Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018

Τὸν ἔλεγχο δὲν τὸν ἀσκοῦν οἱ λαϊκοί, τὸν ἀσκεῖ ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία



Ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια ἔχουν δημοσιευθεῖ πολλὰ ὑπέροχα κείμενα ποὺ ἔλεγξαν μὲ ἁγιοπατερικὰ ἐπιχειρήματα τοὺς Οἰκουμενιστὲς καὶ τὴν αἵρεση ποὺ κηρύττουν γυμνῇ τῇ κεφαλῇ, τὰ ὁποῖα, ὅπως ἦταν ἀναμενόμενο, προκάλεσαν τὴν ὀργή τους. Τὰ κείμενα αὐτὰ ἔτυχαν παράλληλα πολλῶν ἐγκωμίων ἀπὸ τοὺς ἀντιοικουμενιστές, οἱ ὁποῖοι μάλιστα πρόβαλαν καὶ ὑπεράσπισαν τὸ δικαίωμα τῶν λαϊκῶν νὰ ἐλέγχουν τοὺς ἱερεῖς σὲ θέματα πίστεως. Ὅσο, λοιπόν, καιρὸ ὁ ἔλεγχος στρεφόταν κατὰ τῶν Οἰκουμενιστῶν, οἱ λαϊκοὶ ποὺ βοηθοῦσαν σ’ αὐτὸν τὸν ἔλεγχο (τὸν ἀγώνα δηλ. γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς Πίστεως), ἦταν καλοί.

Τὸν τελευταῖο καιρὸ ὅμως, ἐπειδὴ ὁ ἔλεγχος αὐτὸς ἔχει ἐπεκταθεῖ λόγῳ τῆς ἀσυνέπειας καὶ τῆς διγλωσσίας καὶ στοὺς ἱερεῖς καὶ μοναχοὺς τοῦ ἀντιαιρετικοῦ ἀγῶνα, ἔχει δημιουργηθεῖ καὶ καλλιεργηθεῖ ἡ ἐντύπωση ὅτι, ὄταν ἀσκεῖ κάποιος τέτοιο ἔλεγχο, διασπᾶ τὸν ἀγῶνα καὶ λειτουργεῖ ἀπὸ ἀσέβεια, ἔπαρση καὶ ἐμπάθεια, παρότι –οἱ λαϊκοὶ ποὺ τὸν ἐξασκοῦν– τὰ ἴδια μὲ πρὶν κίνητρα ἔχουν. Ὅπως, δηλαδή, στὸν ἀγώνα κατὰ τῶν παναιρετικῶν Οἰκουμενιστῶν, στήριζαν ὅσα ἔγγραφαν στὴν ἁγιοπατερική μας Παράδοση, κι αὐτή –καὶ μόνο αὐτή- εἶχαν βάση, στήριγμα καὶ κριτήριο– ἔτσι καὶ ὅταν ἐκφέρουν λόγο γιὰ ἐνέργειες τῶν ἀντι-Οἰκουμενιστῶν, τὴν ἴδια πρόθεση, κριτήριο καὶ ἀγωνία ἔχουν: τὴν παραμονὴ στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση! Νὰ μὴν κινούμαστε καὶ πράττουμε ἰδιογνώμως (καὶ μεταπατερικῶς), δηλαδή, διαφορετικὰ ἀπ’ ὅ,τι ἔπραξαν καὶ δίδαξαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες μέχρι ἀποδείξεως τοῦ ἀντιθέτου.
Ἔτσι ἀναδύονται ξαφνικὰ δικαιώματα ἀπυροβλήτου καὶ ὑπεξαίρεσης ἀπὸ τὸν ἔλεγχο, τὰ ὁποῖα θὰ ἀναμένονταν κανονικὰ ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς Οἰκουμενιστές. Δικαιώματα ποὺ δὲν δικαιολογοῦνται καὶ δὲν δικαιώνονται ἐκ τῶν πραγμάτων. Διότι ἐμφανίζονται ξαφνικὰ ρασοφόροι ποὺ ναὶ μὲν πολεμοῦν καὶ ἐλέγχουν την ἐπισκοποκρατία, τὸν ἐκλεκτισμό, τὸ παπικὸ ἀλάθητο, ἀλλὰ παράλληλα ἐξάπτονται, ὅταν ὁ ἴδιος ἔλεγχος ἐπεκτείνεται καὶ σ’ αὐτούς, ὅσα ἁγιοπατερικὰ ἐπιχειρήματα κι ἂν χρησιμοποιεῖ αὐτὸς ὁ ἔλεγχος. Ἔτσι ἀγανακτοῦντες πρὸς τὸν «ἄδικο» ἔλεγχο ποὺ τοὺς γίνεται, ὄχι μόνο δὲν ἀπαντοῦν ὑποτιμητικῷ τῷ τρόπῳ σ’ αὐτὰ ποὺ τοὺς καταλογίζονται, ἀλλὰ ὑποβαθμίζουν καὶ κατηγοροῦν μὲ πολὺ σκληροὺς χαρακτηρισμοὺς τοὺς ἐλέγχοντες, ἀπαγορεύοντας κάθε σχόλιο γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Ἔχουν ὅμως δίκιο;
Τὸ γεγονός, ὅτι κάποιος ἀγωνίζεται γιὰ τὴν πίστη του, δὲν τὸν βάζει αὐτόματα στὸ ἀπυρόβλητο καὶ δὲν τὸν προφυλάσει ἀπὸ πνευματικὰ ὀλισθήματα. Αὐτὸ ἰσχύει γιὰ ὅλους μας. Ἡ Ἐκκλησία ποτὲ δὲν σιώπησε, ὅταν κατὰ καιροὺς σιώπησαν οἱ ποιμένες. Ὅταν δὲ μιλοῦσε ὁ κάθε Βαρλαὰμ μιλοῦσε τὸ γαϊδουράκι του. Ποτὲ δὲν ἔμεινε ἄπρακτη, ὅταν κατὰ καιροὺς δὲν ἔπραξαν οἱ ποιμένες. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς διδάσκει ὅτι ὁ κάθε ἕνας πιστὸς πρέπει νὰ μελετάει τὴν Ἁγία Γραφὴ καθὼς ἐπίσης τὴ ζωὴ τῶν Ἁγίων καὶ τὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ διακρίνει τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὴν πλάνη. Διότι γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἡ Πίστη δὲν εἶναι ὑπόθεση λίγων ἐκλεκτῶν, δὲν εἶναι θέμα ἐπιστημονικῆς συζητήσεως κοσμικοῦ χαρακτῆρα, ἀλλὰ θέμα ὑπεράσπισης καὶ ὑπακοῆς στοὺς Πατέρες καὶ στὴν μόνη πραγματικὰ ἀσφαλῆ θεολογία τους, ποὺ μᾶς ἔχει παραδοθεῖ ἀπὸ αὐτὴν χωρὶς ἀλλαγὲς ὡς σήμερα.
Ἡ Ἐκκλησία μᾶς διδάσκει ὅτι πρέπει νὰ ἀκολουθοῦμε, νὰ σεβόμαστε καὶ νὰ τιμοῦμε τοὺς ποιμένες, ὅταν αὐτοὶ ὅμως δίνουν, ὡς καλοὶ ποιμένες, τὴν ψυχή τους γιὰ τὸ ποίμνιο. Οἱ ἀληθινοὶ ποιμένες ἀφουγκράζονταν πάντα τὴν φωνὴ τοῦ ποιμνίου καὶ τὸ ποίμνιο εἶχε γι’ αὐτοὺς προτεραιότητα. Σὲ τυχὸν διαφωνίες δὲν εἶχαν σκοπὸ τὴν ὑποβάθμιση τοῦ συνανθρώπου, συνομιλητὴ ἢ τοῦ ἀντιπάλου τους, ἀλλὰ τὸ νὰ μὴ χαθεῖ ἡ δυνατότητα τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς του ἀλλὰ καὶ τῶν ψυχῶν τοῦ ποιμνίου τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ τὸ ποίμνιο θυσιάζαν τὰ πάντα ἀκόμη καὶ τὶς ζωές τους. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι γεμάτη μὲ τέτοια πρότυπα καλοῦ ποιμένος μὲ πρώτιστο καὶ μέγιστο πρότυπο τὸν Χριστό, ὥστε ὁ πιστὸς Χριστιανὸς ποὺ ἀναζητεῖ καὶ ἀγωνίζεται γιὰ τὴν σωτηρία, διαβάζοντας καὶ ἐμπεδώνοντάς τα νὰ εἶναι σὲ θέση ὄχι μόνο νὰ τὰ ἔχει ὡς ὁδηγούς, ἀλλὰ καὶ ὡς μέτρο σύγκρισης μὲ τοὺς σημερινοὺς ποιμένες, ἱερεῖς καὶ μοναχούς, καὶ ἀνάλογα νὰ τοὺς τιμᾶ ἢ νὰ τοὺς ἐλέγχει.
Σήμερα, δυστυχῶς, στερούμεθα ποιμένων ἐτοίμων νὰ θυσιαστοῦν γιὰ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ. Ἀντιθέτως ἔχουμε πάμπολους ποιμένες ποὺ εἶναι ἔτοιμοι νὰ θυσιάσουν τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν προσωπική τους δικαίωση. Διαφοροποιοῦν τὴν κατάστασή τους ἀπὸ τὴν κατάσταση τοῦ ποιμνίου (ἐκτὸς φυσικὰ τῶν «δικῶν τους»), ἐξυπηρετώντας προσωπικὲς ἀνάγκες καὶ σκοπιμότητες καὶ ζητώντας ὄχι τὴν δικαίωση τῆς Πίστεως ἀλλὰ τὴν αὐτοδικαίωση.
Φυσικὰ θὰ ἀντιλέξει κανεὶς ὅτι κάνω λάθος καὶ ὅτι καὶ σήμερα ὑπάρχουν ρασοφόροι, οἱ ὁποῖοι, ὅπως οἱ παλαιοί, πορεύονται «χαίροντες ἀπὸ προσώπου τοῦ συνεδρίου, ὅτι ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ κατηξιώθησαν ἀτιμασθῆναι·» (Πραξ. 5, 41). Καὶ ἀγανακτῶντες γιὰ τὰ γραφόμενα θὰ ποῦν τί συγκρίνεις καὶ τί φωνάζεις λοιπόν;
Μὰ δὲν φωνάζω ἐγώ, ὅπως γράφει ὁ φλογερὸς ἱεροκήρυκας Ἡλίας Μηνιάτης: «Φωνάζει ὁ Ἀνδρέας ἀπὸ τὴν Κρήτη, φωνάζει ὁ Σπυρίδων ἀπὸ τὴν Κύπρο, φωνάζει ὁ Ἰγνάτιος ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια, φωνάζει ὁ Διονύσιος ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, φωνάζει ὁ Πολύκαρπος ἀπὸ τὴν Σμύρνη, φωνάζει ἡ Αἰκατερίνα ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια, φωνάζει ὁ Χρυσόστομος ἀπὸ τὴν Βασιλεύουσα Πόλη, καὶ καθὼς σοῦ ἐπιδεικνύουν τὴν σκληροτάτη τυραννίδα τῶν ἀθλίων Ἀγαρηνῶν (σσ. σήμερα Οἰκουμενιστῶν) ἐλπίζουν ἀπὸ τὴν άκρα εὐσπλαχνία σου (σσ. ἐννοεῖ τὴν Θεοτόκο) τὴν ἀπολύτρωση τοῦ Ἑλληνικοῦ Γένους (σσ. τοῦ σημερινοῦ ποιμνίου)» (ἀπὸ κήρυγμα τοῦ ἀρχιμ. Ἡλία Μηνιάτη στὸν ἑλληνικὸ ναὸ τῆς Βενετίας.
Ἡ δὲ σύγκριση δὲ πρέπει νὰ γίνεται ὄχι γιὰ τὴν ἰσοπέδωση προσώπων ἀλλὰ γιὰ νὰ διαπιστώσουμε ποιοί εἴμασταν καὶ ποῦ καταντήσαμε. Συγκρίνοντας μας μὲ τὰ πρότυπα τῆς Ἐκκλησίας βλέπουμε τὶς ὁμοιότητες ἀλλὰ καὶ τὶς ἐλλείψεις καὶ ἀνάλογα διορθωνόμαστε καὶ προχωροῦμε. Ἂς δοῦμε λοιπὸν συγκρίνοντας, ἂν σήμερα ὑπάρχουν οἱ θυσιαζόμενοι ἱερεῖς καὶ μοναχοὶ καὶ ἀνάλογα μὲ τοὺς καρποὺς ἂς κρίνουμε τὸ δέντρο. Μάλιστα στὴν σύγκριση αὐτὴ δὲν θὰ ἀναφέρουμε τὰ λαμπρὰ παραδείγματα τῶν Ἁγίων τοῦ μακρυνοῦ παρελθόντος, τὰ ὁποῖα φαντάζουν τόσο ἀπλησίαστα, ἀλλὰ παραδείγματα τῶν δύο τελευταίων αἰώνων ὅπου «ὁ κλῆρος συνεμερίζετο τὴν δυστυχίαν τοῦ λαοῦ καὶ παρίστατο ἄγγελος παρήγορος, ἐν πάσῃ στιγμῇ χειραγωγὸς καὶ προστάτης» (Ἀρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος).
Ὁ Σπυρίδων. Τρικούπης στὴν «Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως» ἀναφερόμενος στὸ μαρτύριο τοῦ Πατριάρχη καὶ τῶν μετ’ αὐτῷ Ἀρχιερέων γράφει ὅτι οἱ πραγματικὰ θεόφιλοι αὐτοὶ ἀρχιερεῖς, προετοιμάστηκαν ἔχοντας ἀπόλυτη πεποίθηση τοῦ ρόλου καὶ τοῦ καθήκοντός τους, πλήρεις πίστεως καὶ εὐλαβείας, ψάλλοντες καὶ ἀλληλοευλογούμενοι, γιὰ νὰ μαρτυρήσουν γιὰ τὴν Πίστη καὶ τὸ Γένος. Οἱ δὲ Σπηλιάδης καὶ Οἰκονόμου στὴν ἀλληλογραφία τους ἀναφέρουν ὅτι ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ πρὶν ἀπὸ τὸ μαρτύριό του γιὰ τὴν Πίστη καὶ τὸ Ἔθνος εἶπε μεταξὺ ἄλλων: «Αἱ ἡμέραι ἡμῶν ἐμετρήθησαν, Ἅγιε Δέρκων, γεννηθήτω τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, τοῦ καλέσαντος ἡμᾶς εὶς τὴν δεινοτάτην ταύτην δοκιμασίαν, ἣν ὀφείλομεν καὶ μὲ τὸ ἴδιον ἡμῶν αἷμα νὰ ἐλαφρύνωμεν... Καὶ ἐγὼ ὡς κεφαλὴ τοῦ Ἔθνους καὶ ὑμεῖς ἡ Σύνοδος ὀφείλομεν νὰ ἀποθάνωμεν διὰ τὴν κοινὴ σωτηρίαν. Ὁ θάνατος ἡμῶν θὰ δώσῃ δικαίωμα εὶς τὴν Χριστιανοσύνην νὰ ὑπερασπίσῃ τὸ ἔθνος ἐναντίον τοῦ τυράννου». Στὶς προτροπὲς μάλιστα νὰ φύγει ὁ βιογράφος τοῦ Πατριάρχη ἀναφέρει τὴν ἀπάντησή του: «Μὲ προτρέπετε εὶς φυγήν...Οὐχί. Ἐγὼ διὰ τοῦτο εἶμαι Πατριάρχης, ὅπως σώσω τὸ ἔθνος μου... Ὑπάγω ὅπου μὲ καλεῖ ὁ νοῦς μου, ὁ μέγας κλῆρος τοῦ ἔθνους καὶ ὁ Πατὴρ ὁ οὐράνιος, ὁ μάρτυς τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων».
Ὁ ὑπασπιστής τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ὁ Φωτάκος, ἔγραψε στὰ «Ἀπομνημονεύματα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως» γιὰ τὸν ρόλο τῶν ρασοφόρων: «Ὁ ἀξιοσέβαστος κλῆρος τῶν Ἑλλήνων χριστιανῶν εὑρίσκετο τότε παντοῦ ἐμπρὸς καὶ ἔδιδε τὴν βαρύτητα καὶ τὴν βεβαιότητα στὸν σκοπὸ τῆς ἐπαναστάσεως καὶ γι’ αὐτὸ στοὺς Ἕλληνες ἐφαίνετο ὅτι ἡ σημαία τῆς ἐπαναστάσεως εἶναι στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, διὰ τῶν λειτουργῶν τῆς θρησκείας Του... Ὁ κλῆρος ἐσυμβούλευσε, εὐλόγησε, ἁγίασε τὰ ὅπλα, ὕψωσε τὴν σημαία τοῦ Σταυροῦ... ὄχι μόνον μὲ τὰ ἴδια ἔξοδα καὶ θυσίες ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια».
Ἀλλὰ καὶ πρὶν περίπου 70 χρόνια ὁ ὅσιος Φιλόθεος Ζερβάκος παρενέβη προσωπικὰ στὸν Γερμανὸ διοικητὴ τῶν Κυκλάδων, ματαιώνοντας τὴν ἐκτέλεση 125 αἰχμαλώτων ἀπὸ τὴν Πάρο. Ὅταν ζήτησε ἀπὸ τὸν Γερμανὸ διοικητὴ νὰ μὴν ἐκτελεσθοῦν οἱ συλληφθέντες ἐκεῖνος ἀρνήθηκε καὶ ὁ ὅσιος ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ ἐκτελεστεῖ μαζὶ μὲ τοὺς κρατουμένους. Τότε ὁ Γερμανὸς διοικητὴς ἐξεπλάγη μὲ τὸ φρόνημα καὶ τὴν αὐτοθυσία τοῦ ἀληθινοῦ ποιμένος καὶ τοὺς ἀπελευθέρωσε. Παράλληλα ἐπὶ τρία χρόνια παρέδιδε συσσίτιο σὲ 1500 κατοίκους (Στυλιανός Κεμετζετζίδης, «Ο Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος στην συνείδηση των πιστών», Πάρος-Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, σελ.591).
Ὁ π. Δημήτριος Γκαγκαστάθης ὅταν τοῦ παραπονιόταν ἡ πρεσβυτέρα του λόγῳ τῆς μεγάλης ἐλεημοσύνης του γιὰ τὶς κόρες τους «Δὲν νοιάζεσαι; τί θὰ γίνουν αὐτὰ τὰ κορίτσια; οἱ τὸ ἄλλοι κάνουν αὐτό;», ἀπαντοῦσε:
«Θὰ πεθάνω παπάς, ὄχι μασκαράς. Γιὰ τὸ Χριστὸ θυσιάζομαι, ὑπὲρ τῶν προβάτων. Τί σήμερα, τί αὔριο. Μιὰ ψυχὴ ἔχουμε. Θὰ τὴν παραδώσω στὰ χέρια τοῦ Δημιουργοῦ μου» (ὁ γέροντας Δημήτριος Γκαγκαστάθης).
Ὁ π.  Ἰάκωβος Τσαλίκης έζησε και την εποχή του εμφύλιου πολέμου. Τότε προστάτευσε τον εχθρό του Καπετάν-Φωτιά και τον αδελφό του, όταν κινδύνευε η ζωή τους. Αφού τους φιλοξένησε, τους κάλεσε σε μετάνοια και συμφιλίωση με τον Θεό. Τότε εξομολογήθηκαν για πρώτη φορά. Μετά τους βοήθησε με τις συμβουλές του. Στη συνέχεια φρόντισε να τους φυγαδεύσει, αφού πρώτα τους μεταμφίεσε, ώστε να μην αναγνωριστούν από τους εχθρούς τους και κινδυνεύσουν.
Ὁ π. Κωνσταντίνος Κούστας ἔσωσε μὲκίνδυνο τῆς ζωῆς του ἀρκετοὺς ἐνορῖτες του στὸ Νυμφαῖο ἀπὸ τὸ ἐκτελεστικὸ ἀπόσπασμα, ἐνῶ βοηθοῦσε τόσο τοὺς κατοίκους τῶν χωριῶν τῆς δικαιοδοσίας του ὅσο καὶ τοὺς Ἕλληνες ἀντάρτες. Παρότι στὶς 4 Αυγούστου 1943 ἔσωσε ἀπὸ ἐκτέλεση ἀπὸ τὸ ΕΑΜ τὸν ἀθῶο γιὸ τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν ρουμανιζόντων, αὐτοὶ, ὡς ἀντίδωρο γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ παιδιοῦ, τὸν κατήγγειλαν στοὺς Γερμανοὺς ὡς συνεργάτη τῶν ἀνταρτῶνοἱ ὁποῖοι χωρὶς δίκη τὸν ἐκτέλεσαν μαζὶ μὲ ἄλλους 8 συγχωριανούς του σὲ ἕνα ὀροπέδιο πάνω ἀπὸ το χωριὸ («Ἕνας μάρτυρας ἱερέας» Ἱ. Μητρόπολη Καστοριᾶς).
Ὁ Ἀρχιμ. Ἱεροκήρυκας τῆς Μητροπόλεως Κοζάνης π. Ἰωακεὶμ Λιόλιας συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Γερμανούς, καὶ στὰ ἀπάνθρωπα βασανιστήριά τους ἀπαντοῦσε μὲ παρρησία: «Βαρᾶτε, εἶμαι Ἕλληνας Παπάς. Πεθαίνω γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Πατρίδα». Τέλος, ἐκτελέσθηκε μαζί μὲ ἄλλους πενήντα ἀθώους. Ὁ Ἱερέας π. Δημήτριος Σταμπουλής, ἐφημέριος Σκοπιᾶς Φλωρίνης, ἐπειδὴ ἀρνήθηκε νὰ λειτουργήσει στὸ βουλγαρικό – σλαβικὸ γλωσσικὸ ἰδίωμα (σσ. δὲν ἔκανε δηλ Οἰκονομία καὶ νὰ σώσει τὴν ζωή του) παραδόθηκε στοὺς Γερμανούς, οἱ ὁποῖοι τὸν ἀπαγχόνισαν μαζὶ μὲ ἄλλους πατριῶτες (βλ. «Οι θυσίες των Κληρικών της Ελλάδος», έκδ. Ορθ. Ιεραποστ. Αδελφότητος “Ο ΣΤΑΥΡΟΣ”, Αθήναι 1995, σελ. 126-127).
Ὁ Γεώργιος παπὰ Σκρέκας ἀπὸ τὰ Τρίκαλα ἐπειδὴ ὑπῆρξε ὁ κήρυκας τῶν χριστιανικῶν ἀληθειῶν, καυτηριάζοντας τὶς ἄνομες πράξεις τῶν ξενοκινήτων κομμουνιστῶν, τοὺς ὁποίους ἀποκαλοῦσε ΛΥΚΟΥΣ, οἱ φίλοι του καὶ οἱ συγγενεῖς του τὸν πιέζανε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν Μεγάρχη γιὰ νὰ μὴ τοῦ συμβεῖ κανένα κακό. Ἡ ἀπάντηση του ἦταν ἀρνητική: «Πῶς νὰ ἐγκαταλείψω τὸ ποίμνιον μου; Θὰ τὸ κατασπαράξουν οἱ ἀγριόλυκοι, οἱ ἄθρησκοι αὐτοὶ ποὺ δὲν φείδονται κανενός. Ὄχι! Θὰ μείνω πλησίον του νὰ τὸ προστατεύσω. Ἡ θέση μου εἶναι κοντά του»...Οἱ ἀντάρτες τὸν σταύρωσαν σὲ ἕνα δίκορμο σταυροειδὲς ἔλατο (www.elkosmos.gr/megali-paraskevi-1947-i-simmorites-stavronoun-ton-papa-giorgi-skreka-sto-neraidochori-trikalon/©).
Πῶς νὰ μὴν ἐλέγξει ἕνας πιστὸς ποὺ μεγάλωσε στὴν Ἐκκλησία καὶ ἀνδρώθηκε πνευματικὰ μὲ τέτοια πρότυπα; Τὸν ἔλεγχο, λοιπόν, δὲν τὸν ἀσκεῖ ὁ κάθε πιστὸς τὸν ἀσκεῖ ἡ Ἐκκλησία. Ἂς συγκρίνουμε νοερά, λοιπόν, ἐπαναλαμβάνοντας κάποιες ἀπὸ τὶς παραπάνω ἐκφράσεις: «ὀφείλομεν» «Καὶ ἐγὼ ὡς κεφαλὴ τοῦ Ἔθνους καὶ ὑμεῖς ἡ Σύνοδος ὀφείλομεν νὰ ἀποθάνωμεν διὰ τὴν κοινὴ σωτηρίαν», «Ἐγὼ διὰ τοῦτο εἶμαι Πατριάρχης, ὅπως σώσω τὸ ἔθνος μου... Ὑπάγω ὅπου μὲ καλεῖ ὁ νοῦς μου, ὁ μέγας κλῆρος τοῦ ἔθνους καὶ ὁ Πατὴρ ὁ οὐράνιος, ὁ μάρτυς τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων», «Θὰ πεθάνω παπάς, ὄχι μασκαράς. Γιὰ τὸ Χριστὸ θυσιάζομαι, ὑπὲρ τῶν προβάτων», «ὁ κλῆρος συνεμερίζετο τὴν δυστυχίαν τοῦ λαοῦ καὶ παρίστατο ἄγγελος παρήγορος, ἐν πάσῃ στιγμῇ χειραγωγὸς καὶ προστάτης», «ὁ ὅσιος ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ ἐκτελεστεῖ μαζὶ μὲ τοὺς κρατουμένους», «Πεθαίνω γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Πατρίδα», «ἐπειδὴ ἀρνήθηκε νὰ λειτουργήσει στὸ βουλγαρικό – σλαβικὸ γλωσσικὸ ἰδίωμα... τὸν ἀπαγχόνισαν», «Πῶς νὰ ἐγκαταλείψω τὸ ποίμνιον μου; Θὰ τὸ κατασπαράξουν οἱ ἀγριόλυκοι, οἱ ἄθρησκοι αὺτοὶ ποὺ δὲν φείδονται κανενός. Ὄχι! Θὰ μείνω πλησίον του νὰ τὸ προστατεύσω. Ἡ θέση μου εἶναι κοντά του».
Ποιός σημερινὸς πιστὸς ποὺ ἔχει μέσα του ἴχνος ἀληθείας θὰ μπορέσει νὰ ἰσχυριστεῖ ὅτι ἄκουσε ἀπὸ κάποιον σημερινὸ ρασοφόρο τέτοια λόγια, ἕστω καὶ αὐτὴν τὴν ἀπλὴ λέξη «ὀφείλομεν» τὴν στιγμὴ ποὺ σήμερα γίνονται χειρότερα τοῦ παρελθόντος, ποὺ ἰσοπεδώθηκαν καὶ ἰσοπεδώνονται ὅλα, ποὺ ἄλλαξαν σύλληβδην τὰ πάντα, ποὺ ἡ Οἰκονομία ἀπέτυχε πολιτικὰ καὶ θρησκευτικά;
Ποιός θὰ κατηγορήσει ἕναν πιστὸ ἂν διαμαρτυρηθεῖ γι’ αὐτά; Κι ἂν κάποιος δικαίως ἀντιφέρει ὅτι καὶ τὸ ποίμνιο εἶναι κατώτατο τῶν περιστάσεων, τότε θὰ τοῦ ἀπαντήσουμε: Σωστά! Ἄρα ἰδοῦ πεδίον δράσης λαμπρόν. Δῶσε του πίσω τὰ πρότυπα, τὰ ὁποῖα ἔχασε, γιὰ νὰ γίνει καλύτερο! Δῶσε του πίσω τοὺς ποιμένες του.
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου