«Καὶ ἰδοὺ εἷς προσελθὼν εἶπεν αὐτῷ·
διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;(:Και
ιδού Τον πλησίασε κάποιος και Του είπε: “Διδάσκαλε
αγαθέ, τι καλό να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;’’)»[Ματθ.19,16]
Ορισμένοι
κατηγορούν τον νέο αυτόν ως ύπουλο και πονηρό με τη σκέψη ότι πλησίασε τον
Ιησού με σκοπό να Τον πειράξει· εγώ όμως
δεν θα μπορούσα να αρνηθώ ότι ήταν
φιλάργυρος και δούλος των χρημάτων, επειδή και ο Χριστός τον έλεγξε ως
άνθρωπο αυτού του είδους, ύπουλο όμως δεν
θα μπορούσα να τον ονομάσω με κανένα τρόπο, και διότι δεν είναι ασφαλές το να επιχειρεί κανείς να κρίνει τα άγνωστα πράγματα
και ιδίως όταν πρόκειται για κατηγορίες, και για τον πρόσθετο λόγο ότι ο
ευαγγελιστής Μάρκος έχει αναιρέσει αυτήν την υποψία· καθόσον λέγει ότι «Καὶ ἐκπορευομένου
αὐτοῦ εἰς ὁδὸν προσδραμὼν εἷς καὶ
γονυπετήσας αὐτὸν ἐπηρώτα αὐτόν(:και ενώ έβγαινε ο Ιησούς από το σπίτι στο
δρόμο, έτρεξε κοντά Του ένας
άνθρωπος και αφού γονάτισε μπροστά Του,
Τού έθετε ερωτήσεις)»[Μάρκ.10,17] και ότι «ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτὸν(:ο Ιησούς τότε τον κοίταξε με πολλή αγάπη
και ενδιαφέρον και τον συμπάθησε)»[Μάρκ.10,21].