Δευτέρα 21 Μαΐου 2018

Καθηγούμενος Γέροντας Γρηγόριος για Γέροντα Ιωσήφ: «Γιατί ένας ασκητής να προβάλλεται σε μέγαρα κοσμικά;»


















Εἶμαι φτωχός, οὐδόλως ὅμως σκιάζομαι τὸν πλούσιο τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς.
ΠΑΣΧΑ ΚΥΡΙΟΥ, ΠΑΣΧΑ

Πάσχα Κυρίου, Πάσχα, καὶ πάλιν ἐρῶ Πάσχα. Τὸ Πάσχα εἶναι ἡ πληρότητα τῆς χαρᾶς, τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ ἀληθινοῦ φωτός. Μέσα σ᾽ αὐτὴν τὴν πληρότητα τῶν πιὸ ὑψηλῶν πραγμάτων ἡ Ἐκκλησία πάλι ἔχει ταραχή, πάλι φουρτούνα, πάλι σὰν καράβι ἀρμενίζει μέσα σὲ ὑψηλὰ καὶ μεγάλα κύματα. Κύματα ποὺ σηκώνονται ὄχι ἀπὸ κοσμικοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἀπὸ μοναχοὺς ποὺ καυχῶνται ὅτι ἡ ψυχή τους ἀναφλέγεται καὶ θέλγεται ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία!

Εὐάριθμοι Γεροντάδες ποὺ παρουσιάζονται τὰ τελευταῖα χρόνια στὸ προσκήνιο (Παΐσιος, Πορφύριος, Ἐφραίμ Κατουνακιώτης, Ἀμφιλόχιος Πάτμιος, Ἰάκωβος Τσαλίκης) εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἀσχολήθηκαν πραγματικὰ μὲ πρακτικὲς διδασκαλίες καὶ ταπεινὲς νουθεσίες, ὅπως ταιριάζει στὸ μοναχικὸ ἐπάγγελμα. Μὴ ξεχνᾶμε ὅτι πολλάκις ἀπηγόρευαν οἱ Πατέρες τὶς θεολογικὲς συζητήσεις μεταξὺ τῶν μοναχῶν, διότι ὡδηγοῦσαν σὲ διενέξεις καὶ ψυχρότητες μεταξύ τους. Εἷς ὅμως, ποὺ εὐτυχῶς ἡ Ἐκκλησία δὲν τὸν κατέταξε ἀκόμη στοὺς Ἁγίους –ἀργότερα δὲν ξέρω τὶ θὰ γίνη– ἔκανε τὸ λάθος καὶ φιλοσόφησε καὶ θεολόγησε. Αὐτὸ τὸν ἔβαλε ἴσως νὰ τὸ κάνη ὁ ὑπερβάλλων ζῆλος του, ὁ ὁποῖος ὅμως τὸν ὡδήγησε νὰ πέση σὲ ἀτοπήματα, ποὺ δυστυχῶς ὄχι μόνον λέχθηκαν καὶ ἐκφράστηκαν πολλὲς φορές, ἀλλὰ καὶ μαγνητοφωνήθηκαν καὶ προβάλλονται ὡς ὑψηλὴ θεολογία. Καὶ μάλιστα ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ σπούδασαν θεολογία. Ἐνῶ, ὡς γνωστόν, ὁ Ἰωσὴφ δὲν ἐγνώριζε θεολογία.


Ἔφθασε σὲ τόσο μεγάλο ἐγωισμό, ὥστε μὲ κομπορρημοσύνη νὰ λέγη στὸν παπα-Ἐφραίμ τὸν Κατουνακιώτη: «Θὰ ὑπάγω εἰς τὴν Κύπρον καί, ἂν δὲν ἀναστήσω τὸν μοναχισμόν, θὰ τὰ πετάξω τὰ ράσα»(!). Κι ὁ ἀληθινὰ καλόγερος Ἐφραὶμ ὁ Κατουνακιώτης μοῦ ἐπανελάμβανε: «Λέγονται, ἀδελφέ μου, τέτοια λόγια ἀπὸ μοναχὸ ποὺ γεροντίζει;».

