ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ [:Α΄ Κορ. 9,1-12]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος; οὐκ εἰμὶ ἐλεύθερος; οὐχὶ Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Κύριον ἡμῶν ἑώρακα; οὐ τὸ ἔργον μου ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ; (:Δὲν εἶμαι ἀπόστολος μὲ ἴσα δικαιώματα μὲ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους; Δὲν εἶμαι ἐλεύθερος ὅπως οἱ ἄλλοι χριστιανοί; Δὲν εἶδα τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ τὸν Κύριό μας; Καὶ δὲν εἶστε ἐσεῖς τὸ ἔργο ποὺ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἐπιτέλεσα;)» [Α΄ Κορ. 9,1].
Ἐπειδὴ προηγουμένως εἶχε πεῖ ὅτι «εἰ βρῶμα σκανδαλίζει τὸν ἀδελφόν μου, οὐ μὴ φάγω κρέα εἰς τὸν αἰῶνα, ἵνα μὴ τὸν ἀδελφόν μου σκανδαλίσω (:ἐὰν αὐτὸ ποὺ τρώω γίνεται αἰτία σκανδάλου καὶ ἁμαρτίας γιὰ τὸν ἀδελφό μου, δὲν θὰ φάω ποτὲ ὁποιοδήποτε εἶδος κρέατος, γιὰ νὰ μὴν σκανδαλίσω τὸν ἀδερφὸ μου)» [Α΄ Κορ. 8,13], πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δὲν εἶχε μὲν κάνει, ὑποσχόταν ὅμως ὅτι θὰ τὸ ἔκανε, ἐὰν παρίστατο ἀνάγκη, γιὰ νὰ μὴ λέγει κανεὶς ὅτι «κομπάζεις ἄσκοπα καὶ φιλοσοφεῖς μὲ λόγια καὶ ὑπόσχεσαι μὲ τὸ στόμα μόνο, ποὺ εἶναι εὔκολο καὶ σὲ μένα καὶ στὸν καθένα· ἐὰν αὐτὰ τὰ λέγεις ἀπὸ τὴν ψυχή σου, δεῖξε μὲ τὰ ἔργα τί καταφρόνησες, γιὰ νὰ μὴ σκανδαλίσεις τὸν ἀδελφό σου», γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἀναγκάζεται στὴ συνέχεια νὰ προχωρήσει στὴν ἀπόδειξη αὐτῶν καὶ νὰ δείξει ὅτι ἀπεῖχε ἀκόμη καὶ ἀπὸ ὅσα ἐπιτρέπονταν προκειμένου νὰ μὴν προκαλέσει σκανδαλισμό, ἐὰν καὶ κανεὶς νόμος δὲν τὸν ἐξανάγκαζε σὲ αὐτό. Καὶ δὲν εἶναι βέβαια αὐτὸ θαυμαστό, ἂν καὶ εἶναι θαυμαστό, ὅτι ἀπεῖχε ἀπὸ ὅσα ἐπιτρέπονταν, γιὰ νὰ μὴ σκανδαλίσει, ἀλλὰ ὅτι τὸ ἔκανε μὲ πολὺ κόπο καὶ κίνδυνο.
«Γιατί», λέγει, «πρέπει νὰ ἀναφέρω τὰ εἰδωλόθυτα;». «Διότι, ἐνῶ ὁ Χριστὸς παρήγγειλε ὅσοι κηρύττουν τὸ Εὐαγγέλιο νὰ ζοῦν ἀπὸ τοὺς μαθητές τους, ἐγὼ δὲν ἔκανα αὐτό, ἀλλὰ προτίμησα καὶ ἂν ἀκόμη παρίστατο ἀνάγκη, νὰ πεθάνω ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ νὰ βρῶ τὸν χειρότερο θάνατο, προκειμένου νὰ μὴ λάβω τίποτε ἀπὸ τοὺς κατηχούμενους»· ὄχι διότι ἐπρόκειτο νὰ σκανδαλιστοῦν ἐὰν δὲν λάμβανε, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐπρόκειτο νὰ οἰκοδομηθοῦν, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἦταν πολὺ σπουδαιότερο. Καὶ μάρτυρες τούτου παρουσιάζει αὐτούς, μεταξὺ τῶν ὁποίων ζοῦσε καὶ ἐργαζόμενος καὶ πεινῶντας καὶ στενοχωρούμενος, ἐπειδὴ τρεφόταν ἀπὸ ἄλλους, μὴν τυχόν τοὺς σκανδαλίσει· διότι πράγματι σκανδαλίζονταν μὲ τὸ τίποτε· αὐτὸς τηροῦσε τὸν νόμο, ἀλλὰ ὅμως σκεπτόταν αὐτοὺς πολὺ περισσότερο. Ἐφόσον λοιπὸν αὐτὸς ἔπραξε περισσότερα ἀπ᾿ ὅ,τι καθορίζει ὁ νόμος, γιὰ νὰ μὴ σκανδαλιστοῦν, καὶ ἀπεῖχε ἀκόμη καὶ ἀπὸ ἐπιτρεπόμενα, γιὰ νὰ οἰκοδομήσει ἄλλους, τίνος καταδίκης θὰ ἦσαν ἄξιοι αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι δὲν ἀπέχουν ἀπὸ τὰ εἰδωλόθυτα τὴ στιγμὴ μάλιστα, κατὰ τὴν ὁποία γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν πολλοὶ χάνονται, ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νὰ τὰ ἀποφύγουν καὶ χωρὶς νὰ ὑπῆρχε ὁ κίνδυνος τοῦ σκανδάλου γιὰ μόνο τὸν λόγο ὅτι εἶναι ἡ τράπεζα τῶν δαιμόνων;
Αὐτὸ λοιπὸν εἶναι ὅλο τὸ νόημα, τὸ ὁποῖο ἀναλύει μὲ πολλοὺς στίχους. Πρέπει ὅμως τὸ θέμα αὐτὸ νὰ τὸ ἀναπτύξει σὲ ἀνώτερη βάση. Δὲν τὸ θέτει σαφῶς ἔτσι, ὅπως τὸ εἶπα, οὔτε εἰσέρχεται σὲ αὐτὸ εὐθέως, ἀλλὰ ἀρχίζει ἀπὸ ἄλλο σημεῖο λέγοντας τὰ ἑξῆς: «Οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος; (:Δὲν εἶμαι Ἀπόστολος μὲ ἴσα δικαιώματα μὲ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους;)» [Α΄ Κορ. 9,1]. Μαζὶ δηλαδὴ μὲ ὅσα ἔχουν λεχτεῖ καὶ αὐτὴ δὲν εἶναι μικρὴ διαφορά, τὸ νὰ εἶναι ὁ Παῦλος αὐτὸς ποὺ κάνει αὐτά· διότι, γιὰ νὰ μὴ λένε ὅτι ἐπιτρέπεται νὰ γεύεται κανείς, ὅταν σφραγίζει τὸ εἰδωλόθυτο μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, πρὸς τὸ παρὸν μὲν δὲν ἀρκεῖται σὲ τοῦτο, ἀλλὰ λέγει ὅτι, καὶ ἂν ἀκόμη ἐπιτρεπόταν, δὲν ἔπρεπε νὰ τὸ κάνει γιὰ νὰ μὴ βλαφτοῦν οἱ ἀδελφοί· κατόπιν ὅμως ἀποδεικνύει ὅτι οὔτε ἐπιτρεπόταν αὐτό.
