ἀφηγήσεις γιὰ τὴν πορεία τους μέσα ἀπὸ τὴν Ἁλμυρὰ ἔ­ρημο· οἱ γενναῖοι μαχηταί μας βάδιζαν διψασμένοι κάτω ἀπὸ τὸν καυστικὸ ἥλιο τοῦ Ἰ­ουλίου, κι ὅταν ἔφτασαν στὸν Σαγγάριο ποτα­μό, ἔπεσαν στὰ νερά του κ᾽ ἔπιναν ἀκόρεστα γιὰ νὰ σβήσουν τὴ δίψα τους. Ἔρημο διαβαίνουμε κ᾽ ἐμεῖς. Ἐγκαταλε­λειμμένη πάλι ἡ πατρίδα μας ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἔθνη. Ζῇ ἀκόμη μόνο ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
Ἔρημος εἶνε καὶ ἡ ψυχή μας. Τί κι ἂν εἶσαι νέος; τί κι ἂν εἶσαι ἐπιστήμονας; τί κι ἂν ἔχῃς ὑλικὰ ἀγαθά; τί κι ἂν κατοικῇς σὲ οὐρανοξύστες; Οἱ καρδιὲς ἀπέχουν, ὀρθώνονται τείχη, ζῇς τὴν ἀποξένωσι, σιμοὺν πνέει στὴν ψυχή, ἐρημιὰ παντοῦ γύρω.
Παρ᾽ ὅλα αὐτὰ μὴ ἀπελπιστοῦμε, ἂς ἔ­χουμε θάρρος, ἀπὸ τὸ θάρρος ποὺ δίνει ὁ προ­φητι­κὸς λόγος «Ἀγαλλιάσθω ἔρημος καὶ ἀνθή­τω ὡς κρίνον». Θαρσεῖ­το ἡ ψυχή! δὲν χάθηκε τὸ πᾶν. Θαρσεῖτο καὶ ἡ πατρίδα, ἀνθήτω καὶ ἡ Ἑλλάς!, ἂς ἀνθίσουν πάλι κρίνα ἐλπίδων.
Ἐπιστήμονες λένε, ὅτι καὶ ἡ Σαχάρα ἀκόμη μπορεῖ νὰ γίνῃ κῆπος καὶ νὰ θρέψῃ κόσμο. Πῶς; Ἂν ἀνοίξουν μεγάλες διώρυγες καὶ πέσουν μέσα στὴν ἔρημο ποτάμια, ὁ τόπος θὰ ζωογονηθῇ. Ἐὰν τὰ ἰλλιγιώδη ποσά, ποὺ ξώδε­ψε ἡ ἀνόητη ἀνθρωπότης σὲ δύο παγκοσμίους πολέμους, τὰ διέθετε ἐκεῖ, ἡ ἔ­ρημος θὰ ἦταν πλέον ἁπλῶς μία ἀνάμνησις, καὶ ἐκεῖ ποὺ εἶνε τώρα ἡ Σαχάρα θὰ ἁπλωνόταν μιὰ ἀ­πέραντη πεδιάδα. Πολλὰ θὰ πραγματοποιηθοῦν στὸ μέλλον, δὲν γνωρίζω ἂν θὰ γίνῃ καὶ αὐτό. Ἕνα γνωρίζω, ὅτι ἡ ψυχική μας ἔρημος μπορεῖ νὰ μεταβληθῇ σὲ κῆπο.
Ὅσοι αἰσθανόμαστε μέσα μας τὴν ἔρημο, ὅσοι ἀπὸ διάφορα γεγονότα εἴμαστε πικραμένοι κι ἀναστενάζουμε, μὴ λυγίσουμε. Ἀρκεῖ νὰ πιστέψουμε στὸ Χριστὸ καὶ ν᾽ ἀνοίξουμε διώρυγα ποὺ θὰ φέρῃ τὰ Ἰορδάνεια ῥεῖθρα ἕως τὰ ἔγκατα τῆς ψυχῆς. Τότε ὁ καθένας μας θὰ νιώ­σῃ τὸ ῥῆμα αὐτό· «Εὐφράνθητι, ἔρημος διψῶ­σα, ἀγαλλιάσθω ἔρημος καὶ ἀνθήτω ὡς κρίνον».
Εἴθε ὁ Θεὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρό­μου, ποὺ ἀξιώθηκε νὰ βαπτίσῃ τὸν Κύριό μας, νὰ μεταβάλῃ τὴν ἔρημο σὲ κῆπο του· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος