ΤΑ ΚΕΙΜΗΛΙΑ
Τὰ κειμήλια εἶναι πολύτιμα ἀντικείμενα τοῦ παρελθόντος, ποὺ φυλάσσονται
στὸ κειμηλιαρχεῖο κάθε λαοῦ καὶ μᾶς ἀφήνουν, ὁσάκις τὰ περιεργαζώμαστε,
εἴτε ἐθνικὲς εἴτε ἐκκλησιαστικὲς ἀναμνήσεις.
Βέβαια καὶ σ᾽ αὐτὰ ὑπάρχει ὑπερβολή. Παλιοὶ γεροντάδες μοῦ κατέθεταν ὅτι σὲ
μεγάλη Μονὴ ὑπάρχει τὸ στέμμα καὶ ἡ ἀρματωσιὰ τοῦ Δαρείου, τοῦ βασιλιᾶ τῆς
Περσίας· καὶ ἀλλοῦ τὸ γάλα τῆς Παναγίας καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ! Μερικὰ πρέπει
νὰ τὰ ἀποσιωποῦμε καὶ ἄλλα ἂς τὰ δεχώμαστε ὅπως μᾶς τὰ παρέδωσαν οἱ πρόγονοί μας,
χωρὶς μικροσκοπικὸ ἔλεγχο (Εἶναι-δὲν εἶναι; Ἀπὸ πότε εἶναι; Ποῦ
βρέθηκε; Ποιός τὸ ἀφιέρωσε;).
Τὰ κειμήλια εἶναι σπουδαῖες κληρονομιές, ὅταν ὅμως μένουν ἐκεῖ ποὺ τὰ
ἀφιέρωσαν. Ἀκούσατε τὰ κειμήλια ποὺ εἶχαν οἱ Ἰσραηλίτες στὴν κιβωτὸ τῆς
Διαθήκης νὰ τὰ ἔβγαλαν ποτὲ σὲ λιτάνευση γιὰ λατρεία καὶ προσκύνηση; Ἐκεῖ
πάντοτε παρέμεναν καὶ ἡ λυχνία καὶ οἱ πλάκες τῆς Διαθήκης καὶ τὸ
μάννα.
Ὅταν τὰ τριγυρνᾶμε στὸν κόσμο, δὲν γνωρίζω, δὲν ξέρω ἂν
ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι κειμήλια. Καταντοῦν –καὶ μάλιστα τὰ ἐκκλησιαστικὰ κειμήλια–
περισσότερο προβολὴ τῶν μεταφερόντων, παρὰ τῶν κειμηλίων. Ἐνῶ, ἂν προσπαθήσης
νὰ κάνης τὴν ἴδια σου τὴν ζωὴ κειμήλιο, σπάνια βέβαια θὰ βγαίνης στὸν κόσμο ἢ
καὶ καθόλου, θὰ ὠφελήσης ὅμως περισσότερο, ὅπως διδασκόμαστε ἀπὸ τοὺς βίους τῶν
Ὁσίων.
Μία κόρη ποὺ ἀσπάσθηκε τὸν χριστιανισμὸ καὶ δούλεψε καὶ στὴν γραφίδα, γιὰ νὰ
ἐνισχύση στὴν πίστη τοὺς ὁμοεθνεῖς της, κάποτε ὡδηγοῦσε στὴν Ἀθήνα,
μεταφέροντας τὸν γέροντα Ἀμφιλόχιο γιὰ ἰατρικὴ ἐξέταση. Γιὰ μιὰ στιγμὴ μοῦ
λέγει:
– Αἰσθάνομαι σὰν νὰ πιάνω πρώτη φορὰ τιμόνι, γιατὶ νιώθω πὼς μεταφέρω ἕνα
ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα κειμήλια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐγὼ ἡ ἀνάξια καὶ ἁμαρτωλή.
Καὶ τὸ κάνω μὲ πολὺ φόβο, σὰν νὰ ὁδηγῶ πρώτη φορὰ στὴν ζωή μου. Θέλει κι αὐτὸ
προετοιμασία, προπόνηση καὶ πνευματικὴ καὶ σωματική.