Τώρα ὅμως ἀποδεικνύει τὸ πρῶτο ἀπὸ τὴ δική του περίπτωση· καὶ ἐνῶ πρόκειται νὰ πεῖ ὅτι τίποτε δὲν ἔλαβε ἀπὸ αὐτούς, δὲν τὸ ἀναφέρει εὐθὺς ἀμέσως, ἀλλὰ κατὰ πρῶτον ἀναφέρει τὸ ἀξίωμά του, λέγοντας: «Οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος; Οὐκ εἰμὶ ἐλεύθερος; (:Δὲν εἶμαι Ἀπόστολος μὲ ἴσα δικαιώματα μὲ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους; Δὲν εἶμαι ἐλεύθερος ὅπως οἱ ἄλλοι χριστιανοί;)». Γιὰ νὰ μὴ λένε δηλαδὴ ὅτι «καὶ ἂν δὲν ἔλαβες τίποτε, δὲν τὸ ἔλαβες, διότι δὲν σοῦ ἐπιτρεπόταν νὰ λάβεις», γι᾿ αὐτὸ κατὰ πρῶτον ἀναφέρει τίς αἰτίες, γιὰ τίς ὁποῖες εὔλογα θὰ λάμβανε, ἐὰν ἤθελε νὰ λάβει κάτι. Ἔπειτα, γιὰ νὰ μὴ φανεῖ ὅτι διαβάλλει ὅσους βρίσκονταν γύρω ἀπὸ τὸν Πέτρο -διότι ἐκεῖνοι λάμβαναν- κατὰ πρῶτον τονίζει ὅτι ἐπιτρεπόταν σὲ ἐκείνους νὰ λαμβάνουν· κατόπιν, γιὰ νὰ μὴν πεῖ κανεὶς ὅτι «στὸν Πέτρο μὲν ἐπιτρεπόταν νὰ λάβει, σὲ ἐσένα ὅμως δὲν ἐπιτρεπόταν», προλαμβάνει τὸν ἀκροατὴ μὲ τὰ ἐγκώμια τοῦ ἑαυτοῦ του.
Καὶ ἐπειδὴ ἔβλεπε ὅτι ἦταν ἀνάγκη νὰ ἐγκωμιάσει τὸν ἑαυτό του- διότι ἔτσι διορθώνονταν οἱ Κορίνθιοι- καὶ ἐπειδὴ συγχρόνως δὲν ἤθελε νὰ πεῖ τίποτε ὑπερβολικὸ γιὰ τὸν ἑαυτό του, πρόσεχε πῶς κάνει καὶ τὰ δύο σὲ ὅσο βαθμὸ τὸ ἀπαιτεῖ ἡ ἀνάγκη, ἐπαινῶντας τὸν ἑαυτό του ὄχι τόσο ὅσο εἶχε ἐπίγνωση, ἀλλὰ ὅσο τὸ ἀπαιτοῦσε ἡ ἀνάγκη τῆς προκειμένης ὑποθέσεως. Ἐνῶ, δηλαδὴ μποροῦσε νὰ πεῖ ὅτι «Ἐγὼ προπάντων ἔπρεπε νὰ λαμβάνω καὶ μάλιστα περισσότερα ἀπὸ ἐκείνους, διότι κοπίασα περισσότερο ἀπὸ αὐτούς», δὲν λέγει μὲν αὐτό, στὸ ὁποῖο εἶχε ὑπεροχή, γιὰ ὅσα ὅμως ἐκεῖνοι ἦσαν μεγάλοι καὶ γιὰ ὅσα δικαίως λάμβαναν, αὐτὰ μόνο ἀναφέρει λέγοντας τὰ ἑξῆς: «Δὲν εἶμαι ἀπόστολος; Δὲν εἶμαι ἐλεύθερος;». Δηλαδή, «δὲν ἐξουσιάζω τὸν ἑαυτό μου; Μήπως εἶμαι ὑπὸ τὴν ἐξουσία κάποιου ποὺ μὲ ἀναγκάζει καὶ μὲ ἐμποδίζει νὰ λάβω; Ἀλλὰ ἐκεῖνοι ἔχουν κάτι ἐπιπλέον, ὅτι ἔζησαν μαζὶ μὲ τὸν Χριστό. Ἀλλὰ οὔτε καὶ αὐτὸ τὸ στεροῦμαι». Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν λέγει: «Οὐχὶ Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Κύριον ἡμῶν ἑώρακα; (:Δὲν ἔχω δεῖ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Κύριό μας;». Διότι λέγει: «ἔσχατον δὲ πάντων ὡσπερεῖ τῷ ἐκτρώματι ὤφθη κἀμοί (:καὶ τελευταῖα ἀπὸ ὅλους ἐμφανίστηκε καὶ σὲ μένα σὰν σὲ ἔκτρωμα, σὰν σὲ ἔμβρυο δηλαδὴ ποὺ παράνομα ἀποβλήθηκε ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας τοῦ)» [Α΄ Κορ. 15,8].
Δὲν ἦταν καὶ μικρὴ αὐτὴ ἡ τιμή, διότι λέγει: «Ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν ὅτι πολλοὶ προφῆται καὶ δίκαιοι ἐπεθύμησαν ἰδεῖν ἃ βλέπετε, καὶ οὐκ εἶδον, καὶ ἀκοῦσαι ἃ ἀκούετε, καὶ οὐκ ἤκουσαν (:καὶ οἱ πνευματικές σας αἰσθήσεις εἶναι μακάριες, διότι ἀληθινά σας λέω ὅτι πολλοὶ προφῆτες καὶ δίκαιοι ἐπιθύμησαν νὰ δοῦν αὐτὰ ποὺ βλέπετε ἐσεῖς, καὶ δὲν ἀξιώθηκαν νὰ τὰ δοῦν. Ἐπιθύμησαν καὶ νὰ ἀκούσουν αὐτὰ ποὺ ἐσεῖς ἀκοῦτε, καὶ δὲν τὰ ἄκουσαν· διότι ἔζησαν σὲ παλαιότερα χρόνια καὶ δὲν πρόφθασαν νὰ δοῦν τὴν ἐπίγεια παρουσία μου)» [Ματθ. 13,17] καί: «ἐλεύσονται ἡμέραι ὅτε ἐπιθυμήσετε μίαν τῶν ἡμερῶν τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἰδεῖν, καὶ οὐκ ὄψεσθε (:Ἐγὼ θὰ φύγω κι ἐσεῖς θὰ ἐπιθυμήσετε τὴν παρουσία μου. Μέσα στὸ ἔργο τῆς ἀποστολῆς σας θὰ ἀντιμετωπίζετε ἀντιδράσεις καὶ μόχθους καὶ δύσκολες περιστάσεις. Θὰ ἔλθουν λοιπὸν μέρες ποὺ θὰ ἐπιθυμήσετε νὰ δεῖτε μία ἀπὸ τίς ἔνδοξες ἡμέρες τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου˙ καὶ δὲν θὰ τὴ δεῖτε)» [Λουκᾶ 17,22].
«Τί λοιπὸν καὶ ἂν εἶσαι ἀπόστολος καὶ ἐλεύθερος καὶ ἔχεις δεῖ τὸν Χριστό, ἐφόσον ὅμως δὲν ἔδειξες ἔργο ἀποστόλου, πῶς δικαιοῦσαι νὰ λαμβάνεις;», θὰ ἔλεγε κάποιος. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν πρόσθεσε: «Οὐ τὸ ἔργον μου ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ; (:Δὲν εἶστε ἐσεῖς τὸ ἔργο ποὺ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἐπιτέλεσα;)» [Α΄ Κορ. 9,1]. Διότι τὸ μέγα εἶναι τοῦτο· ἐκεῖνα χωρὶς αὐτὸ δὲν ὠφελοῦν καθόλου. Καὶ ὁ Ἰούδας καὶ ἀπόστολος ἦταν καὶ ἐλεύθερος ἦταν καὶ τὸν Χριστὸ εἶδε, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν εἶχε ἔργο ἀποστόλου, ἐκεῖνα καθόλου δὲν τὸν ὠφέλησαν. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν λοιπὸν προσθέτει καὶ αὐτὸ καὶ ἐπικαλεῖται αὐτοὺς ὡς μάρτυρες. Καὶ ἐπειδὴ εἶπε μεγάλο λόγο, πρόσεχε πῶς τὸν μετριάζει, λέγοντας «ἐν Κυρίῳ» δηλαδή, «τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ ἔργο, ὄχι δικό μου».
«Εἰ ἄλλοις οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος, ἀλλά γε ὑμῖν εἰμι (:ἐὰν γιὰ ἄλλους δὲν εἶμαι Ἀπόστολος, τοὐλάχιστον ὅμως γιὰ ἐσᾶς εἶμαι Ἀπόστολος)» [ Α΄ Κορ. 9,2]. Βλέπεις ὅτι δὲν λέγει περιττά; Ἄν καὶ μποροῦσε νὰ ἀναφέρει τὴν οἰκουμένη καὶ ἔθνη βάρβαρα καὶ τὴ γῆ καὶ τὴ θάλασσα, ἐντούτοις δὲν ἀναφέρει τίποτε ἀπὸ ἐκεῖνα, ἀλλὰ νικᾷ χρησιμοποιῶντας τὰ ρητορικὰ σχήματα «κατὰ συνδρομὴν» καὶ «ἐκ περιουσίας» [«κατὰ συνδρομήν»: προσωρινὴ ἀποδοχὴ τοῦ ἐπιχειρήματος τοῦ ἀντιδίκου καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο μὲ ἰσχυρὰ ἐπιχειρήματα ἐξαναγκασμὸς αὐτοῦ νὰ παραδεχτεῖ τὸ ἀντίθετο· «ἐκ περιουσίας»: ἀνάπτυξη ἑνὸς θέματος διεξοδικῶς]. «Τί μοῦ χρειάζονται», λέγει, «τὰ ἐπιπλέον, ὅταν καὶ αὐτὰ ἀρκοῦν γιά την παροῦσα ὑπόθεση; Δὲν ἀναφέρω λοιπὸν ὅσα κατόρθωσα σὲ ἄλλους ἀλλὰ ὅσων ἐσεῖς εἶστε μάρτυρες. Ὥστε καὶ ἂν ἀκόμη ἀπὸ πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν ἔπρεπε νὰ λάβω, ἀπὸ ἐσᾶς εἶχα κάθε δικαίωμα νὰ λάβω -διότι ὑπῆρξα ὁ διδάσκαλός σας- ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἔλαβα». «Ἐὰν γιὰ ἄλλους δὲν εἶμαι ἀπόστολος, γιὰ ἐσᾶς ὅμως τοὐλάχιστον εἶμαι». Πάλι χρησιμοποιεῖ στὸν λόγο του τὸ σχῆμα «κατὰ συνδρομήν», διότι ἦταν ἀπόστολος τῆς οἰκουμένης.
«Ἀλλὰ ὅμως», λέγει, «δὲν λέγω αὐτό, οὔτε μάχομαι καὶ φιλονικῶ, ἀλλὰ ἀναφέρω τὴ δική σας περίπτωση». «Διότι, ἐσεῖς εἶστε ἡ σφραγῖδα τῆς ἀποστολῆς μου», δηλαδὴ ἡ ἀπόδειξη. «Καὶ ἂν θέλει κανεὶς νὰ μάθει γιὰ ποιό λόγο εἶμαι ἀπόστολος, προβάλλω ἐσᾶς· διότι σὲ σᾶς ἐπέδειξα ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ ἀποστόλου καὶ τίποτε δὲν ὑστέρησα». Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ ἀναφέρει καὶ στὴ δεύτερη ἐπιστολή του λέγοντας: «Γέγονα ἄφρων καυχώμενος! ὑμεῖς μὲ ἠναγκάσατε. ἐγὼ γὰρ ὤφειλον ὑφ᾿ ὑμῶν συνίστασθαι· οὐδὲν γὰρ ὑστέρησα τῶν ὑπερλίαν ἀποστόλων, εἰ καὶ οὐδὲν εἰμι. τὶ γὰρ ἐστιν ὃ ἡττήθητε ὑπὲρ τὰς λοιπὰς ἐκκλησίας, εἰ μὴ ὅτι αὐτὸς ἐγὼ οὐ κατενάρκησα ὑμῶν; χαρίσασθέ μοι τὴν ἀδικίαν ταύτην. τί γὰρ ἐστιν ὃ ἡττήθητε ὑπὲρ τὰς λοιπὰς ἐκκλησίας, εἰ μὴ ὅτι αὐτὸς ἐγὼ οὐ κατενάρκησα ὑμῶν; χαρίσασθέ μοι τὴν ἀδικίαν ταύτην (:Ἔγινα ἀνόητος μὲ τίς καυχήσεις μου αὐτές! Ἀλλὰ ἐσεῖς μὲ ἀναγκάσατε νὰ γίνω· διότι ἐγὼ εἶχα τὸ δικαίωμα νὰ συστήνομαι ἀπό σας καὶ ὄχι νὰ βρίσκομαι στὴν ἀνάγκη νὰ σᾶς συστήσω τὸν ἑαυτό μου. Καὶ εἶχα τὸ δικαίωμα νὰ συστήνομαι ἀπό σᾶς, διότι σὲ τίποτε δὲν ἀποδείχθηκα κατώτερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους περισσότερο ἐπιφανεῖς ἀποστόλους, ἂν καὶ χωρίς τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν εἶμαι τίποτε. Ὅλες τίς ἀποδείξεις ποὺ πιστοποιοῦν ὅτι εἶμαι ἀπόστολος, σᾶς τίς παρουσίασα ἀνάμεσά σας μὲ κάθε ὑπομονὴ καὶ μὲ διάφορα ὑπερφυσικὰ ἔργα, δηλαδὴ μὲ θεϊκὰ σημεῖα, μὲ ἐκπληκτικὰ θαύματα καὶ μὲ ὑπερφυσικὲς δυνάμεις. Διότι ποιό εἶναι ἐκεῖνο στὸ ὁποῖο φανήκατε κατώτεροι ἀπὸ τίς ἄλλες Ἐκκλησίες ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι ἐγὼ δὲν σᾶς ἐπιβάρυνα μὲ τὰ ἔξοδα τῆς συντηρήσεώς μου; Συγχωρῆστε μου τὴν ἀδικία αὐτή)» [Β΄ Κορ. 12,11-13].
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν λέγει: «Ἡ γὰρ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ (:διότι ἡ σφραγῖδα μὲ τὴν ὁποία πιστοποιεῖται ἐπίσημα τὸ ἀποστολικό μου ἀξίωμα, μέ τὴν χάρη τοῦ Κυρίου, εἶστε ἐσεῖς, τοὺς ὁποίους ὁδήγησα στὸν Χριστό)» [Α΄ Κορ. 9,2]. «Καθότι καὶ σημεῖα ἐπέδειξα καὶ μὲ τὸν λόγο μου δίδαξα καὶ κινδύνους ὑπέμεινα καὶ βίο ἔζησα ἄψογο». Καὶ ὅλα αὐτὰ εἶναι δυνατὸν νὰ τὰ δεῖ κανεὶς μὲ τίς δύο αὐτὲς ἐπιστολές, πὼς γιὰ καθένα ἀπὸ αὐτὰ τοὺς φέρει ἀπόδειξη μὲ κάθε ἀκρίβεια.
«Ἡ ἐμὴ ἀπολογία τοῖς ἐμὲ ἀνακρίνουσιν αὕτη ἐστί. (:ἡ ἀπάντησή μου πρὸς ἐκείνους ποὺ μὲ ἀμφισβητοῦν καὶ ἀμφιβάλλουν ἂν εἶμαι Ἀπόστολος, εἶναι αὐτὴ ποὺ δίνεται ἀπὸ τὴ θεία αὐτὴ σφραγῖδα)» [Α΄ Κορ. 9,3]. Τί σημαίνει «ἡ ἐμὴ ἀπολογία τοῖς ἐμὲ ἀνακρίνουσιν αὕτη ἐστί»; «Γιὰ ἐκείνους ποὺ ζητοῦν νὰ μάθουν γιὰ ποιούς λόγους εἶμαι ἀπόστολος ἢ γιὰ ὅσους μὲ κατηγοροῦν ὅτι δῆθεν λαμβάνω χρήματα ἢ ρωτοῦν τὴν αἰτία, γιὰ τὴν ὁποία δὲν λαμβάνω ἢ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ ἀποδείξουν ὅτι δὲν εἶμαι ἀπόστολος, ἡ δική σας κατήχηση καὶ ὅσα πρόκειται νὰ πῶ ἀποτελοῦν ἀπόδειξη καὶ ἀπολογία».
Ποιά λοιπὸν εἶναι αὐτά; «Μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν φαγεῖν καὶ πιεῖν; μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν ἀδελφὴν γυναῖκα περιάγειν, ὡς καὶ οἱ λοιποὶ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου καὶ Κηφᾶς; (:Ἀφοῦ λοιπὸν εἶμαι καὶ ἐγὼ Ἀπόστολος σὰν τοὺς ἄλλους ἀποστόλους, ρωτῶ: Δὲν ἔχουμε καὶ ἐγὼ καὶ οἱ συνεργάτες μου δικαίωμα νὰ φᾶμε καὶ νὰ πιοῦμε αὐτὰ ποὺ μᾶς προσφέρουν οἱ μαθητές μας; Δὲν ἔχουμε καὶ ἐμεῖς δικαίωμα νὰ περιφέρουμε μαζί μας στὶς περιοδεῖες γυναῖκα, χριστιανὴ ἀδελφὴ γιὰ νὰ μᾶς διακονεῖ, ὅπως κάνουν καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἀπόστολοι καὶ αὐτοὶ ποὺ θεωροῦνται ἀδερφοὶ τοῦ Κυρίου καὶ ὁ Κηφάς;)» [Α΄ Κορ. 9,4-5]. Καὶ πῶς αὐτὰ εἶναι ἀπολογία; «Διότι, ὅταν εἶναι φανερὸ ὅτι ἀπέχω ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὰ ἐπιτρεπόμενα, δὲν θὰ ἦταν δίκαιο νὰ μὲ ὑποπτεύονται ὡς ἀπατεῶνα ἢ ὅτι κάνω κάτι γιὰ χρήματα. Ὅσα λοιπὸν ἔχω πεῖ προηγουμένως καὶ ἡ διδασκαλία μου πρὸς ἐσᾶς καὶ αὐτὰ τὰ ὁποῖα εἶπα, ἀρκοῦν γιὰ ἀπολογία μου πρὸς ἐσᾶς, καὶ ἐδῶ στηρίζομαι καὶ λέγω ἐκεῖνα καὶ τὰ ἑξῆς πρὸς ὅλους ὅσοι ἀμφιβάλλουν γιὰ ἐμένα· Μήπως δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ φᾶμε καὶ νὰ πιοῦμε; Μήπως δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ περιφέρουμε γυναῖκα ἀδελφή;. Ἀλλὰ ὅμως, ἂν καὶ ἔχω δικαίωμα, ἐντούτοις ἀπέχω».
Τί λοιπόν; Δὲν ἔτρωγε, οὔτε ἔπινε; Πολλὲς φορὲς πράγματι οὔτε ἔτρωγε, οὔτε ἔπινε, διότι λέγει: «ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψει, ἐν νηστείαις πολλάκις, ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι (:ὑπηρέτησα τὸν Κύριο μὲ κόπο καὶ μόχθο, μὲ ἀγρυπνίες πολλὲς φορές, μὲ πεῖνα καὶ δίψα, ὅταν ἀπομονωνόμουν σὲ μακρινὲς ὁδοιπορίες μὲ νηστεῖες πολλὲς φορές, μὲ ψῦχος καὶ γυμνότητα ὅταν μὲ θερινὰ ροῦχα μὲ ἔπιανε αἰφνιδιαστικὰ ὁ χειμῶνας)» [Β΄ Κορ. 11,27]. Ἐδῶ ὅμως δὲν ἐννοεῖ αὐτό, ἀλλὰ τί; «Δὲν τρῶμε, οὔτε πίνουμε λαμβάνοντας ἀπὸ τοὺς μαθητές μας, ἂν καὶ ἔχουμε δικαίωμα νὰ λάβουμε».
«Μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν ἀδελφὴν γυναῖκα περιάγειν, ὡς καὶ οἱ λοιποὶ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου καὶ Κηφᾶς; (:Δὲν ἔχουμε καὶ ἐμεῖς δικαίωμα νὰ περιφέρουμε μαζί μας στὶς περιοδεῖες γυναῖκα, χριστιανὴ ἀδελφὴ γιὰ νὰ μᾶς διακονεῖ, ὅπως κάνουν καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἀπόστολοι καὶ αὐτοὶ ποὺ θεωροῦνται ἀδερφοὶ τοῦ Κυρίου καὶ ὁ Κηφάς;)» [Α΄ Κορ. 9,5]. Πρόσεχε σοφία· τὸν κορυφαῖο τὸν ἔχει θέσει τελευταῖο· διότι τὸ ἰσχυρότερο τῶν κεφαλαίων, τότε τίθεται. Δὲν θὰ ἦταν τόσο θαυμαστὸ νὰ δείξει ὅτι οἱ ἄλλοι κάνουν αὐτό, ὅσο ὁ πρωτοστάτης ἀπόστολος, αὐτὸς ποὺ τοῦ ἐμπιστεύτηκε ὁ Κύριος τὰ κλειδιὰ τῶν οὐρανῶν. Ἀλλὰ δὲν τὸν ἀναφέρει αὐτὸν μόνο, ἀλλὰ ὅλους σὰν νὰ λέγει τὰ ἑξῆς περίπου: «Ἄν ζητεῖς καὶ κατώτερους καὶ ἀνώτερους, ὑπάρχουν ὅλα τὰ παραδείγματα. Οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ ἀπελευθερώθηκαν ἀπὸ τὴν πρώτη ἀπιστία τους, ἦσαν ἀπὸ τοὺς ἀξιόλογους, ἂν καὶ δὲν ἔφταναν τοὺς ἀποστόλους». Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν τοὺς ἔθεσε στὸ μέσο μεταξὺ τῶν δύο ἄκρων.
«Ἢ μόνος ἐγὼ καὶ Βαρνάβας οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν τοῦ μὴ ἐργάζεσθαι; (:ἢ μήπως μόνο ἐγὼ καὶ ὁ Βαρνάβας δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ ἐργαζόμαστε γιὰ κάποιο βιοποριστικὸ ἐπάγγελμα γιὰ νὰ καλύπτουμε ἀπὸ αὐτὸ τὰ ἔξοδά μας;)» [Α΄ Κορ. 9,6]. Πρόσεχε τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὴν ψυχὴ ποὺ εἶναι καθαρὴ ἀπὸ φθόνο, πὼς δὲν ἀπέκρυψε αὐτὸν ποὺ γνώριζε ὅτι ἦταν ἀκριβὴς στὴ ζωὴ του ὅπως ὁ ἴδιος. Ἐφόσον δηλαδὴ τὰ ἄλλα εἶναι κοινά, πῶς αὐτὸ δὲν εἶναι κοινό; «Ἀπόστολοι καὶ ἐκεῖνοι καὶ ἐμεῖς, καὶ ἐλεύθεροι καὶ τὸν Χριστὸ εἴδαμε καὶ ἐπιδείξαμε ἔργο ἀποστόλων. Ἑπομένως καὶ ἐμεῖς ἔχουμε δικαίωμα καὶ νὰ ζοῦμε χωρὶς νὰ ἐργαζόμαστε καὶ νὰ τρεφόμαστε ἀπὸ τοὺς μαθητές μας».
«Τίς στρατεύεται ἰδίοις ὀψωνίοις ποτέ; (:Εἴμαστε στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν ἐξάπλωση τῆς βασιλείας Του. Ποιός ποτὲ παίρνει μέρος σὲ ἐκστρατεία ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ μὲ δικά του ἔξοδα;)» [Α΄ Κορ. 9,7]. Ἀφοῦ λοιπόν, αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἦταν ἰσχυρότατο, ἀπέδειξε ὅτι ὡς ἀπόστολος ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ τὸ κάνει, στὴ συνέχεια ἔρχεται στὰ παραδείγματα καὶ τὴν κοινὴ συνήθεια, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο συνήθιζε, καὶ λέει: «Ποιός ὑπηρετεῖ στὸν στρατὸ μὲ δικά του ἔξοδα;». Ἐσὺ ὅμως πρόσεξε, σὲ παρακαλῶ, πόσο πολὺ κατάλληλα γιὰ τὴν προκειμένη περίπτωση παραδείγματα ἔφερε καὶ ὅτι κατὰ πρῶτον ὑπενθυμίζει τὰ ἐπικίνδυνα, στρατὸ καὶ ὅπλα καὶ πολέμους· διότι τέτοια ἦταν ἡ ἀποστολή του, μᾶλλον δὲ πολὺ περισσότερο ἐπικίνδυνος ἀπὸ αὐτά, καθόσον ὁ πόλεμός τους δὲν ἦταν μόνο πρὸς ἀνθρώπους ἀλλὰ καὶ πρὸς δαίμονες, καὶ παρατάσσονταν γιὰ μάχη μὲ τὸν ἀρχηγὸ ἐκείνων. Αὐτὸ λοιπὸν ποὺ λέγει, σημαίνει τὸ ἑξῆς: ὅτι δηλαδὴ οὔτε οἱ ἄρχοντες τοῦ κόσμου, οἱ ὠμοὶ καὶ ἄδικοι, ἀπαιτοῦν οἱ στρατευόμενοι νὰ μετέχουν σὲ ἐκστρατεῖες καὶ νὰ κινδυνεύουν καὶ συγχρόνως νὰ τρέφονται μὲ δικά τους ἔξοδα· πῶς λοιπὸν ἦταν δυνατὸν ποτὲ ὁ Χριστὸς νὰ ἀπαιτήσει αὐτό;
Καὶ οὔτε ἀρκεῖται σὲ ἕνα μόνο παράδειγμα, διότι τὸν πολὺ ἁπλοϊκὸ καὶ βραδύνου ἄνθρωπο συνήθως τὸν ἀναπαύει πάρα πολὺ νὰ βλέπει καὶ τὴν κοινὴ συνήθεια νὰ ἐφαρμόζεται στοὺς νόμους τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν προχωρεῖ καὶ σὲ ἄλλο παράδειγμα καὶ λέγει: «Τίς φυτεύει ἀμπελῶνα καὶ ἐκ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ οὐκ ἐσθίει; (:Εἴμαστε ἀμπελουργοὶ ποὺ καλλιεργοῦμε τὸ πνευματικὸ ἀμπέλι τοῦ Χριστοῦ. Ποιός φυτεύει ἀμπέλι καὶ δὲν τρώει ἀπὸ τὸν καρπὸ του;)» [Α΄ Κορ. 9,7]. Μὲ ἐκεῖνο τὸ παράδειγμα τόνισε τοὺς κινδύνους, μὲ αὐτὸ ὅμως τὸν κόπο καὶ τὴν πολλὴ ταλαιπωρία καὶ τὴ φροντίδα. Καὶ τρίτο, πάλι, παράδειγμα, προσθέτει λέγοντας: «Ἢ τίς ποιμαίνει ποίμνην καὶ ἐκ τοῦ γάλακτος τῆς ποίμνης οὐκ ἐσθίει; (: Ποιός βόσκει ποίμνιο, φροντίζει γι᾿ αὐτό, καὶ δὲν τρώει ἀπὸ τὸ γάλα τοῦ ποιμνίου;)», προσπαθῶντας ἔτσι νὰ καταστήσει γνωστὴ τὴν πολλὴ καὶ ἀπαραίτητη φροντίδα τοῦ διδασκάλου γιὰ τοὺς μαθητές του· διότι βεβαίως οἱ ἀπόστολοι ἦσαν καὶ στρατιῶτες καὶ γεωργοὶ καὶ ποιμένες ὄχι γῆς, οὔτε ζώων, οὔτε φονερῶν πολέμων, ἀλλὰ λογικῶν ψυχῶν καὶ πολέμου πρὸς τοὺς δαίμονες.
Πρέπει ἐπίσης νὰ παρατηρήσουμε καὶ ἐκεῖνο, ὅτι δηλαδὴ παντοῦ διεφύλαξε τὴ συμμετρία ἐπιζητῶντας μόνο τὸ ἀναγκαῖο, ὄχι τὸ περιττό. Διότι δὲν εἶπε: «Ποιός ὑπηρετεῖ στὸν στρατὸ καὶ δὲν πλουτίζει;», ἀλλά: «Ποιός ποτὲ ὑπηρετεῖ στὸν στρατὸ μὲ δικά του ἔξοδα;»· οὔτε εἶπε: «Ποιός φυτεύει ἀμπελῶνα καὶ δὲν συνάγει χρυσὸ ἢ δὲν τρυγᾷ ὁλόκληρο τὸν καρπό;», ἀλλά: «δὲν τρώγει ἀπὸ τὸν καρπό του;»· οὔτε εἶπε: «Ποιός ποιμαίνει ποίμνη καὶ δὲν ἐμπορεύεται τὰ ἀρνιά;». Ἀλλὰ πῶς τὸ εἶπε; «Καὶ δὲν τρώγει ἀπὸ τὸ γάλα της;»· ὄχι ἀπὸ τὰ ἀρνιά, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ γάλα, δείχνοντας ὅτι ὁ διδάσκαλος πρέπει νὰ ἀρκεῖται σὲ μικρὴ μόνο ἀνταπόδοση τῶν κόπων του καὶ στὴν ἀναγκαία μόνο τροφή. Αὐτὰ γιὰ ὅσους θέλουν νὰ κατατρώγουν τὰ πάντα καὶ νὰ τρυγοῦν ὁλόκληρο τὸν καρπό. Καὶ ὁ Κύριος νομοθέτησε ἔτσι λέγοντας: «Ἂξιος γὰρ ἐστιν ὁ ἐργάτης τῆς τροφῆς αὐτοῦ (:Κάθε ἐργάτης δικαιοῦται νὰ δέχεται τὴν τροφή του ἀπὸ ἐκείνους γιὰ τοὺς ὁποίους μοχθεῖ)» [Ματθ. 10,10]. Καὶ δὲν ἐπιτυγχάνει μόνο αὐτὸ μὲ παραδείγματα, ἀλλὰ καὶ δεικνύει ποιός πρέπει νὰ εἶναι ὁ ἱερέας· διότι πρέπει νὰ ἔχει καὶ ἀνδρεία καὶ ἐπιμέλεια γεωργοῦ καὶ κηδεμονία ποιμένα καὶ μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ νὰ μὴν ἐπιζητεῖ τίποτε περισσότερο ἀπὸ τὰ ἀναγκαῖα.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἔδειξε καὶ ἀπὸ τὸ παράδειγμα τῶν ἀποστόλων καὶ ἀπὸ τὰ παραδείγματα τῆς ζωῆς ὅτι δικαιοῦται νὰ θεωρεῖται διδάσκαλος, ἔρχεται καὶ σὲ τρίτο κεφάλαιο, λέγοντας τὰ ἑξῆς: «Μὴ κατὰ ἄνθρωπον ταῦτα λαλῶ; ἢ οὐχὶ καὶ ὁ νόμος ταῦτα λέγει; (:ἀλλὰ μήπως αὐτὰ ποὺ λέω εἶναι σύμφωνα μόνο μὲ ἀνθρώπινες συνήθειες καὶ παραδείγματα; Ἡ μήπως δὲν λέει τὰ ἴδια καὶ ὁ θεόπνευστος νόμος; )» [Α΄ Κορ. 9,8]. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἕως ἐδῶ δὲν εἶπε τίποτε ἀπὸ τίς Γραφές, ἀλλὰ πρόβαλε τὴν κοινὴ συνήθεια, λέγει: «Μὴ νομίσετε ὅτι ἐνισχύω τὴ θέση μου μὲ αὐτὰ μόνο τὰ ἐπιχειρήματα, οὔτε ὅτι νομοθετῶ αὐτὰ βασιζόμενος στὴ γνώμη τῶν ἀνθρώπων· μπορῶ νὰ σᾶς ἀποδείξω ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ γνώμη καὶ τοῦ Θεοῦ, καὶ σᾶς διαβάζω παλαιὸ νόμο ποὺ ὁρίζει αὐτά».
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν προχωρεῖ τὸν λόγο του μὲ ἐρώτηση, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο γίνεται γιὰ θέματα γενικῆς ἀποδοχῆς καὶ λέγει ὡς ἑξῆς: «Μήπως τὰ λέω αὐτὰ σκεπτόμενος ἀνθρωπίνως;», δηλαδή: «Μήπως ἐνισχύω τὴ θέση μου μόνο μὲ ἀνθρώπινα παραδείγματα;» «Ἢ δὲν τὰ λέγει αὐτὰ καὶ ὁ νόμος;». «Ἐν γὰρ τῷ Μωϋσέως νόμῳ γέγραπται· οὐ φιμώσεις βοῦν ἀλοῶντα. μὴ τῶν βοῶν μέλει τῷ Θεῷ; (:βεβαίως τὰ λέει αὐτὰ ὁ νόμος· διότι ἔχει γραφτεῖ ἀπὸ τὸν μωσαϊκὸ νόμο: "Δὲν θὰ κλείσεις μὲ φίμωτρο καὶ δὲν θὰ βουλώσεις τὸ στόμα τοῦ βοδιοῦ ποὺ ἁλωνίζει. Θὰ ἀφήσεις τὸ στόμα του ἐλεύθερο νὰ φάει ἀπὸ τὰ στάχυα ποὺ μὲ τόσο κόπο ἁλωνίζει". Ἀλλὰ ρωτῶ: μήπως ὁ Θεὸς ὡς νομοθέτης ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ βόδια;)» [Α΄ Κορ. 9,9]. Καὶ γιὰ ποιό λόγο ἀνέφερε αὐτό, ἐφόσον εἶχε στὸν νοῦ του τὴν περίπτωση τῶν ἱερέων; Ἐπειδὴ ἤθελε νὰ ἀναπτύξει αὐτὸ διεξοδικότατα.
