ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ
Θεολόγου – Καθηγητοῦ
Ἡ μεγάλη εἰκονομαχικὴ ἔριδα στὸ Βυζάντιο (726-842) ἀνέδειξε μεγάλους Πατέρες καὶ ὁμολογητές, οἱ ὁποῖοι ἔδωσαν τιτάνιους ἀγῶνες γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι καὶ ὁ ἅγιος Ταράσιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὁ Ὁμολογητής, ὁ ὁποῖος ἔβαλε τὴ δική του σφραγῖδα στὴν διάσωση τῆς σώζουσας ὀρθόδοξης πίστης τὴν ταραγμένη ἐκείνη ἐποχή.
Γεννήθηκε περὶ τὸ 730 στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ εὐγενεῖς γονεῖς. Ὁ πατέρας του ὀνομάζονταν Γεώργιος, ὁ ὁποῖος ἦταν πατρίκιος καὶ ὑπηρέτησε ὡς ἔπαρχος τῆς Βασιλεύουσας καὶ δικαστής. Ἡ μητέρα του ὀνομάζονταν Εὐκρατία καὶ ἦταν πολὺ εὐσεβής. Αὐτὴ μετέδωσε στὸν Ταράσιο βαθιὰ πίστη στὸ Θεὸ καὶ εὐσέβεια. Ἔκανε λαμπρὲς σπουδὲς καὶ ἀναδείχτηκε ἀνώτερος κρατικὸς ὑπάλληλος. Ὑπηρέτησε ὡς ὕπατος καὶ πρωτασηκρήτης. Ἀνέβηκε στὸ ἀξίωμα τῶν ὑπάτων. Ἔγινε ὕπατος καὶ τὸν ἐξέλεξαν ὡς πρῶτο γραμματέα τῶν μυστικῶν τοῦ αὐτοκράτορα.
Ἡ αὐτοκράτειρα Εἰρήνη Ἀθηναία (752-803), ἡ ὁποία ἐπιτρόπευε τὸν ἀνήλικο γιό της αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο ΣΤ΄ (780-798), ἐκτιμοῦσε ἰδιαιτέρως τίς ἱκανότητες τοῦ Ταρασίου καὶ τὸν θαύμαζε γιὰ τὴν εὐσέβειά του καὶ τὴν προσήλωσή του στὴν Ὀρθοδοξία. Μετά τὸν θάνατο τοῦ Πατριάρχη Παύλου Δ΄ τοῦ Κυπρίου, τοῦ πρότεινε νὰ ὑπηρετήσει τὴν Ἐκκλησία, προωθῶντας τον γιὰ τὴ θέση τοῦ Πατριάρχη. Διέβλεπε στὸ πρόσωπό του τὸν σωστὸ ἐκκλησιαστικὸ ἡγέτη, ὁ ὁποῖος θὰ εἰρήνευε τὴν Ἐκκλησία καὶ θὰ ἐπούλωνε τίς πληγὲς της ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους ἐχθρούς της. Στὴν ἀρχὴ ὑπῆρξε διστακτικὸς ἀπὸ ταπείνωση καὶ ἔχοντας τὴ συναίσθηση τοῦ μεγάλου φορτίου τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου, στὴν κρίσιμη ἐκείνη περίοδο. Δέχτηκε τελικά, ἀφοῦ ἔλαβε τὴν διαβεβαίωση ὅτι θὰ συγκροτοῦσε τὸ παλάτι Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, γιὰ νὰ θέσει τέρμα στὸ πρόβλημα της εἰκονομαχίας. Τὰ Χριστούγεννα τοῦ 784 χειροτονήθηκε ταυτόχρονα στοὺς τρεῖς βαθμοὺς τῆς Ἰεροσύνης καὶ ἀναδείχτηκε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ βεβιασμένος τρόπος ἐκλογῆς του προκάλεσε χλιαρὴ ἀντίδραση τοῦ (ὀρθοδόξου τότε) πάπα Ἀδριανοῦ Α΄, τὸ ἴδιο καὶ στοὺς συγχρόνους του. Ἀπὸ τὸν ἐνθρονιστήριο λόγο του, ποὺ διέσωσε ὁ χρονικογράφος Θεοφάνης ὁ Ὁμολογητής, φαίνεται ὁ πόθος του γιὰ νὰ ἐπικρατήσει ἡ πολυπόθητη εἰρήνη στὴν Ἐκκλησία.
Ὡς Πατριάρχης, στὰ 22 χρόνια τῆς πατριαρχίας του, ἀποδείχτηκε ἱκανότατος, σὲ μιὰ περίοδο, ποὺ ὑπῆρχε προσωρινὴ ἀνάπαυλα τῆς εἰκονομαχικῆς ἔριδας (780-814). Ὑπῆρξε ὑπέρμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἐπηρέασε θετικὰ τοὺς αὐτοκράτορες γιὰ τὴν τιμὴ τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων. Συνέβαλε τὰ μέγιστα γιὰ τὴν προετοιμασία τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787), στὴν ὁποία μάλιστα καὶ προήδρευσε. Ὁ θρίαμβος τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος σ᾿ αὐτὴ εἶναι ἐν πολλοῖς ἔργο δικό του.
Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ Σύνοδος αὐτὴ ἀποφάνθηκε γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἀναστήλωσε τίς Ἱερὲς Εἰκόνες, ἀλλὰ ὅμως τὰ προβλήματα συνέχιζαν νὰ ὑπάρχουν καὶ νὰ ταλαιπωροῦν τὴν Ἐκκλησία. Ὁ Ταράσιος κράτησε μετριοπαθῆ στάση στὴν εἰσδοχὴ τῶν πρώην εἰκονομάχων ἐπισκόπων στὴν Ἐκκλησία, διότι ἤθελε νὰ εἰρηνεύσει ἡ Ἐκκλησία. Ὅμως τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐνόχλησε κάποιους ζηλωτὲς μοναχούς, οἱ ὁποῖοι θεώρησαν τὸ ἐπιτίμιο ἀκοινωνησίας, (τοῦ ἑνὸς ἔτους) μικρό, καὶ γι᾿ αὐτὸ ὀργάνωσαν δυναμικὲς ἀντιδράσεις ἐναντίον του. Σὲ αὐτὴ τὴν ἀντίδραση πρωτοστατοῦσε ὁ ἀνιψιός του, μοναχὸς Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ἡγούμενος τῆς περίφημης Μονῆς Στουδίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ ἅγιος Ἐπίσκοπος προσπάθησε μὲ πνεῦμα ταπεινότητας καὶ πραότητας νὰ εἰρηνεύσουν τὰ πνεύματα καὶ νὰ ἀποφευχθοῦν τὰ σχίσματα.
Στὰ 795 ξέσπασε νέα ἀναταραχὴ καὶ ἀντίδραση κατὰ τοῦ Πατριάρχη Ταρασίου, ξανὰ ἀπὸ τοὺς ἴδιους μοναχικοὺς κύκλους. Ὁ νεαρὸς αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος ΣΤ΄ (780-798) ἀποφάσισε νὰ χωρίσει τὴ σύζυγό του Μαρία, τὴν ὁποία τοῦ εἶχε ἐπιβάλλει ἡ μητέρα του Εἰρήνη καὶ νὰ παντρευτεῖ τὴν Θεοδότη, ἀνιψιὰ τοῦ Θεοδώρου Στουδίτου καὶ καμαριέρα τῆς μητέρας του. Ἔκλεισε σὲ μοναστήρι τὴ σύζυγό του καὶ ἀπαιτοῦσε ἀπὸ τὸν Ταράσιο νὰ τελέσει τὸν ἀνίερο αὐτὸ γάμο. Τόσο ὁ Θεόδωρος Στουδίτης, ὅσο καὶ ὁ μοναχὸς Πλάτων, ἡγούμενος τῆς Μονῆς Σακκουδίωνος, κατηγόρησαν τὸν Ταράσιο ὅτι κράτησε διαλλακτικὴ στάση ὡς πρὸς τὸ γάμο αὐτὸ καὶ ἀποδέχτηκε τὴ μοιχεία. Ἀλλὰ ὁ Ταράσιος βρισκόταν σὲ δίλημμα, διότι ὁ αὐτοκράτορας τὸν ἀπειλοῦσε ὅτι ἂν ἀντιδροῦσε θὰ ἐπανέφερε την εἰκονομαχία. Τελικὰ ὁ γάμος τελέστηκε χωρὶς τὴ θέληση τοῦ Ταρασίου ἀπὸ κάποιον ἱερέα Ἰωσήφ. Οἱ δύο μοναχοὶ διέκοψαν τὸ μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχη καὶ κατέληξαν στὴν ἐξορία, στὴ Θεσσαλονίκη. Τὸ 798 ὅμως ἡ Εἰρήνη παραμέρισε τὸ γιό της Κωνσταντῖνο ἀπὸ τὸ θρόνο, τὸν ὁποῖο τύφλωσε καὶ τοῦ πῆρε τὸ θρόνο. Ἡ διαμάχη ἔληξε καὶ οἱ δύο μοναχοὶ ἀνακλήθηκαν ἀπὸ τὴν ἐξορία. Ὁ Πατριάρχης Ταράσιος τοὺς ἔστειλε ἐπιστολή, μὲ τὴν ὁποία τοὺς καλοῦσε σὲ ἑνότητα. Ἐκεῖνοι δέχτηκαν καὶ ἡ εἰρήνη πραγματοποιήθηκε στὴν Ἐκκλησία.
Ὁ Ταράσιος πολιτεύτηκε μὲ σύνεση καὶ ζῆλο. Τὸν διέκρινε σπάνια εὐσέβεια καὶ ἦταν στολισμένος μὲ πολλὲς ἀρετές. Ἦταν ἐπίσης τίμιος καὶ φιλάνθρωπος, γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶχε ἀσκήσει σπάνια φιλανθρωπικὴ δράση. Εἶχε ὀργανώσει συσσίτια γιὰ τοὺς πεινασμένους σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Παρεῖχε δὲ ἱματισμὸ καὶ εἴδη πρώτης ἀνάγκης. Ἵδρυσε πολλὰ κοινωφελῆ ἱδρύματα, ὅπως νοσοκομεῖα καὶ πτωχοκομεία.
Δὲν τὸν εἶχε ἀγγίξει στὸ ἐλάχιστο ἡ πολυτέλεια τῆς Βασιλεύουσας. Ἀντίθετα ζοῦσε βίο ἀσκητικό. Παροιμιώδης ὑπῆρξε ἡ ἐγκράτειά του. Φρόντισε μάλιστα νὰ χτίσει προσωπικὸ ἀσκητήριο. Ἵδρυσε τὴν Μονὴ τῶν Ἁγίων Πάντων στὸ εὐρωπαϊκὸ μέρος τοῦ Βοσπόρου, ὅπου κατέφευγε συχνὰ γιὰ προσευχὴ καὶ ἄσκηση.
Οἱ ἀδιάκοποι ἀγῶνες του ἔφθειραν τὸ λιπόσαρκο σαρκίο του. Στὰ τέλη τῆς ζωῆς του ταλαιπωρήθηκε ἀπὸ ἐπώδυνες ἀσθένειες. Στὸ τέλος εἶχε χάσει τὴν ὁμιλία του. Στὶς 25 Φεβρουαρίου τοῦ 806 κοιμήθηκε εἰρηνικά. Τὸ λείψανό του μεταφέρθηκε καὶ θάφτηκε στὴν ἀγαπημένη του Μονὴ τῶν Ἁγίων Πάντων. Σύντομα ἀνακηρύχτηκε ἅγιος καὶ ὁρίστηκε ἡ μνήμη του στὶς 25 Φεβρουαρίου, τὴν ἡμέρα τῆς ὁσιακῆς κοιμήσεώς του. Τὸ βίο του τὸν συνέγραψε ὁ διάκονος Ἰγνάτιος.
Ὁ ἅγιος Ταράσιος ὑπῆρξε καὶ ἕνας μεγάλος θεολόγος. Σώζονται ἕξι ἐπιστολές του καὶ μιὰ ὁμιλία του στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου.
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»