Ἡ Ὁσία Θεοδώρα ἡ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ
Καὶ σχῆμα καὶ νοῦν ἀρρενοῖ Θεοδώρα,
Καὶ τὸν μέγαν νοῦν αἰσχύνει πρὸ τοῦ τέλους.
Ἑνδεκάτῃ πύματον Θεοδώρη ὕπνον ἰαύει.
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια στὰ χρόνια τοῦ βασιλιὰ Ζήνωνος (474 – 490) καὶ ἦταν συνεζευγμένη μὲ εὐσεβὰ ἄνδρα, τὸν Παφνούτιο. Ἡ ζωὴ τῆς Θεοδώρας ἦταν τίμια, ἐνάρετη καὶ ἀφοσιωμένη στὸν σύζυγό της. Ὅμως, ὁ μισόκαλος διάβολος, σὲ κάποια στιγμὴ ἀδυναμίας τῆς Θεοδώρας, τὴν ἔσπρωξε κρυφὰ στὴν μοιχεία. Κανεὶς δὲν τὴν εἶδε. Κανεὶς δὲν τὸ ἔμαθε. Μποροῦσε, ἑπομένως, νὰ συνεχίσει ἁρμονικὰ τὴν ζωή της μὲ τὸν σύζυγό της. Ὅταν, ὅμως, ἄκουσε τὰ λόγια του Εὐαγγελίου, μὲ τὰ ὁποία ὁ Κύριος διδάσκει ὅτι «οὐκ ἐστὶ κρυπτόν, ὁ οὐ φανερὸν γενήσεται», δὲν ὑπάρχει, δηλαδή, κρυφό, τὸ ὁποῖο δὲν θὰ γίνει φανερὸ στὸ μέλλον, σκέφθηκε τὸ βάθος τῆς ἁμαρτίας της καὶ ἔκλαψε πικρά.
Ντύθηκε ἔπειτα ἀνδρικά, πῆγε σὲ μοναστῆρι καὶ ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Θεόδωρος. Ἐκεῖ, μέρα – νύκτα μετανοοῦσε καὶ ἔκλαιγε τὴν ἁμαρτία της. Μετὰ ἀπὸ δυὸ χρόνια, συκοφαντήθηκε ὅτι πόρνευσε μὲ γυναῖκα, ὅταν ἔφεραν ἕνα νεογέννητο μωράκι ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ μοναστηριοῦ. Τότε ἡ Θεοδώρα πῆρε τὸ βρέφος καὶ γιὰ ἑπτὰ ὁλόκληρα χρόνια, ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστῆρι μὲ διάφορες κακουχίες, τὸ ἀνέθρεψε σὰν δικό της.
Ὅταν ἐπανῆλθε στὸ μοναστῆρι, τὸ ταλαιπωρημένο σῶμά της μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ξεψύχησε. Τότε οἱ μοναχοί, ὅταν διαπίστωσαν τὸ φῦλο της, θαύμασαν καὶ ὅλοι μαζὶ δόξασαν τὸ Θεό.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Δῶρον ἔνθεον, ἡγιασμένον, Θεῷ ἤνεγκας, τὴν βιοτήν σου, Θεοδώρα Ὁσία πανεύφημε· τῆς μετανοίας τὸ πῦρ γὰρ ἐμφαίνουσα, μέσον ἀνδρῶν φιλοσόφως διέλαμψας· ὅθεν πρέσβευε, ἀπαύστως τῷ σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορός Ἀγγελικός.
Τὴν νύκτα τῶν παθῶν, ἐκφυγοῦσα θεόφρον, προσῆλθες νοητῶς, τῷ Ἡλίῳ τῆς δόξης, ἀσκήσει νεκρώσασα, τῆς σαρκὸς τὰ σκιρτήματα· ὅθεν γέγονας, ὑπογραμμὸς Μοναζόντων, καὶ ἀνόρθωσις, τῶν πεπτωκότων ἐν βίῳ, Θεοδώρα πάνσεμνε.
Μεγαλυνάριον.
Τίς σου τῆς ἀσκήσεως τὸ στερρόν, καὶ τῆς μετανοίας, ἀνυμνήσει, τὸ καρτερόν; Σὺ γὰρ Θεοδώρα, ὑπερφυέσι πόνοις, τὸν παλαμναῖον ὄφιν, κατετραυμάτισας.
Ὁ Ἅγιος Εὐφρόσυνος ὁ μάγειρας
Ἤνεγκε πᾶν δύσοιστον εὐψυχως βάρος,
Θείας ὁ Εὐφρόσυνος ἠδονῆς χάριν.
Αγράμματος και αγροίκος χωρικός ο Όσιος Ευφρόσυνος σε ανδρική ηλικία εγκατέλειψε τον κόσμο και εισήλθε σε κοινόβιο, όπου εκάρη μοναχός. Περιφρονημένος από τους συμμοναστές του για την απαιδευσία και την απλοϊκότητά του, εγκολπώθηκε την ταπείνωση του Χρίστου και τους υπηρετούσε στην διακονία του μαγειρείου.
Και καθώς πάντα ήταν κατάκαπνισμένος από την ανθρακιά και τις στάχτες, όλοι τον περιγελούσαν και τον ενέπαιζαν, άλλα και δαρμούς δεχόταν από τους αμελέστερους που έβρισκαν αφορμή την σιωπή και την ανεξικακία του. Αυτός όμως ο μακάριος με γενναιότητα καρδίας υπέμεινε τους εξευτελισμούς και τις ταπεινώσεις και άλλοτε μεν λουσμένος στον ιδρώτα, άλλοτε δε λαχανιασμένος και χαρούμενος, διήνυε εν τω κρύπτω το στάδιο των αρετών διαφεύγοντας την προσοχή των ανθρώπων.
Στο κοινόβιο εκείνο υπήρχε κάποιος ενάρετος ιερεύς, ο οποίος επί τρία χρόνια με νηστείες και προσευχές ικέτευε τον Θεό να του δείξει τα αγαθά, «ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α’ Κορ. 2, 9). Μία νύκτα, ενώ κοιμόταν, αρπάχθηκε ο νους του στον παράδεισο, σε πάντερπνο και μυροβόλο κήπο γεμάτο πολυποίκιλα δένδρα, εύοσμα άνθη και διαυγέστατα τρεχούμενα νερά, που γλώσσα ανθρώπου δεν μπορεί να περιγράψει.
Στο κοινόβιο εκείνο υπήρχε κάποιος ενάρετος ιερεύς, ο οποίος επί τρία χρόνια με νηστείες και προσευχές ικέτευε τον Θεό να του δείξει τα αγαθά, «ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α’ Κορ. 2, 9). Μία νύκτα, ενώ κοιμόταν, αρπάχθηκε ο νους του στον παράδεισο, σε πάντερπνο και μυροβόλο κήπο γεμάτο πολυποίκιλα δένδρα, εύοσμα άνθη και διαυγέστατα τρεχούμενα νερά, που γλώσσα ανθρώπου δεν μπορεί να περιγράψει.
Ενώ διαλογιζόταν τίνος άραγε να είναι ο θαυμάσιος εκείνος παράδεισος, βλέπει τον μάγειρα της μονής Ευφρόσυνο στο μέσον του κήπου να απολαμβάνει τα άρρητα αγαθά. Έκπληκτος τον ρώτησε πως βρέθηκε εκεί και αν αυτός ήταν ο τόπος που ετοίμασε ο Θεός για όσους τον αγαπούν. Ο Ευφρόσυνος του είπε: «Εγώ μεν, τίμιε πάτερ, όπως γνωρίζεις, δεν ξεύρω γράμματα - από σας ακούω αυτά που λέγει ο Απόστολος.
Επειδή όμως ελάχιστα βιάσαμε τον εαυτό μας, βλέπομε ένα μέρος από αυτά που ο Θεός ετοίμασε για όσους τον αγαπούν διότι άνθρωπος που φορεί σάρκα δεν θα αντέξει να δει περισσότερα». Ο ιερεύς τον ρώτησε αν είχε έλθει και άλλη φορά - ο Ευφρόσυνος του απάντησε: «Με την χάρη του θεού εδώ μένω πάντοτε και είμαι φύλακας του κήπου». Τότε ο ιερεύς του έδειξε τρία ωραιότατα μεγάλα μήλα και τον ερώτησε αν είχε εξουσία να του τα δώσει. Ο Ευφρόσυνος τα έκοψε αμέσως και του τα έβαλε στο ράσο.