Ὅταν ἀκόμη εἶχα τὴν ὅρασή μου, ἐμελέτησα μία χριστουγεννιάτικη κάρτα, τὴν ὁποία εἶχε κυκλοφορήσει ἡ Μονὴ Βατοπεδίου, μὲ ἕνα κείμενο «ὑψηλῆς θεολογίας» τοῦ μακαριστοῦ Ἰωσήφ. Περιεῖχε λέξεις ὅπως θεοσάρξ, θεοψυχή, κ.ἄ. Προσωπικὰ οὔτε ἤκουσα οὔτε διάβασα στοὺς ἁγίους Πατέρες τοὺς ὅρους αὐτούς.

Ἀποτάθηκα σὲ καθηγητὴ θεολόγο καὶ σὲ ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ καθηγητὴς ἀπέφυγε νὰ σχολιάση τὸ κείμενο, μασώντας τὰ λόγια του. Πολὺ σύντομα βέβαια εἶδα νὰ κυκλοφοροῦν βιβλία του μὲ τὴν χορηγία τῆς «μεγίστης» Μονῆς καὶ ἐννόησα… Κάποιος ἐπίσκοπος μοῦ ἀπήντησε: «Δὲν καταλαβαίνω τὶ θέλει νὰ πῆ, ἀλλὰ μᾶλλον ἐγὼ εἶμαι μικρὸς τὸν νοῦν καὶ δὲν κατανοῶ τὰ λεγόμενα ἀπὸ τοὺς ἁγίους». Ἕτερος ἐπίσκοπος ὅμως σχολίασε ἀναλυτικὰ τὸ κείμενο καὶ δὲν δέχθηκε ἐπ᾽ οὐδενὶ τοὺς καινοὺς ὅρους καὶ τὴν θολὴ θεολογία.

Ὁ τελευταῖα προβαλλόμενος ἀπὸ τὸ Μέγαρο Μουσικῆς μᾶς παρουσιάζεται καὶ ὡς θεολόγος καὶ ὡς φιλόσοφος. Εἶναι ἀρκετὲς οἱ καλές του συμβουλές, ἀλλὰ τὴν θεολογία του καὶ τὴν φιλοσοφία του τὴν ἔχει φτιάξει τόσο στρογγυλή, ποὺ μοιάζει μὲ ζούφιο κολοκύθι. Εἶναι μιὰ δύσκολη ἐποχὴ ποὺ πολλὲς μουρλάδες ἀκούγονται. Ὁ ὅσιος Ἀμφιλόχιος ἔλεγε: «Θεολογία δὲν σπούδασα καὶ δὲν ἔχω δυνατότητα νὰ θεολογῶ». Ἐνῶ ὁ σήμερον ὑμνούμενος καὶ ὑπερυψούμενος τράνεψε τὸν λόγο του στὴν φιλοσοφία καὶ στὴν θεολογία. Δὲν γνωρίζω ἂν κι ὁ ἴδιος καταλάβαινε τὶ ἔλεγε. Γι᾽ αὐτό, ἔχουμε ἀπηγχονισμένη σειρὰ θεολογικῆς σκέψης.

Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀρνηθῆ ὅτι ὁ Ἰωσὴφ εἶπε πολλὰ ἀκαταλαβίστικα, γιὰ νὰ μὴ χρησιμοποιήσω βαρύτερο χαρακτηρισμό. Ἀλλὰ δυστυχῶς ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου βουλώνει στόματα καὶ μὲ ἔχει κατακυριεύσει μεγάλη θλίψη καὶ ἀβάσταχτος πόνος. Δὲν φοβοῦμαι τοὺς τὰ χρήματα κρατοῦντας καὶ τὸν κόσμον ἐξουσιάζοντας σὰν ἄρχοντες, ὅπως εἶπε τὸ Εὐαγγέλιο. Δὲν μπορῶ νὰ σιωπήσω αὐτὰ ποὺ ἤκουσα νὰ μοῦ ἀναγινώσκουν πνευματικά μου παιδιά. Ἀρξώμεθα λοιπόν, τῶν δοξασιῶν τοῦ ἐν λόγῳ μεγάλου διδασκάλου, χωρὶς ἐμπάθεια, καὶ ἀναμένομεν ἀπαντήσεις ἀπὸ τὸν θεολογικὸ κόσμο, ἀκαδημαϊκὸ καὶ μή, μηδὲ τοῦ Παναγιωτάτου καὶ τοῦ Μακαριωτάτου ἐξαιρουμένων, ἀφοῦ ἰσχυρίσθηκαν ὅτι ἀπέκτησε καὶ τὸ χάρισμα τῆς θεολογίας ἄνωθεν.

Ἀπὸ τὶς θεολογικές του διατριβές, χωρὶς ἐμεῖς νὰ κάνουμε παρατηρήσεις ὡς ἀπαίδευτοι καὶ ἀνίδεοι θεολογικῶν γραμμάτων, ἐπισημαίνουμε καὶ δίδουμε στοὺς ἐπαΐοντες τῆς θεολογίας, περιμένοντας ἐξηγήσεις, τὰ ἑξῆς:

Κλίνας οὐρανούς ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο. Εἰς τὰς τέσσαρας αὐτὰς λέξεις περικλείεται ὅλον τὸ Εὐαγγέλιον. Ἀφοῦ ἔγινε ὁ Θεὸς Λόγος σάρξ, σημαίνει ὅτι ἡνώθη ὑποστατικῶς μετὰ τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τοῦδε καὶ εἰς τὸ ἑξῆς ἔγινεν ἄνθρωπος, θεοσάρξ. Ἡ ἀνθρωπίνη σὰρξ τοῦ σαρκωθέντος Λόγου ἐν τῇ μυστικῇ ἀλλὰ πραγματικῇ ἑνώσει της μετὰ τοῦ Θεοῦ ζῆ καὶ ἀκτινοβολεῖ πάσας τὰς θείας τελειότητας. Δὲν ἔγινε μόνον σὰρξ ὁ Θεὸς Λόγος, φορέσας τὴν ἰδικήν μας φύσιν, ἀλλὰ καὶ ψυχήν, θεοψυχή. Ὁ ἄνθρωπος ἐδημιουργήθη ἀκριβῶς ἐξ ἀρχῆς θεοειδής, χριστοειδής, πνευματοειδής, καὶ ἑπομένως ἑνούμενος μετὰ τοῦ θεανθρώπου Λόγου, ἐπανακτᾶ εἰς ὅλον του τὸ εἶναι τὸν χαρακτῆρα τῆς θεοειδείας…

Ὁ Χριστὸς κατέβηκε σὰν πατέρας, φοράει τὴν διεφθαρμένη φύση ποὺ διεφθείραμε νὰ τὴν ἀνακαινίση, ὑποδύεται τὸν ρόλο τοῦ μετανοοῦντος, μπαίνει στὸν πρακτικὸ τρόπο τῆς ἐπιστροφῆς καὶ μᾶς ὑποδεικνύει πῶς νὰ γυρίσωμε πίσω.

Διὰ τῆς ἀναπλάσεώς του ἐκατέβη ἐδῶ μὲ μᾶς.

Ὅταν λοιπόν, ὅπως εἶπα, κρατήσωμεν τὴν πρακτικήν, ἔτσι, ἀνθιστάμενοι στὴν ἔννοιαν, στὴν κροῦσιν τοῦ παραλόγου, τότε ἀρχίζει ὁ φωτισμὸς στὸν νοῦν, ξυπνάει ὁ νοῦς καὶ δὲν πλανᾶται εὔκολα στὸν ἄσκοπον μετεωρισμόν. Ὅταν ἡ θεία Χάρις αὐτὸ τὸ διαπιστώση, ὅτι ὁ νοῦς αὐτὸς ἐξύπνησε καὶ πῆρε τὴν θέση του σὰν πρόσωπο, καὶ ὁ νοῦς εἶναι τὸ πρόσωπον, τότε ὑποτάσσεται ἡ Χάρις εἰς τὸν νοῦν, μυστήρια μυστηρίων. Κι ἄλλοτε σᾶς τὰ εἶπα αὐτά, ἀλλὰ σᾶς τὰ εἶπα συγχωνευμένα. Δὲν εἶναι παράξενα τοῦτα. Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ποὺ εἶναι πρόσωπον, εἶναι τὸ καθ᾽ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν, εἶναι ὑπεράνω τῆς Χάριτος. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστος ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, μέσῳ τῆς ὁποίας κατασκεύασε τὰ πάντα καὶ τὰ διοικεῖ. Ἀλλὰ αὐτὴ εἶναι ἐργαλεῖο, ὁ νοῦς εἶναι πρόσωπον, τόσον τὸ καθ᾽ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν. Γι᾽ αὐτὸ καὶ τὸ φόρεσε ὁ Θεὸς Λόγος καὶ τὸ ἔχει ἀχώριστα στὴν αἰωνιότητα τῆς δόξης του, ὁ Πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.

Καὶ αὐτὸ ἀκόμα τὸ μοναστήρι ποὺ κατοικοῦμε μέσα εἶναι δημόσιο κτίριο καὶ μᾶς φιλοξενεῖ. Ἂν αὐτὸ γίνη ἡ αἰτία νὰ μᾶς παραβιάζη τὸ καθῆκον, θὰ τὸ κάψωμεν ἐμεῖς μὲ τὰ χέρια μας, βέβαια θὰ τὸ ἐξολοθρεύσωμεν. Τί χρειάζεται; Ἐντὸς ὀλίγου στοιχεῖα καυσόμενα λυθήσονται, ἐντὸς ὀλίγου ἀνακαινίζεται τὸ σύμπαν.

Κι ἔφθασε σὲ τόση ἀγάπη ἡ ἀπόλυτος ἔννοια τοῦ Θεοῦ, οὕτως ὥστε νὰ θυσιάση τὸν μονογενῆ του Υἱὸ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου…Ἔρχεται λοιπὸν τώρα ὁ τρόπος, πρῶτον μὲν διὰ τοῦ αἵματός του πληρώνει τὴν δική μας ἐνοχή, τῆς ἰδικῆς μας παραβάσεως, μετὰ φοράει τὴν δική μας φύση, προσποιεῖται τὸν ρόλο τοῦ μετανοοῦντος καὶ μᾶς δείχνει πρακτικὰ τὸν τρόπο τῆς ἐπιστροφῆς.

Οἱ λαμπρότατοι Ἄγγελοι, ποὺ κρατοῦν εἰς τοὺς ὤμους τους τὴν παναγίαν θείαν Θεότητα καὶ δοξολογοῦν, ζηλεύουν διότι δὲν εἶναι ἄξιοι νὰ πάρουν αὐτὸ ποὺ πήραμε ἐμεῖς. Διότι ἐμεῖς ἐγίναμε ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου, τοῦ Πατρός, ἐνῶ αὐτοὶ ὑπηρέτες. Αὐτὰ νὰ μὴ τὰ ξεχνᾶτε, ἀδελφοί μου, γιατὶ θὰ εἶναι τὰ ἰσχυρώτερα ὀχυρώματα τῆς μάχης μας ἐναντίον τοῦ παραλόγου καὶ τῆς διαστροφῆς.

Ἄλλο εἶναι τὸ ζῶν, ἄλλο εἶναι τὸ ἔμψυχον. Ἔμψυχον γίνεται (τὸ ἔμβρυον) κατὰ τὴν Παλαιὰν Διαθήκην, κατὰ τὴν Γραφήν, γίνεται μετὰ τὴν ἐξεικόνισίν του, ὅταν πάρη τὴν μορφή, κατάλαβες;…γίνεται στὸν τρίτον μῆνα. Τότε λειτουργεῖ καὶ ἡ καρδιά του, κτυπάει, καὶ λειτουργεῖ ὁ ἐγκέφαλος, ἔχει ἀποκτήσει τὸν χαρακτῆρα τῆς προσωπικότητος. (Ἑπομένως πρὶν τὸν τρίτο μῆνα, ἐφόσον δὲν εἶναι ἔμψυχο, ἐπιτρέπεται ἡ ἔκτρωση!!!) Ἐὰν εἶναι ἀπὸ κεῖ καὶ ὕστερα, αὐτὴ εἶναι ζωντανό. Δηλαδὴ ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ὅμως εἶναι ἄδηλο δὲν ἔχει ὅραμα…

(Ὄχι μόνον εἶχε τὶς ἀπόψεις του, ἀλλὰ καὶ εἰρωνευτικὰ μνημόνευε τοὺς ἱερομονάχους τοῦ Σταυροβουνίου, ποὺ στεροῦσαν τὴν θεία Κοινωνία σὲ αὐτοὺς ποὺ πρὶν τὸν τρίτο μῆνα ἔκαναν ἔκτρωση.) Τώρα οἱ παπᾶδες λένε, οὔ, οὔ, οὔ, ἂν ἀκούσης τοὺς παπᾶδες τὶ λένε. Ἔχει καὶ κάποιους ἐκεῖ στὸ Σταυροβούνι, μὲ τὶ δογματισμοὺς ὁμιλοῦν… Ὡρισμένοι παπᾶδες στὸ Σταυροβούνι λένε ὅτι εἶναι φόνος νὰ προβῆ κάποιος σὲ ἔκτρωση μετὰ ἀπὸ τὴν πρώτη ἡμέρα τῆς σύλληψης καὶ τρομοκρατοῦν τὸν κόσμο.

Ἔπειτα γιὰ τὸν Ἰωσὴφ ποὺ τράνεψε στὴν θεολογία, ἔχουμε μαρτυρία ἀπὸ τὸν μακαριστὸ Νικόδημο Μπιλάλη, ποὺ ὑπῆρξε πνευματικό του παιδί, πὼς ὅταν ἠθέλησε νὰ γίνη ἱερεὺς καὶ νὰ ἡγουμενεύση στὴν Μονὴ Κουτλουμουσίου, ὁ εἰλικρινὴς καὶ αὐθόρμητος π.Νικόδημος τοῦ εἶπε:

– Ἂν προχωρήσης στὴν ἱερωσύνη, θὰ σὲ ξετινάξω. Ξέρεις πολὺ καλὰ ὅτι εἶσαι αἰσθησιακὸς ἄνθρωπος καὶ δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται βάσει τῶν ἱερῶν Κανόνων νὰ ἱερουργήσης. Αὐτὸ τὸ ἔδειξες διακονώντας τὴν γυναικεία Μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Βάθειας. Ἀλλὰ καὶ πολλὰ ἄλλα ἀκούστηκαν κατὰ τὴν διακονία σου στὴν Κύπρο. Ἀπορριπτέος εἶσαι τῆς ἱερωσύνης. Ἂν προχωρήσης, θὰ ξεφωνήσω.

Εἶναι λοιπὸν ἀπορίας ἄξιον πῶς αὐτὸς ὁ μοναχὸς προβάλλεται καὶ ἄξιος τῆς θεολογίας, γιατὶ ὄχι καὶ τῆς φιλοσοφίας, καὶ ἐργάτης τῆς ἁγιότητος. Ἐμεῖς δὲν τὰ ἀνακρίνουμε. Τὰ παρουσιάζουμε καὶ ἄλλοι, πιὸ εἰδήμονες ἀπὸ μᾶς, ἔχουν τὸν λόγο.

Δὲν προβληματίζεστε ὅτι ἡ Ἱερὰ Κοινότητα σὲ ἕνα τέτοιο μεγάλο στῦλο ἀσκήσεως καὶ θεολογίας οὐδένα ἀντιπρόσωπο ἔστειλε; Πάντες ἀπεῖχαν ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐκδήλωση. Καὶ ὅσοι παρουσιάστηκαν ἦταν ἀφ᾽ ἑαυτοῦ τους. Δόξα τῷ Θεῷ, αὐτὸ ποὺ λέγεται Ἱερὰ Κοινότης κρατάει σὲ πολλὰ πράγματα τὴν σωστὴ θέση. Μούχλιο ψωμὶ δὲν τρώγει. Δὲν ζητάει καὶ τὸ βλασερό, ἀλλὰ τὸ μούχλιο, τὸ πολυκαιρισμένο, τὸ ἀποφεύγει, γιατὶ ξέρει πολὺ καλὰ ὅτι, ἂν τὸ πάρη στὰ χέρια της, θὰ τὸ πάρη κι ὁ μοναχὸς κι ὁ κοσμικός.

Ἔπειτα, γιατί ἕνας ἀσκητὴς νὰ προβάλλεται σὲ μέγαρα κοσμικά; Τὰ εἶχε ἔλλειψη; Δηλαδὴ ἂν διάβαινες πιὸ πέρα ἀπὸ τὸ Μέγαρο Μουσικῆς τοῦ Λαμπράκη, θὰ συναντοῦσες τὴν καλύβα του; Αὐτὰ εἶναι ἀνεπίτρεπτα στὴν σημερινὴ ἐποχή· ὁ ἀσκητὴς ὁ ἀπέριττος, ὁ ἁπλός, νὰ ἀνεβάζεται στὶς κοσμικὲς αἴθουσες ὡς ἀντικείμενο σπουδῆς καὶ ἔρευνας. Ἡ ἔρημος εἶναι πάντα ἔρημος καὶ τὸ σκαμνὶ τοῦ ἐρημίτη δὲν μεταφέρεται ἀπὸ τὴν θέση ποὺ τὸ τοποθέτησε ὁ ἴδιος, γιὰ νὰ δῆ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ τὸ κοσμικὸ φρόνημα βλέπουμε ὅτι εἶναι σήμερα δυνατώτερο ἀπὸ τὴν ἔρημο.

Καὶ γιατί ὅλα αὐτά; Γιατὶ ὑπάρχουν… Ἂν δὲν ὑπήρχανε, ποῦ θὰ φαινόταν ὁ ἐρημίτης; Μὰ ἀνέπλασε ἕνα ὁλόκληρο μοναστήρι. Δουλεύοντας τὸ τσαπὶ καὶ τὸ δικέλλι; Ἢ ἀπὸ τὴν κάσα τοῦ μοναστηριοῦ, ποὺ σύναξαν οἱ χιλιοκατηγορημένοι πρόγονοί του; Ἂν παρελάμβανε τὸ μοναστήρι χωρὶς ψωμί, χωρὶς λάδι, χωρὶς οἶνο, τότε τὰ ἀκούω ὅλα, τὰ προσέχω ὅλα καὶ μένω ἀναπολόγητος μπροστὰ στὴν δική μου ἀδράνεια καὶ ἀκαματοσύνη. Ποῦ δοχειὸ χωρὶς τρόφιμα; Ποῦ κελλάρι χωρὶς λάδι; Ποῦ ταμεῖο χωρὶς ἔσοδα;

Τὰ θέτω ὑπὸ τὴν κρίση σας καὶ ἀναμένω τὴν ἀνάπαυση τοῦ λογισμοῦ μου. Μᾶλλον καὶ τῶν λογισμῶν πολλῶν ἄλλων ὀρθοδόξων καὶ ἀγωνιστῶν μοναχῶν καὶ χριστιανῶν. Ὅλοι πήραμε τὸ ἀκουστικό μας καὶ ἀναμένουμε.

Εἶμαι φτωχός, οὐδόλως ὅμως σκιάζομαι τὸν πλούσιο τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς.

Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης