Ὡς πεδίο ἀναμέτρησης Ὀρθοδοξίας καί οἰκουμενισμοῦ, ἡ
«σύνοδος» Κρήτης δέν ἀπέδωσε ὅλα τά ἀναμενόμενα στούς ἐνδιαφερόμενους γιά μιά
ψευδένωση, ὡς προστάδιο συγκερασμοῦ τῶν θρησκειῶν, μέ κεφαλή ἀντι-μεσσία. Παρά τήν
ἀδιαφάνεια καί τούς ἀποκλεισμούς, πού καταλογίζονται στούς φιλοοικουμενιστές,
γύρω στά δύο τρίτα ὑπολογίζονται οἱ ἀντιπροσωπεῖες τῶν Ἐκκλησιῶν, πού ἀρνήθηκαν
συμμετοχή ἤ τήν ἀποκήρυξαν ἤ ἐπιφυλάχθηκαν νά τήν δεχτοῦν, ἐνῶ πληθαίνουν οἱ
ἀντιδράσεις, μειώνοντας τήν στήριξη τοῦ Πατριάρχη.
Ἡ ἀνακοίνωση,
ὅτι ὅσοι δέν ἀποδεχόμαστε τήν «σύνοδο» εἴμαστε αἱρετικοί, ὅπως καί οἱ προτάσεις
ὁρισμένων γιά καθαίρεση καί ἀφορισμό, ἐκτός τῆς ταραχῆς τους, δείχνουν καί
ἔνδεια ἐπιχειρημάτων ἔναντι τῆς ἄρτια θεολογικῆς θεμελίωσης τῆς καταδίκης τῆς «συνόδου», πού κανένας Ἅγιος δέν θά
τήν ὑπέγραφε.
Ἐρωτήματα
πού προκαλοῦν: Εἶναι σέ θέση νά ἀφορίσει κάποιος, πού
ἐκκλίνει ἀπό θεμελιώδεις ἀλήθειες τῆς Ἐκκλησίας; Ἀκόμη κι ἀπό ὄργανο
ἀδιάβλητο; Ἔχει ἰσχύ ὁ ἀφορισμός κάποιων, ἐπειδή συντάσσονται μέ τούς Ἁγίους ἤ
μακαρίζονται, πού διώκονται γιά τήν μόνη πίστη πού ἁγιάζει; (Λουκ. στ΄, 22, ΛΒ΄
Ἀποστολικός).
Θά ἀφορίσουν ἆραγε καί τούς Ἁγίους,
ὡς αὐτουργούς ἀντίστασης στήν καθυπόταξη τῆς Ἐκκλησίας, μέσα ἀπό προσχηματικούς ἀτέλειωτους
διαλόγους «ἀγάπης»;
Τί μαρτυρεῖ ἡ ἀγάπη γιά τούς
αἱρετικούς, πού γίνεται ἔχθρα γιά τούς Ὀρθοδόξους; Ἔχει σχέση μέ τήν ἄκτιστη ἀγάπη πού
εἶναι ὁ Θεός, ἤ εἶναι προϊόν κτιστοῦ, θνητοῦ ἐγώ, ἐξαρτημένη ἀπό ἄτομα καί
περιστάσεις; Θύματα τοῦ ἀρχέκακου δέν
εἶναι ὅσοι κράτησαν τήν πίστη ἀνόθευτη, ὅπως δόθηκε ἀπ᾿ τόν Θεό, ἀλλά ὅσοι
ἀνοίγουν σάν Κερκόπορτα, τίς πύλες τῶν Ἱερῶν σέ προβατόσχημους,
ἀπομακρύνοντας κάθε εὐλογία, γιά νά ἐπέλθει θάνατος πνευματικός καί συμφορές
στά βιοτικά.
Δέν ἀγνοοῦν, ὅτι ἡ
αἵρεση, ὅπως καί ἡ ἄρνηση ἀναγνώρισης Ἁγίων, εἶναι βλασφημία τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Καί γνωρίζουν καί τόν λόγο, πού ἀπορρίπτουμε τήν τακτική τους,
ἕτοιμοι νά τούς τιμήσουμε ἄν, ὀρθοτομώντας, ἐπανέλθουν στήν εἰρήνη, πού
ὑπερέχει κάθε νοῦ. Ἀντί γι᾿ αὐτό ὅμως, προβάλλεται
ἡ ἀντίληψη ὅτι ὁ πιστός, ὡς πρόβατο, εἶναι ἐκτεθειμένος στήν αὐθαιρεσία κάθε
παπίσκου, γιά νά μένει ὁ λαός παθητικός στήν προσπάθειά τους νά τόν
ἀλλοτριώσουν.
Σάν νά μήν
εἶναι λογικό πρόβατο μέ γνώση, γνώμη καί ὑποχρέωση νά ἐλέγχει καί τίς ἀποφάσεις
Οἰκουμενικῶν Συνόδων, γιά νά τίς ἐπαληθεύει ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι στήν συνείδησή του,
πρίν τίς παραδώσει ἀναλλοίωτες στήν ἑπόμενη γενιά. Σάν νά μήν εἶναι ὁ λαός πού
ἐπικυρώνει ἤ ἀκυρώνει μιά χειροτονία, πού συντελεῖ σέ ὅλα τά Μυστήρια, ταγμένος
καί ὡς φρουρός τῆς ἀληθείας.
Ἡ ὑπακοή
καλλιεργεῖται μέ διάκριση (γιά νά μήν ἐκτρέπεται κανείς σέ οἴηση ὑπεροχῆς ἤ σέ
δουλικότητα). Στόχος ἡ
παραίτηση ἀπ᾿ τήν κτιστή ἐλευθερία, γιά συμμετοχή στήν ἐλευθερία τοῦ Ἀκτίστου.
Ἀσκεῖται ἀμφίδρομα, καί ἀπ᾿ τόν ποιμένα, δίχως στεγανά ἐξουσιαστικά ἐνάντια σέ
λαό, πού συσταυρούμενος θριαμβεύει καί στόν θάνατο. Χρέος τοῦ κλήρου ἡ διακονία τοῦ λαοῦ καί ἡ φύλαξή του ἀπ᾿ τά δηλητήρια
τῶν αἱρέσεων καί τό σφράγισμα, πού ἑτοιμάζουν μέσα ἀπό πείνα καί πολέμους, πού
ἔρχονται ἀπ᾿ τούς ἀσκούς πού λύσαμε.
Θεσμικό ἀλάθητο ἀπό καθέδρας δέν
στεριώνει σέ Θεανθρώπινο ὀργανισμό, πού ἔχει πολίτευμα Συνοδικό: ἡ σύμφωνη μέ τόν Θεό γνώμη ἑνός
Ἁγίου, ὑπερισχύει τῶν πολλῶν, χωρίς νά ἐξαναγκάζονται. Ἐπιστροφή στόν μεσαιωνικό σκοταδισμό, πού ἐπέβαλε τόν παπισμό μέ βία,
δέν βρίσκει ἔδαφος ἐδῶ. Οὔτε «προοδευτικές» ἰδεοληψίες ὅτι ὁ Θεός προοδεύει
(!) σάν νά ἦταν ἀτελής («πρόοδος» στήν ἀπιστία).
Θεολογία εἶναι μόνο ἡ Θεόπνευστη,
πού δέν ἐκτρέπεται σέ πρόοδο ἤ συντήρηση, ἀφοῦ δέν ὑπόκειται ἡ ἀλήθειά της σέ
χρόνο ὅπως οἱ ἰδέες.
Σῶμα Χριστοῦ ἡ Ἐκκλησία, ἄφθαρτη καί
ἀφθαρτοποιός, δέν προσαρμόζει τό αἰώνιο στό χρονικό, ἀλλά εἰσάγει αἰώνια ζωή
στόν χρόνο τοῦ θνητοῦ καί ξεδοντιάζεται ὁ θάνατος. Πρόοδος, ἀπρόσβλητη ἀπ᾿ τή φθορά, ἡ
προαγωγή στό καθ᾿ ὁμοίωσιν, τήν θέωση.
Ὡς μέλη αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας,
ἐπιδιώκοντας κοινή πορεία μέ ὅσους ὁμοφωνοῦν, ἀρνούμαστε νά «ἐκσυγχρονιστοῦμε»
μέ ἀρχαίους σκοταδισμούς, ὡς ἀνδράποδα μιᾶς παγκόσμιας δικτατορίας, πού οὔτε στή συνείδηση θά ἐπιτρέπει
ἐλευθερία. Μέ Ὀρθόδοξη τήν μία ὑπερδύναμη καί συνεργάσιμη σέ λίγο καί τήν ἄλλη,
διαφαίνεται ἡ καταιγίδα, πού θά ἀναστείλει τήν ἐφαρμογή ἀντίχριστης
δικτατορίας, ἀπαλλάσσοντας τήν Ἐκκλησία ἀπό συμβιβασμένους πού λησμόνησαν ὅτι
«καί πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς».
Ἔτσι κι ἀλλιῶς ἀνένδοτη ἡ Ὀρθοδοξία
ἕως συντελείας.
3/12/2016