Στὰ χρόνια τοῦ Σταλινισμοῦ, ὁ ὁποῖος εἶχε μετατρέψει τὴν σοβιετικὴ χώρα σὲ ἀπέραντο ἐργοτάξιο κνουτοκρατούμενων μυρμηγκιῶν (κνοῦτο=μαστίγιο) ἢ σὲ στρατόπεδο ἐξοντώσεως ἀντιφρονούντων, χιλιάδες φυλακισμένοι εἶχαν ἐπισκεπτήριο μία φορὰ τὸν χρόνο, γιὰ δεκαπέντε λεπτά. Οἱ γυναῖκες τους - ὅπως μᾶς τὸ διηγεῖται ὁ Σολζενίτσιν στὸ «Ἀρχιπέλαγος Γκουλάγκ - ποὺ συχνὰ ζοῦσαν χιλιάδες μίλια μακριά, μάζευαν καπίκι-καπίκι τὰ ναῦλα τους, ὅλο τὸ χρόνο, γιὰ νὰ ταξιδέψουν τὴν ὁρισμένη ἡμερομηνία, ποὺ μποροῦσαν νὰ ἀντικρίσουν τὸ πρόσωπο τοῦ συζύγου τους, μόλις γιὰ 15 λεπτά, καὶ μάλιστα πίσω ἀπὸ ἕνα ἀγκαθωτὸ πλέγμα.
Κι ἐνῶ «ζοῦσαν» γι᾿ αὐτὴν τὴν στιγμὴ καὶ ἑτοίμαζαν τὰ λόγια, ποὺ θὰ τοὺς ἔλεγαν μὲς στὰ λίγα αὐτὰ λεπτά, τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς δὲν ἄνοιγαν καθόλου τὸ στόμα, μόνο κοιτάζονταν μὲ πόνο ὅλη τὴν ὥρα, ὥσπου νὰ τὶς ἀπομακρύνουν οἱ δεσμοφύλακες. Κι αὐτὸ γινόταν γιὰ 10, 15 καὶ 25 χρόνια.
Τί κρατοῦσε τόσο σφιχτὰ δεμένες τὶς καρδιὲς ἐκεῖνες; Μὰ τὸ βαθὺ καὶ δυνατὸ μυστήριο τῆς οἰκογένειας, τὸ εὐλογημένο καταφύγιο. Τὰ δεκαπέντε λεπτὰ ἀρκοῦσαν, γιὰ νὰ βιώσουν καὶ νὰ ἐπιβεβαιώσουν οἱ δύστυχες ἐκεῖνες γυναῖκες, τὴν θεόζευκτο ἕνωση.
Εἶναι γνωστὸ πώς, ὅσο βασίλευαν στὶς χῶρες ἐκεῖνες τὰ σκοτάδια τοῦ μαρξισμοῦ, οἱ θεσμοὶ ποὺ δέχτηκαν τὰ πιὸ βαριὰ πλήγματα ἦταν ἡ οἰκογένεια καὶ ἡ Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία περιβάλλει τὸν γάμο καὶ τὴν οἰκογένεια μὲ τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν ἱερότητα τοῦ μυστηρίου.
Θυμίζω ὅτι ἥρωας τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης καὶ παράδειγμα πρὸς μίμηση, εἶχε ἀναδειχθεῖ ὁ Πάβελ Μορόζιν, ὁ φανατισμένος ἔφηβος, ποὺ κατήγγειλε στὶς ἀρχὲς τοὺς γονεῖς του, ὡς κουλάκους (=εύποροι χωρικοί), προκαλῶντας τὴν δολοφονία τους καὶ τοῦ ὁποίου τὸ ἄγαλμα κατεδαφίστηκε, ὅταν σαρώθηκε ὁ «ὑπαρκτὸς» ζόφος.
Ὁ Μορόζιν εἶχα ὑψωθεῖ σὲ πρότυπο ἐπαναστατικῆς ἀρετῆς καὶ κομματικῆς ἀφοσιώσεως, ὄντας στὴν πραγματικότητα ἡ πιὸ κυνικὴ ἐνσάρκωση τοῦ ὁλοκληρωτικοῦ πνεύματος, αὐτοῦ ποὺ ἀπέκοβε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ κάθε κοινωνικό, πνευματικὸ καὶ προσωπικὸ δεσμό, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ἀπορροφηθεῖ ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὸ Κόμμα, νὰ μεταβληθεῖ σὲ πειθήνιο ἐνεργούμενό του.
Ὅταν κατέπεσε τὸ καθεστὼς τοῦ τρόμου, ὅλα αὐτὰ σωριάστηκαν σὲ συντρίμμια. Ὅμως, ὅ,τι ἄρχισε ἐκεῖ, τελειώνει στὴν σάπια Δύση, τῆς ὁποίας καταντήσαμε σκωληκοειδὴ ἀπόφυση καὶ κακέκτυπο. Τὸ βλέπουμε ὅλοι. Βάλθηκαν ὅλα τὰ κατακάθια τῆς ψευτοπροόδου νὰ μαγαρίσουν καὶ νὰ διαλύσουν τὴν οἰκογένεια. Σύμφωνα συμβίωσης, ἀνάδειξη τῆς ἀσέλγειας σὲ ἰσόκυρο μὲ τὸν γάμο γεγονός, ποινικοποίηση οὐσιαστικὰ τῆς πολυτεκνίας, πράξεις ποὺ μαραζώνουν τὸ ὁλόδροσο δέντρο τῆς οἰκογένειας. Καὶ ὅπως ἔχω ξαναγράψει τὰ δηλητήρια ἐνσταλάζονται ἀπὸ τὸ σχολεῖο ἀκόμη.
Δὲν θὰ βρεῖς στὸ Δημοτικὸ καὶ τὸ Γυμνάσιο οὔτε ἕνα κείμενο στὰ «περιοδικὰ ποικίλης ὕλης», τὰ ζοφερὰ βιβλία Γλώσσας, στὸ ὁποῖο νὰ ἐξυμνεῖται καὶ νὰ προβάλλεται ἡ ὑγιὴς οἰκογένεια. Διαζύγια, ἀπιστίες γονέων, ἐνδοοικογενειακὴ βία, σκύβαλα καὶ περιτρίμματα, ποὺ μαυρίζουν τὶς ψυχὲς τῶν παιδιῶν. Καὶ μετὰ ἀποροῦμε γιὰ τὸν πολλαπλασιασμὸ τῶν ἐγκλημάτων συζυγοκτονίας.
(Πόσο ἐπίκαιρος εἶναι ὁ Φώτης Κόντογλου, ὅταν ἔγραφε πρὶν ἀπὸ 50 χρόνια, στὰ «Μυστικὰ Ἄνθη»: «Ἡ νεότητα μαραζώνει γιατί δὲν ἔχει, ἡ δυστυχισμένη, μήτε σκοπὸ στὴ ζωή της, μήτε ἐνθουσιασμὸ γιὰ κάποιες ἰδέες, μήτε ὄρεξη γιὰ τίποτα. Ἄκεφη καὶ ανόρεχτη. Εἶναι σὰν ὑπνοβάτης. Συζητᾷ ὁλοένα γιὰ ἀσήμαντα πράγματα ποὺ τοὺς δίνει μεγάλη σημασία καὶ εἶναι νὰ κλαίγει κανεὶς ἀκούγοντας τὶς κουβέντες της, τὰ πειράγματά της, καὶ βλέποντας τὶς ἀνόητες σκηνοθεσίες, ποὺ μ᾿ αὐτὲς προσπαθεῖ νὰ δώσει κάποια σημασία στὴ ζωή.
Οἱ ψυχὲς τῶν νέων εἶναι ρημαγμένες ἀπὸ τὰ ἄγρια ἔνστικτα, ποὺ τὰ ἀνεβάσανε στὴν ἐπιφάνεια ἀπὸ τὰ σκοτεινὰ τάρταρα τῆς ἀνθρώπινης φύσης, κάποιοι ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου, κάποιοι πνευματικοὶ ἀνθρωποφάγοι, ποὺ ἀνάμεσά τους πρωτοστατεῖ ἕνας τρελὸς λύκος λεγόμενος Νίτσε, μία μούμια σὰν παλιόγρια λεγόμενη Βολταίρος, κάποιος ζοχαδιακὸς Φρόυντ, κι ἕνα πλῆθος ἀπὸ τέτοια ὄρνια καὶ κοράκια καὶ νυχτερίδες.
Φρίντριχ Νίτσ Βολταίρος Σίγκμουντ Φρόυντ |
Ὅσοι τοὺς θαυμάζανε, ἂς καμαρώσουνε σήμερα τὰ φαρμακερὰ μανιτάρια ποὺ φυτρώσανε μέσα στὶς καρδιὲς καὶ στὶς ψυχὲς τῆς γαγγραινιασμένης ἀνθρωπότητας»).
Ἡ ἀπροκάλυπτη ὅμως πολεμικὴ κατὰ τῆς οἰκογένειας «γεννᾷ» καὶ θρέφει καὶ μιὰ ἄλλη καταστρεπτικὴ γιὰ τὴν ὕπαρξή μας παράμετρο.
Ἡ ἀπροκάλυπτη ὅμως πολεμικὴ κατὰ τῆς οἰκογένειας «γεννᾷ» καὶ θρέφει καὶ μιὰ ἄλλη καταστρεπτικὴ γιὰ τὴν ὕπαρξή μας παράμετρο.
Ὁ θεσμὸς τῆς οἰκογένειας, ἐκτὸς ἀπὸ προστασία καὶ θαλπωρή, ἱκανοποιεῖ καὶ τὴν ἀνάγκη ποὺ αἰσθάνεται τὸ ἄτομο νὰ εἶναι μέλος μιᾶς κοινότητας οἰκείας, ἀμεσότερης καὶ προσωπικῆς. Λειτουργεῖ ὡς συνεκτικὸς ἱστὸς καὶ καταφύγιο. Εἶναι μικρογραφία τῆς πατρίδας. («Δὲν ζεῖ χωρὶς πατρίδα, ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ» λέει ὁ Παλαμᾶς).
Τὶς τελευταῖες ὅμως δεκαετίες ἐν ὀνόματι κάποιου νεφελώδους προοδευτισμοῦ καὶ ἀβασάνιστου ἐξευρωπαϊσμοῦ, καταστρέψαμε ἀδίστακτα τὶς ἐθνικὲς μας ρίζες, ἐγκαταλείψαμε τὴν ἔξοχη παράδοσή μας, ποὺ δὲν ἦταν ἕνα στοιχεῖο αἰσθητικὸ καὶ διακοσμητικὸ ὅπως συνήθως τὸ θεωροῦν οἱ «θολοκουλτουριάρηδες», ἀλλὰ τὸ ὑπαρξιακὸ ὑφάδι ζωῆς τοῦ λαοῦ μας, ἀποδυναμώσαμε καὶ διαλύουμε πιὰ τὴν οἰκογένεια καὶ ἰδοὺ τὰ ἐπίχειρα τῆς ἀφροσύνης. Διάλυση τῆς οἰκογένειας σημαίνει διάλυση καὶ τῆς πατρίδας.
Διαβάζουμε τοῦτες τὶς πονηρὲς ἡμέρες ὅτι ἀκόμη καὶ σὲ διαζύγια φτάνουν οἰκογένειες λόγῳ τοῦ «ἰοῦ τῆς διχόνοιας». Αἰτία τὸ ἐμβόλιο. Ἡ παραφροσύνη δὲν περιγράφεται. Στὰ χωριά μας στὴν Πιερία ἔλεγαν οἱ παπποῦδες μας, ὅταν ἄκουγαν γιὰ διαζύγια καὶ διάλυση οἰκογένειας, ὅτι «σήμερα γκρεμίστηκε μιὰ ἐκκλησιά».
Διαβάζουμε τοῦτες τὶς πονηρὲς ἡμέρες ὅτι ἀκόμη καὶ σὲ διαζύγια φτάνουν οἰκογένειες λόγῳ τοῦ «ἰοῦ τῆς διχόνοιας». Αἰτία τὸ ἐμβόλιο. Ἡ παραφροσύνη δὲν περιγράφεται. Στὰ χωριά μας στὴν Πιερία ἔλεγαν οἱ παπποῦδες μας, ὅταν ἄκουγαν γιὰ διαζύγια καὶ διάλυση οἰκογένειας, ὅτι «σήμερα γκρεμίστηκε μιὰ ἐκκλησιά».
Μεγάλη κουβέντα. Καταδεικνύει τὴν σπουδαιότητα τοῦ γάμου, τῆς συζυγίας. «Μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη χώριζε τὰ ἀντρόγυνα», ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστὸς μητροπολίτης Φλωρίνης, Αὐγουστῖνος Καντιώτης. Ὁ λαός μας θεωροῦσε τὸ γλέντι τοῦ γάμου τὴν μεγαλύτερη χαρὰ στὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ εὐχόταν «καὶ στὶς χαρές σου» στοὺς ἐλεύθερους. Στὰ δημοτικά του τραγούδια βάζει τὴν φύση νὰ συμμετέχει, νὰ συστενάζει καὶ νὰ συνωδίνει, ὅταν χωρίζονται ἀνδρόγυνα.
«Ποτάμι ἐπλημμύρισε κι εἰς περιβόλι ἐμβαίνει
Ποτίζει δέντρα καὶ μηλιές, μηλιὲς καὶ κυδωνίτσες.
Καὶ μιὰ μηλιὰ γλυκομηλιὰ δὲν σώνει νὰ ποτίσει.
Ἄλλη μηλιά τὴν ἐρωτᾷ κι ἄλλη μηλιά τῆς λέγει:
Μηλιὰ τὰ μῆλα σὲ βαροῦν ἢ ὁ καρπός σὲ βλάπτει,
ἢ ὁ περιβολάρης σου νερὸ δὲν σὲ ποτίζει;
-Μηδὲ τὰ μῆλα μὲ βαροῦν, μηδ᾿ ὁ καρπός μὲ βλάπτει,
μηδ᾿ ὁ περιβολάρης μου νερὸ δὲν μὲ ποτίζει,
μονάχα στὴ ριζούλα μου ἀνδρόγυνο εὐλογήθῃ
κι ὅρκο ἔκαμε στοὺς κλώνους μου νὰ μὴν ἀποχωρίσει,
τώρα θωρῶ χωρίζονται καὶ κιτρινοφυλλιάζω».
Ποτίζει δέντρα καὶ μηλιές, μηλιὲς καὶ κυδωνίτσες.
Καὶ μιὰ μηλιὰ γλυκομηλιὰ δὲν σώνει νὰ ποτίσει.
Ἄλλη μηλιά τὴν ἐρωτᾷ κι ἄλλη μηλιά τῆς λέγει:
Μηλιὰ τὰ μῆλα σὲ βαροῦν ἢ ὁ καρπός σὲ βλάπτει,
ἢ ὁ περιβολάρης σου νερὸ δὲν σὲ ποτίζει;
-Μηδὲ τὰ μῆλα μὲ βαροῦν, μηδ᾿ ὁ καρπός μὲ βλάπτει,
μηδ᾿ ὁ περιβολάρης μου νερὸ δὲν μὲ ποτίζει,
μονάχα στὴ ριζούλα μου ἀνδρόγυνο εὐλογήθῃ
κι ὅρκο ἔκαμε στοὺς κλώνους μου νὰ μὴν ἀποχωρίσει,
τώρα θωρῶ χωρίζονται καὶ κιτρινοφυλλιάζω».
Νατσιὸς Δημήτρης
δάσκαλος-Κιλκίς
«Πᾶνος»