Θαύματα μπορεῖ νὰ γίνωνται, ἀλλὰ πρέπει νὰ εἴμαστε συγκρατημένοι. Καλύτερα
νὰ τὰ διηγοῦνται αὐτοὶ ποὺ τὰ ἔζησαν, παρὰ ἐμεῖς ποὺ τὰ ἀκούσαμε. Αὐτὴ
ἦταν ἄλλωστε καὶ ἡ γραμμὴ στὴν Καινὴ Διαθήκη. Ὅταν θεραπεύθηκε ὁ δαιμονισμένος
τῶν Γεργεσηνῶν, ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε «διηγοῦ παντοῦ τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ». Καὶ
στὸν παραλυτικὸ παρόμοια ἐντολὴ ἔδωσε. Ποτὲ ὁ Χριστὸς στὸν λόγο του δὲν
διηγήθηκε τὰ θαύματα ποὺ ἐπετέλεσε. Ἀντιθέτως, συνιστοῦσε στοὺς εὐεργετηθέντες
πουθενὰ νὰ μὴ διηγηθοῦνε τὸ γεγονός, ἀλλὰ αὐτοὶ μόνοι τους διεκήρυτταν τὰ
θαυμάσια τοῦ Θεοῦ.
Δὲν δοξάζεται ὁ Θεὸς μὲ κειμήλια καὶ ἀντικείμενα λατρείας, παρὰ μόνον ἂν
σταθοῦμε ἐμεῖς πόλις κειμένη στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ, ἂν ἐμπλουτισθοῦμε ἐμεῖς μὲ
τὶς ἀέναες χάριτες τοῦ Θεοῦ.
Ἡ μεταφορά τους γίνεται μὲ μεταξωτὰ φορέματα καὶ ὄχι μὲ ἐκεῖνα ποὺ φοροῦσε ὁ
Πρόδρομος. Εἶναι τραγικὴ εἰρωνία νὰ προσφέρουμε γιὰ προσκύνηση στὸν κόσμο
λείψανα Μαρτύρων καὶ Ὁσίων, οἱ ὁποῖοι καταδίκασαν στὴν ζωή τους αὐτὸ ποὺ
στηλίτευσε καὶ ὁ Χριστός –«οἱ τὰ μαλακὰ φοροῦντες ἐν τοῖς οἴκοις τῶν βασιλέων
εἰσί»– καὶ νὰ τὰ μεταφέρουμε ἐν πορφύρᾳ καὶ βύσσῳ βασιλικῇ καὶ μὲ ὑπέρμετρο
κομπασμό. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο στήνουμε πυροβολεῖα, γιὰ νὰ μᾶς πολεμοῦν αὐτοὶ ποὺ
ἔχουν κλονισμένη τὴν πίστη στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ μεταφορά τους μὲ
ὑπερπολυτελῆ αὐτοκίνητα καὶ παρουσιάσεις στρατιωτικὲς ἀπωθεῖ τὸν κόσμο ἀπὸ τὰ
κειμήλια.
Κειμήλιο γίνε ἐσὺ βρέ, καὶ ἄσ᾽ το τὸ ἄλλο φυλαγμένο ἐκεῖ ποὺ σ᾽τὸ παρέδωσαν
οἱ πατέρες σου. Δὲν εἶναι δικό σου τὸ κειμήλιο. Εἶναι τοῦ Γένους. Εἶναι
τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι δῶρα κεκρυμμένα. Δὲν ὠφελοῦν τὸν κόσμο καὶ μάλιστα ὅταν
ὑπάρχη δίπλα καὶ τὸ καλαθάκι ἢ ἡ καλάθα.
– Ποῦ εἶναι τὸ καλάθι; μὲ ρώτησαν, ὅταν ἔβαλα ἕνα τέτοιο κειμήλιο στὸ μετόχι
τῆς Μονῆς Δοχειαρίου.
– Δὲν κατάλαβα. Τί εἶναι αὐτὸ τὸ καλάθι;
– Νεόδμητο εἶναι τὸ μοναστήρι· δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ βοήθεια οἰκονομική;
– Δὲν ἔχει ἀνάγκη οὔτε ἀπὸ καλάθι οὔτε ἀπὸ οἰκονομικὴ βοήθεια. Γιὰ ζητεία
ἦταν κάποτε, ὅταν μᾶς ἔκοβε ἡ λόρδα καὶ ἡ σκλαβιὰ μᾶς ἔπαιρνε τὸ ψωμὶ μέσα ἀπ᾽
τὸ στόμα. Τώρα, ποιό μοναστήρι, ποιά ἐκκλησία δὲν ἔχει τὰ ἀπαραίτητα; Ἂς
μένουμε σ᾽ αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἔχετε σκεπάσματα καὶ
τροφές; Νὰ ἀρκῆσθε σ᾽ αὐτά».
Τὰ μπουλούκια στὶς ὑποδοχὲς τῶν κειμηλίων δὲν εἶναι προβολή, δὲν εἶναι δόξα
τοῦ Θεοῦ. Μᾶλλον εἶναι δική μας ἀνάγκη νὰ φανοῦμε στὸν κόσμο. Πόσο καλὰ θὰ
εἶναι ἂν ἀκούσουμε τὸν λαό, ποὺ λέγει «νέτα οἱ τράγοι». Παραποιημένη εἶναι
ἡ παροιμία, ἀλλὰ δὲν ἔχει χάσει τὴν ἀξία της.
Θὰ μοῦ πῆτε: «Ἐσὺ δὲν βγάζης κάθε χρόνο τὸ ἀντίγραφο τῆς Γοργοϋπηκόου;». Τὸ
πηγαίνω σ᾽ ἕνα τόπο καὶ δὲν βαστῶ καλάθι. Μᾶλλον ἀδειάζει τὸ καλάθι ποὺ δὲν
γέμισε ποτέ. Ἄλλωστε, ἡ Παναγία δὲν ὑπάγεται στὰ κειμήλια. Εἶναι σὲ ἄλλη τάξη
καὶ θέση. Ἂς σταματήση τὸ τρεχαλητὸ τῆς ἁγίας Ζώνης, γιατὶ ἴσως μὲ αὐτὴν θὰ μᾶς
δέση ἡ Παναγία καὶ θὰ μᾶς ἀποδιώξη ἀπὸ τὶς αὐλές της.
Ἂς εἴμαστε ἰδιαιτέρως προσεκτικοί, καὶ μάλιστα ὅταν λιτανεύουμε τὸν πανάγιο
Σταυρό, τὸ κατ᾽ ἐξοχὴν κειμήλιο τῆς πίστεώς μας, ποὺ σηκώνει καὶ λατρεία καὶ
προσκύνηση, γιατὶ συμβολίζει ὁλόκληρη τὴν θυσία τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλα κειμήλια
ἔχουν μικρὸ περιεχόμενο ἔναντι τοῦ τιμίου Σταυροῦ καὶ μάλιστα ἂν εἶναι κειμήλιο
ποὺ δὲν σηκώνει περικοκλάδες καὶ κοσμικὲς πομπές, τότε ἂς εἶναι περιωρισμένη ἡ
λιτάνευσή του· καλύτερα μόνον στὸν χῶρο ποὺ φυλάσσεται. Μὲ τὴν παρουσίαση
κάποιων σπανίων κειμηλίων, χάνει τὸ σύμβολο τοῦ Σταυροῦ τὴν μοναδικότητα ποὺ
πρέπει νὰ ἔχη στὰ μάτια τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων. Ἀποπροσανατολίζουμε τὴν εὐλάβεια
τοῦ κόσμου σὲ ἄλλα μικρὰ κειμήλια, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι ἀντάξια τοῦ Σταυροῦ καὶ
σπάνια τὰ βλέπουμε, καὶ τρέχουμε περισσότερο ἐκεῖ, παρὰ στὴν προσκύνηση τοῦ
ζωοποιοῦ ξύλου. Πουθενὰ ἡ Ἐκκλησία δὲν προβάλλει προσκύνηση καὶ λατρεία ἄλλων
κειμηλίων, πλὴν τοῦ τιμίου Σταυροῦ. Αὐτὸν περιμένει ὅλος ὁ κόσμος νὰ προσκυνήση
καὶ νὰ ἀνακράξη τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Γι᾽ αὐτό, ἂς προσέχουμε καὶ ἂς ἔχουμε
συντηρητικότητα γιὰ τὰ ἄλλα κειμήλια ποὺ κληρονομήσαμε ἀπὸ τοὺς πατέρες μας, ἐκ
τῶν ὁποίων πολλὰ εἶναι καὶ συζητούμενα, ἴσως καὶ ἀμφιβαλλόμενα. Ὁ Σταυρὸς τοῦ
Κυρίου δὲν ἔχει τέτοια βάσανα: «Εἶναι-δὲν εἶναι; Ποιός τὸν βρῆκε; Ποιός τὸν
φύλαξε καὶ ἔφθασε μέχρις ἐμᾶς;».
