Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013


   
Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ:


ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ  ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ  ΔΙΧΩΣ  ΟΡΙΑ
Οταν ο λυκος ξαναφορα την προβια του



κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΕ, SCRIPTA MANENT
(τὰ γραπτὰ μένουν)

ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΟΥΝ ΤΙΣ ΑΙΡΕΤΙΚΕΣ ΣΑΣ ΔΟΞΑΣΙΕΣ


Ἐπίκειται, ἄραγε, ἡ ἐνεργὸς συμμετοχὴ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας στὸ ἅρμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ;


Ὅταν δὲν αἱρετίζει «ἔργοις καὶ λόγοις» ὁ ἄρχων τοῦ Φαναρίου καὶ συνάρχων τῆς Παναιρέσως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἐπιδίδεται στὸ ἔργο τῆς ὑποκρισίας, θυμίζοντάς μας τοὺς Φαρισαίους καὶ τοῦς Ἀρχιερεῖς τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ. Δὲν χρησιμοποίησε ὑψηλὴ θεολογικὴ ἐπιχειρηματολογία ὁ Κύριος, γιὰ νὰ τοὺς ἀποστομώσει. Ἐξαπέλυσε ἐναντίον τους τὰ φοβερὰ «οὐαί», ἁπλῶς περιγράφοντας τὸ φθοροποιό τους ἔργο: «Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι κλείετε τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων· ὑμεῖς γὰρ οὐκ εἰσέρχεσθε, οὐδὲ τοὺς εἰσερχομένους ἀφίετε εἰσελθεῖν».



Σὲ ἄλλη στιγμὴ ἀναφερθήκαμε μὲ κάποιες λεπτομέρειες στὶς αἱρετικὲς πράξεις καὶ τὰ λόγια τοῦ ἀρχηγέτη τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, Πατριάρχη Βαρθολομαίου. (Ἂν καὶ αὐτὸ εἶναι ἔργο τῶν ποιμένων καὶ θεολόγων, ποὺ τὸ ἀποποιοῦνται, ἀσχολούμενοι «μόνο» –ὅπως λένε– μὲ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν, λὲς καὶ ἡ προφύλαξη ἀπὸ τὴν αἵρεση δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν τοῦ ποιμνίου!).

Ἐδῶ σύντομα θὰ ἐπισημάνουμε τὴν πατριαρχικὴ ὑποκρισία, ποὺ ἄλλα κάνει καὶ ἄλλα λέγει, καὶ ποὺ «μεταβάλλει τὸ “ὁμολογιακό” του πρόσωπο»,  ἀνάλογα μὲ τὸ ἀκροατήριο στὸ ὁποῖο ἀπευθύνεται, ὅπως εὔστοχα εἶχε ἐπισημάνει ὁ ἀείμνηστος Ἰωάννης Κορναράκης.

Ἀφοῦ, λοιπόν, τόσο ὠμὰ προκάλεσε ὁ κ. Βαρθολομαῖος τὴν Ὀρθόδοξη συνείδηση –στὴν πρόσφατη ὁμιλία του στὴν Βουλγαρία– στοχεύοντας μάλιστα νὰ παρασύρει τὴν Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας νὰ ἀλλάξει τακτικὴ καὶ νὰ εἰσέλθει ἐνεργὰ στὸ ἅρμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, θὰ παρουσιάσουμε κάποιες ἀπὸ τὶς ἐνέργειές του καὶ κάποια γεγονότα ποὺ ἔγιναν ἐπὶ Πατριαρχείας του (τὰ ὁποῖα δὲν ἀπέτρεψε, ἀντίθετα εὐνόησε), διὰ τῶν ὁποίων φαίνεται ὅτι ἐπιδιώκει τὴν ἐπικράτηση τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, συνεργῶν στὴν μεταβολὴ θεμελιωδῶν ἀρχῶν τῆς Πίστεως. (Τὰ περισσότερα περιλαμβάνονται στὸ τευχίδιο ποὺ ἐκδόσαμε «Περὶ Ἀποτειχίσεως...»):

