Παραμονή των Φώτων
Παραμονή των Φώτων (Νηστεία εκ πάντων).
Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Κατεπλάγη Ιωσήφ.
Απεστρέφετο ποτέ, ο Ιορδάνης ποταμός, τη μηλωτή Ελισσαιέ, αναληφθέντος Ήλιου, και διηρείτο τα ύδατα ένθεν και ένθεν και γέγονεν αύτω ξηρά οδός ή υγρά, εις τύπον αληθώς του Βαπτίσματος, δι' ου ημείς την ρέουσαν του βίου διαπερώμεν διάβασιν. Χριστός εφάνη εν Ιορδάνη αγιάσαι τα ύδατα.
Κοντάκιον
Ήχος δ' . Επεφάνης σήμερον
Εν τοις ρείθροις σήμερον, του Ιορδάνου, γεγονώς ο Κύριος, τω Ιωάννη εκβοά· Μη δειλιάσης βαπτίσαι με· σώσαι γαρ ήκω Αδάμ τον Πρωτόπλαστον.
Ἡ Ἁγία Συγκλητική
Συγκλητικὴ λιποῦσα δουλείαν βίου,
Κλητοῖς Θεοῦ σύνεστι δούλοις ἐν πόλῳ.
Η Αγία Συγκλητική γεννήθηκε περί το 270 μ.Χ στη Μακεδονία. Οι γονείς της, ήταν πλούσιοι και ευσεβείς Χριστιανοί. Προτίμησαν την Αλεξάνδρεια να εγκατασταθούν μόνιμα, γιατί εκεί είχαν ακούσει, ότι υπήρχαν περισσότεροι Χριστιανοί. Εκείνη την περίοδο Αρχιεπίσκοπος Αλεξάνδρειας, ήταν ο Μέγας Αθανάσιος (βλέπε 18 Ιανουαρίου), για τον οποίο είχαν ακούσει πολύ καλά λόγια.
Έτσι, μόλις ξενιτεύτηκαν και εγκαταστάθηκαν, η πρώτη τους δουλειά ήταν, να τον γνωρίσουν. Αυτή τους η γνωριμία τους βοήθησε να γνωρίσουν καλύτερα τις Χριστιανικές Αλήθειες, αλλά και η κόρη τους Συγκλητική, να διδαχθεί σωστά το δρόμο της αρετής.
Κατάφεραν να τη μορφώσουν όσο καλύτερα μπορούσαν, δίδοντάς της συγχρόνως και Χριστιανική ανατροφή. Από νωρίς άρχισαν να φαίνονται τα πλούσια ψυχικά της χαρίσματα, που την έκαμαν να ξεχωρίζει από τους συμμαθητές της. Όμως, και η σπάνια σωματική της ομορφιά, ήταν για τους νέους της εποχής, μια διαρκή πρόκληση. Τα προξενιά, έφθαναν στους γονείς της το ένα μετά το άλλο και πολλοί ήταν οι νέοι, που τη ζητούσαν σε γάμο. Την ίδια άποψη είχαν και οι γονείς της, που τη θεωρούσαν έτοιμη για γάμο και άρχισαν διακριτικά να την πιέζουν. Μάλιστα δε, για να την πείσουν, χρησιμοποιούσαν το επιχείρημα, ότι θέλουν απογόνους στην οικογένειά τους.
Η κατά πάντα, όμως, άψογη Συγκλητική, δε συμφωνούσε καθόλου με την άποψη των γονιών της. Την ενδιέφερε ο Ουράνιος Νυμφίος Χριστός και Αυτόν, ήθελε να υπηρετήσει. Έτσι, τα δάκρυα των γονιών και των συγγενών, δεν τη συγκινούσαν ιδιαίτερα. Ζούσε ασκητική ζωή, με συνεχή προσευχή , αλλά και νηστεία. Μάλιστα δε, για τη νηστεία έλεγε, ότι είναι το μοναδικό γιατρικό, για το σώμα και τη ψυχή. Τη θεωρούσε δε μια, από τις μεγαλύτερες αρετές.
Όταν δε, μετά από λίγο διάστημα πέθαναν οι γονείς της, χάρισε την περιουσία της στους πτωχούς και τα ορφανά της Αλεξάνδρειας και έφυγε από την πόλη. Εγκαταστάθηκε σε έρημη τοποθεσία ιδρύοντας Μοναστήρι, που εφάρμοζε τους δικούς της ασκητικούς κανόνες. Πλήθος δε γυναικών την ακολούθησαν, που επέλεξαν να μονάσουν μαζί της. Ήταν για όλες παράδειγμα και υπόδειγμα Μοναχής και τις ευχαριστούσε να συνομιλούν μαζί της και να ασκούνται στην υπακοή και την ταπείνωση. Φρόντιζε πάντα, να μη βλέπει κανείς την προσωπική της ζωή και τα έργα της, γιατί δεν ήθελε καμιά ανθρώπινη διαφήμιση. Ο στόχος της ήταν, όχι μόνο πώς θα κάνει το καλό, αλλά πώς, θα το κρύψει από τους άλλους. Ήταν, έτσι, γεμάτη από πίστη και έλαμπε από χαρά και ταπείνωση. Όσο δε περνούσε ο χρόνος, άρχισαν να ανθίζουν οι αρετές της και οι ευωδίες τους έφθαναν, σε όλους τους ανθρώπους.
Ήταν δε, πάντα πρόθυμη να συμβουλέψει, αλλά και να διδάξει τις μοναχές, όταν εκείνες της το ζήταγαν. Έτσι, όταν, κάποια στιγμή τη ρώτησαν πώς πρέπει να πολεμούμε το διάβολο, εκείνη τους έδωσε την εξής απάντηση: «Πρέπει να γνωρίζουμε, ότι όσο ανεβαίνουμε τα πνευματικά σκαλοπάτια, τόσο ο διάβολος προσπαθεί να μας πολεμήσει με τις παγίδες του. Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε πάντοτε άγρυπνες στους λογισμούς, που συχνά μας πολεμούν. Ο εχθρός μας, προκειμένου να γκρεμίσει τον οίκο της ψυχής μας, ή από τα θεμέλια τον γκρεμίζει, ή από τη σκεπή. Δένει πρώτα το νοικοκύρη και μετά κυριεύει, όλα τα πράγματα του οίκου. Το θεμέλιο της ψυχικής μας οικίας είναι τα καλά έργα. Η σκεπή είναι η πίστη μας και τα παράθυρα είναι οι αισθήσεις μας. Αυτά χρησιμοποιεί, προκειμένου να μας πολεμήσει ο εχθρός μας. Γι’ αυτό, όποιος στέκει να προσέχει να μην πέσει. Γιατί αυτός που έπεσε, έχει μόνο μια φροντίδα, πώς να σηκωθεί. Ενώ, αυτός που στέκει πρέπει να φυλάγεται συνέχεια, για να μην πέσει. Κανείς από μας δεν πρέπει να κατηγορεί τον πεσμένο, αλλά να φοβάται για τον εαυτό του, μήπως γλιστρήσει και πέσει στο βάθος του γκρεμού. Όμως, για εκείνο που στέκει, υπάρχει διπλός ο φόβος, αλλά και ο κίνδυνος. Όταν τον πολεμά ο εχθρός του, να μην ολιγοψυχήσει και επανέλθει στα παλιά του πάθη, αλλά και να προσέχει, να μην εξαπατηθεί από την υπερηφάνειά του. Ο εχθρός μας, αφού μεταχειριστεί όλα του τα όπλα, αφήνει τελευταίο την υπερηφάνεια. Είναι το μεγαλύτερο καταστρεπτικό δηλητήριο, με το οποίο, ποτίζει την ψυχή μας. Την κάνει να φαντάζεται, ότι γνωρίζει εκείνα, που δε ξέρουν οι άλλοι και να πιστεύει, ότι ξεπερνά τους άλλους στις νηστείες και ότι έχει περισσότερες αρετές. Το χειρότερο δε, την κάνει να ξεχνά, τις δικές της αμαρτίες. Η αιτία της υπερηφάνειας είναι η παρακοή και το γιατρικό της, είναι η υπακοή....».
Γι’ αυτή της τη διδασκαλία, αλλά και τη συμπεριφορά γενικότερα, τη φθόνησε θανάσιμα ο διάβολος, που προσπαθούσε να βρει τους δικούς του διαβολικούς τρόπους, να την εξοντώσει. Έβλεπε, ότι η Οσία Συγκλητική είχε χωθεί για τα καλά στα δικά του χωράφια, αφαιρώντας του καθημερινά τμήματα, από την ανθρώπινη περιουσία του. Έπρεπε να βρει γρήγορα τρόπους, να την βγάλει από τη μέση, χτυπώντας την στο σώμα κατάλληλα. Της έδωσε τέτοιο πόνο στα εντόσθια της, που δε μπορούσε κανείς να τη βοηθήσει. Στη συνέχεια της πλήγωσε τον πνεύμονα και θα μπορούσε εάν ήθελε, να τη θανατώσει. Όμως αυτό ήθελε να το πετύχει με αργούς ρυθμούς, προκειμένου να την τυραννήσει περισσότερο.
Οι πόνοι για την Οσία ήταν ανυπόφοροι και ο πυρετός της κρατούσε συνέχεια συντροφιά. Έτσι, καθημερινά υπόφερε και έλιωνε σαν κερί. Την αρρώστια της την αντιμετώπιζε μεγαλόψυχα και δεν κατάπεσε, αλλά ούτε και λιποψύχησε. Όμως, είχε το κουράγιο και τη δύναμη να συμβουλεύει τις μοναχές, που έδειχναν να τα έχουν χαμένα. Μάλιστα δε τους έλεγε: «ότι δεν πρέπει ποτέ να είναι αμέριμνες οι ψυχές, που είναι αφιερωμένες στο Θεό, γιατί βοηθούν τον εχθρό, να ακονίζει τα δόντια του. Δεν υπάρχει κακός άνθρωπος τους έλεγε, που να μην έχει μέσα του μια σπίθα από καλοσύνη. Όπως, δεν υπάρχει και καλός, που να μην έχει μέσα του κάποια κακία. Πάντοτε συμβαίνει να βρίσκεται μέρος του καλού στους κακούς ανθρώπους, όπως υπάρχει και μέρος κακού στους καλούς ανθρώπους».
Είχε, έτσι, το κουράγιο και τη δύναμη να συμβουλεύει τις μοναχές, οι οποίες την άκουγαν με ανοιχτό το στόμα. Όμως, κάποιος ενοχλούνταν και ήθελε να της το κλείσει, αφαιρώντας της έτσι τη δυνατότητα να ομιλεί. Τα σωτήρια λόγια της Οσίας εξόργιζαν περισσότερο το διάβολο, που, όσο την έβλεπε να ανδρειώνεται, του κακοφαίνονταν. Έβλεπε, ότι την τυραννική του εξουσία συνέχεια τη νικούσε η Οσία και αυτός να κάθεται με σταυρωμένα τα χέρια, δεν το δέχονταν. Αποφασίζει να της χτυπήσει τα όργανα της φωνής, προκαλώντας της ολική αφωνία. Έτσι, δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιεί πλέον, το προφορικό λόγο και να συμβουλεύει τις μοναχές. Όμως και απ’ αυτή τη πληγή, υπήρξε όφελος για τις μοναχές. Οι σωματικές της πληγές, τις δυνάμωνε περισσότερο στην αρετή και τους γιάτρευε, τις πληγωμένες τους ψυχές.
Τέλος, και αυτές τις σχέσεις της Οσίας με τις μοναχές, ήθελε να κλονίσει ο διάβολος, γιατί τον ενοχλούσαν αφάνταστα. Καταστρώνει λοιπόν το διαβολικό του σχέδιο, χτυπώντας με νέα πληγή την Οσία. Της σαπίζει ένα δόντι, και το σάπισμα επεκτείνεται σε όλο της το σαγόνι. Μια βαρεία δυσοσμία, έβγαινε από το στόμα της. Οι μοναχές που την φρόντιζαν, δε μπορούσαν να την πλησιάσουν. Σκέφτηκαν να καλέσουν γιατρό, μήπως και μπορέσει και την βοηθήσει. Εκείνη, δεν ήθελε να το ακούσει και τους έλεγε με νοήματα: «να μη βλέπεται αυτό που φαίνεται, αλλά να ζητάτε αυτό, που κρύβεται».
Τρεις ολόκληρους μήνες, αγωνίστηκε η Οσία, με τις ανυπόφορες πληγές της. Η σωματική της δύναμη χαλάρωνε κάθε μέρα, γιατί δε μπορούσε να βάλει τίποτα στο στόμα της, αλλά και να κοιμηθεί από τους πόνους. Μάζεψε τις μοναχές και τους είπε, ότι σε τρείς μέρες, θα φύγει από κοντά τους. Έτσι την τρίτη μέρα και σε ηλικία 80 χρονών, εγκατέλειψε την παρούσα ζωή και κέρδισε την Αιώνια, που είναι η Βασιλεία των Ουρανών.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σοφίᾳ καὶ χάριτι, κεκοσμημένη σεμνή, ἀκλόνητος ἔμεινας, ὡς ὁ Ἰὼβ ὁ κλεινός, ἐχθροῦ ἐπίθεσιν· ὅθεν Συγκλητική σε, ἡ οὐράνιος δόξα, δέδεκται μετὰ τέλος, ὡς παρθένον φρονίμην· ἐν ᾗ τῶν μεμνημένων σου ἀεὶ μνημόνευε.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἀρετῶν ἐκλάμψασα, ταῖς οὐρανίαις ἀκτῖσιν, ὡς λαμπὰς ἀείφωτος, Συγκλιτικὴ θεοφόρε, ἤμβλυνας, τοῦ παλαμναίου ἐχθροῦ τὰ κέντρα, ἴθυνας πρὸς τὸν νυμφῶνα τῆς ἄνω δόξης, δῆμον ἅγιον παρθένων, μεθ’ ὧν δυσώπει, ἐλεηθῆναι ἡμᾶς.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῶν παρθένων ἡ καλλονή, καὶ Ἰὼβ τοῦ θείου, ἐκμαγεῖον ἐν πειρασμοῖς· χαίροις οὐρανίου, συγκλήτου κληρονόμε, Συγκλητικὴ θεόφρον, Πνεύματος ὄργανον.
Οἱ Ἅγιοι Θεόπεμπτος καὶ Θεωνᾶς
Εις τον Θεόπεμπτον.
Ὅπως τελευτᾷ Θεόπεμπτος, εἰπάτω.
Ἄθλων τελευτῶ, τὴν κάραν τμηθεὶς ξίφει.
Εις τον Θεωνάν.
Λάκκῳ, Θεωνᾶς Μάρτυς, ἐν κατωτάτῳ.
Ἒθεντὸ μ,᾽ ἐκραύγαζε τοῦ Ψαλτηρίου,
Πέμπτῃ ἐκ ξίφεος λίπε τὸν δὲ βίον Θεόπεμπτος.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόπεμπτος ἦταν Ἐπίσκοπος κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας κίνησε διωγμὸ ἐναντίων τῶν Χριστιανῶν, ὁ Θεόπεμπτος, ἀφοῦ ὁμολόγησε μὲ παρρησία ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Θεός, ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ Μαρτυρίου. Τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορα. Ὁ Ἅγιος δεν δείλιασε καθόλου καὶ στηλίτευσε τὴν πλάνη τοῦ αὐτοκράτορα. Ἔτσι ἄρχισαν τὰ βασανιστήρια. Τὸν ἔριξαν σὲ πυρακτωμένο κλίβανο. Ὅμως βγῆκε ἀπὸ ἐκεῖ χωρὶς να πάθει τίποτε. Ἔπειτα τοῦ ἔδωσαν καὶ ἤπιε δηλητήριο. Ἐπειδὴ ὅμως τὸ δηλητήριο δεν τοῦ προξένησε κανένα κακό, προσείλκυσε στην χριστιανικὴ πιστὴ τὸν μάγο που τοῦ ἔδωσε να πιεῖ τὸ δηλητήριο καὶ ὁ ὁποῖος, ἐξαιτίας τοῦ γεγονότος αὐτοῦ, ὀνομάστηκε Θεωνᾶς. Στο τέλος, οἱ εἰδωλολάτρες ἀπέκοψαν τὴν τίμια κεφαλὴ τοῦ Ἁγίου Θεοπέμπτου.
Τὸν Ἅγιο Θεωνᾶ τὸν ἔριξαν μέσα σὲ ἔνα λάκο καὶ τὸν σκέπασαν μὲ χῶμα μέχρι τὸ κεφάλι. Ἔτσι καὶ αὐτὸς παρέδωσε, ὕστερα ἀπὸ μαρτυρικὸ θάνατο, τὴν ψυχὴ του στον Κύριο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἱερωσύνης τῇ στολῇ διαπρέπων, ἀθλητικῶς τὸν δυσμενῆ ἐτροπώσω, ὡς Ἱεράρχης ἔνθεος Θεόπεμπτε· ὅθεν πρὸς ἐπίγνωσιν, ἀληθείας προσάγεις, Θεωνᾶν τὸν ἔνδοξον, προσελθόντα Κυρίῳ· μεθ’ οὗ δυσώπει πάντοτε σοφέ, ὑπὲρ τῶν πίστει, τιμώντων τοὺς ἄθλους σου.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς ἱερεὺς, τῶν ἀπορρήτων ὅσιος, καὶ λειτουργὸς, θεοειδὴς τῆς χάριτος, μαρτυρίου τοῖς παλαίσμασι, μυσταγωγεῖς πρὶς πίστιν ἔνθεον, Θεόπεμπτε τὸν Θεωνᾶν τὸν ἔνδοξον, μεθ’ οὗ ἐν τῷ σταδίῳ ἀνεκραύγαζες· Χριστὸς τῶν Μαρτύρων τὸ ἑδραίωμα.
Μεγαλυνάριον.
Αἴγλη διαλάμπων ἀθλητικῇ, Θεόπεμπτε μάκαρ, κατεφώτισας πρὸς ζωήν, Θεωνᾶν τὸν θεῖον, θαυμάτων ἐνεργείᾳ, μεθ’ οὗ καὶ συναθλήσας, ἡμῶν μνημόνευε.
Ὁ Ἅγιος Ρωμανὸς ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ήθλησεν όντως Ρωμανός ρωμαλέως,
Pώμην άμαχον εκ Θεού δεδεγμένος.
Ο νέος οσιομάρτυρας Ρωμανός, καταγόταν από την περιοχή του Καρπενησίου και κατά πάσα πιθανότητα από το χωριό Ανδράνοβα, που σήμερα καλείται Ασπρόπυργος. Ανατράφηκε από γονείς φτωχούς και αγράμματους, αλλά ευσεβείς και παρέμεινε και ο ίδιος αγράμματος.
Κάποτε ήλθε σαν προσκυνητής στους Αγίους Τόπους, στη Μονή του Αγίου Σάββα, όπου άκουσε διηγήσεις για νεομάρτυρες της πίστης και έτσι τον κατέλαβε ο πόθος του μαρτυρίου. Πήγε στη Θεσσαλονίκη, όπου ομολόγησε με θάρρος μπροστά στον κριτή τον Ιησού Χριστό, σαν αληθινό Θεό και σωτήρα των ανθρώπων και κατηγόρησε τον Μωάμεθ σαν παραμυθά. Τα βασανιστήρια ήταν φρικτά. Ο αρχηγός του τούρκικου στόλου, ζήτησε να του δοθεί ποινή ισόβιας δουλείας στα κουπιά των πλοίων. Κάποιοι χριστιανοί όμως, τον ελευθέρωσαν αντί χρημάτων και τον έστειλαν στο Άγιο Όρος στα Καυσοκαλύβια.
Στο Άγιο Όρος έμεινε κοντά στον Όσιο Ακάκιο τον Καυσοκαλυβίτη, όπου με προσευχή και νηστεία προπαρασκευάστηκε για το μαρτύριο. Με την ευλογία λοιπόν του πνευματικού του, μοναχός πλέον τώρα, ξεκίνησε για τους Αγίους Τόπους να μαρτυρήσει. Αλλά για να μη συμβεί κάτι κακό στον Πανάγιο Τάφο, τελικά πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί προκάλεσε τους Τούρκους, και τον έριξαν μέσα σ’ ένα ξεροπήγαδο, νηστικό για 40 μέρες. Τελικά τον αποκεφάλισαν στις 5 ή 6 Ιανουαρίου (κατά άλλους στις 16 Φεβρουαρίου) του 1694 μ.Χ.
Το Ιερό λείψανο του αγοράστηκε αντί 500 γροσιών από έναν Άγγλο πλοίαρχο και μεταφέρθηκε στην Αγγλία. Αξίζει τέλος να αναφέρουμε ότι το μαντήλι με το αίμα του Αγίου, βρίσκεται στη Μονή Δοχειαρίου. Ακολουθία του Αγίου βρίσκεται στον Κωδ. 61 σελ. 265 της Καλύβης Ιωασαφαίων στα Καυσοκαλύβια και εκδόθηκε στο Βόλο το 1937 μ.Χ.
Η Εκκλησία εορτάζει την μνήμη του Αγίου και στις 16 Φεβρουαρίου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Μέγαν εὔρατο ὲν τοῖς κινδύνοις.
Σθένει Χάριτος τῆς Παναγίας ῥώμην ὤνησας τὴν πανολβίαν καὶ ῥωμαλέως ἠγωνίσω, Μακάριε· ὅθεν Χριστὸν ὡς Θεὸν ὡμολόγησας καὶ μαρτυρίῳ τὴν πίστιν ἐτράνωσας, ῾Ρωμανὲ ἔνδοξε, ᾿Ασπροπύργου τὸ σέμνωμα. Σωτῆρα Θεὸν ἱκέτευε δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
᾿Αθλητῶν καὶ μαρτύρων νέων τὸ καύχημα, ἀσκητῶν καὶ ὁσίων Εὐρυτάνων ἀγλάϊσμα ἀνεδείχθης, ῾Ρωμανέ, τῷ μαρτυρίῳ σου ὅτι ἐδόξασας Χριστὸν ἐν κριτηρίοις ἀσεβῶν τῇ ῥώμῃ τοῦ Παρακλήτου. Καὶ νῦν ὡς μάρτυς πρεσβεύεις ὑπὲρ πιστῶν τῶν εὐφημούντων σε.
Μεγαλυνάριον
῾Ρώμην ἐνεδύσω ἐξ οὐρανοῦ καὶ τῇ πανοπλίᾳ τοῦ Παντάνακτος ᾿Ιησοῦ ἐχθρῶν τὰς μεθοδείας καί τῶν ὑπεναντίων κατῄσχυνας γενναίως, ῾Ρωμανὲ ἔνδοξε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Τὸ τοῦ ᾿Ασπροπύργου σέβας λαμπρόν, ῾Ρωμανὸν τὸν νέον καὶ ἐν μάρτυσι θαυμαστόν, τὸν πίστει καὶ ἀνδρείᾳ κακίαν ἀναιροῦντα, ἄσμασιν καὶ ὕμνοις τοῦτον τιμήσωμεν.
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ ἐν Ἀκρίτᾳ
Ὁ Γρηγόριος ἀρεταῖς λάμψας μέγα,
Λαμπρῶς μεταστάς, καὶ μέγα πλουτεῖ κλέος.
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος καταγόταν ἀπὸ τῇ νῆσο Κρήτῃ καὶ γεννήθηκε περὶ τὸ 755 μ.Χ. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Θεοφάνης καὶ ἡ μητέρα του Ἰουλιανή. Ἦταν καὶ οἱ δύο γονεῖς του πολὺ εὐσεβεῖς ἄνθρωποι.
Ὁ Γρηγόριος πέρασε ἀρκετὰ χρόνια τῆς ζωῆς του μαθαίνοντας γράμματα. Κάποτε ὅμως ἡ ψυχὴ του θερμάνθηκε ἀπὸ Θεῖο ζῆλο, ποὺ τὸν ἔκανε να σηκωθεῖ καὶ να φύγει ἀπὸ τὴν πατρίδα του καὶ να πάει στὴ Σελεύκεια. Ἐκεῖ ἔμεινε ἀρκετὸ χρόνο καὶ τρεφόταν μὲ πολὺ λίγο ψωμὶ καὶ νερό. Στὸ εἰκοστὸ ἕκτο ἔτος τῆς ἡλικίας του, ὅταν πέθανε ὁ αὐτοκράτορας Λέων Δ’ ὁ Χάζαρος (775 – 780 μ.Χ.) καὶ θριάμβευσε ἡ Ὀρθοδοξία, πῆγε στα Ἱεροσόλυμα, ἐπειδὴ εἶχε τὸν πόθο να προσκυνήσει τοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἐκεῖ ἐπὶ δώδεκα ὁλόκληρα χρόνια ὑπέστη πλεῖστα δεινοπαθήματα ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνοὺς καὶ τοὺς Ἑβραίους.
Ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Τόπους πῆγε στὴ Ρώμη. Ἐκεῖ, εἶχε τὴν εὐτυχία να λάβει καὶ τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα, δηλαδὴ να γίνει μοναχός. Ὅταν μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Σταυρακίου ἔγινε αὐτοκράτορας ὁ Μιχαὴλ Α’ ὁ Ραγκαβὲς (811 – 813 μ.Χ.) καὶ τὸ πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας εἶχε στα χέρια του ὁ Ἅγιος Νικηφόρος (806 – 815 μ.Χ.), ἀπεστάλη στον Πάπα Ρώμης ἀντιπροσωπεία. Ἡ τριμελὴς ἀντιπροσωπεία, τὴν ὁποία ἀποτελέσαν ὁ πατρίκιος Θεόγνωστος, ὁ Ἀρσάφιος καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Συνάδων Μιχαήλ, ἐστάλη στο Ἀκυΐσγρανο πρὸς τὸν Κάρολο τὸν Μέγα, μετὰ τοῦ ὁποίου συνέγραψε συμφωνία, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Κάρολος παραχωροῦσε στο Βυζάντιο τὴν Βενετία καὶ τὰ παράλια τῆς Ἀδριατικῆς, σὲ ἀντάλλαγμα δέ, ἀναγνωριζόταν σὲ αὐτὸν ὁ τίτλος τοῦ αὐτοκράτορα.
Ὁ Ἐπίσκοπος Συνάδων Μιχαὴλ συνάντησε ἐκεῖ τυχαῖα τὸν Μακάριο Γρηγόριο, τὸν ὁποῖο καὶ πῆρε μαζὶ του ἐπιστρέφοντας στὴν Κωνσταντινούπολη. Μόλις ἔφθασαν στην Κωνσταντινούπολη, ὁ Ἐπίσκοπος Μιχαὴλ παράδωσε τὸν Γρηγόριο στὴν περίφημη μονή που βρισκόταν στην περιοχὴ τοῦ Ακρίτα καὶ τὸν συγκαταρίθμησε μεταξὺ τῶν μοναχῶν αὐτῆς. Ἦταν τὸ ἔτος 812 μ.Χ.. Ἴσως ἡ μονὴ να ἤταν ἀφιερωμένη στὴν Θεοτόκο καὶ ἦταν πατριαρχικὴ καὶ σταυροπηγιακή. Ἐκεῖ λοιπόν, ὁ Ἅγιος περνοῦσε τὴν ζωή του πολὺ ἀσκητικά. Ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες σκληρὲς δοκιμασίες ἔβαλε ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτὸ του. Γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα διέμεινε σὲ ἕναν πολὺ βαθὺ λάκκο, ὅπου ἔκλαψε πολὺ για τὴν ταραχή που εἶχε παρουσιασθεῖ στην Ἐκκλησία. Ἔζησε τὸ νέο σαλὸ τὸν ὁποῖο δημιούργησε ἡ ἐγκαινιασθεῖσα δεύτερη εἰκονομαχικὴ περίοδος ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντος Ε’ τοῦ Ἀρμενίου. Ὅταν βγῆκε ἀπὸ τὸ λάκκο, κλείσθηκε σὲ ἕνα πάρα πολὺ μικρὸ κελλὶ καὶ καλύπτε τὸ σῶμα του μὲ ἕνα μόνο δερμάτινο χιτώνα. Στὸν κῆπο ὑπῆρχε ἔνα πολὺ μεγάλο πιθάρι. Αὐτὸ τὸ πιθάρι τὸ γέμιζε μὲ νερὸ καὶ μόλις βράδιαζε, ἀφοῦ ἔβγαζε τὸν χιτώνα του, ἔμπαινε μέσα καὶ διάβαζε τὸ Ψαλτήριο. Ὅταν τελείωνε τὴν ἀναγνώση τοῦ Ψαλτηρίου, ἔβγαινε πάλι ἔξω ἀπὸ τὸ πιθάρι. Καὶ ἔτσι ἔπραττε ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς του ὁ Ὅσιος Γρηγόριος.
Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, λοιπόν, ἀφοῦ καλῶς ἀγωνίσθηκε, ἐναπέθεσε τὴν ἁγία ψυχὴ του στα χέρια τοῦ Κυρίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Βίου λαμπρότητι καλλωπιζόμενος, σκεῦος πολύτιμον τῆς θείας Χάριτος καὶ ἀρετῶν ὑπογραμμὸς ἐδείχθης δι’ ἐγκρατείας, Ὅσιε Γρηγόριε, Κρήτης ἅγιον βλάστημα, τῆς Ἀκρίτα Μάνδρας δὲ ἱερὸν ἐγκαλώπισμα. Καὶ νῦν μὴ διαλίπῃς πρεσβεύων, Πάτερ, ὑπὲρ τῶν σὲ τιμώντων.
Ὁ Ὅσιος Φωστήριος
Φωστήρ ο Φωστήριος όντως ωράθη,
Τω φωτί του βίου τε και των θαυμάτων.
Ὁ Ἅγιος Φωστήριος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀνατολή. Ἀφοῦ ἀνῆλθε σὲ ἕνα ψηλὸ καὶ ἤσυχο ὄρος, προσευχόταν νοερὰ στὸν Θεὸ καὶ ταλαιπωροῦσε τὸν ἑαυτὸ του μὲ νηστεῖες, ἀγρυπνίες, γονυκλισίες καὶ κάθε μορφῆς σκληραγωγία. Ἔτσι λοιπόν, ἀναδείχθηκε πραγματικά, ὅπως λέγει καὶ τὸ ὄνομά του, φωστῆρας ποὺ φώτιζε τὸ στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἅγιος Φωστήριος εἶχε προικισθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας. Ἔτσι θεράπευε κάθε ἀσθένεια τῶν πιστῶν ποὺ προσέρχονταν σὲ αὐτόν. Ἀκόμη καὶ ἄρτους ἀπὸ τὸν οὐρανὸ δεχόταν ὁ Ἅγιος, ὅπως παλαιότερα στην ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ Προφήτης Ἠλίας. Ἀλλὰ ὁ Προφήτης Ἠλίας ἐλάμβανε τοὺς ἄρτους ἀπὸ ἔνα κόρακα, ἐνῶ ὁ Ἅγιος Φωστήριος ἀπὸ Ἄγγελο Κυρίου, σὲ καθορισμένο τόπο, στὸν ὁποῖο πήγαινε καθημερινὰ ὁ Ἄγγελος καὶ ἄφηνε ἕναν ἄρτο. Καὶ ὅταν καμιὰ φορὰ ἔφθαναν στὸν τόπο ποὺ ἀσκήτευε ὁ Ἅγιος, δύο ἢ τρεῖς ἢ καὶ περισσότεροι ἀδελφοί, βρίσκονταν στὸν καθορισμένο τόπο ἄρτοι ἀνάλογα μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν ἐπισκεπτῶν.
