Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
Ἡ ἵδρυση «Κέντρου Μακεδονικῆς Γλώσσας» στὴν Φλώρινα, ὅπου ἡ προπαγάνδα τῶν Σκοπιανῶν ἐπὶ δεκαετίες ἔβρισκε τὴν σθεναρή, ἔμπρακτη καὶ ἀποτελεσματικὴ ἀντίδραση τοῦ μακαριστοῦ ὁσίου ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Καντιώτη, πανάξιου ἀγωνιστῆ καὶ ὁμολογητῆ τῆς Πίστεως καὶ τῆς Πατρίδος, ἀποδεικνύει περίτρανα τὴν ἔλλειψη ἡγετῶν, πολιτικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ φρενάρουν τὴν ταχύτατη διολίσθησή μας στὸν κατήφορο τῆς ἐθνικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ἀπαξίωσης καὶ ἐξουθένωσης. Περιμέναμε τὸ Χριστουγεννιάτικο Φῶς νὰ διαλύσει ἔστω γιὰ λίγο τὸ σκοτάδι τῆς χωρὶς Χριστὸ Ἑλλάδος, ποὺ φιλοδόξησε καὶ τὰ κατάφερε, ἑνωμένη τώρα μὲ τὴν γοητευτικὴ ἁμαρτωλὴ Εὐρώπη, νὰ ἀποχριστιανισθεῖ, καὶ λόγῳ αὐτῆς τῆς ἀποστασίας νὰ βιώνει τὴν σταδιακὰ αὐξανόμενη ἐγκατάλειψή μας ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ. Ἡ θεϊκὴ παρουσία καὶ προστασία καὶ πρὸς τὰ πρόσωπα καὶ πρὸς τὰ ἔθνη ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν προνοίᾳ τοῦ Θεοῦ ἀνάδειξη καὶ ἐμφάνιση ἀξίων καὶ ἱκανῶν ἡγετῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ τὸ προσωπικό τους παράδειγμα καὶ ἀκολουθώντας τὴν θεία κυβερνητικὴ τῆς ἀρετῆς, τῆς τιμιότητας, τῆς ἀγάπης, τῆς φιλανθρωπίας, τῆς ἁγιότητας, τῆς ἀληθινῆς Θεογνωσίας λειτουργοῦν ὡς ἁλάτι γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τῆς ἠθικῆς, πνευματικῆς καὶ κοινωνικῆς σήψης καὶ παρακμῆς.
Δυστυχῶς πανθομολογεῖται ὅτι ἐδῶ καὶ δεκαετίες ἡ Ἑλλάδα δὲν ἔχει ἀξίους ἡγέτες, πολιτικοὺς καὶ ἐκκλησιαστικούς, καὶ γι᾽ αὐτὸ ὁ λαὸς παραδέρνει ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα, τρεφόμενα μὲ ἐπικίνδυνες καὶ δηλητηριώδεις τροφές. Ὁλοφάνερα παραδείγματα πάμπολλα, ποὺ παρέλκει νὰ τὰ ἀναφέρουμε, γιατὶ τὸ κάναμε πολλὲς φορὲς καὶ ἐξαντλητικά, ἰδιαίτερα γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παρακμὴ καὶ ἀποστασία, βοῶντες ὅμως «εἰς ὦτα μὴ ἀκουόντων», ἀλλὰ καὶ διωκόμενοι καὶ συκοφαντούμενοι.
Μὲ τὸ παρὸν μικρὸ ἄρθρο ἐπιθυμοῦμε ἁπλῶς νὰ ὑπενθυμίσουμε πῶς ἐνεργοῦσαν πρὶν ἀπὸ δύο τρεῖς-γενεὲς ἐκκλησιαστικοὶ καὶ πολιτικοὶ ἡγέτες στὸ καυτὸ καὶ ζωτικὸ θέμα τῆς Μακεδονίας, καὶ ἰδιαίτερα πῶς ἀντέδρασε γιὰ τὸ θέμα τῆς ψευδεπίγραφης “Μακεδονικῆς” γλώσσας ἕνας ἀποθανὼν ἀρχιεπίσκοπος. Ἐλπίζουμε καὶ προσδοκοῦμε νὰ ξυπνήσουμε κάποιες ὑπνώττουσες συνειδήσεις καὶ νὰ ἀντιδράσουν, ἔστω καὶ τώρα, πρὶν εἶναι πολὺ ἀργά· πρὶν εἰσαχθεῖ στὰ σχολεῖα ἢ καὶ σὲ ἰδιωτικὰ φροντιστήρια ἡ διδασκαλία τῆς «Μακεδονικῆς» γλώσσας, καὶ ὁλοκληρωθεῖ τὸ ἐθνικὸ ἔγκλημα α) τῆς προδοτικῆς Συμφωνίας τῶν Πρεσπῶν, β) τῆς ἐν συνεχείᾳ ἀναγνώρισης αὐτῆς τῆς Συμφωνίας ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς κυβερνῶντες, ἐνῶ προεκλογικὰ πρὸς ἄγραν ψήφων ὑπόσχονταν νὰ τὴν καταγγείλουν, καὶ γ) τῆς ἀναγνώρισης τῆς σχισματικῆς «Ἐκκλησίας» τῶν Σκοπίων μὲ τὴν ὀνομασία «Μακεδονικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία-Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχρίδος». Ἀμφότεροι οἱ χαρακτηρισμοὶ τῆς νεόκοπης αὐτῆς «Ἐκκλησίας», καὶ τό «Μακεδονική» καὶ τό «Ἀχρίδος» παραπέμπουν σὲ ἑλληνικὴ ἱστορικὴ κυριότητα καὶ ἰδιοκτησία, τὶς ὁποῖες τώρα ξεπουλοῦν ἀνιστόρητοι πολιτικοί, οὔτε ἀντὶ πινακίου φακῆς γιὰ τὸ ἔθνος, ἁπλὰ καὶ μόνο γιὰ ἱκανοποίηση φαινομενικὰ χρήσιμων ἀνταλλαγμάτων καὶ γιὰ τὴν προσωπική τους προβολὴ καὶ καταξίωση στοὺς κύκλους τῶν ἐθνομηδενιστῶν καὶ τῶν ἰσχυρῶν σχεδιαστῶν τῆς Παγκοσμιοποίησης.
Ἂν παραμείνει καὶ δὲν ἐκπέσει ἡ ἀχαρακτήριστη ἀπόφαση τοῦ Πρωτοδικείου τῆς Φλώρινας ποὺ ἐπιτρέπει τὴν λειτουργία «Κέντρου Μακεδονικῆς Γλώσσας» στὴν πόλη, μὲ τὴν ἐκ τοῦ Καταστατικοῦ προβλεπόμενη διδασκαλία τῆς κλεμμένης ψεύτικης αὐτῆς γλώσσας καὶ σὲ ἄλλες ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα περιοχές, τότε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἀποδεχόμαστε ὅτι οἱ Μακεδόνες, ὁ Φίλιππος καὶ ὁ Μ. Ἀλέξανδρος, ἀλλὰ καὶ ὁ διδάσκαλος τοῦ Ἀλεξάνδρου, ὁ μέγας φιλόσοφος Ἀριστοτέλης, δὲν ὁμιλοῦσαν ἑλληνικά, ἀλλά «μακεδονικά», αὐτὸ τὸ συνονθύλευμα σλαβικῶν, βουλγαροσερβικῶν, διαλέκτων, τῶν ὁποίων οἱ ρίζες βρίσκονται στὸν 6ο καὶ 7ο μεταχριστιανικὸ αἰώνα, χίλια χρόνια περίπου μετὰ τὸν Ἕλληνα Μακεδόνα Μέγα Ἀλέξανδρο. Τότε πρέπει νὰ δεχθοῦμε ὅτι ὄχι μόνον ἡ ἱστορία ἀλλὰ καὶ ἡ Ἁγία Γραφή, Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη, κάνουν λάθος, ὅταν μαρτυροῦν ὅτι ὁ Μακεδόνας Μ. Ἀλέξανδρος ἦταν βασιλεὺς τῶν Ἑλλήνων (στὸ βιβλίο τοῦ προφήτη Δανιὴλ τῆς Π.Δ.) καὶ ὅτι ὁ Μακεδόνας ἄνδρας ποὺ ἐμφανίσθηκε σὲ ὅραμα στὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ἐνῶ βρισκόταν ἀκόμη στὴν Ἀσία, καὶ τοῦ εἶπε στὰ ἑλληνικά «Διαβὰς εἰς Μακεδονίαν βοήθησον ἡμῖν» ἦταν Σλαβομακεδόνας Σκοπιανὸς ποὺ ἐγνώριζε ἑλληνικά, καὶ ὅτι ὁλόκληρη τότε ἡ ἑλληνικώτατη Μακεδονία μὲ τοὺς Φιλίππους, τὴν Θεσσαλονίκη, τὴν Βέροια καὶ πάμπολλες ἄλλες πόλεις καὶ χωριά, ὁμιλοῦσαν σλαβικὰ καὶ στὰ σλαβικὰ τοὺς ἐκήρυξε καὶ ἔγραψε τὶς ἐπιστολές του ὁ ἑλληνιστὴς Ἀπόστολος Παῦλος.
Ἡ ἀναφορὰ στὴν παραδειγματικὴ ἐνέργεια τοῦ μακαριστοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κυροῦ Σεραφείμ (Τίκα), ὁ ὁποῖος δὲν ἦταν σπουδαῖος θεολόγος καὶ δὲν ἀπέφυγε λάθη καὶ ἀστοχίες, ἦταν ὅμως θερμὸς πατριώτης καὶ ἁπλοϊκῆς Πίστεως Ὀρθόδοξος πρωθιεράρχης, ὀφείλεται εἰς τὸ ὅτι ἤμουν καὶ ἐγὼ δέκτης καὶ συνεργὸς τῆς πατριωτικῆς του ἐνέργειας σχετικὰ μὲ τὸν αὐθάδη σήμερα «Μακεδονισμό» τῶν Σλαβοσκοπιανῶν, ἰδιαίτερα μάλιστα μὲ τήν «μακεδονική» γλώσσα ποὺ ξεχείλισε τὸ ποτήρι τῆς ἀγανάκτησης ὅσων σέβονται καὶ τιμοῦν τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια τῆς ἐθνικῆς καὶ ὀρθόδοξης κληρονομιᾶς μας.
Συγκεκριμένα: Εἶχε ἀρχίσει ἐπισήμως ὁ Θεολογικὸς Διάλογος μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν, ἡ πανηγυρικὴ ἔναρξη τοῦ ὁποίου ἔγινε στὰ νησιὰ Πάτμος-Ρόδος τὸ 1980 (29 Μαΐου-4 Ἰουνίου). Ἡ δεύτερη συνάντηση τῆς ὁλομελείας τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Διαλόγου ἔγινε στὸ Μόναχο τὸ 1982 (30 Ἰουνίου-6 Ἰουλίου), ὅπου συζητήθηκε καὶ ὑπογράφτηκε τὸ ἐγκριθὲν κείμενο μὲ τίτλο «Τὸ Μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Εὐχαριστίας ὑπὸ τὸ φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος».
Ἡ τρίτη ἐν ὁλομελείᾳ συνέλευση τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς ἔγινε μετὰ ἀπὸ δύο ἔτη τὸ 1984 στὴν Κρήτη, στοὺς χώρους τῆς γνωστῆς πατριαρχικῆς Ὀρθόδοξης Ἀκαδημίας (30 Μαΐου-8 Ἰουλίου). Εἶχε προετοιμασθῆ γιὰ συζήτηση καὶ ἔγκριση κοινὸ κείμενο μὲ τίτλο «Πίστις, μυστήρια καὶ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας». Τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐκπροσωπούσαμε στὸν Διάλογο ὁ μητροπολίτης Περιστερίου κυρὸς Χρυσόστομος (Ζαφείρης), καὶ γιὰ πρώτη φορὰ ὁ γράφων, λαϊκὸς εἰσέτι, ὡς πανεπιστημιακὸς καθηγητής. Εἷχα ἀντικαταστήσει μὲ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τὸν καθηγητή, ἀείμνηστο τώρα, Μέγα Φαράντο, τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ὁ ὁποῖος παρητήθη, προφανῶς γιατὶ δὲν συμφωνοῦσε μὲ ὅλη τὴν προετοιμασία καὶ τὴν διαδικασία τοῦ Διαλόγου. Γιὰ τοὺς ἴδιους περίπου λόγους ἐκδιώχθηκα καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὸν Διάλογο μὲ πρωτοβουλία τοῦ πατριάρχου Βαρθολομαίου καὶ μὲ εἰσπήδηση στὴν δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐπειδὴ εἶχα συμβάλει σημαντικὰ στὴν καταδίκη τῆς Οὐνίας, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς Παπικοὺς, στὴν ΣΤ´ Συνέλευση τῆς Ὁλομελείας τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς στὸ Freising τοῦ Μονάχου τὸ 1990 (6-15 Ἰουνίου), καὶ ἐπειδὴ ἀντέδρασα ἰσχυρά, ὅταν μὲ μεθοδεύσεις Φαναρίου καὶ Ρώμης ἀθωώθηκε ἡ Οὐνία σὲ νέα κολοβὴ Συνέλευση τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς στὸ Balamand τοῦ Λιβάνου (17-24 Ἰουνίου 1993), τὶς ἀποφάσεις τῆς ὁποίας ἀνήρεσα μὲ θεολογικό μου κείμενο, ὅπως ἐν ἐκτάσει ἔχω παρουσιάσει τὴν ὅλη ἐξέλιξη στὸ βιβλίο μου «Οὐνία. Ἡ καταδίκη καὶ ἡ ἀθώωση, στὸ Freising καὶ στὸ Balamand» (Θεσ/κη 2002).
Κατὰ τὴν τρίτη αὐτὴ Συνέλευση τῆς Ὁλομελείας τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς στὴν Κρήτη τὸ 1984 δὲν ἐπιτεύχθηκε συμφωνία στὸ κείμενο ποὺ προετοιμάσθηκε, τὴν ὁποία ἀποτυχία διπλωματικὰ στὸ τελικὸ Ἀνακοινωθὲν οἱ δύο συμπρόεδροι τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς, ὁ Καρδινάλιος Ἰωάννης Willebrands, καὶ ὁ ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας Στυλιανός (Χαρκιανάκης) ἀπέδωσαν σὲ ἔλλειψη χρόνου.
Μετὰ ἀπὸ δύο ἔτη προγραμματίσθηκε νὰ συνέλθει στὸ Μπάρι τῆς Ἰταλίας ἡ τέταρτη Συνέλευση τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τὸ 1986, γιὰ νὰ συζητήσει καὶ ἐκγρίνει τὸ κείμενο ποὺ δὲν προλάβαμε νὰ ὁλοκληρώσουμε στὴν Κρήτη. Καὶ πάλι ὅμως οὔτε ἀρχίσαμε κἂν τὴ συζήτηση, διότι κατὰ τὴν ἐναρκτήρια συνεδρία λάβαμε οἱ δύο ἀντιπρόσωποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τὴν ἐντολὴ ἀπὸ τὸν τότε ἀρχιεπίσκοπο Σεραφεὶμ νὰ διαμαρτυρηθοῦμε πρὸς τὴν παπικὴ ἀντιπροσωπεία καὶ στὴ συνέχεια νὰ ἀποχωρήσουμε ἀπὸ τὸν Διάλογο, διότι μὲ ἄδεια τοῦ Βατικανοῦ ὀργανώθηκε στοὺς χώρους του ἀπὸ τὴν σχισματικὴ ἐκκλησία τῶν Σκοπίων ἔκθεση «Μακεδονικῆς Τέχνης» μὲ ἐκθέματα ἑλληνικὰ ἀπὸ τοὺς βυζαντινοὺς ναούς της περιοχῆς. Τὴν ἀποχώρησή μας, λόγῳ τοῦ ὅτι τὸ Βατικανὸ ὑπὸ τὸν Πολωνὸ πάπα Ἰωάννη Παῦλο Β´ (Βοϊτύλα) ἐνίσχυε τὸν ψευδο-Μακεδονισμὸ τῶν Σκοπίων, ἀκολούθησαν καὶ οἱ ἄλλες Ὀρθόδοξες ἀντιπροσωπεῖες, καὶ ἡ Συνέλευση διαλύθηκε. Συνεκλήθη ἐμβόλιμα τὸ ἑπόμενο ἔτος στὸν ἴδιο τόπο, στὸ Μπάρι τῆς Ἰταλίας (Ἰούνιος 1987) καὶ ἐνέκρινε τὸ κείμενο ποὺ ἦταν σὲ ἐκκρεμότητα ἀπὸ τὴν Συνέλευση τῆς Κρήτης (1984).
Παρόμοια διαμαρτυρία γιὰ τὴν συνεχιζόμενη ἀπὸ τὸ Βατικανὸ ὑποστήριξη τῶν ψευτο-Μακεδόνων κατέθεσε ἡ ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μὲ ἐκτενῆ Δήλωση τοῦ μητροπολίτη Περιστερίου Χρυσοστόμου κατὰ τὴν ΣΤ´ Συνέλευση τῆς Ὁλομελείας τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς στὸ Freising τοῦ Μονάχου (6-15 Ἰουνίου 1990), ὅπου καταδικάσαμε τὴν Οὐνία. Τὴν ἐνδιαφέρουσα αὐτὴ Δήλωση θὰ παραθέσουμε σὲ ἑπόμενο ἄρθρο μας, ὅπου θὰ ἀναλύσουμε τὴν ἀνθελληνικὴ γεωπολιτικὴ δράση τοῦ Βατικανοῦ στὸν χῶρο τῶν Βαλκανίων. Ἀρκούμαστε πρὸς τὸ παρὸν νὰ διαπιστώσουμε καὶ νὰ διαβεβαιώσουμε τὰ πατριωτικὰ καὶ Ὀρθόδοξα ἀντανακλαστικὰ παλαιῶν πολιτικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν, ποὺ ἀφήνουν ἀναπολόγητους τοὺς σημερινούς, ὄχι μόνον γιὰ τὴν ἀφωνία τους, ἰδιαίτερα τοὺς πολιτικοὺς καὶ τοὺς ἐπισκόπους τῆς μίας καὶ μοναδικῆς Μακεδονίας, ἀλλὰ καὶ διότι συνέπραξαν οἱ πολιτικοὶ καὶ συμπράττουν στὴν σύναψη καὶ στὴν ἀναγνώριση τῆς ἀπαράδεκτης «Συμφωνίας τῶν Πρεσπῶν», οἱ δὲ ἐκκλησιαστικοί, «ἀφωνότεροι ἰχθύος καὶ ἀπραγότεροι βατράχου», δέχθηκαν ἤδη σὲ εὐχαριστιακὴ κοινωνία τοὺς σχισμαστικοὺς τῶν Σκοπίων ὡς «Μακεδονικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία-Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχρίδος», καὶ ὁσονούπω θὰ δεχθοῦν καὶ τὴν αὐτοκεφαλία τους, ἀριθμώντας τους ὡς 16η ἐκκλησία μετὰ τὴν 15η τῶν σχισματικῶν τῆς Οὐκρανίας, ποὺ ἤδη τοὺς ἀναγνώρισαν. Παλαιὰ τὸ «μακεδονική», λεγόμενο ἀπὸ τὸν πάπα ἐκτὸς Ἑλλάδος ἐνοχλοῦσε, τώρα τό «Κέντρο Μακεδονικῆς Γλώσσας», ἐγκρίνεται ἀπὸ ἑλληνικὸ δικαστήριο, καὶ ἐπίσημη ἀντίδραση, πολιτικὴ καὶ ἐκκλησιαστική, δὲν ὑπάρχει. Τόσο πολὺ ξεγυμνωθήκαμε καὶ ἀποβάλαμε τὴν ταυτότητά μας;