A. Μὲ τὴν Συμφωνία τοῦ Σαμπεζὺ (1991) καὶ τοῦ Μπάλαμαντ (1993)[1]. Μὲ αὐτήν,  ἀποδέχτηκε τὸ Πατριαρχεῖο τὸ «κοινὸ βάπτισμα» μὲ τοὺς παπικούς, ὡσὰν νὰ ἔχουν καὶ οἱ αἱρέσεις ἔγκυρο Βάπτισμα καὶ νὰ παρέχουν καὶ αὐτὲς σωτηρία. Στὸ κείμενο διαβάζουμε: «Ἀπὸ τὶς δύο πλευρὲς ἀναγνωρίζεται ὅτι αὐτὸ ποὺ ὁ Χριστός ἐνεπιστεύθη στὴν Ἐκκλησία Του —[δηλαδή], ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, συμμετοχὴ στὰ ἴδια μυστήρια…, ἀποστολικὴ διαδοχὴ τῶν Ἐπισκόπων— δὲν δύναται νὰ θεωρῆται ὡς ἡ ἰδιοκτησία τῆς μιᾶς μόνον ἀπὸ τὶς Ἐκκλησίες μας. Στὰ πλαίσια αὐτὰ εἶναι προφανὲς ὅτι κάθε εἴδους ἀναβαπτισμὸς ἀποκλείεται».

Ὁ Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης Ζηζιούλας («ὁ δεξιὸς βραχίων τοῦ Φαναρίου» κατὰ Βαρθολομαῖο) ἀπὸ χρόνια ἔχει προτείνει «νὰ ὁμιλοῦμε γιὰ τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ τῇ βάσει ... τῆς βαπτιστικῆς ἑνότητας». Ὑποστήριξε ὅτι τὸ βάπτισμα εἶναι αὐτὸ ποὺ διαγράφει τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅτι ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ εἶναι βαπτισμένοι. Κατὰ συνέπειαν «ἐκτὸς βαπτίσματος δὲν ὑπάρχει ᾿Εκκλησία», ἐνῶ «ἐντὸς τοῦ βαπτίσματος, ἀκόμη καὶ ἂν ὑπάρχει μία διάσπαση, μία διαίρεση, ἕνα σχίσμα, ἀκόμη μπορεῖς νὰ μιλᾶς γιὰ Ἐκκλησία»!

B.  Ὁ κ. Βαρθολομαῖος ἀποδέχτηκε (ὅπως καὶ ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι) τὰ ἀποφασισθέντα στὸ Πόρτο Ἀλέγκρε τὸ 2006, καὶ ἔστειλε συγχαρητήρια στοὺς διοργανωτὲς ἐκείνου τοῦ Συνεδρίου τοῦ Π.Σ.Ε., τὸ ἐπίσημο κείμενο τοῦ ὁποίου διελάμβανε τὴν κατ’ ἐξοχὴν προδοσία τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖ ἀποφασίσθηκε:
1) Ὅτι τὴν Ἐκκλησία τὴν ἀποτελοῦν ὅλες μαζί, οἱ 350 αἱρετικὲς “ἐκκλησίες” τοῦ Π.Σ.Ε.», ἀνάμεσα στὶς ὁποῖες ἀριθμεῖται ὡς ἰσότιμος καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὡς ἐκ τούτου, ἀρνήθηκαν ἐμπράκτως τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως διὰ τοῦ ὁποίου ὁμολογοῦμε «πίστιν εἰς “Μίαν Ἐκκλησίαν”! 2) Δέχθηκαν, ὅτι ἤδη «εἴμαστε ἑνωμένοι» (ἀοράτως!) μ’ αὐτὸ τὸ συνονθύλευμα τῶν αἱρετικῶν κοινοτήτων, ἀλλὰ ἀποβλέπουμε στὴν ἐπίτευξη “πλήρους ὁρατῆς ἑνότητας”. 3) Ὅτι ἡ πληθώρα τῶν κακοδοξιῶν τῶν “ἐκκλησιῶν” τοῦ Π.Σ.Ε., εἶναι “διαφορετικοὶ τρόποι διατυπώσεως τῆς ἰδίας Πίστης καὶ ποικιλία Χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνευματος”!

Γ. Ὁ κ. Βαρθολομαῖος καὶ ὁ «δεξιὸς βραχίων» του, κ. Ζηζιούλας, ἀλλάζουν σταδιακὰ καὶ συνειδητὰ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση περὶ τοῦ Πρωτείου τοῦ Πάπα.

Δ.  Ὁ κ. Βαρθολομαῖος προχωρεῖ συστηματικὰ καὶ ἀπὸ σχεδίου σὲ συμπροσευχὲς μὲ τοὺς ἑτερόδοξους, τοὺς ἀλλόθρησκους, τοὺς μάγους καὶ τοὺς εἰδωλολάτρες, ὄχι ἁπλὰ παραβαίνοντας κάποιους Ἱ. Κανόνες, (ἡ παράβαση τῶν ὁποίων –ὅπως ἰσχυρίζονται κάποιοι– δὲν ἀποτελεῖ αἵρεση), ἀλλὰ ἐξομοιώνοντας συνειδητὰ καὶ ἐν τοῖς πράγμασι τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὶς ἄλλες «χριστιανικὲς» Ὁμολογίες καὶ Θρησκεῖες. Τούτη ἡ ἐπιδίωξη, ἀσφαλῶς, διαφέρει ἀπὸ μιὰ κάποια συμπροσευχή!

Ε. Ὁ κ. Βαρθολομαῖος ἀρνεῖται τὴν ἐφαρμογὴ τῆς Κυριακῆς Ἐντολῆς τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν ἀνθρώπων (καὶ τῶν αἱρετικῶν) «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη...», ἀφοῦ ἀποδέχθηκε τὴν συνυπογραφὴ «συμφωνίας» μὲ τοὺς ἑτερόδοξους διὰ τῆς «Οἰκουμενικῆς Χάρτας» (τὸ 2001) ἡ ὁποία λέγει τὰ ἑξῆς: «ὑποσχόμεθα νὰ μὴ προτρέπωμεν ἀνθρώπους νὰ ἀλλάσσουν τὴν Ἐκκλησίαν αὐτῶν»! Ἐπίσης τὸ 2001, δήλωσε: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν ἐπιδιώκει νὰ πείση τοὺς ἄλλους περὶ συγκεκριμένης τινός ἀντιλήψεως τῆς ἀληθείας ἢ τῆς ἀποκαλύψεως, οὔτε ἐπιδιώκει νὰ τοὺς μεταστρέψη εἰς συγκεκριμένον τινά τρόπον σκέψεως...».



Μετὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς καταλυτικὲς πράξεις γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας, ὁ κ. Βαρθολομαῖος τόλμησε νὰ πεῖ στὴν Βουλγαρία ὅτι: «αἱ μεταξύ τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί τῶν ἑτεροδόξων συζητήσεις καί οἱ διάλογοι... συμβάλλουν δέ τό γε νν χον ες τήν κοινωνικήν συνεργασίαν καί ες τήν μαρτυρίαν τ ληθεί»!

Τόλμησε χωρὶς ντροπὴ νὰ πεῖ ὅτι οἱ διάλογοι «δέν ποσκοπον, ς γράφη... ες τήν δημιουργίαν νός κοινς ποδεκτο “συνονθυλεύματος” δοξασιν. Δηλαδή, δέν πιδιώκεται διά τς λεγομένης οκουμενικς κινήσεως ποδοχή μις “χριστιανικς συγκρητιστικς μολογίας”, λλά μβάθυνσις ες τήν Χριστιανικήν ρθόδοξον πίστιν καί ες τήν κοινωνικήν συνεργασίαν τν πικαλουμένων τό νομα το Χριστοῦ».
Ὥστε, «Παναγιώτατε», ἔτσι μάθατε ἀπὸ τοὺς προκατόχους σας στὸ Φανάρι ὅτι γίνεται «ἡ ἐμβάθυνσις εἰς τήν Χριστιανικήν Ὀρθόδοξον πίστιν», διὰ τῆς ἐγκαταλείψεως βασικῶν ἄρθρων τῆς Πίστεως;

Καὶ λίγο παρακάτω εἶπε: «Δέν φοβούμεθα, ο ρθόδοξοι, ο χοντες τό πλήρωμα τς ληθείας, τι θά πηρεασθμεν κ τν πόψεων τν τεροδόξων δελφν μν πί τν δογματικν θεμάτων».
Τί ντροπή! Τί ἀπάτη! Καὶ ὅλα τὰ παραπάνω «Παναγιώτατε», τί ἄλλο δείχνουν, παρὰ ἐπηρεασμὸ ἀπὸ τὶς ἀπόψεις τῶν ἑτεροδόξων;



Στὴ συνέχεια ὁ Πατριάρχης, ἀναφέρθηκε σὲ ἕνα κείμενο τοῦ ἁγ. Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, διὰ τοῦ ὁποίου (χρησιμοποιῶν τὴν πονηρία τῶν αἱρετικῶν) κολοβώνει, ἀλλοιώνει καὶ διαστρεβλώνει τὴ διδασκαλία τοῦ ἀπ. Παύλου περὶ τῆς στάσεώς μας ἀπέναντι στοὺς αἱρετικούς: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον... παραιτοῦ»! Αὐτὸ τὸ κείμενο χρησιμοποίησε καὶ τὸ 2004 καὶ ἀποτέλεσε ἀφορμὴ γιὰ νὰ συντάξω τὸ βιβλίο «Ἡ Πατερικὴ στάση στοὺς  Θεολογικοὺς Διαλόγους καὶ ἡ παρερμηνεία ἀπὸ τὸν Οἰκουμ. Πατριάρχη Βαρθολομαῖο τοῦ ἀποστολικοῦ ρητοῦ...», ὅπου μὲ ἑκατοντάδες πατερικὰ κείμενα, ἀποκαλύπτεται ἡ ἀπάτη. Παρόλα αὐτά, ὁ Πατριάρχης συνεχίζει νὰ τὸ χρησιμοποιεῖ! Γράφει:

«Ἀκολουθομεν πλς τήν μακράν κκλησιαστικήν παράδοσιν, τήν συγκεφαλαιουμένην ες τήν συμβουλήν το γίου ωάννου τς Κλίμακος, καί συζητομεν νευ χρονικο περιορισμο μετά τν ζητούντων παρ᾿ μν καλοπροαιρέτως λόγον περί τς ν μν λπίδος: ν τος μέν κακοθελς μν μαχομένοις πίστοις, κακοπίστοις, μετά πρώτην καί δευτέραν νουθεσίαν παυσώμεθα. Ἐν δέ τοῖς τήν ἀλήθειαν μαθεῖν βουλομένοις, τό καλόν ποιοῦντες, ἕως αἰῶνος μή ἐκκακῶμεν. Πλήν, καί πρός στηριγμόν ἡμῶν τῆς καρδίας ἐν ἀμφοτέροις χρησώμεθα” (Κλῖμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, περί διακρίσεως, 2,11). Διά τῆς τακτικῆς ταύτης δέν προδίδομεν τήν Ὀρθοδοξίαν, ὡς κατηγορούμεθα, οὔτε ὑποστηρίζομεν οἰκουμενιστικάς ἀντιλήψεις, ἀλλά κηρύσσομεν πρός τούς ἑτεροδόξους καί πρός πάντας τήν Ὀρθόδοξον ἀλήθειαν».

Γιὰ νὰ παρουσιάσει, λοιπόν, ὁ Πατριάρχης τὴν «μακραίωνα ἐκκλησιαστικὴ Παράδοσιν» καταφεύγει σὲ ἕνα κείμενο τοῦ 6ου αἰῶνα, καὶ ὄχι στὴν ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση, ὅπως διαμορφώθηκε μετὰ τὶς συνεχεῖς ἐμφανίσεις νέων αἱρετικῶν, καὶ ἡ ὁποία κατοχυρώθηκε μὲ Ὅρους καὶ Ἱ. Κανόνες Οἰκουμενικῶν Συνόδων· γιατί ξέρει ὅτι οἱ ἀποφάσεις αὐτὲς τὸν διαψεύδουν! Ἀλλὰ καὶ τὸ κείμενο ποὺ παραθέτει, ἐξόφθαλμα εἶναι ἐναντίον του, διότι ἀσφαλῶς ὅλοι γνωρίζουν ὅτι ὁ Πάπας καὶ τὸ Βατικανό, μετὰ τῶν ὁποίων διαλέγεται, ὄχι μόνο δὲν διακρίνονται γιὰ τὴν καλή τους προαίρεση, ἀλλὰ γιὰ τὴν κακοπροαίρετη τακτική τους: συνεχῶς ὑποβλέπουν τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ προσθέτουν –ἀντὶ νὰ ἀφαιροῦν– αἱρέσεις καὶ καινοτομίες!



Στὴν συνέχεια, χρησιμοποιῶν τὴν ἴδια μέθοδο τῶν πανούργων αἱρετικῶν, διαστρέφει φρικτὰ καὶ τὴ διδασκαλία τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος διδάσκει τὰ ἀκριβῶς ἀντίθετα. Γράφει ὁ Πατριάρχης: «Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος δογματίζει ὅτι ὁ Θεός “ἀεί μεθ᾿ ἡμῶν διαλέγεται”. Ἑπομένως καί ἡμεῖς οἱ ὁποῖοι θέλομεν νά πορευώμεθα κατά τό ὑπόδειγμα Αὐτοῦ ὀφείλομεν νά διαλεγώμεθα μετά πάντων ὅσων ἐπιθυμοῦν καί θέλουν νά ἀκούσουν τάς ἀπόψεις, τάς πεποιθήσεις, τήν πίστιν καί τά δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας. Ἐάν παύσωμεν νά διαλεγώμεθα μετ᾿ αὐτῶν, παρακούομεν τήν ἐντολήν τοῦ Θεοῦ ὅπως μαθητεύωμεν πάντα τά ἔθνη (πρβλ. Ματθ. κη΄, 19)».

Δὲν θὰ ἀντικρούσω καὶ αὐτὴ τὴν θέση του, γιὰ νὰ μὴν πάρει μεγαλύτερη ἔκταση τὸ ἄρθρο αὐτό. Ὅμως, στὸ παραπάνω βιβλίο ποὺ μνημόνευσα, ἔχουν συμπεριληφθεῖ ὄχι ἕνα, ἀλλὰ πολλὰ κείμενα τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ποὺ ἀποδεικνύουν τὰ ἀντίθετα, ἀπὸ ὅσα θέλει νὰ παρουσιάσει ὁ Πατριάρχης, χρησιμοποιώντας ἀπομονωμένο ἕνα χωρίο τοῦ Ἁγίου πατρός.


Τελειώνοντας, παραθέτω ἕνα ἀκόμα ἀπόσπασμα τῆς ὁμιλίας τοῦ Πατριάρχη, γιατὶ σ’ αὐτό, φαίνεται καθαρὰ ἡ ὑποκρισία καὶ ἡ πονηρία τοῦ «λύκου», ποὺ χρησιμοποιεῖ «δορὰν προβάτου» γιὰ νὰ ἐπιτύχει τὴν συναίνεση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας γιὰ εἴσοδό της στὸ Π.Σ.Ε., ἢ (ἴσως) καὶ νὰ δικαιολογήσει στὰ μάτια τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ, τὴν ἤδη εἰλημμένη ἀπόφαση.

Γράφει:

«Ἔχομεν δι᾿ ἐλπίδος ὅτι ἡ Ἁγιωτάτη Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας ὑπό τήν Ὑμετέραν πεπνυμένην καθοδήγησιν, Μακαριώτατε, θά συμμετέχῃ, κατά παράδοσιν καί πανορθόδοξον ἐν Διασκέψεσιν ἀπόφασιν, εἰς τούς διορθοδόξους καί διαχριστιανικούς διαλόγους καί θά συμβάλλῃ διά τῆς γνώσεως καί τῆς σοφίας τῶν ἐκπροσώπων αὐτῆς εἰς τήν διάδοσιν τῆς ἀκραιφνοῦς καί σωτηριώδους Ὀρθοδόξου πίστεως, ἀκόμη δέ καί ὅτι οἱ πιστοί Ὑμῶν διά τοῦ ζήλου αὐτῶν θά συμβάλλουν εἰς τήν ἀποφυγήν τυχόν παρεκκλίσεων ἀπό τοῦ πατροπαραδότου καί σωτηριώδους δόγματος».


Σημάτης Παναγιώτης


 [1] Στὸ Μπάλαμαντ ἡ Ἐκκλησία «ἐξῆλθε ἀπὸ τὸν διάλογο τετρωμένη» καὶ ὁ Παπισμὸς ἀναγνωρίστηκε «ὡς ἰσότιμος Ἐκκλησία μὲ τὴν καθ’ ἡμᾶς Μία Ἐκκλησία… Μετὰ τὴν ψευδο-σύνοδο Φερράρας... εἶναι ἡ δεύτερη φορὰ ποὺ Ὀρθόδοξοι ἀμνηστεύουν τὶς σοβαρὲς αἱρέσεις» τοῦ παπισμοῦ (Καψάνη Γ., Ὀρθοδοξία καὶ Οὐμανισμός, σ. 7-8).