Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2022

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΤΕΤΑΡΤΗ 9 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2022

Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος Μητροπολίτης Πενταπόλεως Αἰγύπτου



Γεννήθηκε τὴν 1η Ὀκτωβρίου τοῦ 1846 στὴ Σηλυβρία τῆς Θράκης ἀπὸ τὸν Δῆμο καὶ τὴν Βασιλικὴ Κεφάλα καὶ ἦταν τὸ πέμπτο ἀπὸ τὰ ἕξι παιδιά τους. Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Ἀναστάσιος.

Μικρός, 14 ἐτῶν, πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐργάστηκε ὡς ὑπάλληλος καὶ κατόπιν ὡς παιδονόμος στὸ σχολεῖο τοῦ Μετοχίου τοῦ Παναγίου Τάφου. Κατόπιν πῆγε στὴν Χίο, ὅπου, ἀπὸ τὸ 1866 μέχρι τὸ 1876 χρημάτισε δημοδιδάσκαλος στὸ χωριὸ Λίθειο. 



Τὸ 1876 ἐκάρη μοναχὸς στὴ Νέα Μονὴ Χίου μὲ τὸ ὄνομα Λάζαρος καὶ στὶς 15 Ἰανουαρίου 1877 χειροτονήθηκε διάκονος, ὀνομασθεῖς Νεκτάριος, ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Χίου, Γρηγόριο (1860 – 1877), καὶ ἀνέλαβε τὴν Γραμματεία τῆς Μητροπόλεως.

Τὸ 1881 ἦλθε στὴν Ἀθήνα, ὅπου μὲ ἔξοδα τοῦ Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Σωφρονίου Δ’ (1870 – 1899), σπούδασε Θεολογία καὶ πῆρε τὸ πτυχίο του τὸ 1885. Ἔπειτα, ὁ ἴδιος προαναφερόμενος Πατριάρχης, τὸν χειροτόνησε τὸ 1886 πρεσβύτερο καὶ τοῦ ἔδωσε τὰ καθήκοντα τοῦ γραμματέα καὶ Ἱεροκήρυκα τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας. Διετέλεσε ἐπίσης πατριαρχικὸς ἐπίτροπος στὸ Κάιρο.

Στὶς 15 Ἰανουαρίου 1889, χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Πενταπόλεως. Ἡ δράση του ὡς Μητροπολίτου ἦταν καταπληκτικὴ καὶ ἕνεκα αὐτοῦ ἦταν βασικὸς ὑποψήφιος τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου Ἀλεξανδρείας. Λόγω ὅμως φθονερῶν εἰσηγήσεων (αἰσχρῶν συκοφαντιῶν), πρὸς τὸν Πατριάρχη Σωφρόνιο, ὁ ταπεινόφρων Νεκτάριος, γιὰ νὰ μὴ λυπήσει τὸν γέροντα Πατριάρχη, ἐπέστρεψε στὴν Ἑλλάδα (1889).

Διετέλεσε Ἱεροκήρυκας (Εὐβοίας) (1891 – 1893), Φθιώτιδος καὶ Φωκίδας (1893 – 1894) καὶ διευθυντὴς τῆς Ριζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς στὴν Ἀθήνα (1894 – 1904).

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Σωφρονίου (1899), ὁ Νεκτάριος ἐκλήθη νὰ τὸν διαδεχθεῖ, ἀλλὰ ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε. Στὰ κηρύγματά του, πλῆθος λαοῦ μαζευόταν, γιὰ νὰ «ρουφήξει» τὸ νέκταρ τῶν ἱερῶν λόγων του. Τὸ 1904 ἵδρυσε γυναικεία Μονὴ στὴν Αἴγινα, τῆς ὁποίας ἀνέλαβε προσωπικὰ τὴν διοίκηση, ἀφοῦ ἐγκαταβίωσε ἐκεῖ τὸ 1908, μετὰ τὴν παραίτησή του ἀπὸ τὴ Ριζάρειο Σχολή.

Ἔγραψε ἀρκετὰ συγγράμματα, κυρίως βοηθητικὰ τοῦ θείου κηρύγματος. Ἡ ταπεινοφροσύνη του καὶ ἡ φιλανθρωπία του ὑπῆρξαν παροιμιώδεις.

Πέθανε τὸ ἀπόγευμα τῆς 8ης Νοεμβρίου 1920. Τόση δὲ ἦταν ἡ ἁγιότητά του, ὥστε ἐπετέλεσε πολλὰ θαύματα, πρὶν ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸν θάνατό του. Ἐνταφιάστηκε στὴν Ι. Μονὴ Ἁγίας Τριάδος στὴν Αἴγινα.
Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν Ἱερῶν λειψάνων τοῦ ἔγινε στὶς 3 Σεπτεμβρίου τοῦ 1953 καὶ στὶς 20 Ἀπριλίου τοῦ 1961 μὲ Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, διακηρύχθηκε Ἅγιος της Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.


Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Σηλυβρίας τὸν γόνον καὶ Αἰγίνης τὸν ἔφορον, τὸν ἐσχάτοις χρόνοις φανέντα ἀρετῆς φίλον γνήσιον, Νεκτάριον τιμήσωμεν πιστοί, ὡς ἔνθεον θεράποντα Χριστοῦ, ἀναβλύζει γὰρ ἰάσεις παντοδαπὰς τοῖς εὐλαβῶς κραυγάζουσι. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυματώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίως ἐβίωσας, ὡς Ἱεράρχης σοφός, δοξάσας τὸν Κύριον, δι' ἐναρέτου ζωῆς, Νεκτάριε Ὅσιε. Ὅθεν του Παρακλήτου, δοξασθεὶς τῇ δυνάμει, δαίμονας ἀπελαύνεις, καὶ νοσοῦντας ἰᾶσαι, τους πιστῶς προσιόντας, τοῖς θείοις λειψάνοις σου.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Ὀρθοδοξίας τὸν ἀστέρα τὸν νεόφωτον, καὶ Ἐκκλησίας τὸ νεόδμητον προτείχισμα Ἀνυμνήσωμεν καρδίας ἐν εὐφροσύνῃ. Δοξασθεὶς γὰρ ἐνεργείᾳ τῇ τοῦ Πνεύματος. Ἰαμάτων ἀναβλύζει χάριν ἄφθονον τοῖς κραυγάζουσι· χαίροις Πάτερ Νεκτάριε.

Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν ταφον σου Σωτὴρ.
Ὡς ἥλιος λαμπρός, ἐν ἐσχάτοις τοῖς χρόνοις, ἀνέτειλας ἡμῖν, τῇ ὁσίᾳ ζωῇ σου, Νεκτάριε Ὅσιε, καὶ πρὸς δόξαν καὶ αἴνεσιν, πάντας ἤγειρας, Χριστοῦ τοῦ πάντων Δεσπότου, τοῦ σὲ δείξαντος, δεδοξασμένον σε Πάτερ, θαυμάτων δυνάμεσι.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν καθαρότητα, τῆς πολιτείας σου, καὶ τὴν εὐθύτητα, Πάτερ τῶν τρόπων σου, ὡς προσφορὰν πνευματικήν, δεξάμενος ὁ Δεσπότης, ἰαμάτων κρήνην σε, ἐν Αἰγίνῃ ἀνέδειξε, τοῖς πιστῶς προστρέχουσι, τοῖς ἁγίοις λειψάνοις σου, τοῖς νέμουσιν ὀσμὴν οὐρανίαν, πᾶσι καὶ θείαν εὐωδίαν.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ὀρθοδόξων δογμάτων ἑρμηνευτής, διδαχῶν θεοφθόγγων ὑφηγητής, δεικνύμενος Ὅσιε, Ἱεράρχης ὡς ἔνθεος, τῶν εὐσεβῶν ῥυθμίζεις, ἐνθέως τὸ φρόνημα, πρὸς θεϊκὴν ἀγάπην, καὶ τρίβον σωτήριον. Ὅθεν ἐν Αἰγίνῃ, θεοφρόνως

ἐγείρεις, Μονὴν σεπτὴν Ὅσιε, εἰς ψυχῶν περιποίησιν, Θεοφόρε Νεκτάριε· ἐν ᾗ Μοναζουσῶν ἡ πληθύς, τὰ σεπτά σου προσκυνοῦσα λείψανα, εὐλαβῶς ἑορτάζει, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀρετῆς διανύσας τὸν δρόμον Ὅσιε, θεοπρεπῶς μετετέθης πρὸς τὴν ἀγήρω ζωήν, καὶ ἁγίων κοινωνὸς ὤφθης Νεκτάριε, μεθ' ὧν πρέσβευε ἀεί, τῷ Παντάνακτι Χριστῷ, δοθῆναι πταισμάτων λύσιν, καὶ ψυχικὴν σωτηρίαν, τοῖς ἑορτάζουσι τὴν μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος
Ἄνθρωπος οὐρανόφρων, ἀνεδείχθης ἐν κόσμῳ, Νεκτάριε Χριστοῦ Ἱεράρχα· ζωὴν γὰρ ὁσίαν διελθών, ἀκέραιος ὅσιος καὶ θεόληπτος, ἐν πᾶσιν ἐχρημάτισας· ἐντεῦθεν παρ' ἡμῶν ἀκούεις.

Χαῖρε δι' οὗ οἱ πιστοὶ ὑψοῦνται,
χαῖρε δι' οὗ ἐχθροὶ θαμβοῦνται.
Χαῖρε τῶν Ὁσίων Πατέρων ἐφάμιλλος,
χαῖρε Ὀρθοδόξων ὁ θεῖος διδάσκαλος.
Χαῖρε οἶκος ἁγιώτατος ἐνεργείας θεϊκῆς,
χαῖρε βίβλος θεοτύπωτος πολιτείας τῆς καινῆς.
Χαῖρε ὅτι ἀρτίως ἡμιλλήθης Ἁγίοις,
χαῖρε ὅτι ἐμφρόνως ἐχωρίσθης τῆς ὕλης.
Χαῖρε λαμπρὸν τῆς Πίστεως τρόπαιον,
χαῖρε σεπτὸν τῆς χάριτος ὄργανον.
Χαῖρε δι' οὗ Ἐκκλησία χορεύει,
χαῖρε δι' οὗ νῆσος Αἴγινα χαίρει.
Χαίροις Πάτερ Νεκτάριε.


Οἱ Ἅγιοι Ὀνησιφόρος καὶ Πορφύριος οἱ Μάρτυρες

 
Ἵπποις Ὀνησιφόρε πρὸς Θεὸν τρέχων,
Ἔχεις συνιππεύοντα καὶ τὸν ἱκέτην.
Νύσσης οὐρανίης ἐπέβητ᾿ ἐνάτῃ ὦ ἀθληταί. 


Σχίστηκαν οἱ σάρκες τους καὶ πέθαναν βαπτισμένοι στὰ αἵματά τους, κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ. Καὶ οἱ δυὸ ὑπηρετοῦσαν σὲ διάφορα φιλανθρωπικὰ ἔργα τῆς Ἐκκλησίας. Συγχρόνως, ἀνήκαν στὴν ὁμάδα ποὺ ἀνίχνευε κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νύκτας καὶ ἀνεύρισκε σώματα μαρτύρων, ποὺ ρίχνονταν στὶς χαράδρες. Τὰ μάζευαν καὶ τὰ παρέδιδαν νὰ ταφοῦν μὲ τὴν ἁρμόζουσα τιμή.
Κάποτε, ὅμως, τοὺς ἀνακάλυψαν καὶ τοὺς συνέλαβαν. Κατόπιν τοὺς ἐξεβίασαν νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους. Ἀλλὰ ἐκεῖνοι ἔμειναν σταθεροὶ στὴν ὁμολογία τῆς ἁγίας πίστης στὸν Χριστό, χωρὶς νὰ φοβηθοῦν τὶς ἀπειλὲς καὶ τὰ ἐπικείμενα μαρτύρια. 
Τοὺς ἔδεσαν, λοιπόν, πίσω ἀπὸ ἄγρια ἄλογα, τὰ ὁποῖα τοὺς ἔσυραν μὲ δυνατὸ καλπασμό, μέσα ἀπὸ ἀγκάθια καὶ πέτρες. Ὅταν τὰ ἄλογα σταμάτησαν κουρασμένα, μετὰ ἀπὸ ἀρκετὲς ὧρες δρόμου, τὰ σώματα τῶν μαρτύρων βρέθηκαν διαμελισμένα, πνιγμένα στὸ αἷμα. Καὶ ὅπως ἀναφέρει ἡ Ἀποκάλυψη, «εἶδον τὴν γυναίκα μεθύουσαν ἐκ τοῦ αἵματος τῶν ἁγίων καὶ ἐκ τοῦ αἵματος τῶν μαρτύρων Ἰησοῦ». Εἶδα δηλαδὴ τὴν γυναίκα, ποὺ εἶναι ἡ διεφθαρμένη εἰδωλολατρικὴ κοινωνία, νὰ μεθάει ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν χριστιανῶν, ποὺ καταδίωκε, καὶ ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων τοῦ Ἰησοῦ. Ἄλλα ὁ Θεὸς «ἔκρινε τὴν πόρνην... καὶ ἐξεδίκασε τὸ αἷμα τῶν δούλων αὐτοῦ ἐκ χειρὸς αὐτῆς». Ἔπειτα, ὅμως, ὁ Θεός, ἔκρινε καὶ καταδίκασε τὴν πόρνη, τὴ νοητὴ Βαβυλώνα, καὶ ἐκδικήθηκε τὸ αἷμα τῶν δούλων του, ποὺ χύθηκε ἀπὸ τὰ χέρια της.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν ὄνησιν, ἰχνηλατοῦντες, πορφυρίζοντα, ὤφθητε κρίνα, Ὀνησιφόρε κλεινὲ καὶ Πορφύριε· ὅθεν ὡς ἅρμα τοῦ Λόγου χρυσήλατον, πρὸς τὴν οὐράνιον νύσσαν ἠλάσατε. Θεῖοι Μάρτυρες, Χριστῷ τῷ Θεῷ πρεσβεύσατε, δωρήσασθε ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῆς Τριάδος πρόμαχοι τροπαιοφόροι, ἐν ἀθλήσει ὤφθησαν, Ὀνησιφόρος ὀ σοφός, σὺν Πορφυρίῳ κραυγάζοντες· Χριστῷ συμπάσχειν ζωῆς ἐστι πρόξενον.

Μεγαλυνάριον.
Ὄνησιν πηγάζει τὴν ἀληθῆ, ὑμῶν ἡ πρεσβεία, ὥσπερ κρήνη ὑπερχειλής, τοῖς ὑμῶν αἰνοῦσιν, Ὀνησιφόρε Μάρτυς, μετὰ τοῦ Πορφυρίου, τὰ κατορθώματα. 


Ἡ Ὁσία Ματρῶνα

 
Ζωῆς μελλούσης ἀξιοῦται Ματρῶνα,
Ὡς ἐν βίῳ ζήσασα ταύτης ἀξίως. 


 Ἔζησε στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Μαρκιανοῦ (450 – 457) καὶ Λέοντα Θρακὸς ἢ Μακέλλη (457 – 474). Καταγόταν ἀπὸ τὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας καὶ ἀνατράφηκε ἀπὸ γονεῖς πλούσιους καὶ εὐσεβεῖς.

Σὲ κατάλληλη ἡλικία παντρεύτηκε μὲ κάποιον Δομέτιο (κατ’ ἄλλους Δομετιανό), μὲ τὸν ὁποῖο ἀπόκτησε μία κόρη καὶ κατὰ τὰ χρόνια τοῦ Λέοντα τοῦ Θρακὸς ἦλθαν οἰκογενειακὰ στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ συνδέθηκε μὲ μία εὐσεβὴ γυναίκα, τὴν Εὐγενία, καὶ σύχναζε στοὺς ἱεροὺς ναούς, ποθώντας νὰ ἀφιερωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὴν λατρεία τοῦ θείου.

Ἔτσι ἐγκατέλειψε τὸν σύζυγό της, καὶ τὴν κόρη της ἀφοῦ τὴν ἐμπιστεύθηκε σὲ κάποια Σωσάννα, κατέφυγε στὴ Μονὴ τοῦ Βασιανοῦ, μεταμφιεσμένη μὲ τὸ ὄνομα Βαβύλας. Ἄλλα καταζητούμενη ἀπὸ τὸν ἄνδρα της καὶ ἀφοῦ ἀποκαλύφθηκε τὸ φύλο της, στάλθηκε ἀπὸ τὸν Βασιανὸ σὲ γυναικεία Μονὴ τῶν Ἱεροσολύμων.

Κατόπιν ἀναχώρησε καὶ ἀπὸ ἐκει καὶ πολλὰ μέρη ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε, γριὰ πλέον, ἐπέστρεψε στὴν Κωνσταντινούπολη. Τοποθετήθηκε ἀπὸ τὸν Βασιανὸ σὲ ἰδιαίτερο μέρος (τῆς Ματρώνης ὀνομαζόμενο ἀργότερα), ὅπου ἔκτισε Μονή, στὴν ὁποία μαζεύτηκαν ἀρκετὲς μοναχές.
Στὴ Μονὴ αὐτὴ λοιπόν, ἔζησε μὲ μεγάλη ἀρετὴ καὶ πνευματικὴ τελειότητα. Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ σὲ ἡλικία 100 χρονῶν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστὸν ἀγαπήσασα, τῶν ἀγαθῶν τὴν πηγήν, Ἀγγέλων ἐζήλωσας, μετὰ σαρκὸς τὴν ζωήν, Ματρῶνα θεόπνευστε· σὺ γὰρ συνεύνου φίλτρον, παριδοῦσα ἐμφρόνως, ᾔσχυνας τὸν Βελίαρ, τῷ πανσόφῳ σου τρόπῳ· διὸ τῆς ἀκατάλυτου δόξης ἠξίωσαι.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἀνδρικῷ ἐν σχήματι, μέσον ἀνδρῶν συμβιοῦσα, τῆς ψυχῆς τὸ φρόνημα, ἀνδρεῖον ἔδειξας Μῆτερ· ἔτρεψας, τὰς τῶν δαιμόνων φαλαγγαρχίας· εὔφρανας, τὰς τῶν Ἀγγέλων χοροστασίας, μεθ’ ὧν πρέσβευε Ματρῶνα, ὑπὲρ τῶν πίστει ἀνευφημούντων σε.

Μεγαλυνάριον.
Ἔρωτι τρωθεῖσα τῷ θεϊκῷ, συζύγου τὸν πόθον, ὑπερέδραμες εὐπετῶς, καὶ τοῦ Παρακλήτου, ἐπλούτησας τὴν χάριν, Ματρῶνα μακαρία, λαμπρῶς βιώσασα.


Ἡ Ὁσία Θεοκτίστη ἡ Λεσβία

 
Λέσβου τὸ θρέμμα, παρθένος Θεοκτίστη,
Κτίστῃ Θεῷ πρόσεισι νύμφη παγκάλη. 


Η Οσία Θεοκτίστη ήταν μια ενάρετη μοναχή από τη Μήθυμνα της Λέσβου που έζησε στα χρόνια του βασιλιά του Λέοντα του Σοφού (816 μ.Χ.).

Παιδί ακόμα έμεινε ορφανή και ανατράφηκε σε Παρθενώνα της πόλης. Κάποια μέρα πήγε να επισκεφθεί την αδελφή της, που ήταν σε μια κοντινή κωμόπολη. Τότε συλλήφθηκε μαζί με τους κατοίκους της κωμόπολης αυτής από τους πειρατές της Κρήτης και μεταφέρθηκε με τους άλλους αιχμαλώτους στην Πάρο για πώληση. Εκεί κατόρθωσε να δραπετεύσει και να κρυφτεί στα βουνά, όπου και παρέμεινε μόνη 35 χρόνια, τρεφόμενη με χόρτα. Ανακαλύφθηκε τυχαία από έναν κυνηγό, ο όποιος, μετά από παράκληση της, έφερε σ' αυτή τα θεία μυστήρια. Όταν δε κοινώνησε των Άχραντων Μυστηρίων, πέθανε και τάφηκε από τον ίδιο κυνηγό στον ναό της ιστορικής Μονής Εκατονταπυλιανής.

Τα οστά της κατά θαυμαστό τρόπο ευρέθησαν στην Ικαρία και φυλάσσονται στην Ιερά Μονή Λευκάδος, όπου η αγία τιμάται δεόντως.

Για την Οσία αυτή, υπάρχει και μια διήγηση του μονάχου Συμεών του Πάριου, που μοιάζει πολύ με αυτή της Οσίας Μαρίας της Αιγύπτιας και είναι εντελώς φανταστική.

Ο Δημήτρης Κόκορης στο βιβλίο του «Ορθοδοξα Ελληνικά Μοναστήρια» (Επτάλοφος, 1997, σελ. 380) γράφει για την Ιερά Μονή της Οσίας Θεοκτίστης στην Ικαρία: «Άγνωστο πότε ιδρύθηκε. Πρέπει να υπήρχε προ του 1688.

Βρίσκεται στην Ικαρία κοντά στο χωριό Φραντάτο, στο βόρειο μέρος της νήσου, δυτικά του χωριού Πηγή σε δασώδη περιοχή. Ο ναός είναι βασιλική αφιερώμενος στην Οσία Θεοκτίστη την Λεσβία. Εορτάζει στις 9 Νοεμβρίου, αλλά γίνεται περιφορά των λειψάνων της την 1η Κυριακή του Σεπτεμβρίου για τους λουόμενους. Υπάρχει επιγραφή στο ναό που λέγει ότι εκτίσθη από τον Χατζή Παντελή αναγνώστου από την Χίο το 1688. Έχει περί τα 15 κελλιά.

Χρησιμοποιούνται ως ξενώνες. Άνευ μοναχών. Δρόμος καλός βατός».


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ἡ Λέσβος βλάστημα, θεῖον σὲ κέκτηται, τοὶς δὲ ἀγώσι σου, Πάρος ἠγίασται, καὶ τῷ σκήνει τῷ σεπτῷ, πεπλούτισται Ἰκαρία. Ὅθεν ὡς παρθένον σε, καὶ Ὁσίαν γεραίρομεν, καὶ ἐπιβοώμεθα, τὴν θερμὴν προστασίαν σου, ἣν δίδου τοὶς βοώσι σοι Μῆτερ, χαίροις Ὁσία Θεοκτίστη.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς Μηθύμνης τόν γόνον καί θεῖον βλάστημα καί Παρίων τό κλέος καί τό ἐντρύφημα, Θεοκτίστην τήν Ἁγίαν εὐφημήσωμεν. Χαίροις βοῶντες πρός Αὐτήν, καλλιπάρθενε ἀμνάς καί Νύμφη τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὧ καί πρεσβεύεις ἀδιαλείπτως τοῦ σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς ἐγκρατείας τὴν τρυγόνα τὴν φιλέρημον Καὶ παρθενίας τὴν ὑψίκομον κυπάρισσον Θεοκτίστην εὐφημήσωμεν τὴν Ὁσίαν. Ὑπὲρ φύσιν ἐν τῇ Πάρῳ γὰρ ἀσκήσασα Ἐκκλησίας κατεφαίδρυνε τὸ πλήρωμα· Ἧ βοήσωμεν, χαίροις Μῆτερ ἰσάγγελε.

Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Μετὰ τὴν α΄ Στιχολογίαν
Εὐφραίνει μυστικῶς, ἡ ἁγία σου μνήμη, Ὁσία τοῦ Χριστοῦ, εὐσεβῶν τὰς καρδίας, ἐν ᾗ συνελθόντες σε, ἐν ᾠδαῖς, μακαρίζομεν, καὶ δοξάζομεν, τὸν σὲ δοξάσαντα Λόγον. Ὃν ἱκέτευε, διὰ παντὸς Θεοκτίστη, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ᾑμῶν.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
Μετὰ τὴν β΄ Στιχολογίαν
Κατεπλάγη ἀληθῶς, ὁ κυνηγέτης κατιδών, ὥσπερ κρόκην σε σεμνή, ῥιπιζομένην τῇ πνοῇ, ἐν τῷ ναῷ τῆς Θεοτόκου ἐν τῇ Πάρῳ, καὶ ἔφριξε μαθών, τῆς πολιτείας σου, τοὺς πόνους τοὺς μακρούς, καὶ τὰ παλαίσματα, καὶ καθηγίασται Μῆτερ τῇ προσψαύσει σου, καὶ τῇ δοθείσῃ σοι χάριτι. Ἀλλ’ ἐκδυσώπει, ὦ Θεοκτίστη, ὑπὲρ ἡμῶν τῶν τιμώντων σε.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ´. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον
Ὑπὲρ φύσιν ἀσκήσασα ἐπὶ γῆς, ἐδοξάσθης ἀξίως ἐν οὐρανοῖς· εἰς ἔρημον νῆσον γάρ, θεοφόρε σκηνώσασα, καὶ κατὰ μόνας Μῆτερ, Θεὸν θεραπεύουσα, ἀθέατος τοῖς πᾶσιν, ἐτέλεις καὶ ἄγνωστος· ὅθεν ἐπὶ τέλει, τῶν ἀγώνων γνωσθεῖσα, τοὺς πάντας ἐξέπληξας, παραδόξῳ ἀσκήσει σου, Θεοκτίστη ἰσάγγελε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀῤῥενωθεῖσα ταῖς φρεσὶ Θεοκτίστη, πρὸς ἀνδρικοὺς ἐναπεδύσω ἀγῶνας, καὶ ἐν αὐτοῖς Ὁσία ἠνδραγάθησας· ὤ! τῆς σῆς στεῤῥότητος! Πῶς ὑπέφερες Μῆτερ, ἐρήμου τὴν κάκωσιν, καὶ ἐχθρῶν τὰς ἐφόδους· διὸ μεγάλων ἔτυχες τιμῶν, καὶ ἀφθαρσίας στεφάνῳ κατέστεψαι.

Ὁ Οἶκος
Ἄγγελοι τὸν σὸν βίον, καθορῶντες Ὁσία, ἐθαύμασαν τὴν σὴν καρτερίαν· σὺ γὰρ ὑπὲρ φύσιν βιοτήν, ἐν γῇ ἐρήμῳ καὶ ἀβάτῳ ἤνυσας· μεθ᾿ ὧν Χριστὸν ἱκέτευε, ὑπὲρ ᾑμῶν τῶν σοὶ βοώντων·

Χαῖρε, Μεθύμνης εὐῶδες ἄνθος·
χαῖρε, τῆς Πάρου ἒνθεον αὖχος.

Χαῖρε, τῶν Ἀγγέλων τὸν βίον ζηλώσασα·
χαῖρε, τῶν δαιμόνων τὰς φάλαγγας τρώσασα.

Χαῖρε, ὅτι ὡς ἀσώματος ἠγωνίσω ἐπὶ γῆς·
χαῖρε, ὅτι στέφος ἄφθαρτον εἴληφας ἐν οὐρανοῖς.

Χαῖρε, ἡ ὑπερβᾶσα τοὺς τῆς φύσεως ὅρους·
χαῖρε, ἡ ἀναπτᾶσα εἰς φωτὸς θείου δόμους.

Χαῖρε, ζωῆς ἀΰλου διάγραμμα·
χαῖρε, χαρᾶς μελλούσης θησαύρισμα.

Χαῖρε δι’ ἧς ὁ θηρεύων ἐξέστη·
χαῖρε δι’ ἧς Ἰκαρία χορεύει.

Χαίροις Μῆτερ ἰσάγγελε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις τὸ τῆς Λέσβου ἄνθος τερπνόν, τὸ τὴν εὐωδίαν, διαπνεῦσαν τὴν μυστικήν, ἐν τῇ νήσῳ Πάρῳ, θεόφρον Θεοκτίστη, ὀδμῆς τῆς θεοκτίστου, ἐξομοιώσεως.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὁ τῆς Λέσβου θεῖος βλαστός, τῆς Πάρου τὸ κλέος, Ἰκαρίας ὁ πλουτισμός, χαίροις ἡ Ἀγγέλων, ζηλώσασα τὸν βίον, Ὁσία Θεοκτίστη ἀξιοθαύμαστε. 

Οἱ Ἁγίες Εὐσταλία καὶ Σωπάτρα


 

 

























Eις την Eυστολίαν.
Ὅλη καλὴ σὺ πρὸς Θεὸν χωρεῖς Λόγον,
Στολαῖς σταλεῖσα ψυχικαῖς Εὐστολία.

Eις την Σωπάτραν.
Σωπάτρα Πατρὸς Πνεύματός τε καὶ Λόγου,
Θρόνῳ παρέστη, δοῦσα γῇ τὸ σαρκίον. 

Οἱ Ἁγίες Εὐσταλία καὶ Σωπάτρα ἔζησαν τὸν πέμπτο αἰώνα μ.Χ., κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Μαυρίκιου.

Ἡ Εὐσταλία καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρώμη. Οἱ γονεῖς της ἦταν χριστιανοὶ καὶ ἰδιαίτερα εὔποροι. Ἔτσι μετὰ τὸν θάνατό τους ἀπέκτησε ἀρκετὴ περιουσία, τὴν ὁποία διέθεσε σὲ φιλανθρωπικὰ ἔργα. Ἀφοῦ ὑπηρέτησε στὴν Ρώμη τὶς κόρες ποὺ χρειάζονταν βοήθεια διότι εἶχαν πέσει σὲ παραπτώματα, μετέβηκε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἔγινε γνωστὴ γιὰ τὶς εὐεργεσίες της καὶ τὴν πνευματική της μόρφωση. Γι’ αὐτὸ πολλὲς νέες τὴν ἐπισκέπτονταν στὴ Μονή, ποὺ τὴν φιλοξενοῦσε. Μία ἀπὸ τὶς νέες αὐτὲς ἦταν καὶ ἡ κόρη τοῦ Μαυρίκιου, ἡ Σωπάτρα.
Ἡ Σωπάτρα, προτίμησε τὸ μοναχικὸ βίο ἀπὸ τὰ πλούτη τῶν ἀνακτόρων καὶ ἔτσι μόνασε δίπλα στὴν Εὐσταλία. Πρώτη ἀπῆλθε πρὸς τὸν Κύριο ἡ Εὐσταλία, τὸ ἔργο τῆς ὁποίας συνέχισε ἄξια ἡ Σωπάτρα μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς της. 

Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὁ Μεταφραστὴς

 
Ἐκκλησία σοι Συμεὼν ὄφλει χάριν
Ὑπὲρ μεταφράσιος Ἁγίων βίων. 

Πατρίδα του Οσίου Συμεών ήταν η Κωνσταντινούπολη και έζησε στα χρόνια του Βασιλιά Λέοντα του Σοφού (886 - 912 μ.Χ.). Νεότερη όμως εκδοχή (του 1931 μ.Χ.), λέει ότι ο Συμεών έζησε στα χρόνια του Δούκα Παραπινάκη (1071 - 1078 μ.Χ.), που μάλλον είναι και η επικρατέστερη. Προηγούμενα ονομαζόταν Νικήτας Παφλαγών και λόγω της μεγάλης του αρετής και σοφίας πήρε το αξίωμα του Μαγίστρου και Λογοθέτου.

Το κυριότερο έργο του, ήταν η εκκαθάριση των αρχαίων αγιολογικών υπομνημάτων και η παράστασή τους σε ομαλότερο ύφος. Απ' αυτό λένε, ότι πήρε την ονομασία Μεταφραστής, που μάλλον δεν φαίνεται και τόσο πιθανό. Ίσως να ήταν μεταφραστής ξενόγλωσσων εγγράφων στην ελληνική γλώσσα και το αντίθετο.

Μερικοί νομίζουν, ότι στο τέλος της ζωής του έγινε μοναχός, αλλά ο φίλος του Ψελλός, που έγραψε εγκώμιο και Ακολουθία σ' αυτόν, δεν υπαινίσσεται κάτι τέτοιο. Έζησε οσιακά και έγραψε πολλά για την Εκκλησία. Απεβίωσε ειρηνικά και η μνήμη του αναφέρεται μόνο στον Συναξαριστή του Αγίου Νικόδημου του Αγιορείτη ο οποίος γράφει:

«Oύτος ο Όσιος Συμεών πατρίδα είχε την Kωνσταντινούπολιν, ήτον δε κατά τους χρόνους του ευσεβεστάτου βασιλέως Λέοντος του Σοφού εν έτει ωπϛ΄ [886] ( Oυκ ορθώς δε γράφεται εις τον Nέον Παράδεισον, ότι ήτον εις τον καιρόν Λέοντος του Mεγάλου.). Διά δε την αρετήν αυτού και σοφίαν, ανέβη εις το αξίωμα του μαγίστρου και λογοθέτου, και είχε πολλήν τιμήν κοντά εις τον βασιλέα. Όταν δε επήγαν εις την Kρήτην οι Άραβες με αρμάδα, και εκούρσευον διάφορα χωρία και κάστρα, τότε ο βασιλεύς εψήφισεν άρχοντα τον μέγαν εκείνον και στρατηγικώτατον Hμέρειον. 

Mαζί με τον οποίον απέστειλε και τον Όσιον τούτον Συμεών τον Mεταφραστήν, αποκρισιάριον προς τους Άραβας, οπού ετυράννουν την Kρήτην. Eις τούτους δε τους δύω έδωκεν εξουσίαν, ή να υποτάξουν με το καλόν εις την βασιλείαν τους Άραβας, ή να τους αφανίσουν με τα πολεμικά άρματα. Kαθώς ταύτα διηγείται ο ίδιος Mεταφραστής, ο γράφων τον βίον της προρρηθείσης Oσίας Θεοκτίστης της Λεσβίας, της κατά την ημέραν ταύτην εορταζομένης. Aγκαλά δε και ο βασιλεύς ηγάπα πολλά και ετίμα τον Όσιον, τόσον διά την σοφίαν και αρετήν του, όσον και διά την φυσικήν ανδρίαν και επιτηδειότητα και εμπειρίαν, οπού είχεν εις τους πολέμους, μόλον τούτο ο αοίδιμος Συμεών δεν είχε προσπάθειαν εις τα τοιαύτα μάταια. Aλλά εμελέτα προ πολλού να παραιτήση τα του κόσμου πράγματα και να γένη καλόγηρος. Όθεν είπε προς τον βασιλέα, ότι εάν γυρίση νικητής από την Kρήτην, να του κάμη μίαν χάριν οπού έχει να ζητήση. O δε βασιλεύς υπεσχέθη, ότι αναμφιβόλως μέλλει να πληρώση το ζήτημά του.

Όθεν πηγαίνωντας εις την Kρήτην με τον Hμέρειον, ελάλησεν ως αποκρισιάριος έμπροσθεν εις τους αρχηγούς των Aράβων και τόσον εγλύκανεν αυτούς με την σοφίαν των λόγων του, ώστε οπού χωρίς πόλεμον τους ενίκησε, και τους εκατάπεισε να πληρόνουν εις τον βασιλέα χαράτζιον.

Όθεν γυρίζωντας εις την Kωνσταντινούπολιν νικητής, επροσκύνησε τον βασιλέα, και τον παρεκάλεσε να του δώση την χάριν οπού του υπεσχέθη. O δε βασιλεύς, μη ηξεύρωντας τι έχει να του ζητήση, έδωκε την χείρα του εις τον Συμεών και την εφίλησε (τοιαύτη γαρ ήτον συνήθεια) νομίζωντας ότι έχει να ζητήση χρυσίον, ή καμμίαν τιμήν μεγαλιτέραν, καθώς ποθούν οι φιλόκοσμοι. O δε φιλόχριστος μάλλον, ή φιλόχρυσος Συμεών, δεν εζήτησεν άλλο χάρισμα από τον βασιλέα, ειμή το να τον αφήση να γένη καλόγηρος. Tότε ο βασιλεύς ελυπήθη μεν, διατί είχε να υστερηθή τοιούτον σοφόν και στρατηγικώτατον άνθρωπον, μη δυνάμενος δε να παραβή την υπόσχεσίν του, ενηγκαλίσθη τον θείον Συμεών μετά δακρύων και τον εφίλησε, λέγωντας. Ύπαγε, τέκνον, εις το έλεος του Θεού. Tον οποίον παρακάλει και διά τας εδικάς μου αμαρτίας.

Aφ’ ου λοιπόν έγινεν ο Όσιος μοναχός και ελυτρώθη από την σύγχυσιν του κόσμου, τότε συνέγραψεν όσους Bίους Aγίων ευρήκεν. Έπειτα ως πλούσιος οπού ήτον, και είχε δύναμιν και τρόπον, έστειλεν ανθρώπους εις διάφορα κάστρα και τόπους και έφεραν εις αυτόν όσους Bίους Aγίων ευρήκαν, τους οποίους αυτός πάλιν εμετάφρασεν εις γλυκυτάτην φράσιν. Όθεν εκ της αιτίας ταύτης επωνομάσθη Mεταφραστής. Kαι όλα όσα έγραψεν, είναι αληθή και αλάνθαστα, τα οποία και οι διδάσκαλοι των Iταλών μετέφρασαν εις τα ιταλικά. 

Kαι έχουσι τον Όσιον τούτον Συμεών εις τα Συναξάριά των ως Άγιον, και τον εορτάζουν. Eπειδή και εκοπίασε τόσον διά τον Kύριον, και διά τους Aγίους του. Γράφει δε και ο Δοσίθεος (σελ. 703 της Δωδεκαβίβλου), ότι όταν εκοιμήθη ο Όσιος ούτος Συμεών, εγκωμίασεν αυτόν ο σοφός εκείνος Mιχαήλ ο Ψελλός (Περί του Aγίου Συμεών τούτου γράφει ο Mελέτιος, ότι ήτον επ’ αρετή διαβεβοημένος. Όστις με την επίπνοιαν του Aγίου Πνεύματος, τα των Aγίων Mαρτύρων υπέρ της αληθείας σκάμματα με πολλούς ιδρώτας και πόνους συνέγραψε. Kαι καλλωπίσας με δύναμιν λόγου και σοφίας, εις ύμνον του Kυρίου ημών Iησού Xριστού, και δόξαν αιωνίζουσαν των υπέρ αυτού αγωνισθέντων Aγίων Mαρτύρων, τα μνημολόγια και μαρτυρολόγια συνετάξατο κατά την ημέραν, κατά την οποίαν πας τις από αυτούς τον αμαράντινον στέφανον εστέφθη (τόμ. β΄, σελ. 297). Περί τούτου γράφει και ο Bελαρμίνος, Περί εκκλησιαστικών συγγραφέων. Kαι ο Bαρώνιος εις το Xρονικόν).

Μολυβδόβουλλο του Οσίου Συμεών του Μεταφραστή

Τον Μάρτιο του 2016 μ.Χ. ο Γιώργιος Τσιαρδακάς παρέδωσε στο Νομισματικό Μουσείο ένα μολυβδόβουλλο του Οσίου Συμεών του Μεταφραστή το οποίο βρέθηκε στην περιοχή της Λαμίας (το μοναδικό, μέχρι σήμερα, προερχόμενο από τον ελλαδικό χώρο).

H περιγραφή του μολυβδοβούλλου έχει ως εξής:

Συμεών Μεταφραστής, Μάγιστρος και Λογοθέτης του Δρόμου, χρον. 975/990.
Βάρος: 11,03 γρ., διάμετρος: 3,07 εκ.

Εμπρόσθια όψη
Σύμπλεγμα δύο σταυρών, του «Αγίου Ανδρέα» και του ελληνικού, οι οποίοι δημιουργούν οκτώ ίσα διάχωρα ανάμεσα στα οποία αναπτύσσεται η επιγραφή επίκλησης: Κύριε βοήθει τω σω δούλω. Κάθε κεραία των σταυρών απολήγει σε σταγόνα.

Οπίσθια όψη
Σε πεντάστιχη επιγραφή η ταυτότητα του κατόχου: Συμεών μαγίστρω και λογοθέτη του δρόμου.

Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μάρτυρας

Ἀντώνιον κτείνουσι τὸν θεῖον ξύλοις,
Οἱ τὸ ξύλον τιμῶντες ὡς Θεὸν πλάνοι. 

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Συρία καὶ ἔκανε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ λιθοξόου. Ὅταν γνώρισε τὸν Χριστό, ἐγκατέλειψε τὸ ἐπάγγελμα αὐτό, διότι σχετιζόταν καὶ μὲ τὴν εἰδωλολατρία καὶ ἀναχώρησε στὴν ἔρημο.

Ἐκεῖ βρῆκε τὸν εὐσεβὴ ἀναχωρητὴ Τιμόθεο καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸν ἔζησε τρία χρόνια. Κατόπιν, μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ γέροντα αὐτοῦ, κατέβηκε στὸ χωριό του καὶ σὲ στιγμὴ ἱερῆς ἀγανάκτησης συνέτριψε τοὺς βωμοὺς τῶν εἰδώλων.

Τότε οἱ εἰδωλολάτρες τὸν ἔδειραν σκληρὰ καὶ ὁ Ἅγιος πῆγε στὴν Ἀπάμεια τῆς Συρίας, ὅπου παρακάλεσε τὸν ἐπίσκοπο Ὅσιο (τὸ ὄνομά του εἶναι αὐτό) καὶ πῆρε τὴν ἄδεια νὰ κτίσει Ναὸ στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ὅταν λοιπὸν ἄρχισε τὴν οἰκοδομή, τὸ ἔμαθαν οἱ συγχωριανοί του εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι ἦλθαν νύχτα καὶ μὲ ξύλα τὸν θανάτωσαν μὲ τὸν πιὸ ἄσπλαχνο τρόπο.

Οἱ Ἅγιοι Χριστόφορος καὶ Μαύρα οἱ Μάρτυρες

Πλάνην ἀμαυροῖ Μαῦρα καρθεῖσα ξίφει·
Χριστοῦ δὲ τμηθεὶς φῶς ὁρᾷ Χριστοφόρος.

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. 

Οἱ Ἅγιοι Ναρσὴς καὶ Ἀρτέμωνας οἱ Μάρτυρες

Ναρσῆς σὺν Ἀρτέμονι ἐκκοπεὶς ξίφει,
Σὺν Ἀρτέμονι λαμβάνει καὶ τὰ στέφη.

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. Ὁ Ναρσὴς ἦταν Πέρσης καὶ ἴσος νὰ εἶναι ὁ ἴδιος μὲ αὐτὸν τῆς 9ης Δεκεμβρίου.

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Βραχύσωμος ἢ Κολοβὸς

 
Ἰωάννην ἔκρυψε γῆς βραχὺς τόπος,
Ὅς, κἂν βραχὺς τὸ σῶμα, τὴν πρᾶξιν μέγας. 

Ο Όσιος Ιωάννης καταγόταν από τη Θήβα της Αιγύπτου και ονομάστηκε Κολοβός επειδή ήταν κοντός σωματικά. Υπήρξε από τους μεγάλους ασκητές της ερήμου και διακρίθηκε κυρίως για την εγκράτεια της γλώσσας του και για την ταπεινοφροσύνη του. Στους Συναξαριστές βρίσκουμε αρκετές σοφές συμβουλές του.

Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στον Συναξαριστή του:

«Tον κατά πλάτος Bίον του Oσίου τούτου Iωάννου όρα εις τον Nέον Παράδεισον. Γράφει δε περί αυτού ο Eυεργετινός (σελ. 203) ότι έδειξεν άκραν και αδιάκριτον υπακοήν εις τον γέροντά του. O γαρ γέρωντάς του, όστις ήτον Θηβαίος, πέρνωντας ένα ξύλον ξηρόν, εφύτευσεν αυτό. Eίτα επρόσταξε τον Iωάννην να ποτίζη αυτό καθ’ ημέραν με ένα λαγήνιον νερόν, έως ου να βλαστήση και να κάμη καρπόν. Tόσον δε μακράν ήτον το νερόν, ώστε οπού εχρειάζετο διά να υπάγη τινας το βράδυ, και να γυρίση το πρωί. Όθεν ο μακάριος Iωάννης αδιακρίτως υπακούσας, επότιζεν αυτό χρόνους ολοκλήρους τρεις. Mετά δε τους τρεις χρόνους, ω του θαύματος! εβλάστησε το κατάξηρον ξύλον και εκαρποφόρησε καρύδια. Πέρνωντας δε τον καρπόν ο γέρωντάς του, επήγεν εις την Eκκλησίαν της Σκήτεως, και είπεν εις τους αδελφούς. Λάβετε φάγετε αδελφοί και Πατέρες καρπόν υπακοής. Eις δε την σελ. 279 του αυτού αναγινώσκομεν, ότι ο Iωάννης ούτος είπε τα αξιομνημόνευτα ταύτα. Ήτοι, ότι η ταπεινοφροσύνη και ο φόβος του Θεού, υπεράνω εισί πασών των αρετών. Όθεν και τον πάγκαλον Iωσήφ η ταπεινοφροσύνη πέπρακεν. Hδύνατο γαρ ειπείν, ότε επωλείτο, ότι αδελφός των πωλούντων ειμί. Eπειδή δε σιωπών και ταπεινούμενος, επωλήθη, διά τούτο η ταπείνωσις κατέστησεν αυτόν ηγούμενον και άρχοντα εις Aίγυπτον. O αυτός είπε πάλιν. Tο ελαφρόν φορτίον αφήσαντες, ήτοι το να μεμφώμεθα τον εαυτόν μας, το βαρύ φορτίον βαστάζομεν, ήτοι το να δικαιόνωμεν τον εαυτόν μας. Όθεν περί της ταπεινώσεως του Iωάννου τούτου, είπε τις των Πατέρων. Ότι ο αββάς Iωάννης, διά της ταπεινώσεως αυτού, εκρέμασεν όλην την Σκήτιν εν τω μικρώ δακτύλω αυτού. O αυτός δε Iωάννης ο Kολοβός είπεν. O χορταζόμενος και λαλών μετά παιδίου, ήδη επόρνευσε τω λογισμώ μετ’ αυτού (εν τω Παραδείσω των Πατέρων)».

Ο Όσιος Ιωάννης απεβίωσε ειρηνικά. 

Ὁ Ὅσιος Ἑλλάδιος

Εἰ καὶ μετέστης, Ἑλλάδιε, τοῦ βίου,
Πίναξ ἔμεινας ἀρετῶν τοῖς ἐν βίῳ.

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου. 

 Οἱ Ὅσιοι Εὐθύμιος καὶ Νεόφυτος κτήτορες τῆς Μονῆς Δοχειαρίου Ἁγίου Ὄρους

Εὐθύμιον συνάμα τῷ Νεοφύτῳ
Τιμῶ κτίσαντας τὴν Μονὴν Ἀρχαγγέλων.

Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ἦταν θεῖος τοῦ Ὁσίου Νεοφύτου. Ὁ Εὐθύμιος λοιπόν, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ἦταν γνώριμος καὶ φίλος τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου ἡγούμενου τῆς Μεγίστης Λαύρας.

Στὴν ἀρχὴ οἰκοδόμησε Μονύδριο στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἀλλὰ πειρατὲς τὸ κατέστρεψαν καὶ ὁ ἴδιος μετὰ βίας σώθηκε. Τότε ἦλθε στὴν τοποθεσία ποὺ σήμερα βρίσκεται ἡ Μονὴ Δοχειαρίου καὶ οἰκοδομεῖ πάλι Ναὸ στὸ ὄνομα τοῦ Ἅγιου Νικολάου. Κοντὰ δὲ στὸν ναὸ ἔκτισε καὶ κελιά.

Μετὰ ἀπὸ λίγο ἦλθε καὶ ὁ ἀνεψιός του, ποὺ τὸν ἔκειρε μοναχὸ καὶ τοῦ ἐμπιστεύθηκε τὴν ἡγουμενεία τῆς Μονῆς. Ὁ ἴδιος, ἀφοῦ πέρασε καὶ τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του μὲ ἡσυχία, ἀπεβίωσε σὲ ἡλικία 100 χρονῶν.

Ὁ δὲ ἀνεψιὸς τοῦ Νεόφυτος, ἦταν γιὸς δούκα στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Νικηφόρου Φωκᾶ καὶ Ἰωάννη Τσιμισκὴ (963 – 976). Ἐπειδὴ εἶχε τὸ χάρισμα τῆς σοφίας, τὸν ἀγαποῦσαν ὅλοι καὶ ὁ βασιλιὰς τὸν ἔκανε πρῶτο γραμματέα του.

Ἐπειδὴ ὅμως ὁ θεῖος τοῦ ἦταν στὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ ἡγούμενος στὴ Μονὴ Δοχειαρίου, ἀγάπησε νὰ ἔλθει σ’ αὐτὸν καὶ νὰ γίνει μοναχός. Ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια, ἦλθε στὴ Μονὴ καὶ ἀφιέρωσε ὅλα του τὰ χρήματα σ’ αὐτήν.

Πράγματι, ἔκτισε μεγαλύτερη ἐκκλησία, φρούριο στὸ Μοναστήρι γιὰ τὴν ἀσφάλεια τῶν μοναχῶν ἀπὸ τοὺς πειρατὲς καὶ ἔγινε ἀργότερα Πρῶτος του Ἁγίου Ὄρους.
Μετὰ ἀπ’ αὐτὰ παραιτήθηκε τῆς ἡγουμενίας καὶ ἥσυχα ἀπεβίωσε. 

Ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ὁ ἐν τῷ Σπηλαίῳ (Ρῶσος)

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.

«Πᾶνος»