Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης
Ο
Όσιος πατήρ Παΐσιος ο Αγιορείτης γεννήθηκε από ευλαβείς γονείς, τον
Πρόδρομο και την Ευλαμπία Ενζεπίδη, στα Φάρασα της Καππαδοκίας στις 25
Ιουλίου του 1924 μ.Χ., λίγες μέρες πριν από τη φυγή των Φαρασιωτών από
την πατρώα γη για την Ελλάδα. Στη βάπτισή του, ο Όσιος Αρσένιος ο
Καππαδόκης (βλέπε 10 Νοεμβρίου),
ο πλήρης ημερών και αγιότητος βίου κοσμούμενος ιερέας των Φαράσων, τον
ονόμασε Αρσένιο, «για να τον αφήσει καλόγερο στο πόδι του», όπως
χαρακτηριστικά είπε.
Στην Ελλάδα, η οικογένεια του μικρού Αρσενίου εγκαταστάθηκε στην Κόνιτσα της Ηπείρου, όπου ο ίδιος πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια. Γαλουχούμενος με τις διηγήσεις για το θαυμαστό βίο του Αγίου Αρσενίου, έλεγε ότι θα γίνει μοναχός από την ηλικία των 5 ετών! Και αφού έμαθε να διαβάζει, αγαπημένη του ασχολία υπήρξε η ανἀγνωση των βίων των Αγίων, των οποίων εμιμείτο τους ασκητικούς αγώνες με θερμό ζήλο.
Μετά από τις εγκύκλιες σπουδές του δε θέλησε να συνεχίσει στα γράμματα, αλλά προτίμησε να μιμηθεί το Χριστό και μαθήτευσε στην τέχνη του ξυλουργού, την οποία άσκησε με επιμέλεια και δεξιοσύνη. Στην ηλικία των 15 ετών αξιώθηκε της θέας του Κυρίου, για ένα μόνο φιλότιμο λογισμό, μέσω του οποίου απέκρουσε μία δαιμονική προσβολή του πειρασμού της απιστίας. Από τότε φούντωσε μέσα του ακόμη περισσότερο η φλόγα της αγάπης του Θεού και ο πόθος για τη μοναχική ζωή.
Ακολούθησαν καιροί ταραχής και αναστάτωσης για την Ελλάδα, λόγω της ξένης Κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Ο Όσιος όμως, τόσο ως πολίτης όσο και ως στρατιώτης κατά τη θητεία του (1945 - 1949 μ.Χ.), επέδειξε απαράμιλλο θάρρος και αυτοθυσία. Ήταν πρόθυμος να δώσει κάθε στιγμή και τη ζωή του ακόμα για τη σωτηρία των άλλων. Ευρισκόμενος μάλιστα συχνά μέσα στον καταιγισμό των φονικών πυρών, συνέβη να σώσει με τις θερμές προσευχές του πολλούς στρατιώτες, αλλά να σωθεί και ο ίδιος με τρόπο θαυμαστό.
Επειδή το μεγαλύτερο διάστημα της στρατιωτικής του θητείας το υπηρέτησε με την ειδικότητα του ασυρματιστή, πολλές εκδόσεις αφιερωμένες στη ζωή του Οσίου τον αναφέρουν ως «Ασυρματιστή του Θεού». Μάλιστα, ο Όσιος φέροντας ως παράδειγμα την ειδικότητά του στον στρατό, απάντησε σε κάποιον που αμφισβητούσε τη χρησιμότητα της μοναχικής ζωής ότι οι μοναχοί είναι «ασυρματιστές του Θεού», εννοώντας την θερμή τους προσευχή και την έγνοια τους για την υπόλοιπη ανθρωπότητα.
Ύστερα και από αυτές τις περιπέτειες, θέλησε να καταταγεί στο αγγελικό τάγμα των μοναχών, με τα φτερά που δίνει ο θείος έρωτας. Έτσι, μετέβη στο Άγιον Όρος, αναζητώντας έναν οδηγό για τη ζωή της κατά Θεόν ησυχίας. Δεν κατάφερε όμως να εκπληρώσει αμέσως τον πόθο του. Παράλληλα, οι δικοί του βρέθηκαν την ίδια περίοδο σε μεγάλη οικονομική δυσκολία, οπότε τον κάλεσαν να τους βοηθήσει. Έτσι, επέστρεψε στην Κόνιτσα και εργάστηκε ως μαραγκός. Μετά από 3 χρόνια όμως (1953 μ.Χ.), σε ηλικία 29 ετών πλέον, εγκατέλειψε τα πράγματα του κόσμου και επέστρεψε στην Αθωνική Πολιτεία.
Αφού περιήλθε σκήτες και καλύβες, ακολούθησε τελικά τη συμβουλή ενός σεβάσμιου γέροντα και εντάχθηκε στην αδελφότητα της Ιερά Μονή Εσφιγμένου, γνωστής τότε για την αυστηρή της τάξη. Εκεί έζησε μέσα στην ολοτελή υπακοή και επιδόθηκε σε υπέρμετρη άσκηση, υπερβάλλοντας σε κόπους για χάρη του Χριστού και των αδελφών του. Έτσι, στις 27 Μαρτίου 1954 μ.Χ. εκάρη μοναχός. Έλαβε ρασοευχή και το όνομα Αβέρκιος. Έχοντας όμως άσβεστο μέσα του τον πόθο για τον ησύχιο και απράγμονα βίο, πήρε την ευλογία του Ηγουμένου και πήγε να μονάσει στην Ιερά Μονή Φιλοθέου, που ήταν τότε σε κατάσταση ιδιόρρυθμη. Εκεί προετοιμάστηκε για τη ζωή του ερημίτη, κάτω από την καθοδήγηση ενός διακριτικού και σοφού γέροντα, του γέροντα Συμεών. Στις 12 Μαρτίου 1956 μ.Χ., εκάρη μικρόσχημος μοναχός και έλαβε το όνομα «Παΐσιος», χάρη στο Μητροπολίτη Καισαρείας Παΐσιο τον β΄, ο οποίος ήταν και συμπατριώτης του.
Τον Αύγουστο του 1958 μ.Χ., υπακούοντας σε θεία βουλή, δεν εγκαταστάθηκε στην έρημο, για την οποία προετοιμαζόταν, αλλά στην κατεστραμμένη Ιερά Μονή της Παναγίας του Στομίου, που βρίσκεται κοντά στην Κόνιτσα. Σε αυτήν έζησε 4 χρόνια, ζώντας ισάγγελο βίο, παλεύοντας με τους πειρασμούς, ευεργετώντας τους ανθρώπους της περιοχής, σώζοντας πολλούς από τις διδασκαλίες των προτεσταντικών ομάδων που δρούσαν εκεί, και ανακαινίζοντας με πολύ μόχθο το Μοναστήρι.
Τo 1962 μ.Χ., όταν και ολοκληρώθηκε το έργο της ανακαίνισης και ο κίνδυνος από τις ετερόδοξες ομάδες εξέλιπε, ο Όσιος παρακαλούσε μέσα στους πειρασμούς, που καθημερινά τον πολιορκούσαν, θερμά το Θεό να του δείξει το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει. Έτσι, δέχθηκε ως θεόσταλτη την πρόσκληση κάποιου ιεροδιακόνου να τον συνοδεύσει στο θεοβάδιστο Όρος του Σινά. Πάνω σε κείνον τον άνυδρο και ξερό τόπο, στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης, έζησε επιτέλους αυτό που χρόνια ποθούσε, την προς Θεόν μόνωση.
Αγωνιζόμενος με πολλή ταπείνωση, διαρκή νηστεία, ακατάπαυστη αγρυπνία και αδιάλειπτη προσευχή, κατάφερε να υπερνικήσει τις παγίδες του μισόκαλου εχθρού και να απολαύσει την ένωση με το Θεό. Γεμάτος από τη χάρη της θείας παρακλήσεως, απολάμβανε την κατά Θεόν ευφρόσυνη μέσα στο καμίνι της απαράκλητης ερήμου. Έγινε μάλιστα ιδιαίτερα αγαπητός στους Βεδουίνους, δίνοντάς τους τρόφιμα με χρήματα από την πώληση στους προσκυνητές ξύλινων σταυρών που έφτιαχνε ο ίδιος.
Δεν θα υπήρχε, έτσι, κανένας λόγος να εγκαταλείψει το στάδιο εκείνο της αρετής, εάν – φεύ! – δεν ενέσκηπτε η σωματική ασθένεια από το τραχύ κλίμα, η οποία τον ανάγκασε να επιστρέψει στην κατά σάρκα πατρίδα του. Επανερχόμενος στο Άγιον Όρος το 1964 μ.Χ., δεν ελάττωσε το πλήθος των ασκητικών αγώνων του, παρά την καταβολή του σώματος, καθώς στο πνεύμα διατηρούσε την πρότερη ζέση του. Ζώντας λοιπόν ως ξένος και παρεπίδημος στη γη, έφτασε να γίνει πολίτης του ουρανού.
Έχοντας, συνεπώς, την πράξη ως την «επίβασιν» της θεωρίας, έφτασε σε υψηλά μέτρα και έγινε κοινωνός θείων μυστηρίων. Εντρύφησε έτσι και στην ωραιότητα του Κυρίου, ενώ επιπλέον έτυχε και της Θεομητορικής ευλογίας. Συνομίλησε με αγίους που εμφανίστηκαν μπροστά του, βίωσε την όραση του Άγγελου Φύλακά του, άκουσε αγγελικούς ύμνους και καταυγάσθηκε από το ουράνιο φως.
Το 1966 μ.Χ. ασθένησε σοβαρά και εισήχθη στο Κέντρο Νοσημάτων Θώρακος Βορείου Ελλάδας (Νοσοκομείο Παπανικολάου). Υποβλήθηκε σε εγχείρηση, με αποτέλεσμα μερική αφαίρεση των πνευμόνων. Στο διάστημα μέχρι να αναρρώσει και να επιστρέψει στο Άγιον Όρος φιλοξενήθηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού στη Σουρωτή. Επέστρεψε στο Άγιον Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967 μ.Χ. μετακινήθηκε στα Κατουνάκια και συγκεκριμένα στο Λαυρεώτικο κελί του Υπατίου (Βλάχικα).
Στις 12 Αυγούστου 1968 μ.Χ. ο Όσιος Παΐσιος, εισήλθε στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα και μόνασε στο κελί του Τιμίου Σταυρού.
Το 1979 μ.Χ. αφήνει τον Τίμιο Σταυρό και αναζητώντας κελί πηγαίνει στην εγκαταλελειμμένη «Παναγούδα». Εκεί ο Όσιος εργάστηκε σκληρά για να δημιουργήσει ένα κελί με «ομόλογο», όπου και έμεινε μέχρι και το τέλος τη ζωής του. Από την εποχή που εγκαταστάθηκε στην Παναγούδα πλήθος λαού τον επισκεπτόταν. Ήταν μάλιστα τόσο το πλήθος ώστε να υπάρχουν και ειδικές σημάνσεις που επεσήμαναν τον δρόμο προς το κελί του, ώστε να μην ενοχλούν οι επισκέπτες τους υπολοίπους μοναχούς. Επίσης δεχόταν πάρα πολλές επιστολές. Όπως έλεγε ο Όσιος στενοχωρείτο πολύ, γιατί από τις επιστολές μάθαινε μόνο για διαζύγια και ασθένειες ψυχικές ή σωματικές. Παρά το βεβαρημένο πρόγραμμά του, συνέχιζε την έντονη ασκητική ζωή, σε σημείο να ξεκουράζεται ελάχιστα, 2 με 3 ώρες την ημέρα. Εξακολούθησε όμως να δέχεται και να προσπαθεί να βοηθήσει τους επισκέπτες. Συνήθιζε επίσης να φτιάχνει «σταμπωτά» εικονάκια τα οποία χάριζε στους επισκέπτες σαν ευλογία.
Σε όλη αυτήν την καθημερινή κούραση του Οσίου Παϊσίου έρχονται να προστεθούν και τα προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούσαν. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του οι πόνοι από τις διάφορες αρρώστιες όπως κολίτιδα, η οποία του άφησε μόνιμα δυσπεπτικά, βουβωνοκήλη και κυρίως από τον καρκίνο που του είχε διαγνωσθεί, γίνονταν όλο και περισσότεροι. Παρ' όλ' αυτά όμως αυτός ήταν ήρεμος και υπέμενε χωρίς να διαμαρτύρεται καθόλου. Αντιθέτως συνέχιζε να προσεύχεται για όλους.
Μετά το 1993 μ.Χ. παρουσίαζε αιμορραγίες για τις οποίες αρνούνταν να νοσηλευτεί, λέγοντας ότι «όλα θα βολευτούν με το χώμα». Το Νοέμβριο του ίδιου έτους βγήκε για τελευταία φορά από το Άγιον Όρος και πήγε στη Σουρωτή, στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου για τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου (10 Νοεμβρίου). Εκεί έμεινε για λίγες μέρες και ενώ ετοιμαζόταν να φύγει ασθένησε και μεταφέρθηκε στο Θεαγένειο, όπου έγινε διάγνωση για όγκο στο παχύ έντερο. Θεώρησε τον καρκίνο εκπλήρωση αιτήματός του προς το Θεό και ωφέλιμο για την πνευματική του υγεία. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 μ.Χ. χειρουργήθηκε. Παρότι η ασθένεια δεν έπαυσε, αλλά παρουσίασε μεταστάσεις στους πνεύμονες και στο ήπαρ, ο Όσιος ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιον Όρος στις 13 Ιουνίου. Ο υψηλός πυρετός όμως και η δύσπνοια τον ανάγκασαν να παραμείνει.
Στο τέλος του Ιουνίου οι γιατροί του ανακοίνωσαν ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το πολύ. Τη Δευτέρα 11 Ιουλίου (γιορτή της Αγίας Ευφημίας) κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του αποφάσισε να μην παίρνει φάρμακα ή παυσίπονα, παρά τους φρικτούς πόνους της ασθένειάς του. Κοιμήθηκε την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 μ.Χ. και ώρα 11:00 και ενταφιάστηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης.
Στις 13 Ιανουαρίου 2015 συνήλθε η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και αποφάσισε την κατάταξη του Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου στο Αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου έχει ως εξής:
«Συνῆλθεν, ὑπό τήν προεδρίαν τῆς Α. Θ. Παναγιότητος, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος εἰς τήν τακτικήν συνεδρίαν αὐτῆς σήμερον, Tρίτην, 13ην Ἰανουαρίου 2015, πρός ἐξέτασιν τῶν ἐν τῇ ἡμερησίᾳ διατάξει ἀναγεγραμμένων θεμάτων.
Κατ᾿ αὐτήν, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος: α) ὁμοφώνως ἀποδεχθεῖσα εἰσήγησιν τῆς Κανονικῆς Ἐπιτροπῆς ἀνέγραψεν εἰς τό Ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τόν μοναχόν Παΐσιον Ἁγιορείτην καί β) προτάσει τῆς Α. Θ. Παναγιότητος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου, διά ψήφων κανονικῶν ἐξελέξατο παμψηφεί τόν Πανοσιολ. Ἀρχιμανδρίτην κ. Εἰρηναῖον Ἀβραμίδην, διακονοῦντα ἐν Παρισίοις, Βοηθόν Ἐπίσκοπον παρά τῷ Σεβασμιωτάτῳ Μητροπολίτῃ Γαλλίας κυρίῳ Ἐμμανουήλ, ὑπό τόν τίτλον τῆς πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Ἐπισκοπῆς Ρηγίου.
Ἐν τοῖς Πατριαρχείοις, τῇ 13ῃ Ἰανουαρίου 2015
Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου»
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α ́. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Φαράσων τὸν γόνον, καὶ τοῦ Ἄθωνος κλέϊσμα, καὶ τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος ὁσίων, μιμητὴν καὶ ἰσότιμον, Παΐσιον τιμήσωμεν πιστοί, τὸ σκεῦος χαρισμάτων τὸ μεστόν, ὡς φυλάσσοντα ἐκ πάντων τῶν λυπηρῶν, τοὺς πίστει ἀνακράζοντας, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ ́. Θείας πίστεως.
Ὥσπερ ἄγγελος, φανεὶς ἐν κόσμῳ, ἐν τοῖς ἔτεσι, τοῖς τελευταίοις, χριστομίμητε Παΐσιε ὅσιε, ἀσκητικῶς γὰρ βιώσας ἐν Ἄθωνι, ὡς παμφαέστατος ἥλιος ἔλαμψας, καὶ κατηύγασας, πιστῶν τὰ πλήθη τῇ χάριτι, τοῖς ῥήμασι σημείοις καὶ τοῖς θαύμασι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ ́. Ταχὺ προκατάλαβε.
Παΐσιε γέγονας, τῶν ἀσκητῶν ἡ κρηπίς, τοῦ Ἄθωνος κλέϊσμα, καὶ Σουρωτῆς ὁ τροφός, Κονίτσης τὸ καύχημα, σὺ γὰρ ἐπὶ τὰ ἴχνη, Ἀρσενίου ὁδεύσας, εἴληφας χαρισμάτων, τὴν πληθὺν Παρακλήτου, ἀφθόνως τοῖς σὲ τιμῶσιν, παρέχων τὰ πρόσφορα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α ́. Τὸν Συνάναρχον Λόγον.
Τὸν πανεύφημον ἄνδρα, τοῦ ὄρους Ἄθωνος, τὸν ἐπ' ἐσχάτων τῶν χρόνων, καθάπερ φάος λαμπρόν, τὴν σκοτίαν τῶν πιστῶν διασκεδάσαντα, καὶ νοσήματα ψυχῶν, καὶ σαρκὸς ἐπιφοράς, ἰώμενον ὑπὲρ φύσιν, τῆς προοράσεως λύχνον, νέον Παΐσιον τιμήσωμεν.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ ́. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Ἁγίου Ὄρους ἀσκητὴν τὸν περιάκουστον, καὶ Ἐκκλησίας τὸν φωστῆρα τὸν νεόφωτον, ἐπαινέσωμεν ἐν ὕμνοις ὁλοκαρδίως, ποδηγῶν γὰρ τοὺς πιστοὺς πρὸς βίον ἄριστον, ποταμῶν τῶν δωρημάτων τούτους ἔπλησας, διὸ κράζουσι· Χαίροις πάτερ Παΐσιε.
Κάθισμα
Ἦχος α ́. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Τῇ χάριτι Χριστοῦ, ὡς οἱ πάλαι Πατέρες, συνέζησας σεμνέ, τοῖς ἀλόγοις θηρίοις, καὶ φίλος ἐτέλεσας, πτερωτῶν καὶ τῶν ὄφεων, ὅθεν ἅπαντες, οἱ σὲ εἰδόντες θεόφρον, ἐξεπλάγησαν, καὶ Παντοκράτορα Λόγον, ἀνύμνησαν Ὅσιε.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ ́. Τὴν ὡραιότητα.
Τὸν πολυθαύμαστον, σεμνὸν Παΐσιον, τὸν καθαιρέσαντα, ὀφρὺν τοῦ δράκοντος, καὶ ἡδονὰς τὰς σαρκικάς, συντρίψαντα τῇ ἀσκήσει, Ἄθωνος τὸ κλέϊσμα, καὶ Φαράσων ἐκβλάστημα, τὸν εὐεργετήσαντα, πολυτρόπως τοῖς θαύμασι, τὰ πλήθη τῶν πιστῶν ὀρθοδόξων, πάντες τιμήσωμεν ἐνθέως.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ ́. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τῆς νεότητος ὤφθης παιδαγωγός, καὶ ἀκέστωρ ἀνθρώπων ναρκομανῶν, τοῖς σχοῦσι δυσίατα, πορνικὰ ἁμαρτήματα, ταῖς σαῖς εὐχαῖς ἐφάνης, θεράπων πανάριστος, καὶ ἐκ τῶν ἐκζητούντων, ὁδὸν τὴν σωτήριον, Πάτερ ἐπεγνώσθης, ἀκριβὴς ποδηγέτης, καὶ πάντων Παΐσιε, βακτηρία γεγένησαι, ἀσκητὰ θεοφώτιστε, διὸ ἐν Σουρωτῇ οἱ πιστοί, τὸν σὸν τάφον, προσκυνοῦντες χαίρουσι, καὶ σεμνῶς τὴν σὴν μνήμην, κατὰ χρέος προσμέλπουσι.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ ́.Ταχὺ προκατάλαβε.
Εὐχῆς ἐργαστήριον, ἡ σὴ ἁγία ψυχή, Παΐσιε γέγονε, τῇ συνεχεῖ προσευχῇ, καὶ θείαις δεήσεσι, σὺ γὰρ μακροχρονήσας, ἐν τῇ κέλλῃ σου πάτερ, ὤφθης καθάπερ στήλη, φωτεινὴ ἱκετεύων, Χριστὸν τὸν πάντων κτίστην, καὶ παντοκράτορα.
Ὁ Οἶκος
Ἄγγελος ὥσπερ ἄλλος, ἐν ἐσχάτοις τοῖς χρόνοις, Παΐσιε ἐφάνης ἐν Ἄθῳ, ὁσίως γὰρ ζήσας ἐν γῇ, ἀσκητῶν τῶν ἀρχαίων ἰσοστάσιος, ἐφάνης τοῖς συνοῦσί σοι, βοῶσί σοι θερμῶς τοιαῦτα·
Χαῖρε Φαράσων ὁ θεῖος γόνος·
χαῖρε τοῦ Ἄθωνος μέγας ὄλβος.
Χαῖρε τῆς Κονίτσης τὸ ἔνθεον καύχημα·
χαῖρε Σουρωτῆς κοινοβίου καλλώπισμα.
Χαῖρε βρύσις ἡ πολύκρουνος ὑπὲρ φύσιν δωρεῶν·
χαῖρε ῥεῦμα ἀκατάσχετον ἰαμάτων σωστικῶν.
Χαῖρε ὅτι κλεΐζεις τὴν Μονὴν Ἐσφιγμένου·
χαῖρε ὅτι οἰκεῖς ἐν τῷ ὄρει Σιναίου.
Χαῖρε βροτῶν ἀτύφων ὁ ἔξαρχος·
χαῖρε πολλῶν χαρίτων ὁ κάτοχος.
Χαῖρε δεινῶς ἀλγουμένων ὁ ῥύστης·
χαῖρε ἀνδρῶν μοναστῶν ὑποφήτης.
Χαίροις πάτερ Παΐσιε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν Φαράσων θεῖος βλαστός, Ἄθωνος τοῦ Ὄρους περιάκουστος ἀσκητής, χαίροις τῆς Ἑλλάδος ὁ φωτιστὴς ὁ νέος, Παΐσιε τῶν νέων μέγιστε σύμμαχε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὁ διδάσκαλος Σουρωτῆς, τοῦ Σιναίου ὄρους ὁ σεμνότατος ἀσκητής, χαίροις ἐν Κονίτσῃ τῶν συμπατριωτῶν σου, κατοίκων ὄντως τύπος Πάτερ πρὸς μίμησιν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἄνδρας καὶ γυναῖκας ναρκομανεῖς, καὶ πληθὺν ἀνθρώπων, δαιμονώντων ταῖς σαῖς λιταῖς, καὶ τοὺς ἀσθενοῦντας, πολυειδῶς θεόφρον, Παΐσιε μὴ παύσῃ, σώζων ἑκάστοτε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Μοναζόντων ὅσιε τὸν χορόν, ταῖς ἱκετηρίαις, πρὸς Δεσπότην διηνεκῶς, ὅσιε βοήθει, ὡς παῤῥησίαν ἔχων, Παΐσιε κρατίστην, θεομακάριστε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἔχοντες ὡς μέγιστον θησαυρόν, τὸν σὸν τάφον Πάτερ, ἀρυόμεθα οἱ πιστοί, δύναμιν καὶ θάρσος, ἐν τοῖς δεινοῖς τοῦ βίου, Παΐσιε παμμάκαρ, ἄνερ τῆς χάριτος.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Πάτερ ὁσιώτατε τοὺς βροτούς, τοὺς ὑμνολογοῦντας, πολιτείαν σου τὴν σεπτήν, τῇ ἐπισκοπῇ σου, προστάτευσον ἐκ βλάβης, βελίαρ τοῦ ἀρχαίου, τοῦ πολεμήτορος. Πᾶσαι τῶν ἀγγέλων.
Στην Ελλάδα, η οικογένεια του μικρού Αρσενίου εγκαταστάθηκε στην Κόνιτσα της Ηπείρου, όπου ο ίδιος πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια. Γαλουχούμενος με τις διηγήσεις για το θαυμαστό βίο του Αγίου Αρσενίου, έλεγε ότι θα γίνει μοναχός από την ηλικία των 5 ετών! Και αφού έμαθε να διαβάζει, αγαπημένη του ασχολία υπήρξε η ανἀγνωση των βίων των Αγίων, των οποίων εμιμείτο τους ασκητικούς αγώνες με θερμό ζήλο.
Μετά από τις εγκύκλιες σπουδές του δε θέλησε να συνεχίσει στα γράμματα, αλλά προτίμησε να μιμηθεί το Χριστό και μαθήτευσε στην τέχνη του ξυλουργού, την οποία άσκησε με επιμέλεια και δεξιοσύνη. Στην ηλικία των 15 ετών αξιώθηκε της θέας του Κυρίου, για ένα μόνο φιλότιμο λογισμό, μέσω του οποίου απέκρουσε μία δαιμονική προσβολή του πειρασμού της απιστίας. Από τότε φούντωσε μέσα του ακόμη περισσότερο η φλόγα της αγάπης του Θεού και ο πόθος για τη μοναχική ζωή.
Ακολούθησαν καιροί ταραχής και αναστάτωσης για την Ελλάδα, λόγω της ξένης Κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Ο Όσιος όμως, τόσο ως πολίτης όσο και ως στρατιώτης κατά τη θητεία του (1945 - 1949 μ.Χ.), επέδειξε απαράμιλλο θάρρος και αυτοθυσία. Ήταν πρόθυμος να δώσει κάθε στιγμή και τη ζωή του ακόμα για τη σωτηρία των άλλων. Ευρισκόμενος μάλιστα συχνά μέσα στον καταιγισμό των φονικών πυρών, συνέβη να σώσει με τις θερμές προσευχές του πολλούς στρατιώτες, αλλά να σωθεί και ο ίδιος με τρόπο θαυμαστό.
Επειδή το μεγαλύτερο διάστημα της στρατιωτικής του θητείας το υπηρέτησε με την ειδικότητα του ασυρματιστή, πολλές εκδόσεις αφιερωμένες στη ζωή του Οσίου τον αναφέρουν ως «Ασυρματιστή του Θεού». Μάλιστα, ο Όσιος φέροντας ως παράδειγμα την ειδικότητά του στον στρατό, απάντησε σε κάποιον που αμφισβητούσε τη χρησιμότητα της μοναχικής ζωής ότι οι μοναχοί είναι «ασυρματιστές του Θεού», εννοώντας την θερμή τους προσευχή και την έγνοια τους για την υπόλοιπη ανθρωπότητα.
Ύστερα και από αυτές τις περιπέτειες, θέλησε να καταταγεί στο αγγελικό τάγμα των μοναχών, με τα φτερά που δίνει ο θείος έρωτας. Έτσι, μετέβη στο Άγιον Όρος, αναζητώντας έναν οδηγό για τη ζωή της κατά Θεόν ησυχίας. Δεν κατάφερε όμως να εκπληρώσει αμέσως τον πόθο του. Παράλληλα, οι δικοί του βρέθηκαν την ίδια περίοδο σε μεγάλη οικονομική δυσκολία, οπότε τον κάλεσαν να τους βοηθήσει. Έτσι, επέστρεψε στην Κόνιτσα και εργάστηκε ως μαραγκός. Μετά από 3 χρόνια όμως (1953 μ.Χ.), σε ηλικία 29 ετών πλέον, εγκατέλειψε τα πράγματα του κόσμου και επέστρεψε στην Αθωνική Πολιτεία.
Αφού περιήλθε σκήτες και καλύβες, ακολούθησε τελικά τη συμβουλή ενός σεβάσμιου γέροντα και εντάχθηκε στην αδελφότητα της Ιερά Μονή Εσφιγμένου, γνωστής τότε για την αυστηρή της τάξη. Εκεί έζησε μέσα στην ολοτελή υπακοή και επιδόθηκε σε υπέρμετρη άσκηση, υπερβάλλοντας σε κόπους για χάρη του Χριστού και των αδελφών του. Έτσι, στις 27 Μαρτίου 1954 μ.Χ. εκάρη μοναχός. Έλαβε ρασοευχή και το όνομα Αβέρκιος. Έχοντας όμως άσβεστο μέσα του τον πόθο για τον ησύχιο και απράγμονα βίο, πήρε την ευλογία του Ηγουμένου και πήγε να μονάσει στην Ιερά Μονή Φιλοθέου, που ήταν τότε σε κατάσταση ιδιόρρυθμη. Εκεί προετοιμάστηκε για τη ζωή του ερημίτη, κάτω από την καθοδήγηση ενός διακριτικού και σοφού γέροντα, του γέροντα Συμεών. Στις 12 Μαρτίου 1956 μ.Χ., εκάρη μικρόσχημος μοναχός και έλαβε το όνομα «Παΐσιος», χάρη στο Μητροπολίτη Καισαρείας Παΐσιο τον β΄, ο οποίος ήταν και συμπατριώτης του.
Τον Αύγουστο του 1958 μ.Χ., υπακούοντας σε θεία βουλή, δεν εγκαταστάθηκε στην έρημο, για την οποία προετοιμαζόταν, αλλά στην κατεστραμμένη Ιερά Μονή της Παναγίας του Στομίου, που βρίσκεται κοντά στην Κόνιτσα. Σε αυτήν έζησε 4 χρόνια, ζώντας ισάγγελο βίο, παλεύοντας με τους πειρασμούς, ευεργετώντας τους ανθρώπους της περιοχής, σώζοντας πολλούς από τις διδασκαλίες των προτεσταντικών ομάδων που δρούσαν εκεί, και ανακαινίζοντας με πολύ μόχθο το Μοναστήρι.
Τo 1962 μ.Χ., όταν και ολοκληρώθηκε το έργο της ανακαίνισης και ο κίνδυνος από τις ετερόδοξες ομάδες εξέλιπε, ο Όσιος παρακαλούσε μέσα στους πειρασμούς, που καθημερινά τον πολιορκούσαν, θερμά το Θεό να του δείξει το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει. Έτσι, δέχθηκε ως θεόσταλτη την πρόσκληση κάποιου ιεροδιακόνου να τον συνοδεύσει στο θεοβάδιστο Όρος του Σινά. Πάνω σε κείνον τον άνυδρο και ξερό τόπο, στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης, έζησε επιτέλους αυτό που χρόνια ποθούσε, την προς Θεόν μόνωση.
Αγωνιζόμενος με πολλή ταπείνωση, διαρκή νηστεία, ακατάπαυστη αγρυπνία και αδιάλειπτη προσευχή, κατάφερε να υπερνικήσει τις παγίδες του μισόκαλου εχθρού και να απολαύσει την ένωση με το Θεό. Γεμάτος από τη χάρη της θείας παρακλήσεως, απολάμβανε την κατά Θεόν ευφρόσυνη μέσα στο καμίνι της απαράκλητης ερήμου. Έγινε μάλιστα ιδιαίτερα αγαπητός στους Βεδουίνους, δίνοντάς τους τρόφιμα με χρήματα από την πώληση στους προσκυνητές ξύλινων σταυρών που έφτιαχνε ο ίδιος.
Δεν θα υπήρχε, έτσι, κανένας λόγος να εγκαταλείψει το στάδιο εκείνο της αρετής, εάν – φεύ! – δεν ενέσκηπτε η σωματική ασθένεια από το τραχύ κλίμα, η οποία τον ανάγκασε να επιστρέψει στην κατά σάρκα πατρίδα του. Επανερχόμενος στο Άγιον Όρος το 1964 μ.Χ., δεν ελάττωσε το πλήθος των ασκητικών αγώνων του, παρά την καταβολή του σώματος, καθώς στο πνεύμα διατηρούσε την πρότερη ζέση του. Ζώντας λοιπόν ως ξένος και παρεπίδημος στη γη, έφτασε να γίνει πολίτης του ουρανού.
Έχοντας, συνεπώς, την πράξη ως την «επίβασιν» της θεωρίας, έφτασε σε υψηλά μέτρα και έγινε κοινωνός θείων μυστηρίων. Εντρύφησε έτσι και στην ωραιότητα του Κυρίου, ενώ επιπλέον έτυχε και της Θεομητορικής ευλογίας. Συνομίλησε με αγίους που εμφανίστηκαν μπροστά του, βίωσε την όραση του Άγγελου Φύλακά του, άκουσε αγγελικούς ύμνους και καταυγάσθηκε από το ουράνιο φως.
Το 1966 μ.Χ. ασθένησε σοβαρά και εισήχθη στο Κέντρο Νοσημάτων Θώρακος Βορείου Ελλάδας (Νοσοκομείο Παπανικολάου). Υποβλήθηκε σε εγχείρηση, με αποτέλεσμα μερική αφαίρεση των πνευμόνων. Στο διάστημα μέχρι να αναρρώσει και να επιστρέψει στο Άγιον Όρος φιλοξενήθηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού στη Σουρωτή. Επέστρεψε στο Άγιον Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967 μ.Χ. μετακινήθηκε στα Κατουνάκια και συγκεκριμένα στο Λαυρεώτικο κελί του Υπατίου (Βλάχικα).
Στις 12 Αυγούστου 1968 μ.Χ. ο Όσιος Παΐσιος, εισήλθε στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα και μόνασε στο κελί του Τιμίου Σταυρού.
Το 1979 μ.Χ. αφήνει τον Τίμιο Σταυρό και αναζητώντας κελί πηγαίνει στην εγκαταλελειμμένη «Παναγούδα». Εκεί ο Όσιος εργάστηκε σκληρά για να δημιουργήσει ένα κελί με «ομόλογο», όπου και έμεινε μέχρι και το τέλος τη ζωής του. Από την εποχή που εγκαταστάθηκε στην Παναγούδα πλήθος λαού τον επισκεπτόταν. Ήταν μάλιστα τόσο το πλήθος ώστε να υπάρχουν και ειδικές σημάνσεις που επεσήμαναν τον δρόμο προς το κελί του, ώστε να μην ενοχλούν οι επισκέπτες τους υπολοίπους μοναχούς. Επίσης δεχόταν πάρα πολλές επιστολές. Όπως έλεγε ο Όσιος στενοχωρείτο πολύ, γιατί από τις επιστολές μάθαινε μόνο για διαζύγια και ασθένειες ψυχικές ή σωματικές. Παρά το βεβαρημένο πρόγραμμά του, συνέχιζε την έντονη ασκητική ζωή, σε σημείο να ξεκουράζεται ελάχιστα, 2 με 3 ώρες την ημέρα. Εξακολούθησε όμως να δέχεται και να προσπαθεί να βοηθήσει τους επισκέπτες. Συνήθιζε επίσης να φτιάχνει «σταμπωτά» εικονάκια τα οποία χάριζε στους επισκέπτες σαν ευλογία.
Σε όλη αυτήν την καθημερινή κούραση του Οσίου Παϊσίου έρχονται να προστεθούν και τα προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούσαν. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του οι πόνοι από τις διάφορες αρρώστιες όπως κολίτιδα, η οποία του άφησε μόνιμα δυσπεπτικά, βουβωνοκήλη και κυρίως από τον καρκίνο που του είχε διαγνωσθεί, γίνονταν όλο και περισσότεροι. Παρ' όλ' αυτά όμως αυτός ήταν ήρεμος και υπέμενε χωρίς να διαμαρτύρεται καθόλου. Αντιθέτως συνέχιζε να προσεύχεται για όλους.
Μετά το 1993 μ.Χ. παρουσίαζε αιμορραγίες για τις οποίες αρνούνταν να νοσηλευτεί, λέγοντας ότι «όλα θα βολευτούν με το χώμα». Το Νοέμβριο του ίδιου έτους βγήκε για τελευταία φορά από το Άγιον Όρος και πήγε στη Σουρωτή, στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου για τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου (10 Νοεμβρίου). Εκεί έμεινε για λίγες μέρες και ενώ ετοιμαζόταν να φύγει ασθένησε και μεταφέρθηκε στο Θεαγένειο, όπου έγινε διάγνωση για όγκο στο παχύ έντερο. Θεώρησε τον καρκίνο εκπλήρωση αιτήματός του προς το Θεό και ωφέλιμο για την πνευματική του υγεία. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 μ.Χ. χειρουργήθηκε. Παρότι η ασθένεια δεν έπαυσε, αλλά παρουσίασε μεταστάσεις στους πνεύμονες και στο ήπαρ, ο Όσιος ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιον Όρος στις 13 Ιουνίου. Ο υψηλός πυρετός όμως και η δύσπνοια τον ανάγκασαν να παραμείνει.
Στο τέλος του Ιουνίου οι γιατροί του ανακοίνωσαν ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το πολύ. Τη Δευτέρα 11 Ιουλίου (γιορτή της Αγίας Ευφημίας) κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του αποφάσισε να μην παίρνει φάρμακα ή παυσίπονα, παρά τους φρικτούς πόνους της ασθένειάς του. Κοιμήθηκε την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 μ.Χ. και ώρα 11:00 και ενταφιάστηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης.
Στις 13 Ιανουαρίου 2015 συνήλθε η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και αποφάσισε την κατάταξη του Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου στο Αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου έχει ως εξής:
«Συνῆλθεν, ὑπό τήν προεδρίαν τῆς Α. Θ. Παναγιότητος, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος εἰς τήν τακτικήν συνεδρίαν αὐτῆς σήμερον, Tρίτην, 13ην Ἰανουαρίου 2015, πρός ἐξέτασιν τῶν ἐν τῇ ἡμερησίᾳ διατάξει ἀναγεγραμμένων θεμάτων.
Κατ᾿ αὐτήν, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος: α) ὁμοφώνως ἀποδεχθεῖσα εἰσήγησιν τῆς Κανονικῆς Ἐπιτροπῆς ἀνέγραψεν εἰς τό Ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τόν μοναχόν Παΐσιον Ἁγιορείτην καί β) προτάσει τῆς Α. Θ. Παναγιότητος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου, διά ψήφων κανονικῶν ἐξελέξατο παμψηφεί τόν Πανοσιολ. Ἀρχιμανδρίτην κ. Εἰρηναῖον Ἀβραμίδην, διακονοῦντα ἐν Παρισίοις, Βοηθόν Ἐπίσκοπον παρά τῷ Σεβασμιωτάτῳ Μητροπολίτῃ Γαλλίας κυρίῳ Ἐμμανουήλ, ὑπό τόν τίτλον τῆς πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Ἐπισκοπῆς Ρηγίου.
Ἐν τοῖς Πατριαρχείοις, τῇ 13ῃ Ἰανουαρίου 2015
Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου»
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α ́. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Φαράσων τὸν γόνον, καὶ τοῦ Ἄθωνος κλέϊσμα, καὶ τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος ὁσίων, μιμητὴν καὶ ἰσότιμον, Παΐσιον τιμήσωμεν πιστοί, τὸ σκεῦος χαρισμάτων τὸ μεστόν, ὡς φυλάσσοντα ἐκ πάντων τῶν λυπηρῶν, τοὺς πίστει ἀνακράζοντας, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ ́. Θείας πίστεως.
Ὥσπερ ἄγγελος, φανεὶς ἐν κόσμῳ, ἐν τοῖς ἔτεσι, τοῖς τελευταίοις, χριστομίμητε Παΐσιε ὅσιε, ἀσκητικῶς γὰρ βιώσας ἐν Ἄθωνι, ὡς παμφαέστατος ἥλιος ἔλαμψας, καὶ κατηύγασας, πιστῶν τὰ πλήθη τῇ χάριτι, τοῖς ῥήμασι σημείοις καὶ τοῖς θαύμασι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ ́. Ταχὺ προκατάλαβε.
Παΐσιε γέγονας, τῶν ἀσκητῶν ἡ κρηπίς, τοῦ Ἄθωνος κλέϊσμα, καὶ Σουρωτῆς ὁ τροφός, Κονίτσης τὸ καύχημα, σὺ γὰρ ἐπὶ τὰ ἴχνη, Ἀρσενίου ὁδεύσας, εἴληφας χαρισμάτων, τὴν πληθὺν Παρακλήτου, ἀφθόνως τοῖς σὲ τιμῶσιν, παρέχων τὰ πρόσφορα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α ́. Τὸν Συνάναρχον Λόγον.
Τὸν πανεύφημον ἄνδρα, τοῦ ὄρους Ἄθωνος, τὸν ἐπ' ἐσχάτων τῶν χρόνων, καθάπερ φάος λαμπρόν, τὴν σκοτίαν τῶν πιστῶν διασκεδάσαντα, καὶ νοσήματα ψυχῶν, καὶ σαρκὸς ἐπιφοράς, ἰώμενον ὑπὲρ φύσιν, τῆς προοράσεως λύχνον, νέον Παΐσιον τιμήσωμεν.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ ́. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Ἁγίου Ὄρους ἀσκητὴν τὸν περιάκουστον, καὶ Ἐκκλησίας τὸν φωστῆρα τὸν νεόφωτον, ἐπαινέσωμεν ἐν ὕμνοις ὁλοκαρδίως, ποδηγῶν γὰρ τοὺς πιστοὺς πρὸς βίον ἄριστον, ποταμῶν τῶν δωρημάτων τούτους ἔπλησας, διὸ κράζουσι· Χαίροις πάτερ Παΐσιε.
Κάθισμα
Ἦχος α ́. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Τῇ χάριτι Χριστοῦ, ὡς οἱ πάλαι Πατέρες, συνέζησας σεμνέ, τοῖς ἀλόγοις θηρίοις, καὶ φίλος ἐτέλεσας, πτερωτῶν καὶ τῶν ὄφεων, ὅθεν ἅπαντες, οἱ σὲ εἰδόντες θεόφρον, ἐξεπλάγησαν, καὶ Παντοκράτορα Λόγον, ἀνύμνησαν Ὅσιε.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ ́. Τὴν ὡραιότητα.
Τὸν πολυθαύμαστον, σεμνὸν Παΐσιον, τὸν καθαιρέσαντα, ὀφρὺν τοῦ δράκοντος, καὶ ἡδονὰς τὰς σαρκικάς, συντρίψαντα τῇ ἀσκήσει, Ἄθωνος τὸ κλέϊσμα, καὶ Φαράσων ἐκβλάστημα, τὸν εὐεργετήσαντα, πολυτρόπως τοῖς θαύμασι, τὰ πλήθη τῶν πιστῶν ὀρθοδόξων, πάντες τιμήσωμεν ἐνθέως.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ ́. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τῆς νεότητος ὤφθης παιδαγωγός, καὶ ἀκέστωρ ἀνθρώπων ναρκομανῶν, τοῖς σχοῦσι δυσίατα, πορνικὰ ἁμαρτήματα, ταῖς σαῖς εὐχαῖς ἐφάνης, θεράπων πανάριστος, καὶ ἐκ τῶν ἐκζητούντων, ὁδὸν τὴν σωτήριον, Πάτερ ἐπεγνώσθης, ἀκριβὴς ποδηγέτης, καὶ πάντων Παΐσιε, βακτηρία γεγένησαι, ἀσκητὰ θεοφώτιστε, διὸ ἐν Σουρωτῇ οἱ πιστοί, τὸν σὸν τάφον, προσκυνοῦντες χαίρουσι, καὶ σεμνῶς τὴν σὴν μνήμην, κατὰ χρέος προσμέλπουσι.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ ́.Ταχὺ προκατάλαβε.
Εὐχῆς ἐργαστήριον, ἡ σὴ ἁγία ψυχή, Παΐσιε γέγονε, τῇ συνεχεῖ προσευχῇ, καὶ θείαις δεήσεσι, σὺ γὰρ μακροχρονήσας, ἐν τῇ κέλλῃ σου πάτερ, ὤφθης καθάπερ στήλη, φωτεινὴ ἱκετεύων, Χριστὸν τὸν πάντων κτίστην, καὶ παντοκράτορα.
Ὁ Οἶκος
Ἄγγελος ὥσπερ ἄλλος, ἐν ἐσχάτοις τοῖς χρόνοις, Παΐσιε ἐφάνης ἐν Ἄθῳ, ὁσίως γὰρ ζήσας ἐν γῇ, ἀσκητῶν τῶν ἀρχαίων ἰσοστάσιος, ἐφάνης τοῖς συνοῦσί σοι, βοῶσί σοι θερμῶς τοιαῦτα·
Χαῖρε Φαράσων ὁ θεῖος γόνος·
χαῖρε τοῦ Ἄθωνος μέγας ὄλβος.
Χαῖρε τῆς Κονίτσης τὸ ἔνθεον καύχημα·
χαῖρε Σουρωτῆς κοινοβίου καλλώπισμα.
Χαῖρε βρύσις ἡ πολύκρουνος ὑπὲρ φύσιν δωρεῶν·
χαῖρε ῥεῦμα ἀκατάσχετον ἰαμάτων σωστικῶν.
Χαῖρε ὅτι κλεΐζεις τὴν Μονὴν Ἐσφιγμένου·
χαῖρε ὅτι οἰκεῖς ἐν τῷ ὄρει Σιναίου.
Χαῖρε βροτῶν ἀτύφων ὁ ἔξαρχος·
χαῖρε πολλῶν χαρίτων ὁ κάτοχος.
Χαῖρε δεινῶς ἀλγουμένων ὁ ῥύστης·
χαῖρε ἀνδρῶν μοναστῶν ὑποφήτης.
Χαίροις πάτερ Παΐσιε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν Φαράσων θεῖος βλαστός, Ἄθωνος τοῦ Ὄρους περιάκουστος ἀσκητής, χαίροις τῆς Ἑλλάδος ὁ φωτιστὴς ὁ νέος, Παΐσιε τῶν νέων μέγιστε σύμμαχε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὁ διδάσκαλος Σουρωτῆς, τοῦ Σιναίου ὄρους ὁ σεμνότατος ἀσκητής, χαίροις ἐν Κονίτσῃ τῶν συμπατριωτῶν σου, κατοίκων ὄντως τύπος Πάτερ πρὸς μίμησιν.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἄνδρας καὶ γυναῖκας ναρκομανεῖς, καὶ πληθὺν ἀνθρώπων, δαιμονώντων ταῖς σαῖς λιταῖς, καὶ τοὺς ἀσθενοῦντας, πολυειδῶς θεόφρον, Παΐσιε μὴ παύσῃ, σώζων ἑκάστοτε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Μοναζόντων ὅσιε τὸν χορόν, ταῖς ἱκετηρίαις, πρὸς Δεσπότην διηνεκῶς, ὅσιε βοήθει, ὡς παῤῥησίαν ἔχων, Παΐσιε κρατίστην, θεομακάριστε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Ἔχοντες ὡς μέγιστον θησαυρόν, τὸν σὸν τάφον Πάτερ, ἀρυόμεθα οἱ πιστοί, δύναμιν καὶ θάρσος, ἐν τοῖς δεινοῖς τοῦ βίου, Παΐσιε παμμάκαρ, ἄνερ τῆς χάριτος.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Πάτερ ὁσιώτατε τοὺς βροτούς, τοὺς ὑμνολογοῦντας, πολιτείαν σου τὴν σεπτήν, τῇ ἐπισκοπῇ σου, προστάτευσον ἐκ βλάβης, βελίαρ τοῦ ἀρχαίου, τοῦ πολεμήτορος. Πᾶσαι τῶν ἀγγέλων.
Οἱ Ἅγιοι Πρόκλος καὶ Ἱλάριος οἱ Μάρτυρες
Eις τον Πρόκλον.
Kαι γυμνός ων ήνεγκεν ο Πρόκλος βέλη,
Ένδον γαρ είχε τον Θεόν πανοπλίαν.
Eις τον Iλάριον.
Ιλάριος πάντιμον εκτμηθείς κάραν,
Aθλήσεως πάντιμον εύρατο στέφος.
Δωδεκάτη βέλος είλε Πρόκλον, ξίφος Iλάριόν τε.
Ἤνεγκε γυμνὸς πυκνὰ ὁ Πρόκλος βέλη.
Ξίφει δὲ Ἱλάριος ἐτμήθη κάραν.
Δωδεκάτῃ βέλος εἷλε Πρόκλον, ξίφος Ἱλάριόν τε.
Kαι γυμνός ων ήνεγκεν ο Πρόκλος βέλη,
Ένδον γαρ είχε τον Θεόν πανοπλίαν.
Eις τον Iλάριον.
Ιλάριος πάντιμον εκτμηθείς κάραν,
Aθλήσεως πάντιμον εύρατο στέφος.
Δωδεκάτη βέλος είλε Πρόκλον, ξίφος Iλάριόν τε.
Ἤνεγκε γυμνὸς πυκνὰ ὁ Πρόκλος βέλη.
Ξίφει δὲ Ἱλάριος ἐτμήθη κάραν.
Δωδεκάτῃ βέλος εἷλε Πρόκλον, ξίφος Ἱλάριόν τε.
Οἱ Ἅγιοι μάρτυρες Πρόκλος καὶ Ἱλάριος, ἔζησαν τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα τῶν Ρωμαίων Τραϊνοῦ καὶ τοῦ ἡγεμόνα Μαξίμου.
Πρῶτος συνελήφθη ὁ Ἅγιος Πρόκλος καὶ ἀφοῦ διακήρυξε τὴν πίστη του στὸν Θεὸ ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορα, ὁδηγήθηκε στὸν ἡγεμόνα νὰ ὑποβληθεῖ σὲ βασανιστήρια. Πρῶτα λοιπὸν τοῦ ἔκαψαν τὴν κοιλιὰ μὲ ἀναμμένους δαυλούς, στὴν συνέχεια τοῦ ξέσκισαν ὅλο τὸ σῶμα μὲ σιδερένια νύχια, ἔπειτα τὸν κρέμασαν καὶ τέλος πάρθηκε ἡ ἀπόφαση νὰ θανατωθεῖ μὲ τόξα.
Καθ’ ὁδὸν λοιπὸν πρὸς τὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου, ὁ Ἅγιος συνάντησε τὸν ἀνεψιό του Ἱλάριο, ὁ ὁποῖος χαιρέτησε τὸν θεῖο του. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο συνελήφθη. Ἔτσι ἀφοῦ θανατώθηκε ὁ Ἅγιος Πρόκλος μὲ τὰ τόξα, στὴ συνέχεια θανατώθηκε καὶ ὁ Ἱλάριος, ἀφοῦ πρῶτα ρωτήθηκε ἂν εἶναι καὶ αὐτὸς χριστιανός.
Ἔτσι ἔλαβαν τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Σταυροῦ τὴν πανοπλίαν ἱερῶς ἐνδυσάμενοι, Ἱλάριε καὶ Πρόκλε, ὑπὲρ φύσιν ἠθλήσατε, καὶ δόξης οὐρανίου κοινωνοί, ἐδείχθητε ὡς μέτοχοι Χριστοῦ· διὰ τοῦτο χαρισμάτων ταῖς δωρεαῖς, πυρσεύετε τοὺς κράζοντας· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι δι’ ὑμῶν πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς συγγενεῖς, καὶ ἐν τοῖς τρόποις σύμψυχοι, καὶ ἐν παντί, ὁμονοοῦντες ὤφθητε, Πρόκλε Μάρτυς ἀξιάγαστε, σὺν Ἱλαρίῳ τῷ θεόφρονι· τὸ πάθος γὰρ Χριστοῦ ἐξεικονίσαντες, τῆς παρ’ αὐτοῦ εὐκλείας ἠξιώθητε, αἰτούμενοι πᾶσι θείαν ἄφεσιν.
Μεγαλυνάριον.
Βλέπων σε Ἱλάριος ὁ κλεινός, κατηγλαϊσμένον, Μάρτυς Πρόκλε ἀθλητικῶς, κοινωνός σοι ὤφθη, Χριστὸν ὁμολογήσας· ἔνθεν τῆς ἄνω δόξης, ἄμφω ἐτύχετε.
Ἡ Ἁγία Βερονίκη ἡ αἱμορροοῦσα
Όλου νοητώς δράττεταί σου νυν Λόγε,
H κρασπέδου σού, πριν μόνου δραξαμένη.
Για τη θεραπεία της αιμορροούσης γυναικός, που κατά την παράδοση
ονομαζόταν Βερονίκη, μπορεί να διαβάσει ο αναγνώστης στο κατά Ματθαίον
Ευαγγέλιο κεφάλαιο Θ' στ. 20-22, στο κατά Μάρκον κεφάλαιο Ε' στ. 25-34
και στο κατά Λουκάν κεφάλαιο Η' στ. 43-49.
Ο Συναξαριστής του Αγίου Νικόδημου του Αγιορείτου αναφέρει, ότι η αγία αυτή καταγόταν από την πόλη Πανεάδα. Όταν τη γιάτρεψε ο Κύριος από την ασθένεια της αιμορραγίας, αυτή για να Τον ευχαριστήσει, φιλοτέχνησε τον ανδριάντα Του και τον έστησε μπροστά στο σπίτι της για να προσκυνείται απ' όλους. Μάλιστα στη βάση του ανδριάντα, φύτρωσε βότανο που θεράπευε διάφορες ασθένειες. Αργότερα η Βερονίκη έγινε μέλος της πρώτης Εκκλησίας, και αφού έζησε αγία ζωή, ειρηνικά παρέδωσε το πνεύμα της.
Ο Συναξαριστής του Αγίου Νικόδημου του Αγιορείτου αναφέρει, ότι η αγία αυτή καταγόταν από την πόλη Πανεάδα. Όταν τη γιάτρεψε ο Κύριος από την ασθένεια της αιμορραγίας, αυτή για να Τον ευχαριστήσει, φιλοτέχνησε τον ανδριάντα Του και τον έστησε μπροστά στο σπίτι της για να προσκυνείται απ' όλους. Μάλιστα στη βάση του ανδριάντα, φύτρωσε βότανο που θεράπευε διάφορες ασθένειες. Αργότερα η Βερονίκη έγινε μέλος της πρώτης Εκκλησίας, και αφού έζησε αγία ζωή, ειρηνικά παρέδωσε το πνεύμα της.
Ὁ Ἅγιος Σεραπίων ὁ νέος
Πίον τι Xριστώ θύμα και Σεραπίων,
Xριστού παρ’ εχθρών εις το πυρ βεβλημένος.
Xριστού παρ’ εχθρών εις το πυρ βεβλημένος.
Ὁ Ἅγιος Σεραπίων ἔζησε στὰ χρόνια του βασιλιὰ Σεβήρου (103 μ.Χ.) καὶ ἦταν ἄνδρας θεοσεβὴς καὶ ἀγαθὸς στὴν προαίρεση.
Συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἄρχοντα Ἀκύλα καὶ ὅταν ρωτήθηκε ποιᾶς θρησκείας εἶναι, ὁμολόγησε μὲ θάρρος, ὅτι πιστεύει καὶ σέβεται τὸν Χριστό.
Τότε τὸν ἔριξαν στὴ φωτιὰ καὶ τὸν ἔκαψαν ζωντανό, λαμβάνοντας ἔτσι τὸ ἁμαράντινο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Οἱ Ἅγιοι Ἀνδρέας ὁ Στρατηλάτης, Ἡράκλειος, Φαῦστος, Μηνᾶς καὶ ἡ συνοδεία τους
Ως άρμα αίμα τετράιππον εις πόλον,
Eυρούσα εξώρμησε τετράς Mαρτύρων.
Eυρούσα εξώρμησε τετράς Mαρτύρων.
Μάρτυρες, χωρίς να γνωρίζουμε κανένα βιογραφικό τους στοιχείο. Η μνήμη τους επαναλαμβάνεται στις 31 Αυγούστου.
Ὁ Ὅσιος Μιχαὴλ ὁ Μαλεῖνος, πνευματικὸς πατέρας τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτη
Ζήσας Mιχαήλ ως άσαρκος εν βίω,
Oμωνύμω νυν συμπαρίστασαι νόω.
Oμωνύμω νυν συμπαρίστασαι νόω.
Ἔζησε στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Κωνσταντίνου Ζ’ καὶ μέχρι τῶν χρόνων τοῦ Βασιλείου Β’ τοῦ Βουλγαροκτόνου. Γεννήθηκε στὴν Καππαδοκία ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ πλούσιους, τὸν Εὐδόκιμο καὶ τὴν Ἀναστασῶ. Ὁ παππούς του ἀπὸ τὸν πατέρα του, Εὐστάθιος, κατεῖχε τὸ ἀξίωμα τοῦ πατρικίου. Ὁ δὲ παππούς του ἀπὸ τὴ μητέρα του, Ἀδράλεστος, εἶχε τὸ ἀξίωμα τοῦ Στρατηλάτη τῆς Ἀνατολῆς.
Ὁ Μανουὴλ - αὐτὸ ἦταν τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του - ἀνατράφηκε μέσα στ’ ἀνάκτορα, ἀλλὰ γρήγορα κατάλαβε τὴν ματαιότητα τῶν ἐγκόσμιων τιμῶν καὶ ἀγαθῶν καὶ γὶ αὐτὸ κατέφυγε στὸ ὅρος τοῦ Κύμινα. Ἐκεῖ βρῆκε κάποιο μοναχὸ γέροντα μεγάλης ἀρετῆς, τὸν Ἰωάννη, ποὺ τὸν παρεκάλεσε νὰ μείνει κοντά. Ὁ γέροντας μὲ ἐπιφύλαξη τὸν δέχτηκε, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο ὁ πατέρας του ἐντόπισε ποὺ βρίσκεται καὶ μὲ διάφορες παρακλήσεις τὸν ἔφερε στὸ σπίτι.
Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγους μῆνες καὶ μὲ τὴν ἄδεια αὐτὴ τὴν φορὰ τῶν γονέων του, ἐπέστρεψε στὸν γέροντά του, ποὺ τὸν δέχτηκε μὲ χαρὰ μεγάλη. Μετὰ τρία ἔτη δοκιμασίας, ὁ Μανουὴλ ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Μιχαήλ. Ἀργότερα, ὅταν πέθανε ὁ γέροντάς του Ἰωάννης, ὁ Μιχαήλ μὲ τὴν μεγάλη πατρικὴ κληρονομιὰ ποὺ ἀπόκτησε ὑπῆρξε μεγάλος δωρητὴς τῶν φτωχῶν καὶ τῶν πασχόντων.
Ἐπίσης ἵδρυσε τὴν περίφημη μεγάλη Λαύρα τοῦ Κύμινα, ὅπου σχηματίστηκε πολυάριθμη ἀδελφότητα, τὴν ὁποία ὁ Μιχαὴλ ὀργάνωσε κοινοβιακὰ καὶ τὴν συνέδεσε μὲ ἀδελφικὴ ἀγάπη. Ἀπ’ αὐτὴ τὴ Μονὴ πέρασαν πολλὲς ἐκλεκτὲς ψυχές, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, ἱδρυτὴς τῆς μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Ἡ μονὴ τοῦ Κύμινα διακρίθηκε γιὰ τοὺς καλλιγράφους της καὶ ἀντιγραφεῖς ἱερῶν βιβλίων.
Σὲ ἡλικία προχωρημένη, ἀλλὰ ἀκμαῖος στὴν πίστη καὶ τὸ πνεῦμα, ὁ Μιχαὴλ παρέδωσε εἰρηνικὰ τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Θεό.
Σύναξη της Παναγίας της Τριχερούσας στο Άγιο Όρος
Εἰκών σου Ἁγνὴ ὡς θεία μυροθήκη,
δέδοται ἡμῖν ἐκ Παλαιστίνης πάλαι.
Τριχερούσης δυοκαιδεκάτη ἧξιν ὧδε ἀείδω.
δέδοται ἡμῖν ἐκ Παλαιστίνης πάλαι.
Τριχερούσης δυοκαιδεκάτη ἧξιν ὧδε ἀείδω.
Η εικόνα αυτή είναι εκείνη στην οποία με δίκαιο παράπονο κατέφυγε και προσυχήθηκε ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (βλέπε 4 Δεκεμβρίου)
κρατώντας το κομμένο δεξί του χέρι, με το οποίο συνέγραφε τους λόγους
υπέρ των Αγίων Εικόνων και το οποίο του κόπηκε από επιβουλή των
εικονομάχων. Η Παναγία θαυματούργησε συγκολλώντας και ζωογονώντας το
νεκρό χέρι του θεράποντος της και εκείνος της αφιέρωσε ασημένιο ανάθημα
σε σχήμα χεριού, που η θέση του στην εικόνα το κάνει να φαίνεται σαν ένα
τρίτο χέρι της Παναγίας. Η εικόνα που μέχρι το 12 αιώνα μ.Χ. φυλαγόνταν
στη Λαύρα του αγίου Σάββα, δωρήθηκε στον άγιο Σάββα Αρχιεπίσκοπο
Σερβίας (βλέπε 14 Ιανουαρίου)
και κτίτορα της μονής Χιλανδαρίου κατά την επίσκεψή του στους Αγίους
Τόπους. Αυτός τη μετέφερε στη Σερβία, από όπου αργότερα μετακομίστηκε με
θαυμαστό τρόπο στο Άγιο Όρος, όταν κατά τις εσωτερικές ταραχές που
συνέβησαν στη Σερβία επί του βασιλέα Ούροση του Ε΄ ο ημίονος που τη
μετέφερε πάντοτε προ του στρατεύματος στις διάφορες μάχες χάθηκε και
προχωρώντας μόνος του έφθασε μέχρι το Χιλανδράρι.
Σε μεταγενέστερη εποχή όταν προέκυψε διχόνια στην αδελφότητα της μονής Χιλανδαρίου εξαιτίας της εκλογής νέου ηγούμενου, η Τριχερούσα μετατοπίστηκε θαυματουργικά από το Ιερό Βήμα, όπου ήταν μέχρι τότε, στο στασίδι του ηγούμενου, ενώ συγχρόνως ενάρετος ερημίτης μοναχός πληροφόρησε την αδελφότητα ότι στο εξής και προς αποφυγή φιλονικιών να μην εκλέγεται ηγούμενος στο Χιλανδάρι, διότι η Παναγία θα κρατήσει τη θέση αυτή και θα διοικεί το μοναστήρι. Πράγματι μέχρι σήμερα, η χιλανδρινή αδελφότητα, ενώ ζει κοινοβιακά, στερείται Καθηγουμένου και διοικείται κατά το σύστημα των ιδιόρρυθμων μονών.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν θείαν Εἰκόνα σου, ἐκ Παλαιστίνης ἡμῖν, ὁ Σάββας ὁ ἔνθεος, ἣν Τριχεροῦσαν Ἁγνή, καλοῦμεν μετήνεγκεν, ἤν περ Χιλανδαρίου, ἡ Μονὴ κεκτημένη, ὕμνον σοι Θεοτόκε, ἀναμέλπει βοῶσα· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σου. (Ἐκ γ´.)
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς Θεοτόκου τὴν εἰκόνα τὴν πανσέβαστον ἥ Τριχερούσα ξένῳ θαύματι ὠνόμασται, προσκυνήσωμεν ἐν πίστει καὶ εὐλαβείᾳ. Ἀλλ᾿ ὦ Κόρη τὴν Μονήν σου ταύτην φύλαττε, ἀπὸ πάσης συμφορᾶς καὶ περιστάσεως, ἐκβοώσαν σοι· χαῖρε πάντων ἀντίληψις.
Κάθισμα
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ταχεῖαν βοήθειαν, ἐν πειρασμοῖς χαλεποῖς, προσπίπτοντες Ἄχραντε, τῇ σῇ θερμῇ ἀρωγῇ, εὑρίσκοντες πάντοτε, ὕμνον εὐχαριστίας, σοι προσάδομεν πόθῳ, πίστει παρεστηκότες, τῇ σεπτή σου Εἰκόνι, Παρθένε Τριχερούσα, ἡμῶν καταφύγιον.
Ὁ Οἶκος
Ἄνωθεν ἡ Εἰκών σου, λαμπρυνθεῖσα σῇ δόξῃ, δεδώρηται ἡμῖν Θεοτόκε, ᾗ προσιόντες πίστει πολλῇ, τῶν πολλῶν σοῦ τρυφῶμεν ἀντιλήψεων, καὶ ὕμνον χαριστήριον, προσφέρομεν σοὶ ἐκβοῶντες·
Χαῖρε Ἀγγέλων ἡ θυμηδία·
χαῖρε ἀνθρώπων ἡ προστασία.
Χαῖρε τοῦ Σωτῆρος καθέδρα περίδοξος·
χαῖρε τῆς Μονῆς σου προστάτις καὶ ἔφορος.
Χαῖρε ὅτι ἡμῖν δέδωκας τὴν Εἰκόνα σου Ἁγνὴ·
χαῖρε ὅτι βλύζεις ἅπασιν εὐσπλαγχνίας τὴν πηγὴν.
Χαῖρε Χιλανδαρίου πολυτίμητον γέρας·
χαῖρε παντὸς τοῦ Ἄθω φύλαξ σκέπη καὶ κέρας.
Χαῖρε Θεὸν αῤῥήτως κυήσασα·
χαῖρε χαρᾶς τὰ πάντα ἐμπλήσασα.
Χαῖρε ἡμᾶς ἀσφαλῶς ὁδηγοῦσα·
χαῖρε τοῦ σου κλήρου ἡ προνοοῦσα.
Χαῖρε πάντων ἀντίληψις.
Μεγαλυνάριον
Ἡ Χιλανδαρίου χαίρει Μονή, ἔχουσα ἐν κόλποις, τὴν Εἰκόνα σου τὴν σεπτήν, ἥτις Τριχεροῦσα, Παρθένε ἐπεκλήθη, ἣν πίστει προσκυνοῦντες, σὲ μεγαλύνομεν.
Σε μεταγενέστερη εποχή όταν προέκυψε διχόνια στην αδελφότητα της μονής Χιλανδαρίου εξαιτίας της εκλογής νέου ηγούμενου, η Τριχερούσα μετατοπίστηκε θαυματουργικά από το Ιερό Βήμα, όπου ήταν μέχρι τότε, στο στασίδι του ηγούμενου, ενώ συγχρόνως ενάρετος ερημίτης μοναχός πληροφόρησε την αδελφότητα ότι στο εξής και προς αποφυγή φιλονικιών να μην εκλέγεται ηγούμενος στο Χιλανδάρι, διότι η Παναγία θα κρατήσει τη θέση αυτή και θα διοικεί το μοναστήρι. Πράγματι μέχρι σήμερα, η χιλανδρινή αδελφότητα, ενώ ζει κοινοβιακά, στερείται Καθηγουμένου και διοικείται κατά το σύστημα των ιδιόρρυθμων μονών.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν θείαν Εἰκόνα σου, ἐκ Παλαιστίνης ἡμῖν, ὁ Σάββας ὁ ἔνθεος, ἣν Τριχεροῦσαν Ἁγνή, καλοῦμεν μετήνεγκεν, ἤν περ Χιλανδαρίου, ἡ Μονὴ κεκτημένη, ὕμνον σοι Θεοτόκε, ἀναμέλπει βοῶσα· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σου. (Ἐκ γ´.)
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς Θεοτόκου τὴν εἰκόνα τὴν πανσέβαστον ἥ Τριχερούσα ξένῳ θαύματι ὠνόμασται, προσκυνήσωμεν ἐν πίστει καὶ εὐλαβείᾳ. Ἀλλ᾿ ὦ Κόρη τὴν Μονήν σου ταύτην φύλαττε, ἀπὸ πάσης συμφορᾶς καὶ περιστάσεως, ἐκβοώσαν σοι· χαῖρε πάντων ἀντίληψις.
Κάθισμα
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ταχεῖαν βοήθειαν, ἐν πειρασμοῖς χαλεποῖς, προσπίπτοντες Ἄχραντε, τῇ σῇ θερμῇ ἀρωγῇ, εὑρίσκοντες πάντοτε, ὕμνον εὐχαριστίας, σοι προσάδομεν πόθῳ, πίστει παρεστηκότες, τῇ σεπτή σου Εἰκόνι, Παρθένε Τριχερούσα, ἡμῶν καταφύγιον.
Ὁ Οἶκος
Ἄνωθεν ἡ Εἰκών σου, λαμπρυνθεῖσα σῇ δόξῃ, δεδώρηται ἡμῖν Θεοτόκε, ᾗ προσιόντες πίστει πολλῇ, τῶν πολλῶν σοῦ τρυφῶμεν ἀντιλήψεων, καὶ ὕμνον χαριστήριον, προσφέρομεν σοὶ ἐκβοῶντες·
Χαῖρε Ἀγγέλων ἡ θυμηδία·
χαῖρε ἀνθρώπων ἡ προστασία.
Χαῖρε τοῦ Σωτῆρος καθέδρα περίδοξος·
χαῖρε τῆς Μονῆς σου προστάτις καὶ ἔφορος.
Χαῖρε ὅτι ἡμῖν δέδωκας τὴν Εἰκόνα σου Ἁγνὴ·
χαῖρε ὅτι βλύζεις ἅπασιν εὐσπλαγχνίας τὴν πηγὴν.
Χαῖρε Χιλανδαρίου πολυτίμητον γέρας·
χαῖρε παντὸς τοῦ Ἄθω φύλαξ σκέπη καὶ κέρας.
Χαῖρε Θεὸν αῤῥήτως κυήσασα·
χαῖρε χαρᾶς τὰ πάντα ἐμπλήσασα.
Χαῖρε ἡμᾶς ἀσφαλῶς ὁδηγοῦσα·
χαῖρε τοῦ σου κλήρου ἡ προνοοῦσα.
Χαῖρε πάντων ἀντίληψις.
Μεγαλυνάριον
Ἡ Χιλανδαρίου χαίρει Μονή, ἔχουσα ἐν κόλποις, τὴν Εἰκόνα σου τὴν σεπτήν, ἥτις Τριχεροῦσα, Παρθένε ἐπεκλήθη, ἣν πίστει προσκυνοῦντες, σὲ μεγαλύνομεν.
Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Γεωργίου Ἐπισκόπου Ἄσσου Μυτιλήνης
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος τοῦ Νόβγκοροντ (Ρῶσος)
Δεν έχουμε λεπτομέρειες για τον βίο του Ρώσου Αγίου, παρά μόνο ότι ήταν δια Χριστόν Σαλός.
Ὁ Ἅγιος Μάμας πέραν ἐν τῷ Σίγματι
Mάμαντα αν δε αγέραστον παρίδω,
Πώς αν φανείην φίλος είναι Mαρτύρων;
Πώς αν φανείην φίλος είναι Mαρτύρων;
Ἴσως πρόκειται γιὰ τὸν ἴδιο Μάρτυρα, ποὺ ἡ μνήμη τοῦ γίνεται τὴν 2α Σεπτεμβρίου.
Η Νέα Κίος Αργολίδος ιδρύθηκε το 1927 μ.Χ. και φιλοξένησε πρόσφυγες από την Μικρά Ασία. Παλιά πατρίδα η Κίος της Βιθυνίας, το επίνειον της Προύσσας, η έδρα της ξακουστής Μητρόπολης Νίκαιας.
Σοβαρός δεσμός, πνευματικός και ιστορικός με τις αλησμόνητες πατρίδες, είναι οι 4 παλαιές εικόνες που μεταφέρθηκαν από την Κίο της Μικράς Ασίας και φυλάσσονται ως ιερά κειμήλια – φάροι πίστης και μνήμης στον ιστορικό Ναό της Θεομάνας (βλέπε 23 Αυγούστου), πολιούχο της Νέας Κίου. Η ιερά εικόνα της Κουκουζέλησας – Τριχερούσας είναι η μεγαλύτερη σε μέγεθος από τις τέσσερις, μεγάλης παλαιότητας και ιδιαίτερα ξεχωριστή, γιατί αποτελεί ένα θαυμάσιο συνδυασμό (μοναδικό στα ελληνοχριστιανικά δεδομένα) της Παναγίας της Κουκουζέλησας της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας (βλέπε 21 Νοεμβρίου) και της Τριχερούσας της Ιεράς Μονής Χιλιανδαρίου Αγίου Όρους (βλέπε ίδια ημέρα).
Συγκεκριμένα, ενώ εκατέρωθεν της μορφής της Παναγίας απεικονίζονται ο Άγιος Ιωάννης ο Κουκουζέλησας (βλέπε 1 Οκτωβρίου) και ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης (βλέπε 5 Ιουλίου), όπως στην Κουκουζέλησα της Μεγίστης Λαύρας, στην εν λόγω εικόνα υπάρχει ασημένιο τρίτο χέρι που παραπέμπει στην Τριχερούσα του Χιλιανδαρίου και στο θαύμα που επετέλεσε η Θεοτόκος στον Άγιο Ιωάννη τον Κουκουζέλη. Ο μοναδικός στην ψαλτική Ιωάννης Κουκουζέλης ενώ αποκοιμήθηκε αποκαμωμένος στο ψαλτήρι, εμφανίστηκε ενώπιον του η Παναγία σε όνειρο και τον παρακίνησε να ψάλλει γι’ αυτήν και Εκείνη θα τον ανταμειψει. Αμέσως μόλις εξύπνησε, είδε μέσα στο χέρι του ένα χρυσό νόμισμα το οποίο αποτελούσε την υλοποίηση της υπόσχεση της Θεοτόκου. Αυτή η φλόγα της πίστης προς την Παναγία φώτιζε τις ψυχές των παιδιών της, που δεν την άφησαν στα χέρια των κατακτητών, αλλά την πήραν μαζί τους για να τους δίνει θάρρος, δύναμη και παρηγοριά. Η «ανωτέρα τω Χερουβείμ», η Μάνα του Θεού και των προσφύγων, η Βασίλισσα του κόσμου, να φωτίζει τον δρόμο κάθε κουρασμένου και ταλαιπωρημένου της εποχής μας ανθρώπου, ώστε να οδηγεί κοντά σ’ Αυτήν και τον Υιό της, με απώτερο σκοπό μας την Αιωνιότητα. Αμήν!
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
(Για τις 4 εικόνες της Παναγίας)
Θεομάνα Παρθένε και Οδηγήτρια, Κουκουζέλησα Θεία και Τρίχερούσα, Σεπτή, Πορταϊτισσα κλεινή Ευαγγελίστρια, σκέπην άπλωσον την σην επί Κίον μητρικώς διαφυλάττουσα ταύτην εκ παντοίων κινδύνων και πειρασμών του πολεμήτορος.
Σοβαρός δεσμός, πνευματικός και ιστορικός με τις αλησμόνητες πατρίδες, είναι οι 4 παλαιές εικόνες που μεταφέρθηκαν από την Κίο της Μικράς Ασίας και φυλάσσονται ως ιερά κειμήλια – φάροι πίστης και μνήμης στον ιστορικό Ναό της Θεομάνας (βλέπε 23 Αυγούστου), πολιούχο της Νέας Κίου. Η ιερά εικόνα της Κουκουζέλησας – Τριχερούσας είναι η μεγαλύτερη σε μέγεθος από τις τέσσερις, μεγάλης παλαιότητας και ιδιαίτερα ξεχωριστή, γιατί αποτελεί ένα θαυμάσιο συνδυασμό (μοναδικό στα ελληνοχριστιανικά δεδομένα) της Παναγίας της Κουκουζέλησας της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας (βλέπε 21 Νοεμβρίου) και της Τριχερούσας της Ιεράς Μονής Χιλιανδαρίου Αγίου Όρους (βλέπε ίδια ημέρα).
Συγκεκριμένα, ενώ εκατέρωθεν της μορφής της Παναγίας απεικονίζονται ο Άγιος Ιωάννης ο Κουκουζέλησας (βλέπε 1 Οκτωβρίου) και ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης (βλέπε 5 Ιουλίου), όπως στην Κουκουζέλησα της Μεγίστης Λαύρας, στην εν λόγω εικόνα υπάρχει ασημένιο τρίτο χέρι που παραπέμπει στην Τριχερούσα του Χιλιανδαρίου και στο θαύμα που επετέλεσε η Θεοτόκος στον Άγιο Ιωάννη τον Κουκουζέλη. Ο μοναδικός στην ψαλτική Ιωάννης Κουκουζέλης ενώ αποκοιμήθηκε αποκαμωμένος στο ψαλτήρι, εμφανίστηκε ενώπιον του η Παναγία σε όνειρο και τον παρακίνησε να ψάλλει γι’ αυτήν και Εκείνη θα τον ανταμειψει. Αμέσως μόλις εξύπνησε, είδε μέσα στο χέρι του ένα χρυσό νόμισμα το οποίο αποτελούσε την υλοποίηση της υπόσχεση της Θεοτόκου. Αυτή η φλόγα της πίστης προς την Παναγία φώτιζε τις ψυχές των παιδιών της, που δεν την άφησαν στα χέρια των κατακτητών, αλλά την πήραν μαζί τους για να τους δίνει θάρρος, δύναμη και παρηγοριά. Η «ανωτέρα τω Χερουβείμ», η Μάνα του Θεού και των προσφύγων, η Βασίλισσα του κόσμου, να φωτίζει τον δρόμο κάθε κουρασμένου και ταλαιπωρημένου της εποχής μας ανθρώπου, ώστε να οδηγεί κοντά σ’ Αυτήν και τον Υιό της, με απώτερο σκοπό μας την Αιωνιότητα. Αμήν!
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
(Για τις 4 εικόνες της Παναγίας)
Θεομάνα Παρθένε και Οδηγήτρια, Κουκουζέλησα Θεία και Τρίχερούσα, Σεπτή, Πορταϊτισσα κλεινή Ευαγγελίστρια, σκέπην άπλωσον την σην επί Κίον μητρικώς διαφυλάττουσα ταύτην εκ παντοίων κινδύνων και πειρασμών του πολεμήτορος.
Αγιοι Πέντε Οσιομάρτυρες Λειψών
Υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες που διασώζονται για τους πέντε αυτούς μάρτυρες. Σύμφωνα με τα έγγραφα της Μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και την τοπική παράδοση, οι πέντε μοναχοί της Μονής που έζησαν και εργάστηκαν στο νησί των Λειψών δολοφονήθηκαν κατά τον 16ο και 17ο μ.Χ. αιώνα από πειρατές ή Τούρκους.
Το 1558 μ.Χ. δολοφονείτε ο μοναχός Νεόφυτος ο Αμοργινός («ἀφνη΄ ἐφονεύθη ὑπὸ τῶν ἀγαρηνῶν εἰς τὸν λειψὸν νεόφυτος μοναχὸς ὁ ἀμοργίνος»).
Το 1561 μ.Χ. δολοφονείτε ο Μοναχός Ιωνάς («αφξα΄ φεβρουαρίου κη΄ ἐφονεύθη εἰς τὸν λειψὸν ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ ἰωνὰς μοναχός, ὁ λέριος») (βλέπε και 28 Φεβρουαρίου).
Το 1609 μ.Χ. δολοφονείτε ο μοναχός Νεόφυτος ο Φαζός («[1609] τῷ αὐτῷ ἔτει ἔπιασαν οἱ λεβέντες [οἱ πειρατὲς] εἰς τὸν λειψόν, τὸν ἐν μοναχοῖς νεόφυτον τὸ φαζόν, καὶ ἐφόνευσαν αὐτὸν διὰ σκεπάρνου καὶ ἀρχίσαμεν το μνημόσυνον καὶ τὴν ἔξοδον αὐτοῦ, δεκεμβρίου 8»).
Το 1635 μ.Χ. δολοφονείτε ο Ιωνάς ο Νισύριος («[1635] τῷ αὐτῷ μηνὶ ἀπριλλῷ ἐπίασεν ὁ μπεκὴρ πασιᾶς τὸν ἐν μοναχοῖς ἰωνὰν τὸν γαρμπὴν τὸν ἐκ νησύρου καὶ ἔδειρεν αὐτόν, ὁποῦ ἀπέθανεν ἀπὸ τὸν δαρμὸν καὶ ἔθαψάν τον εἰς τον λειψόν»).
Το 1696 μ.Χ. δολοφονείτε ο μοναχός Παρθένιος («1696 ἐκοιμήθη ὁ ἁγιώτατος ἐν μοναχοῖς παρθένιος, αὖ τὴν φιλιπόπολιν, ἀναχωρητὴς εἰς τῶν ἀγρίων τὸ νερὸν ὁ θάνατος αὐτὸς μὲ καμάκιον, ἐτρυπίθη εἰς λεμὸν καὶ ὀ ἀφέντης ὀ Θεὸς νὰ τὸν ἀναπαύσει»).
Την Ακολουθία τους συνέταξε ο δόκιμος Υμνογράφος Δρ. Χαράλαμπος Μπούσιας, την οποία εξέδωσε το 1999 μ.Χ., με όσα βιογραφικά στοιχεία μπορούσε να συλλέξει, ο Εφημέριος της Λειψούς και αδελφός της Μονής μας, Αρχιμανδρίτης Νικηφόρος Κουμουνδούρος.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο με την υπ’ αριθ. πρωτ. 693/2002 Πράξη ανακήρυξε τους πέντε ασκητές «μετὰ τῶν Ὁσίων καὶ Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, τιμώμενοι παρὰ τῶν πιστῶν καὶ ὕμνοις ἐγκωμίων γεραιρόμενοι κατ’ ἔτος τῇ πρώτῃ μετὰ τὴν ι΄ Ἰουλίου Κυριακὴ».
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον λόγον.
Τὴν ἐν χρόνοις ποικίλοις πεντάδα ἔνθεον ὀσιοάθλων πατέρων ἐν τῇ Λείψω, ἱεροῖς ἀγωνίσμασιν ἀθλήσασαν τιμήσωμεν, σὺν Νεοφύτῳ, Ἴωνα, ἄλλῳ θείῳ Ἴωνα, Παρθένιον καὶ φωσφόρον εὐχῆς, Νεόφυτον, φάρον, αὐτῶν λιτὰς ἀπεκδεχόμενοι.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τὴ ὑπερμάχω.
Λείψω τὴν νῆσον, θεοφόροι, ἡγιάσατε ἱδρώτων ὄμβροις καὶ αἱμάτων ταῖς ἐκχύσεσι ταῖς ὑμῶν, ὀσιομάρτυρες τροπαιοῦχοι, Ἴωνα σὺν Νεοφύτων ζεύγοι ἔμφρονι καὶ σὺν ἄλλῳ Ἴωνα, κλεινὲ Παρθένιε, ἀνακράζοντες. Χαίροις, γέρας πεντάριθμον.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις, τῶν ἁγίων Λείψω πεντάς, ὀσιομαρτύρων, ὢ Νεόφυτε, Ἴωνα, σὺν τῷ Νεοφύτῳ καὶ Ἴωνα τῷ ἄλλῳ, Παρθένιε παμμάκαρ, πίστεως μάργαρα.
Το 1558 μ.Χ. δολοφονείτε ο μοναχός Νεόφυτος ο Αμοργινός («ἀφνη΄ ἐφονεύθη ὑπὸ τῶν ἀγαρηνῶν εἰς τὸν λειψὸν νεόφυτος μοναχὸς ὁ ἀμοργίνος»).
Το 1561 μ.Χ. δολοφονείτε ο Μοναχός Ιωνάς («αφξα΄ φεβρουαρίου κη΄ ἐφονεύθη εἰς τὸν λειψὸν ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ ἰωνὰς μοναχός, ὁ λέριος») (βλέπε και 28 Φεβρουαρίου).
Το 1609 μ.Χ. δολοφονείτε ο μοναχός Νεόφυτος ο Φαζός («[1609] τῷ αὐτῷ ἔτει ἔπιασαν οἱ λεβέντες [οἱ πειρατὲς] εἰς τὸν λειψόν, τὸν ἐν μοναχοῖς νεόφυτον τὸ φαζόν, καὶ ἐφόνευσαν αὐτὸν διὰ σκεπάρνου καὶ ἀρχίσαμεν το μνημόσυνον καὶ τὴν ἔξοδον αὐτοῦ, δεκεμβρίου 8»).
Το 1635 μ.Χ. δολοφονείτε ο Ιωνάς ο Νισύριος («[1635] τῷ αὐτῷ μηνὶ ἀπριλλῷ ἐπίασεν ὁ μπεκὴρ πασιᾶς τὸν ἐν μοναχοῖς ἰωνὰν τὸν γαρμπὴν τὸν ἐκ νησύρου καὶ ἔδειρεν αὐτόν, ὁποῦ ἀπέθανεν ἀπὸ τὸν δαρμὸν καὶ ἔθαψάν τον εἰς τον λειψόν»).
Το 1696 μ.Χ. δολοφονείτε ο μοναχός Παρθένιος («1696 ἐκοιμήθη ὁ ἁγιώτατος ἐν μοναχοῖς παρθένιος, αὖ τὴν φιλιπόπολιν, ἀναχωρητὴς εἰς τῶν ἀγρίων τὸ νερὸν ὁ θάνατος αὐτὸς μὲ καμάκιον, ἐτρυπίθη εἰς λεμὸν καὶ ὀ ἀφέντης ὀ Θεὸς νὰ τὸν ἀναπαύσει»).
Την Ακολουθία τους συνέταξε ο δόκιμος Υμνογράφος Δρ. Χαράλαμπος Μπούσιας, την οποία εξέδωσε το 1999 μ.Χ., με όσα βιογραφικά στοιχεία μπορούσε να συλλέξει, ο Εφημέριος της Λειψούς και αδελφός της Μονής μας, Αρχιμανδρίτης Νικηφόρος Κουμουνδούρος.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο με την υπ’ αριθ. πρωτ. 693/2002 Πράξη ανακήρυξε τους πέντε ασκητές «μετὰ τῶν Ὁσίων καὶ Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, τιμώμενοι παρὰ τῶν πιστῶν καὶ ὕμνοις ἐγκωμίων γεραιρόμενοι κατ’ ἔτος τῇ πρώτῃ μετὰ τὴν ι΄ Ἰουλίου Κυριακὴ».
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον λόγον.
Τὴν ἐν χρόνοις ποικίλοις πεντάδα ἔνθεον ὀσιοάθλων πατέρων ἐν τῇ Λείψω, ἱεροῖς ἀγωνίσμασιν ἀθλήσασαν τιμήσωμεν, σὺν Νεοφύτῳ, Ἴωνα, ἄλλῳ θείῳ Ἴωνα, Παρθένιον καὶ φωσφόρον εὐχῆς, Νεόφυτον, φάρον, αὐτῶν λιτὰς ἀπεκδεχόμενοι.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τὴ ὑπερμάχω.
Λείψω τὴν νῆσον, θεοφόροι, ἡγιάσατε ἱδρώτων ὄμβροις καὶ αἱμάτων ταῖς ἐκχύσεσι ταῖς ὑμῶν, ὀσιομάρτυρες τροπαιοῦχοι, Ἴωνα σὺν Νεοφύτων ζεύγοι ἔμφρονι καὶ σὺν ἄλλῳ Ἴωνα, κλεινὲ Παρθένιε, ἀνακράζοντες. Χαίροις, γέρας πεντάριθμον.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις, τῶν ἁγίων Λείψω πεντάς, ὀσιομαρτύρων, ὢ Νεόφυτε, Ἴωνα, σὺν τῷ Νεοφύτῳ καὶ Ἴωνα τῷ ἄλλῳ, Παρθένιε παμμάκαρ, πίστεως μάργαρα.
«Πᾶνος»