Όχι τίποτ’ άλλο, αλλά έρχεται στο μυαλό συνέχεια ο μύθος με το χταποδάκι (του Κόντογλου)… Στην θέση της «μαμάς -χταπόδι», οι σημερινοί πνευματικοί…
– Πάτερ μου, έκαναν συμπροσευχές με αιρετικούς!
– Δεν πειράζει… Εμείς να μην πέφτουμε σε Ιεροκατάκριση. Εμείς λόγο θα δώσουμε για την ψυχή μας. Μη φοβάσαι, δεν πειράζει…
– Αναγνώρισαν σχισματικούς φασίστες Ουκρανούς!
– Παιδί μου, είναι σύνθετο το θέμα. Είναι διοικητικό, όχι δογματικό ζήτημα. Μη φοβάσαι, δεν πειράζει…
– Αναγνώρισαν ως εκκλησίες τους Αιρετικούς!
– Παιδί μου, έχουμε και την εκκλησία του Δήμου. Δεν τους αναγνώρισαν ως κανονικές εκκλησίες… Μη φοβάσαι, δεν πειράζει…
– Έκλεισαν τους ναούς…
– Από αγάπη, παιδί μου… Για το υπέρτατο αγαθό της υγείας. Δεν κινδυνεύει η πίστη, αλλά οι πιστοί…
– Ζητάνε να κάνουμε εμβόλια για την παραγωγή των οποίων χρησιμοποιήθηκαν κύτταρα από εκτρωμένα έμβρυα!
– Δεν πειράζει παιδί μου. Δεν εκτρώθηκαν γι’ αυτόν τον σκοπό. Εμείς να τρέξουμε να τα κάνουμε…
– Μα να βάλουμε μάσκες στην εκκλησία; Μα να γίνουμε καρναβάλια; Μα να μην ασπαζόμαστε τις εικόνες;
– Από αγάπη κι αυτό, παιδί μου… Στις εικόνες και υπόκλιση να βάλεις το ίδιο είναι… Δεν ξέρουν οι άγιοι ότι τους αγαπάμε;
– Μα, άλλαξαν και την ώρα της Αναστάσεως του Κύριου μας;
– Δεν πειράζει παιδί μου… Δεν κολλάει σε ρολόγια και ημέρες ο Χριστός μας…
– Μα, αύριο θα μου ζητάνε να σφραγιστώ με το 666!
– Παιδί μου, εσύ θα βάλεις έναν σταυρό από πάνω και δεν θα πειράζει…
– Πήραν την ψυχή μου οι δαίμονες και γελάνε…
– Ἄχ! Σ᾿ ἔχασα, παιδί μου!
X.B.
Κάθεται ἡ χταπόδα μὲ τὸ χταποδάκι στὸν πάτο τῆς θάλασσας. Ὅπου, μὲ τὴν ἀπόχη πιάνουνε τὸ χταποδάκι, καὶ τ᾿ ἀνεβάζουνε ἀπάνω. Τὸ μικρὸ φωνάζει στὴ μάνα του: «Μὲ πιάσανε, μάνα!». Ἐκείνη τ᾿ ἀποκρίνεται: «Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου!». Τὸ χταποδάκι φωνάζει πάλι: Μὲ βγάλανε ἀπὸ τὸ νερό, μάνα! «Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου!». – «Μὲ σγουρίζουνε, μάνα!» – «Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου!» – «Μὲ κόβουνε μὲ τὸ μαχαίρι!» – «Μὴ φοβᾶσαι!» – «Μὲ βράζουνε στὸ τσουκάλι!» – «Μὴ φοβᾶσαι!» – «Μὲ τρῶνε, μὲ μασᾶνε!» – «Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου!» – «Μὲ καταπίνουνε!» – «Μὴ φοβᾶσαι!» – «Πίνουνε κρασί, μάνα!» – «Ἄχ! Σ᾿ ἔχασα, παιδί μου!».
Ὁ μύθος θέλει νὰ πεῖ πὼς ὅλα τὰ σκληρὰ παιδέματα ποὺ κάνανε στὸ χταποδάκι, δὲν ἤτανε γιὰ θάνατο, μήτε τὸ πιάσιμο, μήτε τὸ σγούρισμα, μήτε τὸ μαχαίρι, μήτε τὸ βράσιμο, μήτε τὸ μάσημα. Μὰ σὰν ἄκουσε ἡ μάνα του πῶς πίνανε κρασὶ ἐκεῖνοι ποὺ τὸ φάγανε, γιὰ νὰ τὸ χωνέψουνε, φώναξε: «Σ᾿ ἔχασα, παιδί μου!». Τὸ κρασί, ποὺ φαίνεται τὸ πιὸ ἥμερο πρᾶγμα μπροστὰ στὸ μαχαίρι καὶ στὸ μάσημα, στὸ βάθος εἶναι γιὰ τὸ χταπόδι ὁ πιὸ μεγάλος ὀχτρός.
orthopraxia