Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2024

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΤΕΤΑΡΤΗ 10 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2024

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Ἐπίσκοπος Νύσσης


Ἡ Μοῦσα Γρηγόριος, οὗ Νύσσα θρόνος,
οὐ Πιερίαν, ἀλλ᾿ Ἐδὲμ σκηνὴν ἔχει.
Γρηγόριον δεκάτῃ θανάτου κνέφας ἀμφεκάλυψεν.


Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Γεννήθηκε περὶ τὸ 329 ἢ 330 μ.Χ. Ἦταν υἱὸς τοῦ Βασιλείου καὶ τῆς Ἐμμελείας. Ὁ πατέρας του καταγόταν ἀπὸ τὸν Πόντο καὶ ἡ μητέρα του ἀπὸ τὴν Καππαδοκία.

Ὁ Γρηγόριος, μολονότι εἶχε χειροτονηθεῖ ἀναγνώστης, δὲν σκεπτόταν νὰ γίνει κληρικός, οὔτε θεολόγος. Ὁ ἀδελφός του Βασίλειος, τὸν ὁποῖο θεωροῦσε πνευματικὸ πατέρα καὶ δάσκαλό του, τὸν εἵλκυσε στὴν ἱεροσύνη. Μετὰ τὴν ἐκπαίδευσή του στὴ Νεοκαισάρεια φοίτησε στὴν Καισάρεια μὲ σκοπὸ νὰ γίνει συνήγορος καὶ διδάσκαλος τῆς ρητορικῆς, ὅπως ὁ πατέρας του καὶ οἱ πρόγονοί του.

Σὲ ἡλικία 40 ἐτῶν, τὸ 371 ἢ 372 μ.Χ., παρακαλεῖται ἀπὸ τὸν ἀδελφό του Μέγα Βασίλειο, Ἀρχιεπίσκοπο τότε Καισαρείας,νὰ δεχθεῖ τὴν Ἐπισκοπὴ Νύσσης. Ἡ Νύσσα (σήμερα Νεμσεχίρ) ἦταν ἀσήμαντη πόλη τῆς Καππαδοκίας, ἐπὶ τῆς ὁδοῦ ποὺ ὁδηγοῦσε ἀπὸ τὴν Καισάρεια στὴν Ἄγκυρα. Ὁ Γρηγόριος δέχθηκε, ἀπὸ μεγάλο σεβασμὸ στὸν Ἅγιο Βασίλειο.

Οἱ Ἀρειανοί, ὅμως, τοῦ ἔφεραν μεγάλες ἐνοχλήσεις. Ἀντιλαμβανόμενοι, ὅτι στὸ πρόσωπό του ἡ αἵρεσή τους θὰ εἶχε σπουδαιότατο πολέμιο, σχεδίασαν νὰ τὸν ἐξοντώσουν. Τὸν κατηγόρησαν λοιπόν, ὅτι ἐξελέγη Ἐπίσκοπος ἀντικανονικὰ καὶ σφετερίσθηκε χρήματα τῆς Ἐκκλησίας. Τὶς κατηγορίες ὑπέβαλε κάποιος μὲ τὸ ὄνομα Φιλόχαρης, ὄργανο τῶν Ἀρειανῶν, πρὸς τὸν διοικητὴ τοῦ Πόντου Δημοσθένη, πρὸς τὸν ὁποῖο ὁ Μέγας Βασίλειος ἔγραψε καὶ ἐπιστολή. Γιὰ τὴν κατηγορία τῆς καταχρήσεως παρακάλεσε νὰ γίνει ὁ ἔλεγχος γιὰ νὰ δειχθεῖ ἡ συκοφαντία, γιὰ τὴν ἀντικανονικὴ χειροτονία λέγει ὅτι ἡ εὐθύνη εἶναι δική του, διότι αὐτὸς χειροτόνησε καὶ ὅτι, σὲ κάθε περίπτωση, δὲν εἶναι σωστὸ νὰ δικάσει ἐπὶ τῆς ὑποθέσεως αὐτῆς σύνοδος Ἐπισκόπων, τῶν ὁποίων ἡ ἐκκλησιαστικὴ θέση δὲν ἦταν σὲ κανονικὴ τάξη.

Ἡ ἐπίκληση τοῦ Βασιλείου ἀπέβη ἄκαρπη. Ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης ἤθελε νὰ ἀποφευχθεῖ τὸ θέμα. Τὸ 376 μ.Χ. ὁ Γρηγόριος καθαιρεῖται ἐρήμην ἀπὸ σύνοδο Ἀρειανῶν Ἐπισκόπων τοῦ Πόντου καὶ τῆς Γαλατίας. Καὶ ὁ Γρηγόριος, καταδιωκόμενος, ἀναγκαζόταν νὰ πλανᾶται καὶ νὰ κρύβεται.

Ἡ περιπέτεια ἔληξε τὸν Αὔγουστο τοῦ ἔτους 378 μ.Χ., ὅταν ἀπέθανε ὁ Οὐάλης. Ὁ Γρηγόριος ἐπανῆλθε στὴ Νύσσα, ὅπου τοῦ ἐπιφυλάχθηκε θριαμβευτικὴ ὑποδοχή.

Κατὰ τὸ φθινόπωρο τοῦ 379 μ.Χ. ἔλαβε μέρος στὴ Σύνοδο τῆς Ἀντιόχειας, ἡ ὁποία συνῆλθε ἰδίως γιὰ τὴν αἵρεση τοῦ Ἀπολλιναρίου. Ὁ Ἀπολλινάριος, ἐρμηνεύοντας κατὰ γράμμα χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς (κατὰ Ἰωάννη α’ 14), ὑποστήριζε ὅτι ὁ Θεὸς Λόγος ἔγινε σάρκα, ὄχι σάρκα καὶ ψυχή. Ἀρνήθηκε τὸν ἀνθρώπινο νοῦ, τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ καὶ θέληση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς στοιχεῖα διασπαστικὰ τῆς ἑνότητός Του καὶ ἀντίθετα πρὸς τὴν τελειότητά Του καὶ ἀντικατέστησε τὰ στοιχεῖα αὐτὰ μὲ τὴ θεία ἐπενέργεια. Δίδασκε, δηλαδή, στὴν οὐσία, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν εἶναι τέλειος Θεὸς οὔτε τέλειος ἄνθρωπος. Πολλοὶ νόμιζαν ὅτι ὁ Ἀπολλινάριος δέχθηκε τὴν ἐπίδραση τῆς πλατωνικῆς καὶ νεοπλατωνικῆς φιλοσοφίας, ἀλλὰ τὸ πιθανότερο εἶναι, καθὼς πιστεύει ὁ Γρηγόριος Νύσσης, ὅτι ἀφετηρία στὴ χριστολογική του διδασκαλία εἶναι χωρίο ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (πρὸς Θεσσαλονικεῖς Α’, ε’ 23). Στὴ Σύνοδο ὁ Ἅγιος ἀνασκεύασε τὶς κακόδοξες θεωρίες τοῦ Ἀπολλιναρίου. Ἐπίσης, ἡ Σύνοδος τοῦ ἀνέθεσε ἀποστολὴ γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Βαβυλωνίας καὶ μὲ τὴν εὐκαιρία αὐτὴ ἐπισκέφθηκε καὶ τοὺς Ἁγίους Τόπους.

Τὸ περιεχόμενο τῆς πίστεως ἀποτελεῖ τὴν παράδοση, ἡ ὁποία μεταβιβάζεται «πατρόθεν» ὡς κλῆρος κατὰ διαδοχὴ στοὺς Ἀποστόλους διὰ τῶν Πατέρων στὶς ἑκάστοτε νεότερες γενιές. Ἔτσι, ὁ Ἅγιος συμμετεῖχε, ἐπίσης, στὴ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία συνῆλθε τὸ ἔτος 381 μ.Χ., στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379 – 395 μ.Χ.), γιὰ νὰ ἐνισχύσει τὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ καὶ νὰ ἀποφανθεῖ κατὰ τῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν, τὶς ὁποῖες δίδασκε ὁ Μακεδόνιος περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στὴ Σύνοδο αὐτὴ ὁ Γρηγόριος ἀναδείχθηκε ὑπέρμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀφοῦ κατατρόπωσε τοὺς δυσσεβεῖς αἱρετικοὺς μὲ τὴν δύναμη τῶν λόγων του καὶ μὲ ἁγιογραφικὲς ἀποδείξεις. Στὶς συζητήσεις ἐκεῖνες ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης διακρίθηκε τόσο, ὥστε ἂν ὀνομασθεῖ Πατὴρ πατέρων καὶ Νυσσαέων φωστήρ. Καὶ ὁ Θεοδόσιος τὸν προσονόμασε στύλο τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος τονίζει ἰδιαίτερα τὴν συνεργασία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν προσωπικὴ Πνευματικὴ ζωὴ κάθε μέλους τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Πνευματικὴ ζωὴ παρουσιάζεται στὴ διδασκαλία του ὡς συνεχὴ ἀνοδικὴ πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴν τελείωση καὶ αὐτὴ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴ συνεργία Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Ὁ προσωπικὸς ἀγώνας τοῦ κάθε πιστοῦ μαζὶ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Παρακλήτου ἀποτελοῦν τὶς δυὸ προϋποθέσεις γιὰ τὴν πνευματικὴ τελειότητα.

Ὁ αὐτοκράτορας, ἀνταποκρινόμενος σὲ ὑπόδειξη τῆς Συνόδου, ὅρισε διὰ νόμου, ὅτι ἔπρεπε νὰ θεωροῦνται αἱρετικοὶ ὅσοι δὲν ἤσαν σὲ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο. Περιελήφθησαν δὲ μαζὶ μὲ τὸν Γρηγόριο ὡς κανονικοὶ καὶ νόμιμοι Ἐπίσκοποι καὶ δυὸ ἄλλοι, ὁ Καισαρείας Ἑλλάδιος καὶ ὁ Μελιτηνῆς Ὀτρήϊος.

Τὸ ἔτος 385 μ.Χ. ἔρχεται καὶ πάλι στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ ἐκφωνήσει τοὺς ἐπικήδειους λόγους του στὴ βασιλόπαιδα Πουλχερία καὶ στὴ βασίλισσα Πλακίλλα, σύζυγο τοῦ αὐτοκράτορα. Καὶ πάλι ἀναγκάζεται νὰ ἔλθει στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 394 μ.Χ., προκειμένου νὰ συμμετάσχει σὲ Σύνοδο ποὺ συγκροτήθηκε μὲ ἀφορμὴ τὴ διαμάχη τῶν Ἐπισκόπων Βαγαδίου καὶ Ἀγαπίου, οἱ ὁποῖοι διεκδικοῦσαν καὶ οἱ δυὸ τὴν Ἐπισκοπὴ Βόστρων τῆς Ἀραβίας.

Ὑπῆρξε ἔξοχος ρήτορας, σοφὸς συγγραφέας ἱερῶν συγγραφῶν καὶ ζηλωτὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Ὁ Θεόδωρος Πρόδρομος δίδει σὲ ποίημά του μία ἔνδειξη περὶ τῶν προσώπων τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν τὸν κορμὸ τῆς κατηγορίας τῶν Πατέρων, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἀναφέρει καὶ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης :

«Τὸν Γρήγορον νοῦν, τὴν Βασίλειον χάριν,

Τὸ χρύσιον μέλημα τοῦ Χρυσοστόμου,

Τὸ Γρηγορίου φθέγμα τοῦ Νυσσαέως,
Τὸν Μάξιμον, τὸ θαῦμα τῆς ἡσυχίας».

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν γρήγορσιν, ἐνδεδειγμένος, στόμα σύντονον, τῆς εὐσέβειας, ἀνεδείχθης Ἱεράρχα Γρηγόριε· τῇ γὰρ σοφίᾳ τῶν θείων δογμάτων σου, τῆς Ἐκκλησίας εὐφραίνεις τὸ πλήρωμα. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.

Τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἔνθεος Ἱεράρχης, καὶ τῆς σοφίας σεβάσμιος μυστολέκτης, Νύσσης ὁ γρήγορος νοῦς Γρηγόριος, ὁ σὺν Ἀγγέλοις χορεύων, καὶ ἐντρυφῶν τῷ θείῳ φωτί, πρεσβεύει ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικὸς.
Τὸ ὄμμα τῆς ψυχῆς, γρηγορῶν Ἱεράρχα, ὡς γρήγορος Ποιμήν, ἀνεδείχθης τῷ κόσμῳ, καὶ ράβδῳ τῆς σοφίας σου, παμμακάριστε Ὅσιε, πάντας ἤλασας, τοὺς κακοδόξους ὡς λύκους, ἀδιάφθορον, διατηρήσας τὴν ποίμνην, Γρηγόριε πάνσοφε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς σοφίας ὁ θησαυρός, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, θεορρήμων ὑφηγητής· χαίροις θεοφθόγγων, δογμάτων ἡ κιθάρα, Γρηγόριε παμμάκαρ, Νύσσης ὁ πρόεδρος.

Ὁ Ὅσιος Δομετιανὸς Ἐπίσκοπος Μελιτηνῆς


Δομετιανὸς τῆς φθορᾶς ἀπηλλάγη,
Εἴπερ φθορὰν χρὴ τὸν βίον τοῦτον λέγειν.


Ὁ Ὅσιος Δομετιανὸς ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ (408 – 450 μ.Χ.). Οἱ γονεῖς του, Θεόδωρος καὶ Εὐδοκία, διακρίνονταν γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὸν πλοῦτο τους. Ὁ Δομετιανὸς ἔλαβε ἐκπαίδευση ποὺ στηριζόταν στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ σοφία καὶ στὴν Ἁγία Γραφή. Ἦταν ἔγγαμος, ὅμως γιὰ λίγο χρονικὸ διάστημα, ἐπειδὴ ἀπεβίωσε ἡ σύζυγός του. Ὕστερα ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔστρεψε ὅλα τὰ ἐνδιαφέροντά του πρὸς τὴν κατὰ Θεὸν φιλοσοφία. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Μελιτηνῆς σὲ ἡλικία τριάντα ἐτῶν.

Ὁ Ὅσιος Δομετιανός, ἀφοῦ συνδύασε τὴν πολιτικὴ σύνεση μὲ τὴν ἀσκητικὴ ἀγωγή, δὲν ἔγινε πρόξενος σωτηρίας μόνο στοὺς Χριστιανοὺς τῆς ἐπαρχίας του, ἀλλὰ καὶ γενικὰ σὲ ὅλο τὸ Γένος τῶν Ἑλλήνων. Πολλὲς φορὲς ὁ βασιλεὺς Μαυρίκιος τὸν εἶχε στείλει στὴν Περσία γιὰ τὴν διευθέτηση διαφόρων ὑποθέσεων. Ἐκεῖ πέτυχε νὰ ἐπαναφέρει στὸν θρόνο του τὸν βασιλέα Χοσρόη, τὸν ὁποῖον εἶχε ἐκθρονίσει, μὲ ἐπανάσταση, κάποιος ὀνόματι Βαράμ. Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐπιτυχία αὐτὴ τοῦ Δομετιανοῦ, ὁ Χοσρόης ἔγινε ὑποτελὴς στοὺς Βυζαντινοὺς καὶ πλήρωνε χρήματα στὸ Βυζάντιο.

Μετὰ τὰ γεγονότα αὐτὰ οἱ βασιλεῖς τὸν βοήθησαν στὴν ἀνοικοδόμηση Ἐκκλησιῶν καὶ φιλανθρωπικῶν ἱδρυμάτων.
Ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας. Ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 602 μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐνταφιάσθηκε μὲ τιμὲς ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Κυριακὸ στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Λέγεται, ὅτι λίγο καιρὸ μετά, τὸ ἱερὸ λείψανο αὐτοῦ ἀνεκομίσθη στὴ Μελιτηνὴ καὶ ἔκανε πολλὰ θαύματα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς καθαρὸς καὶ φωτισμοῦ θείου πλήρης, τὴν τοῦ ποιμαίνειν ἐπιστεύθης φροντίδα, τοὺς ἄρνας Πάτερ Ὅσιε Χρίστου τοῦ Θεοῦ· ὅθεν δι’ ἀσκήσεως, καὶ ποικίλων θαυμάτων, τῆς ἱεραρχίας σου, τὴν χλαμύδα κοσμήσας, τῆς Ἐκκλησίας Δομετιανέ, ὤφθης κοσμήτωρ, αὐτῆς προϊστάμενος.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γεγενημένος δοχεῖον, ἐν τῷ ὕψει ἔλαμψας, τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας· χάριτι, ἱερωσύνης γὰρ διαπρέπων, ἅπασι, δι’ ἀρετὴν αἰδέσιμος ὤφθης, Δομετιανὲ τρισμάκαρ, Ἀρχιερέων τὸ ἐγκαλλώπισμα.

Μεγαλυνάριον.
Ἔλαμψας ὡς ἄστρον περιφανές, ταῖς τῶν πανολβίων, ἀρετῶν σου μαρμαρυγαῖς, καὶ τὴν Ἐκκλησίαν, ἀειφανῶς πυρσεύεις, ὦ Δομετιανέ σε, ἀεὶ γεραίρουσαν.

Ὁ Ὅσιος Ἀμμώνιος

Τῆς ἀρετῆς ὁ θεῖος ἐσβέσθη λύχνος,
Λύχνων μυσάντων σαρκικῶν Ἀμμωνίου.

Ἀμμώνιοι Ὅσιοι ποὺ διέπρεψαν σὲ ἁγιότητα βίου ἀναφέρονται τρεῖς :
Ὁ ἕνας ἦταν μαθητὴς τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Ὁ ἄλλος ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἀββᾶ Παμβώ, ὁ ὁποῖος ἀπέκοψε τὸ αὐτί του μόνος γιὰ νὰ μὴν γίνει Ἐπίσκοπος. Καὶ ὁ τρίτος κατασκεύαζε κελιὰ γιὰ νὰ μείνουν οἱ νέοι μοναχοὶ ποὺ προσέρχονταν στὴ Σκήτη. Ποιὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς εἶναι ὁ ἀναφερόμενος εἶναι ἄγνωστο. Γνωρίζουμε μόνο ὅτι ὅλοι ἔζησαν στὴν ἔρημο καὶ πέρασαν τὴν ζωή τους ὁσιακά.

Ὁ Ἅγιος Μαρκιανὸς Πρεσβύτερος καὶ Οἰκονόμος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας


Ἀπῆρεν ἔνθεν πρὸς πόλου μέγα κλέος,
Ὁ Μαρκιανός, οὗ κλέος κἂν γῇ μέγα.

Ὁ Ἅγιος Μαρκιανὸς ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς βασιλείας τοῦ Μαρκιανοῦ καὶ τῆς Πουλχαρίας, δηλαδὴ περὶ τὸ 450 – 474 μ.Χ. Οἱ πρόγονοί του κατάγονταν ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ εἶχαν μετοικήσει στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ Ἅγιος εἶχε ἀρχικὰ προσχωρήσει στὴν αἵρεση τῶν Ναυατιανῶν καὶ ἀφοῦ μετανόησε ἐπέστρεψε στὴν πατρώα εὐσέβεια καὶ δαπάνησε τὴν περιουσία του στὴν ἀνοικοδόμηση καὶ ἐπισκευὴ ναῶν.

Ὁ Ἅγιος ἔχτισε τὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης, πρὸς τὸ μέρος τῆς θάλασσας καὶ ἕνα μικρὸ παρεκκλήσιο τοῦ ναοῦ αὐτοῦ ἀφιέρωσε στὸν Ἅγιο Ἰσίδωρο. Ἐπίσης ἀνέγειρε καὶ τὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Ἀναστασίας, στὶς στοὲς τοῦ Δομνίνου ποὺ ἐγκαινίασε ὁ Πατριάρχης Γεννάδιος, τὸν ὁποῖο καὶ διέσωσε ἀπὸ τὴ φωτιά. Πραγματικά, ἐνῶ ἡ φωτιὰ εἶχε καταφάει ὅλα τὰ γύρω κτίσματα, ὁ Ἅγιος ἀνέβηκε στὴν ὀροφὴ τοῦ ναοῦ, στάθηκε ὄρθιος, ὕψωσε τὰ χέρια του πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ παρακάλεσε τὸν Θεὸ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ναοῦ. Ἡ προσευχή του εἰσακούσθηκε καὶ ἡ φωτιὰ ἔσβησε. Μὲ πρωτοβουλία του κτίσθηκε καὶ ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Στρατονίκου.

Ὁ Ἅγιος διακρίθηκε ὡς πρεσβύτερος καὶ οἰκονόμος τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ἡ ἀγάπη του πρὸς τοὺς πάσχοντες καὶ τοὺς πτωχοὺς ἦταν μεγάλη.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Μαρκιανοῦ ἐτελεῖτο στὸ Προφητεῖο τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου, κοντὰ στὴν Κινστέρνα, δηλαδὴ δεξαμενή, τῆς Μωκησίας «ἐν τοῖς Δανιήλ», ποὺ ἦταν κοντὰ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μωκίου.

Ἡ Ἁγία Θεοσεβία ἡ Διακόνισσα

Ἡ Ἁγία Θεοσεβία ἦταν Διακόνισσα καὶ ἀδελφή, ὄχι σύζυγος ὅπως θεωρεῖται ἀπὸ πολλούς, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου, Ἐπισκόπου Νύσσης. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τὴν ἀποκαλεῖ «ὄντως ἱερά, τὸ τῆς Ἐκκλησίας καύχημα, τὸ τοῦ Χριστοῦ καλλώπισμα, τὸ τῆς καθ’ ἡμᾶς γενεᾶς ὄφελος, τὴν γυναικῶν παρησσίαν καὶ τῶν μεγάλων μυστηρίων ἀξίαν».
Ἡ Ἁγία Θεοσεβία κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 385 μ.Χ.

Ὁ Ὅσιος Ἀντίπας ὁ Ἀθωνίτης


Λειμῶνος Ἄθωνος νεόφυτον κρινον,
Ἀντίπα, ἔπλησας εὐωδίας κτίσιν.

Ο Όσιος και θεοφόρος πατήρ ημών Αντίπας ο Αθωνίτης, κατά κόσμον Αλέξανδρος, γεννήθηκε στην κώμη Καλαποδέτς της Μολδαβίας το έτος 1816 μ.Χ. από πτωχούς αλλά ευσεβείς γονείς, το διάκονο Κονσταντίν Λουτσιάν και την Αικατερίνη Μανάσε, που αργότερα έγινε μοναχή με το όνομα Ελισάβετ.

Έμαθε την τέχνη του βιβλιοδέτη και ποριζόταν από αυτήν τα αναγκαία προς το ζην. Φλεγόμενος από θείο πόθο, εγκατέλειψε τον κόσμο και μετά σύντομη παραμονή στη μονή Νεάμτς κατέφυγε στον αγιώνυμο Άθωνα, όπου θεοφιλώς ασκούνταν στις ερημίες. Στην μονή του Εσφιγμένου ασκήθηκε επί τέσσερα έτη και μετά μετέβη στη σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, την επιλεγομένη Ρουμανική. Εκεί σε κάποιο ντουλάπι στα ερείπια της καλύβης του βρήκε θαυματουργό εικόνισμα της Υπεραγίας Θεοτόκου, ένα πολύτιμο θησαυρό, τον οποίο φύλαττε μέχρι του θανάτου του προς ίαση και αγιασμό των ανθρώπων που προσέτρεχαν σε αυτόν.

Ελεγκτής των ανομούντων και τηρητής αυστηρός των πατρώων παραδόσεων διέπρεψε στην αρετή και σοφία και έγινε πρότυπο των μοναχών που ποθούσαν την πνευματική τελείωση.

Κήρυξε και δίδαξε στη Ρωσία και κατέληξε στο νησί Λάντογκα, κοντά στη Φιλανδία, όπου μόνασε στη Μονή Βάλαμο. Εκεί ο Όσιος Αντίπας μετέφερε το ησυχαστικό πνεύμα του Αγίου Όρους και αφού έζησε θεοφιλώς, κοιμήθηκε με ειρήνη το 1882 μ.Χ.

Ως προορατικός και διορατικός ασκητής αξιώθηκε πολλών μετά θάνατον θαυμάτων και το τίμιό του λείψανο στη Μονή του Βάλαμο της Ρωσσίας αναδείχθηκε πηγή ακένωτη των ιάσεων.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Νεαυγῶν θεοφόρων πατέρων σέμνωμα, τῆς Μολδαβίας φωστῆρα, Ἁγίου Ὄρους πυρσόν, καὶ πυρφόροιν Βαλαὰμ φανὸν τῆς σκήτεως, θεῖον Ἀντίπαν εὐλαβῶς, καταστέψωμεν ᾠδαῖς, ὡς λύχνον ἀδύτου φέγγους, βοῶντες· σκέδασον ζόφον, παθῶν ἡμῶν θερμαῖς πρεσβείαις σου.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Σεμνὸν οἰκήτορα ἐρήμου ὄρους Ἄθωνος, τοῦ Ἐσφιγμένου τῆς Μονῆς καὶ θείας σκήτες, τοῦ Προδρόμου διαλάμψαντα ἐν ἐσχάτοις, τοῖς καιροῖς βολαῖς ἀσκήσεως τιμήσωμεν, νυχθημέρου νῦν Ἀντίπαν τὸν θεόφρονα, πόθῳ κράζοντες· Χαίροις Πάτερ σεβάσμιε.

Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου Σωτήρ.
Ποθῶν τῷ Λυτρωτῇ, καὶ Σωτῆρι συνεῖναι, ἀεὶ ἀπὸ παιδός, δήμοις συνηριθμήθης, ἀζύγων καὶ ἔλαμψας, κόσμῳ λάμψεσι πόνων σου, καὶ πυρσεύμασιν, ἀσκήσεώς σου συντόνου, θαυματόβρυτε, Ὁσίων κλέϊσμα νέων, Ἀντίπα μακάριε.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῷ κόσμῳ διέλαμψας ὥσπερ ἀστὴρ τηλαυγής, εὐχῆς διακρίσεως σκληραγωγίας σαρκός, νηστείας καὶ νήψεως, Ὅσιε Ἀθωνῖτα, θεοφόρε Ἀντίπα, βλάστημα Μολδαβίας, εὐανθὲς τῆς Ῥώσιας, διδάσκαλε καὶ τοῦ Βαλαάμ, σκήτεως σέμνωμα.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
Ἐγκωμιάζοντες, συντόνους πόνους σου, καὶ κατορθώματα, πρὸς ὁλοκλήρωσιν, τῆς ἀρετῆς ἐγκρατευτά, ἐν Ἄθωνι ἐκτελοῦμεν, μνήμην τὴν ἁγίαν σου, καὶ φωσφόρον τρισόλβιε, ἀσκητῶν καλλώπισμα καὶ πατέρων διάσκομε, τῶν νέων καὶ ἐκ πόθου βοῶμε· Χαῖρε Ἀντίπα θεοφόρε.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Νέον πίστεως, ἐπώφθης γέρας, ὄρους Ἄθωνος, σεπτὲ οἰκῆτορ, ἀνομούντων ὁ ἀμφίστομος πέλευς, καὶ ἡσυχίαν φιλούντων ἐκτύπωμα, ἀρτίως Πάτερ Ἀντίπα μακάριε, ὅθεν μνήμην σου τιμῶντες τὴν ἀεισέβαστον, τὸν σὲ καθαγιάσαντα δοξάζομεν.

Ὁ Οἶκος
Ἄθωνος νέον εὖχος, θεοφόρε Ἀντίπα, ὁσίων ἀσκητῶν κοσμιότης, ὡς φωστὴρ νεαυγὴς ὁ βολαῖς, πόνων σου συντόνων εὐσεβῶν σύλλογον, φωτίσας λῦσον ζόφωσιν, παθῶν τῶν σοὶ πιστῶς βοώντων·
Χαῖρε, ὁ γόνος τῆς Μολδαβίας·
χαῖρε, ὁ στῦλος τῆς εὐσεβείας.
Χαῖρε, πολυτίμητον Ἄθω κειμήλιον·
χαῖρε, εὐωδέστατον νήψεως λείριον.
Χαῖρε, γέρας καὶ ὀσφράδιον, ἀγωγῆς μοναδικῆς·
χαῖρε, κλέος πολυτίμητον, ἀσιτίας καὶ εὐχῆς.
Χαῖρε, ὁ ἁγιάσας Βαλαὰμ θείαν σκήτην·
χαῖρε, ὁ ἐπαυξήσας ἀληθείας τὴν δόσιν.
Χαῖρε, φανὸς ἀσκήσεως πάμφωτος·
χαῖρε, σκηπτὸς τοῦ πλάνου ἀλάστορος.
Χαῖρε, θαυμάτων παντοίων τὸ φρέαρ·
χαῖρε, ὁσίων τῆς πίστεως ἔαρ.
Χαῖρε, πάτερ σεβάσμιε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἀθωνῖτα ἐγκρατευτά, θεαυγῶν Ὁσίων, ἐκλαμψάντων ἀρτιφανῶς, κλέϊσμα τὸ νέον, Ἀντίπα ὁ ἑλκύσας, συντόνοις σου καμάτοις, χάριν τοῦ Πνεύματος.

Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος α΄.
Τὸν δι’ ἀγάπης καὶ σεβασμοῦ ἐλέγχοντα τοὺς ἀνομοῦντας καὶ αὐτοὺς ἐπιστρέφοντα πρὸς τὴν πιστὴν τήρησιν τοῦ νόμου, ἀσκητὴν τῆς ἀγάπης, Ἀντίπαν, οἱ πιστοὶ εὐφημήσωμεν κράζοντες· ὁ θεμέλιον ἐν βίῳ θεὶς τὸν Θεὸν τῆς ἀγάπης καὶ ἐπιποθῶν ὠφελεῖν τοὺς πλησίον ὡς καὶ διὰ τοῦ σοῦ παραδείγματος διδάσκειν τοὺς σοὶ προσιόντας, συμπαθείας καὶ ἀγάπης ἡμᾶς δεῖξον ἀρχέτυπα τοὺς τιμῶντας ἐν ὕμνοις τὴν ἀεισέβαστον μνήμην σου.

Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος β΄.
Τὸν τῆς προοράσεως κανόνα καὶ διακρίσεως γνώμονα, τὸν ἀξιωθέντα προϊδεῖν τὸ αὐτοῦ μακάριον τέλος, πνευματοφόρον ἀσκητὴν τιμήσωμεν, Ἀντίπαν παναοίδιμον· οὗτος γὰρ ἑαυτὸν καθάρας νάμασιν ἀειῤῥύτων δακρύων λευχειμονῶν εἰσῆλθεν εἰς τὰ οὐράνια σκηνώματα Ἁγίοις καὶ Ἀγγέλοις συναγάλλεσθαι· Χριστοῦ ὅθεν ὁρῶν τὴν λαμπρότητα καὶ παῤῥησίαν πρὸς Αὐτὸν ἔχων μεγίστην ὡς ἀσκητὴς ὁσιώτατος ἀδιαλείπτως Αὐτῷ πρεσβεύει ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος γ΄.
Ἀνελθῶν τὰς βαθμίδας τῆς τοῦ Θεοῦ ἐπιγνώσεως καὶ θεώσεως διὰ συντόνου ἀσκήσεως καὶ σαρκὸς κακοπαθείας κατηδάφισας τὴν ἔπαρσιν τοῦ πονηροῦ πολεμήτορος, Ἀντίπα, πατέρων Ἀθωνιτῶν ἀκροθίνιον θεωθείς, ἵθεν κατὰ μέθεξιν μὴ παύσῃ πρεσβεύων τῷ ἀγαθοδώρῳ Κυρίῳ, τῷ μόνῳ ἡμᾶς σώζειν δυναμένῳ, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος δ΄.
Τὸν γεωργήσαντα τὴν ἔρημον τοῦ Ἄθωνος, τὸ τοῦ Ἐσφιγμένου σεμνεῖον καὶ τὴν τῶν Ῥουμάνων σκήτην τῶν ἀσκητικῶν αὐτοῦ κατορθωμάτων τοῖς ῥεύμασιν, Ἀντίπαν τὸν θεοτίμητον ὑμνήσωμεν· οὗτος γὰρ ὁσίως πολιτευσάμενος καὶ ἐν τῇ σκήτῃ τοῦ Βαλαὰμ ἡρέμως τὴν ψυχὴν παραδοὺς εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος ἀπῆλθε Χριστῷ συνεῖναι καὶ πρεσβεύειν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ ἐκ Ρωσίας

Ὁ Ὅσιος Μακάριος της Πίσμα ἔζησε κατὰ τὸν 14ο καὶ 15ο αἰώνα μ.Χ. Τὰ πρότυπά του ἦταν ὁ Ἅγιος Σέργιος τοῦ Ραντονὲζ καὶ ὁ Ὅσιος Παῦλος τῆς Ὀμπνόρα. Ἔτσι ἀκολούθησε τὴν ἐρημικὴ ζωὴ καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν ἁγιότητα καὶ αὐστηρότητα τοῦ βίου του. Ὁ Ὅσιος Μακάριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ὁ Ὅσιος Παῦλος ὁ ἐκ Ρωσίας


Ὁ Ὅσιος Παῦλος τῆς Ὀμπνόρα γεννήθηκε στὴ Μόσχα περὶ τὸ ἔτος 1317. Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸ μοναχικὸ βίο ὁδήγησε τὰ βήματά του σὲ μονὴ τῆς περιοχῆς Πριλούκι τῆς Ρωσίας. Στοὺς ἀσκητικούς του ἀγῶνες μιμήθηκε τὸν Ἅγιο Σέργιο τοῦ Ραντονὲζ καὶ ἔγινε ἀπὸ τοὺς πιὸ ὀνομαστοὺς καὶ ἀγαπημένους στάρετς (Γέροντες) τῆς Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Παῦλος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1429 σὲ ἡλικία 112 ἐτῶν.

Όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος
 



Ο Όσιος Θεοφάνης γεννήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 1815 μ.Χ. στο χωριό Τσερνάφσκα της επαρχίας Ορλώφ της Ρωσίας. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Γεώργιος Γκοβόρωφ. Ο πατέρας του ήταν ιερέας. Από μικρός δέχθηκε την ευεργετική επίδραση, που εξασκεί στην ψυχή το εκκλησιαστικό περιβάλλον, με τις εικόνες, τις ψαλμωδίες, τις ακολουθίες, τις τελετές. Ο ίδιος έγραφε ότι το περιβάλλον αυτό αποτελεί ισχυρότατο παράγοντα για τη σωστή αγωγή της παιδικής ψυχής. Φοίτησε στο εκκλησιαστικό σεμινάριο του Ορλώφ και στη συνέχεια σπούδασε στη θεολογική ακαδημία του Κιέβου. Αυτό όμως που χαράχθηκε περισσότερο στην ψυχή του ήταν οι προσκυνηματικές επισκέψεις στη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου.

Το έτος 1841 μ.Χ. κείρεται μοναχός και λαμβάνει το όνομα Θεοφάνης. Λίγο αργότερα χειροτονείται Διάκονος και Πρεσβύτερος και διορίζεται καθηγητής στη εκκλησιαστική σχολή του Κιέβου και του Νόβγκοροντ, για να γίνει κοσμήτορας της θεολογικής ακαδημίας της Αγίας Πετρουπόλεως. Η βάση της Χριστιανικής διδασκαλίας για τον ιερομόναχο Θεοφάνη ήταν η αγάπη και τα μέσα, η Εκκλησία και τα Μυστήρια. Ο Άγιος Θεοφάνης ήταν ένας μεγάλος δάσκαλος και εγνώριζε τον τρόπο να αγαπάται από τους μαθητές. Εξάλλου αισθανόταν βαθιά την ωραιότητα και τη σημασία της αποστολής του. Έλεγε πάντοτε: «Από όλα τα άγια έργα, το πιο άγιο είναι η αγωγή».

Ο πόθος του για ολοκληρωτική αφιέρωση στο Θεό τον οδηγεί στους Αγίους Τόπους. Συγχρόνως επισκέπτεται πολλά μοναστήρια και σκήτες της Παλαιστίνης, ενώ έμεινε αρκετό καιρό στη Λαύρα του Αγίου Σάββα, όπου εκείνη την εποχή ζούσε ο Άγιος Ερημίτης Ιωσήφ. Η παραμονή του εκεί του έδωσε την ευλογημένη ευκαιρία να γνωρίσει καλά την διδασκαλία και την παράδοση των Ανατολικών Πατέρων και του Ανατολικού Ορθόδοξου Μοναχισμού. Στη συνέχεια επιστρέφει στη Ρωσία, αλλά γρήγορα έρχεται και πάλι στην Ανατολή, στην Κωνσταντινούπολη, ως ιερεύς της Ρωσικής Πρεσβείας. Το 1857 μ.Χ. διορίζεται εκ νέου καθηγητής και κοσμήτορας της θεολογικής ακαδημίας. Παραιτείται όμως και περιορίζεται στη θέση του επιθεωρητού των θρησκευτικών σχολείων της Αγίας Πετρουπόλεως.

Όμως η Εκκλησία τον εξέλεξε Επίσκοπο της επαρχίας Ταμπώφ και αργότερα της επαρχίας Βλαντιμίρ. Για το έργο του, γράφει ένας βιογράφος του: «Ο Επίσκοπος Θεοφάνης υπήρξε ένας αληθινός ποιμένας, στο μέσον ενός λαού ειδωλολατρικού, που δεν γνώριζε καλά - καλά τον Θεό. Όντας ο ίδιος υπόδειγμα για τους κληρικούς του, αφιερώθηκε με όλη του την ψυχή στην αποστολή του και ιδιαίτερα στο κήρυγμα. Ζώντας πολύ απλά, απασχολείτο εναλλακτικά με την μελέτη και την προσευχή. Στη ζωή του ως Επίσκοπος φρόντιζε να κάνει πιο στενές και πιο εγκάρδιες τις σχέσεις του με τους πιστούς. Ήθελε να μην υπάρχει κάτι που να εμποδίζει τον λαό να έρχεται κοντά του. Του άρεσε να βρίσκεται ανάμεσα στους πιστούς, που τους αγαπούσε με μια ολοκληρωτική και πατρική αφοσίωση».

Το 1861, ως Επίσκοπος, ο Άγιος Θεοφάνης, λαμβάνει ενεργό μέρος στην τελετή ανακομιδής των ιερών λειψάνων του Αγίου Τύχωνος του Ζαντόσκ (1724 - 1783 μ.Χ.) και στη συνέχεια στην ανακήρυξή του ως Αγίου.

Το 1866 μ.Χ. παραιτείται από τη θέση του Επισκόπου, αφήνει την επαρχία του και κλείνεται για είκοσι οκτώ ολόκληρα χρόνια σε ένα πτωχό κελί στην έρημο του Βισένσκ και ζει την ζωή του εγκλείστου. Αποκόπηκε από τον κόσμο με πλήρη αφοσίωση στον Θεό και τη θεωρία του Προσώπου Αυτού. Προσευχόταν όλη μέρα χωρίς διακοπή. Το φαγητό του ήταν πολύ απλό. Και όταν ήθελε να ξεκουραστεί, πάλι εργαζόταν χειρονακτικά. Πολύ χρόνο της έγκλειστης ζωής του ο Όσιος τον αφιέρωσε στην αλληλογραφία. Έτσι στο διάστημα των είκοσι οκτώ ετών του εγκλεισμού του έγραψε χιλιάδες επιστολές, οι οποίες αποτελούν ένα ανεκτίμητο πνευματικό θησαυρό ορθοδόξου πίστεως και θεογνωσίας.

Εκτός από την προσευχή ο Άγιος Θεοφάνης, δίδει πολύ σημασία στη Μυστηριακή ζωή. Η Εξομολόγηση και η Θεία Μετάληψη, είναι για τον Άγιο Θεοφάνη τα δύο βασικά μέσα για την επιτυχία της τελειότητας. Για την μετάνοια γράφει, ότι είναι αστείρευτη πηγή της αληθινής χριστιανικής ζωής.

Ο Άγιος Θεοφάνης κοιμήθηκε, οσίως, με ειρήνη, στις 10 Ιανουαρίου του 1894 μ.Χ., σε ηλικία 79 ετών.