Ἔπειτα, γιὰ νὰ μὴν πεῖ κανείς: «Καὶ ποιά σχέση ἔχουμε ἐμεῖς μὲ αὐτὸ ποὺ εἶπες γιὰ τὰ βόδια;», ἀναπτύσσει αὐτὸ μὲ ἀκρίβεια, λέγοντας: «Μήπως ὁ Θεὸς ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ βόδια;». Πὲς μου λοιπόν, δὲν ἐνδιαφέρεται ὁ Θεὸς γιὰ τὰ βόδια; Ἐνδιαφέρεται μέν, ὄχι ὅμως ἔτσι, ὥστε καὶ νόμο νὰ θεσπίσει γιὰ τὸ θέμα αὐτό. Ὥστε, ἐὰν δὲν ὑπαινισσόταν κάτι σημαντικὸ ἐκγυμνάζοντας τοὺς Ἰουδαίους στὸ νὰ εἶναι φιλάνθρωποι μὲ τὸ παράδειγμα τῶν ζώων καὶ μὲ βάση αὐτὰ ὁμιλῶντας πρὸς αὐτοὺς περὶ τῶν διδασκάλων, δὲν θὰ ἔσπευδε ἔτσι, ὥστε καὶ νόμο νὰ θεσπίσει γιὰ τὴ φίμωση τῶν βοδιῶν. Μὲ αὐτὸ δείχνει καὶ κάτι ἄλλο, ὅτι ὁ κόπος τῶν διδασκάλων καὶ εἶναι πολὺς καὶ ὀφείλει νὰ εἶναι.
Καὶ ἐπιπλέον καὶ κάτι ἄλλο. Ποιό λοιπὸν εἶναι αὐτό; Ὅτι ὅσα λέγονται ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη γιὰ τὴ φροντίδα τῶν ζώων, κυρίως συντελοῦν στὴ διδασκαλία τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὅλα τὰ ἄλλα, τὰ περὶ ποικίλων ἱματίων καί τὰ περὶ ἀμπελώνων καὶ σπερμάτων καὶ περὶ τοῦ νὰ μὴ μεταβάλει κανεὶς τὸν ἀγρὸ του [Δευτ. 22,9: «Οὐ κατασπερεῖς τὸν ἀμπελῶνά σου διάφορον, ἵνα μὴ ἁγιασθῇ τὸ γένημα καὶ τὸ σπέρμα, ὃ ἐὰν σπείρῃς μετὰ τοῦ γενήματος τοῦ ἀμπελῶνός σου (:δὲν θὰ σπείρεις στὸ ἀμπέλι σου διαφορετικοὺς σπόρους, διότι δὲν θὰ εἶναι δυνατὸν νὰ προσφερθοῦν τὴν ἴδια μέρα πρὸς ἁγιασμὸ οἱ ἀπαρχὲς τοῦ ἀμπελῶνος καὶ τῆς ἄλλης σπορᾶς)»], τὰ περὶ λέπρας καὶ ὅλα γενικῶς τὰ ἄλλα. Διότι ἐπειδὴ ἦσαν πολὺ ἀσθενεῖς στὴν πίστη, μὲ τέτοια παραδείγματα ὁμιλοῦσε πρὸς αὐτοὺς λίγο κατ᾿ ὀλίγον ἀναβιβάζοντας αὐτοὺς πνευματικά.
Καὶ πρόσεχε ὅτι δὲν ἀναφέρει πολλὰ ἐπιχειρήματα γι᾿ αὐτό, διότι ἦταν φανερὸ καὶ αὐτονόητο. Ἀφοῦ δηλαδὴ εἶπε «Μήπως ὁ Θεὸς ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ βόδια;», πρόσθεσε:: «Ἢ δι᾿ ἡμᾶς πάντως λέγει; δι᾿ ἡμᾶς γὰρ ἐγράφη, ὅτι ἐπ᾿ ἐλπίδι ὀφείλει ὁ ἀροτριῶν ἀροτριᾶν, καὶ ὁ ἀλοῶν τῆς ἐλπίδος αὐτοῦ μετέχειν ἐπ᾿ ἐλπίδι (:ἢ μήπως γιά μᾶς τοὺς λογικοὺς βεβαίως ἀνθρώπους τὰ λέει καὶ τὰ νομοθετεῖ αὐτά; Ναὶ γιὰ ἐμᾶς τὰ λέει. Διότι γιὰ τοὺς πνευματικοὺς ἐργάτες καὶ καλλιεργητὲς γράφτηκε ὅτι ὁ καλλιεργητὴς ὀφείλει νὰ καλλιεργεῖ τὴν γῆ μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ ἀπολαύσει τὴ σοδειά· καὶ ἐκεῖνος ποὺ γεμᾶτος ἐλπίδα ἁλωνίζει, ὀφείλει νὰ μετέχει νὰ ἀπολαμβάνει τὸν καρπὸ ποὺ μὲ ἐλπίδα περίμενε νὰ ἀποκτήσει ἀπὸ τὸν ἀγρὸ του)» [Α΄ Κορ. 9,10]· καὶ δὲν πρόσθεσε ἄσκοπα τὸ «ἀποκλειστικά», ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν ἐπιτρέψει στὸν ἀκροατὴ νὰ ἀντείπει ὁτιδήποτε.
Καὶ ἐπιμένει στὴ μεταφορὰ λέγοντας καὶ διακηρύττοντας: «Διότι γιὰ ἐμᾶς γράφτηκε ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ὀργώνει, ὀφείλει νὰ ὀργώνει μὲ ἐλπίδα», δηλαδὴ ὁ διδάσκαλος ὀφείλει νὰ ἔχει τίς ἀμοιβὲς τῶν κόπων του· «καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἁλωνίζει ὀφείλει νὰ ἁλωνίζει ἐλπίζοντας ὅτι θὰ λάβει μέρος τοῦ καρποῦ». Καὶ κοίταξε σύνεση! Ἀπὸ τὸν σπόρο μετέφερε τὸ θέμα στὸ ἁλώνι δείχνοντας καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, τοὺς πολλοὺς ἱδρῶτες τῶν διδασκάλων, ὅτι αὐτοὶ καὶ ὀργώνουν καὶ ἁλωνίζουν. Καὶ γιὰ μὲν τὸ ὄργωμα, ἐπειδὴ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ καρπωθοῦν κάτι ἀλλὰ τὸν πόνο μόνο, ἔχει θέσει τὴν ἐλπίδα, ἀλλὰ στὸ ἁλώνισμα ἀνέφερε πλέον τὴν ἀνταμοιβή, λέγοντας: «Καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἁλωνίζει, ἐλπίζει ὅτι θὰ λάβει». Ἔπειτα, γιὰ νὰ μὴ λέγει κανείς: «Αὐτὴ λοιπὸν εἶναι ἡ ἀμοιβὴ τόσων πολλῶν ἱδρώτων;». Πρόσθεσε τὸ «ἐπ᾿ ἐλπίδι», δηλαδὴ στὸ μέλλον. Τίποτε ἄλλο λοιπὸν δὲν βοᾷ τὸ ἀφίμωτο στόμα αὐτοῦ τοῦ ζώου, παρά τὸ ὅτι οἱ διδάσκαλοι ποὺ κοπιάζουν πρέπει καὶ νὰ ἀπολαύουν ἀμοιβῆς.
«Εἰ ἡμεῖς ὑμῖν τὰ πνευματικὰ ἐσπείραμεν, μέγα εἰ ἡμεῖς ὑμῶν τὰ σαρκικὰ θερίσομεν; (:καὶ ἐμεῖς ὑπήρξαμε ἀνάμεσά σας σποριάδες πνευματικοὶ καὶ καλλιεργητές. Ἐὰν λοιπὸν ἐμεῖς σπείραμε στὶς καρδιές σας τὸν πνευματικὸ σπόρο τῆς ἀλήθειας καὶ σᾶς μεταδώσαμε πνευματικὰ χαρίσματα, εἶναι μεγάλο πρᾶγμα ἐὰν ἐμεῖς θερίσουμε τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ σας ὡς καρπὸ τῆς πνευματικῆς σπορᾶς;)» [Α΄ Κορ. 11]. Ἰδοὺ ὅτι προσθέτει καὶ τέταρτο συλλογισμὸ ὑπέρ του ὅτι οἱ πιστοὶ πρέπει νὰ παρέχουν τὰ ἀναγκαῖα στοὺς ἀποστόλους γιὰ τὴ συντήρησή τους. Ἀφοῦ δηλαδὴ εἶπε: «Ποιός ποτὲ ὑπηρετεῖ στὸν στρατὸ μὲ δικά του ἔξοδα;» καὶ «Ποιός φυτεύει ἀμπελῶνα;» καὶ «Ποιός βόσκει ποίμνη;», καὶ ἀνέφερε τὸ βόδι ποὺ ἁλωνίζει, δείχνει καὶ ἄλλη εὐλογότατη αἰτία, γιὰ τὴν ὁποία εἶχαν δικαίωμα νὰ λάβουν, διότι εἶχαν προσφέρει πολὺ περισσότερα καὶ ὄχι μόνο διότι εἶχαν κοπιάσει. Ποιά εἶναι αὐτή; «Ἐὰν ἐμεῖς σπείραμε σέ σᾶς τὰ πνευματικά, εἶναι ὑπερβολικὸ ἐὰν ἐμεῖς θερίσουμε ἀπὸ ἐσᾶς ὑλικὰ πράγματα;». Εἶδες δικαιότατη αἰτία καὶ εὐλογότερη ἀπὸ τίς προηγούμενες; Λέγει δηλαδὴ ὅτι ἐκεῖ μὲν ὁ σπόρος ἦταν σαρκικός, σαρκικὸς ἦταν καὶ ὁ καρπός· ἐδῶ ὅμως δὲν εἶναι ἔτσι, ἀλλὰ ὁ μὲν σπόρος εἶναι πνευματικός, ἡ δὲ ἀνταπόδοση ὑλική. Γιὰ νὰ μὴ μεγαλοφρονοῦν δηλαδὴ ὅσοι δίνουν στοὺς διδασκάλους, ἔδειξε ὅτι λαμβάνουν περισσότερα ἀπὸ ὅ,τι δίνουν· δηλαδή, οἱ μὲν γεωργοὶ ὅ,τι σπείρουν αὐτὰ καὶ λαμβάνουν, ἐμεῖς ὅμως σπείροντας πνευματικὰ στὶς ψυχές σας θερίζουμε σαρκικά· διότι τέτοια ἦταν ἡ τροφὴ ποὺ ἔδιναν αὐτοί.
Ἔπειτα προκαλῶντας καὶ περισσότερη ντροπὴ λέγει: «Εἰ ἄλλοι τῆς ἐξουσίας ὑμῶν μετέχουσιν, οὐ μᾶλλον ἡμεῖς; ἀλλ᾿ οὐκ ἐχρησάμεθα τῇ ἐξουσίᾳ ταύτῃ, ἀλλὰ πάντα στέγομεν, ἵνα μὴ ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ (:καὶ ἐὰν οἱ ἄλλοι χρησιμοποιοῦν τὰ δικαιώματα ποὺ τοὺς δίνει ὁ νόμος σὲ ἐσᾶς τοὺς μαθητευόμενους, δὲν δικαιούμαστε νὰ χρησιμοποιήσουμε τὴν ἐξουσία αὐτὴ πολὺ περισσότερο ἐμεῖς; Ἀλλὰ ὅμως ἐμεῖς δὲν κάναμε χρήση τῶν δικαιωμάτων μας αὐτῶν)» [Α΄ Κορ. 9,12].
Ἰδοὺ καὶ ἄλλος πάλι συλλογισμός, καὶ αὐτὸς ἀπὸ παραδείγματα, ἀλλὰ ὄχι ὅμοια. Ἐδῶ δηλαδὴ δὲν ὑπενθυμίζει οὔτε τὸν Πέτρο οὔτε τοὺς ἀποστόλους, ἀλλὰ κάποιους ἄλλους νόθους, ἐναντίον τῶν ὁποίων κατόπιν ἀγωνίζεται καὶ γιὰ τοὺς ὁποίους λέγει: «Ἀνέχεσθε γὰρ εἴ τις ὑμᾶς καταδουλοῖ, εἴ τις κατεσθίει, εἴ τις λαμβάνει, εἴ τις ἐπαίρεται, εἴ τις ὑμᾶς εἰς πρόσωπον δέρει (:Ἀνέχεστε δηλαδὴ ὅποιον σᾶς ὑποδουλώνει, ὅποιον σᾶς κατατρώει καὶ σᾶς ἐκμεταλλεύεται, ὅποιον σᾶς συλλαμβάνει σὰν τὰ πουλιὰ στὴν παγίδα, ὅποιον ὑψώνεται δεσποτικὰ πάνω ἀπό σας, ὅποιον σᾶς δέρνει στὸ πρόσωπο)» [Β΄ Κορ. 11,20], σὰν προανάκρουσμα πλέον τοῦ πολέμου του πρὸς ἐκείνους.
Γιὰ τοῦτο δὲν εἶπε: «ἐὰν ἄλλοι λαμβάνουν ἀπὸ ἐσᾶς», ἀλλὰ δείχνοντας τὴν αὐθάδεια καὶ τὴν τυραννικὴ διάθεση καὶ τὴν ἐκμετάλλευση αὐτῶν, λέγει: «Ἐὰν ἄλλοι χρησιμοποιοῦν τὰ δικαιώματά τους πρὸς ἐσᾶς», δηλαδὴ «ἐὰν κυριαρχοῦν ἐπάνω σας, σᾶς ἐξουσιάζουν, σᾶς συμπεριφέρονται σὰν δούλους, ὄχι ἁπλῶς λαμβάνοντας ἀλλὰ καὶ μὲ πολλὴ αὐταρχικότητα». Γιὰ αὐτὸ πρόσθεσε: «Δὲν δικαιούμαστε πολὺ περισσότερο ἐμεῖς;», τὸ ὁποῖο δὲν θὰ τὸ ἔλεγε, ἐὰν ὁ λόγος ἦταν γιὰ τοὺς ἀποστόλους. Ἀλλὰ εἶναι φανερὸ ὅτι ὑπαινίσσεται μερικοὺς ἐκμεταλλευτές τους καὶ ἀπατεῶνες. Ὥστε ἐκτὸς τοῦ νόμου τοῦ Μωυσῆ καὶ ἐσεῖς οἱ ἴδιοι θεσπίσατε νόμο γιὰ τὸ ὅτι πρέπει νὰ δίδετε. Ἀφοῦ λοιπὸν εἶπε: «Δὲν δικαιούμαστε πολὺ περισσότερο ἐμεῖς;», δὲν προσδιορίζει τὸ γιὰ ποιό λόγο πολὺ περισσότερο τὸ δικαιοῦνται, ἀλλὰ ἀφήνει τὸν ἔλεγχο στὴ συνείδησή τους, ἐπειδὴ ἤθελε καὶ νὰ τοὺς φοβίσει καὶ νὰ τοὺς παρακινήσει ἐντονότερα.
«Ἀλλὰ δὲν χρησιμοποιήσαμε αὐτὸ τὸ δικαίωμά μας». Δηλαδὴ δὲν λάβαμε. Βλέπεις μὲ πόσα ἐπιχειρήματα ἀφοῦ ἀπέδειξε κατὰ πρῶτον ὅτι δὲν εἶναι παράνομο τὸ νὰ λαμβάνει ἕνας ἀπόστολος, ἔπειτα εἶπε ὅτι δὲν λαμβάνουμε, γιὰ νὰ μὴ φανεῖ ὅτι δὲν λάμβανε, διότι ἦταν ἀπαγορευμένο; «Δὲν λαμβάνω», λέγει, «ὄχι διότι δὲν μοῦ ἐπιτρέπεται· μοῦ ἐπιτρέπεται, καὶ αὐτὸ τὸ ἀποδείξαμε ἀπὸ τὸ παράδειγμα τῶν ἀποστόλων, ἀπὸ τὸ παράδειγμα τῶν πραγμάτων τοῦ βίου τοῦ στρατιώτου καὶ τοῦ γεωργοῦ καὶ τοῦ ποιμένα, ἀπὸ τὸν νόμο τοῦ Μωυσῆ, ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ φύση τοῦ πράγματος, ὅτι δηλαδὴ σπείραμε σέ σᾶς πνευματικά, ἀπὸ ὅσα τέλος ἔχετε κάνει γιὰ τοὺς ἄλλους».
Ἀλλὰ ὅπως ἀνέφερε αὐτά, γιὰ νὰ μὴ φανεῖ ὅτι ἐκθέτει τοὺς ἀποστόλους ποὺ λαμβάνουν, προκαλῶντας τὴν ντροπή τους καὶ ἀποδεικνύοντας ὅτι δὲν ἀπεῖχε ἀπαγορευμένου πράγματος, ἔτσι πάλι, γιὰ νὰ μὴ φανεῖ ὅτι μὲ τὴν πολλὴ ἐπιχειρηματολογία καὶ τὰ παραδείγματα καὶ τοὺς συλλογισμούς -μὲ τοὺς ὁποίους ἀπέδειξε ὅτι πρέπει νὰ λαμβάνει- ἐπιζητεῖ νὰ λαμβάνει καὶ γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο τὰ λέγει αὐτά, στὴ συνέχεια τὸ διορθώνει. Καὶ κατόπιν μὲν τὸ κάνει σαφέστερο, ὅταν λέγει: «οὐκ ἔγραψα δὲ ταῦτα ἵνα οὕτω γένηται ἐν ἐμοί (:καὶ αὐτὰ ποὺ σᾶς γράφω δὲν τὰ ἔγραψα γιὰ νὰ γίνει τὸ ἴδιο καὶ σὲ μένα καὶ νὰ μοῦ δίνονται ἀπὸ ἐσᾶς τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὴ συντήρησή μου)» [Α΄ Κορ. 9,15], ἐδῶ ὅμως λέγει ὅτι «δὲν χρησιμοποιήσαμε αὐτὸ τὸ δικαίωμά μας».
Καὶ τὸ σπουδαιότερο, ὅτι οὔτε θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ πεῖ κανεὶς ἐκεῖνο, ὅτι δηλαδὴ δὲν χρησιμοποιήσαμε τὸ δικαίωμά μας, ἐπειδὴ δὲν εἴχαμε ἀνάγκη, ἀλλὰ ἐνῶ εἴχαμε κατεπείγουσα ἀνάγκη, ἐντούτοις δὲν ὑποκύψαμε στὴν ἀνάγκη· αὐτὸ τὸ λέγει στὴ δεύτερη ἐπιστολὴ του: «ἄλλας ἐκκλησίας ἐσύλησα λαβὼν ὀψώνιον πρὸς τὴν ὑμῶν διακονίαν, καὶ παρὼν πρὸς ὑμᾶς καὶ ὑστερηθεὶς οὐ κατενάρκησα οὐδενός (: λαφυραγώγησα ἄλλες Ἐκκλησίες καὶ πῆρα ἀπὸ αὐτὲς τὰ ἔξοδα τῆς συντηρήσεώς μου γιὰ νὰ ὑπηρετήσω ἐσᾶς. Ἀκόμη καὶ ὅταν ἤμουνα παρὼν ἀνάμεσά σας, καὶ δοκίμασα στερήσεις, δὲν ἐπιβάρυνα κανέναν)» [Β΄ Κορ. 11,8]· καὶ σὲ αὐτὴν τὴν ἐπιστολὴ πάλι λέγει: «Ἂχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν (:Μέχρι τὴν ὥρα αὐτὴ ποὺ σᾶς γράφω, καὶ πεινᾶμε καὶ ὑποφέρουμε ἀπὸ δίψα στὶς περιοδεῖες μας, καὶ δὲν ἔχουμε ἀρκετὰ ροῦχα, ὅταν στὴ μέση τῶν ταξιδιῶν μας, μᾶς πιάνει ξαφνικὰ ὁ χειμῶνας· καὶ δεχόμαστε χτυπήματα καὶ κακομεταχειρίσεις, καὶ δὲν παραμένουμε μόνιμα πουθενά, ἀλλὰ διαρκῶς φεύγουμε ἐδῶ καὶ ἐκεῖ)» [Α΄ Κορ. 4,11]· καὶ ἐδῶ πάλι τὸ ἴδιο ὑπαινίσσεται λέγοντας: «Ἀλλὰ ὅλα τὰ ὑπομένουμε». Μὲ τὸ νὰ πεῖ δηλαδὴ ὅτι «Ὅλα τὰ ὑπομένουμε» ὑπαινίσσεται καὶ λιμὸ καὶ στενοχωρία πολλὴ καὶ ὅλα τὰ ἄλλα.
Ἀλλὰ οὔτε ἔτσι ἀναγκαστήκαμε, λέγει, νὰ παραβοῦμε τὸν νόμο, τὸν ὁποῖο ἔχουμε θέσει στὸν ἑαυτό μας. Γιατί; «Γιὰ νὰ μὴ δημιουργήσουμε κανένα ἐμπόδιο στὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ». Ἐπειδὴ δηλαδὴ οἱ Κορίνθιοι ἦσαν ἀσθενέστεροι στὴν πίστη, λέγει: «Γιὰ νὰ μὴ σᾶς βλάψουμε λαμβάνοντας, προτιμήσαμε νὰ κάνουμε περισσότερα καὶ ἀπὸ τὰ διατεταγμένα παρὰ νὰ φέρουμε κάποιο ἐμπόδιο στὸ Εὐαγγέλιο, δηλαδὴ στὴν κατήχησή σας. Ἐὰν δὲν ἐμεῖς, ἂν καὶ μᾶς ἦταν ἐπιτρεπτὸ καὶ πιεζόμαστε πολὺ καὶ εἴχαμε τὸ παράδειγμα τῶν ἀποστόλων, ἐντούτοις δὲν τὸ κάναμε, γιὰ νὰ μὴ φερόμαστε ἐμπόδιο -καὶ δὲν εἶπε «ἀνατροπή», ἀλλὰ «ἐμπόδιο», καὶ ὄχι ἁπλῶς «ἐμπόδιο», ἀλλὰ «κανένα ἐμπόδιο», γιὰ νὰ μὴ φέρουμε δηλαδὴ οὔτε τὴν ἐλάχιστη ὅπως θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανείς, καθυστέρηση καὶ ἀναβολὴ στὸν δρόμο τοῦ λόγου- «ἐὰν λοιπόν», λέγει, «ἐμεῖς δείξαμε τόση φροντίδα, πόσο μᾶλλον πρέπει νὰ ἀπέχετε ἀπὸ τὰ εἰδωλόθυτα ἐσεῖς οἱ ὁποῖοι ὑστερεῖτε πολὺ ἔναντι τῶν ἀποστόλων καὶ οὔτε μπορεῖτε νὰ παρουσιάσετε νόμο ποὺ νὰ τὸ ἐπιτρέπει καὶ οἱ ὁποῖοι ἀντιθέτως ἐγγίζετε τὰ ἀπαγορευμένα καὶ ὅσα βλάπτουν πολὺ τὸ Εὐαγγέλιο, ὄχι μόνο ἁπλῶς τὸ ἐμποδίζουν, χωρὶς μάλιστα νὰ ἀντιμετωπίζετε καμία ἀνάγκη». Ὅλα αὐτὰ δηλαδὴ τὰ εἶπε γιὰ ἐκείνους ποὺ σκανδαλίζουν τοὺς ἀσθενέστερους στὴν πίστη ἀδελφούς τους μὲ τὸ νὰ τρώγουν εἰδωλόθυτα.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-i-ad-corinthios.pdf
• Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, Ὑπόμνημα στὴν πρώτη πρὸς Κορινθίους ἐπιστολήν, ὁμιλία ΚΑ΄, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»(ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2015, τόμος 18, σελίδες 584-609.
• Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
• Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη μετὰ Συντόμου Ἑρμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθήνα, 1985.
• https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/
• https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/
• Π. Τρεμπέλα, Τὸ Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τρίτη, Ἀθήνα 2016.
• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm