ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΣ ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ
ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ
ΣΤΗ ΛΑΡΙΣΑ ΣΕ. PDF
Απο το βιβλίο τοῦ αειμνήστου Βασ. Παπανικολαου
«Ο ΠΑΤΗΡ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ Ν. ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ
ΚΑΙ ΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑΙ – ΚΟΙΝΩΝΙΚΑΙ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΑΙ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΑΥΤΟΥ»
ΕΚΔΟΣΙΣ Λάρισα 2013
Επιμέλεια Ανδρονίκη Καπλάνογλου
Πρόλογος
Ἡ πόλις μας, ἡ Λάρισα, ἐγνώρισε πολλὰ εὐλογημένα καὶ εὐκλεῆ περιστατικὰ ποὺ συνέθεσαν τὴν καθόλου ἱστορίαν της. Ἕνα ἐξ αὐτῶν, λίαν σημαντικόν, εἶναι καὶ ἡ κατ᾽ οἰκονομίαν Θεοῦ διέλευσις ἀπὸ τὴν πόλιν μας τοῦ Ἱεροκήρυκος Ἀρχιμανδρίτου π. Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου, ὑπὸ τὴν ἰδιότητά του ὡς στρατιωτικοῦ Ἱεροκήρυκος τοῦ Β΄ Σώματος Στρατοῦ. Ἡ διέλευσίς του, αὐτὴ καθ᾽ ἑαυτήν, δὲν θὰ εἶχεν ἀσφαλῶς λόγον ἀναφορᾶς μας, ἀφοῦ καὶ ἄλλοι τινὲς διῆλθον διαχρονικῶς ἀπὸ τὴν Λάρισαν καὶ περὶ αὐτῶν δὲν ἐγένετο λόγος. Ἡ ἐκτενὴς ἀναφορά μας εἰς τὸ συγκεκριμένον πρόσωπον ὀφείλεται εἰς τὸ ὅτι ἦλθεν εἰς τὴν πόλιν μας εἰς μίαν κρίσιμον ἱστορικὴν περίοδον, ὅτε ἡ Λάρισα ἐδοκιμάσθη, τότε, δεινῶς ἀπὸ τὰς σκληρὰς συνεπείας τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ἐκ τῶν καταστρεπτικῶν συμφορῶν ἀφ᾽ ἑνός, καὶ ἀπὸ τοὺς φοβεροὺς σεισμοὺς ἀφ᾽ ἑτέρου.
Αὐτὰ τὰ δύο γεγονότα, ἠλλοίωσαν ἰσχυρῶς τὴν ὄψιν τῆς Λαρίσης καὶ ἐφυγάδευσαν τὸ χαμόγελον ἀπὸ τὰ χείλη τῶν πολιτῶν της. Ἀλλὰ καὶ ἕνα ἕτερον, θλιβερώτερον τῶν προηγουμένων, ἦλθε νὰ συμπληρώσῃ τὰ ἀπέλπιδα σημεῖα τῆς ἐποχῆς. Ἦτο ἡ ἀποίμαντος Ἱερὰ Μητρόπολίς μας! Ὁ οἰκεῖος Ἱεράρχης ἀπουσίαζε, διαμένων μονίμως ἐν Πειραιεῖ!
Κατὰ τὴν ἀποφράδα ἐκείνην περίοδον ἀνεπλήρωσεν ἀρκούντως τὸ κενὸν ὁ π. Αὐγουστῖνος, ὁ ὁποῖος ἀπεδείχθη ἐν τοῖς πράγμασιν ὁ στοργικὸς πνευματικὸς πατήρ, ὁ ἐμψυχωτὴς τῶν χειμαζομένων, ὁ παρηγορητὴς τῶν ἀποκαμωμένων, ὁ ἰσχυρῶς διδάξας τὴν ἐν Χριστῷ πίστιν, «…ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. γ΄, 15), ἀλλὰ καὶ τὴν ἐλπίδα εἰς τὸν Σωτῆρα μας Ἰησοῦν Χριστόν, καθ᾽ ὅσον «ἡ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει» (Ρωμ. ε΄, 5).
Τὸ ἔργον, ἦτο ὄντως μέγιστον! Ἀλλὰ ποῖος θὰ δυνηθῇ νὰ ἀποτιμήσῃ ἀναλόγως τὸ ἔργον τοῦτο; Ἀσφαλῶς, μόνον ὁ τὰ πάντα γινώσκων, ὁ Θεός. Τὸ ἔργον, πάντως, τοῦ π. Αὐγουστίνου ἦτο ἐκτενὲς καὶ πολύπλευρον. Ἐθεράπευσεν ὄχι μόνον τὰς ἀνάγκας τῆς πόλεως, ἀλλὰ καὶ τῆς περιχώρου, καθ᾽ ὅσον αἱ δοκιμασίαι ἐκάλυπτον, δίκην μελαγχολικῆς νεφέλης, ὁλόκληρον τὴν περιοχήν μας.
Θὰ πρέπει κάποτε καὶ ἡ Δημοτικὴ Ἀρχὴ νὰ ὀνομάσῃ μίαν τῶν κεντρικῶν ὁδῶν, εἰς ὁδὸν Ἀρχιμανδρίτου Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου, διὰ νὰ βεβαιώσῃ ὅτι παρακολουθεῖ μετ᾽ ἀγρύπνου ἐνδιαφέροντος τὰ θετικὰ καὶ ὠφελείας ἐχόμενα δρώμενα, ἀλλὰ καὶ ὅτι γνωρίζει νὰ βραβεύῃ ἐπαξίως τοὺς προσφέροντας φιλοτίμως τὰς ὑπηρεσίας των.
Τό γε νῦν ἔχον· ὁ πατὴρ Αὐγουστῖνος ἔχει ἤδη καταγραφῆ, ἀνεξιτήλοις γράμμασιν, εἰς τὰς ἀπροσίτους καὶ ἀπροσβλήτους ἱερὰς δέλτους τῆς καρδίας ὅλων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἐποτίσθησαν καὶ ἐτράφησαν ἐκ τῶν πνευματικῶν δωρεῶν τοῦ μεγάλου ἐμψυχωτοῦ τῶν δεινοπαθησάντων τότε θεοφιλῶν καρδιῶν.
Ἔγραφον, ἐν Λαρίσῃ τῇ 16ῃ Ἰουνίου 2013,
ἡμέραν κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὴν μνήμην τῶν Ἁγίων 318 Θεοφόρων Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς, ἐν Νικαίᾳ τῆς Βιθυνίας, Συνόδου.
Βασίλειος Χρ. Παπανικολάου
Θεολόγος Ἱεροκήρυξ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄
Ὁ Ἀρχιμανδρίτης π. Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης Στρατιωτικὸς Ἱεροκήρυξ τοῦ Β10 τοῦ Β΄ Σώματος Στρατοῦ.
(σύντομος γραπτὴ ἀναφορα· εὐγνωμοσύνης ἕνεκεν)
Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Λαρίσης, Πλαταμῶνος καὶ Τυρνάβου διήρχετο μεταπολεμικῶς μίαν μεγάλην πνευματικὴν κρίσιν! Ὁ λόγος; Ἡ περιέργος ἀπουσία τοῦ τότε Μητροπολίτου της, τοῦ Δωροθέου Κοτταρᾶ. Ὁ Δωρόθεος ἦτο ἐκ τῶν σπουδαγμένων τότε Ἱεραρχῶν. Ἐσπούδασε καὶ τὴν νομικὴν ἐπιστήμην καὶ ἔτυχε μετεκπαιδεύσεως εἰς τὴν Γερμανίαν. Ἐκ τούτου ἦτο ἐγκρατὴς περὶ τὰ νομικά. Ἐγεννήθη τὸ 1888 καὶ ἀπέθανε τὸ 1957. Τὴν 15ην Ἰανουαρίου τοῦ 1935 ἐξελέγη Μητροπολίτης Λαρίσης καὶ τὴν 1ην Ἀπριλίου 1956 ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος. Τὴν 8ην Ἰουλίου 1957 ὑπέστη ἐγχείρησιν ὄγκου τοῦ ἐγκεφάλου καὶ ἀπέθανεν εἰς Στοκχόλμην τῆς Σουηδίας τὴν 26ην Ἰουλίου 1957. Ὡς ἐγκρατὴς Θεολόγος καὶ δόκιμος περὶ τὴν Νομικὴν Ἐπιστήμην, ἐτιμᾶτο καὶ ὑπὸ τῆς ἑκάστοτε Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Δυστυχῶς ὅμως διὰ τὴν Λάρισαν, ἦτο τοῦτο λίαν ἐπιζήμιον· διότι, διαμένων συνεχῶς εἰς τὴν Κοκκινιὰν Πειραιῶς, ἐγκατέλειψεν οὐσιαστικῶς τὴν Λάρισαν.
Εἰς τὴν Λάρισαν εἰργάζετο τότε ὡς Ἱεροκήρυξ ὁ ἐκ Κερκύρας Δωρόθεος Βασιλᾶς, ὁ ὁποῖος ἀργότερον ἐγένετο Μητροπολίτης Παραμυθίας (1952) καὶ ἐν συνεχείᾳ Μητροπολίτης Θηβῶν καὶ Λεβαδείας (1957). Τὰ τῆς Μητροπόλεώς μας πράγματα εἶχαν τότε κακῶς! Ἡ Λάρισα, καὶ περισσότερον, βεβαίως, ἡ περιφέρειά της, ἔζη εἰς ὑποτονικὴν πνευματικὴν κατάστασιν. Ὁ λαός της ἤθελεν ἕναν ψυχοεγέρτην, ἤθελεν κυριολεκτικῶς, ὄχι αὐλὸν ποιμενικόν, ἀλλὰ ἠχηρὸν ἐγερτήριον σάλπισμα!
Καὶ ὁ Ἅγιος Ἀχίλλειος ἐφρόντισεν, ὥστε ὁ Κύριος νὰ στείλῃ τὸ κατάλληλον πρόσωπον εἰς τὴν κατάλληλον στιγμήν. Καὶ τοιοῦτον πρόσωπον ἦτο εἷς ἁπλοῦς καὶ ἀπέριττος ἱερομόναχος, μὴ προδίδων τὸ κρυπτόμενον θαυμαστὸν ἡφαίστειον τοῦ θερμοῦ παλμοῦ τῆς θεοφιλοῦς καρδίας του. Καὶ εἶναι σπάνια τὰ φαινόμενα αὐτά. Ἦτο οὗτος ὁ «μικρὸς τὸ δέμας», μικρὸς εἰς τὸ ἀνάστημα, ὁ πατὴρ Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης, ὁ ὁποῖος ὡς ἄλλος Ζακχαῖος ἀνέβη, ὡς πνευματικὸς αἴλουρος, εἰς πνευματικὰ ὕψη, ἀπὸ τῆς θέσεως τοῦ στρατιωτικοῦ Ἱεροκήρυκος τοῦ Β΄ Σώματος Στρατοῦ, διὰ νὰ κηρύξῃ λίαν ἐπιτυχῶς τό, διπλοῦν εἰς ἕνα, κήρυγμά του· Ὀρθοδοξία – Ἑλλάς.
Ἦλθεν ὡς ἄγνωστος πρὸς ἀγνώστους, χωρὶς νὰ τὸν παρουσιάσῃ κάποιος ἐπισήμως. Καὶ ποῖος τὸν ἐγνώριζε τότε! Ἦλθε καὶ ἤρχισεν ἀμέσως τὴν ἱερὰν ἐργασίαν του! Ἐγνώρισεν εὐθὺς ἀμέσως τὴν ἐγκατάλειψιν τοῦ λαοῦ. Ἐπόνεσε πολύ. Ἡ Μητρόπολις Λαρίσης εἶχεν, οὕτως εἰπεῖν, τὴν ὄψιν τοῦ Ἀγαδίρ (λιμάνι τοῦ Μαρόκου, ποὺ κατεστράφη τὸ 1960 ἀπὸ σεισμοὺς καὶ παλιρροϊκὰ κύματα), ὅπως θὰ εἴπῃ ἀργότερον. Εὑρέθη εἰς γυμνὴν ἔρημον, ὡς εἰς Σαχάραν πνευματικήν. Τὰ ἐκκλησιαστικὰ προβλήματα ὠρθοῦντο πανύψηλα ἐμπρός του. Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις ἐνεφάνιζεν ὄψιν ἡμιθανοῦς. Τὸ ἔργον ἦτο δύσκολον καὶ ἀνθρωπίνως ἀκατόρθωτον. Δὲν ἐπτοήθη ὅμως. Ἡ γνωριμία του μὲ τὰ μέλη τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, τὸν λαόν, θὰ ἐγίνετο τὸ πρῶτον μὲ τὴν χάριν τοῦ Κυρίου μας, καὶ τὸ δεύτερον ἀπὸ τὰς ἐξετάσεις τοῦ θείου κηρύγματός του. Ἑλλανόδικος ἐπιτροπὴ θὰ ἦτο τὸ κηρυκτικὸν αἰσθητήριον τοῦ ὀρθοδόξου πιστοῦ λαοῦ. Καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε, καὶ μάλιστα εὐθὺς ἀμέσως! Ὁ ἄνυδρος, πλὴν γόνιμος, τόπος τοῦ πνεύματος, ἐποτίσθη δαψιλῶς ἀπὸ τὸν θεῖον ὄμβρον τῶν ἱερῶν κηρυγμάτων του, καὶ ὁ λαὸς καταυγαζόμενος ἀπὸ τὰς μαρμαρυγὰς τοῦ θείου φωτὸς – λόγου εὐθὺς ἀμέσως ἀνέθαλεν, ἔλαβε ζωὴν καὶ ἀπέκτησεν ἱερὸν παλμὸν εὐσεβείας.
Εἰς τὸν ἐσωτερικὸν κόσμον τῆς ψυχῆς τῶν ἀκροατῶν του παρετηρεῖτο τὸ φαινόμενον ἱερῶν ψυχοσωματικῶν δονήσεων, ἐνῷ εἰς τὰς παρειάς των ἔρρεον ἄφθονα θερμὰ δάκρυα, δεῖγμα καὶ τοῦτο τῆς πλήρους ἀποδοχῆς τοῦ κηρύγματος! Αἱ καρδίαι, κατὰ τρόπον μυστικόν, ἐμαλάσσοντο διαρκῶς, καθὼς «διηνοίγοντο οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἐπεγίνωσκον (ἀνεγνώριζαν καλῶς) αὐτόν» (Λουκ. κδ΄, 31) καὶ συνείχοντο ἰσχυρῶς ἀπὸ μόνιμα βιώματα εὐσεβείας, πνευματικῆς ἀνησυχίας καὶ ἱεροῦ προβληματισμοῦ. Ἔκτοτε· ὅπου ὡμίλει ὁ π. Αὐγουστῖνος ἐκεῖ καὶ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ. Ὁ δὲ ναός, ὅπου ἐκήρυττε, προσελάμβανεν ὄψιν πανηγυρίζοντος ναοῦ, καὶ ἂς ἦτο ἁπλῆ, καθημερινὴ ἡμέρα· καὶ τοῦτο, διότι ἐκεῖ ἦτο ὁ π. Αὐγουστῖνος. Ἐκεῖ ἐκήρυττεν ὁ Ἱεροκήρυξ πατὴρ Αὐγουστῖνος Καντιώτης! Καὶ εἶναι χρέος μου νὰ εἴπω, ὅτι δύο διώξεις ἐγνώρισεν ὁ π. Αὐγουστῖνος· μίαν ἀπὸ ζηλοτύπους καὶ φθονεροὺς ἀνθρώπους, καὶ μίαν ἀπὸ ἀληθεῖς ἐραστὰς τοῦ γνησίου καὶ σωστικοῦ κηρύγματος. Ἀμφότεραι δὲ ἀπέβησαν πρὸς δόξαν Χριστοῦ!
Αὐτὸ εἶναι σπουδαῖον δίδαγμα καὶ πρέπει νὰ τὸ ἐννοήσῃ κάθε εὐσεβὴς Χριστιανός. Ὁ π. Αὐγουστῖνος ἦτο ὁ ἱερὸς ὁδοδείκτης Χριστοῦ· δι᾽ αὐτὸ καὶ ἐτιμήθη ἀναλόγως. Πρῶτον, ὡς σκεῦος ἐκλογῆς «… ὅτι σκεῦος ἐκλογῆς μοί ἐστιν οὗτος τοῦ βαστάσαι τὸ ὄνομά μου» (Πράξ. θ΄, 15). Καὶ δεύτερον, διότι ηὔξησεν ἀρκοῦντος τὸ θεϊκὸν τάλαντον ποὺ τοῦ ἐδόθη, καὶ τοῦτο πάλιν πρὸς δόξαν Χριστοῦ. Ἔστω καὶ τοῦτο γνωστόν· ὅ,τι καταθέτει κάποιος πρὸς δόξαν Χριστοῦ, εἶναι τοῦτο καὶ ἰδική του δόξα. Συνδοξάζεται! Οὕτω ἄνθρωποι, ἐντελῶς ἀδιάφοροι πρὶν περὶ τὰ πνευματικὰ θέματα, ἐγίνοντο τώρα ὄχι μόνον τακτικοὶ ἀκροαταί του ἀλλὰ καὶ τοῦτο τὸ σπουδαῖον· διεφήμιζον τὸν ἔξοχον ἱεροκήρυκα, ἀνεφέροντο εἰς ἀποσπάσματα τοῦ κηρυκτικοῦ λόγου του καὶ ἐξελίσσοντο εἰς διαπρυσίους προβολεῖς του. Ὁ π. Αὐγουστῖνος ἦτο τὸ θέμα τῆς ἡμέρας. Μία περίεργος ἑτοιμότης καὶ ἐνεργητικότης παρετηρεῖτο εἰς τὸ πλήρωμα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐζήτουν, μετ᾽ ἐνδιαφέροντος, πληροφορίας ποῦ θὰ ὡμίλει ὁ π. Αὐγουστῖνος, καὶ ἐφρόντιζον συγχρόνως νὰ ἐνημερώνουν καὶ ἄλλους. Παραλλήλως ἀνέμενον μὲ ἰδιάζον ἐνδιαφέρον νὰ ἀκούσουν τὰς ἀπὸ Ραδιοφώνου ὁμιλίας του. Πέραν ὅμως τοῦ θείου κηρύγματος, ζωηρὸν καὶ ἐνεργὸν ὑπῆρξε τὸ ἐνδιαφέρον του καὶ περὶ τῶν ἠθικῶν καὶ εὐταξίας θεμάτων, τὰ ὁποῖα ἀρωματίζουν τὴν ζωὴν τῶν πιστῶν.
Οὕτω· ὁ ἱερὸς Μητροπολιτικὸς ναός, ὁ τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλείου, ἦτο δυστυχῶς εἰς κοινὴν χρῆσιν παντὸς ἀσεβοῦντος. Ἐκεῖ, ἐντὸς τῶν ἐρειπίων του, ποὺ αἱ τοπικαὶ ἀρχαὶ δὲν εἶχον οὔτε τὴν ἁπλῆν σκέψιν, οὔτε τὴν στοιχειώδη πρόνοιαν, ἀλλὰ καὶ τὴν ἑξ ἁπλοῦ καθήκοντος ὑποχρέωσιν νὰ προστατεύσουν τὸν ἱερὸν χῶρον, ἔστω καὶ δι᾽ ἁπλῆς περιφράξεως, διήρχοντο ἀσελγοῦντες καὶ βεβηλοῦντες αὐτόν, τὸν καθαγιασμένον χῶρον, ἄνθρωποι παράνομοι, ἄνευ αἰδοῦς καὶ φόβου, τῇ ἀνοχῇ πάντως τῶν ὑπευθύνων, ἐκκλησιαστικῶς, ἁρμοδίων.
Ἔκτοτε, ἡ ἀποίμαντος Μητρόπολίς μας ἐπαρουσίασεν ἄλλην ὄψιν· ὁποίαν περίπου παρουσιάζει κατὰ καιροὺς ἡ πέριξ περιοχὴ κατὰ τὰς δύο ἐποχιακὰς φάσεις τοῦ Πηνειοῦ ποταμοῦ· ἐν καιρῷ αὐστηρᾶς ἀνομβρίας – ξηρασίας, καὶ ἐν καιρῷ ἀφθόνων ὑδάτων – πλημμυρίδος ποὺ καλύπτει τὰς ἑκατέρωθεν περιοχὰς τῶν ρείθρων τοῦ ποταμοῦ. Τέλος, συνέβη καὶ τοῦτο· ὅλοι, ἢ ἔστω μέρος τοῦ ἀφυπνισθέντος λαοῦ, ἔλαβον τὴν προσωνυμίαν τοῦ «Καντιωτικοῦ». Ἀλλ᾽ ὁ π. Αὐγουστῖνος ἦτο στρατιωτικὸς ἱεροκήρυξ καὶ τὸ βασικὸν καὶ ἀρχικὸν ἔργον του ἦτο ἡ πρὸς τὸ Στράτευμα προσφορά του. Τί πρὸς τοῦτο ὅμως; Ὅπως οἱ Προφῆται ἐπελαμβάνοντο καὶ εὐρυτέρων θεμάτων, ἀλγοῦντες διὰ τὰ πνευματικὰ νοσήματα καὶ τὰ ποικίλα ἄλλα δεινά, ποὺ προήρχοντο κυρίως ἀπὸ τὴν ἔλλειψιν ἀναλόγου ἐνδιαφέροντος τῶν ἐπιλησμόνων ποιμένων, οὕτω καὶ ὁ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας νέος προφήτης τῆς χάριτος τοῦ Κυρίου, ἑπόμενος τῆς δηλώσεως τοῦ Μεσσίου Χριστοῦ, διὰ τοῦ στόματος καὶ τῆς γραφίδος τοῦ μεγαλοπνόου προφήτου Ἡσαΐου, ὅτι «Διὰ Σιών (τὴν νέαν Σιών, τὴν Ἐκκλησίαν) οὐ σιωπήσομαι (δὲν θὰ σιωπήσω ποτέ)» (Ἡσ. ξβ΄, 1), ἐπεξέτεινε τὰ αἰσθήματα τῆς ἀγάπης του καὶ πέραν τῶν τυπικῶν ὁρίων τῆς ἀρχικῶς ὡρισμένης δικαιοδοσίας του· καθόσον κλῆρος καὶ λαός, ἀλλὰ καὶ ὁ στρατός, εἴμεθα ἅπαντες ἐνεργὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει τὴν στρατευομένην νεολαίαν, τὸν Στρατόν μας, «φιλόΧριστον», καὶ διὰ τὸν ὁποῖον καὶ μεριμνᾷ καὶ εὔχεται ἀδιακόπως περὶ αὐτοῦ. Οὕτω· ἀνεπλήρωσε κατὰ κάποιον τρόπον, πλὴν ὅμως ἀρκούντως καὶ λίαν θεοφιλῶς, τὸν ἐμφανῶς καὶ ἐπιζημίως ἀπουσιάζοντα οἰκεῖον Ποιμενάρχην. Ἐδῶ· χρέος τὸ καλεῖ νὰ λεχθῇ καὶ τοῦτο· ὅταν ὁ Λαρίσης Δωρόθεος Κοτταρᾶς κατέλαβε τὸν Ἀρχιεπισκοπικὸν θρόνον καὶ ἐγένετο Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος, ὡρισμένοι ἐκ τῶν γνωριζόντων τὰς ὑπαρχούσας διενέξεις, ἔλεγον μετὰ πλήρους βεβαιότητος, καί τινος χαιρεκακίας, καὶ τοῦτο· «Τώρα νὰ ἰδοῦμε ποῦ θὰ πάῃ ὁ Καντιώτης». Καὶ ὅμως· ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ δοκιμάζεται μέν, πλὴν ὅμως ἐξέρχεται λαμπρότερος· ἔχει τὴν δόξαν τοῦ Χριστοῦ!
Καὶ ὁ μακαριστὸς Δωρόθεος Κοτταρᾶς, ὄχι μόνον δὲν ἐδίωξε τὸν π. Αὐγουστῖνον ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, ἔνθα ὑπηρέτει τότε, ἀλλὰ συνέβη καὶ τοῦτο: Ὅταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἡτοιμάσθη νὰ μεταβῇ εἰς τὴν Σουηδίαν διὰ νὰ ὑποστῇ σοβαρωτάτην ἐγχείρησιν, ἐκάλεσεν ἰδιαιτέρως τὸν π. Αὐγουστῖνον, τὸν παρεκάλεσε νὰ προσεύχεται, καὶ ἐδήλωσεν αὐτῷ, εἰπὼν καὶ τοῦτο· «Πάτερ Αὐγουστῖνε, ὅταν πρῶτα ὁ Θεὸς ἐπιστρέψω ἀπὸ τὴν Σουηδίαν, σοῦ δίδω τὸν λόγον μου, ὅτι θὰ σὲ κάμω Ἐπίσκοπον». Καὶ ὁ π. Αὐγουστῖνος, εὐχαριστήσας αὐτὸν διὰ τὴν ἐκδήλωσιν τῆς ἀγάπης του, εἶπεν· «Εὔχομαι μὲ τὴν χάριν τοῦ Κυρίου μας νὰ ἐπιστρέψητε ὑγιής. Πλὴν ὅμως, ἂν ἰσχύῃ ὁ λόγος σας οὗτος, θὰ ἤθελον ἀντ᾽ ἐμοῦ νὰ γίνῃ Ἐπίσκοπος ὁ π. Χριστοφόρος Καλύβας». Ἔτσι ἔκλεισε μία ἱερὰ συμφωνία, διὰ τοῦ λόγου τιμῆς. Ὁ Δωρόθεος δὲν εἶχε θετικὴν ἐξέλιξιν καὶ ὁ π. Χριστόφορος δὲν ἐτιμήθη ἀπὸ τὴν Διοικοῦσαν Ἐκκλησίαν, ὅπως καὶ ἄλλοι πολλοί, δυστυχῶς!
Ὡς Διευθυντὴς τῆς θρησκευτικῆς ὑπηρεσίας τοῦ Β10, τοῦ Β΄ Σώματος Στρατοῦ, ὁ π. Αὐγουστῖνος ἐφρόντισε νὰ ἀναβαθμίσῃ, κατὰ τὸν καλλίτερον τρόπον, τὴν ὑπηρεσίαν ταύτην. Πῶς ὅμως;
Πρῶτον· νὰ τὴν καταστήσῃ δημιουργικήν, μάχιμον, παραγωγικήν. Νὰ ἀποδεσμευθῇ ἀπὸ τὴν τυπικὴν μόνον κατάστασίν της καὶ νὰ γίνῃ γεννήτρια παροχῆς μεγάλων, ὑψηλῶν καὶ ὠφέλιμων ἔργων μέσα εἰς τὸν Στρατόν, ἀλλὰ καὶ πέραν τῆς βασικῆς ἀσχολήσεως αὐτοῦ. Ὁ Στρατός μας, ὅπως καὶ τώρα, εἰργάσθη εἰς τὸν χῶρον τῆς κοινωνίας μας. Ἔτσι εἶναι καὶ πρέπει νὰ εἶναι· ὁ Στρατός μας ἐνσωματωμένος εἰς τὴν κοινωνίαν μας καὶ ἡ κοινωνία μας εἰς τὸν Στρατόν μας, ὁ ὁποῖος ἐργάζεται συνεχῶς καὶ ἀδιακόπως. Καὶ εἰς καιροὺς δοκιμασίας, ἔστω τὸ θαυμαστὸν παράδειγμα τῶν γυναικῶν τῆς Πίνδου, τὸ ὁποῖον ὡς ἐξαίρετον γεγονὸς δὲν περιγράφεται, ἀλλὰ καὶ οὔτε περιγραφόμενον ἐξαντλεῖ τὴν βάσιν τοῦ θέματος. Εἶναι καὶ γυναῖκες τῆς Πίνδου, ὅπου κοινωνία καὶ λαὸς τοῦ Θεοῦ, ἡνώθησαν, ἔσμιξαν, καὶ κατέστη αὕτη ξυνωρὶς ὀλβία, ἀξιέραστος, ἡ ὁποία θὰ ἐμπνέῃ τὰς νεωτέρας γενεὰς ἐς ἀεί. Αὐτὴ εἶναι, ἀληθῶς, ἡ Ἑλλάς, ἡ πατρὶς ἡμῶν! Καὶ ἡ εὐθύνη ἡμῶν δὲν ἐκτιμᾶται! Ἐπαφίεται δὲ εἰς ἡμᾶς νὰ ἐκτιμήσωμε τὸ κόστος τῆς πρὸς αὐτὴν ἀγάπης μας. Τὸ ἔργον τοῦ Στρατοῦ μας εἶναι ἀνάλογον τῶν ἑκάστοτε περιστάσεων. Πρέπει νὰ δίδῃ τὰ φωτεινὰ σημεῖα τῆς ὑπάρξεώς του. Ὁ Στρατός μας εἶναι ἱερὸν ἄθλημα. Εἶναι βασικὸν καὶ ἀνεκτίμητον κοινωνικὸν Σχολεῖον. Ὅποιος ἐξέλθῃ ἀριστοῦχος ἢ καὶ ἀρκούντως πεπεδευμένος, στρατιωτικῶς, οὗτος, κατὰ κανόνα, ἀποδεικνύεται καὶ δόκιμος καὶ ἐπιτυχὴς εἰς τὸν στίβον τῆς κοινωνίας.
Δεύτερον· ρηξικέλευθος ὁ π. Αὐγουστῖνος, εἶχε τὴν πρωτοτυπίαν, εἰς μίαν ἐντελῶς ἀνύποπτον περίοδον χρόνου καὶ περισταστικῶν, νὰ ἱδρύσῃ τὴν περίφημον καὶ τόσον καρποφόρον Σχολὴν Ἐκπαιδεύσεως στρατιωτῶν Θεολόγων. Καὶ περιέργως καὶ θαυμαστῶς ἐστελεχώθη ἡ Σχολὴ αὕτη, μὲ τὴν ἐπωνυμίαν Κ.Ε.Θ., ἤτοι Κέντρον Ἐκπαιδεύσεως Θεολόγων, ὑπὸ ἐξαιρέτων Θεολόγων, οἱ ὁποῖοι ἄφησαν φωτεινὰ σημεῖα καὶ εἰς τὴν μετέπειτα σταδιοδρομίαν των. Μεταξὺ τῶν ἄλλων ἐνθυμούμεθα τούς:
1ον Παπαϊωάννου Γεώργιον
2ον Γρατσέαν Γεώργιον
3ον Δρούλιαν Ἰωάννην
4ον Μακράκην Μιχαὴλ
5ον Κορναράκην Ἰωάννην
6ον Καραδιάκον Χαρίλαον
7ον Γιουμπλιάκην Νικόλαον
Μερικοὶ ἐξ αὐτῶν διεκρίθησαν καὶ ὡς καθηγηταὶ Πανεπιστημίου.
Τότε ἐξεδίδετο εἰς τὸν ἀστρονομικὸν ἀριθμὸν τῶν 30.000 φύλλων τὸ στρατιωτικὸν περιοδικὸν «Χριστιανὸς Στρατιώτης», ἀνὰ δεκαπενθήμερον. Καὶ ἡμεῖς, κατὰ δύναμιν, προσεφέραμε τὰς ὑπηρεσίας μας. Πρέπει δὲ νὰ σημειώσω ὅτι· ὅλα τὰ σκίτσα, ὅλων τῶν ἐκδόσεων τοῦ Β10, ἐφιλοτέχνει ὁ καταξιωμένος κ. Μιχαὴλ Μακράκης. Ἀκόμη λέγομεν καὶ τοῦτο· ὅλη ἡ πολύπλευρος σκέψις καὶ ἐνέργεια τῆς ὅλης αὐτῆς συλλήψεως τῶν θεμάτων καὶ τῆς ἀναλόγου προσφορᾶς, μαρτυροῦν περιτράνως καὶ κατὰ τὸν πλέον εὔγλωττον τρόπον, τὸ ζωντανόν, δραστήριον, διοικητικὸν καὶ ἀνύστακτον πνεῦμα τοῦ χαριτοβρύτου ἱεροκήρυκος π. Αὐγουστίνου. Τὸ πνεῦμα του ἵπτατο πρὸς τοὺς αἰθέρας τοῦ Πνεύματος λίαν εὐχερῶς, πρὸς διαφόρους κατευθύνσεις, συνελάμβανεν ἰδέας, καὶ ὅ,τι πολύτιμον συνήντα καὶ ἐν τῷ ἅμα τὸ ὑλοποίει καὶ θείᾳ χάριτι τὸ καθίστα πολύτιμον δῶρον πρὸς δόξαν, πάντοτε, τοῦ Χριστοῦ καὶ πρὸς ἐνίσχυσιν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι μετ᾽ ἐνδιαφέροντος τὸ ἀνέμενον.
Εἶναι ἐξ ἄλλου γνωστὸν τοῖς πᾶσιν ὅτι· οἱ στρατῶνες τῆς Λαρίσης εἶναι πλέον ἢ ἐπίσημοι, σπουδαῖοι καὶ ἱστορικοί. Εἶναι μία ἀπέραντος ἑνιαία περιοχὴ πολλῶν στρεμμάτων γῆς. Ἐδῶ ἐστεγάζοντο τὸ πάλαι τὸ ἱππικὸν καὶ τὸ πεζικόν, ἐνῷ, ἐκτὸς τοῦ χώρου τούτου καὶ εἰς ἄλλους χώρους, ἐστεγάζοντο ἄλλα σώματα, μονάδες στρατοῦ, καὶ ὅλαι αὐταὶ ἐντὸς τῆς πόλεως. Ἐκ τούτου καταφαίνεται, ὅτι ἡ Λάρισα ἦτο καὶ εἶναι μία Στρατοπεδοῦχος πόλις!
Εἰς τὸ στρατόπεδον τοῦ ἱππικοῦ, ὑπῆρχον τότε· τὸ Διοικητήριον καὶ πλεῖσται ἄλλαι στρατιωτικαὶ οἰκοδομαί, ἐξυπηρετοῦσαι τὰς ἀνάγκας τοῦ Στρατοῦ μας, ὡς ἐπίσης καὶ δύο μεγάλοι ἱππόδρομοι, διὰ τὰς δυσκόλους, προφανῶς καιρικὰς συνθήκας, διαφόρων τετραγωνικῶν διαστάσεων. Ὁ μικρότερος τούτων εὑρίσκετο ἐκεῖ περίπου, ὅπου τώρα τὸ φυλάκιον πρὸς τὸν ἱερὸν Ναόν. Ὁ δὲ μεγαλύτερος εὑρίσκετο ἐκεῖ ὅπου τώρα ὁ χῶρος τῆς Διοικήσεως τῆς Στρατιᾶς μας. Ἐκεῖ, ἐλλείψει ἱεροῦ ναοῦ, ἐτελεῖτο ἡ θεία Λειτουργία. Τὸ ἐνθυμοῦμαι καλῶς τοῦτο. Εἰς τὸν χῶρον ἔνθα νῦν τὸ Διοικητήριον καὶ πρὸς βορρᾶν, κατεσκευάσθη καὶ ἕνα στάδιον, αἱ κερκίδες τοῦ ὁποίου εὑρίσκοντο πρὸς βορρᾶν. Ἐκεῖ πολλὰ βράδια καθήμενοι μὲ τὸν π. Αὐγουστῖνον, μᾶς ἀνέπτυσσε διάφορα σπουδαῖα θέματα. Θὰ ἀναφέρω ἕνα μόνον· «ἂν κατοικοῦνται ἄλλοι πλανῆται». Ἦσαν τὰ θέματα αὐτὰ σπουδαῖα, πλὴν ἡμεῖς, εὑρισκόμενοι πολὺ χαμηλὰ ἕναντι τοῦ πνευματικοῦ ἀναστήματος τοῦ πολυΐστορος π. Αὐγουστίνου, δὲν ἠδυνάμεθα νὰ κρατήσωμεν εἰς ὑψηλὸν ἐπίπεδον τὸν διάλογον, ὅτε καὶ θὰ εἴχωμεν πολλὴν πνευματικὴν ὡφέλειαν. Φρονῶ ὅτι κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπον πρέπει νὰ παρέχηται, κυρίως, ἡ ἐν Κυρίῳ διδασκαλία· νὰ γίνηται ἡ ἐν Χριστῷ ἐκπαίδευσις ἐπὶ στρογγύλης, οὕτως εἰπεῖν, τραπέζης.
Ἐκ τῶν πρώτων μελημάτων τοῦ πατρὸς Αὐγουστίνου, τὸ πλέον ἢ ζωτικὸν, ἦτο ἡ ἔλλειψις Ἱεροῦ Ναοῦ. Στρατηγὸς τότε τοῦ Β΄ Σώματος Στρατοῦ ἦτο ὁ κ. Π. Καλογερόπουλος. Πρὸς αὐτὸν ἀνεφέρθη ὁ π. Αὐγουστῖνος, εἰπὼν μεταξὺ ἄλλων καὶ τοῦτο· «Εἶναι λυπηρὸν ὅτι οἱ ἱστορικοὶ στρατῶνες τῆς Λαρίσης στεροῦνται, δυστυχῶς, ἱεροῦ Ναοῦ…».
Παραθέτω τὸ σχετικὸν ἔγγραφον
«Πρὸς τὸν ἀξιότιμον Διοικητήν τοῦ Β´Σ. Σ.
Στρατηγέ μας.
Ὡς ὑπεύθυνος σύμβουλός σας εἰς τὸ ζήτημα τῆς Θρησκευτικῆς διαπαιδαγωγήσεως τῶν στρατιωτῶν μας ἔχω τὴν τιμὴν ν᾽ ἀναφέρω ὑμῖν τὰ ἑξῆς:
Ἐπισκεπτόμενός τις τοὺς στρατῶνας τῆς Λαρίσης θαυμάζει τὸ πλῆθος τῶν στρατιωτικῶν κτιρίων, τὰ ὁποῖα ἀνήγειρεν ἡ Ἑλληνικὴ Πατρίς μας πρὸς ἐκπλήρωσιν τῶν ποικίλων ἀναγκῶν τοῦ στρατεύματος. Καὶ ἱπποδρόμιον ἀκόμη θαυμάσιον ἔχει ἀνεγερθῆ δαπάναις πλουσίου ὁμογενοῦς. Ἀλλ᾽ ὁ εὐσεβὴς ἐπισκέπτης δοκιμάζει μεγίστην κατάπληξιν, διότι μεταξύ τῶν τόσων κτιρίων δὲν διακρίνει ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον πρῶτον ἐξ ὅλων θὰ ἔπρεπε νὰ ἀνεγερθῇ. Δὲν ὑπάρχει Ἱερὸς Ναός.
Καὶ ὅμως ἕνας Ἱ. Ναὸς, Βυζαντινοῦ ρυθμοῦ ἐν μέσῳ τῶν στρατώνων θὰ ἀνεπλήρου μίαν σπουδαιοτάτην ἔλλειψιν.
Θὰ ἀνταπεκρίνετο εἰς τὸν ἐνδόμυχον πόθον τῶν στρατευμένων τέκνων τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν Ἔθνους. Ἐκεῖ ὁ στρατιώτης θὰ ἀποσύρεται διὰ νὰ προσευχηθῇ. Ἐκεῖ θὰ τελῆται τὸ μυστήριον τῆς θείας ἐξομολογήσεως. Ἐκεῖ καθ᾽ ἑκάστην Κυριακὴν καὶ τὰς μεγάλας ἑορτὰς τῆς Χριστιανοσύνης θὰ τελῆται ἡ Θεία Λειτουργία.
Εἶνε περιττὸν διὰ περισσοτέρων ν᾽ ἀναπτύξωμεν τὴν σπουδαιότητα τῆς ὑποθέσεως ταύτης; Τόσον μόνον λέγομεν ὅτι ἕνα Ἔθνος, τὸ ὁποῖον ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων διεκρίνετο διὰ τὴν προσήλωσίν του εἰς τὸ Θεῖον, κτίζον Παρθενῶνας καὶ Ἁγίας Σοφίας, καὶ δι᾽ αὐτῶν διαιωνίζον τοὺς περιλάμπρους θριάμβους κατὰ τῶν βαρβάρων, ἕνα Ἔθνος ποὺ καὶ χθὲς ἀκόμη ἐπάνω εἰς τὰ Ἀλβανικὰ βουνὰ ἐθαυματούργησε μὲ τὴν πίστιν εἰς τὸν Θεόν, μὲ τὴν βοήθειαν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Μεγαλόχαρης τῆς Τήνου, τοιοῦτον Ἔθνος δὲν ἐπιτρέπεται εἰς μίαν ἀπὸ τὰς σπουδαιοτέρας του στρατιωτικὰς βάσεις, ὡς εἶναι ἡ τοῦ Β´ Σ. Στρατοῦ νὰ στερῆται Ἱ. Ναοῦ. Ὅθεν ἐκφράζων, τὸν διακαῆ πόθον τῶν εὐσεβῶν μας ἀξιωματικῶν καὶ στρατιωτῶν, παρακαλῶ ὅπως ἡ ἀνωτάτη ἡγεσία τοῦ στρατεύματος μεριμνήσῃ διὰ τὴν ταχυτέραν ἀνέγερσιν Ἱ. Ναοῦ, ὅστις δέον νὰ καθιερωθῇ εἰς τιμὴν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς Ὑπερμάχου ταύτης Στρατηγοῦ τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν Ἔθνους, δι᾽ ἧς ἠγέρθησαν τὰ τρόπαια τῶν ἀθανάτων προγόνων μας ἀπὸ Ἡρακλείου τοῦ Αὐτοκράτορος μέχρι τῶν ἡρώων τοῦ 1821 καὶ τὰ ὁποῖα συνεχίζει ἡ φυλὴ μας ὑπὸ τὴν σκέπην Της τὴν ἁγίαν.
Στρατηγέ μας! Ἡ δραστηριότης σας πρὸς δημιουργίαν ἔργων εἶνε πανθομολογουμένη. Ἐκαλλιεργήσατε τὴν ἱδέαν τῆς ψυχαγωγίας τῶν στρατιωτῶν καὶ ἐκτίσατε ὡραιότατον κέντρον ψυχαγωγίας τὸ «Σπίτι τοῦ Στρατιώτου». Ἐκαλλιεργήσατε ἀκοκούθως τὴν ὶδέαν τοῦ πρασίνου καὶ ἐφυτεύσατε χιλιάδες δένδρων. Καιρὸς εἶναι πλέον νὰ καλλιεργηθῇ καὶ ἡ πλέον αἰθερία ἱδέα τῆς ἁγίας ἡμῶν Θρησκείας. Συνδέσατε τὸ ὄνομά σας μὲ τὴν ἀνέγερσιν ἑνὸς τοιούτου στρατιωτικοῦ Ναοῦ καὶ ἐστὲ βέβαιος, ὅτι ἀνεγείρετε τὸ σπουδαιότερον οἰκοδόμημα, ὑπὸ τὴν στέγην τοῦ ὁποίου ὁ Ἕλλην στρατιώτης γαλβανιζόμενος, μὲ τὴν ἰδέαν τῆς Θρησκείας θὰ ἐκπολιτίζεται, θὰ ἐξωραΐζεται ψυχικῶς καὶ ὅταν τὸ καλέσῃ ἡ ἀνάγκη ν᾽ ἀγωνισθῇ ὑπὲρ βωμῶν καὶ ἐστιῶν θὰ θαυματουργήσῃ.
Β´ Σ. Τ. 904 τῇ 16 Δεκεμβρίου 1947
Μετὰ τιμῆς
Ἀρχιμ. Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης
Ἐφ. Στρατ. Ἱεροκήρυξ Β´ Σ. Σ.»
Ὁ Στρατηγός, ἐμφορούμενος, ἀσφαλῶς, ἀπὸ ἐκκλησιαστικὰ ἰδεώδη, ἀπήντησεν εἰπών· «Δυστυχῶς δὲν ἔχω τὴν δυνατότητα· δὲν δύναμαι νὰ διαθέσω περισσοτέρας τῶν χιλίων (1.000) δραχμῶν». Καὶ ὁ π. Αὐγουστῖνος ἀπήντησε· «Στρατηγέ μου, ἂν θέλετε, δύναται ὁ ἱερὸς πόθος νὰ γίνῃ πραγματικότης». Ὁ Στρατηγὸς ἐξέφρασε τότε μίαν ἱερὰν ἐπιθυμίαν εἰπών· «Ἐπιθυμῶ, ἂν δὲν ἔχετε ἀντίρρησιν, ὁ στρατιωτικὸς ναὸς ποὺ θὰ ἀνεγερθῇ νὰ τιμᾷ τὴν Θείαν Μεταμόρφωσιν τοῦ Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ· καὶ ζητῶ τοῦτο ἀπὸ ἕνα θαυμαστὸν περιστατικόν μου εἰς τὴν Μικρὰν Ἀσίαν, ποὺ σχετίζεται μὲ Ἱερὸν Ναὸν ἐκεῖ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ». Καὶ φρονῶ ὅτι τοῦτο ἐνέχει μεγάλην ἱστορικὴν σημασίαν, ἀλλὰ καὶ οὐχὶ μικροτέραν σπουδαιότητα, διότι διὰ τοῦ Στρατηγοῦ δὲν παρείχετο τότε, ὅλως τυπικῶς, μία ἄδεια πρὸς ἀνέγερσιν τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ, ἀλλ᾽ ἐν ταὐτῷ κατετίθετο καὶ μία ζωηρὰ καὶ ἀνεξίτηλος βιωματικὴ πρότασις, κρύπτουσα μέσα της κάποιον μυστήριον, ἕνα γεγονὸς – περιστατικὸν συνυφασμένον βεβαίως μὲ προσωπικὸν περιστατικὸν τῶν ἐμπεριστάτων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης γεγονότων, τῆς Μικρασιατικῆς ἐκστρατείας· ἑνὸς μεγάλου σωτηρίου θέματος.
Καὶ ἤμην ἀργότερον παρὼν καὶ διατηρῶ ἀναμνήσεις ἀπὸ τὴν θεμελίωσιν τοῦ ἱεροῦ τούτου Ναοῦ, ὁ ὁποῖος ὡς ἱερὸν μνημεῖον προκαλεῖ διαφέροντα, ἀλλὰ καὶ εὐλογεῖ καὶ ἁγιάζει τὴν ὅλην κατάστασιν τῆς πρώτης καὶ μοναδικῆς Στρατιᾶς τῆς εὐλογημένης Πατρίδος μας.
Διὰ τὴν ἀνέγερσιν τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ συνεργάσθησαν ἱεροπρεπῶς δύο ἐξέχοντα μέλη τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ τοῦ Στρατοῦ μας. Ὁ εἷς ἦτο ὁ ἀρχιμανδρίτης π. Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης καὶ ὁ ἕτερος ὁ Στρατηγὸς κ. Π. Καλογερόπουλος. Τὸ παράδειγμά των, παράδειγμα πίστεως καὶ φιλοπατρίας, θὰ ἀποτελῇ κίνητρον πρὸς μίμησιν.
Ἡ πορεία ἡμῶν τῶν Ἑλλήνων εἶναι μοναδικὴ καὶ ἱστορική. Ὁδεύοντες κατὰ μῆκος τῆς ἱερᾶς ἱστορίας μας, ἔχομεν ὡς ὁδηγὸν τὸ εὐλαβὲς δίπτυχον «Ὀρθοδοξία – Ἑλλὰς» καὶ σταθερὸν προορισμὸν τὴν Ἄνω Ἱερουσαλήμ, εἰς τὴν ἀσύλληπτον ἔκτασιν τῆς αἰωνιότητος. Τότε θὰ ἐπέλθῃ τὸ μακάβριον τέλος τοῦ κόσμου. Τότε αἱ ἀπέραντοι βιβλιοθῆκαι δὲν θὰ ὑφίστανται πλέον! Θὰ μείνῃ μόνον ὁ λόγος τοῦ Κυρίου μας «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. κδ΄, 35). Τότε· ἡ Ἑλλὰς θὰ ὑπάρχῃ· θὰ εὑρίσκεται εἰς τὰς ἐσχατιὰς τῆς αἰωνιότητος! Πῶς θὰ γίνῃ τοῦτο; Μὲ τοῦτον τὸν θαυμαστὸν τρόπον.
Εἰς τὴν αἰωνιότητα θὰ ὑπάρχουν ὅλα τὰ ἱερὰ σύμβολα τῆς Σταυρικῆς προσφορᾶς καὶ τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Οἰκονομίας. Θὰ ὑπάρχουν· ὁ Τίμιος Σταυρός, τὰ καρφιὰ τοῦ Κυρίου, ἡ Λόγχη…, ἀλλὰ καὶ ἡ Ἁγία Γραφή, ὡς μαρτυρία τῆς ἀφάτου ἀγάπης τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ·
Ἡ ὠργανωμένη δραστηριότης τοῦ πατρὸς Αὐγουστίνου διὰ τὴν ἀνέγερσιν τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ
Προηγήθη εἷς ἱερὸς βηματισμός. Ὁ πατὴρ Αὐγουστῖνος προτείνει καὶ ὁ Στρατηγὸς κ. Π. Καλογερόπουλος ἀποδέχεται τὴν πρότασιν. Ἰδοὺ ὁ πρῶτος καὶ βασικὸς βηματισμός! Καὶ ἐφ᾽ ὅσον «ἡ ἀρχὴ εἶναι τὸ ἥμισυ τοῦ παντός», ἔχομε τὴν ἔναρξιν τοῦ ἔργου. Ἀκολουθεῖ ἀδιάκοπος βηματισμός, μὲ κατακλεῖδα τὸ τετελεσμένον ἔργον. Ἰδοὺ ὁ ἱερὸς Ναός! Μᾶς εὐλογεῖ, μᾶς στεγάζει, μᾶς παρέχει μὲ ἀφθονίαν τὰς πνευματικὰς δωρεάς του. Καὶ μαζὶ μὲ ὅλα αὐτά, καὶ τοὺς δύο συνεργούς, οἱ ὁποῖοι ἀνήκουν πλέον εἰς τὴν θριαμβεύουσαν ἐν οὐρανοῖς Ἐκκλησίαν. Ὁ μισθαποδότης Κύριος εὐχόμεθα νὰ βραβεύσῃ αὐτούς, ὡς Ἐκεῖνος γνωρίζει. Ὁ ἱερὸς Ναὸς ἀποτελεῖ ἔκτοτε ἕναν πρὸς τὰ ἄνω ὁδοδείκτην, καθὼς ὁ ἱερὸς τροῦλλος του ἀνηφορίζει ἀβιάστως καὶ ἐλευθέρως πρὸς τὰ πνευματικὰ ὕψη, ὡς ὑψικάρηνος δρῦς καὶ ὡς ὑψιπέτης ἀετός, λέγων μὲ ἴδιον τρόπον· «Τὰ ἄνω νὰ φρονῆτε, τὰ ἄνω νὰ ζητῆτε, τὰ ἄνω νὰ νοσταλγῆτε, διότι διὰ τὰ ἄνω ἔχετε πλασθῆ».
Ὁ π. Αὐγουστῖνος, ὠργάνωσε τρόπους καὶ μεθόδους πρὸς ἐξεύρεσιν οἰκονομικῶν πόρων. Εἶχεν, ὁ ἀξιάγαστος καὶ ἀξιέραστος πατήρ, καὶ τοῦτο τὸ ξεχωριστὸν χάρισμα, ὥστε ὡς ἄλλος Δαυῒδ νὰ κινῇ χαριέστατα, ἁπαλῶς καὶ εὐαισθήτως, τὰς ἱερὰς χορδὰς τῆς καρδιακῆς λύρας τοῦ πνεύματος, τοὐτέστι νὰ ἐγγίζῃ μυστικῶς τὰ ἱερὰ καὶ βαθέα στρώματα τῆς θεοφιλοῦς καὶ φιλανθρώπου εὐαισθησίας τῶν ἀνθρώπων, νὰ ἀνασύρῃ ἐκ τῶν βαθέων βάθρων τὰς ἀγαθάς, καλοπροαιρέτους καὶ φιλανθρώπους διαθέσεις· νὰ τὰς ἀνελκύῃ καὶ νὰ τὰς φέρῃ εἰς ἱερὰν φανέρωσιν, εἰς ἔμπρακτον βεβαιότητα· καὶ πρῶτος αὐτὸς νὰ λαμβάνῃ τὸ εὐγενὲς ἀντίδωρον ἐκ τῶν πολλῶν καὶ διαφόρων πνευματικῶν τροφείων, ποὺ ἀφειδῶς παρεῖχεν ἑκάστοτε εἰς ὅλους ἀδιακρίτως. Ἐξαπέστειλε τοὺς Θεολόγους τοῦ Κ.Ε.Θ., πρόσωπα χαριτωμένα, μορφωμένα, μὲ εὐγενὲς ἦθος καὶ λεπτὴν συμπεριφοράν, καὶ προὐκάλεσε τὰς ἐκθύμους ἀνταποκρίσεις των. Καὶ συνέβη, ὥστε τὸ ἱερὸν παλμικὸν ὄνειρον νὰ γίνῃ θαῦμα, νὰ γίνῃ ὅντως πραγματικότης!
Εἰρήσθω δὲ καὶ τοῦτο, τὸ λίαν συγκινητικόν! Γυνή τις πτωχή, μὴ ἔχουσα οἰκονομικὴν ἄνεσιν – δυνατότητα, θέλουσα ὅμως νὰ συμβάλῃ καὶ αὐτή, ἐπώλησε μίαν ἀγελάδα ποὺ εἶχεν ὡς μόνον βιοποριστικὸν μέσον, καὶ δι᾽ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ἔδωσε καὶ αὐτή, ἡ πτωχὴ κατὰ κόσμον, πλουσία ὅμως εἰς ἀγάπην Χριστοῦ. Καὶ λέγω ἐν πολλῇ συγκινήσει ὅτι, ὁσάκις εἰς τὸ ἱερὸν τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, μνημονεύει ὁ λειτουργὸς ἱερεὺς ἀορίστως «…ὑπὲρ τῶν μακαρίων καὶ ἀοιδίμων κτητόρων τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας ταύτης», ἐνθυμοῦμαι ἔνδακρυς, ἀλλὰ καὶ μὲ βαθύτατα αἰσθήματα συγκινήσεως, τὴν μετὰ θυσίας προσφορὰν τῆς πτωχῆς αὐτῆς γυναικός, ἡ ὁποία, σὺν τοῖς ἄλλοις, ἀποτελεῖ τὸν ἀντίστοιχον κλῶνον, εἰς ἱερὰν προσφοράν, τῆς χήρας τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, τὸ δίλεπτον τῆς χήρας (Μᾶρκ. ιβ΄, 41-44). Καὶ αὐτὰ ὑπέπεσαν εἰς τὴν πεπερασμένην ἀντίληψίν μας· ὅμως πόσα ἀντίστοιχα καὶ μεγαλειώδη θὰ ἀποκαλύψῃ ὁ Δίκαιος Κριτὴς κατὰ τὴν φοβερὰν ἡμέραν ἐκείνην!
«Ὁ Ἱερὸς Ναὸς εἰς τοὺς Στρατῶνας Λαρίσης
«Ἐπιτέλους! Ὕστερα ἀπὸ ἑπτὰ δεκαετηρίδας ἐλευθέρου βίου τῆς Θεσσαλίας, οἱ Ἑλληνικοὶ στρατῶνες τῆς Λαρίσης, οἱ ὁποῖοι ἐφιλοξένησαν καὶ φιλοξενοῦν τὸ ἄνθος τῆς Ἑλληνικῆς Πατρίδος, τοὺς Ἕλληνας στρατιώτας, ἀποκτοῦν τὸν ἱερὸν ναόν των.
Γράφομεν ἀποκτοῦν καὶ ὄχι θ` ἀποκτήσουν, διότι ἀφ᾽ ἧς στιγμῆς τὴν ὅλην ὑπόθεσιν τῆς ἀνοικοδομήσεως τοῦ ἱ. ναοῦ ἀνέλαβεν ὁ Διοικητὴς τοῦ Β΄ Σ. Σ. Στρατηγὸς Π. Καλογερόπουλος δὲν ὑπάρχει καμμία ἀμφιβολία, ὅτι συντόμως ἐντὸς τοῦ ἔτους μαζὺ μὲ τὸν θρίαμβον τῆς Ἑλληνικῆς ὑποθέσεως θὰ ἔχῃ τελειώσει καὶ ὁ ἱερὸς ναὸς διὰ νὰ ψαλῇ ἐκεῖ τὸ· “Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ Νικητήρια”. Εἶναι τόση ἡ δραστηριότης τοῦ Στρατηγοῦ μας διὰ δημιουργίαν ἔργων, ὥστε ὡς λαμπρὸν ἐπιστέγασμα τῆς ὅλης προσπαθείας του πρὸς ἀνακαίνισιν τῶν Ἑλληνικῶν στρατώνων ἔρχεται τώρα ὁ ἱ. ναός. Τὰ σχέδια τοῦ ὡραίου Βυζαντινοῦ ναοῦ ἀνέλαβεν ὁ ἀδελφὸς τοῦ Σταρατηγοῦ, ὁ καθηγητὴς καὶ διευθυντὴς τοῦ Βυζαντινοῦ Μουσείου κ. Ν. Καλογερόπουλος.
Εἰς τὸν ἱερὸν ναὸν ὁ εὐσεβὴς Στρατηγὸς θὰ δώσῃ τὸ ὄνομα τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Καὶ τοῦτο διότι ὅτε ὡς κατώτερος ἀξιωματικὸς ἐμάχετο εἰς τὰ ὀροπέδια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας μία είκὼν τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ἡ ὁποία εὑρέθη εἰς τὸ πεδίον τῆς μάχης, σπουδαίως ἀνεπτέρωσε τὸ ἠθικὸν τῶν στρατιωτῶν καὶ ὁ στρατηγὸς ἔκτοτε στενῶς συνεδέθη μὲ τὴν ἑορτήν, ἀλλὰ καὶ διότι ὡς ἐτόνισε θέλει διὰ τῆς ὀνομασίας ταύτης νὰ συμβολίσῃ τὴν μεγάλην ἰδέαν, ὅτι ἡ Ἑλλάς, ἡ ὁποία τόσας ὑπέστη κατὰ τὴν τελευταίαν ἑπταετίαν περιπετείας καὶ ἐβάδισε τὴν κοιλάδα τῶν δακρύων καὶ τοῦ αἵματος, ἤδη μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Χριστοῦ, ἀνέρχεται εἰς τὸ ὄρος τοῦ Κυρίου, εἰς τὴν δόξαν καὶ τὴν τιμήν. Τὸ πρόσωπον τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία ἐφόρεσε τὸν ἀκάνθινον στέφανον καὶ ἐρραπίσθη ἀνάνδρως ὑπὸ ἀνταξἰων συγχρόνων ὀπαδῶν τοῦ Ἄννα καὶ τοῦ Καϊάφα, θ’ ἀκτινοβολήσῃ καὶ πάλιν μέχρι περάτων γῆς. Θὰ ἀκτινοβολήσῃ ἀπὸ τὸ θεῖον ἐκεῖνο φῶς, μὲ τὸ ὁποῖον ἔλαμψεν ἡ μορφὴ τοῦ Θεανθρώπου εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους Θαβώρ. «Καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς» (Ματθ. ιζ´ 2).
Ὦ Κύριε! Βοήθησε ἡμῖν, ὥστε κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ εὐσεβοῦς Στρατηγοῦ, τοῦ φιλοχρίστου στρατοῦ καὶ λαοῦ Σου, ἡ Ἑλλὰς ὑποστῇ τὴν Θείαν μεταμόρφωσιν καὶ λευκὴ ὡς ἡ χιὼν τοῦ Ὀλύμπου καὶ λαμπρὰ ὡς αἱ ἀκτῖνες τοῦ Ἀττικοῦ ἡλίου προκαλέσῃ καὶ πάλιν τὸ θάμβος τῆς οἰκουμένης, πρὸς δόξαν Σου αἰωνίαν».
(Γραμμένον ἀπὸ τὸν διευθυντὴν τοῦ περιοδικοῦ “ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ” π. Αὐγουστῖνον Ν. Καντιώτην ἱεροκήρυκα τοῦ Β´ Σ. Σ. 904, εἰς τὰς 1-2-1948, ἀριθμ. φυλ. 5)
ΠΡΟΣΛΑΛΙΑ
Ἀρχιμανδρίτου Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου, ἱεροκήρυκος Β. Σ. Σ. ἐπὶ τῇ καταθέσει τοῦ θεμελίου λίθου τοῦ Ἱ. Ναοῦ Μεταμορφώσεως Στρατώνων Β´ Σ. Σ.
(Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως (4 Ἀπριλίου 1948)
«Τὴν ἱερὰν αὐτὴν στιγμὴν καθ᾽ ἥν ἐν πανδήμῳ τελετῇ τίθεται ὁ θεμέλιος λίθος τῆς ἀνοικοδομήσεως τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, τὸν ὁποῖον οἱ ἥρωες τοῦ 1821 εἰς μίαν ἱστορικὴν των ἐθνοσυνέλευσιν ὠνόμασαν ΕΛΕΥΘΕΡΩΤΗΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, κατὰ τὴν ἱερὰν αὐτὴν στιγμήν, καθ᾽ ἥν μεταρσιούμεθα εἰς αἰθερίας σφαίρας τοῦ Πνεύματὸς, ἄς ἐπιτραπῇ καὶ εἰς ἐμὲ ὡς ἐκπρόσωπον τῆς θρησκευτικῆς ὑπηρεσίας τοῦ Β΄ Σ. Στρατοῦ νὰ εἴπω «πέντε λόγια».
Καὶ ἐν πρώτοις πρέπει ὅλοι μας νὰ ζητήσωμεν συγγνώμην ἀπὸ τὸν Θεόν, διότι αὐτὸ ποὺ γίνεται σήμερον θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε γίνῃ ἀπὸ τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἀπελευθερώσεως τῆς Θεσσαλικῆς γῆς, ὅτε ἐχαράχθησαν τὰ σχέδια τῶν Ἑλληνικῶν Στρατώνων. Μέσα εἰς τὰ 70 περίπου αὐτὰ χρόνια ἐκτίσθη πλῆθος στρατιωτικῶν κτιρίων ποὺ ἔδωκαν εἰς τὴν περιοχὴν αὐτὴν ὄψιν μιᾶς ὡραιοτάτης στρατουπόλεως, εἰς τὴν ὁποίαν ζῇ καὶ ἐκπαιδεύεται, τὸ ἄνθος τῆς Ἑλληνικῆς Πατρίδος. Κτίρια πολλὰ, ἀλλὰ οὐδαμοῦ τῶν Στρατώνων ὁ εὐσεβὴς Ἕλλην στρατιώτης, ὁ σταυροφόρος στρατιώτης, ὁ φέρων εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ πιλικίου τὸν Τίμιον Σταυρὸν, διέκρινε τὸ ὁρατὸν σύμβολον τῶν ὑπὲρ πίστεως καὶ Πατρίδος ἀφθάστων ἡρωϊκῶν ἀγώνων του. Ἔλειπεν ὁ ἱερὸς ναός, τὸ χρησιμώτερον, τὸ ἀναγκαιότερον ἐξ ὅλων κτιρίων. Αὐτὸ τὸ χρέος ποὺ δυστυχῶς παρέμεινεν ἀνεξόφλητον ἐπὶ τρεῖς στρατιωτικὰς γενεάς, δόξα τῷ Θεῷ ἐξοφλεῖται σήμερον. Τὸ ἐξοφλεῖ ὁ γενναῖος Στρατηγὸς τοῦ Β΄ Σ. Στρατοῦ Ἀντιστράτηγος Καλογερόπουλος. Ὁποία εὐλογία δι᾽ αὐτόν!
Στρατηγέ μας! Ἄνευ κολακίας, ἡ ὁποία πρέπει νὰ εἶναι πάντοτε μακρὰν ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ ἱεροκήρυκος, σᾶς ὁμιλῶ καὶ πιστεύω ὅτι ἐκφράζω τὴν σκέψιν καὶ τὸ αἴσθημα ὅλων τῶν παρισταμένων, λαοῦ καὶ στρατοῦ, ἐὰν σᾶς εἴπω ὅτι ὅταν σᾶς εἴδομεν νὰ κατέρχεσθαι καὶ ὑπὸ τὰς εὐλογίας τῆς Ἐκκλησίας νὰ θέτετε τὸν θεμέλιον λίθον, τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἱερὰ ρίγη διέτρεξαν τὴν ψυχήν μας. Μέσα μας ἐζωντάνευεν ἕνας κόσμος ὁλόκληρος. Ἐζωντάνευε τὸ Βυζάντιον, ἡ ἔνδοξος Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία, τῆς ὁποίας ὁ δικέφαλος ἀετὸς δὲν ἀποτελεῖ ἁπλῶς τὸ ἐπίσημον διακριτικὸν σῆμα τῶν ἀξιωματικῶν τοῦ Ἐπιτελείου μας, ἀλλα καὶ σύμβολον τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν ἔθνους, τὸ ὁποῖον διὰ μὲν τῆς μιᾶς χειρὸς ὑψώνει τὸν Τίμιον Σταυρὸν καὶ κραυγάζει καὶ ἡ φωνὴ του φθάνει μέχρι τῶν ἄστρων, ἐν τούτῳ τῷ σημείῳ τῆς Ὀρθοδοξίας νικῶμεν, διὰ δὲ τῆς ἄλλης χειρὸς κρατεῖ τὸ ξίφος, ὅπερ, ὁσάκις ἡ Ἑλλὰς ἔσυρε, δὲν τὸ ἔσυρε διὰ μικρὰ καὶ ταπεινὰ συμφέροντα, ἀλλὰ διὰ ὕψιστα συμφέροντα τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητος, ἄνευ τῶν ὁποίων ἡ ζωὴ χάνει κάθε θέλγητρον. Διὰ τῆς σημερινῆς τελετῆς ἀνανεὠνεται τὸ ὑπέροχον παράδειγμα Βυζαντινῶν στρατηγῶν καὶ αὐτοκρατόρων Μ. Κωνσταντίνου, Ἰουστινιανοῦ, Φωκᾶ, Τσιμισκῆ, Ἡρακλείου, Παλαιολόγου, οἱ ὁποῖοι ἐθεμελίωναν ἱερὰ τεμένη, τοὺς περιφήμους Βυζαντινοὺς ναούς, μέσα εἰς τοὺς ὁποίους, ὡς εἰς ἀσφαλῆ κιβωτὸν ἔζησε, ἐτράφη, ἐγιγάντωσε καὶ ἐγαλβανίσθη ἡ ψυχὴ τοῦ Ἕλληνος διὰ νὰ δημιουργήσῃ τὰ παλαιότερα καὶ τὰ νεώτερα θαύματα τῆς πίστεως ποὺ κρατοῦν εἰς θάμβος τὴν Οἰκουμένην, ὁλόκληρον!
Εὐσεβῆ καὶ μαρτυρικὲ λαὲ τῆς πόλεως Λαρίσης, ὅστις κατὰ πυκνὰς μάζας καλύπτεις τὸν χῶρον ποὺ θὰ καθαγιάσῃ ἡ ἁγία ἡμῶν Ἐκκλησία! Ἀνάψατε, παρακαλῶ, ὅλοι σας, ἀνάψατε τὴν πρώτην λαμπάδα μας ὑπὲρ τῆς γλυκειᾶς μας Πατρίδος. Ἡ δὲ λαμπάς, τὴν ὁποίαν ζητεῖ ἡ ἐπιτροπὴ τῆς ἀνεγέρσεως τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τούτου, εἶναι μιὰ εἰσφορὰ ὑπὲρ τῆς ἀνοικοδομήσεως τοῦ ἱεροῦ τούτου ναοῦ. Τὸ δὲ πρῶτον ὑπέροχον παράδειγμα τὸ ἔδωκαν οἱ ἐργάται τῆς πόλεως οἱ ὁποῖοι παρ᾽ ὅλην τὴν ἀντιθρησκευτικὴν προπαγάνδαν τῶν τελευταίων χρόνων ἀπέδειξαν ὅτι διατηροῦν εἰς τὰ βάθη τῶν καρδιῶν των ἀλώβητον τὸν θησαυρὸν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Οἱ ἐργάται παρουσιασθέντες ἐνώπιον τοῦ Στρατηγοῦ μας ἐδήλωσαν, ὅτι προσφέρουν ὡς πρώτην εἰσφορὰν 100 ἐργατικὰ ἡμερομίσθια. Ἰδοὺ συγκινητικωτάτη δωρεὰ ποὺ φανερώνει τὸ μεγαλεῖον τῆς Ἑλληνικῆς ψυχῆς, δωρεὰ ποὺ πρέπει νὰ μιμηθῶμεν ὅλοι μας. Καὶ τότε διὰ τῆς κοινῆς συνδρομῆς στρατοῦ καὶ λαοῦ θὰ ἀποπερατωθῇ συντόμως ἡ ἀνοικοδόμησις, εἴθε δὲ -ποῖος γνήσιος Ἕλλην δὲν τὸ εὔχεται;-
Εἴθε μυριάκις εἴθε, τὰ ἐγκαίνια τοῦ μεγαλοπρεποῦς Βυζαντινοῦ ναοῦ τοῦ ὁποίου τὸ πρόπλασμα εἶναι ἐνώπιόν μας, νὰ συμπέσουν μὲ τὰ ἐγκαίνια μιᾶς νέας εἰρηνικῆς περιόδου τῆς φιλτάτης μας Πατρίδος, ἡ ὁποία λυτρωμένη τῶν δεινῶν ὀκταετοῦς, πλήρους δακρύων καὶ αἵματος πρωτοφανοῦς δοκιμασίας, θὰ ψάλλῃ ἐν κατανύξει ψυχῆς τὸν εὐχαριστήριον ὕμνον τῶν Βυζαντινῶν προγόνων μας:
«ΤΗ ΥΠΕΡΜΑΧΩ ΣΤΡΑΤΗΓΩ ΤΑ ΝΙΚΗΤΗΡΙΑ»
Πατήστε τον επάνω υπογραμμισμένο τίτλο και διαβάστε σε pdf μεγαλύτερο μέρος τοῦ βιβλίου ΣΕ. PDF