Μόνον ὁ Σταυρὸς εἶναι τόσο ἀρρήκτως συνδεδεμένος μὲ τὸ σῶμα τοῦ Θεανθρώπου,
ποὺ μποροῦμε βλέποντάς τον νὰ ἀναφωνήσουμε αὐθόρμητα «νά ὁ Χριστός» καὶ νὰ τὸν
προσκυνήσουμε. Γιὰ τὰ ἄλλα κειμήλια ποὺ φορέθηκαν ἢ χρησιμοποιήθηκαν κάποτε
στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κάνουμε αὐτό. Παραδείγματος χάριν ἡ
ἁγία Ζώνη δὲν εἶναι Παναγία, εἶναι ἡ ζώνη τῆς Παναγίας. Τοῦ Σταυροῦ ὁλόκαρδα
δέχομαι τὴν λιτάνευσή του, τὴν λατρεία του καὶ τὴν προσκύνησή του. Γι᾽ αὐτό,
μόνον στὸν Σταυρὸ ἔχω εὐρύτητα λατρείας καὶ προσκυνήσεως· στὰ ἄλλα,
κομποδέματα.
Τὰ μεγάλα καὶ θαυμαστὰ καὶ αὐτὰ ποὺ μεταμορφώνουν τὴν ζωή μας ἐπιτελοῦνται
ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου κάθε ναοῦ. Ἔχουμε τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν
μας μὲ τὴν συμμετοχή μας στὸ μεγάλο μυστήριο, ποὺ μᾶς κάνει σύσσωμους καὶ
σύναιμους Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν. Αὐτὸ πρέπει νὰ ἐπιθυμοῦμε καὶ αὐτὸ πρέπει νὰ
προσμένουμε. Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ μεγάλο θαῦμα ποὺ ἐπιτελεῖται σὲ κάθε θεία
Λειτουργία. Αὐτὸ εἶναι ποὺ τό ᾽χουμε δίπλα στὸ σπίτι μας καὶ δὲν χρειάζεται γιὰ
νὰ τὸ πάρουμε τελετές, παρὰ μόνον φόβος Θεοῦ, ἀγάπη καὶ πίστη.
Ἔχεις, λαὲ τοῦ Θεοῦ, τὸν ἁγιασμό· μὴ ζητᾶς περισσότερα. Ὅλα τὰ ἔχεις κοντά
σου. Μᾶς τὰ ἔδωσε ὁ Χριστός. Προσκύνα καὶ μὴ ζητᾶς πανηγύρια καὶ
γιορτές. Εἶναι ἀρκετὸ αὐτὸ ποὺ ἔχεις κάθε μέρα γιὰ τὴν σωτηρία σου.
Ἐπιτέλους ἐνωτισθῆτε καὶ μὴ ζητᾶτε πράγματα τὰ ὁποῖα δὲν ξέρετε οὔτε ἐσεῖς οὔτε
ἐμεῖς ἂν ὠφελοῦν καὶ χαριτώνουν.
Πικρόλαλα ὁμιλῶ αὐτὴν τὴν ὥρα. Δὲν τὸ κάνω οὔτε ἀπὸ ζήλεια οὔτε ἀπὸ φθόνο,
ἀλλὰ ἀπὸ λύπηση αὐτῶν τῶν κινήσεων στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Γινόταν ἀπὸ παλιά,
ἀλλὰ τώρα συμφέρει νὰ σταματήση. Ὄχι «φέρτε τὸ κειμήλιο, γιὰ νὰ εἰσπράξουμε καὶ
νὰ τελειώση ἡ οἰκοδομὴ τοῦ ναοῦ». Ἄφηνε· οὔτε κόντυναν τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ οὔτε
τὶς παλάμες ἔσγιγξε. «Ἀνοίξαντός σου τὴν χεῖρα, τὰ σύμπαντα πλησθήσονται
χρηστότητος.»
Ὅσο θυμᾶμαι ὅτι τὸ συγκεκριμένο κειμήλιο μεταφέρθηκε μὲ συνοδεία
μοτοσυκλετιστῶν σὲ γηραιὸ καὶ ἄρρωστο πρωθυπουργό, καὶ ὄχι ἡ μεταλαβιά, τὸ
ἐφόδιο τῆς αἰώνιας ζωῆς, ὁ νοῦς μου ἐκταράσσεται καὶ ἐπαναλαμβάνω ἐκεῖνο ποὺ
ἔλεγε ἕνας γέρος στὴν πατρίδα μου «μπρέ, μπρέ, μπρὲ τὶ ἐπάθαμε! Τῆς Παναγιᾶς τὰ
ροῦχα στὴν πλουσιωτέρα οἰκία τοῦ κόσμου!…»
Παναγία μου, νύχτωσε κι ἐχάσαμε τοὺς ἀληθινοὺς δρόμους; Τί ἔγινε; Σκοτάδια
μᾶς περιεκύκλωσαν; Δὲν διαβάζουμε τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ λέγει «ὅταν ἀσθενῆς,
προσκάλεσε τοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας καὶ αὐτοὶ μὲ τὸ μυστήριο τοῦ
εὐχελαίου, θὰ ἀναρρώσουν, θὰ συνεφέρουν τὸν ἀσθενοῦντα»;
Ἄλλη μιὰ φορὰ τὸ εἶδα αὐτό: νὰ λιτανεύεται στὴν κηδεία τοῦ Παύλου τοῦ
βασιλιᾶ καὶ τῆς Εὐαγγελίστρας τῆς Τήνου ἡ εἰκόνα. Πόσο τραγικοποιοῦμε τὴν ζωὴ
τῆς Ἐκκλησίας! Οἱ μουσουλμάνοι εἶναι σοβαρότεροι ἀπὸ μᾶς. Δὲν πῆραν τὴν τρίχα
τοῦ Μωάμεθ ἀπὸ τὴν Μέκκα νὰ τὴν γυρίζουν στὸν κόσμο, ἀλλὰ ὑποδεικνύουν στοὺς
ὀπαδούς τους ἐκεῖ νὰ πηγαίνουν νὰ τὴν προσκυνοῦν.
Εὐτυχῶς ὁ Χριστός, γιὰ νὰ ἀναστήση τὸν Λάζαρο, δὲν κουβάλησε κανένα κειμήλιο
ἀπὸ τὰ ἄνω δώματα, γιατὶ ὁ Ἴδιος ἤτανε τὸ ἀληθινὸ κειμήλιο τοῦ κόσμου.
Ἂς ἐπιστρέφουμε σιγά-σιγὰ στὴν Ἐκκλησία καὶ ἂς στοιχίζουμε τὴν ζωή μας στὶς
διδαχὲς τοῦ Ἀρχηγοῦ τῆς πίστεώς μας.
Κύριε, –ἂς λέμε ὅλοι Κύριε– δίδαξόν ἡμᾶς τὴν ὁδὸν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐν τῷ
φωτί σου πορευσόμεθα. Ἀμήν.
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης