Σύμπραξη αἵρεσης καὶ πολιτείας
Σύμπραξη αἵρεσης καὶ πολιτείας. Τὰ πρῶτα χρόνια τῆς εἰκονομαχίας ὡς παράδειγμα ἀντίστοιχο μὲ τὴν σημερινὴ κατάσταση
Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου
Τὰ τελευταῖα χρόνια, καὶ μετὰ τὰ τραγικὰ γεγονότα ποὺ βιώσαμε τὰ δύο χρόνια τῶν μέτρων κατὰ τοῦ Κορονοϊοῦ, ἔχει καταστεῖ σὲ ὅλους σαφὲς ὅτι ἡ πολιτικὴ ἡγεσία, διεθνὴς καὶ κρατική, κάνει τὰ πάντα γιὰ νὰ ὑποστηρίξει τὴν ἐξάπλωση καὶ ἑδραίωση τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὴν ἀλλοίωση καὶ ὑποβάθμιση τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως μας. Βαθύτερος σκοπὸς αὐτῆς τῆς ὑποστήριξης εἶναι ἡ διάβρωση καὶ τελικὰ ὑποταγὴ τῆς Ἐκκλησίας στὴν Νέα Τάξη Πραγμάτων.
Πολλοὶ ἀποροῦν καὶ ἐκπλήσσονται γιὰ αὐτὴν τὴν συνεργεία αἱρέσεως καὶ ἐξουσίας. Δὲν θὰ ἔπρεπε ὅμως. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία μᾶς ἔχει διδάξει, ὅτι ποτὲ μία αἵρεση (ἡ αἵρεση εἶναι τὸ ζητούμενο ποὺ πρέπει νὰ κοιτάει ὁ πιστὸς καὶ ὄχι ἕνα γεγονὸς μεμονωμένα, π.χ. τὸ κλείσιμο τῶν ναῶν κλπ.) δὲν κατόρθωσε νὰ ἐπικρατήσει χωρὶς τὴν πολιτικὴ ὑποστήριξη (αὐτοκράτορας/βασιλιάς) καὶ φυσικὰ ἡ τελική της ἧττα σήμαινε αὐτόματα καὶ τὴν ἧττα τῶν πολιτικῶν προσώπων ποὺ τὴν ὑποστήριζαν.
Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ γνωστὰ παραδείγματα γιὰ αὐτὰ τὰ συμπεράσματα ἀποτελεῖ ἡ περίοδος τῆς Εἰκονομαχίας, ἰδίως στὴν ἀφετηρία της. Ἐδῶ θὰ παρατηρηθεῖ, πῶς οἱ βυζαντινοὶ αὐτοκράτορες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης (Λέων Γ΄ καὶ Κων/νος Ε΄) κατάφεραν νὰ δημιουργήσουν ἕνα εἰκονομαχικὸ ἱερατεῖο, διώκοντας παράλληλα τὸ ὀρθόδοξο καὶ πῶς ἀντέδρασαν οἱ πιστοί.
Στὶς ἀρχὲς τοῦ ὀγδόου αἰώνα κατεῖχε τὸν πατριαρχικὸ θρόνο (715-730) μία ἰσχυρὴ ἐκκλησιαστικὴ προσωπικότητα, ὁ πατριάρχης ἅγιος Γερμανός. Ὁ ἅγιος Γερμανὸς ἀνέλαβε τὸ πατριαρχεῖο, ἀφοῦ πρῶτα πολέμησε τὸν μονοθελητισμὸ καὶ ἀντιστάθηκε στὴν προσπάθεια τοῦ αὐτοκράτορα Φιλιππικοῦ Βαρδάνη νὰ ἀκυρώσει τὶς ἀποφάσεις τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς. Μόλις ἀνακηρύχθηκε πατριάρχης συγκάλεσε τὸ 715 σύνοδο ποὺ ἀναθεμάτισε τοὺς μονοθελητὲς προκατόχους του Κῦρο καὶ Σέργιο. Στὸ σύγγραμμά του «Περὶ συνόδων καὶ αἱρέσεων», τὸ ὁποῖο ἀπηύθυνε μετὰ τὴν παραίτηση του ἀπὸ πατριάρχης τὸ 730 στὸν διάκονο Ἄνθιμο, τόνιζε ὅτι, κατὰ τὴν πατριαρχεία του, ἡ Ἐκκλησία κατατρόπωσε τὶς αἱρέσεις καὶ ἐπανέφερε τὴν Ὀρθοδοξία: «τὸν ὅλον ἀπελάμβανε κόσμον, πανταχόθεν τῆς αἱρετικῆς δυσσεβείας ἐκβεβλημένης» (Περὶ συνόδων καὶ αἱρέσεων στ. 76 C).
Ἔτσι ὅταν ὁ μετέπειτα διώκτης τῶν εἰκόνων Λέων Γ' ἀνέλαβε, μὲ τὴν ὑποστήριξη τοῦ ἁγ. Γερμανοῦ, τὴν αὐτοκρατορία, ὁ κλῆρος, ὅπως καὶ ὁ μοναχισμός, βρίσκοταν σὲ μία ἰσχυρή θέση καὶ ὡς πρὸς τὸ δογματικὸ θέμα (ἀφοῦ ἐπικράτησε ἡ Ὀρθοδοξία), ἀλλὰ καὶ στὴν ἀποδοχὴ καὶ ἐκτίμησή τους ἀπὸ τὸν λαό. Αὐτὸ ἔκανε τὸν αὐτοκράτορα στὴν ἀρχὴ διστακτικὸ νὰ ἀποκηρύξει ἀμέσως τὴν τιμὴ τῶν εἰκόνων. Ἔτσι ἄρχισε μεθοδικὰ τὸ σχέδιο του καὶ δέκα περίπου χρόνια μετὰ τὴν ἄνοδο του στὸν θρόνο, περὶπου 726/728, ὁ Λέων Γ΄ φανέρωσε τὴν εἰκονομαχικὴ στάση του.
Γιὰ τὴν πραγματοποίηση τοῦ σκοποῦ του στηρίχθηκε σὲ δύο πυλῶνες: Στὸ Ἱερατεῖο, τοῦ ὁποίου τὴν σκέψη μετάλλαξε μὲ προαγωγές, δῶρα, διευκολύνσεις καὶ διαλόγους (μᾶς θυμίζουν αὐτὰ κάτι ἀπὸ τὴν σημερινὴ σχέση ἱεραρχῶν καὶ πολιτικῶν;) καὶ στὸν λαὸ καὶ κυρίως στὸν στρατό, στὸν ὁποῖο συχνὰ κήρυττε τὶς εἰκονομαχικὲς ἀπόψεις του, ἐνῶ παράλληλα ἀπομάκρυνε τοὺς ὀρθόδοξους: «τῶν κατ' ἀλλήλων ὁρᾶσθαι πόλεμον τὰς ἐκκλησίας ὑπέθετο, δι' ὧν ὀργάνων εἰς τοῦτο συνασπιζόντων ἐφεύρατο, τῷ μέν ἱερατικῷ σχήματι τὴν δολερὰν συσκιαζόντων διάνοιαν, τοῖς δὲ φιλοχρίστοις λαοῖς οἰκείαν ἐρευγομένων κατήχησιν» (Περὶ συνόδων καὶ αἱρέσεων, στ. 77 Α-Β καὶ Νικηφόρος, Ἱστορίαν Σύντομον, 57). Αὐτὸ ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ μία ἐπιστολὴ τοῦ πάπα Γρηγορίου Β΄, ὅπου ὁ Πάπας ὁμολογεῖ τὴν ἀδυναμία του νὰ ἀντισταθεῖ καὶ νὰ ἀντιδράσει μπροστὰ στὸ βυζαντινὸ αὐτοκράτορα γιατί, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν τελευταῖο, δέν διαθέτει ὅπλα καὶ στρατόπεδα (Eleonora Kountoura-Galake, σελ. 111).
Εἶναι ἀπίστευτη ἡ ὁμοιότητα τῆς τακτικῆς αὐτῆς μὲ τὰ γεγονότα ποὺ βιώνουμε σήμερα, καθὼς ἡ πολιτικὴ ἡγεσία ‒ὅπως θὰ διαπιστώσουμε καὶ παρακάτω‒ πράττει τὰ ἴδια, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ σιωποῦν καὶ νὰ ὑποτάσσονται στὴν αἵρεση, αὐτοὶ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ τὴν πολεμοῦν. Σήμερα ἱεράρχες καὶ πολιτικοὶ συμβαδίζουν καὶ συνεργάζονται. Μαζὶ μὲ τὴν πολιτικὴ ἡγεσία, οἱ Οἰκουμενιστὲς δὲν φανέρωσαν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὰ διαβολικὰ σχέδιά τους, ἀλλὰ δούλευσαν μεθοδικὰ καὶ συστηματικὰ στὴν διάβρωση τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος καὶ στὴν πρόκληση μίας ἀνεπανάληπτης στὰ χρονικὰ σύγχυσης. Ὁ λαὸς μετὰ ἀπὸ δεκαετίες μεθοδικῆς δουλειᾶς τόσο ἀπὸ πολιτικοὺς ὅσο καὶ ἀπὸ τοὺς θρησκευτικοὺς ταγούς, ἐπηρεάστηκε καὶ ὑπακούει, ἀποπροσανατολισμένος καὶ μὲ διαβρωμένο φρόνημα, σὲ ὅ,τι τοῦ ὑπαγορεύσουν.
Σήμερα μάλιστα ἡ διάβρωση μέσῳ τῆς ἐπιρροῆς τῶν ΜΜΕ εἶναι ἐντονότερη. Καὶ ὅποιος τολμήσει νὰ ἀντιδράσει, γίνεται ἕρμαιο τῶν ἱεροεξεταστικῶν σχολίων καὶ τοῦ μένους τῶν γνωστῶν δημοσιογραφίσκων, ποὺ κυβερνοῦν τὴν καθημερινότητά μας.
Ὁ τομέας ποὺ μᾶς ἀφορᾶ περισσότερο εἶναι ὁ πρῶτος πυλώνας, στὸν ὁποῖο στηρίχθηκε ὁ Λέων γιὰ τὴν ἐπιβολή τῆς αἱρέσεως τῆς εἰκονομαχίας, τὸ ἱερατεῖο. Ἀπὸ τὸν βίο τοῦ ἁγίου Γερμανοῦ παίρνουμε σημαντικὲς πληροφορίες σχετικὰ μὲ τὴν τακτική, ποὺ ἀκολούθησε ὁ αὐτοκράτορας. Ὁ ἅγιος εἶχε ἐνημερώσει «τοῖς ἀνὰ πάντα κόσμου ἀρχιεράρχαις καὶ ἱερεῦσι» νὰ προφυλάξουν τὴν εὐσέβεια τους, καὶ παράλληλα τοὺς παρότρυνε μὲ δογματικὲς ἐπιστολὲς νὰ ἀπομονώσουν «τοὺς περὶ τὸν τύραννον (σσ. πράγμα ποὺ οἱ σημερινοὶ ἱεράρχες δὲν πράττουν)» (Βίος Γερμανοῦ, 218-220).
Αὐτὴ ἡ ἐνημέρωση ἐκ μέρους τοῦ Ἁγίου καὶ οἱ ἐκφράσεις ποὺ χρησιμοποιεῖ, φανερώνουν ὅτι οἱ αἱρετικοὶ μὲ τὴν ὑποστήριξη τοῦ αὐτοκράτορα καὶ μὲ τὶς ἀνάλογες προαγωγὲς καὶ τιμὲς διέδιδαν τὶς ἀπόψεις τους καὶ μόλυναν τὸ ποίμνιο. Παράλληλα ὁ Ἅγιος Γερμανὸς νουθέτησε τὸν λαὸ μὲ κηρύγματα μέσα στὴν ἁγία Σοφία νὰ μὴν προδώσει τὴν πίστη του καὶ νὰ ἀπορρίψει τὶς αἱρετικὲς καινοτομίες τῶν «ἑτεροδόξων συμμάχων» (Βίος Γερμανοῦ, 222) τοῦ Λέοντος.
Οἱ «σύμμαχοι ἑτερόδοξοι» τοῦ αὐτοκράτορα, οἱ ὁποῖοι σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς βιογραφίας χαρακτηρίζονται ὡς «ψυχοβλαβεῖς προστάται» (Βίος Γερμανοῦ, 236) εἶναι οἱ εἰκονομάχοι ἐπίσκοποι, (βλ. καὶ Ἀντιρρητικὸς τρίτος, στ. 529 C). Ὁ δὲ συγγραφέας τοῦ Adversus Cabalinum (στ. 382 Α), τονίζει γιὰ αὐτούς, ὅτι ἡ μόνη τους ἔγνοια ἦταν ἡ εἴσπραξη χρημάτων καὶ εἰσφορῶν (τὸ πασίγνωστο σὲ ὅλους μας παγκάρι) καὶ ὅτι δὲν πρέπει κἂν νὰ ὀνομάζονται ποιμένες.
Στοὺς πρωταιτίους τῆς εἰκονομαχικῆς αἱρέσεως ἐπισκόπους Νακωλείας Κωνσταντῖνο (κάποιοι ἑρευνητὲς ὑποστηρίζουν ὅτι αὐτὸς ἔκανε τὸν Λέοντα ἐχθρὸ τῶν εἰκόνων), Ἐφέσου Θεοδόσιο καὶ Κλαυδιουπόλεως Θωμᾶ, ὁ Γερμανὸς ἔστειλε τρεῖς ἐπιστολές, προσπαθώντας νὰ τοὺς μεταπείσει. Ὅταν δὲν τὰ κατάφερε κάλεσε τὸ 725 τὸν Νακωλείας Κωνσταντῖνο στὴν Κων/πολη, γιὰ νὰ τὸν ἐπιπλήξει καὶ ἀφοῦ καὶ ἐκεῖ αὐτὸς δὲν μετανόησε, τότε ἔκοψε τὴν κοινωνία μαζί του καὶ κάλεσε τοὺς ἄλλους ἐπισκόπους νὰ πράξουν τὸ ἴδιο καὶ νὰ καλέσουν σύνοδο γιὰ νὰ καταδικάσουν τὴν εἰκονομαχικὴ διδασκαλία (Steven Runciman, σελ. 71), πράγμα ποὺ τελικὰ ὅμως δὲν ἐπετεύχθη.
Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι ἡ ὑποστήριξη τῆς εἰκονομαχικῆς διδασκαλίας ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους σήμαινε καὶ τὴν ὑποταγή τους στὴν πολιτικὴ ἐξουσία, δηλ. στὸν αὐτοκράτορα.
Ποιός θὰ ἀρνηθεῖ τὴν ὁμοιότητα τῶν ὑποτιθέμενων ποιμένων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης μὲ τοὺς σημερινοὺς μιμητές τους;
Ποιός δὲν θὰ ἀναγνωρίσει στὴν μονομερὴ ἐνασχόληση μὲ τὴν εἴσπραξη χρημάτων καὶ εἰσφορῶν τῶν ψευδοποιμένων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, τὴν χαμέτυπη συμπεριφορὰ τῶν σημερινῶν ἢ τὶς διαμαρτυρίες μόνο ὅταν πρόκειται γιὰ ἀπώλεια μισθῶν, φορολογία καὶ οἰκονομικὰ δικαιώματα;
Ποιός δὲν βλέπει τὴν χαώδης ἀπόσταση ποὺ χωρίζει τὴν συμπεριφορὰ τοῦ ἁγ. Γερμανοῦ μὲ τὶς ἐπιστολές, τὰ κηρύγματα, τὶς νουθεσίες, τὴν ὀνομασία καὶ καταδίκη τῶν αἱρετικῶν ψευδεπισκόπων καὶ στὸ τέλος τὴν παραίτησή του ἀπὸ τὸν πατριαρχικό θρόνο, ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς αἱρετίζοντες, ἐκκοσμικευμένους ἢ καὶ «εὐσεβεῖς λέοντες» ποὺ φθάνουν μάλιστα νὰ «ξεχνοῦν» ὅτι ὑπάρχει αἵρεση, δὲν κατηχοῦν τὸ ποίμνιο καὶ κοινωνοῦν μὲ αὐτοὺς ποὺ ὑποτίθεται ὅτι ἔπρεπε νὰ ἐλέγχουν καὶ καταδικάζουν;
Ποιός δὲ βλέπει τὴν κατάντια καὶ τὴν πτώση τῶν σημερινῶν ἐκκλησιαστικῶν ταγῶν ποὺ ἀποδίδουν ἐκκλησιαστικὲς τιμὲς σὲ ἄπιστους καὶ κακόδοξους πολιτικούς, στοχαστὲς ἢ ποιμένες;
Ὅπως μποροῦμε, λοιπόν, νὰ συμπεράνουμε ἀπὸ τὶς πηγὲς ποὺ ἔχουμε, ὁ Λέων Γ', πρὶν ξεκινήσει μὲ τὴν καθαίρεση τῶν εἰκόνων καὶ τὸν διωγμὸ τῶν ὀρθοδόξων, συγκέντρωσε γύρω του ἱκανὸ ἀριθμὸ ἐπισκόπων, ποὺ μὲ τὸν χρόνο αὐξάνονταν, οἱ ὁποῖοι θὰ στήριζαν τὴν πολιτική του.
Μετὰ τὴν παραίτηση τοῦ ἁγ. Γερμανοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν κατάφερε νὰ ἀντιστρέψει τὴν αὐξάνουσα προδοτικὴ στάση τῆς ἱεραρχίας, ἀνέβηκε στὸν πατριαρχικό θρόνο (730) ὁ μέχρι τότε σύγκελλος τοῦ πατριαρχείου, Ἀναστάσιος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἄνθρωπος διεφθαρμένου ἤθους καὶ πειθήνιο ὄργανο τοῦ Λέοντος (πρὶν τὴν ἐκλογή του πολέμησε μὲ κάθε τρόπο τὸν πατριάρχη Γερμανό). Ἡ ἐκλογή του μάλιστα ἔγινε μετὰ ἀπὸ ἀναμείξεις πολιτικῶν καὶ στρατιωτικῶν παραγόντων καθὼς καὶ ἀποκλεισμὸ τῶν εὐσεβῶν (Βίος Στεφάνου τοῦ Νέου, στ. 1085 C).
Ὅταν ἀνέβηκε στὸν θρόνο ὁ διάδοχος τοῦ Λέοντος Κων/νος Ε΄ οἱ εὐρωπαϊκὲς ἐπαρχίες ἦταν ἀκόμα ἀφιερωμένες στὴ λατρεία τῶν εἰκόνων, ἐνῶ οἱ ἐπαρχίες τῆς Μ. Ασίας, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς πολιτικῆς τοῦ Λέοντος, εἶχαν ἤδη ἀρκετοὺς εἰκονομάχους. Ὁ Κων/νος κράτησε τὸν Ἀναστάσιο στὸν πατριαρχικὸ θρόνο, παρὰ τὰ σκάνδαλα καὶ τὶς ραδιουργίες στὶς ὁποῖες εἶχε ἐμπλακεῖ (πόσα δὲν μᾶς θυμίζουν οἱ ἀναφορὲς αὐτές), καὶ ἐπέκτεινε τὴν πολιτικὴ τοῦ Λέοντος μὲ τὴν βοήθεια τῶν Μικρασιατῶν καὶ στὴν Εὐρώπη μὲ μεγάλη ἐπιτυχία. Ὅλο καὶ πιὸ πολλοὶ ἐπίσκοποι προσχωροῦσαν στὶς τάξεις τῶν εἰκονομάχων.
Εἴμαστε σὲ θέση νὰ γνωρίζουμε ἀπὸ τὶς πηγές (βλ. Ζωναρᾶς, Θεοφάνης, καὶ τὰ πρακτικὰ τῆς 7ης Οἰκουμενικῆς) πόσοι καὶ ποιοί περίπου ἦταν οἱ προδότες ἐπίσκοποι.
Οἱ ἐπίσκοποι ποὺ εἶχαν ἐνεργὸ συμμετοχὴ στὴν εἰκονομαχικὴ ψευτοσύνοδο τῆς Ἱερείας τὸ 754 (338 τὸν ἀριθμό· Πατριάρχης δὲν ἔλαβε μέρος μιᾶς καὶ ὁ θρόνος τῆς Κων/πόλεως μετὰ τὸν αἰφνίδιο θάνατο τοῦ Ἀναστασίου ἦταν ἐκείνη τὴν ἐποχὴ κενός, καὶ τὰ ἄλλα Πατριαρχεῖα ἀρνήθηκαν νὰ παρευρεθοῦν, βλ. καὶ Krannich σελ. 7) εἶναι οἱ μητροπολίτες Ἐφέσου Θεοδόσιος (γόνος αὐτοκρατορικῆς οἰκογένειας καὶ πρόεδρος τῆς ψευτοσυνόδου), Πέργης Σισίννιος ὁ Παστιλλᾶς («Τίνα ἐξακολουθήσωμεν; Τὸν ἅγιον Βασίλειον τὸν θαυματουργόν, ἢ τὸν Παστιλλᾶν;» Adversus Cabalinum, στ. 832), ὁ Ἀντιοχείας Πισιδίας Βασίλειος, γνωστὸς μὲ τὸ παρωνύμιο Τρικάκκαβος, (δηλ. ὁ παχὺς σὰν βαρέλι) καὶ ἐπίσκοποι ἀπὸ τὰ θέματα τῶν Κιβυρραιωτῶν, τῶν Θρακησίων, τοῦ Ἀρμενιακοῦ, τοῦ Ἀνατολικοῦ, τῆς Σικελίας (Κατάνη, Συρακοῦσες, Ταορμίνα) τῆς Κρήτης (μετὰ τὸ 730) καὶ τοῦ Ἰλλυρικοῦ.
Τὰ δύο τελευταῖα νεοσύστατα θέματα ἔχουν ἰδιαίτερη σημασία, γιατὶ δείχνουν τὴν πολιτικὴ τοῦ αὐτοκράτορα: Τὴν ἵδρυση ἑνὸς νέου θέματος ἀκολουθοῦσε ἡ ἐγκαθίδρυση ἑνὸς εἰκονομάχου μητροπολίτη, ὁ ὁποῖος συνεργαζόταν στενὰ μὲ τὸν ἐξίσου εἰκονομάχο στρατηγό/διοικητή. Παράλληλα ὁ Λέων Γ΄καὶ ὁ διάδοχός του Κων/νος Ε΄ ἵδρυσαν νέες μητρόπολεις (π.χ. τὸ Ἀμόριο, τὸ Δυρράχιο) μὲ ἀντίστοιχους εἰκονομάχους μητροπολίτες καὶ ἄλλαξαν τὸ θεσμικὸ πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας, σπέρνοντας διχόνοια καὶ ἐκμεταλλευόμενοι τὶς ἐξουσιαστικὲς ὀρέξεις καὶ τὸ χαμηλὸ ἐπίπεδο τῶν ὑποψηφίων κληρικῶν (Eleonora Kountoura-Galake, σελ. 129-130).
Ὁ μετέπειτα πατριάρχης ἅγ. Νικηφόρος, ἀπεικονίζοντας τὴν κατάσταση τοῦ κλήρου τῆς ἐποχῆς ἐκείνης σημειώνει, ὅτι ὁ Λέων Γ’ καὶ οἱ ὑπόλοιποι Ἴσαυροι αὐτοκράτορες «χρησιμοποίησαν τοὺς εἰκονομάχους Ἱερεῖς καὶ ἐπισκόπους ὡς ὀλέθρια ὄργανα τῆς ὕβρεως καὶ τῆς κακώσεως γιὰ τὸν ἀφανισμὸ τῶν εὐσεβούντων... ὁ δὲ κλῆρος ἔδειχνε ὅτι εἶχε ἀπαρνηθεῖ τελείως τὸ κανονικὸ δίκαιο καὶ ὑπάκουε μόνο στοὺς πολιτικοὺς νόμους» (Ἀντιρρητικὸς τρίτος, στ. 504 Α.)
Μετὰ τὴν σύνοδο τῆς Ἱέρειας πολλοὶ ἀπὸ τὸν λαό, ποὺ εἶχαν θορυβηθεῖ θεωρώντας ὅτι οἱ εἰκονομάχοι ἔσφαλλαν, ἡσύχασαν καὶ ἀσπάστηκαν ‒μετὰ καὶ τὴν σχετικὴ προπαγάνδα‒ τὶς ἀπόψεις τῶν εἰκονομάχων. Γιὰ τὸν δὲ εὐσεβὴ λαὸ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης (λίγο μετὰ τὸ 726 καὶ τὸ πρῶτο εἰκονομαχικὸ διάταγμα τοῦ Λέοντος Γ΄ δηλ. πρὶν ἀπὸ τὴν Ἱέρεια, πρᾶγμα ποὺ ἀποδεικνύει τὸ ἀταλάντευτο τῆς εὐσεβείας) μαθαίνουμε τὰ ἑξῆς καὶ γιὰ τὴν σημερινὴ ἐποχὴ σημαντικά: «Ἡ Κωνσταντινούπολη διέμεινεν αἱρετίζουσα καὶ πολλοὶ εὐσεβεῖς καὶ ὀρθόδοξοι ἄφηναν τὴν πόλη τους γιὰ νὰ μετοικήσουν σὲ ὀρθόδοξες κωμοπόλεις (Βίος Στεφάνου Νέου, στ. 1088 Α.) Σύμφωνα μάλιστα μὲ τὸν Θεοφάνη οἱ εὐλαβεῖς λαϊκοὶ εἶχαν στὰ χρόνια τοῦ Λέοντος Γ΄ κοινὴ τύχη μὲ ἐκείνους τοὺς κληρικούς καὶ μοναχούς, ποὺ ὑπερκινδύνευσαν γιὰ τὴν ὀρθότητα τῆς Πίστεως καθὼς μὴ κοινωνόντας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἀναγκάστηκαν νὰ διαφύγουν στὴν ἐξορία ἢ διώχθηκαν (Θεοφάνης, 409). Φυσικὰ αὐτὰ τὰ στοιχεῖα σήμερα ἀποκρύβονται ἢ γίνονται θῦμα κακόβουλων σχολίων ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς λαϊκοὺς ποὺ ἀρνοῦνται τὶς εὐθῦνες τους καὶ ψάχνουν μάταια νὰ δικαιολογήσουν τὴν ἀθεολόγητη στάση τους.
Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ὅτι γιὰ νὰ ἐπικρατήσει ἡ εἰκονομαχικὴ αἵρεση ἀνέβηκαν στοὺς θρόνους ‒πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους πρωτοϊδρύθηκαν γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν τὶς φιλοδοξίες τῶν ἀχόρταγων ψευδοποιμένων‒ ἀνίκανοι καὶ ἀνάξιοι Ἐπίσκοποι, συνοδευόμενοι ἀπὸ διεφθαρμένους ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν βοήθεια τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, διέφθειραν τὸ ποίμνιο καὶ δίωκαν τοὺς εὐσεβεῖς. Παράλληλα οἱ ἀπομείναντες εὐσεβεῖς, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, διέκοψαν τὴν κοινωνία τῶν αἱρετικῶν καὶ ἔχοντας πλήρη συνείδηση τῶν εὐθυνῶν τους διώχθηκαν, ἐξορίσθηκαν ἢ διάλεξαν ἑκουσίως τὴν ἐξορία γιὰ νὰ μὴν μολυνθοῦν κι αὐτοὶ ἀπὸ τὴν αἵρεση. Ἔκαναν δηλ. ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ ἔπραξαν οἱ πιστοὶ ἐπὶ Ἀρειανισμοῦ, Νεστοριανισμοῦ, Μονοφυσιτισμοῦ, Μονοθελητισμοῦ. Αὐτὸ λέγεται ἐκκλησιαστικὴ συμφωνία σὲ σχέση μὲ τὴν σημερινὴ ἀνακολουθία καὶ τὸν νεωτερισμό.
Μάλιστα οἱ πηγὲς δὲν γράφουν ἀναφορικὰ μὲ τοὺς πιστοὺς ποὺ ἐγκατέλειπαν τὴν Κων/πολη τίποτα ἀπολύτως ἀπὸ τὶς σημερινὲς κολακεῖες περὶ πρωτείου, περὶ ἁγίας πόλεως, περὶ σεπτοῦ πατριαρχείου κλπ. ποὺ ἀκοῦμε ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστές. Ἀντιθέτως διαβάζουμε «Ἡ Κωνσταντινούπολη διέμεινεν αἱρετίζουσα» καὶ γι’ αὐτὸ ἔφευγαν (ἂς θυμηθοῦμε ἐδῶ καὶ τὴν ἐπιστολὴ τοῦ π. Ἐπιφανίου Θεοδωρόπουλου στὸν πατριάρχη Ἀθηναγόρα «Μυριάκις προτιμότερον νὰ ἐκριζωθῆ ὁ ἱστορικὸς τῆς Κωνσταντινουπόλεως Θρόνος καὶ νὰ μεταφυτευθῆ εἰς ἔρημόν τινα νησίδα τοῦ πελάγους, ἀκόμη δὲ καὶ νὰ καταποντισθῆ εἰς τὰ βάθη τοῦ Βοσπόρου, ἢ νὰ ἐπιχειρηθῆ ἔστω καὶ ἡ ἐλαχίστη παρέκλισις ἀπὸ τῆς χρυσῆς τῶν πατέρων γραμμή»).
Σήμερα δυστυχῶς ἡ κατάσταση εἶναι πανομοιότυπη καὶ μάλιστα χειρότερη, γιατὶ τότε πολλοὶ δὲν γνώριζαν, μιᾶς καὶ ἡ αἵρεση ἦταν πρωτοεμφανιζόμενη, ἐνῶ τώρα ὅλα αὐτὰ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι γνωστά. Ὅσοι ἀμφέβαλλαν γιὰ τὸ Κολυμπάρι καὶ τὶς ἀποφάσεις ποὺ πῆρε, ὅπως καὶ τότε, τώρα ἡσυχάζουν, ἀφοῦ κοιμήθηκαν μὲ τὸ νανούρισμα τῶν Οἰκουμενιστῶν, παρ’ ὅτι ἐνημερώθηκαν πλήρως (τουλάχιστον ὅσοι ἤθελαν). Οἱ δὲ ἀντιοικουμενιστὲς ἀναλώνονται σὲ δηλώσεις γιὰ τὸ θεαθῆναι. Ἀντὶ γιὰ τὴν ἀνάγκη μίμησης τοῦ παραδείγματος τῶν τότε Χριστιανῶν, ἀκοῦμε περὶ «εὐσεβῶν» ἐπισκόπων ἄνευ διωγμοῦ καὶ μαρτυρίας, περὶ οἰκονομίας (ἀλήθεια ποὺ φαίνεται ἔστω καὶ ἴχνος οἰκονομίας στὴν στάση τῶν πιστῶν ἐπὶ Εἰκονομαχίας;), περὶ ὑπομονῆς «ἄχρι καιροῦ», περὶ ὑπακοῆς στοὺς «λέοντες ποὺ μᾶς «ποιμαίνουν» κλπ. Μακάρι νὰ καταλάβουμε, πόσο ἔχουμε ξεφύγει ἀπὸ τὴν γραμμὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ πολεμήσουμε κι ἐμεῖς, ὅπως καὶ οἱ τότε Χριστιανοί, τοὺς ἐχθροὺς τῆς Ἐκκλησίας, τοὺς Οἰκουμενιστές.
Χριστὸς ἀνέστη
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου
Βιβλιογραφία:
Adversus Cabalinum: PG 95, στ. 309 Α-344 Β.
Ἀντιρρητικὸς τρίτος: Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρου, PG 100, στ. 376 Α-533Α.
Βίος Στεφάνου Νέου, PG 100, στ. 1069 Α-1185 D (BHG 1666).
Βίος Γερμανοῦ ἐκδ. Lamza, Germanos I., 200-240 (BHG Ν. Auct. 697)
Hans Georg Thümmel: Die Konzilien zur Bilderfrage im 8. und 9. Jahrhundert. Das 7. Ökumenische Konzil in Nikaia 787. Konziliengeschichte A: Darstellungen. Schöningh, Paderborn u.a. 2005.
Ioannis Zonarae Epitome Historiarum, L. Dindorf, τόμ. Γ', Leipzig 1870 (Teubner).
M. V. Anastos: Iconoclasm and Imperial Rule 717–842, in: The Cambridge Medieval History, Bd. 4.1, hrsg. von J. M. Hussey, Cambridge 1966, S. 61–104.
Die ikonoklastische Synode von Hiereia 754. Text, Übersetzung und Kommentar ihres Horos Hrsg. v. Torsten Krannich, Christoph Schubert u. Claudia Sode Mit einem Beitr. zur Epistula ad Constantian des Eusebius v. Caesarea v. A. von Stockhausen Tübingen 2002 (Studien und Texte zu Antike und Christentum. Bd. 15).
National Hellenic Research Foundation-Institute For Byzantine Research Monographs 3, Eleonora Kountoura-Galake Byzantine clergy and society in the dark centuries, Athens, 1996.
Nicephoh Archiepiscopi Constantinopolitani Opuscula Historìca, C. de Boor, Leipzig 1880 (Teubner).
Περὶ συνόδων καὶ αἱρέσεων Γερμανοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, PG 98, στ. 40 Α-88 Β.
Ralph-Johannes Lilie (Hrsg.): Die Patriarchen der ikonoklastischen Zeit. Germanos I.–Methodios I. (715–847). Berliner byzantinistische Studien 5. Lang, Frankfurt am Main u.a. 1999.
S. Gero: Byzantine Iconoclasm during the Reign of Leo III. Corpus Scriptorum Christianorum Orientalium 41. Louvain 1973.
Steven Runciman, Ἡ Βυζαντινὴ Θεοκρατία. Ἐκδόσεις Δόμος, 2005.
Theophanis Chronographia, C. de Boor, Band. A'-Β', Leipzig 1883.
Χρονογραφία τοϋ Θεοφάνη (Ρ. Speck, Die kaiserliche Universität von Konstantinopel (Byzantinisches Archiv, 14), Μόναχο 1974.