Την ώρα εκείνη κτύπησε το σήμαντρο για την ακολουθία του όρθρου. Ο ιερεύς, αναπηδώντας από το κλινάρι του, νόμιζε πως είχε δει όνειρο και εξεπλάγη όταν μέσα στο ράσο του βρήκε τους τρεις παραδείσιους καρπούς. Στον ναό είδε τον Ευφρόσυνο να στέκεται όπως πάντα στο στασίδι του.
Την ώρα εκείνη κτύπησε το σήμαντρο για την ακολουθία του όρθρου. Ο ιερεύς, αναπηδώντας από το κλινάρι του, νόμιζε πως είχε δει όνειρο και εξεπλάγη όταν μέσα στο ράσο του βρήκε τους τρεις παραδείσιους καρπούς. Στον ναό είδε τον Ευφρόσυνο να στέκεται όπως πάντα στο στασίδι του.
Πέφτοντας στα πόδια τον εκλιπαρούσε να του πει που βρισκόταν εκείνη την νύκτα. «Εκεί ήμουν, πάτερ», του απάντησε, «όπου με βρήκες». «Και τι μου έδωσες, δούλε τού Θεού; πες μου», ρώτησε πάλι ο ιερεύς.
«Τρία μήλα ζήτησες και σού τα έδωσα», του αποκρίθηκε με ταπείνωση ο μάγειρας. Ο ιερεύς του έβαλε μετάνοια και πήγε στην θέση του. Μετά την απόλυση έφερε από το κελλί του τα τρία μήλα, τα έδειξε στους αδελφούς και διηγήθηκε όσα συνέβησαν την νύκτα. Εκείνοι θαύμασαν και δόξασαν τον Θεό. Έπειτα τα κατατεμάχισαν και τα έβαλαν σε δίσκο. Όσοι μετέλαβαν από την ευλογία τού δεσποτικού κήπου θεραπεύθηκαν από κάθε ασθένεια.
Ο δε μακάριος Ευφρόσυνος, την ώρα που οι μοναχοί άκουγαν προσεκτικά την διήγηση του ιερέως, άνοιξε την πλάγια θύρα της εκκλησίας και, φεύγοντας την ανθρώπινη δόξα, απομακρύνθηκε από την μονή και δεν φάνηκε ποτέ πιά.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ταπεινώσει καρδίας Πάτερ Εὐφρόσυνε, τῷ μαγειρείῳ προσφέρων διακονίαν τὴν σήν, ἐπληρώθης ἀληθῶς Ἁγίου Πνεύματος· ὅθεν ἐγνώρισεν ἡμῖν, τὴν σὴν δόξαν ὁ Θεός, δι’ ἱερέως ὁσίου· ἧς καὶ ἡμᾶς θεοφόρε, μετόχους δεῖξον ταῖς πρεσβείαις σου.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Εὐφροσύνης μέτοχος τῆς οὐρανίου, γεγονὼς Εὐφρόσυνε, τῇ ἰσαγγέλῳ σου ζωῇ, ὤφθης Ἀγγέλων ἰσότιμος, μεθ’ ὧν δυσώπει, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.
Μεγαλυνάριον
Ἤσκησας ὡς ἄγγελος ἐπὶ γῆς, τρόποις ἐναρέτοις, ἐκκαθάρας σου τὴν ψυχήν· ὅθεν τῆς ἀγήρω, μετέσχες εὐφροσύνης, ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύων, Πάτερ Εὐφρόσυνε.
Ο δε μακάριος Ευφρόσυνος, την ώρα που οι μοναχοί άκουγαν προσεκτικά την διήγηση του ιερέως, άνοιξε την πλάγια θύρα της εκκλησίας και, φεύγοντας την ανθρώπινη δόξα, απομακρύνθηκε από την μονή και δεν φάνηκε ποτέ πιά.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ταπεινώσει καρδίας Πάτερ Εὐφρόσυνε, τῷ μαγειρείῳ προσφέρων διακονίαν τὴν σήν, ἐπληρώθης ἀληθῶς Ἁγίου Πνεύματος· ὅθεν ἐγνώρισεν ἡμῖν, τὴν σὴν δόξαν ὁ Θεός, δι’ ἱερέως ὁσίου· ἧς καὶ ἡμᾶς θεοφόρε, μετόχους δεῖξον ταῖς πρεσβείαις σου.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Εὐφροσύνης μέτοχος τῆς οὐρανίου, γεγονὼς Εὐφρόσυνε, τῇ ἰσαγγέλῳ σου ζωῇ, ὤφθης Ἀγγέλων ἰσότιμος, μεθ’ ὧν δυσώπει, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.
Μεγαλυνάριον
Ἤσκησας ὡς ἄγγελος ἐπὶ γῆς, τρόποις ἐναρέτοις, ἐκκαθάρας σου τὴν ψυχήν· ὅθεν τῆς ἀγήρω, μετέσχες εὐφροσύνης, ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύων, Πάτερ Εὐφρόσυνε.
Οἱ Ἅγιοι Διόδωρος, Διομήδης καὶ Δίδυμος
Διόδωρος μάστιξι σὺν τοῖς συνάθλοις,
Τὴν σάρκα δόντες, μαστιγοῦσι τὴν πλάνην.
Διόδωρος μάστιξι σὺν τοῖς συνάθλοις,
Τὴν σάρκα δόντες, μαστιγοῦσι τὴν πλάνην.
Καὶ οἱ τρεῖς Ἅγιοι ἦταν ἀπὸ τὴ Λαοδίκεια τῆς Συρίας. Συνελήφθηκαν ἀπὸ τὸν ἐκεῖ ἄρχοντα, καὶ ἐπειδὴ ὁμολόγησαν μὲ θάρρος ὅτι εἶναι χριστιανοί, μαστιγώθηκαν μέχρι θανάτου.
Αγία Ίας
Ὀσμὴν μύρων ἔπνευσεν ἡ Μάρτυς, Ἴα,
Ἐρυθροβαφῶν αἱμάτων ἀτμοπνόων.
Η Αγία Ίας, ενώ ήταν γριά, αιχμαλωτίσθηκε από τους Πέρσες μαζί με 9.000 χριστιανούς, που βασανίστηκαν ποικιλοτρόπως. Μαζί λοιπόν μ' αυτούς, στάθηκε και η Αγία μπροστά στους αρχιμάγους του βασιλιά της Περσίας και τιμωρήθηκε με διάφορα βασανιστήρια. Τελικά την αποκεφάλισαν. Η παράδοση λέει ότι, όταν την αποκεφάλισαν η γη εκείνη, που δέχτηκε το αίμα της, φούσκωσε και υψώθηκε υπερφυσικά. Οι δε δήμιοι, που τη βασάνισαν, παράλυσαν και τυφλώθηκαν, και ο αέρας γέμισε από θαυμάσια ευωδιά.
Η μνήμη της Αγίας Ίας επαναλαμβάνεται στις 4 Αυγούστου.
Η μνήμη της Αγίας Ίας επαναλαμβάνεται στις 4 Αυγούστου.
Οἱ Ἅγιοι Δημήτριος, Εὐανθία ἡ σύζυγός του καὶ Δημητριανὸς ὁ γιός τους
Άγχουσιν οι τρεις αρτολιμώ γεννάδαι,
Άρτους τον αιτήσαντα δείξαι τους λίθους
Θανατώθηκαν κατὰ τὴν διάρκεια σεισμοῦ. Στὸ Συναξάρι ὅμως τοῦ ἑκατόνταρχου Κορνηλίου βρίσκουμε γιὰ τοὺς μάρτυρες αὐτοὺς τὰ ἕξης:
Ὁ Δημήτριος ἦταν φιλόσοφος καὶ ἄρχοντας τῆς πόλης Σκεψέων ἢ Σκήψης τῆς Μ. Ἀσίας, καὶ διώκτης τῶν Χριστιανῶν.
Ἡ δὲ γυναῖκά του Εὐανθία καὶ ὁ γιός του Δημητριανὸς ἦταν στὸν ναὸ προσευχόμενοι, μαζὶ μὲ τὸν Κορνήλιο. Τὴν στιγμὴ ὅμως ἐκείνη ἔγινε σεισμὸς καὶ ἡ Εὐανθία μὲ τὸν Δημητριανὸ καταπλακώθηκαν στὰ ἐρείπια τοῦ ναοῦ, φωνάζοντας τὸ ὄνομα τοῦ Κορνηλίου.
Τὸ ἔμαθε αὐτὸ ὁ Δημήτριος, βρῆκε τὸν Κορνήλιο καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ σώσει τὴν οἰκογένειά του. Πράγματι ὁ Κορνήλιος ἔβγαλε ζωντανοὺς ἀπὸ τὰ ἐρείπια τὰ δυὸ μέλῃ τῆς οἰκογενείας τοῦ Δημητρίου, ποὺ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα τὴν μεταστροφὴ στὸν Χριστὸ τοῦ Δημητρίου, καθὼς καὶ ὅλων τῶν κατοίκων τῆς πόλης ἐκείνης.
Ὁ Δημήτριος ἦταν φιλόσοφος καὶ ἄρχοντας τῆς πόλης Σκεψέων ἢ Σκήψης τῆς Μ. Ἀσίας, καὶ διώκτης τῶν Χριστιανῶν.
Ἡ δὲ γυναῖκά του Εὐανθία καὶ ὁ γιός του Δημητριανὸς ἦταν στὸν ναὸ προσευχόμενοι, μαζὶ μὲ τὸν Κορνήλιο. Τὴν στιγμὴ ὅμως ἐκείνη ἔγινε σεισμὸς καὶ ἡ Εὐανθία μὲ τὸν Δημητριανὸ καταπλακώθηκαν στὰ ἐρείπια τοῦ ναοῦ, φωνάζοντας τὸ ὄνομα τοῦ Κορνηλίου.
Τὸ ἔμαθε αὐτὸ ὁ Δημήτριος, βρῆκε τὸν Κορνήλιο καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ σώσει τὴν οἰκογένειά του. Πράγματι ὁ Κορνήλιος ἔβγαλε ζωντανοὺς ἀπὸ τὰ ἐρείπια τὰ δυὸ μέλῃ τῆς οἰκογενείας τοῦ Δημητρίου, ποὺ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα τὴν μεταστροφὴ στὸν Χριστὸ τοῦ Δημητρίου, καθὼς καὶ ὅλων τῶν κατοίκων τῆς πόλης ἐκείνης.
Ἡ Ἁγία Θεοδώρα ἡ Ὁσιομάρτυς ἡ ἐν Βάστᾳ
Η Αγία Θεοδώρα καταγόταν από την Αγιοτόκο και Ηρωοτόκο Πελοπόννησο γι’ αυτό και από κάποιους ονομάζεται Αγία Θεοδώρα η «Πελοποννήσια». Ως προς την καταγωγή της πιθανότερες περιοχές φαίνεται να είναι η Αρκαδία και η Μεσσηνία.
Έζησε κατά τον 9ον αιώνα μ.Χ. (κατά άλλους τον 10ο αιώνα μ.Χ.) δηλαδή στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι γονείς της υπήρξαν άνθρωποι πτωχοί και άσημοι αλλά αγαπούσαν τον Θεό και μετέδωσαν στα παιδιά τους την πίστη στο Χριστό. Από μικρή ηλικία η Θεοδώρα, σε σχέση με τα άλλα της αδέλφια, είχε μία ιδιαίτερη αγάπη και κλίση προς τα θεία. Αγαπούσε τον Θεό σε τέτοιο βαθμό που επιθύμησε να αφιερώσει όλη της την ζωή Σ’ αυτόν. Αποκτούσε μέρα με τη μέρα αυτό που οι Άγιοι Πατέρες ονομάζουν «Ἔρωτα Χριστοῦ».
Μεγαλώνοντας αποφασίζει να εγκαταβιώσει σε μοναστήρι και εκεί να καλλιεργήσει τον έρωτά της για τον Χριστό. Το παράδοξο όμως είναι ότι δεν προτίμησε ένα γυναικείο μοναστήρι αλλά ένα ανδρικό! Παρουσιάστηκε στην μονή της «Παναΐτσας», μία μονή που βρίσκεται στα όρια των Νόμων Αρκαδίας – Μεσσηνίας, ως άνδρας με το όνομα «Θεόδωρος». Δεν μπορούμε με σιγουριά να υποστηρίξουμε για πιο λόγο το έκανε αυτό. Πιθανόν ήθελε να εξαφανιστεί εντελώς από τους γνωστούς της.
Στην ανδρώα μονή που εγκαταβίωσε δεν άργησε να καταστεί παράδειγμα υπομονής, υπακοής και ταπείνωσης. Οι αρετές αυτές την οδηγούσαν σταδιακά σε μεγάλη πνευματική πρόοδο που αναγνωριζόταν από τον Ηγούμενο και τους συνμοναστές της. Οι Πατέρες της Μονής, θαυμάζοντας την προσωπικότητα και τα χαρίσματα που τον διέκριναν, του εμπιστεύτηκαν τις εξωτερικές εργασίες της Μονής. Πράγματι, στο διακόνημα αυτό βρίσκονται πάντα μοναχοί ή μοναχές με εμπειρία στην πνευματική ζωή.
Την ίδια χρονική περίοδο συνέβει στην ευρύτερη περιοχή της Πελοποννήσου φοβερός λιμός, έτσι που ο κόσμος και η Μονή κινδύνευσαν από ασιτία. Όλοι οι Πατέρες έστρεψαν τα βλέμματά τους στον «Θεόδωρο» ως τον μοναδικό που μπορούσε να βοηθήσει σ’ αυτήν την τόσο δύσκολη κατάσταση. Πράγματι, ο «Θεόδωρος» επισκέφτηκε πολλά σπίτια Χριστιανών προκειμένου να τους στηρίξει και αν ήταν δυνατόν να εξοικονομήσει κάτι και για την μοναστική αδελφότητα.
Συνέβη όμως κάτι φοβερό! Μία γυναίκα ξεστόμισε εναντίον του μία βαριά κατηγορία. «Ο καλόγερος, είπε, με άφησε έγκυο!». Η είδηση αυτή διαδόθηκε γρήγορα! Μία δεινή συκοφαντία είχε ήδη στηθεί. Οι γονείς της εγκυμονούσας γυναίκας θυμωμένοι ανέβηκαν στο μοναστήρι και βίαια πρόσταξαν τον «Θεόδωρο» να τους ακολουθήσει. Ο «μοναχός» αν και αρνήθηκε την κατηγορία δεν αρνήθηκε να τους ακολουθήσει. Στη συνέχεια τον δίκασαν με συνοπτικές διαδικασίες και τόν έκριναν ένοχο. Έλαβε την εσχάτη των ποινών, «θάνατον δια αποκεφαλισμού». Αν και μπορούσε με την αποκάλυψη του σώματός του να αποδείξει την αθωότητά του, προτίμησε να «σηκώσει» το βάρος της συκοφαντίας! Ως τόπος του μαρτυρίου ορίστηκε το χωριό Βάστα στην περιοχή της Αρκαδίας. Ο δήμιος τον οδήγησε μέχρι εκεί ενώ ο «Θεόδωρος» ακολουθούσε «ὡς ἀμνός ἄφωνος». Μετά από λίγη ώρα η ψυχή της Αγίας Θεοδώρας φτερούγισε προς τον ουρανό, στην ετοιμασμένη θέση των οσιοπαρθενομαρτύρων της Εκκλησίας μας.
Ο δήμιος και οι συνεργάτες του, που αποκεφάλισαν την μάρτυρα, διέκριναν το σώμα της γυμνό και μεταμεληθέντες ζήτησαν συγχώρεση από τον Θεό.
Το θαυμαστό γεγονός έγινε γνωστό παντού! Ο Ηγούμενος και οι συμμοναστές θρηνολογώντας έφθασαν στον τόπο του μαρτυρίου και δοξάζοντας τον Θεό ενεταφίασαν το σώμα της στην Ιερά Μονή τους ή κατά την γνώμη άλλων στον ίδιο τόπο του μαρτυρίου της.
Λέγεται, ότι πριν τον αποκεφαλισμό της, η Αγία ζήτησε από τον Θεό το σώμα της να γίνει ναός, οι τρίχες της κεφαλής της να γίνουν δένδρα και το αίμα της ποτάμι. Πράγματι, στην στέγη του ιδρυθέντος ναού που βρίσκεται στη Βάστα της Αρκαδίας ανεφύησαν 17 δένδρα, τα οποία παραδόξως στέκονται στην στέγη και ομολογούν ότι «ὅπου ὁ Θεὸς δὲ βούλεται νικᾶται φύσεως τάξις».
Λεπτομερή βιογραφία της Αγίας, έγραψε ο Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως κ. Θεόφιλος.
Να παρατηρήσουμε, τέλος, ότι η βιογραφία της Αγίας αυτής, έχει αρκετά κοινά στοιχεία, μ' αυτά της Αγίας Θεοδώρας της Αλεξανδρινής (βλέπε ίδια ημέρα).
Έζησε κατά τον 9ον αιώνα μ.Χ. (κατά άλλους τον 10ο αιώνα μ.Χ.) δηλαδή στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι γονείς της υπήρξαν άνθρωποι πτωχοί και άσημοι αλλά αγαπούσαν τον Θεό και μετέδωσαν στα παιδιά τους την πίστη στο Χριστό. Από μικρή ηλικία η Θεοδώρα, σε σχέση με τα άλλα της αδέλφια, είχε μία ιδιαίτερη αγάπη και κλίση προς τα θεία. Αγαπούσε τον Θεό σε τέτοιο βαθμό που επιθύμησε να αφιερώσει όλη της την ζωή Σ’ αυτόν. Αποκτούσε μέρα με τη μέρα αυτό που οι Άγιοι Πατέρες ονομάζουν «Ἔρωτα Χριστοῦ».
Μεγαλώνοντας αποφασίζει να εγκαταβιώσει σε μοναστήρι και εκεί να καλλιεργήσει τον έρωτά της για τον Χριστό. Το παράδοξο όμως είναι ότι δεν προτίμησε ένα γυναικείο μοναστήρι αλλά ένα ανδρικό! Παρουσιάστηκε στην μονή της «Παναΐτσας», μία μονή που βρίσκεται στα όρια των Νόμων Αρκαδίας – Μεσσηνίας, ως άνδρας με το όνομα «Θεόδωρος». Δεν μπορούμε με σιγουριά να υποστηρίξουμε για πιο λόγο το έκανε αυτό. Πιθανόν ήθελε να εξαφανιστεί εντελώς από τους γνωστούς της.
Στην ανδρώα μονή που εγκαταβίωσε δεν άργησε να καταστεί παράδειγμα υπομονής, υπακοής και ταπείνωσης. Οι αρετές αυτές την οδηγούσαν σταδιακά σε μεγάλη πνευματική πρόοδο που αναγνωριζόταν από τον Ηγούμενο και τους συνμοναστές της. Οι Πατέρες της Μονής, θαυμάζοντας την προσωπικότητα και τα χαρίσματα που τον διέκριναν, του εμπιστεύτηκαν τις εξωτερικές εργασίες της Μονής. Πράγματι, στο διακόνημα αυτό βρίσκονται πάντα μοναχοί ή μοναχές με εμπειρία στην πνευματική ζωή.
Την ίδια χρονική περίοδο συνέβει στην ευρύτερη περιοχή της Πελοποννήσου φοβερός λιμός, έτσι που ο κόσμος και η Μονή κινδύνευσαν από ασιτία. Όλοι οι Πατέρες έστρεψαν τα βλέμματά τους στον «Θεόδωρο» ως τον μοναδικό που μπορούσε να βοηθήσει σ’ αυτήν την τόσο δύσκολη κατάσταση. Πράγματι, ο «Θεόδωρος» επισκέφτηκε πολλά σπίτια Χριστιανών προκειμένου να τους στηρίξει και αν ήταν δυνατόν να εξοικονομήσει κάτι και για την μοναστική αδελφότητα.
Συνέβη όμως κάτι φοβερό! Μία γυναίκα ξεστόμισε εναντίον του μία βαριά κατηγορία. «Ο καλόγερος, είπε, με άφησε έγκυο!». Η είδηση αυτή διαδόθηκε γρήγορα! Μία δεινή συκοφαντία είχε ήδη στηθεί. Οι γονείς της εγκυμονούσας γυναίκας θυμωμένοι ανέβηκαν στο μοναστήρι και βίαια πρόσταξαν τον «Θεόδωρο» να τους ακολουθήσει. Ο «μοναχός» αν και αρνήθηκε την κατηγορία δεν αρνήθηκε να τους ακολουθήσει. Στη συνέχεια τον δίκασαν με συνοπτικές διαδικασίες και τόν έκριναν ένοχο. Έλαβε την εσχάτη των ποινών, «θάνατον δια αποκεφαλισμού». Αν και μπορούσε με την αποκάλυψη του σώματός του να αποδείξει την αθωότητά του, προτίμησε να «σηκώσει» το βάρος της συκοφαντίας! Ως τόπος του μαρτυρίου ορίστηκε το χωριό Βάστα στην περιοχή της Αρκαδίας. Ο δήμιος τον οδήγησε μέχρι εκεί ενώ ο «Θεόδωρος» ακολουθούσε «ὡς ἀμνός ἄφωνος». Μετά από λίγη ώρα η ψυχή της Αγίας Θεοδώρας φτερούγισε προς τον ουρανό, στην ετοιμασμένη θέση των οσιοπαρθενομαρτύρων της Εκκλησίας μας.
Ο δήμιος και οι συνεργάτες του, που αποκεφάλισαν την μάρτυρα, διέκριναν το σώμα της γυμνό και μεταμεληθέντες ζήτησαν συγχώρεση από τον Θεό.
Το θαυμαστό γεγονός έγινε γνωστό παντού! Ο Ηγούμενος και οι συμμοναστές θρηνολογώντας έφθασαν στον τόπο του μαρτυρίου και δοξάζοντας τον Θεό ενεταφίασαν το σώμα της στην Ιερά Μονή τους ή κατά την γνώμη άλλων στον ίδιο τόπο του μαρτυρίου της.
Λέγεται, ότι πριν τον αποκεφαλισμό της, η Αγία ζήτησε από τον Θεό το σώμα της να γίνει ναός, οι τρίχες της κεφαλής της να γίνουν δένδρα και το αίμα της ποτάμι. Πράγματι, στην στέγη του ιδρυθέντος ναού που βρίσκεται στη Βάστα της Αρκαδίας ανεφύησαν 17 δένδρα, τα οποία παραδόξως στέκονται στην στέγη και ομολογούν ότι «ὅπου ὁ Θεὸς δὲ βούλεται νικᾶται φύσεως τάξις».
Λεπτομερή βιογραφία της Αγίας, έγραψε ο Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως κ. Θεόφιλος.
Να παρατηρήσουμε, τέλος, ότι η βιογραφία της Αγίας αυτής, έχει αρκετά κοινά στοιχεία, μ' αυτά της Αγίας Θεοδώρας της Αλεξανδρινής (βλέπε ίδια ημέρα).
Όσιοι Ηλίας ο Σπηλαιώτης και Αρσένιος
Οι Όσιοι Ηλίας ο Σπηλαιώτης και Αρσένιος έζησαν περί τον 9ο μ.Χ. αιώνα και μόνασαν στην Κάτω Ιταλία αλλά εξαιτίας των αραβικών επιδρομών κατέφυγαν για ένα διάστημα στην Πάτρα.
Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ὁσίων Πατέρων Σεργίου καὶ Γερμανοῦ
Σήμερα η Εκκλησία μας εορτάζει την Ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων των Οσίων Πατέρων Σέργιου και Γερμανού «τῶν ἐν Βαλάμῃ θαυματουργῶν ἐκ τῆς Νοβαγράδας (Νεαπόλεως) ἐπιστραφέντων εἰς τὴν ἐν Βαλάμῃ Ἱερὰν αὐτῶν Μονήν».
«Πᾶνος»