Ἀποτελεῖ πιὰ κοινὴ διαπίστωση ὅτι ζοῦμε τοὺς καιροὺς ποὺ βασιλεύει ὁ μηδενισμός, ὁ ὑλισμός, ὁ ὑποτιθέμενος «ὑπεράνθρωπος» τοῦ Νίτσε, ὁ ὁποῖος «σκότωσε» τὸν Θεὸ γιὰ νὰ ἐπιτύχει τὴν ἐλευθερία του. Ἀντὶ αὐτοῦ ὅμως ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος σκότωσε τὴν ἴδια του τὴν φύση καὶ ἀπὸ ἐλεύθερος ἔγινε δοῦλος, ἀπὸ κοινωνικὸ ὂν μοναχικός, ἀπὸ δυνατὸς ἀδύνατος, ἀπὸ γενναῖος δειλός:
«Ἡ μετάβαση ἀπὸ τὴν θεοκεντρικότητα στὸν ἀνθρωποκεντρισμό, ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο στὸν ἀνθρωποθεό, ἔχει ὡς τελικὸ κατάντημα τὸν αὐτοεγκλεισμὸ τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἔνδεια τῆς αὐτάρκειάς του, τὴν αὐτοεγκατάλειψή του στὰ μηδενικὰ καὶ στὰ ἄπειρα ἀδιέξοδά του, τὴν παραμόρφωσήτου σ’ ἕνα εἴδωλο ἀνάμεσα σ’ ἀναρίθμητα εἴδωλα, τὴ μεταβολή του σ’ ἕνα φοβισμένο κι ἀδύνατο ὄν, τὴν ἀπώλεια τῆς δυνατότητάς του νὰ εἶναι ἄνθρωπος. Πραγματώνοντας ἔτσι τὸν προορισμό του καὶ δίνοντας νόημα στὸν κόσμο» (π. Μιχαὴλ Καρδαμάκης «Ὀρθόδοξη Πνευματικότητα», Β΄ ἔκδ. 1993, σελ. 39).
Οἱ διαπιστώσεις αὐτὲς παρότι διατυπώθηκαν 28 χρόνια πρίν, ἐκφράζουν μὲ ἀπίστευτη ἀκρίβεια τὴν κατάσταση ποὺ βιώνει ὁ σημερινὸς μεταμοντέρνος ἄνθρωπος μὲ τὴν κρίση τοῦ Κορονοϊοῦ.
Ὁ κύριος λόγος τῆς μὴ καταπολέμησης τῆς παραπάνω τραγικῆς κατάστασης τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἀνυπαρξία προβολῆς ἀπὸ τὴν σημερινὴ Ἐκκλησία (ὄχι φυσικὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἀληθείας, ἡ ὁποία δὲν θὰ σταματήσει ποτὲ νὰ μαρτυρεῖ καὶ νὰ θεραπεύει, ἀλλὰ τὴν Ἐκκλησία τῶν σημερινῶν ταγῶν καὶ τῶν σημερινῶν πιστῶν) τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητας καὶ σωτηρίας. Ἀντὶ αὐτῆς τὸ μήνυμα τῶν σημερινῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐκπροσώπων εἶναι ἕνα μήνυμα μίας ψευδοῦς πνευματικότητας, μίας «πνευματικότητας» οἰκουμενιστικοῦ καὶ ἐκκοσμικευμένου χαρακτῆρος. Τὸ φαινόμενο αὐτὸ ἔχει διαπιστωθεῖ πολλὲς φορές.
Καὶ ὅμως, ἀρνούμαστε νὰ τὸ παραδεχθοῦμε, καθὼς ἡ ψευδοπνευματικότητα εἶναι ἄνετη, γλυκιὰ καὶ εὔκολη καὶ ἐπιτρέπει νὰ συμμετέχουν «ἁμαρτωλοὶ ἐξαγνισμένοι ἄνευ μετανοίας (σσ. αὐτὸ δὲν ἰσχύει μόνο γιὰ τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ὀρθόδοξους), δίκαιοι δικαιωμένοι χωρὶς τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ χωρὶς τὴν χάρη τοῦ Χριστοῦ, ὁ Θεὸς χωρὶς τὴν ἐξουσία πάνω στὴν θέληση τῶν ἀνθρώπων, ἕνας προορισμὸς χωρὶς μυστήριο, μία ἀπολύτρωση χωρὶς βεβαιότητα» (Blaise Pascal, «Σκέψεις», ὅπ. παρ., σελ. 50). Ποιός μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ, ὅτι αὐτὸ συμβαίνει σήμερα καὶ αὐτὸ προωθοῦν οἱ σημερινοὶ ἐκκλησιαστικοὶ ταγοί;
Ὡς ἐκ τούτου ἀποδεικνύεται ἀναγκαῖο νὰ ξανατονισθεῖ, τί ἐστι ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Ἐπειδὴ ὅμως γι’ αὐτὴν ἔχουν ὁλοκληρωμένα γράψει καὶ διδάξει οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, στὸ κείμενο αὐτὸ θὰ γίνει ἡ προσπάθεια νὰ τονισθεῖ, τί δὲν εἶναι ὀρθόδοξη πνευματικότητα, παρουσιάζοντας κάποια ἀπὸ τὰ σημαντικότερα σημερινὰ ψευδομηνύματα καὶ ψευδοκηρύγματα τῶν σημερινῶν ψευδοποιμένων.
Ὀρθόδοξη πνευματικότητα δὲν εἶναι μία ἔκφραση θρησκευτικότητας. Δὲν εἶναι μία θετικὴ στάση ζωῆς ἀνοιχτῆς σ’ ὅλους καὶ σὲ ὅλα. Δὲν εἶναι μία ἐνασχόληση μὲ τὸν ἐσωτερικό μου κόσμο συνοδευόμενη ἀπὸ τὴν ἐκτέλεση θρησκευτικῶν καθηκόντων. Δὲν εἶναι ἡ προσαρμογὴ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Παράδοσης στοὺς σημερινοὺς καιροὺς γιὰ νὰ ἀγκαλιάσουμε τάχα τὸν κάθε ἄνθρωπο, ἀνεξάρτητα τί πιστεύει, τί πράττει, ποὺ ἀνήκει, ποιὰ σεξουαλικὴ προτίμηση ἔχει κλπ. Ἡ ὀρθόδοξη πνευματικότητα εἶναι ἡ ἔκφραση ὀντολογικῆς κοινωνίας στὸ θαῦμα τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς πίστεως σ’ Αὐτόν. Εἶναι ὑπέρβαση τῆς ἐσωτερικότητας τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ συμμετοχὴ στὴν γνήσια καὶ αὐθεντικὴ μυστικὴ καὶ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἕνωση μὲ τὸ θεανθρώπινο σῶμα τοῦ Χριστοῦ μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ ταυτίζεται μὲ τὴν Ὀρθοδοξία τὴν ἴδια, ἡ ὁποία καὶ σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς ἐκκοσμικευμένους αἱρετικοὺς Οἰκουμενιστές, ἀλλὰ καὶ ὅλους τοὺς αἱρετικούς, διαφυλάττει τὴν Παράδοση, ὅπως τὴν ἔλαβε ἀπὸ τὴν ἀρχή της, ἀναλλοίωτη καὶ πάντα ἐπίκαιρη ἀνεξαρτήτως χρόνων καὶ συνθηκῶν, καὶ «δὲ διατείνεται κάτι, ἀλλὰ μαρτυρεῖ, δὲν εἶναι ἀντιλογία, ἀλλὰ ὁμολογία, δὲν εἶναι ἄρνηση, ἀλλὰ θέση γεμάτη περιεχόμενο γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν σωτηρία του» (ὅπ. παρ., σελ. 22-23).
Ὀρθόδοξη πνευματικότητα δὲν εἶναι ἡ ἀπροϋπόθετη συμφωνία μὲ τὴν τεχνικὴ καὶ τὴν ἐπιστήμη, ὅ,τι κι ἂν αὐτὴ πρεσβεύει καὶ πράττει, διότι ἡ γνώση εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ ἄνευ προϋποθέσεων. Τὴν ἀπόδειξη μᾶς τὴν δίνει ὁ ἅγ. Ἰσαὰκ ὁ Σύρος: «Ἡ σαρκικὴ γνώση, ποὺ ἀπορρίπτει τὴν πίστη καὶ τὴν ἀναφορὰ τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων στὸ Θεό (σσ. δὲν εἶναι πίστη καὶ ἀναφορὰ στὸ Θεό ‒ὅπως θέλει νὰ μᾶς πείσει ἡ ἐπιτροπὴ βιοηθικῆς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ καὶ τοῦ Πατριαρχείου‒ οἱ ἐκτρώσεις καὶ ἡ χρησιμοποίηση τῶν δολοφονημένων ἐμβρύων σὲ ἰατρικὰ πειράματα καὶ κατασκευάσματα), ποὺ εἶναι ἄλογη στὸν ὀρθολογισμό, καὶ αὐθάδης στὴν οἴηση τῆς παντοδυναμίας της, ποὺ εἶναι γυμνὴ ἀπὸ τὴν θεία μέριμνα καὶ φτωχὴ στὸν κοσμικὸ περιορισμό της, δὲν ἔχει νὰ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο παρὰ μία συνεχὴ ἀνησυχία καὶ ἕνα διαρκὴ φόβο… Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δουλώνεται σ’ αὐτὴ τὴ γνώση, δουλώνεται στὴν μικροψυχία, στὴ λύπη, στὴν ἀπόγνωση, στὸ δαιμονικὸ φόβο, στὴν ἀνθρώπινη δειλία, στὸν κίνδυνο τῶν ληστῶν, στὶς ἀπειλὲς τῶν θανατώσεων, στὴ φροντίδα γιὰ τὶς ἀσθένειες, στὴ μέριμνα γιὰ τὴν ἔνδεια, στὴν ἱκανοποίηση τῶν ἀναγκῶν, στὸ φόβο τοῦ θανάτου, τῶν παθῶν καὶ τῶν πονηρῶν θηρίων… Μία τέτοια γνώση δὲν κάνει τίποτα ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ μηχανᾶται καὶ νὰ μετέρχεται ὅλες τὶς πανουργίες. Ὅταν ἐξαντλήσει τοὺς τρόπους τῶν μηχανημάτων της, τότε μάχεται τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ τὴν ἐμποδίζουν καὶ τὴν ἀντιστρατεύονται» («Ἅπαντα τὰ εὑρεθέντα ἀσκητικά», σελ. 256).
Ὀρθόδοξη πνευματικότητα δὲν εἶναι ἡ ἀπομόνωση καὶ ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὴν κοινωνία ὡς χριστιανικὸ καθῆκον, ὑποτίθεται ἀπὸ ἀγάπη γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν «πανδημία». Δὲν εἶναι ἡ ἀπομόνωση τῶν γερόντων, ὁ βιασμὸς τῆς παιδικῆς ψυχῆς, ἡ ἄρνηση συνόδευσης τῶν κεκοιμημένων καὶ παρηγοριᾶς τῶν ζωντανῶν, ἡ παρηγοριὰ τῶν φοβισμένων μὲ κρατικὴ ἄδεια καὶ ραντεβοῦ μὲ SMS. Ὀρθόδοξη πνευματικότητα εἶναι αὐτὴ τοῦ Παύλου, ποὺ ἔγινε ἀσθενὴς γιὰ νὰ σώσει τοὺς ἀσθενεῖς. Γράφει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Γιατὶ πραγματικὰ σὰν νὰ γέννησε αὐτὸς ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη, ἔτσι ἀνησυχοῦσε, ἔτσι ἔτρεχε, ἔτσι προσπαθοῦσε νὰ ὁδηγήσει ὅλους στὴ βασιλεία τῶν οὐρανών, θεραπεύοντας, παρηγορώντας, δίνοντας ὑποσχέσεις, προσευχόμενος, ἱκετεύοντας, φοβερίζοντας τοὺς δαίμονες, ἀπομακρύνοντας ἐκείνους ποὺ διέφθειραν τοὺς ἄλλους (σσ. τί νὰ ποῦν οἱ σημερινοὶ «εὐσεβεῖς» ποὺ ὄχι μόνο δὲν ἀπομακρύνουν, ἀλλὰ κοινωνοῦν μὲ τοὺς διαφθορεῖς), μὲ τὴν παρουσία του, με ἐπιστολές, μὲ λόγους, μὲ πράξεις, μὲ τοὺς μαθητές, ἀνορθώνοντας μὲ τὸ παράδειγμά του ἐκείνους ποὺ κλονίζονταν στὴν πίστη τους, στηρίζοντας ἐκείνους ποὺ ἦταν σταθεροί, σηκώνοντας ἐκείνους ποὺ εἶχαν πέσει, θεραπεύοντας ἐκείνους ποὺ εἶχαν συντριβεῖ, παρακινώντας τοὺς ἀδιάφορους, βγάζοντας φοβερὲς κραυγὲς πρὸς τοὺς ἐχθροὺς, ρίχνοντας φοβερὸ βλέμμα πάνω στοὺς ἀντιπάλους… Καὶ μὴ μοῦ πεῖς τοὺς νεκρούς, τοὺς ὁποίους ἀνέστησε, οὔτε τοὺς λεπρούς, τοὺς ὁποίους καθάρισε. Τίποτε ἀπό αυτὰ δὲν θὰ σοῦ ζητήσει ὁ Θεός. Ἀπόκτησε τὴν ἀγάπη τοῦ Παύλου καὶ θὰ ἔχεις τέλειο τὸ στεφάνι» (Ε.Π.Ε. τ. 36, σ. 433-445).
Πῶς θεράπευσε λεπροὺς ὁ Παῦλος, ἂν δὲ τοὺς ἐπισκεπτόταν καὶ μάλιστα μὲ μία ἀσθένεια ἄνευ φαρμάκου καὶ ἐμβολίου; Ποιός θὰ ἦταν τόσο ἀδαής, ὥστε νὰ πιστεύει, ὅτι ὁ Παῦλος ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας θὰ ὑποστήριζε τὰ σημερινὰ μέτρα κατὰ τῆς ἀποκαλουμένης «πανδημίας»; Πῶς μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖ ὀρθόδοξη πνευματικότητα ἡ θρασύτατη ἄρνηση τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου καὶ τῆς τιμωρίας ποὺ αὐτὸς περιέχει «ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με… ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. 25. 43-45). Τί θὰ ποῦμε στὸν Κύριο; Βλέπεις, Κύριε, ἡ πανδημία;
Ὀρθόδοξη πνευματικότητα δὲν εἶναι ὁ τονισμὸς τῶν ἀρετῶν καὶ ὁ ἔπαινος αὐτῶν ὡς ἐπίτευγμα τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Δὲν εἶναι ἡ δικαιολογία καὶ ἀνάδειξη τοῦ κάθε αἱρετικοῦ καὶ βλάσφημου ἀνθρώπου, παρόλο ποὺ ἀθετεῖ καὶ διαστρέφει τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ κατέχει κάποιες ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀρετές. Οἱ ἀρετὲς εἶναι χαρίσματα τοῦ Θεοῦ καὶ ὡς τέτοιες ἐμεῖς τὶς φροντίζουμε τηρώντας τὶς ἐντολές Του «κατὰ χάριν ἔδωσε ἐξουσία ὅλοι νὰ γίνουν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν, ποὺ δόθηκαν γιὰ νὰ μᾶς φυλάσσουν μᾶλλον καὶ νοοῦνται ὡς χάρη τοῦ Θεοῦ… κάθε γνώση καὶ καὶ κάθε ἀρετὴ καὶ δύναμη εἶναι χάρη τοῦ Θεοῦ» (Πέτρος Δαμασκηνός, Φιλοκαλία, τόμος Γ΄, σελ. 10 καὶ 17). Ἡ αὐτοκαύχηση ἐξ αἰτίας κάποιων ἀρετῶν καὶ χαρισμάτων χωρὶς τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, εἶναι μιαρὴ στὸν Θεό: «οὐαὶ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ, ὃς ἔχει τὸ ὄνομα αὐτοῦ μείζων τῆς ἐργασίας αὐτοῦ» (Ἀββᾶς Σιλουανός, Γεροντικόν, σελ. 116).
Ὀρθόδοξη πνευματικότητα δὲν εἶναι ἡ ἀπαγόρευση λατρείας τοῦ Θεοῦ στὴν Ἐκκλησία, ἡ διαδικτυακὴ ἀντικατάστασή της λόγῳ «πανδημίας», ἡ συντόμευσή της λόγῳ τῶν εἰδικῶν συνθηκῶν καὶ μέτρων, ἡ ἀνάρτηση στὰ ἠλεκτρονικὰ μέσα ἐπικοινωνίας πλακάτ, ὅπως «κόντρα στον Κορονοϊό πάμε με τα δύο ΠΡΟ (Προ)σοχὴ καὶ (Προ)σευχή» (ἐδῶ) ἡ, φεῦ, ἐκπροσώπευση τῶν πιστῶν, στοὺς ὁποίους ἀπαγορεύεται νὰ λατρεύσουν τὸν Θεό τους, διὰ ἀντιπροσώπων, ἱερέων, ψαλτῶν καὶ ἐπιτρόπων.
Ἡ πληρότητα τῆς προσευχῆς, τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας καὶ τῆς συνείδησης ὡς μέλος τοῦ Θεανθρωπίνου Σώματος τοῦ Χριστοῦ κάθε πιστοῦ πραγματοποιεῖται στὴν Θεία Λατρεία τῆς Ἐκκλησίας. Χωρὶς τὴν Θεία Λατρεία μὲ τὴν συμμετοχὴ τῶν πιστῶν στερεῖται ὁ κόσμος τῆς δυνάμεως ποὺ τὸν στηρίζει: «Ἡ λατρεία εἶναι ἡ δύναμη ἐκείνη ποὺ ἔχει δοθεῖ στὴν Ἐκκλησία γιὰ νὰ ἀντιμετωπίζει τὸν κόσμο (σσ. ὄχι νὰ ὑποτάσσεται σ’ αὐτόν), νὰ κρίνει, νὰ σώζει, νὰ θεραπεύει, νὰ ὁλοκληρώνει, νὰ διορθώνει τὶς καταστάσεις, νὰ ἀνατρέπει τὰ εἴδωλα, νὰ ἐξορκίζει τὸ δαιμονικό, νὰ σκέπει τὸν κόσμο, νὰ τὸν κάνει νὰ ἀναπνέει, νὰ ἐξακολουθεῖ ὁ κόσμος νὰ ἔχει ἕνα ὀντολογικὸ ἀγκυροβόλιο, δηλαδὴ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ» (Οl. Clement, «Ὀρθόδοξη Πνευματικότητα» σελ. 437).
«Σωζόμαστε μὲ τοὺς ἄλλους καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους κι αὐτὸ σημαίνει στὴν Ἐκκλησία καὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία» (ὅπ. παρ., σελ. 438).
Εἶναι δυνατὸν οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ταγοὶ νὰ πιστεύουν τὰ παραπάνω καὶ νὰ κλείνουν τοὺς ναούς, νὰ ἀπαγορεύουν στοὺς πιστοὺς νὰ ἐκκλησιαστοῦν, νὰ συνιστοῦν τὴν ἀποφυγὴ τῆς Θ. Λειτουργίας ἢ νὰ ἀπαιτοῦν μάσκες καὶ ἀποφυγὴ τιμῆς τῶν εἰκόνων καθὼς καὶ ἀπολύμανση τοῦ ναοῦ μετὰ τὴν Θ. Λειτουργία; Εἶναι δυνατὸν νὰ παρουσιάζουν ὅλα αὐτὰ τὰ αἴσχη ὡς ἀπόδειξη ὀρθόδοξης πνευματικότητας καὶ στάσης καὶ νὰ κηρύττουν ὅτι ὑποφέρουν καὶ ἀπὸ πάνω;
Ναί, εἶναι δυνατόν, ἀφοῦ ὁ Οἰκουμενισμὸς καὶ ἡ ἐκκοσμίκευση κατέστρεψαν κάθε ὀρθόδοξο κριτήριο καὶ πνεῦμα. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει στραμμένη τὸ βλέμμα Της στὰ ἔσχατα καὶ βιώνει τὸ παρὸν ἐσχατολογικά. Αὐτοὶ τὸ ἔχουν στὸ παρόν καὶ οὔτε θέλουν νὰ σκεφτοῦν ἐσχατολογικά. Πρέπει ἐπιτέλους ἐμεῖς οἱ πιστοί, ρασοφόροι καὶ λαϊκοί, νὰ ἀναλάβουμε τὶς εὐθῦνες μας, διότι καὶ ἐμεῖς κατεχόμαστε εἴτε λίγο εἴτε πολὺ ἀπὸ τὴν ἴδια ψευδοπνευματικότητα, καὶ νὰ ἀγωνιστοῦμε πνευματικά, ὀρθόδοξα. Ἡ ἐπιδημία τοῦ Κορονοϊοῦ εἶναι, ἴσως, ἡ τελευταία μας εὐκαιρία.
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου