ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥΣ
[Ὑπομνηματισμὸς τῶν ἐδαφίων Ματθ. 23,1-39]
«Τότε ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε τοῖς ὄχλοις καὶ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ λέγων· ἐπὶ τῆς Μωσέως καθέδρας ἐκάθισαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι· πάντα οὖν ὅσα ἐὰν εἴπωσιν ὑμῖν τηρεῖν, τηρεῖτε καὶ ποιεῖτε, κατὰ δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν μὴ ποιεῖτε· λέγουσι γάρ, καὶ οὐ ποιοῦσι (:Τότε ὁ Ἰησοῦς μίλησε πρὸς τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ καὶ τοὺς μαθητές Του καὶ εἶπε: ''Πάνω στὴ διδασκαλικὴ ἕδρα τοῦ Μωυσῆ κάθισαν οἱ νομοδιδάσκαλοι καὶ οἱ Φαρισαῖοι. Ὅλα λοιπὸν ὅσα μὲ βάση τὸν νόμο θὰ σᾶς ποῦν αὐτοὶ νὰ τὰ τηρεῖτε, νὰ τὰ τηρεῖτε καὶ νὰ τὰ κάνετε. Μὴν κάνετε ὅμως σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα τους καὶ τὸ παράδειγμά τους. Διότι λένε βέβαια καὶ διδάσκουν τὴν ἀλήθεια τοῦ νόμου, δὲν πράττουν ὅμως σύμφωνα μὲ αὐτήν'')» [Ματθ. 23,1-3].
«Τότε»· πότε δηλαδή; Ὅταν εἶπε αὐτά· ὅταν τοὺς ἀποστόμωσε· ὅταν τοὺς σταμάτησε καὶ δὲν μποροῦσαν πλέον νὰ Τὸν πειράξουν· ὅταν ἀπέδειξε ὅτι ἔπασχαν ἀθεράπευτα. Καὶ ἐπειδὴ μίλησε περὶ Κυρίου καὶ Κυρίου [βλ. Ματθ. 22,41-46: «Συνηγμένων δὲ τῶν Φαρισαίων ἐπηρώτησεν αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς λέγων· τί ὑμῖν δοκεῖ περὶ τοῦ Χριστοῦ; τίνος υἱὸς ἐστι; λέγουσιν αὐτῷ· τοῦ Δαυΐδ. λέγει αὐτοῖς· πῶς οὖν Δαυΐδ ἐν Πνεύματι Κύριον αὐτὸν καλεῖ λέγων· εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου; εἰ οὖν Δαυΐδ καλεῖ αὐτὸν Κύριον, πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστι; καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο αὐτῷ ἀποκριθῆναι λόγον, οὐδὲ ἐτόλμησέ τις ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ἡμέρας ἐπερωτῆσαι αὐτὸν οὐκέτι (:καὶ ἐνῶ ἦταν συναγμένοι οἱ Φαρισαῖοι, τοὺς ρώτησε ὁ Ἰησοῦς: ''Ποιά γνώμη ἔχετε σχετικὰ μὲ τὸν Μεσσία, ποὺ θὰ ἀναδειχθεῖ καὶ θὰ χρισθεῖ Μεσσίας ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό; Τίνος ἀπόγονος εἶναι;'' Τοῦ ἀπαντοῦν: ''Τοῦ Δαβίδ''. Τοὺς λέει: ''Πῶς λοιπὸν ὁ Δαβίδ, ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, Τὸν ὀνομάζει Κύριο, ὅταν λέει: «εἶπε ὁ Κύριος καὶ Θεὸς στὸν Κύριό μου Χριστό: ''Κάθισε στὸν θρόνο μου στὰ δεξιά μου, ὡσότου θέσω τοὺς ἐχθροὺς Σου σὰν ὑποστήριγμα ποὺ θὰ ἀκουμποῦν καὶ θὰ πατοῦν ἐπάνω τὰ πόδια Σου»; Ὅμως οἱ παπποῦδες δὲν ὀνομάζουν ποτὲ κυρίους τους τὰ ἐγγόνια τους καὶ τὰ δισέγγονά τους. Οὔτε εὐσταθεῖ ποτὲ νὰ προσφωνοῦν οἱ πρόγονοι τοὺς ἀπογόνους τους «κυρίους». Ἐὰν λοιπὸν ὁ Δαβὶδ τὸν ὀνομάζει «Κύριο», πῶς εἶναι υἱὸς καὶ ἀπόγονός Του; Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Μεσσίας δὲν εἶναι μόνο υἱὸς τοῦ Δαβὶδ ἀλλὰ καὶ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶναι καὶ κύριος τοῦ Δαβίδ''. Καὶ κανεὶς δὲν μπόρεσε νὰ Τοῦ ἀποκριθεῖ οὔτε λέξη, οὔτε τόλμησε κανεὶς ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη νὰ τοῦ ὑποβάλλει πλέον ἄλλα ἐρωτήματα)»], ἀνατρέχει καὶ πάλι στὸν νόμο.
Καὶ μολονότι ὁ νόμος δὲν λέγει βέβαια τίποτε παρόμοιο, λέγει: «Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν Κύριος εἷς ἐστι (:''Κύριος ὁ Θεός σου, Κύριος Ἕνας εἶναι'')» [Δευτ. 6,4]. Ὅμως ἡ Γραφὴ «νόμο» ὀνομάζει ὁλόκληρη τὴν Παλαιὰ διαθήκη. Αὐτὰ λοιπὸν τὰ λέγει ὁ Κύριος γιὰ νὰ δείξει ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὴν συμφωνία Του μὲ τὸν Πατέρα Του· διότι ἐὰν ἦταν ἀντίθετος, θὰ μιλοῦσε ἀντίθετα πρὸς τὸν νόμο, ἐνῶ τώρα τόσο σεβασμὸ δίδει ἐντολὴ νὰ ἐπιδεικνύουμε πρὸς τὸν νόμο, ὥστε ἂν καὶ εἶναι διεφθαρμένοι αὐτοὶ ποὺ τὸν διδάσκουν, Αὐτὸς δίδει τὴν ἐντολὴ νὰ εἴμαστε προσηλωμένοι σὲ αὐτόν.
Ἐδῶ ἐπίσης ὁμιλεῖ καὶ γιὰ τὸν βίο καὶ γιὰ τὸν τρόπο συμπεριφορᾶς τῶν Γραμματέων καὶ τῶν Φαρισαίων, ἐπειδὴ αὐτὸ κατεξοχὴν ἦταν τὸ αἴτιο τῆς ἀπιστίας τους, ὁ διεφθαρμένος βίος καὶ ὁ ἔρωτας γιὰ τὴ δόξα. Γιὰ νὰ διορθώσει λοιπὸν τοὺς ἀκροατές, αὐτὸ ποὺ κατεξοχὴν συντελεῖ στὴν σωτηρία, τὸ νὰ μὴν περιφρονοῦμε δηλαδὴ τοὺς διδάσκαλους, οὔτε νὰ ἐξοργιζόμαστε κατὰ τῶν ἱερέων, αὐτὸ διδάσκει μὲ ὅλη τὴν δύναμή Του. Δὲν δίδει μάλιστα μόνο ἐντολή, ἀλλὰ καὶ ὁ Ἴδιος τὴν ἐκτελεῖ· καθόσον, παρά τὸ ὅτι εἶναι διεφθαρμένοι οἱ δάσκαλοι, δὲν τοὺς ἀφαιρεῖ τὴν τιμή. Σὲ ἐκείνους μὲν προβάλλει μεγαλύτερη τὴν κατάκριση, ἐνῶ στοὺς διδασκομένους δὲν ἀφήνει καμία πρόφαση.
Ἔτσι λοιπὸν ἑδραίωσε τὴν ἐξουσία τους, μολονότι ἦταν πονηροί, ὥστε καὶ μετὰ ἀπὸ τόση κατηγορία νὰ πεῖ: «Ὅσα ἐὰν εἴπωσιν ὑμῖν τηρεῖν, τηρεῖτε καὶ ποιεῖτε (:Ὅλα λοιπὸν ὅσα μὲ βάση τὸν νόμο θὰ σᾶς ποῦν αὐτοὶ νὰ τὰ τηρεῖτε, νὰ τὰ τηρεῖτε καὶ νὰ τὰ κάνετε)». Διότι δὲν εἶναι δικά τους τὰ λόγια, ἀλλὰ εἶναι λόγια τοῦ Θεοῦ, τὰ ὁποῖα νομοθέτησε μέσῳ τοῦ Μωυσῆ. Καὶ πρόσεξε πόση τιμὴ ἀποδίδει στὸν Μωυσῆ, δείχνει καὶ πάλι τὴν συμφωνία Του μὲ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, καὶ μὲ τὸν τρόπο μάλιστα αὐτὸν καθιστᾷ αὐτοὺς σεβαστούς. Διότι λέγει: «ἐπὶ τῆς Μωσέως καθέδρας ἐκάθισαν (:πάνω στὴ διδασκαλικὴ ἕδρα τοῦ Μωυσῆ κάθισαν)» [Ματθ. 23,2]. Ἐπειδὴ δηλαδὴ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ τοὺς παρουσιάσει ἀξιόπιστους γιὰ τὸν βίο τους, τὸ κάνει αὐτὸ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ παρέχουν αὐτὴ τὴν δυνατότητα, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν καθέδρα τοῦ Μωυσῆ καὶ ἀπό τὸ ὅτι εἶναι διάδοχοί του.
Ὅταν ὅμως ἀκούσεις τὴ λέξη «πάντα» μὴν σκεφτεῖς ὅλη τὴ νομοθεσία, ὅπως τὰ σχετικὰ μὲ τίς τροφὲς καὶ τίς θυσίες καὶ ὅλα τὰ παρόμοια, διότι πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ λέγει αὐτὰ ποὺ προηγουμένως ἀναίρεσε; Ἀλλὰ «πάντα» ἐννοεῖ ἐκεῖνα ποὺ διορθώνουν τὸ ἦθος καὶ κάνουν καλύτερη τὴν συμπεριφορὰ καὶ εἶναι σύμφωνα μὲ τίς ἐντολὲς τῆς Καινῆς Διαθήκης, καὶ δὲν ἀφήνουν στὸ ἑξῆς νὰ βρισκόμαστε κάτω ἀπὸ τὸν ζυγὸ τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου.
Γιατί ὅμως δὲν θεσπίζει ἀπὸ τὸν νόμο τῆς χάριτος, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν νόμο τοῦ Μωυσῆ; Διότι δὲν ἦταν ἀκόμα ὁ κατάλληλος καιρὸς πρὶν ἀπὸ τὴν Σταύρωση Του νὰ διδάσκει αὐτὰ μὲ ἀπόλυτη σαφήνεια. Κατὰ τὴν γνώμη μου, τὰ εἶπε αὐτὰ ὁ Χριστὸς παράλληλα πρὸς τὸν ἀνώτερο σκοπό, καὶ γιὰ κάποιον ἄλλο σκοπό. Ἐπειδὴ δηλαδὴ πρόκειται νὰ τοὺς κατηγορήσει, γιὰ νὰ μὴν θεωρηθεῖ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἀνόητους ὅτι τὰ κάνει ἀπὸ ζήλεια πρὸς τὸ ἀξίωμά τους ἢ ἀπὸ μῖσος πρὸς αὐτούς, κατὰ πρῶτον ἀναιρεῖ ὁποιεσδήποτε τέτοιες ὑποψίες καὶ ἀφοῦ πρῶτα ἀπέδειξε ὅτι δὲν ἔχει δόλια κίνητρα, τότε ἀρχίζει νὰ τοὺς κατηγορεῖ.
Καὶ μὲ ποιό σκοπὸ τοὺς ἐλέγχει καὶ τοὺς ἀπευθύνει στὸ ἑξῆς μεγάλες κατηγορίες; Γιὰ νὰ προφυλάξει τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ, ὥστε νὰ μὴν πέσουν στὰ ἴδια παραπτώματα. Διότι δὲν εἶναι τὸ ἴδιο πρᾶγμα νὰ θέτεις ἀπαγορεύσεις καὶ νὰ δείχνεις τοὺς παραβάτες, ὅπως ἀκριβῶς δὲν εἶναι τὸ ἴδιο νὰ παραγγέλλεις τὰ πρέποντα καὶ νὰ παρουσιάζεις ἐκείνους ποὺ πέτυχαν αὐτά. Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, προλαμβάνοντάς το αὐτό, λέγει: «Κατὰ δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν μὴ ποιεῖτε (:μὴν ἐνεργεῖτε ὅμως σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα τους καὶ τὸ δικό τους τὸ παράδειγμα)» [Ματθ. 23,5]. Διότι γιὰ νὰ μὴν νομίζουν τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ ὅτι πρέπει καὶ νὰ τοὺς μιμηθοῦν ἐπειδὴ ἦταν διδάσκαλοί τους, χρησιμοποιεῖ αὐτὴ τὴν ἐπιδιόρθωση καὶ αὐτὸ ποὺ τὸ θεωροῦσαν τιμή, τὸ παρουσιάζει ὡς κατηγορία. Διότι τί θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει ἀθλιότερο ἀπὸ ἕνα διδάσκαλο, ὅταν δὲν ἐξασφαλίζει στοὺς μαθητές του νὰ προσέχουν τὸν τρόπο ζωῆς του;
Ἑπομένως, αὐτὸ ποὺ θεωροῦνταν ὡς τιμή τους, εἶναι μέγιστη κατηγορία ἐναντίον τους ὅταν φαίνεται νὰ κάνουν τέτοια ζωή, ἀπὸ τὴν ὁποία αὐτοὶ ποὺ τοὺς μιμοῦνται, καταστρέφονται. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ προβάλλει τίς ἐναντίον τους κατηγορίες. Καὶ ὄχι μόνο γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ δείξει ὅτι ἡ προηγούμενη ἀπιστία τὴν ὁποία ἔδειξαν, καὶ ἡ σταύρωση τὴν ὁποία μετὰ ἀπὸ λίγο ἐπιχείρησαν, δὲν ἔγιναν ἐξαιτίας κάποιου ἐγκλήματος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἦταν κατηγορία ποὺ ὀφείλονταν στὴν ἀχαριστία ἐκείνων.
Πρόσεχε ἐπίσης ἀπὸ ποῦ ἀρχίζει καὶ ἀπὸ ποῦ αὐξάνει τὴν κατηγορία. Διότι λέγει ὅτι «διδάσκουν μόνο καὶ δὲν πράττουν». Διότι καθένας εἶναι ἄξιος κατηγορίας ὅταν παραβαίνει τὸν νόμο, προπάντων ὅμως ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὴν αὐθεντία νὰ διδάσκει. Εἶναι δίκαιο διπλὰ καὶ τριπλὰ νὰ κατακρίνεται. Πρῶτον μὲν διότι παραβαίνει τὸν νόμο, δεύτερον δὲ διότι, ἐνῶ ὀφείλει νὰ διορθώνει τοὺς ἄλλους, αὐτὸς παραστρατεῖ, καὶ γιὰ τὴν τιμὴ ποὺ τοῦ γίνεται ἀξίζει μεγαλύτερη τιμωρία, τρίτον δὲ διότι γίνεται αἴτιος μεγαλύτερης διαφθορᾶς, καθόσον, ἂν καὶ κατέχει θέση διδάσκαλου, παρὰ ταῦτα παρανομεῖ.
Μαζὶ μάλιστα μὲ αὐτά, στὴ συνέχεια ἄλλη κατηγορία διατυπώνει ἐναντίον τους, ὅτι φέρονται σκληρὰ σὲ αὐτοὺς ποὺ διδάσκουν νὰ τηροῦν τὸν νόμο. Διότι «δεσμεύουσι γὰρ φορτία βαρέα καὶ δυσβάστακτα καὶ ἐπιτιθέασιν ἐπὶ τοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων, τῷ δὲ δακτύλῳ αὐτῶν οὐ θέλουσι κινῆσαι αὐτά (:μὲ ἄλλα λόγια σφιχτοδένουν φορτία βαριά, ποὺ δύσκολα σηκώνονται, καὶ τὰ φορτώνουν στοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων, αὐτοὶ ὅμως δὲν θέλουν οὔτε μὲ τὸ δάχτυλό τους νὰ τὰ κινήσουν. Μὲ τίς δικές τους δηλαδὴ γνῶμες καὶ παραδόσεις μετέβαλαν τὸν νόμο σὲ βαρὺ φορτίο, τὸ ὁποῖο φορτώνουν στοὺς ἄλλους, ἐνῶ αὐτοὶ οὔτε κἂν τὸ ἀγγίζουν, διότι βρίσκουν τρόπους νὰ ξεφεύγουν ἀπ᾿ τίς ὑποχρεώσεις αὐτὲς ποὺ ἐπιβάλλουν στοὺς ἄλλους)» [Ματθ. 23,4]. Ἐδῶ ἀναφέρει διπλή τους κακία, τὸ ὅτι ἀπαιτοῦν, χωρὶς καμιὰ συγγνώμη, πολλὴ καὶ μεγάλη ἀκρίβεια ἐνάρετου βίου ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ὁποίους διδάσκουν, ἐνῶ στοὺς ἑαυτούς τους ἐπιτρέπουν πολλὴ ἐλαστικότητα. Ἐνῶ πρέπει ὁ ἄριστος ἄρχοντας νὰ διακρίνεται ἀπὸ τὸ ἀντίθετο γνώρισμα, δηλαδή τὰ μὲν δικά του σφάλματα νὰ μὴν τὰ συγχωρεῖ καὶ νὰ εἶναι αὐστηρὸς δικαστής, πρὸς τὰ σφάλματα ὅμως τοῦ λαοῦ νὰ εἶναι συγχωρητικὸς καὶ ἤρεμος, ἐνῶ αὐτοὶ ἔκαναν τὸ ἀντίθετο ἀπὸ αὐτό.
Τέτοιοι βέβαια εἶναι ὅλοι ὅσοι φιλοσοφοῦν μὲ λόγια, ἀπόλυτοι καὶ ἄκαμπτοι στὸ νὰ συγχωρέσουν, ἐπειδὴ δὲν γνωρίζουν τίς δυσκολίες τῆς ἔμπρακτης ἐφαρμογῆς τῶν λόγων τους. Δὲν εἶναι ἐπίσης μικρὴ καὶ αὐτὴ ἡ κακία καὶ δὲν ἐπαυξάνει ὁ Κύριος τυχαία τὴν προηγούμενη κατηγορία. Ἐσὺ ὅμως, σκέψου σὲ παρακαλῶ, πὼς καὶ οἱ λόγοι Του αὐτοὶ αὐξάνουν τὴν κατηγορία. Διότι δὲν εἶπε «δὲν μποροῦν», ἀλλὰ «δὲν θέλουν» καὶ δὲν εἶπε «νὰ τὰ σηκώσουν τὰ φορτία αὐτὰ ποὺ ὁρίζουν στὸν λαὸ νὰ σηκώνει», ἀλλὰ ὅτι δὲν θέλουν «οὔτε νὰ τὰ κινήσουν μὲ τὸ δάχτυλό τους», δηλαδὴ οὔτε τὰ πλησιάζουν, οὔτε τὰ ἀγγίζουν.
Ἀλλὰ ποῦ ἀναδεικνύονται σπουδαῖοι καὶ δυνατοί; Στὶς ἀπαγορεύσεις. Διότι λέγει «πάντα δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν ποιοῦσι πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις (:καὶ ὅλα τὰ ἔργα τους τὰ κάνουν γιὰ νὰ τοὺς βλέπουν οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ τοὺς ἐπαινοῦν)» [Ματθ. 23,5]. Αὐτὰ τὰ λέγει κατηγορῶντας τους γιὰ τὴν κενοδοξία τους, ἡ ὁποία καὶ τοὺς κατέστρεψε. Διότι τὰ ὅσα προηγουμένως εἰπώθηκαν ἦταν δείγματα σκληρότητας καὶ ἀδιαφορίας, ἐνῶ αὐτὰ εἶναι δείγματα τῆς δοξομανίας. Αὐτὸ τοὺς ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὸν Θεό, αὐτὸ τοὺς ἔκανε νὰ ἀγωνίζονται σὲ ἄλλο πεδίο δράσεως καὶ τοὺς διέφθειρε. Διότι ἀνάλογα πρὸς τοὺς θεατὲς ποὺ ἔχει κάποιος, πρὸς αὐτοὺς φροντίζει καὶ νὰ ἀρέσει, καὶ ἀνάλογοι εἶναι καὶ οἱ ἀγῶνες του. Καὶ αὐτὸς μὲν ποὺ ἀγωνίζεται παρουσία γενναίων, γενναία εἶναι καὶ τὰ ἀγωνίσματά του, ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ ἀγωνίζεται μπροστὰ στοὺς θεατὲς χωρὶς ζῆλο, καὶ μὲ πεσμένο τὸ φρόνημά τους, καὶ ὁ ἴδιος γίνεται περισσότερο ράθυμος. Ἐπὶ παραδείγματι, ἔχει κάποιος θεατὲς ποὺ εὐχαριστιοῦνται μὲ τὰ γέλια, γίνεται καὶ ὁ ἴδιος γελωτοποιός, γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὸν θεατή του, κάποιος ἄλλος ἔχει σπουδαῖο καὶ ἀνώτερο πνευματικὰ θεατή, φροντίζει καὶ ὁ ἴδιος νὰ εἶναι τέτοιος, ἐπειδὴ παρόμοια εἶναι καὶ ἡ γνώμη αὐτοῦ ποὺ τὸν ἐπαινεῖ.
Πρόσεχε ἐπίσης πάλι καὶ ἐδῶ πόσο μεγάλο εἶναι τὸ παράπτωμά τους· διότι δὲν κάμνουν τὰ μὲν ἔτσι, καὶ τὰ ἄλλα ἀλλιῶς, ἀλλὰ ὅλα μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Ἔπειτα ἀφοῦ τοὺς κατηγόρησε γιὰ κενοδοξία, τοὺς ἀποδεικνύει ὅτι κενοδοξοῦν ὄχι γιὰ μεγάλα καὶ σπουδαῖα πράγματα (διότι δὲν εἶχαν νὰ ἐπιδείξουν κανένα σπουδαῖο ἔργο, ἀλλὰ ἦταν γυμνοῖ ἀπὸ κατορθώματα), ἀλλὰ ἐλεεινὰ καὶ τιποτένια πράγματα, καὶ τὰ ὁποῖα ἦταν δείγματα τῆς κακίας τους, ὅπως τὰ φυλακτήρια καὶ τὰ κράσπεδα. Διότι λέγει «πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν καὶ μεγαλύνουσι τὰ κράσπεδα τῶν ἱματίων αὐτῶν (:διότι κατασκευάζουν πλατιὰ τὰ φυλαχτὰ ποὺ κρεμοῦν στὰ χέρια τους ἢ δένουν στὰ μέτωπά τους, καὶ μεγαλώνουν τίς ἄκρες τῶν ρούχων τους, ὥστε νὰ γίνονται περίβλεπτοι ὡς ἄνθρωποι εὐσεβεῖς, καθὼς τὰ φυλαχτά τους καὶ τὰ κράσπεδά τους ὑπενθυμίζουν διαρκῶς τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ)» [Ματθ. 23,5].
Καὶ ποιά εἶναι αὐτὰ τὰ φυλακτὰ καὶ τὰ ἄκρα τῶν ἐνδυμάτων; Ἐπειδὴ συνεχῶς λησμονοῦν τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ γραφοῦν τὰ θαύματά Του σὲ μικρὰ βιβλία καὶ νὰ κρέμονται δεμένα κάτω ἀπὸ τὰ χέρια τους. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἔλεγε: «καὶ ἀφάψεις αὐτὰ εἰς σημεῖον ἐπὶ τῆς χειρός σου, καὶ ἔσται ἀσάλευτον πρὸ ὀφθαλμῶν σου (:θὰ τὰ κολλήσεις καὶ θὰ τὰ δέσεις ἐπάνω στὸ χέρι σου, γιὰ νὰ βρίσκονται πάντοτε σταθερῶς μπροστὰ στὰ μάτια σου)» [Δευτ. 6,8] καὶ τὰ ὁποῖα ὀνομάζει «φυλακτήρια», ὅπως τώρα πολλὲς γυναῖκες ἔχουν κρεμασμένα στὸν λαιμό τους εὐαγγέλια.
Καὶ γιὰ νὰ θυμοῦνται πάλι καὶ μὲ ἄλλον τρόπο αὐτά, αὐτὸ ποὺ πολλὲς φορὲς κάνουν πολλοὶ ποὺ ἐπειδὴ ξεχνοῦν, δένουν τὸ δάχτυλό τους μὲ σχοινὶ ἢ μὲ κλωστή, αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς τοὺς ἔδωσε ἐντολή, σὰν νὰ ἦταν παιδιά, νὰ κάνουν: «Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· λάλησον τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτοὺς καὶ ποιησάτωσαν ἑαυτοῖς κράσπεδα ἐπὶ τὰ πτερύγια τῶν ἱματίων αὐτῶν εἰς τὰς γενεὰς αὐτῶν καὶ ἐπιθήσετε ἐπὶ τὰ κράσπεδα τῶν πτερυγίων κλῶσμα ὑακίνθινον. καὶ ἔσται ὑμῖν ἐν τοῖς κρασπέδοις καὶ ὄψεσθε αὐτὰ καὶ μνησθήσεσθε πασῶν τῶν ἐντολῶν Κυρίου καὶ ποιήσετε αὐτάς, καὶ οὐ διαστραφήσεσθε ὀπίσω τῶν διανοιῶν ὑμῶν καὶ τῶν ὀφθαλμῶν ὑμῶν, ἐν οἷς ὑμεῖς ἐκπορνεύετε ὀπίσω αὐτῶν, ὅπως ἂν μνησθῆτε καὶ ποιήσητε πάσας τὰς ἐντολάς μου καὶ ἔσεσθε ἅγιοι τῷ Θεῷ ὑμῶν. ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν ὁ ἐξαγωγὼν ὑμᾶς ἐκ γῆς Αἰγύπτου εἶναι ὑμῶν Θεός, ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν (:καὶ εἶπε ὁ Κύριος στὸν Μωυσῆ, λέγοντάς του τὰ ἑξῆς: ''Μίλησε στοὺς Ἰσραηλῖτες καὶ πές τους νὰ ράψουν ταινία στὰ κάτω ἄκρα τῶν ἐνδυμάτων τους, νὰ θέσουν στὰ ἄκρα τῶν ἱματίων τους κλωστὴ κυανοῦ χρώματος. Αὐτὸ θὰ γίνεται σὲ ὅλες τους τίς γενεές. Θὰ ὑπάρχουν αὐτὰ στὰ ἄκρα τῶν ἐνδυμάτων σας, θὰ τὰ βλέπετε καὶ θὰ θυμᾶστε ὅλες τίς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ τίς ἐφαρμόζετε· καὶ δὲ θὰ διαφθαρεῖτε παρασυρόμενοι ἀπὸ τίς ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες τῆς καρδιᾶς σας καὶ τὰ ἁμαρτωλὰ θεάματα τῶν ὀφθαλμῶν σας, μέσῳ τῶν ὁποίων ἀπομακρύνεστε ἀπὸ τὸν Θεὸ σὲ παραστρατημένη ζωή. Μὲ αὐτὰ θὰ θυμᾶστε τίς ἐντολὲς Ἐμένα τοῦ Κυρίου, θὰ τίς τηρεῖτε καὶ θὰ γίνεστε ἅγιοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ σας. Ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σας, ὁ ὁποῖος σᾶς ἔβγαλα ἐλεύθερους ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, γιὰ νὰ εἶμαι Θεός σας. Ἐγώ, Κύριος ὁ Θεός σας, δίνω αὐτὲς τίς ἐντολές'')» [Ἀριθμ. 15,38].
Τοὺς εἶχε δώσει δηλαδὴ ἐντολὴ ὁ Θεὸς νὰ ράπτουν κλωστὴ ὑακίνθου στὶς ἄκρες τῶν ἐνδυμάτων τους ποὺ εἶναι γύρω ἀπὸ τὰ πόδια, ὥστε προσέχοντας αὐτὸ νὰ θυμοῦνται τίς ἐντολές, καὶ αὐτὰ ὀνομάζονταν «κράσπεδα» Σὲ αὐτὰ λοιπὸν οἱ Φαρισαῖοι ἦταν σπουδαῖοι, τὸ νὰ μεγαλώνουν τὰ λουριὰ ποὺ εἶχαν κρεμασμένα τὰ εὐαγγέλια, καὶ νὰ μεγαλώνουν τὰ κράσπεδά τους, πρᾶγμα ποὺ ἦταν δεῖγμα τῆς πιὸ φοβερῆς κενοδοξίας. Διότι γιὰ ποιό λόγο φιλοδοξεῖς καὶ μεγαλώνεις αὐτά; Μήπως αὐτὸ εἶναι κατόρθωμά σου; Μήπως αὐτὸ σὲ ὠφελεῖ σὲ τίποτε, ἐὰν δὲν κερδίζεις αὐτὸ ποὺ συμβολίζουν; Διότι ὁ Θεὸς δὲν ζητάει νὰ μεγαλώνεις αὐτὰ καὶ νὰ τὰ πλαταίνεις, ἀλλὰ νὰ θυμᾶσαι τίς θαυμαστὲς ἐπεμβάσεις Του. Τὴ στιγμὴ λοιπὸν ποὺ δὲν πρέπει νὰ ὑπερηφανευόμαστε ὅταν κάνουμε ἐλεημοσύνη καὶ νηστεύουμε, ἂν καὶ αὐτὰ εἶναι ἐπίπονα καὶ δικά μας κατορθώματα, πῶς ἐσύ, Ἰουδαῖε, καυχιέσαι γιὰ αὐτά, τὰ ὁποῖα κατεξοχὴν σοῦ καταλογίζουν ραθυμία καὶ ἀδιαφορία;
Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως ὄχι μόνο ὡς πρὸς αὐτά, ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς ἄλλα πιὸ ἀσήμαντα ὑπέφεραν ἀπὸ τὴν ἴδια ἀσθένεια τῆς κενοδοξίας. Διότι λέγει «φιλοῦσι δὲ τὴν πρωτοκλισίαν ἐν τοῖς δείπνοις καὶ τὰς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ τοὺς ἀσπασμοὺς ἐν ταῖς ἀγοραῖς καὶ καλεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων ῥαββὶ ῥαββί (:ἀγαποῦν ἐπιπλέον τὴν πρώτη θέση στὰ δεῖπνα καὶ τὰ πρῶτα καθίσματα στὶς συναγωγὲς καὶ τοὺς εὐλαβεῖς χαιρετισμοὺς στὶς ἀγορὲς καὶ θέλουν νὰ τοὺς φωνάζουν οἱ ἄνθρωποι: ''διδάσκαλε, διδάσκαλε'')» [Ματθ. 23,6-7]. Διότι αὐτὰ ἂν καὶ τὰ θεωρεῖ κανεὶς μικρά, γίνονται ὡστόσο αἰτία μεγάλων κακῶν. Αὐτὰ καὶ πόλεις καὶ ἐκκλησίες κατέστρεψαν. Πράγματι μοῦ ἔρχεται νὰ δακρύσω ὅταν τυχαίνει νὰ ἀκούσω γιὰ πρωτοκαθεδρίες καὶ γιὰ ἀσπασμοὺς καὶ νὰ ἀναλογιστῶ πόσα κακὰ συνέβησαν ἐξαιτίας αὐτῶν στὴν ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι ἀναγκαῖο τώρα νὰ ἀναφέρω ἢ καλύτερα ὅσοι εἶναι ἡλικιωμένοι δὲν ἔχουν ἀνάγκη νὰ μάθουν ἀπὸ ἐμᾶς.
Ἐσὺ ὅμως σὲ παρακαλῶ πρόσεχε ποῦ ἐπικρατεῖ ἡ κενοδοξία, ἐπικρατεῖ ἐκεῖ ὅπου διδάσκεται νὰ μὴν κενοδοξοῦν, δηλαδὴ στὶς συναγωγές, ὅπου εἰσέρχονται ἐκεῖνοι ποὺ διδάσκουν τοὺς ἄλλους. Διότι τὸ νὰ συμβεῖ αὐτὸ στὰ δεῖπνα μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο, δὲν φαίνεται νὰ εἶναι καὶ τόσο μεγάλο κακό, μολονότι βέβαια καὶ ἐκεῖ ὁ διδάσκαλος θὰ ἔπρεπε νὰ θαυμάζεται, ὄχι μόνο στὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ παντοῦ. Καὶ ὅπως ἀκριβῶς ὁ ἄνθρωπος, ὅπου κι ἂν φανεῖ, διαφέρει ἀπὸ τὰ ἄλλα ζῶα λόγῳ τῆς ὀρθῆς στάσεώς του, ἔτσι καὶ ὁ διδάσκαλος, πρέπει νὰ διακρίνεται καὶ ὅταν ὁμιλεῖ καὶ ὅταν σιωπᾷ καὶ ὅταν τρώει καὶ ὅταν κάνει ὁτιδήποτε ἄλλο, καὶ ἀπὸ τὸ βάδισμά του καὶ ἀπὸ τὸ βλέμμα του, καὶ ἀπὸ τὸ παράστημά του, καὶ ἀπὸ ὅλα γενικῶς.
Ἐκεῖνοι ὅμως ἀπὸ κάθε ἄποψη ἦταν καταγέλαστοι, καὶ παντοῦ καταντροπιάζονταν, φροντίζοντας πῶς νὰ ἐπιτύχουν ἐκεῖνα ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀποφύγουν. Διότι λέγει «φιλοῦσι (:ἐπιθυμοῦν σφοδρά)»· ἐὰν ὅμως ἡ ἐπιθυμία εἶναι ἔγκλημα, πόσο μεγάλο ἔγκλημα εἶναι τὸ νὰ γίνεται καὶ πράξη; Καὶ τὸ νὰ κυνηγοῦν αὐτὰ τὰ πράγματα καὶ νὰ φροντίζουν πῶς νὰ τὰ ἐπιτύχουν, πόσο μεγάλο κακὸ εἶναι;
Ὡς πρὸς μὲν τὰ ἄλλα λοιπὸν ἀρκέστηκε ὁ Κύριος μόνο σὲ αὐτὲς τίς κατηγορίες ἐναντίον ἐκείνων, διότι ἦταν μικρὰ καὶ ἀσήμαντα, καὶ δὲν ἦταν ἀνάγκη νὰ διορθωθοῦν οἱ μαθητές του ὡς πρὸς αὐτά, αὐτὸ ὅμως ποὺ ἦταν αἰτία ὅλων τῶν κακῶν, δηλαδὴ ἡ φιλαρχία, καὶ ἡ ἁρπαγὴ τοῦ διδασκαλικοῦ θρόνου, αὐτὸ προβάλλει ὁ Κύριος στὸ μέσο καὶ σὲ αὐτὸ ἑστιάζει καὶ διορθώνει μὲ πολλὴ προσοχή, δίνοντας πολὺ αὐστηρὰ παραγγέλματα ὡς πρὸς αὐτὰ πρὸς τοὺς μαθητές Του. Τί λέγει λοιπόν; «ὑμεῖς δὲ μὴ κληθῆτε ῥαββί· Ἐσεῖς ὅμως μὴ δεχτεῖτε νὰ σᾶς ὀνομάσουν οἱ ἄνθρωποι ''ραββί'', δηλαδή ''διδάσκαλε'')»· ἔπειτα ἀναφέρει καὶ τὴν αἰτία: «εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός· πάντες δὲ ὑμεῖς ἀδελφοὶ ἐστε (:διότι Ἕνας εἶναι ὁ Διδάσκαλός σας, ὁ Χριστός· ὅλοι ἐσεῖς εἶστε ἀδελφοί)» [Ματθ. 23,8], καὶ κανεὶς δὲν ἔχει κάτι ἐπιπλέον ἀπὸ τὸν ἄλλο, καθόσον τίποτε δὲν γνωρίζει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ ὁ Παῦλος λέγει: «Τίς οὖν ἐστι Παῦλος, τίς δὲ Ἀπολλὼς ἀλλ᾿ ἢ διάκονοι δι᾿ ὧν ἐπιστεύσατε, καὶ ἑκάστῳ ὡς ὁ Κύριος ἔδωκεν; (:τί λοιπὸν εἶναι ὁ Παῦλος καὶ τί ἄλλο εἶναι ὁ Ἀπολλὼς παρὰ ὑπηρέτες καὶ ὄργανα τοῦ Θεοῦ, μέσῳ τῶν ὁποίων ὁδηγηθήκατε στὴν πίστη καὶ ὁ καθένας ὑπηρετεῖ ἀνάλογα μὲ τὰ χαρίσματα ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Κύριος;)» [Α΄ Κορ. 3,5]· δὲν εἶπε «διδάσκαλοι», ἀλλὰ «διάκονοι», δηλαδὴ ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ.
Καὶ στὴ συνέχεια διδάσκει ὁ Κύριος: «Καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ὑμῶν ἐπὶ τῆς γῆς· εἷς γὰρ ἐστιν ὁ πατὴρ ὑμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς (:καὶ κανέναν ἐπάνω στὴ γῆ νὰ μὴν τὸν ὀνομάσετε πατέρα σας μὲ κῦρος καὶ ἐξουσία ἀπεριόριστη καὶ ἀπόλυτη· διότι ἕνας εἶναι ὁ Πατέρας σας, Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι στοὺς οὐρανούς)» [Ματθ. 23,9], ὄχι γιὰ νὰ μὴν ἀποκαλέσουν «πατέρα» τὸν πατέρα τους, ἀλλὰ γιὰ νὰ γνωρίζουν ποιόν πρέπει κυρίως νὰ ὀνομάζουν Πατέρα. Διότι ὅπως ἀκριβῶς ὁ διδάσκαλος, δὲν εἶναι διδάσκαλος ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἔτσι οὔτε καὶ ὁ πατέρας. Διότι ὁ Θεὸς εἶναι αἴτιος καὶ δημιουργὸς ὅλων, καὶ τῶν διδασκάλων καὶ τῶν πατέρων. Καὶ στὴ συνέχεια προσθέτει: «μηδὲ κληθῆτε καθηγηταί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ καθηγητής, ὁ Χριστός (:οὔτε νὰ ὀνομαστεῖτε καθηγητές, διότι ἕνας εἶναι ὁ καθηγητής σας, ποὺ μὲ τὴ διδασκαλία Του σᾶς ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία, ὁ Χριστός)» [Ματθ. 23,10]. Καὶ δὲν εἶπε «Ἐγώ». Ὅπως ἀκριβῶς προηγουμένως εἶπε «τί ὑμῖν δοκεῖ περὶ τοῦ Χριστοῦ; (:ποιά γνώμη ἔχετε περὶ τοῦ Χριστοῦ;)», καὶ δὲν εἶπε «περὶ ἐμοῦ», ἔτσι καὶ ἐδῶ.
Ἀλλὰ εὐχαρίστως θὰ μποροῦσα νὰ πῶ ἐδῶ τί θὰ μποροῦσαν νὰ ἰσχυριστοῦν ἐκεῖνοι πού τό «Ἕνας καὶ «Ἕνας» τὸ ἀποδίδουν στὸν Πατέρα μόνο, ἀπορρίπτοντας τὸν Μονογενῆ Υἱό· εἶναι ὁ καθηγητὴς ὁ Πατήρ; Ὅλοι θὰ μποροῦσαν νὰ τὸ παραδεχθοῦν καὶ νὰ μὴν φέρει κανεὶς ἀντίρρηση. Καὶ ὅμως λέγει: «εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος ὁ Χριστός (:οὔτε νὰ ὀνομαστεῖτε καθηγητές, διότι ἕνας εἶναι ὁ καθηγητής σας, ποὺ μὲ τὴ διδασκαλία Του σᾶς ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία, ὁ Χριστός)» [Ματθ. 23,10]. Ὅπως ἀκριβῶς λοιπὸν ὁ Χριστός, ὀνομαζόμενος ὡς «ὁ Ἕνας καθηγητής», δὲν ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὸν Πατέρα τὴν ἰδιότητα νὰ εἶναι καθηγητής, ἔτσι καὶ ὁ Πατὴρ ὀνομαζόμενος «ἕνας διδάσκαλος», δὲν ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὸν Υἱὸ τὴν ἰδιότητα τοῦ Διδασκάλου· διότι τὸ «εἷς» καὶ «εἷς» εἰπώθηκε πρὸς διάκριση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ λοιπὰ δημιουργήματα.
Ἀφοῦ ἀπαγόρευσε λοιπὸν σὲ αὐτοὺς τὴν φοβερὴ αὐτὴ ἀσθένεια τῆς φιλαρχίας καὶ διόρθωσε τὴν ἀντίληψη περὶ αὐτῆς, τοὺς διδάσκει τώρα καὶ πῶς μποροῦν νὰ τὸ ἀποφύγουν αὐτό, μὲ ταπεινοφροσύνη δηλαδή. Γιὰ τὸν λόγο λοιπὸν αὐτὸν καὶ προσθέτει: «ὁ δὲ μείζων ὑμῶν ἔσται ὑμῶν διάκονος· ὅστις δὲ ὑψώσει ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, καὶ ὅστις ταπεινώσει ἑαυτὸν ὑψωθήσεται (:καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἀνάμεσά σας εἶναι μεγαλύτερος στὴ γνώση καὶ στὸ ἀξίωμα πρέπει νὰ ὑπηρετεῖ τοὺς ἄλλους, κι ἔτσι νὰ γίνεται μὲ κάθε τρόπο χρήσιμος καὶ ὠφέλιμος σὲ αὐτούς. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ θὰ ὑψώσει τὸν ἑαυτό του καὶ θὰ μεταχειριστεῖ τοὺς ἄλλους ὡς κατωτέρους του, θὰ ταπεινωθεῖ καὶ θὰ ἐξευτελιστεῖ. Ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ θὰ ταπεινώσει τὸν ἑαυτό του μὲ τὸ νὰ γίνει μὲ τὴ χριστιανικὴ ἀγάπη δοῦλος καὶ ὑπηρέτης τῶν ἄλλων, θὰ ἀνυψωθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ θὰ δοξαστεῖ)» [Ματθ. 23,12].
Πράγματι τίποτε δὲν εἶναι ἴσο μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ συνεχῶς τοὺς ὑπενθυμίζει αὐτὴ τὴν ἀρετή, καὶ ὅταν ὁδηγοῦσε μπροστά τους τὰ παιδιὰ καὶ τώρα, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἄρχιζε τοὺς μακαρισμούς Του στὸ ὄρος ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ ἄρχιζε. Καὶ ἐδῶ ἀπὸ τὴν ρίζα του ξερίζωνε αὐτὸ τὸ πάθος, λέγοντας: «ὅστις ταπεινώσει ἑαυτὸν ὑψωθήσεται (:ἐκεῖνος ποὺ θὰ ταπεινώσει τὸν ἑαυτό του μὲ τὸ νὰ γίνει μὲ τὴ χριστιανικὴ ἀγάπη δοῦλος καὶ ὑπηρέτης τῶν ἄλλων, θὰ ἀνυψωθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ θὰ δοξαστεῖ)». Εἶδες πῶς ὁδηγεῖ τὸν ἀκροατὴ στὸ νὰ υἱοθετήσει τὴ διαμετρικὰ ἀντίθετη συμπεριφορά; Διότι δὲν ἐμποδίζει μόνο νὰ ἐπιθυμεῖ κανεὶς σφοδρὰ τὰ πρωτεῖα, ἀλλὰ προτρέπει νὰ ἐπιδιώκει τὰ ταπεινά. «Διότι ἔτσι», λέγει, «θὰ πετύχεις αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμεῖς». Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν πρέπει αὐτὸς ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ ἐπιτύχει τὰ πρωτεῖα, νὰ ἐπιδιώκει τὴν τελευταία θέση: «Διότι αὐτὸς ποὺ θὰ ταπεινωθεῖ, αὐτὸς θὰ ὑψωθεῖ».
Καὶ ποῦ θὰ βροῦμε αὐτὴ τὴν ταπεινοφροσύνη; Θέλετε πάλι νὰ μεταβοῦμε στὴν πόλη τῆς ἀρετῆς, στὶς σκηνὲς τῶν ἁγίων, ἐννοῶ τὰ ὄρη καὶ τὰ δάση; Καθόσον ἐκεῖ θὰ συναντήσουμε αὐτὸ τὸ ὕψος τῆς ταπεινοφροσύνης. Διότι ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἀσκητές, ἄλλοι μὲν ἦταν ἄνθρωποι ποὺ ἦταν λαμπροὶ λόγῳ τῶν κοσμικῶν ἀξιωμάτων, ἄλλοι ἦταν λαμπροὶ λόγῳ χρημάτων, καὶ τώρα ἀπὸ παντοῦ στεροῦν τοὺς ἑαυτούς τους, ἀπὸ τὴν κατοικία, ἀπὸ τὰ ἐνδύματα, ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες καὶ μὲ ὅλες τίς ἐνέργειές τους αὐτὲς σὰν μὲ γράμματα διαζωγραφίζουν τὴν ταπεινοφροσύνη.
Καὶ αὐτὰ ποὺ εἶναι προσανάμματα τῆς ἀλαζονείας, τὸ νὰ φοροῦν ὡραῖα ἐνδύματα, τὸ νὰ χτίζουν λαμπρὲς οἰκοδομές, καὶ νὰ ἔχουν πολλοὺς ὑπηρέτες, τὰ ὁποῖα πολλὲς φορὲς χωρὶς τὴν θέληση μᾶς ὁδηγοῦν στὴν ἀλαζονεία, ὅλα αὐτὰ ἐκεῖ ἔχουν καταργηθεῖ. Καὶ οἱ ἴδιοι ἀνάβουν φωτιά, οἱ ἴδιοι κόβουν ξύλα στὴν φωτιά, οἱ ἴδιοι μαγειρεύουν, οἱ ἴδιοι ἐξυπηρετοῦν τοὺς ἐπισκέπτες. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀκούσει κανεὶς ἐκεῖ κάποιον νὰ βρίζει, οὔτε κάποιον νὰ τὸν διατάσσουν, οὔτε ἄλλον ποὺ διατάσσει, ἀλλὰ ὅλοι ἀνήκουν στὴν θέση ἐκείνων πού τοὺς πάντες ὑπηρετοῦν, καὶ ὁ καθένας νίπτει τὰ πόδια τῶν ξένων, μιμούμενος τὸν Κύριο καὶ ὑπάρχει πολὺ ἀνταγωνισμὸς γιὰ τὴν ὑπηρεσία αὐτή. Καὶ τὸ κάνει αὐτὸ χωρὶς νὰ ἐξετάζει ποιός εἶναι, οὔτε ἂν εἶναι δοῦλος, οὔτε ἂν εἶναι ἐλεύθερος, ἀλλὰ ἐξυπηρετεῖ τὴν ὑπηρεσία αὐτὴ πρὸς ὅλους.
Κανεὶς δὲν εἶναι στοὺς τόπους ἐκείνους τῆς ἄσκησης δὲν εἶναι οὔτε μεγάλος οὔτε μικρός. Τί λοιπόν; Ἐπικρατεῖ ἐκεῖ σύγχυση; Μὴ γένοιτο, ἀλλὰ ἐπικρατεῖ ἡ καλύτερη τάξη. Διότι καὶ ἂν εἶναι κανεὶς μικρός, ὁ μεγάλος δὲν τὸ βλέπει αὐτό, ἀλλὰ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ὑποδεέστερο ἀπὸ ὅ,τι ἐκεῖνον, καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο γίνεται πιὸ μεγάλος. Μία τράπεζα ὑπάρχει γιὰ ὅλους, καὶ γιὰ αὐτοὺς ποὺ ὑπηρετοῦνται καὶ γιὰ αὐτοὺς ποὺ ὑπηρετοῦν, τὰ ἴδια ἐδέσματα, τὰ ἴδια ἐνδύματα, ἡ ἴδια κατοικία, τὸ ἴδιο φαγητό. Ἐκεῖ μεγάλος εἶναι αὐτὸς ποὺ προλαμβάνει καὶ κάνει τὴν πιὸ ταπεινὴ ἐργασία. Δὲν ὑπάρχει ἐκεῖ τὸ δικό μου καὶ τὸ δικό σου, ἀλλὰ ἔχουν ἐξορισθεῖ οἱ λέξεις αὐτὲς ποὺ εἶναι αἰτίες ἄπειρων πολέμων.
«Οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι κατεσθίετε τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν καὶ προφάσει μακρὰ προσευχόμενοι· διὰ τοῦτο λήψεσθε περισσότερον κρῖμα (:ἀλίμονό σας, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριτές, διότι κατατρῶτε τὰ σπίτια καὶ τὴν περιουσία τῶν χηρῶν, ἐσεῖς ποὺ μὲ πρόσχημα καὶ εὐλάβεια γιὰ σκοποὺς συμφεροντολογικοὺς κάνετε μεγάλες προσευχὲς τάχα ὑπὲρ τῶν χηρῶν αὐτῶν· γι᾿ αὐτὸ θὰ ἔχετε μεγαλύτερη καταδίκη ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους ἀδίκους καὶ κλέφτες)» [Ματθ. 23,13].
Μὲ τοὺς λόγους λοιπὸν αὐτοὺς ὁ Κύριος ἐλέγχει ἔντονα τοὺς Γραμματεῖς καὶ τοὺς Φαρισαίους γιὰ τὴν γαστριμαργία τους καὶ τὸ φοβερὸ εἶναι ὅτι γέμιζαν τὰ στομάχια τους κατατρώγοντας τὴν περιουσία ὄχι τῶν πλουσίων, ἀλλὰ τῶν χήρων γυναικῶν, καὶ ἔτσι ὁδηγοῦσαν στὸ ἔπακρο τὴν δυστυχία τῶν γυναικῶν αὐτῶν, τὴν ὁποία δυστυχία οἱ ἴδιοι θὰ ἔπρεπε νὰ περιόριζαν. Διότι λέγει μάλιστα ὁ Κύριος ὅτι δὲν ἔτρωγαν ἁπλῶς, ἀλλὰ κατέτρωγαν.
Ἐπιπροσθέτως καὶ ὁ τρόπος τῆς ἐκμετάλλευσης ἦταν φοβερός: «καὶ προφάσει μακρὰ προσευχόμενοι (:ἐσεῖς ποὺ μὲ πρόσχημα καὶ εὐλάβεια γιὰ σκοποὺς συμφεροντολογικοὺς κάνετε μεγάλες προσευχὲς τάχα ὑπὲρ τῶν χηρῶν αὐτῶν)»· διότι ὁ καθένας ποὺ κάνει κάποιο κακὸ εἶναι ἄξιος τιμωρίας, ὅμως αὐτὸς ποὺ καὶ τὴν ἀφορμὴ λαμβάνει ἀπὸ τὴν εὐλάβεια καὶ χρησιμοποιεῖ αὐτὸ τὸ πρόσχημα τῆς πονηρίας εἶναι ὑπεύθυνος γιὰ πολὺ πιὸ φοβερὴ τιμωρία.
Καὶ γιὰ ποιό λόγο δὲν καθαίρεσε αὐτοὺς ἀπὸ τὸ ἀξίωμά τους; Διότι δὲν τὸ ἐπέτρεπε ἀκόμα ὁ καιρός. Γι᾿ αὐτὸ μὲν τοὺς ἀφήνει στὴν ἀρχή, μὲ ὅσα ὅμως λέγει, προφυλάσσει τὸν λαὸ ἀπὸ τὴν ἐξαπάτηση, ὥστε νὰ μὴν παρασύρεται στὸ νὰ τοὺς μιμεῖται λόγου τοῦ ἀξιώματός τους. Ἐπειδὴ λοιπὸν εἶπε: «Ὅλα ὅσα σᾶς λέγουν νὰ τηρεῖτε, νὰ τὰ τηρεῖτε», δείχνει καὶ ὅσα αὐτοὶ παραποιοῦν, ὥστε νὰ μὴν νομιστεῖ ἐκ μέρους τῶν ἀπερίσκεπτων, ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, ὅτι ἐπιτρέπονται τὰ πάντα σὲ αὐτούς.
«Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι κλείετε τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων· ὑμεῖς γὰρ οὐκ εἰσέρχεσθε, οὐδὲ τοὺς εἰσερχομένους ἀφίετε εἰσελθεῖν (:ἀλίμονό σας, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριτές, διότι μὲ τὴ διεστραμμένη διδασκαλία σας, ποὺ ἐπισκοτίζει καὶ νοθεύει τὸ περιεχόμενο τοῦ νόμου, κλείνετε τὴ θύρα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους. Ἀλίμονό σας, διότι καὶ ἐσεῖς δὲν μπαίνετε, ἀλλὰ οὔτε κι ἐκείνους ποὺ ἔχουν τὴ διάθεση νὰ μποῦν τοὺς ἀφήνετε νὰ μποῦν)» [Ματθ. 23,14].
Ἐὰν λοιπὸν τὸ νὰ μὴν ὠφελεῖ κανεὶς κανένα εἶναι ἄξιο κατηγορίας, ὅταν ὁ ἴδιος αὐτὸς βλάπτει καὶ ἐμποδίζει τὸ ὄφελος καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους, ποιά συγγνώμη θὰ ἔχει; Ἀλλὰ τί σημαίνει «τοὺς εἰσερχομένους»; Ἐννοεῖ τοὺς ἄξιους. Διότι ὅταν ἐπρόκειτο νὰ δώσουν ἐντολὲς στοὺς ἄλλους, ἔκαναν ἀβάστακτα τὰ φορτία, ὅταν ὅμως ἔπρεπε οἱ ἴδιοι νὰ κάνουν κάτι ἀπὸ τὰ πρέποντα, τότε, ἀντιθέτως, ὄχι μόνο δὲν ἔκαναν τίποτε οἱ ἴδιοι, ἀλλὰ ἔκαναν αὐτὸ ποὺ ἀποτελεῖ μεγαλύτερη κακία, ὁδηγοῦσαν δηλαδὴ στὴν διαφθορὰ καὶ ἄλλους. Αὐτοὶ εἶναι οἱ λεγόμενοι διαφθορεῖς, ποὺ ἔθεσαν ὡς ἔργο τους τὴν καταστροφὴ τῶν ἄλλων, ἱστάμενοι στὴν ἐκ διαμέτρου ἀντίθετη θέση πρὸς τοὺς διδασκάλους. Διότι, ἐὰν ἔργο τοῦ διδασκάλου εἶναι τὸ νὰ διασώζει αὐτὸν ποὺ ὁδηγεῖται στὴν ἀπώλεια, τὸ νὰ ὁδηγεῖται στὴν ἀπώλεια αὐτὸς ποὺ ἔχει ἐλπίδα νὰ σωθεῖ, εἶναι ἔργο τοῦ διαφθορέα.
Στὴ συνέχεια ὁ Χριστὸς ἀναφέρει καὶ ἄλλο ἔγκλημά τους: «Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι περιάγετε τὴν θάλασσαν καὶ τὴν ξηρὰν ποιῆσαι ἕνα προσήλυτον, καὶ ὅταν γένηται, ποιεῖτε αὐτὸν υἱὸν γεέννης διπλότερον ὑμῶν (:ἀλίμονό σας, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριτές, διότι περιέρχεστε τὴ θάλασσα καὶ τὴ γῆ γιὰ νὰ προσελκύσετε ἔστω καὶ ἕναν μόνο προσήλυτο, καὶ ἀπὸ εἰδωλολάτρη νὰ τὸν κάνετε Ἰουδαῖο. Κι ὅταν γίνει, τὸν κάνετε παιδὶ τῆς κολάσεως ἄξιο νὰ ριχτεῖ σὲ αὐτὴν πολὺ περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι ἐσεῖς)» [Ματθ. 23,15]. Δηλαδὴ «δὲν δείχνετε κανένα ἐνδιαφέρον πλέον γιὰ αὐτὸν ἀμέσως μετὰ τὸν προσηλυτισμό του, ποὺ ἐπιτεύχθηκε μετὰ ἀπὸ τόσους κόπους, ἂν καὶ βέβαια δείχνουμε μεγαλύτερη φροντίδα γιὰ ὅσα πρόσφατα ἔχουν ἀποκτηθεῖ, ἐσᾶς ὅμως οὔτε αὐτὸ σᾶς κάνει περισσότερο ἐπιεικεῖς».
Ἐδῶ ὁ Κύριος γιὰ δύο πράγματα τοὺς κατηγορεῖ. Πρῶτον ὅτι εἶναι ἄχρηστοι ὡς πρὸς σωτηρία τῶν πολλῶν ἀνθρώπων, καὶ ὅτι χρειάζονται πολὺ ἱδρῶτα, ὥστε νὰ προσηλυτίσουν ἔστω καὶ ἕνα. Δεύτερον ἐπίσης, ὅτι δὲν ἐνδιαφέρονται νὰ διαφυλάξουν αὐτὸν ποὺ προσηλύτισαν, ἢ καλύτερα ὄχι μόνο εἶναι ἀδιάφοροι, ἀλλὰ καὶ προδότες, διότι διαφθείρουν αὐτὸν ἐξαιτίας τῆς πονηρῆς διαγωγῆς τους καὶ τὸν κάνουν χειρότερο. Διότι ὅταν ὁ μαθητὴς δεῖ τοὺς διδασκάλους του νὰ εἶναι τέτοιοι, γίνεται χειρότερος. Καὶ δὲν σταματᾷ βέβαια στὸ μέγεθος τῆς κακίας τοῦ διδασκάλου του, ἀλλὰ ὅταν μὲν εἶναι ἐνάρετος, τὸν μιμεῖται, ὅταν ὅμως εἶναι φαῦλος καὶ τὸν ξεπερνᾷ ἐξαιτίας τῆς εὐκολίας ποὺ ὑπάρχει πρὸς τὸ χειρότερο. Τὸν ὀνομάζει μάλιστα «υἱὸν γεέννης (:παιδὶ τῆς κολάσεως)», δηλαδὴ καταστρέφεται κυριολεκτικά. Εἶπε μάλιστα «διπλότερον ὑμῶν (:κατὰ τὸ διπλάσιο χειρότερο ἀπὸ ἐσᾶς)», ὥστε καὶ ἐκείνους νὰ φοβίσει καὶ αὐτοὺς νὰ ψέξει περισσότερο, διότι εἶναι διδάσκαλοι τῆς πονηρίας. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ διότι φροντίζουν νὰ ἐναποθέσουν στοὺς μαθητὲς τους περισσότερη κακία, παρασύροντάς τους σὲ πολὺ μεγαλύτερη φαυλότητα ἀπὸ αὐτὴ ποὺ ἔχουν αὐτοί, πρᾶγμα ποὺ κατεξοχὴν εἶναι δεῖγμα ψυχῆς διεφθαρμένης.
Ἀκολούθως τοὺς χλευάζει καὶ γιὰ ἀνοησία, διότι δίδασκαν νὰ περιφρονοῦν τίς μεγαλύτερες ἐντολές. Καὶ ὅμως προηγουμένως ἔλεγε τὸ ἀντίθετο, ὅτι «τοὺς ἐπιβάλλουν φορτία βαρέα καὶ δυσβάστακτα». Ἀλλὰ καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ἔκαναν, καὶ ὅλα γενικῶς τὰ ἔπρατταν γιὰ νὰ διαφθείρουν τοὺς διδασκομένους τους, ζητῶντας νὰ τηροῦν μὲ ἀκρίβεια τὰ ἀσήμαντα καὶ νὰ περιφρονοῦν τὰ μεγάλα. Διότι λέγει «Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι ἀποδεκατοῦτε τὸ ἡδύοσμον καὶ τὸ ἄνηθον καὶ τὸ κύμινον, καὶ ἀφήκατε τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου, τὴν κρίσιν καὶ τὸν ἔλεον καὶ τὴν πίστιν· ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι (:ἀλίμονό σας, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριτές, διότι δίνετε τὸ ἕνα δέκατο καὶ ἀπ᾿ τὸ δυόσμο ἀκόμη καὶ ἀπ᾿ τὸ ἄνηθο κι ἀπ᾿ τὸ κύμινο, καὶ ἀφήσατε τὰ σπουδαιότερα τοῦ νόμου, δηλαδὴ τὴ δίκαιη κρίση καὶ τὴν εὐσπλαχνία καὶ τὴν τιμιότητα ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο ἀξιόπιστο· ἐνῶ ἔπρεπε πρωτίστως τίς τελευταῖες αὐτὲς ἀρετὲς νὰ ἀσκεῖτε, χωρὶς ὅμως νὰ παραμελεῖτε κι ἐκεῖνα)» [Ματθ. 23,23].
Ἐδῶ λοιπὸν πολὺ εὔλογα συνδέει αὐτὰ μὲ τὰ προηγούμενα, ὅπου γίνεται λόγος γιὰ τὸ δέκατο τῆς περιουσίας καὶ γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη. Διότι τί βλάπτει τὸ νὰ δίδει κανεὶς ἐλεημοσύνη; Ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἔκαναν ὄχι γιὰ νὰ τηρήσουν τοὺς νόμους, διότι οὔτε καὶ αὐτὸς λέγει αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. Γιὰ τὸν λόγο λοιπὸν αὐτὸν λέγει μὲν ἐδῶ τίς φράσεις: «ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι (:αὐτὰ ἔπρεπε νὰ κάνετε)», ἐκεῖ ὅμως ποὺ ὁμιλεῖ περὶ καθαρῶν καὶ ἀκαθάρτων, δὲν τὸ κάνει ἀκόμα αὐτό, ἀλλὰ κάνει διάκριση, καὶ δείχνει ὅτι ἡ ἐξωτερικὴ καθαρότητα κατ᾿ ἀνάγκη ἀκολουθεῖ τὴν ἐσωτερική, ἐνῶ τὸ ἀντίθετο δὲν συμβαίνει. Διότι ὅπου ὁμιλεῖ περὶ φιλανθρωπίας, παρατρέχει αὐτὴν μὲ ἀδιαφορία, καὶ γιὰ τὸν παραπάνω λόγο, καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχε ἔρθει ἀκόμα καιρὸς νὰ καταργήσει σαφῶς καὶ ἀπερίφραστα τίς διατάξεις τοῦ νόμου· ὅπου ὅμως ἐξετάζει τοὺς σωματικοὺς καθαρμούς, μὲ μεγαλύτερη σαφήνεια ἀνατρέπει τίς διατάξεις.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν λοιπὸν σχετικὰ μὲν μὲ τὴν ἐλεημοσύνη λέγει «ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι (:ἔπρεπε πρωτίστως τίς τελευταῖες αὐτὲς ἀρετὲς νὰ ἀσκεῖτε, χωρὶς ὅμως νὰ παραμελεῖτε κι ἐκεῖνα)», σχετικὰ μὲ τοὺς καθαρισμοὺς ὅμως δὲ λέγει τὸ ἴδιο. Ἀλλὰ τί; «Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι καθαρίζετε (:Ἀλίμονό σας, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριτές, διότι καθαρίζετε)» λέγει, «τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ἐξ ἁρπαγῆς καὶ ἀδικίας (:τὴν ἐξωτερικὴ ἐπιφάνεια τοῦ ποτηριοῦ καὶ τῆς πιατέλας, μέσα ὅμως αὐτὰ εἶναι γεμᾶτα ἀπὸ τροφὲς ποὺ προέρχονται ἀπὸ ἁρπαγὴ καὶ ἀδικία) Φαρισαῖε τυφλέ, καθάρισον πρῶτον τὸ ἐντὸς τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος, ἵνα γένηται καὶ τὸ ἐκτὸς αὐτῶν καθαρόν (:Φαρισαῖε τυφλέ, καθάρισε πρῶτα ἐκεῖνο ποὺ εἶναι μέσα στὸ ποτήρι καὶ στὴν πιατέλα, φροντίζοντας νὰ μὴν προέρχεται αὐτὸ ἀπὸ ἀδικία καὶ ἁρπαγή, γιὰ νὰ γίνει καὶ τὸ ἀπέξω τοῦ ποτηριοῦ καὶ τῆς πιατέλας καθαρό. Διαφορετικά, ὅσο κι ἂν καθαρίζεις τὰ σκεύη αὐτά, μένουν ἀκάθαρτα καὶ μολυσμένα)» [Ματθ. 23,25-26]. Καὶ ἔλαβε αὐτὸ τὸ παράδειγμα ἀπὸ τὴν ἀδιάψευστη καὶ φανερὴ πραγματικότητα, ἀπὸ τὸ ποτήρι καί τὸ πιάτο.
Ἔπειτα ἀφοῦ ἀπέδειξε ὅτι καμία βλάβη δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸ νὰ περιφρονεῖ κανεὶς τοὺς σωματικοὺς καθαρμούς, ἐνῶ εἶναι μεγάλη ἡ τιμωρία γιὰ ἐκείνους ποὺ δὲν φροντίζουν γιὰ τὸν καθαρμὸ τῆς ψυχῆς, πρᾶγμα ποὺ συνιστᾷ τὴν ἀρετή, ὀνόμασε «κώνωπα» μὲν αὐτά, διότι εἶναι μικρὰ καὶ ἀσήμαντα, «κάμηλον» δὲ ἐκεῖνα, διότι εἶναι ἀφόρητα. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ λέγει: «ὁδηγοὶ τυφλοί, οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες! (:Ὁδηγοὶ τυφλοί, ποὺ στραγγίζετε ἀπὸ τὸ κρασὶ τὸ κουνούπι ὡς ἀκάθαρτο σύμφωνα μὲ τὸν νόμο, καταπίνετε ὅμως τὴν καμήλα, ποὺ κι αὐτὴ σύμφωνα μὲ τὸν νόμο εἶναι ἀκάθαρτη. Δίνετε ὁλόκληρη τὴν προσοχή σας μόνο στὰ μικρά, τὴ στιγμὴ ποὺ ταυτόχρονα καὶ χωρὶς τύψη κάνετε μεγάλα καὶ πολλὰ ἁμαρτήματα)» [Ματθ. 23,24].
Καθόσον καὶ ἐκεῖνα ἔχουν νομοθετηθεῖ γιὰ αὐτά, γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν δικαιοσύνη, καὶ ἑπομένως οὔτε καὶ τότε ὠφελοῦσαν ἐὰν κάποιος ἁπλὰ καὶ μόνο τὰ ἔπραττε. Διότι, ὅταν θεσπίστηκαν τὰ μικρὰ γιὰ τὰ μεγάλα καὶ στὴ συνέχεια μὲν τὰ μεγάλα περιφρονοῦνταν, ἐνῶ μόνο τὰ μικρὰ ἐκτελοῦνταν, δὲν προέκυπτε τότε κανένα ἐπιπλέον ὄφελος ἀπὸ τὰ μικρά. Διότι τὰ μὲν μεγάλα δὲν ἀκολουθοῦσαν τὰ μικρά, ἐνῶ τὰ μικρὰ ὁπωσδήποτε ἀκολουθοῦσαν τὰ μεγάλα, αὐτὰ ὅμως τὰ λέγει γιὰ νὰ δείξει ὅτι καὶ προηγουμένως, πρὶν ἀπὸ τὸν ἐρχομὸ τῆς χάριτος, αὐτὰ δὲν ἦταν τὰ κύρια, οὔτε καὶ τὰ πάρα πολὺ ἀξιόλογα, ἀλλὰ ἦταν ἁπλῶς ἀναγκαία. Ἐὰν δὲ πρὶν ἀπό τὴν χάρη ἴσχυαν τὰ παραγγέλματα αὐτά, πολὺ περισσότερο αὐτὰ κατέστησαν ἀνώφελα ὅταν δόθηκαν τὰ ὑψηλὰ παραγγέλματα, καὶ δὲν χρειάζονταν καθόλου νὰ ἐπιζητοῦνται καὶ νὰ τηροῦνται.
Πάντοτε λοιπὸν ἡ κακία εἶναι φοβερὸ πρᾶγμα, προπάντων ὅμως ὅταν κανεὶς δὲν παραδέχεται ὅτι ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ διόρθωση. Καὶ τὸ ἀκόμα φοβερότερο εἶναι, ὅταν πιστεύει ὅτι μπορεῖ καὶ νὰ διορθώνει. Θέλοντας αὐτὸ νὰ δηλώσει ὁ Χριστός, τοὺς ὀνομάζει τυφλοὺς ὁδηγούς, διότι ἐὰν τὸ νὰ πιστεύει ὁ τυφλὸς ὅτι δὲν ἔχει ἀνάγκη ὁδηγοῦ, εἶναι ἡ πιὸ φοβερὴ συμφορὰ καὶ ἀθλιότητα, τὸ νὰ θέλει ὅμως καὶ ὁ ἴδιος ὁ τυφλὸς νὰ ὁδηγήσει ἄλλους, ἀναλογίσου σὲ πόσο μεγαλύτερο βάραθρο ὁδηγεῖ αὐτούς.
Αὐτὰ δὲν τὰ λέγει ὑπαινισσόμενος μὲ ὅλα αὐτὰ τὴν δοξομανία τῶν Φαρισαίων καὶ τὴν πάρα πολὺ μεγάλη λύσσα τους ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸ πάθος τους αὐτό· διότι αὐτὸ ἔγινε σὲ αὐτοὺς αἴτιο ὅλων τῶν κακῶν, τὸ ὅτι τὰ ἔκαναν ὅλα γιὰ νὰ ἐπιδειχθοῦν. Αὐτὸ τοὺς ἀπομάκρυνε καὶ ἀπὸ τὴν πίστη τους, καὶ τοὺς ἔκανε νὰ παραμελοῦν τὴν πραγματικὴ ἀρετή, καὶ τοὺς ἔπειθε νὰ ἀσχολοῦνται μόνο μὲ σωματικοὺς καθαρμοὺς καὶ νὰ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴν καθαριότητα τῆς ψυχῆς τους.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν τοὺς ὁδηγεῖ στὴν πραγματικὴ ἀρετή, τοὺς ὑπενθυμίζει τὰ καθάρσια τῆς ψυχῆς, τὴν ἀγάπη δηλαδή, τὴν δικαιοσύνη καὶ τὴν πίστη. Διότι αὐτὰ συγκρατοῦν τὴν ζωή μας, αὐτὰ καθαρίζουν τὴν ψυχή μας, ἡ δικαιοσύνη, ἡ φιλανθρωπία καὶ ἡ ἀλήθεια. Καὶ ἡ μὲν δικαιοσύνη μᾶς ὁδηγεῖ στὴ συγγνώμη καὶ δὲν ἐπιτρέπει νὰ εἴμαστε ὑπερβολικὰ σκληροὶ καὶ νὰ μὴν συγχωροῦμε αὐτοὺς ποὺ ἁμαρτάνουν (ἔτσι λοιπὸν ἔχουμε διπλὸ κέρδος, καὶ φιλάνθρωποι γινόμαστε, καὶ ἐξαιτίας αὐτοῦ καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι λαμβάνουμε πολλὴ φιλανθρωπία ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ τῶν ὅλων), καὶ μᾶς ἐξασκεῖ στὸ νὰ συμπονοῦμε τοὺς ἀδικημένους καὶ νὰ τοὺς βοηθᾶμε. Ἡ φιλανθρωπία πάλι δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ εἴμαστε ἀπατεῶνες καὶ ὕπουλοι.
Ἀλλὰ οὔτε ὅταν λέγει: «ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι (:ἐνῶ ἔπρεπε πρωτίστως τίς ἀρετὲς αὐτὲς νὰ ἀσκεῖτε χωρὶς ὅμως νὰ παραμελεῖτε κι ἐκεῖνα)», τὰ λέγει ὡς νὰ εἰσάγει νομικὴ παρατήρηση, μὴ γένοιτο, διότι αὐτὸ τὸ ἀποδείξαμε προηγουμένως. Οὔτε ὅταν μίλησε περὶ τοῦ πιάτου καὶ τοῦ ποτηριοῦ, «καθάρισον πρῶτον τὸ ἐντὸς τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος, ἵνα γένηται καὶ τὸ ἐκτὸς αὐτῶν καθαρόν (:καθάρισε πρῶτα ἐκεῖνο ποὺ εἶναι μέσα στὸ ποτήρι καὶ στὴν πιατέλα, φροντίζοντας νὰ μὴν προέρχεται αὐτὸ ἀπὸ ἀδικία καὶ ἁρπαγή, γιὰ νὰ γίνει καὶ τὸ ἀπέξω τοῦ ποτηριοῦ καὶ τῆς πιατέλας καθαρό)» [Ματθ. 23,26], μᾶς ὁδηγεῖ στὴν παλιὰ μικρολογία, ἀλλὰ ἀντιθέτως ὅλα τὰ κάνει γιὰ νὰ ἀποδείξει ὅτι εἶναι περιττή.
Διότι δὲν εἶπε «καὶ τὸ ἐξωτερικὸ καθαρίστε» ἀλλὰ τὸ «ἐσωτερικό», καὶ ὁπωσδήποτε ἐκεῖνο θὰ τὸ ἀκολουθήσει αὐτό. Ἐκτὸς αὐτοῦ ἄλλωστε δὲν ὁμιλεῖ περὶ πιάτου καὶ ποτηριοῦ, ἀλλὰ ἀναπτύσσει τὴν περὶ ψυχῆς καὶ σώματος διδασκαλία, ὀνομάζει ''ἐξωτερικό'' μὲν τὸ σῶμα, ''ἐσωτερικό'' δὲ τὴν ψυχή. Ἐὰν δὲν πρέπει νὰ φροντίζεις γιὰ τὴν καθαριότητα τοῦ ἐσωτερικοῦ μέρους τοῦ πιάτου, πολὺ περισσότερο πρέπει νὰ τὸ κάνεις αὐτὸ γιὰ τὸν ἴδιο σου τὸν ἑαυτό. «Ἐσεῖς ὅμως», λέγει, «κάνετε τὸ ἀντίθετο, φυλάσσετε δηλαδὴ τὰ μικρὰ καὶ ἐξωτερικά, παραμελεῖτε τὰ μεγάλα καὶ ἐσωτερικά, καὶ ἔτσι γίνεται πολὺ μεγάλη ἡ βλάβη, διότι νομίζοντας ὅτι διορθώσατε το πᾶν, περιφρονεῖτε τὰ ὑπόλοιπα, περιφρονῶντας δὲ αὐτά, δὲν φροντίζετε οὔτε καταβάλετε καμία προσπάθεια νὰ τὰ πράξετε αὐτά».
Στὴ συνέχεια πάλι ψέγει αὐτοὺς γιὰ τὴν κενοδοξία, τοὺς ἀποκαλεῖ ὡς «τάφους ἀσβεστωμένους», καὶ στὸ τέλος τοὺς ὀνομάζει «ὑποκριτές», πρᾶγμα ποὺ εἶναι αἰτία ὅλων τῶν κακῶν καὶ αἰτία ἀπώλειας σὲ αὐτούς [Ματθ. 23,27-28: «Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι παρομοιάζετε τάφοις κεκονιαμένοις, οἵτινες ἔξωθεν μὲν φαίνονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καὶ πάσης ἀκαθαρσίας (:ἀλίμονό σας, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριτές, διότι μοιάζετε μὲ τάφους ἀσβεστωμένους, οἱ ὁποῖοι ἀπ᾿ ἔξω βέβαια φαίνονται ὡραῖοι καὶ κατάλευκοι, ἀπὸ μέσα ὅμως εἶναι γεμᾶτοι ἀπὸ κόκκαλα νεκρῶν καὶ ἀπὸ κάθε λογῆς ἀκαθαρσία)»]. Δὲν τοὺς ὀνομάζει ἁπλῶς τάφους ἀσβεστωμένους, ἀλλὰ εἶπε ὅτι εἶναι γεμᾶτοι ὑποκρισία καὶ παρανομία.
Καὶ αὐτὰ φυσικὰ δὲν τὰ λέγει μόνο ὁ Χριστός, ἀλλὰ καὶ οἱ προφῆτες συνεχῶς γιὰ τὸ ἴδιο τοὺς κατηγοροῦν, ὅτι δηλαδὴ ἁρπάζουν, ὅτι οἱ ἄρχοντές τους δὲν δικάζουν σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους τοῦ δικαίου καὶ σὲ κάθε περίπτωση εἶναι δυνατὸν νὰ βρεῖς τίς μὲν θυσίας νὰ περιφρονοῦνται, αὐτὰ δὲ νὰ ἐπιδιώκονται. Ὥστε τίποτε δὲν εἶναι παράξενο, οὔτε καινούργιο, οὔτε ἡ νομοθεσία, οὔτε ἡ κατηγορία, ἀλλὰ οὔτε καὶ αὐτὴ ἡ εἰκόνα τοῦ τάφου. Διότι μνημονεύει αὐτὴ καὶ ὁ προφήτης, ὁ ὁποῖος δὲν ὀνόμασε αὐτοὺς ἁπλὰ «τάφους», ἀλλὰ «τάφο ὀλάνοικτο τὸν λάρυγγά τους» [Ψαλμ. 5,10: «ὅτι οὐκ ἔστιν ἐν τῷ στόματι αὐτῶν ἀλήθεια, ἡ καρδία αὐτῶν ματαία· τάφος ἀνεῳγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν, ταῖς γλώσσαις αὐτῶν ἐδολιοῦσαν (:διότι στὸ στόμα τῶν ἐχθρῶν μου δὲν ὑπάρχει ποτὲ ἡ ἀλήθεια. Ἡ καρδιά τους σκέπτεται καὶ ἐπιθυμεῖ πάντοτε μάταια καὶ ἐπιβλαβῆ. Ὁ λάρυγγάς τους εἶναι τάφος ἀνοικτός, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἐξέρχονται δυσωδίες· καὶ μὲ τίς ψευδολόγους γλῶσσες τους, ἐκχύνουν φαρμακερὲς δολιότητες)»].
Τέτοιοι εἶναι καὶ σήμερα πολλοὶ ἄνθρωποι, ποὺ στηρίζονται μὲν ἐξωτερικά, ἐσωτερικὰ ὅμως εἶναι γεμᾶτοι παρανομία. Καθόσον καὶ τώρα γιὰ μὲν τοὺς ἐξωτερικοὺς καθαρισμοὺς ὑπάρχει πολλὴ διάθεση καὶ καταβάλλεται μεγάλη φροντίδα, γιὰ τὴν ψυχὴ ὅμως, τίποτε ἀπὸ αὐτά. Ἀλλὰ ἂν κάποιος ἤθελε νὰ ἀνοίξει τὴν συνείδηση τοῦ καθενός, θὰ βρεῖ πολλοὺς σκώληκες καὶ πύο καὶ ἀπερίγραπτη δυσωδία, ἐννοῶ ἐπιθυμίες παράλογες καὶ πονηρές, ποὺ εἶναι πιὸ ἀκάθαρτες ἀπὸ τοὺς σκώληκες.
«Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι οἰκοδομεῖτε τοὺς τάφους τῶν προφητῶν καὶ κοσμεῖτε τὰ μνημεῖα τῶν δικαίων (:ἀλίμονό σας, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριτές, διότι κτίζετε τοὺς τάφους τῶν προφητῶν καὶ στολίζετε τα μνήματα τῶν δικαίων) καὶ λέγετε· εἰ ἦμεν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν πατέρων ἡμῶν, οὐκ ἂν ἦμεν κοινωνοὶ αὐτῶν ἐν τῷ αἵματι τῶν προφητῶν (:καὶ λέτε: ''ἐὰν ζούσαμε ἐμεῖς στὶς ἡμέρες τῶν πατέρων μας, δὲν θὰ γινόμασταν συνεργοὶ καὶ συνένοχοί τους στὸ φόνο τῶν προφητῶν'') ὥστε μαρτυρεῖτε ἑαυτοῖς ὅτι υἱοὶ ἐστε τῶν φονευσάντων τοὺς προφήτας (:Ἄρα λοιπὸν ἐσεῖς οἱ ἴδιοι ὁμολογεῖτε γιὰ τὸν ἑαυτό σας ὅτι εἶστε ἀπόγονοι ἐκείνων ποὺ σκότωσαν τοὺς προφῆτες καὶ ἔχετε κακὴ κληρονομικότητα, ἀπὸ τὴν ὁποία ὅμως δὲν φροντίσατε νὰ ἀπαλλαγεῖτε) καὶ ὑμεῖς πληρώσατε τὸ μέτρον τῶν πατέρων ὑμῶν (:συμπληρῶστε λοιπὸν κι ἐσεῖς ἐκεῖνα ποὺ λείπουν ἀκόμη ἀπ᾿ ὅσα ἄρχισαν νὰ κάνουν οἱ πρόγονοί σας, ὥστε νὰ φθάσετε στὸ ἀκρότατο ὅριο τῆς κακίας)».
Δὲν λέει ὁ Χριστὸς τὸ «ἀλίμονο» ἐναντίον τους, διότι χτίζουν τοὺς τάφους, οὔτε ἐπειδὴ κατηγοροῦν τοὺς προγόνους τους ποὺ φόνευσαν τοὺς προφῆτες, ἀλλὰ διότι καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ καὶ μὲ ὅλα ὅσα λέγουν, προσποιούμενοι ὅτι κατηγοροῦν τοὺς πατέρες τους, πράττουν χειρότερα. Τὸ ὅτι λοιπὸν ἦταν προσποιητὴ ἡ κατηγορία ἐνάντια στοὺς πατέρες τους τὸ λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μὲ τίς λέξεις «καὶ συνευδοκεῖτε (:καὶ ἐπιδοκιμάζετε)» καὶ «κοσμεῖτε (:καὶ διακοσμεῖτε)», διότι λέγει: «οὐαὶ ὑμῖν, ὅτι οἰκοδομεῖτε τὰ μνημεῖα τῶν προφητῶν, οἱ δὲ πατέρες ὑμῶν ἀπέκτειναν αὐτούς. ἄρα μαρτυρεῖτε καὶ συνευδοκεῖτε τοῖς ἔργοις τῶν πατέρων ὑμῶν, ὅτι αὐτοὶ μὲν ἀπέκτειναν αὐτούς, ὑμεῖς δὲ οἰκοδομεῖτε αὐτῶν τὰ μνημεῖα (:Ἀλίμονό σας, διότι κτίζετε τὰ μνημεῖα τῶν προφητῶν καὶ φαίνεστε ἔτσι ὅτι τὸ κάνετε αὐτὸ ἀπὸ σεβασμὸ πρὸς τοὺς προφῆτες. Ἔχετε ὅμως κι τίς ἴδιες διαθέσεις μὲ τοὺς προγόνους σας· διότι οἱ πατέρες σας καὶ οἱ πρόγονοί σας ὄχι μόνο δὲν ἔδειξαν κανένα σεβασμὸ σὲ αὐτούς, ἀλλὰ καὶ τοὺς σκότωσαν. Ἄρα λοιπόν, ἀφοῦ δὲν ἀποκηρύττετε τοὺς πατέρες σας καὶ δὲν συμμορφώνετε τὴ ζωή σας μὲ τὴ διδασκαλία τῶν προφητῶν, γίνεστε μάρτυρες κατηγορίας ἐναντίον τῶν ἀπεσταλμένων τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπιδοκιμάζετε καὶ ἐγκρίνετε τὰ ἔργα τῶν πατέρων σας. Διότι ἐκεῖνοι τοὺς σκότωσαν, κι ἐσεῖς θάβετε τοὺς σκοτωμένους καὶ τοὺς κτίζετε τὰ μνημεῖα, συμπληρώνοντας ἔτσι τὸ ἔργο τῶν πατέρων σας)» [Λουκᾶ 11, 47-48].
Ἐδῶ λοιπὸν κατηγορεῖ τὴν διάθεσή τους, μὲ τὴν ὁποία ἔχτιζαν, διότι δὲν ἔχτιζαν αὐτοὺς τοὺς τάφους πρὸς τιμὴν τῶν προφητῶν ποὺ σφαγιάστηκαν ἀπὸ τοὺς πατέρες τους, ἀλλὰ μὲ σκοπὸ νὰ διαπομπεύσουν τίς σφαγές, καὶ φοβούμενοι μήπως μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου ἐξαφανιστοῦν οἱ τάφοι, καὶ μειωθεῖ ὁ ἔλεγχος καὶ ἡ ἀνάμνηση τῆς τόσο μεγάλης τόλμης τους, ἔτσι ἔχτιζαν τοὺς τάφους, χτίζοντας λαμπρὲς οἰκοδομὲς ὡς κάποιο τρόπαιο, καὶ ἔτσι καυχιόντουσαν μὲ τὰ τολμήματα ἐκείνων καὶ ἐπιδεικνύονταν. «Διότι αὐτὰ ποὺ τολμᾶτε τώρα δείχνουν ὅτι καὶ αὐτὰ τὰ κάνατε μὲ τὸν ἴδιο σκοπό». «Διότι καὶ ἂν ἀκόμα», λέγει ὁ Κύριος, «ἰσχυρίζεστε τὸ ἀντίθετο, ὅτι τάχα τοὺς κατηγορεῖτε, ὅπως ὅτι ''δὲν θὰ συμμετείχαμε στὰ ἔργα ἐκείνων ἐὰν ζούσαμε στὶς ἡμέρες ἐκεῖνες'', ἀλλὰ ὅμως εἶναι ὁλοφάνερη ἡ διάθεση μὲ τὴν ὁποία τὰ λέτε αὐτά».
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀποκαλύπτει αὐτὴν μὲ αἰνιγματικὸ μὲν τρόπο, ὁπωσδήποτε ὅμως τὴν λέγει. Διότι ἀφοῦ εἶπε «ὥστε μαρτυρεῖτε ἑαυτοῖς ὅτι υἱοὶ ἐστε τῶν φονευσάντων τοὺς προφήτας (:ἄρα λοιπὸν ἐσεῖς οἱ ἴδιοι ὁμολογεῖτε γιὰ τὸν ἑαυτό σας ὅτι εἶστε ἀπόγονοι ἐκείνων ποὺ σκότωσαν τοὺς προφῆτες καὶ ἔχετε κακὴ κληρονομικότητα, ἀπὸ τὴν ὁποία ὅμως δὲν φροντίσατε νὰ ἀπαλλαγεῖτε)», πρόσθεσε: «καὶ ὑμεῖς πληρώσατε τὸ μέτρον τῶν πατέρων ὑμῶν (:συμπληρῶστε λοιπὸν καὶ ἐσεῖς ἐκεῖνα ποὺ λείπουν ἀκόμη ἀπ᾿ ὅσα ἄρχισαν νὰ κάνουν οἱ πρόγονοί σας, ὥστε νὰ φτάσετε στὸ ἀκρότατο ὅριο τῆς κακίας)» [Ματθ. 23,32].
Καὶ ποιά κατηγορία ὑπάρχει γιὰ τὸν υἱὸ ἑνὸς φονιᾶ, ἐὰν δὲν συμμετέχει στὴν διάθεση τοῦ πατέρα του; Καμία. Ἑπομένως εἶναι φανερὸ ὅτι γιὰ αὐτὸ τοὺς κατηγορεῖ, ὑπαινισσόμενος τὴν συγγένειά τους μὲ αὐτοὺς ὡς πρὸς τὴν κακία. Καὶ αὐτὸ τὸ φανερώνει καὶ τὸ ἑξῆς καθότι πρόσθεσε: «ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν!(:φίδια, παιδιὰ γεννημένα ἀπὸ ὀχιές, γεμᾶτα κακία καὶ θανατηφόρο δηλητήριο, τὸ ὁποῖο κληρονομήσατε κι ἀπ᾿ τοὺς προγόνους σας)». Διότι «ὅπως τὰ φίδια μοιάζουν μὲ τοὺς γονεῖς τους ὡς πρὸς τὴν πικρότητα τοῦ δηλητηρίου τους, ἔτσι καὶ ἐσεῖς μοιάζετε πρὸς τοὺς πατέρες σας ὡς πρὸς τὴν φονικὴ διάθεση».
Στὴ συνέχεια ἐπειδὴ ἐξετάζει τὴν διάθεση ποὺ δὲν εἶναι φανερὴ σὲ πολλούς, διατυπώνει τοὺς λόγους Του ἀπὸ τὰ ἔργα τους ποὺ πρόκειται νὰ τολμήσουν καὶ ποὺ θὰ γίνουν γνωστὰ σὲ ὅλους. Διότι ἐπειδὴ εἶπε «Ὥστε ἐσεῖς οἱ ἴδιοι ἐπιβεβαιώνετε ὅτι εἶστε υἱοὶ ἐκείνων ποὺ φόνευσαν τοὺς προφῆτες», δηλώνοντας ὅτι ἐννοεῖ καὶ τὴν συγγένειά τους ὡς πρὸς τὴν πονηριὰ καὶ ὅτι ἦταν πλασματικοὶ καὶ ὑποκριτικοὶ οἱ λόγοι τους «εἰ ἦμεν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν πατέρων ἡμῶν, οὐκ ἂν ἦμεν κοινωνοὶ αὐτῶν ἐν τῷ αἵματι τῶν προφητῶν», πρόσθεσε «καὶ ὑμεῖς πληρώσατε τὸ μέτρον τῶν πατέρων ὑμῶν», δὲν προστάζει, ἀλλὰ προλέγει αὐτὸ ποὺ θὰ γίνει, δηλαδὴ τὴν σφαγὴ τοῦ ἑαυτοῦ Του ἐπάνω στὸν Σταυρό. Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, ἀφοῦ συνέχισε τὸν ἔλεγχο καὶ ἀπέδειξε πὼς ἦταν πρόφαση αὐτὰ ποὺ ἔλεγαν δικαιολογῶντας τοὺς ἑαυτούς τους, ὅπως ὅτι «δὲν θὰ συμμετέχουμε στὰ ἔργα αὐτῶν» (διότι αὐτοὶ ποὺ δὲν ἀπέχουν ἀπὸ τὸν φόνο τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, πῶς θὰ ἀπέχουν ἀπό τὸ φόνο τῶν δούλων Του;) κάνει αὐστηρότερο τὸν λόγο Του στὴ συνέχεια, τοὺς ὀνομάζει «φίδια καὶ γεννήματα ἐχιδνῶν» καὶ συμπληρώνει: «πῶς φύγητε ἀπὸ τῆς κρίσεως τῆς γεέννης; (:πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ξεφύγετε ἀπ᾿ τὴν καταδίκη ποὺ θὰ σᾶς ρίξει στὴν κόλαση;)».
Στὴ συνέχεια καὶ μὲ ἄλλο τρόπο τους ἐλέγχει, αὐξάνοντας τὴν κατηγορία Του καὶ λέγει: «διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω πρὸς ὑμᾶς προφήτας καὶ σοφοὺς καὶ γραμματεῖς, καὶ ἐξ αὐτῶν ἀποκτενεῖτε καὶ σταυρώσετε, καὶ ἐξ αὐτῶν μαστιγώσετε ἐν ταῖς συναγωγαῖς ὑμῶν καὶ διώξετε ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν (:γι᾿ αὐτό, νά, ἐγὼ κάνω τὴν τελευταία προσπάθεια νὰ σᾶς σώσω καὶ σᾶς ἀποστέλλω προφῆτες καὶ σοφοὺς καὶ γραμματεῖς, τοὺς ἀποστόλους μου δηλαδὴ καὶ τοὺς διαδόχους τους, ποὺ θὰ εἶναι φωτισμένοι καὶ σοφισμένοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὴ διδασκαλία μου. Καὶ ἄλλους ἀπ᾿ αὐτοὺς θὰ σκοτώσετε καὶ θὰ σταυρώσετε· καὶ ἄλλους θὰ μαστιγώσετε στὶς συναγωγές σας καὶ θὰ τοὺς διώξετε ἀπ᾿ τὴ μία πόλη στὴν ἄλλη)» [Ματθ. 23,34]. Γιὰ νὰ μὴν λέγουν λοιπὸν ὅτι «μολονότι σταυρώσαμε τὸν Κύριο, ὅμως δὲν θὰ συμμετείχαμε καὶ στὸ φόνο τῶν δούλων Του, ἐὰν ζούσαμε τότε, ἰδού», λέγει, «καὶ δούλους θὰ σᾶς ἀποστείλω, προφῆτες καὶ αὐτούς, καὶ οὔτε αὐτοὺς θὰ λυπηθεῖτε».
Καὶ αὐτὰ τὰ λέει γιὰ νὰ δείξει ὅτι δὲν εἶναι καθόλου παράξενο τὸ νὰ σφαγεῖ ἀπὸ τοὺς υἱοὺς ἐκείνων ποὺ εἶναι φονικοὶ καὶ ὕπουλοι καὶ ἔχουν πολὺ δόλο καὶ ξεπερνοῦν τοὺς πατέρες τους σὲ αὐτὰ τὰ τολμήματα. Ἐκτὸς λοιπὸν καὶ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἰπώθηκαν, ἀποδεικνύει ὅτι εἶναι καὶ πολὺ κενόδοξοι. Καθόσον ὅταν λέγουν «Ἐὰν ζούσαμε κατὰ τίς ἡμέρες τῶν πατέρων μας, δὲν θὰ συμμετείχαμε στὰ ἔργα αὐτῶν», τὰ λέγουν ἀπὸ κενοδοξία, δείχνοντας τὴν εὐσέβειά τους μόνο μὲ λόγια, ἐνῶ μὲ τὰ ἔργα τους πράττουν τὰ ἀντίθετα.
«Φίδια καὶ γεννήματα ἐχιδνῶν», δηλαδή, «πονηρὰ παιδιὰ πονηρῶν καὶ πονηρότεροι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ σᾶς γέννησαν»· διότι τοὺς ἀποδεικνύει ὅτι διαπράττουν μεγαλύτερα ἐγκλήματα καὶ ὅτι ἐπιχείρησαν τὰ ἴδια μὲ ἐκείνους, ἀλλὰ καὶ πολὺ χειρότερα ἀπὸ ἐκείνους καὶ αὐτὰ τὰ ἐλέγχουν μὲ αὐστηρότητα σὰν νὰ μὴν περιέπεσαν ποτὲ στὰ ἴδια. Διότι αὐτοὶ προσθέτουν καὶ στὰ ἐγκλήματά τους καὶ τὸ τελευταῖο ἀπὸ ὅλα, τὸ ἀποκορύφωμα τῶν κακῶν: καθόσον ἐκεῖνοι μὲν φόνευσαν τοὺς δούλους ποὺ ἦλθαν στὸν ἀμπελῶνα, ἐνῶ αὐτοὶ φόνευσαν καὶ τὸν ἴδιο τὸν Υἱὸ καὶ αὐτοὺς ποὺ τοὺς προσκάλεσαν στὸ γάμο.
Αὐτὰ ἐπίσης τὰ λέγει, ἀποχωρίζοντας αὐτοὺς ἀπὸ τὴν συγγένεια τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ἀποδεικνύει ὅτι δὲν ὠφελοῦνται σὲ τίποτε ἀπὸ τὴν συγγένειά τους αὐτή, ἐὰν δὲν μιμηθοῦν τὰ ἔργα ἐκείνου. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ προσθέτει: «πῶς φύγητε ἀπὸ τῆς κρίσεως τῆς γεέννης; (:πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ξεφύγετε ἀπ᾿ τὴν καταδίκη ποὺ θὰ σᾶς ρίξει στὴν κόλαση;)».Ἐδῶ ἐπίσης τοὺς ὑπενθυμίζει καὶ τὴν κατηγορία τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ ἐναντίον τους, καθόσον καὶ ἐκεῖνος ἔτσι τοὺς ὀνόμασε, καθὼς ἐπίσης τοὺς ὑπενθύμισε καὶ τὴ μέλλουσα κρίση.
Ἔπειτα, ἐπειδὴ δὲν τοὺς φόβιζε καθόλου ἡ μέλλουσα κρίση καὶ ἡ γέενα ἐξαιτίας τοῦ ὅτι δὲν πίστευαν καὶ δὲν ἔδιναν σημασία στὸ πρᾶγμα, τοὺς συγκρατεῖ ἀπὸ γεγονότα τοῦ παρόντος καὶ λέγει: «Διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω πρὸς ὑμᾶς προφήτας καὶ σοφοὺς καὶ γραμματεῖς, καὶ ἐξ αὐτῶν ἀποκτενεῖτε καὶ σταυρώσετε, καὶ ἐξ αὐτῶν μαστιγώσετε ἐν ταῖς συναγωγαῖς ὑμῶν καὶ διώξετε ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν (:γι᾿ αὐτό, νά, ἐγὼ κάνω τὴν τελευταία προσπάθεια νὰ σᾶς σώσω καὶ σᾶς ἀποστέλλω προφῆτες καὶ σοφοὺς καὶ γραμματεῖς, τοὺς ἀποστόλους μου δηλαδὴ καὶ τοὺς διαδόχους τους, ποὺ θὰ εἶναι φωτισμένοι καὶ σοφισμένοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὴ διδασκαλία μου. Καὶ ἄλλους ἀπ᾿ αὐτοὺς θὰ σκοτώσετε καὶ θὰ σταυρώσετε· καὶ ἄλλους θὰ μαστιγώσετε στὶς συναγωγές σας καὶ θὰ τοὺς διώξετε ἀπ᾿ τὴ μία πόλη στὴν ἄλλη) ὅπως ἔλθῃ ἐφ᾿ ὑμᾶς πᾶν αἷμα δίκαιον ἐκχυνόμενον ἐπὶ τῆς γῆς ἀπὸ τοῦ αἵματος Ἄβελ τοῦ δικαίου ἕως τοῦ αἵματος Ζαχαρίου υἱοῦ Βαραχίου, ὃν ἐφονεύσατε μεταξὺ τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ θυσιαστηρίου (:γιὰ νὰ πέσει ἐπάνω σας ἡ εὐθύνη καὶ ἡ καταδίκη γιὰ κάθε δίκαιο αἷμα ποὺ χύθηκε ἄδικα στὴ γῆ, ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ δικαίου Ἄβελ ἕως τὸ αἷμα τοῦ Ζαχαρία τοῦ γιοῦ τοῦ Βαραχία, ποὺ τὸν σκοτώσατε ἀνάμεσα στὸν ναὸ καὶ τὸ θυσιαστήριο, κι ἔτσι γίνατε ἔνοχοι ὄχι μόνο τοῦ ἐγκλήματος τοῦ φόνου, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀσεβοῦς βεβηλώσεως τοῦ ναοῦ, τὸν ὁποῖο βάψατε μὲ αἷμα ἀνθρώπου δικαίου)» [Ματθ. 23,35].
Βλέπεις μὲ πόσους τρόπους τοὺς προφύλαξε; Εἶπε ὅτι «κατηγορεῖτε τοὺς πατέρες σας μὲ ὅσα λέγετε ὅτι δὲν θὰ συμμετείχατε στὰ ἔργα τους», καὶ αὐτὸ δὲν ἦταν μικρὸ γιὰ νὰ τοὺς ἀποτρέψει. Εἶπε ὅτι «μολονότι κατηγορεῖτε ἐκείνους, ἐσεῖς ὅμως πράττετε χειρότερα»· καὶ αὐτὸ ἦταν ἱκανὸ νὰ τοὺς κάνει νὰ ντραποῦν. Εἶπε ὅτι «δὲν θὰ μείνουν αὐτὰ ἀτιμώρητα», καὶ μὲ τοὺς λόγους Του αὐτοὺς ἐμβάλλει σὲ αὐτοὺς φόβο ἀπερίγραπτο, τοὺς ὑπενθύμισε δηλαδὴ τὸ πῦρ τῆς γεένης.
Στὴ συνέχεια ἐπειδὴ ἐκείνη θὰ συνέβαινε στὸ μέλλον, τοὺς παρουσίασε τὰ δεινὰ ποὺ θὰ συμβοῦν στὴν παροῦσα ζωή, διότι λέει: «ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἥξει ταῦτα πάντα ἐπὶ τὴν γενεὰν ταύτην (:ἀλήθεια σᾶς λέω ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ δεινὰ θὰ πέσουν πάνω στὴ γενιὰ αὐτή)». Πρόσθεσε ἐπίσης ὑπερβολικὴ σφοδρότητα στὴν τιμωρία, λέγοντας ὅτι θὰ πάθουν χειρότερα ἀπὸ ὅλους καὶ ὅμως μὲ κανένα ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἔγιναν καλύτεροι.
Ἐὰν πάλι ρωτοῦσε ἴσως κάποιος: «καὶ γιατί τέλος πάντων ὑποφέρουν χειρότερα ἀπὸ ὅλους;», θὰ μπορούσαμε νὰ τοῦ ἀπαντήσουμε ὅτι ὑποφέρουν περισσότερο ἀπὸ ὅλους ἐπειδὴ διέπραξαν χειρότερα ἀπὸ ὅλους καὶ δὲν σωφρονίστηκαν μὲ κανένα ἀπὸ ὅσα ἔγιναν. Ἢ δὲν ἄκουσες τὸν Λάμεχ ποὺ λέγει «ὅτι ἑπτάκις ἐκδεδίκηται ἐκ Κάϊν, ἐκ δὲ Λάμεχ ἑβδομηκοντάκις ἑπτά (:ἑφτὰ φορὲς ἔχει τιμωρηθεῖ ὁ Κάϊν γιὰ τὸν φόνο τοῦ ἀδελφοῦ του, ἐνῶ ἐγὼ ὁ Λάμεχ ἑβδομῆντα ἑφτὰ φορές)» [Γέν. 4,24], δηλαδὴ «ἐγὼ εἶμαι ἄξιος περισσότερων τιμωριῶν παρὰ ὁ Κάϊν». Γιατί τέλος πάντων; Ὄχι βέβαια ἐπειδὴ φόνευσε καὶ αὐτὸς τὸν ἀδελφό του, ἀλλὰ γιατί δὲν σωφρονίστηκε μὲ τὸ παράδειγμα ἐκείνου καὶ διέπραξε καὶ αὐτὸς φόνο κάποιου ἄλλου ἀνθρώπου.
Αὐτὸ σημαίνουν τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ ποὺ λέγει στὴν ἄλλη περίπτωση: «ἐγὼ γὰρ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, Θεὸς ζηλωτής, ἀποδιδοὺς ἁμαρτίας πατέρων ἐπὶ τέκνα, ἕως τρίτης καὶ τετάρτης γενεᾶς τοῖς μισοῦσὶ με (:Ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός σου, Θεὸς ζηλωτής, ὁ ὁποῖος ἐπιβάλλει τιμωρίες στὰ τέκνα ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτημάτων ποὺ διέπραξαν οἱ πατέρες τους, μέχρι τὴν τρίτη καὶ τέταρτη γενιὰ ἐκείνων ποὺ μὲ μισοῦν)» [Ἔξ. 20,5]. Δὲν σημαίνει αὐτὸ ὅτι τιμωροῦνται ἄλλοι γιὰ τὰ ἐγκλήματα ποὺ ἔπραξαν ἄλλοι, ἀλλὰ ὅτι μολονότι ὑπάρχουν τόσα πολλὰ παραδείγματα ἄλλων ποὺ ἁμάρτησαν καὶ τιμωρήθηκαν, παρὰ ταῦτα δὲν ἔγιναν καλύτεροι, ἀλλὰ διέπραξαν τὰ ἴδια πλημμελήματα καὶ ἦταν δίκαιο νὰ ὑποστοῦν τίς ἴδιες τιμωρίες μὲ ἐκείνους.
Σκέψου ἐπίσης καὶ πὼς στὴν κατάλληλη στιγμὴ ὑπενθύμισε καὶ τὸν Ἄβελ, δείχνοντας ὅτι καὶ αὐτὸς ὁ φόνος ἦταν ἀποτέλεσμα φθόνου. «Τί θὰ μπορούσατε λοιπὸν νὰ πεῖτε; Μήπως δὲν γνωρίζετε τί ἔπαθε ὁ Κάϊν; Μήπως ὁ Θεὸς ἔδειξε ἀδιαφορία σὲ ὅσα συνέβησαν; Μήπως δὲν ἐπέβαλε τὴν πιὸ τρομερὴ τιμωρία; Μήπως δὲν ἀκούσατε ὅσα ἔπαθαν οἱ πατέρες σας, ποὺ φόνευσαν τοὺς προφῆτες; Δὲν παρεδόθησαν σὲ ἄπειρες κολάσεις καὶ τιμωρίες; Πῶς λοιπὸν δὲν γίνατε καλύτεροι; Καὶ γιατί ἀναφέρω τίς τιμωρίες τῶν πατέρων σας καὶ ὅλα ὅσα ἔπαθαν; Ἐσὺ ὁ ἴδιος ποὺ καταδικάζεις τοὺς πατέρες σου γιατί πράττεις χειρότερα; Καθόσον καὶ ἐσεῖς οἱ ἴδιοι ἐκφράσατε τὴν γνώμη ὅτι ὁ Θεὸς «θὰ τιμωρήσει πολὺ αὐστηρὰ τοὺς κακούς» [Ματθ. 21,41: «λέγουσιν αὐτῷ· κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς (:Τοῦ ἀπαντοῦν: ''Θὰ ἐξολοθρεύσει μὲ τὸν χειρότερο θάνατο αὐτοὺς ποὺ εἶναι τόσο κακοί'')»]. Ποιά λοιπὸν συγχώρεση θὰ λάβετε, ἀφοῦ διαπράττετε τέτοια ἔργα μετὰ ἀπὸ τέτοια γνώμη σας;»
Ἀλλὰ ποιός εἶναι αὐτὸς ὁ Ζαχαρίας ποὺ ἀναφέρει ἐδῶ ὁ Κύριος; Ἄλλοι μὲν λένε ὅτι εἶναι ὁ πατέρας τοῦ Ἰωάννη (δηλαδὴ τοῦ Προδρόμου), ἄλλοι πάλι ὅτι εἶναι ὁ προφήτης, καὶ ἄλλοι ὅτι εἶναι κάποιος ἄλλος μὲ τὸ ἴδιο ὄνομα ἱερέας, τὸν ὁποῖο ἡ Γραφὴ ὀνομάζει καὶ Ἰωδάε. Ἐσὺ ὅμως νὰ σκέφτεσαι ἐκεῖνο, ὅτι ἦταν διπλὸ τὸ διαπραχθὲν ἔγκλημα· διότι δὲν φόνευαν μόνο ἁγίους, ἀλλὰ καὶ σὲ ἅγιο τόπο. Καὶ λέγοντας αὐτὸ δὲν φοβίζει μόνο ἐκείνους, ἀλλὰ παρηγορεῖ καὶ τοὺς μαθητές Του, δείχνοντας ὅτι καὶ οἱ πρὶν ἀπὸ αὐτοὺς δίκαιοι τὰ ἴδια ἔπαθαν. Τοὺς Φαρισαίους ἐπίσης τοὺς φοβίζει προλέγοντας, ὅτι, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἐκεῖνοι τιμωρήθηκαν, ἔτσι καὶ αὐτοὶ θὰ ὑποστοῦν τίς πιὸ φοβερὲς τιμωρίες. Γι᾿ αὐτὸ ὀνομάζει τοὺς μαθητές Του καὶ προφῆτες καὶ σοφοὺς καὶ γραμματεῖς καὶ ἀφαιρεῖ ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους κάθε δικαιολογία. «Διότι», λέγει, «δὲν μπορεῖτε νὰ πεῖτε ὅτι ''μᾶς ἀπέστειλες εἰδωλολάτρες ὡς διδασκάλους καὶ γι᾿ αὐτὸ σκανδαλισθήκαμε'', ἀλλὰ αὐτὸ συνέβῃ ἐπειδὴ ἦταν φονιᾶδες καὶ διψοῦσαν γιὰ αἷμα, ἀκόμα καὶ τῶν ἴδιων τῶν Ἀποστόλων ποὺ ἦταν Ἰουδαῖοι καὶ ὄχι ἐθνικοί».
Καὶ γι᾿ αὐτὸ καὶ προεῖπε ὅτι «γι᾿ αὐτὸ θὰ ἀποστείλω προφῆτες καὶ γραμματεῖς». Γιὰ αὐτὸ καὶ ὅλοι οἱ προφῆτες τοὺς κατηγοροῦν λέγοντας «αἵματα ἀφ᾿ αἵμασι μίσγουσι (:ἀναμιγνύουν συνεχῶς αἵματα μὲ αἵματα)» [Ὠσ. 4,2] καὶ ὅτι εἶναι ἄνδρες ποὺ τοὺς ἀρέσουν τὰ αἵματα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς διέταξε τὸ αἷμα νὰ προσφέρεται σὲ Αὐτόν, δείχνοντας ὅτι, ἐὰν αὐτὸ ἀξίζει νὰ γίνεται γιὰ τὰ ἄλογα ζῶα, πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, πρᾶγμα ποὺ λέγει καὶ στὸν Νῶε: «ὁ ἐκχέων αἷμα ἀνθρώπου, ἀντὶ τοῦ αἵματος αὐτοῦ ἐκχυθήσεται, ὅτι ἐν εἰκόνι Θεοῦ ἐποίησα τὸν ἄνθρωπον (:Ἐκεῖνος δηλαδὴ ὁ ὁποῖος χύνει αἷμα ἀνθρώπου, γιὰ τιμωρία του γιὰ τὸ αἷμα ποὺ χύθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο, θὰ φονευτεῖ καὶ θὰ χυθεῖ ἔτσι καὶ τὸ δικό του αἷμα, διότι ἐγὼ ὁ Θεὸς δημιούργησα κατ᾿ εἰκόνα δική μου τὸν ἄνθρωπο καὶ κανεὶς δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ τοῦ ἀφαιρέσει τὴν ζωή)» [Γέν. 9,6] καὶ ἄλλα παρόμοια ἄπειρα στὸν ἀριθμὸ εἶναι δυνατὸ νὰ βροῦμε, ποὺ παραγγέλλουν σὲ αὐτοὺς νὰ μὴν φονεύουν, καὶ γι᾿ αὐτὸ καὶ τοὺς διέταξε οὔτε καὶ κρέας πνιγμένου ζώου νὰ μὴν τρῶνε.
Ὦ τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, διότι παρὰ τὸ ὅτι προγνώριζε ὅτι δὲν θὰ εἶχε κανένα κέρδος ὁ ὁποιοσδήποτε κακοπροαίρετος ἄνθρωπος ἀπὸ τίς προσπάθειες τοῦ Θεοῦ νὰ βοηθήσει ἐγκαίρως καὶ νὰ τὸν σώσει, ὅμως ἔκανε ὅ,τι ἐξαρτιόταν ἀπὸ Αὐτόν. Διότι, λέγει: «ἀποστέλλω τοὺς προφῆτες, τοὺς σοφοὺς καὶ τοὺς διδασκάλους, ἂν καὶ γνωρίζω ὅτι θὰ σφαγοῦν». Ὥστε καὶ αὐτὸ γίνεται φανερὸ ὅτι ἀσυλλόγιστα ἔλεγαν: «Δὲν θὰ συμμετάσχουμε στὰ ἔργα τῶν πατέρων μας»· καθόσον καὶ αὐτοὶ φόνευσαν προφῆτες στὶς συναγωγὲς καὶ οὔτε τὸν ἱερὸ χῶρο δὲν σεβάστηκαν, οὔτε τὸ ἀξίωμα τῶν προσώπων. Διότι δὲν φόνευσαν τυχαίους ἀνθρώπους, ἀλλὰ προφῆτες καὶ σοφοὺς ὥστε νὰ μὴν μποροῦν νὰ κατηγοροῦν αὐτούς. Καὶ «προφῆτες» ὀνομάζει τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς μετέπειτα μαθητές, καθόσον πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς προφήτευαν.
Ἔπειτα, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ αὐξήσει τὸν φόβο τους, λέγει: «Ἀλήθεια σᾶς λέγω ὅλα αὐτὰ θὰ συμβοῦν στὴν γενεὰ αὐτή», δηλαδὴ «θὰ τὰ ρίξω ὅλα στὰ κεφάλια σας καὶ θὰ εἶναι πολὺ μεγάλη ἡ τιμωρία ποὺ θὰ ἐπιβάλλω». Διότι αὐτὸς ποὺ γνώρισε πολλοὺς ποὺ ἁμάρτησαν καὶ δὲν σωφρονίστηκαν, ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος πάλι ἔπεσε στὰ ἴδια ἁμαρτήματα, καὶ ὄχι σὲ αὐτὰ μόνο, ἀλλὰ σὲ πολὺ φοβερότερα, δίκαιο θὰ ἦταν νὰ ὑποστεῖ πολὺ πιὸ φοβερὴ τιμωρία. Διότι ὅπως ἐὰν ἤθελε θὰ εἶχε μεγάλα κέρδη, ἐὰν θὰ γινόταν καλύτερος μὲ τὰ παραδείγματα τῶν ἄλλων, ἔτσι ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἔμεινε ἀδιόρθωτος, εἶναι ὑπεύθυνος μεγαλύτερης τιμωρίας, διότι ἂν καὶ ἀπήλαυσε περισσότερες νουθεσίες σὲ ἐκείνους ποὺ παλαιότερα ἁμάρτησαν καὶ τιμωρήθηκαν, αὐτὸς δὲν ὠφελήθηκε σὲ τίποτε.
Ἀκολούθως στρέφει τὸν λόγο στὴν πόλη, θέλοντας μὲ αὐτὸ νὰ διδάξει τοὺς ἀκροατές Του καὶ λέγει «Ἱερουσαλήμ, Ἱερουσαλήμ». Τί χρειάζεται ἡ διπλὴ ἐκφώνηση; Αὐτὸς εἶναι ὁ τρόπος ἔκφρασης Αὐτοῦ ποὺ ἐλεεῖ καὶ ταλανίζει τὴν πόλη καὶ ἀγαπᾷ ὑπερβολικὰ αὐτήν. διότι σὰν ἀκριβῶς μιὰ ἐρωμένη, ποὺ ἀγαπήθηκε μὲν σὲ μεγάλο βαθμὸ ἀπὸ τὸν ἐραστή της, ἀλλὰ ὅμως καταφρόνησε αὐτὸν καὶ γι᾿ αὐτὸ πρόκειται νὰ τιμωρηθεῖ, ἀπολογεῖται πλέον διότι πρόκειται νὰ τὴν τιμωρήσει, πρᾶγμα ποὺ τὸ κάνει καὶ διὰ τῶν προφητῶν λέγοντας: «καὶ εἶπα μετὰ τὸ πορνεῦσαι αὐτὴν ταῦτα πάντα· πρὸς μὲ ἀνάστρεψον, καὶ οὐκ ἀνέστρεψε (:παρ᾿ ὅλα αὐτὰ Ἐγώ, ἔπειτα ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία τους καὶ τὴν ἐκτροπή τους στὴν πορνεία, εἶπα πρὸς αὐτούς: ''Ἐπιστρέψτε ἐν μετανοίᾳ πρὸς Ἐμένα''· καὶ δὲν ἐπέστρεψαν)» [Ἰερ. 3,7].
Ἔπειτα ἀφοῦ ἀνέφερε τὸ ὄνομα τῆς πόλης, ἀνέφερε καὶ τοὺς μιαροὺς φόνους ποὺ οἱ κάτοικοί της εἶχαν διαπράξει: «Ἱερουσαλὴμ Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν! ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου ὃν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε (:Ἱερουσαλήμ, Ἱερουσαλήμ, δυστυχισμένη καὶ ταλαίπωρη πόλη, ἐσὺ ποὺ σκοτώνεις τοὺς προφῆτες καὶ λιθοβολεῖς ἐκείνους ποὺ σοῦ ἀπέστειλε ὁ Θεός! Πόσες φορὲς θέλησα νὰ μαζέψω τὰ παιδιά σου μὲ μιὰ στοργὴ σὰν ἐκείνη ποὺ ἔχει ἡ ὄρνιθα ὅταν περιμαζεύει τὰ πουλιὰ της κάτω ἀπὸ τὰ φτερὰ της· καὶ δὲν θελήσατε)» [Ματθ. 23,37] καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἀπολογεῖται γιὰ τοὺς δικούς Του, ὅτι δηλαδὴ «οὔτε μὲ αὐτὲς τίς ἐνέργειες σου μὲ ἔκανες νὰ φύγω ἀπὸ κοντά σου, οὔτε στερήθηκες τὴν πολλὴ εὔνοια μου πρὸς ἐσένα, ἀλλὰ θέλησα καὶ ἔτσι, καὶ ὄχι μιὰ καὶ δύο, ἀλλὰ πολλὲς φορές, νὰ σὲ ὁδηγήσω κοντά μου». Διότι λέγει «Πόσες φόρες θέλησα νὰ συγκεντρώσω τὰ παιδιά σου, ὅπως ἀκριβῶς ἡ ὄρνιθα τὰ πουλάκια της καὶ δὲν τὸ θελήσατε;». Καὶ αὐτὸ τὸ λέγει γιὰ νὰ δείξει ὅτι πάντοτε ἀπομάκρυναν τοὺς ἑαυτούς τους ἀπὸ κοντά Του μὲ τὰ ἁμαρτήματά τους. Καὶ τὴν φιλοστοργία Του μὲ τὴν εἰκόνα αὐτὴ τὴ δείχνει, καθόσον αὐτὸ τὸ πτηνὸ δείχνει πολλὴ στοργὴ πρὸς τὰ παιδιά του. Καὶ παντοῦ καὶ στοὺς προφῆτες συναντᾷται αὐτὴ ἡ εἰκόνα τῶν πτερύγων, καὶ στὴν ὠδὴ τοῦ Μωυσῆ καὶ στοὺς Ψαλμούς, ἡ ὁποία εἰκόνα δείχνει τὴν μεγάλη προστασία καὶ πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλά, λέγει, «δὲν θελήσατε». «Ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος (:ἰδού, ἐγκαταλείπεται ἡ πόλη σας καὶ ὁ ναός σας ἔρημος καὶ ἀπροστάτευτος ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ τιμωρία σας καὶ ἡ καταστροφή σας)», γυμνὴ ἀπὸ τὴν βοήθειά Μου. Ἄρα, Αὐτὸς ἦταν ποὺ βάδιζε μπροστὰ ἀπὸ αὐτοὺς καὶ τοὺς συγκρατοῦσε καὶ τοὺς προστάτευε, ἄρα Αὐτὸς εἶναι ποὺ τιμωρεῖ αὐτοὺς πάντοτε.
Καὶ προβάλλει τιμωρία τὴν ὁποία πάντοτε φοβοῦνται ὑπερβολικά, διότι αὐτὴ ἡ τιμωρία φανερώνει ὁλόκληρη τὴν ἀνατροπὴ τῆς ὅλης ζωῆς τους. «Λέγω γὰρ ὑμῖν, οὐ μὴ μὲ ἴδητε ἀπ᾿ ἄρτι ἕως ἂν εἴπητε, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου (:διότι σᾶς λέω ὅτι δὲν θὰ μὲ δεῖτε πιὰ ἀπὸ τώρα, μέχρι νὰ συνέλθετε καὶ νὰ πιστέψετε. Καὶ τότε, ἀφοῦ συγκαταριθμεῖτε στὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας μου, θὰ πεῖτε γιὰ μένα: ''Εὐλογημένος εἶναι Αὐτὸς ποὺ ἔρχεται στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, ὡς ἀντιπρόσωπός Του καὶ ἀπεσταλμένος Του'')» [Ματθ. 23,39]. Καὶ αὐτὸς εἶναι λόγος ἐραστῆ ποὺ τοὺς ἀγαπᾷ ὑπερβολικά, καὶ τοὺς ἀποσπᾷ σὲ ὑπερβολικὸ βαθμὸ καὶ ἀπὸ τίς μελλοντικὲς τιμωρίες, καὶ δὲν τοὺς κάνει νὰ νιώσουν ντροπὴ μόνο γιὰ ὅσα συνέβησαν στὸ παρελθόν, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅσα πρόκειται νὰ βιώσουν στὸ μέλλον, διότι ἐδῶ ἐννοεῖ τὴν μέλλουσα ἡμέρα τῆς δευτέρας παρουσίας Του.
Τί λοιπόν; Δὲν Τὸν εἴδατε Αὐτὸν ἀπὸ τότε; Ἀλλὰ λέγων «ἀπ᾿ ἄρτι», δὲν ἐννοεῖ τὴν ὥρα ἐκείνη, ἀλλὰ τὴν ὥρα ποὺ μεσολάβησε μέχρι τὸν σταυρικὸ θάνατο Του. Διότι ἐπειδὴ αὐτοὶ πάντοτε τὴν κατηγορία αὐτὴ προέβαλαν, τὸ ὅτι εἶναι κάποιος ἀντίθετος καὶ ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ τώρα ἀπὸ αὐτὸ τοὺς προτρέπει νὰ Τὸν ἀγαποῦν, ἀπό τὸ ὅτι εἶναι σύμφωνος μὲ τὸν Πατέρα, καὶ δείχνει ὅτι Αὐτὸς ὁμιλεῖ διὰ τῶν προφητῶν. Γι᾿ αὐτὸ χρησιμοποιεῖ τὰ ἴδια λόγια ποὺ χρησιμοποιεῖ καὶ ὁ προφήτης [Ψαλμ. 117,26: «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου»]. Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια δὲ ὑπαινίχθηκε καὶ τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Δευτέρα παρουσία καὶ δήλωσε σὲ πάρα πολλοὺς ἄπιστους ὅτι τότε ὁπωσδήποτε θὰ Τὸν προσκυνήσουν.
Καὶ πῶς τὸ δήλωσε αὐτό; Μέ το ὅτι προεῖπε πολλὰ ποὺ θὰ συμβοῦν: ὅτι δηλαδὴ θὰ ἀποστείλει προφῆτες, ὅτι θὰ τοὺς φονεύσουν, καὶ ὅτι θὰ τοὺς φονεύσουν μέσα στὶς συναγωγές, ὅτι θὰ πάθουν τὰ πιὸ φοβερὰ πράγματα, ὅτι θὰ ἐρημωθεῖ ὁ οἶκος τους, ὅτι θὰ ὑποστοῦν τὰ χειρότερα ἀπὸ ὅλους καὶ τέτοια ποὺ οὐδέποτε ἔπαθαν. Ὅλα αὐτὰ λοιπὸν ἦταν ἱκανὰ νὰ ἀποδείξουν καὶ στοὺς πάρα πολὺ ἀνόητους καὶ φιλόνικους καὶ ἐκεῖνα ποὺ θὰ συμβοῦν κατὰ τὴν δευτέρα παρουσία Του.
Θὰ τοὺς ρωτήσουμε λοιπόν: Ἀπέστειλε προφῆτες καὶ σοφούς; Τοὺς φόνευσαν μέσα στὶς συναγωγές. Ἐρημώθηκε ὁ οἶκος τους; Συνέβησαν ὅλες ἐκεῖνες οἱ τιμωρίες κατὰ τὴν γενεὰ ἐκείνη; Εἶναι φανερὸ ὅτι συνέβησαν καὶ ὅτι κανεὶς δὲν θὰ φέρει ἀντίρρηση [:τὸ 70μ.Χ. ἡ Ἱερουσαλὴμ καταστράφηκε ὁλοσχερῶς ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους]. Ὅπως λοιπὸν συνέβησαν ὅλα αὐτά, ἔτσι θὰ συμβοῦν καὶ ἐκεῖνα καὶ ὁπωσδήποτε θὰ ὑποκύψουν τότε καὶ αὐτοί. Ἀλλὰ ὅμως ἀπὸ τὴν ὑποταγή τους αὐτὴ δὲν θὰ ἔχουν κανένα ὄφελος πρὸς ἀπολογία, ὅπως ἀκριβῶς βέβαια δὲν θὰ ὑπάρξει ὄφελος οὔτε γιὰ αὐτοὺς ποὺ θὰ μετανοοῦν τότε γιὰ τὴν ζωή τους.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, ὅσο εἶναι καιρός, ἂς πράττουμε καλὰ ἔργα. Διότι ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνοι δὲν ὠφελοῦνται σὲ τίποτα πλέον ἀπὸ τὸ νὰ Τὸν γνωρίσουν τότε, ἔτσι οὔτε καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, ἐὰν μετανοήσουμε τότε, δηλαδὴ μετὰ τὸν θάνατό μας, γιὰ τὴν πονηριά μας. Διότι οὔτε στὸν κυβερνήτη τοῦ πλοίου δὲν μένει τίποτα πλέον, ὅταν ἡ θάλασσα καταβυθίσει τὸ πλοῖο του ἐξαιτίας τῆς ὀκνηρίας του, οὔτε στὸν γιατρό, ὅταν πεθάνει ὁ ἀσθενής, ἀλλὰ καθένας ἀπὸ αὐτοὺς θὰ πρέπει πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος νὰ σκέφτεται τὰ πάντα καὶ νὰ ἐνεργεῖ καταλλήλως, ὥστε νὰ μὴν περιπέσει σὲ κανένα κίνδυνο καὶ σὲ καμία ντροπή· μετὰ τὴν καταστροφὴ ὅλα αὐτὰ θὰ εἶναι ἀνώφελα.
Καὶ ἐμεῖς λοιπόν, ὅσο χρόνο εἴμαστε ἀσθενεῖς, τότε καὶ γιατροὺς προσκαλοῦμε καὶ χρήματα ξοδεύουμε καὶ φροντίδα διαρκῆ καταβάλλουμε, ὥστε ἀφοῦ θεραπευτοῦμε ἀπὸ τὴν ἀσθένειά μας νὰ φύγουμε ὑγιεῖς ἀπὸ ἐδῶ. Καὶ ὅση φροντίδα καταβάλλουμε γιὰ τοὺς δούλους μας, ὅταν ἀρρωσταίνουν τὰ σώματά τους, τόση φροντίδα ἂς δείξουμε καὶ γιὰ τοὺς ἴδιους τοὺς ἑαυτούς μας, ὅταν ἀσθενεῖ ἡ ψυχή μας. Καὶ μολονότι βέβαια ἐμεῖς βρισκόμαστε πλησιέστερα στοὺς ἑαυτούς μας, πάρα ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες μας, καὶ οἱ ψυχές μας εἶναι ἀναγκαιότερες ἀπὸ τὰ σώματα ἐκείνων, ἀλλὰ εὐχάριστο θὰ εἶναι νὰ δείξουμε ἔστω καὶ ἴση τοὐλάχιστον φροντίδα. Διότι ἂν δὲν κάνουμε τώρα αὐτό, ὅταν φύγουμε πλέον ἀπὸ αὐτὴ τὴν ζωή, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ βροῦμε κανένα λόγο γιὰ νὰ δικαιολογηθοῦμε.
«Καὶ ποιός εἶναι τόσο ἄθλιος», θὰ πεῖ κάποιος, «ὥστε νὰ μὴν δείχνει οὔτε τόση τοὐλάχιστον φροντίδα;». Πράγματι αὐτὸ εἶναι τὸ ἀξιοθαύμαστο, ὅτι δείχνουμε τόση περιφρόνηση στὸν ἑαυτό μας, ὥστε νὰ περιφρονοῦμε τοὺς ἑαυτούς μας περισσότερο καὶ ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες μας. Διότι ὅταν οἱ ὑπηρέτες μας πάσχουν ἀπὸ πυρετό, καὶ γιατροὺς καλοῦμε καὶ τὸ σπίτι κλείνουμε καὶ εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ ὑπακοῦμε στοὺς νόμους τῆς ἰατρικῆς τέχνης, καὶ ὅταν ἐκεῖνοι δὲν φροντίζουν καὶ γινόμαστε αὐστηροὶ πρὸς αὐτοὺς καὶ τοποθετοῦμε κοντά τους φύλακες, ποὺ δὲν τοὺς ἐπιτρέπουν νὰ κάνουν αὐτὸ ποὺ θέλουν αὐτοί. Καὶ ἂν ποῦν αὐτοὶ ποὺ τοὺς φροντίζουν, ὅτι χρειάζεται νὰ κατασκευασθοῦν φάρμακα μεγάλης ἀξίας, τὸ κάνουμε καὶ ὁποιαδήποτε ἐντολὴ δώσουν, τὴν ἐκτελοῦμε καὶ πληρώνουμε σὲ αὐτοὺς μισθοὺς γιὰ τίς ἐντολὲς τους αὐτές. Ὅταν ὅμως ἀσθενοῦμε ἐμεῖς, μᾶλλον δὲ δὲν ὑπάρχει στιγμὴ ποὺ νὰ μὴν εἴμαστε ἀσθενεῖς, οὔτε γιατρὸ φέρνουμε, οὔτε χρήματα ξοδεύουμε, ἀλλὰ σὰν νὰ εἶναι ἄρρωστος κάποιος δήμιος καὶ ἐχθρὸς καὶ ἀντίπαλός μας, τέτοια ἀδιαφορία δείχνουμε γιὰ τὴν ψυχή μας. Καὶ αὐτὰ τὰ λέγω ὄχι γιὰ νὰ κατηγορήσω τὴν φροντίδα ποὺ καταβάλλεται γιὰ τὴν θεραπεία τῶν ὑπηρετῶν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ζητήσω νὰ δείξετε ἔστω καὶ τόση φροντίδα καὶ γιὰ τὴν ψυχή σας.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG Migne/John%20Chrysostom PG%2047-64/In%20Matthaeum.pdf
• Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, Ὑπόμνημα στὸ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, ὁμιλία ΟΒ΄, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»(ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 11Α, σελίδες 484-553.
• Βιβλιοθήκη τῶν Ἑλλήνων, Ἅπαντα τῶν ἁγίων Πατέρων, Ἰωάννου Χρυσοστόμου ἔργα, τόμος 68, σελ. 142-181.
• Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
• Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
• Π. Τρεμπέλα, Τὸ Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τρίτη, Ἀθήνα 2016
• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm