Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ[:Λουκᾶ 7, 11-16] Γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου σχετικά μέ τήν εὐαγγελική περικοπή τῆς Κυριακῆς Γ΄ Λουκᾶ: «ΟΙ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ» [6-10-1996] (Β 345)

 

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ[:Λουκᾶ 7, 11-16]

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου

σχετικὰ μὲ τὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Κυριακῆς Γ΄ Λουκᾶ μὲ θέμα:

«ΟΙ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»

[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 6-10-1996]

(Β 345)

Κάποια μέρα, ἀγαπητοί μου, θέλησε ὁ Ἰησοῦς νὰ ἐπισκεφτεῖ τὴν πόλιν Ναΐν. Τὸν ἀκολουθοῦσαν οἱ μαθηταί Του καὶ ὄχλος πολύς. Ὅταν ἔφθασαν εἰς τὴν πύλην τῆς πόλεως, γιατί ἦταν πόλις ὀχυρωμένη, τὴν ἴδια στιγμή, «ἐξεκομίζετο», ὅπως μᾶς σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, «ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς». Κάποιος ποὺ εἶχε πεθάνει. Ἦταν νεκρὸ κάποιο παλληκάρι, νεανίσκος χαρακτηρίζεται καὶ μονογενὴς μιᾶς χήρας γυναίκας. Τὴν ὅλη ἐκφορὰ συνόδευε ἀρκετὸς κόσμος, ποὺ ἦλθαν βέβαια νὰ παρηγορήσουν αὐτὴν τὴν πενθοῦσα μάνα. Ἡ συνάντησις ἔγινε ἐκεῖ, στὴν πύλη τῆς πόλεως. Ὁ ὄχλος ποὺ ἠκολούθει καὶ οἱ μαθηταὶ τὸν Κύριον καὶ ὁ ὄχλος ποὺ ἠκολούθει τὴ νεκρώσιμη ἐκφορά.

Τότε ὁ Κύριος λυπήθηκε αὐτὴν τὴ γυναῖκα, πραγματικὰ ἦταν ἀξιολύπητη, καὶ τῆς λέγει: «Μὴ κλαῖε». Δηλαδή, «Μὴν κλαῖς». Καὶ τότε πλησίασε τὸ φέρετρο, ποὺ ἔκειτο ἐκεῖ νεκρὸς ὁ νεανίσκος. Αὐτοὶ ποὺ τὸν μετέφεραν, στάθηκαν. Καὶ τότε ὁ Κύριος, σὰν τὸ πιὸ φυσικὸ πρᾶγμα, ἀποτείνεται πρὸς τὸν νεκρὸν νεανίσκον καὶ τοῦ λέγει: «Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι». «Νεανίσκε, Ἐγώ σοῦ τὸ λέγω: ''Σήκω ἐπάνω''». Καὶ ὁ νεανίσκος ἀνεκάθισε μέσα εἰς τὸ φέρετρό του καὶ ἄρχισε νὰ ὁμιλεῖ!

Ὁμολογουμένως ἦταν ἕνα θαῦμα καταπληκτικόν. Ὅλοι γύρω ἐξέστησαν. Καὶ φοβήθηκαν. Γιατί ὅ,τι ἔχει σχέση μὲ τὸν ἀόρατον κόσμον, τὸν πνευματικὸ κόσμο, φοβίζει καὶ τρομάζει φοβερὰ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ σημειώνει ὁ Λουκᾶς: «Ἒλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ». Ὅλους τοὺς κατέλαβε φόβος. Δόξαζαν τὸν Θεὸ κι ἔλεγαν ὅτι «μεγάλος προφήτης μᾶς ἐπισκέφθῃ», «ἐγήγερται», δηλαδὴ «στάθηκε στὸν λαό μας μέσα». Καὶ ὅτι «ἐπεσκέφθῃ ὁ Θεὸς τὸν λαόν Του». Τὸ θεωροῦσαν ὅτι ἦταν μία ἐπίσκεψις τοῦ Θεοῦ αὐτό, ἐν προσώπῳ βέβαια Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν Ὁποῖον ἐξελάμβαναν ὡς μέγαν προφήτην.

Ἀλλὰ ὅταν ὁ λαὸς ἔλεγε ὅτι ὁ Θεὸς ἐπεσκέφθῃ τὸν λαόν Του, πῶς τὸ ἐννοοῦσε; Μπόρεσε νὰ συλλάβει τὴν προσωπικὴ ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ; Ὅτι ἦταν προσωπικὰ παρὼν ὁ Θεός; Αὐτὸ μπόρεσε νὰ τὸ συλλάβει ὁ λαός; Ὅταν οἱ Ραββῖνοι, οἱ διδάσκαλοι τοῦ Νόμου, διάβαζαν στὸν λαὸ τὴν προφητεία τοῦ Βαρούχ, ποὺ λέγει ὅτι «Μετὰ τοῦτο -δηλαδὴ μετὰ ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ φωτὸς καὶ τοῦ σύμπαντος κόσμου- ἐπὶ γῆς ὤφθη (:εἰς τὴν Γῆν ἐνεφανίσθῃ, Αὐτὸς ποὺ εἶπε ''Γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς'' στὴ Γῆ ἔγινε ὁρατὸς) καὶ ἐν τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφῃ (:καὶ συνανεστράφῃ τοὺς ἀνθρώπους)». Πῶς καὶ οἱ Ραββῖνοι καὶ ὁ λαὸς μποροῦσαν νὰ ἐννοήσουν αὐτὴν τὴν προφητείαν;

Τὸ νὰ μεταφερθεῖ ὁ ἀόρατος καὶ πνευματικὸς Θεὸς στὸν χῶρο τῆς Γῆς καὶ τῆς ὕλης, θὰ ἔμενε πάντοτε κάτι τὸ ἀκατανόητον. Πῶς εἶναι δυνατόν; Πῶς ὅμως μποροῦσαν τότε νὰ ἐξηγήσουν κάποιες τόσο ρεαλιστικὲς ἐκφράσεις τῶν προφητῶν οἱ Ραββῖνοι; Πῶς μποροῦσαν νὰ τίς ἐξηγήσουν; Ἄν ἔπρεπε νὰ ἑρμηνεύσομε, πῶς θὰ ἐξηγούσαμε; Σίγουρα ἡ ἑρμηνεία θὰ ἐγίνετο κατὰ μεταφορὰν καὶ κατὰ ἀλληγορίαν κ.λπ. Φερειπείν, ἐκεῖ ποὺ λέγει: «ἔστησαν οἱ πόδες αὐτοῦ» (τοῦ Θεοῦ· ''ἔστησαν'', στάθηκαν τὰ πόδια Του. Ποῦ; Ἐκεῖ εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Ἒστησαν τὰ πόδια Του). Ἔ, πῶς θὰ τὸ ἑρμηνεύσομε αὐτό; Πῶς; Ὁ Θεὸς ἔχει πόδια; Ἁπλῶς μεταφορικῶς. Ἁπλῶς ἀλληγορικῶς, ὅπως σᾶς εἶπα. Δηλαδὴ ὅτι ὁ Θεὸς δίνει τὴν εὔνοιὰ Του, δίνει τὴν προστασία Του, ἐγγίζει τὴν Γῆν, δίδει τὸ ἀγαθόν· ἀλλὰ ὅτι ὁ Θεὸς προσωπικὰ θὰ ἦταν παρὼν κατὰ τρόπον ἁπτόν, ποὺ νὰ Τὸν πιάνεις, νὰ Τὸν ἐγγίζεις, τοῦτο θὰ ἦταν ἀκατανόητο. Γιατί ὁ λαὸς δὲν μποροῦσε, μὰ οὔτε καὶ οἱ Ραββῖνοι, νὰ φανταστοῦν τὴν Ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Δὲν μποροῦσαν. Ἑρμήνευαν, παρὰ τὴν σαφήνειαν τῶν προφητῶν, ἑρμήνευαν ἀλληγορικά. Γιατί; Γιατί ὑπῆρχε ἕνας ὀρθολογισμός. Μὰ εἶναι δυνατὸν ποτέ; Ἀφοῦ μέχρι σήμερα σὲ πολλοὺς ὑπάρχει καὶ δὴ Χριστιανούς μας, αὐτὸς ὁ ὀρθολογισμός. Εἶναι δυνατὸν ποτὲ ὁ Θεὸς νὰ εἶναι ἐγγιζόμενος; Εἶναι δυνατόν; Κατὰ ρεαλιστικὸν δὲ τρόπον, ἔ; Ὄχι μεταφορικῶς. Λέει ἐκεῖ στὸν προφήτη Ἠσαΐα ὅτι: «Ἐγὼ εἰμι Θεὸς ἐγγίζων». Ναί. Ἀλλὰ ἐκεῖ θὰ μπορούσαμε νὰ τὸ ποῦμε ὅτι θὰ ἦτο ἀλληγορικόν. Δηλαδὴ «εἶμαι κοντά». Ἀλλὰ κατὰ τρόπον ποὺ νὰ πιάνω, νὰ πιάνω, ἔ, νὰ πιάνω, νὰ ἅπτομαι Αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, πῶς εἶναι δυνατόν; Εἶναι δυνατὸν ποτέ; Πῶς λοιπὸν μποροῦσε ὁ λαὸς νὰ ἀντιληφθεῖ αὐτὴν τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ, ὅταν εἶπε ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ἐπεσκέφθῃ· ποὺ πολὺ ὀρθὰ βέβαια λέγει ὅτι ὁ Θεὸς ἐπεσκέφθῃ τὸν λαό Του, ἀλλὰ πῶς; Αὐτό το πῶς...

Ὁ Ζαχαρίας, ὁ πατέρας τοῦ προφήτου Ἰωάννου καὶ Βαπτιστοῦ, δοξάζει τὸν Θεό, ὅταν γέννησε τὸ παιδάκι του καὶ λέγει προφητικότατα, εἶπε μίαν ὠδήν: «Εὐλογητὸς Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, ὅτι ἐπεσκέψατο καὶ ἐποίησε λύτρωσιν τῷ λαῷ αὐτοῦ («γιατί ἐπεσκέφθῃ τὸν λαό Του καὶ ἔδωσε τὴν λύτρωση». «Ἐποίησε». Εἶναι πιὸ δυνατὸ τὸ «ἐποίησε» ἀπὸ τὸ «ἔδωσε». Δηλαδὴ ἐργάστηκε τὸ θέμα τῆς σωτηρίας). «Ἐν οἷς ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἀνατολὴ ἐξ ὕψους ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις». Δύο φορὲς χρησιμοποιεῖ τὸ ἐπεσκέψατο, τὸ ρῆμα «ἐπισκέπτομαι».

Ἐντούτοις, ἐντούτοις, ἔρχεται ὁ Θεὸς στὴ Γῆ κατὰ τρόπον ὅπως τὸ εἶπαν οἱ προφῆται, ὅπως τὸ ἔβαλε εἰς τὸ στόμα των τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, κατὰ τρόπον αἰσθητόν. Ἀφοῦ βεβαίως ἐνεδύθῃ, ντύθηκε τὴ Δημιουργία Του. Ἔγινε ἄνθρωπος. Ὁ Ψαλμωδὸς θαυμάζει καὶ ἐρωτᾷ: «Τί ἐστιν ἄνθρωπος, ὅτι μιμνῄσκῃ αὐτοῦ; Ἢ υἱὸς ἀνθρώπου, ὅτι ἐπισκέπτῃ αὐτόν;». «Κύριε», λέει, «τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποιός εἶναι ἐπιτέλους αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὸν θυμᾶσαι; Ἢ ἀπόγονος ἀνθρώπου ποὺ τὸν ἐπισκέπτεσαι; Ποιός εἶναι;».

Ἀλλὰ ἐδῶ ἔχομε μίαν ἀποκάλυψη. Γιὰ νὰ ἐπισκέπτεται ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον κατὰ τρόπον αἰσθητόν, μὲ τὴν Ἐνανθρώπηση, σημαίνει ποίαν ἀξίαν ἔχει ὁ ἄνθρωπος, σὰν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν φθάνει δηλαδὴ ὁ Θεὸς νὰ ἐπισκέπτεται κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον καὶ νὰ ἐργάζεται τὴν Ἐνανθρώπηση, τότε ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος; Πάρα πολὺ μεγάλη ἀξία. Βλέπομε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, βλέπομε τὰ μικρὰ παιδιά, βλέπομε τοὺς ἡλικιωμένους καὶ λέμε: «Ἔ, καλὰ ποιός εἶναι αὐτός; Ἕνας γέρος ἄνθρωπος, ἕνα παιδάκι». Δὲν μποροῦμε νὰ συλλάβομε τὴν ἀξία «ἄνθρωπος». Ἦταν ἀνάγκη νὰ τύχει ἀποκαλύψεως. Κι ἐδῶ ἔχομε ἴσως τὸ πιὸ δυνατὸ ἐπιχείρημα, ποιά εἶναι ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος.

Ἔτσι λοιπόν, εἰς τὴν Ἐνανθρώπησιν, ἔχομε μίαν σαφεστάτην ἀποκάλυψιν. Ἀνάμεσα στὸν Θεὸ Λόγο καὶ τὸν ἄνθρωπο, ὑπάρχει μία ἀμοιβαία ἕλξις. Ἀλλιώτικα δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ συνέβαινε ἡ Ἐνανθρώπησις. Ἕνας ἔρως· ποὺ μένει βέβαια αὐτὸς ὁ ἔρως ἀκατανόητος. Καὶ ἡ δική μας ἀγάπη, δυστυχῶς ἔχει ἀτονίσει. Καὶ ἔχει διαστραφεῖ. Ἀντίθετα, ἡ δική Του ἀγάπη, τοῦ Θεοῦ Λόγου μένει ἀναλλοίωτη. Μᾶς δημιούργησε, μᾶς ἔπλασε, μᾶς ἀγαπᾷ, δὲν ἔχει μεταβολὲς στὰ αἰσθήματά Του ὑπὲρ τῶν ἀνθρώπων. Δημιουργεῖ τοὺς πρωτοπλάστους, τοὺς τοποθετεῖ εἰς τὸν ὡραῖον παράδεισον, ποὺ λέγεται μάλιστα καὶ «παράδεισος τρυφῆς». Τρυφὴ θὰ πεῖ ἀπόλαυσις. Μετά, ποὺ ἦταν ἕνα θαυμάσιον ἐνδιαίτημα, κατοικία δηλαδὴ ὁ παράδεισος, κατοικία τοῦ ἀνθρώπου. Ἐν συνεχείᾳ δέ, ὅταν τοποθέτησε ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο εἰς τὸν Παράδεισο, τί ἔκανε; Τὸν ἐπεσκέπτετο! Τὸν ἐπεσκέπτετο!

Τί θὰ κάνομε στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Θὰ Τὸν βλέπομε καὶ θὰ μᾶς βλέπει. Αὐτὸ εἶναι τὸ ὕψιστον ἀγαθόν. Μὴ σᾶς κάνει ἐντύπωση. Ὅπως ἀκριβῶς, ὅταν παντρέψομε τὸ παιδί μας, κάνομε ἐπίσκεψη στὸ σπίτι Του. Γιατί; Γιὰ νὰ τὸ βλέπομε καὶ νὰ μᾶς βλέπει. Τίποτε ἄλλο. Βέβαια τὸ «τίποτ᾿ ἄλλο», μιὰ κουβέντα. Ἀπ᾿ αὐτὴν τὴ θεωρία, ἀπὸ τὸ βλέπω, ἀπορρέουν ὅλα τὰ ἀγαθά. Ἡ εἰρήνη, ἡ ἀγάπη, ἡ χαρὰ καὶ καὶ καί...

Οἱ πρωτόπλαστοι δέ, ὅταν τοὺς ἐπεσκέπτετο ὁ Θεὸς Λόγος, δὲν μποροῦμε νὰ κατανοήσομε πῶς ἦταν αὐτὴ ἡ ἐπίσκεψις, γιατί βέβαια ἀκόμη δὲν εἶχε ἐνανθρωπήσει ὁ Θεὸς Λόγος, οἱ πρωτόπλαστοι ὡστόσο δὲν ἐκπλήσσονται γιὰ τίς ἐπισκέψεις τοῦ Θεοῦ Λόγου. Νὰ ποῦν: «Ἅ!». Δὲν ἐκπλήσσονται. Μάλιστα θὰ λέγαμε θεωροῦσαν τὸ πιὸ φυσικὸ πρᾶγμα νὰ τοὺς ἐπισκέπτεται ὁ Θεὸς Λόγος. Ἀκατανόητα, βλέπετε, ἀκατανόητα πράγματα... Ὅταν ὅμως ἁμάρτησαν, κρύπτονται, ἐνοχλοῦνται ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ὄχι γιατί, θὰ λέγαμε, εἶναι γιατί φοβήθηκαν τὴν παράβαση τῆς ἐντολῆς. Ὄχι γιατί φοβήθηκαν τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ἀφοῦ ἦσαν συνηθισμένοι σὲ αὐτό. Προσέξατέ το. Ἦσαν συνηθισμένοι. Γι᾿ αὐτοὺς ἡ ἐπίσκεψις τοῦ Θεοῦ Λόγου, θὰ  ἐπαναλάβω, ἦταν τὸ πιὸ φυσικόν, φυσικὸν πρᾶγμα. Ὅπως καὶ ἡ ἀνάστασις τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας ἦταν τὸ πιὸ φυσικὸ πρᾶγμα. Γιατί; Γιατί ὁ θάνατος δὲν εἶναι φυσικὸ πρᾶγμα· εἶναι παράλογον. Καὶ ὁ Χριστὸς τί ἔκανε; Μία πράξη φυσική. Ἐπαναφέρει τὴ ζωή· γιατί ἡ ζωὴ εἶναι τὸ φυσικὸν πρᾶγμα. Ὄχι ὁ θάνατος. Μία καρικατούρα μέσ᾿ τὴ δημιουργία εἶναι ὁ θάνατος. Χωρὶς βεβαίως νὰ εἶναι ὁ Θεὸς εἰσηγητὴς τοῦ θανάτου· ἀλλὰ εἰσηγητὴς τοῦ θανάτου εἶναι ὁ διάβολος καὶ ἡ ἁμαρτία τῶν πρωτοπλάστων. Ἔτσι λοιπὸν κι ἐδῶ, τί φυσικότερον νὰ μᾶς ἐπισκέπτεται ὁ Θεὸς Λόγος. Κι ἐπειδὴ ἡ θέα τοῦ Θεοῦ δὲν ἦτο πλέον δυνατὸν εἰς τοὺς πρωτοπλάστους, μετὰ τὴν πτώση τους, νὰ ὑπάρχει, γι᾿ αὐτὸ τώρα ὁ Θεὸς ἀποσύρεται.

Ἀπεσύρθῃ ὁ Θεός. Ἀλλὰ δὲν ἄφησε, ὅπως λέει σὲ μία του ὁμιλία ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὰ Λύστρα, δὲν ἄφησε τὸν ἑαυτόν Του ἀμάρτυρον, χωρὶς νὰ δίνει τὴν μαρτυρία Του. Δίνει τὴ μαρτυρία Του τώρα ἔμμεσα. Βρέχει. Εἶναι δόξα τοῦ Κυρίου αὐτό. Γιατί; Πρέπει νὰ ποτιστεῖ ἡ Γῆ. «Καὶ ἐμέθυσας τοὺς αὔλακας αὐτῆς», λέει ἕνας Ψαλμός. «Τὰ αὐλάκια, ποὺ εἶναι ἐκεῖ φυτεμένα, ὅ,τι εἶναι φυτεμένα- κοιτᾶξτε, τί ὡραῖα ἔκφρασις: «ἐμέθυσας». Πίνω κρασί, θὰ πεῖ λίγο. Ὅταν πιῶ πολύ, μεθῶ. Σημαίνει «Ἔδωσες τόσο νερό, ὥστε ἐμέθυσες τὴ Γῆ, τους αὔλακας τῆς Γῆς· ποὺ εἶναι ἐκεῖ τὰ φυτά». Αὐτὸ εἶναι δόξα τοῦ Θεοῦ. Βγαίνει ὁ ἥλιος. Εἶναι δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὅπως πέρασαν τὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα οἱ Ἑβραῖοι. Δὲν εἶναι τίποτα τὸ ἐκπληκτικόν. Εἶπε ὁ Θεός: «Καὶ τώρα, θὰ δεῖτε τὴν δόξαν μου». Τί ἦταν ἡ δόξα Του; Τὸ ὅτι πέρασαν «ἀβρόχοις ποσί», μὲ ἄβρεχτα πόδια οἱ Ἑβραῖοι τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα. Αὐτὲς εἶναι ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ὁ Θεὸς δὲν ἄφησε τὸν ἑαυτόν Του ἀμάρτυρον, χωρὶς μαρτυρίαν. Μόνο ποὺ δὲν ὑπῆρχε πιὰ ἡ ἄμεσος θέα. Αὐτὸ δὲν ὑπῆρχε.

Μέχρι, μέχρι ποὺ ἐνεδύθῃ ὁ Θεὸς Λόγος, γιατί Ἐκεῖνος μᾶς ἐδημιούργησε, ἐνεδύθῃ τὴ Δημιουργία Του καὶ ἦλθε ἀνάμεσά μας κατὰ τρόπον αἰσθητόν. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ἀπὸ ἀγάπη. Γιατί μᾶς ἀγαποῦσε. Συνέβῃ ὅμως τοῦτο. Ὅταν ἦλθε, σημειώνει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὸ 1ο κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου του: «Εἰς τὰ ἴδια ἦλθε (:ἦλθε σὲ μᾶς), καὶ οἱ ἴδιοι (:οἱ δικοὶ Του καὶ μάλιστα ὁ λαὸς Του) αὐτὸν οὐ παρέλαβον». Δὲν Τὸν δέχθηκαν. Ἦλθε, ἀλλὰ δὲν Τὸν δέχτηκαν. Καὶ ἀκόμη λίγο πιὸ κάτω, θὰ πεῖ: «Καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω». «Καὶ ὁ κόσμος», λέγει, «δὲν Τὸν ἐγνώρισε». Γιατί δὲν Τὸν ἐγνώρισε; Μήπως ἐπειδὴ ἦλθε μὲ αὐτὸ τὸ ταπεινὸ σχῆμα; Μά, ἦλθε ἄνθρωποι, μὲ ταπεινὸ σχῆμα, γιατί ὁ πρόγονός σας, ὁ Ἀδάμ, ἤθελε νὰ πάρει κάτι παραπάνω ἀπὸ τὸ σχῆμα ποὺ εἶχε. Ζητοῦσε τὴν ἰσοθεΐαν. Τὸ πάθος ἐκεῖνο ποὺ ἔπασχε καὶ ὁ διάβολος. Καὶ τὸ εἰσηγήθῃ εἰς τὸν Ἀδάμ. Δὲν ἦταν ὁ ἁπλὸς Ἀδάμ. Ζήτησε τὴν ἰσοθεΐαν. Κι ἔπεσε. «Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν ἔρχομαι ἐγὼ ἀντίθετα. Ἔρχομαι ταπεινός, ἁπλός. Μπορεῖς νά μὲ δεχθεῖς; Μπορεῖς αὐτὸ νὰ τὸ κατανοήσεις; Νὰ μὲ ἀνακαλύψεις μέσα ἀκριβῶς σ᾿ αὐτὴν τὴν ταπείνωσή μου; Ταπείνωση, ὄχι μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀρετῆς. Μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἐξευτελισμοῦ». Ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «δούλου μορφὴν λαβῶν». «Ἐπῆρε», λέει, «μορφὴ δούλου».

Ὡστόσο, αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ ἐκπλήσσει. Ἀλλὰ δὲν μπορέσαμε νὰ τὸ γνωρίσουμε. Προσπάθησε νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ τὸ γνωρίσουμε. Ὅτι μᾶς ἐπεσκέφθῃ. Ὡστόσο ἡ θέα τοῦ Θεοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη περιορίστηκε μόνον εἰς τοὺς δικαίους. Στὸν Ἀβραάμ, τὸν Ἰσαάκ, τὸν Ἰακώβ. Κι ἐκεῖ βέβαια αἰνιγματωδῶς. Ὅταν ὁ Ἀβραὰμ πέφτει σὲ μίαν ἔκστασιν... τοῦ εἶπε πολλὰ ἐκεῖ ὁ Θεός. Ὅταν ὁ Ἰακὼβ στὸν ὕπνο του παλεύει μὲ κάποιον, ἐρχόμενος πίσω εἰς τὴ γῆν Χαναάν, παλεύει, παλεύει... Καὶ τοῦ λέγει: -«Ἄφησὲ με νὰ φύγω». -«Δὲν σὲ ἀφήνω». -«Ἄφησὲ με νὰ φύγω». -«Δὲν σὲ ἀφήνω ἐὰν δὲν μὲ εὐλογήσεις». Τοῦ λέγει: «Ἔ, ἀπὸ δῶ καὶ μπρὸς δὲν θὰ λέγεσαι Ἰακὼβ (ποὺ θὰ πεῖ πτερνιστής. Δὲν ἦταν βεβαίως ὄνομα περιωπῆς. Ὀνομάστηκε ἔτσι, γιατί εἶχε πιάσει τὴν φτέρνα, γενόμενος δίδυμος τοῦ Ἠσαῦ. Πτερνιστής. Εἶναι ἄσχημη κατάστασις). «Θὰ λέγεσαι Ἰσραήλ». Δηλαδὴ ἠγαπημένος. Βλέπετε λοιπὸν ὅτι ἐμφανίζεται ὁ Θεός, ἀλλὰ αἰνιγματωδῶς. Στὸν λαό; Ἐμφανίζεται μὲ τίς ἐνέργειές Του, μὲ ὅλα ἐκεῖνα τὰ καταπληκτικά. Φέρ᾿ εἰπεῖν, ρίχνει το μάνα. Σαράντα ὁλόκληρα χρόνια. Οὔτε μία ὥρα, οὔτε μία μέρα, οὔτε μία ἑβδομάδα. 40 χρόνια. Αὐτὸ εἶναι μία ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἐμφανίζεται, ἔμμεσα ὁ Θεός, διὰ τῶν ἐνεργειῶν Του. Μόνο μὲ ἐκεῖνα τὰ θαυμαστὰ ποὺ μποροῦσε νὰ βιώνει ὁ λαός.

Γι᾿ αὐτό, ἡ Ἐνανθρώπησις τοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι κεντρικὸν γεγονὸς τῆς Ἱστορίας. Τελείως βέβαια ἀκατανόητον, ἀλλὰ πραγματικό, ρεαλιστικό. Ὁ Θεὸς λοιπὸν ἐπισκέπτεται καὶ τίς ἐπὶ μέρους, θὰ λέγαμε, ἀνθρώπινες καρδιές. Καὶ τίς ἐπὶ μέρους ἀνθρώπινες καρδιές. Λέει ὁ Κύριος στὴν Ἀποκάλυψη, εἶναι στὸ τρίτο κεφάλαιο: «Ἰδοὺ ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω». «Νά, στάθηκα, μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ οἴκου τῆς ὑπάρξεώς σου. Καὶ χτυπῶ. Καὶ κρούω». Δὲν λέγει «ἔκρουσα». Λέει «κρούω». Πράξη διαρκείας. «Ἐάν τίς ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καί ἀνοίξῃ τήν θύραν, κάί εἰσελεύσομαι πρός αὐτόν (θὰ μπῶ μέσα) καί δειπνήσω μετ᾿ αὐτοῦ καί αὐτός μετ᾿ ἐμοῦ». «Θὰ καθίσω στὸ τραπέζι, θὰ δειπνήσει αὐτὸς μαζί μου κι ἐγὼ μαζί του». Κι ἐδῶ συναντοῦμε ἐκφράσεις ἀδιανόητα οἰκεῖες. «Χτυπάω τὴν πόρτα». «Θύρα» εἶναι ἡ προαίρεσις τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ἡ «κροῦσις τοῦ κρούοντος τὴν θύραν» εἶναι ἐκεῖνα τὰ μικρά-μικρὰ θαύματα, τὰ καθημερινά, ποὺ ἀνοίγουν καὶ φωτίζουν τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά. Γιὰ νὰ πεῖ ὁ πιστός: «Ποιός εἶσαι, Κύριε; Ποιός κρούει; Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ βιώνω;». Εἶναι ἐκεῖνα ποὺ δημιουργοῦν τὸ θάμβος καὶ τὴν ἔκπληξιν.

Ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος ἔχει  μία ὡραία περικοπὴ στὰ Ἅπαντά του. Ἐπιτρέψατέ μου νὰ σᾶς τὴ διαβάσω σὲ ἀπόδοση: «Κατὰ καιροὺς καὶ ἀνεπαίσθητα πέφτει σὲ ὅλο τὸ σῶμα μία τρυφὴ καὶ ἀγαλλίασις, ποὺ γλῶσσα δὲν μπορεῖ νὰ περιγράψει, ἕως ὅτου ὁ ἄνθρωπος θεωρήσει ὅλα τὰ ἐπίγεια, στάχτη, σποδὸν καὶ σκύβαλα. Αὐτὰ συμβαίνουν τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς ἢ τῆς ἀναγνώσεως ἢ στὴ συνεχῆ μελέτη, ποὺ ἁπλώνεται ἡ διάνοια καὶ τότε θερμαίνεται ὁ νοῦς. Ἀκόμα, αὐτὴ ἡ τρυφὴ συμβαίνει ἀνάμεσα στὸν ὕπνο καὶ στὸν ξύπνιο. Σὰν νὰ κοιμᾷται κανείς, ἀλλὰ δὲν κοιμᾷται. Καὶ ὅταν ἔλθει αὐτὴ ἡ τρυφή, ἡ ἀπόλαυσις, ποὺ σφύζει σὲ ὅλο τὸ σῶμα, ὁ ἄνθρωπος τότε νομίζει ὅτι αὐτὸ εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ». Καὶ αὐτὴ ἡ κατάστασις, πρέπει νὰ σᾶς σημειώσω, εἶναι χωρὶς παραστάσεις, χωρὶς εἰκόνες. Εἶναι ἀνεικόνιστος. Δὲν εἶναι ὄνειρο. Δὲν ὑπάρχει καμία εἰκόνα, μὰ καμία εἰκόνα. Μόνο ἕνα αἴσθημα μακαριότητος ἀπιθάνου. Καὶ τότε ἐκεῖ ὁ ἄνθρωπος παίρνει μία γεύση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ· ποὺ δὲν μεταφέρεται οὔτε μὲ εἰκόνες, οὔτε μὲ λόγια. Εἶναι... πῶς νά σᾶς τὸ πῶ; Ὅπως ἀκριβῶς μᾶς δίνει κάποιος ἕνα μεζεδάκι, γιὰ νὰ πάρομε μία γεύση ἑνὸς γεύματος ποὺ θὰ ἀκολουθήσει. Ἔτσι ὁ Θεὸς στέλνει αὐτὲς τίς γεύσεις, γιὰ νὰ σοῦ πεῖ ποιό εἶναι τὸ τραπέζι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Προσέξτε, εἶναι πραγματικὰ αὐτά. Σᾶς ξαναλέγω, δὲν εἶναι ὄνειρον. Δὲν εἶναι ὕπνος, δὲν εἶναι ξύπνιος. Εἶναι μία κατάστασις ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἔχει πλήρη συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἄν ὑπάρξει ἕνας θόρυβος, θὰ ἤθελε νὰ μὴν ὑπάρξει, γιὰ νὰ μὴν τελειώνει ποτὲ αὐτὴ ἡ κατάστασις. Ἔχει πλήρη συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ του.

Ἀγαπητοί, ἡ καρδιὰ εἶναι ὁ χῶρος συναντήσεως τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Καὶ οἱ μεγάλες χαρὲς τοῦ ἀνθρώπου. Μετὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, δὲν θὰ εἶναι μόνον ἡ καρδιὰ τόπος συναντήσεως τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ὁ ὅλος ἄνθρωπος. Γι᾿ αὐτὸ γράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης: «Ἀγαπητοί, νῦν τέκνα Θεοῦ ἐσμεν, καὶ οὔπω ἐφανερώθη τί ἐσόμεθα (:Ἀκόμη δὲν φανερώθηκε τί θὰ εἴμαστε) οἴδαμεν δὲ ὅτι ἐὰν φανερωθῇ (:γνωρίζομε ὅτι ὅταν θὰ φανερωθεῖ... -Τὸ ἐὰν εἶναι ὄχι ὑποθετικό, ἀλλὰ χρονικὸ) ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα (:θὰ εἴμεθα ὅμοιοι μὲ Ἐκεῖνον. Ὅπως ἦταν σαρκωμένος καὶ θεωμένος) ὅτι ὀψόμεθα αὐτὸν καθὼς ἐστι». «Γιατί θὰ Τὸν δοῦμε ὅπως εἶναι». Θὰ Τὸν δοῦμε ὅπως εἶναι.

Ἀκόμη εἶναι καὶ τοῦτο τὸ ρεαλιστικό· ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὴ Γῆ καὶ ἐκπληροῦται στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ· ποὺ λέγει ὁ Θεὸς καὶ στὴν Παλαιὰ καὶ στὴν Καινή. Τὸ χρησιμοποιεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καὶ αὐτοὶ ἔσονταὶ μοι λαός». Θὰ περπατήσω ἀνάμεσά τους. «Ταύτας οὖν ἔχοντες τὰς ἐπαγγελίας, ἀγαπητοὶ (λέει ὁ Παῦλος: «ἔχοντες αὐτὲς τίς ὑποσχέσεις»), καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς (:ἂς καθαρίσουμε τὸν ἑαυτόν μας) ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ».

Γι᾿ αὐτό, ἂς προσέχομε τὴ ζωή μας, τὸ ἦθος μας, τὴν πίστη μας, τὴν καρδιά μας. Γι᾿ αὐτὸ λέγει ἡ Γραφή: «Οὐαὶ ὑμῖν τοῖς ἀπολωλεκόσι τὴν καρδίαν («Ἀλίμονο σὲ ἐκείνους ποὺ ἔχασαν τὴν καρδιά τους», λέει ἡ Σοφία Σειρὰχ)· Καὶ τί ποιήσετε ὅταν ἐπισκέπτηται ὁ Κύριος;». «Τί θὰ κάνετε ὅταν θὰ σᾶς ἐπισκεφθεῖ ὁ Κύριος;». Ὁ Ἰσραὴλ ἔχασε τὴν καρδιά του. Καὶ εἶπε ὁ Χριστός: «Ἀλίμονό σου, Ἰσραήλ -ἀπὸ τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν τὸ εἶπε- οὐκ ἔγνως (:δὲν ἐγνώρισες) τὴν ἐπισκοπήν σουἐπισκοπὴ» θὰ πεῖ ἐπίσκεψις- ὅτι σὲ ἐπεσκέφθη ὁ Ἅγιος τοῦ Ἰσραήλ, ὁ Κύριός σου». «Δὲν τὸ γνώρισες». Ἔχασε τὴν καρδιά του. Ὅπως καὶ πολλοὶ ἄνθρωποι χάνουν τὴν καρδιά τους. Οἱ ἐπισκέψεις τοῦ Θεοῦ καὶ δυνατὲς εἶναι καὶ ὑπέροχες. Ἀρκεῖ ὁ Θεὸς νὰ βρίσκει τόπο. Καὶ ὁ τόπος εἶναι ἡ καρδιά. Τότε, κατ᾿ ἀλήθειαν, λέγει, ὁ πιστὸς ὅτι δέχεται θεῖες ἐπισκέψεις. Γιατί ὁ Θεὸς εἶναι πολὺ κοντά μας καὶ μᾶς ἀγαπᾷ. Καὶ ἀγαπᾷ νὰ μᾶς ἐπισκέπτεται.

 

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή

μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,

μεταφορὰ τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας σὲ ἠλεκτρονικὸ κείμενο καὶ ἐπιμέλεια:

Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

 

ΠΗΓΕΣ:

•   Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.

•   http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p athanasios/omiliai kyriakvn/omiliai kyriakvn 695.mp3

___________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»