Ἐπειδὴ ὅμως χωρὶς τὴν βουλήση τοῦ Θεοῦ δεν ἰσχύει δεήσῃ, ὁ τρόπος αὐτὸς ἐξοικονομήσεως τῶν ἄρτων δὲν διατηρήθηκε μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου, ὅπως ἀκριβῶς οὔτε στὸν Προφήτῃ. Ἀλλὰ στον Προφήτῃ, ὁ τρόπος ποὺ λαμβάνε τοὺς ἄρτους κράτησε μόνο μερικὲς ἡμέρες, ἐνῶ στὸν Ἅγιο κράτησε ἀρκετὰ χρόνια, μέχρι τότε δηλαδὴ ποὺ ζοῦσε στὴν ἡσυχία καὶ ἐφύλαγε τὴν ἀκτημοσύνη.
Ὅταν ὅμως, ὁ Ἅγιος Φωστήριος ἵδρυσε Μονὴ καὶ συγκέντρωσε σὲ αὐτὴ παρὰ πολλοὺς Μοναχούς, δὲν λαμβάνε τοὺς ἄρτους ἄνωθεν, ὅπως συνέβαινε πρίν, ἀλλὰ ἐργαζόταν γιὰ νὰ καλύψει τὶς ἀνάγκες ὅλων. Καὶ βέβαια ὁ Θεὸς δὲν ἔπαψε να τοῦ στέλνει πλούσια τὴν χάρη καὶ τὴν εὐλογία Του. Ὁ Ἅγιος διδάσκε στὴν θεωρία καὶ στην πράξη τοὺς μαθητὲς του μὲ τὸ ἐργόχειρο, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀνάγνωση τῶν ἱερῶν βιβλίων.
Ὅταν δὲ κάποτε ἐμφανίσθηκε μία αἵρεση στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καὶ συναθροίσθηκαν πολλοὶ Πατέρες νὰ ἐξετάσουν τὸ θέμα καὶ νὰ ἀποφασίσουν, προσκλήθηκε νὰ πάρει μέρος καὶ ὁ Ἅγιος Φωστήριος. Στὴν παράκληση αὐτὴ ὁ Ἅγιος ὄχι μόνο ἀνταποκρίθηκε, ἀλλὰ καὶ ἀποδείχθηκε γενναῖος ἀγωνιστὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἀφοῦ μὲ τοὺς λόγους του πολλοὶ ἀπό τὶς διάφορες αἱρέσεις, ἐπανῆλθαν στην ὀδὸ τῆς ἀληθείας, ἐνῶ μὲ τὶς παραινέσεις του πολλοὶ ἔγιναν μοναχοί.
Ὁ Ἅγιος Φωστήριος κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Σάϊς ὁ Μάρτυρας
Ἦλθον θαλάσσῃ εἰς βάθη, λέγει Σάϊς,
Φυγὼν τὰ ποτίζοντα τῆς πλάνης βάθη.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάϊς ἐτελείωσε μαρτυρικὰ τὸν βίο του, βληθεὶς στὴν θάλασσα καὶ ἔτσι γλύτωσε ἀπὸ τὰ ποντίζοντα βάθη τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων.
Ὁ Ἅγιος Θεόειδος ὁ Μάρτυρας
Πόδες πατοῦντες σαρκίον Θεοείδου,
Ψυχὴν ἀποθλίβουσι ληνῷ τοῦ πόλου.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόειδος ἐτελείωσε μαρτυρικὰ τὸν βίο του, ἀφοῦ τὸν κατεπάτησαν.
Ἡ Ὁσία Δομνίνα
Χαρίζεταί σοι τὴν ἄνω κληρουχίαν,
Δομνίνα, σαρκὸς ἡ κάτω κακουχία.
Ἡ Ὁσία Δομνίνα ἢ Δόμνα, ἔζησε κατὰ Θεὸν καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ἡ Ὁσία Τατιανή
Δομνίνα, σαρκὸς ἡ κάτω κακουχία.
Ἡ Ὁσία Δομνίνα ἢ Δόμνα, ἔζησε κατὰ Θεὸν καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ἡ Ὁσία Τατιανή
Τατιανὴ τακεῖσα νηστείαις πάλαι,
Νῦν Ἀγγέλοις σύνεστι νηστείας φίλοις.
Ἡ Ὁσία Τατιανὴ ἔζησε κατὰ Θεὸν, ὡς μοναχή, καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Δωρόθεος
Ὁ Ὅσιος Δωρόθεος ἀκολούθησε τὴν ὀδὸ τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ φαίνεται ὅτι ὑπῆρξε ἱδρυτὴς καὶ κτίτορας τῆς Μονῆς Χιλιοκομίου Ἀμασείας.
Πηγὲς:http://www.saint.gr/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/1/d/5/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»