ΓΡΑΠΤΟΝ ΘΕΙΟΝ ΚΗΡΥΓΜΑ
«Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ…» (Ματθ. 9,27)
Ὁ Χριστός πῆγε σὲ μιὰ πόλι. Χιλιάδες κόσμος μαζεύτηκε. Πῆγαν ἀπὸ περιέργεια, γιὰ νὰ δοῦν ποιός εἶν᾿ αὐτὸς ποὺ κάνει θαύματα. Ἤθελαν νὰ δοῦν τὸν Χριστό. Ἄλλοι ἀνέβηκαν σὲ στέγες, ἄλλοι στὰ δέντρα κι ὅπου ἀλλοῦ μποροῦσαν. Ξαφνικά, μέσα στὸν κόσμο, ἀκούστηκαν φωνὲς ποὺ ἔλεγαν: «Κύριε, ἐλέησον», «Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ» (Ματθ. 9,27).
Ποιός φωνάζει; Δύο φτωχοί, δυστυχισμένοι καὶ τυφλοὶ ἄνθρωποι. Δὲν ἔβλεπαν καθόλου. Καὶ μόλις ἄκουσαν ὅτι μπαίνει ὁ Χριστὸς στὴν πόλι, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ δοῦν ποῦ εἶναι, ἄρχισαν νὰ φωνάζουν : «Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ». Καὶ τὸ φώναζαν διαρκῶς, ἐπίμονα και ἐνοχλητικά.
Ὁ Χριστὸς βάδιζε κ᾽ ἔκανε πὼς δὲν ἀκούει. Φτάνει καὶ μπαίνει σ᾿ ἕνα σπίτι. Οἱ τυφλοί συνέχισαν ἀπ᾿ἔξω νὰ φωνάζουν: «Κύριε, ἐλέησον».
Ὁ Χριστὸς δοκίμαζε τὴν πίστι τους. Ἀφοῦ εἶδε τὴ μεγάλη ὑπομονή τους, τοὺς λέει: «Πιστεύετε, ὅτι μπορῶ νὰ σᾶς κάνω καλά;». -«Ναί, Κύριε». Τότε ὁ Χριστὸς ἅπλωσε τὰ ἅγιά Του χέρια ἐπάνω στὰ σβησμένα τους μάτια, κι ἀμέσως, ὅπως ἄλλοτε ἄναψε τὸν ἥλιο καὶ τὰ ἄστρα, ἔτσι τὴ στιγμὴ ἐκείνη δυὸ ζευγάρια μάτια ἄνοιξαν, οἱ δύο ἄνθρωποι εἶδαν τὸ φῶς τους. Ἀπό τὴν ἡμέρα ἐκείνη παντοῦ ὅπου πήγαιναν διαλαλοῦσαν, ὅτι ὁ Χριστὸς τοὺς ἔκανε καλά.
Τί θαύματα κάνει τὸ «Κύριε, ἐλέησον»; Τὸ φώναξαν οἱ τυφλοί, τὸ ἄκουσε ὁ Χριστός, τοὺς σπλαχνίσθηκε καὶ τοὺς ἔκανε καλά. –Μὰ ποῦ εἶνε ὁ Χριστός; θὰ ρωτήσετε ἀγαπητοί χριστιανοί. Ἐδῶ εἶναι ὁ Χριστός, μέσα στὴν Ἐκκλησία!
Τὴν ὥρα ποὺ ἀκούγεται τὸ Ἱερό Εὐαγγέλιο, τὴν ὥρα ποὺ βγαίνουν τὰ Ἅγια, τὴν ὥρα ποὺ κρατάει ὁ ἱερεύς τὸ δισκοπότηρο, τὴν ὥρα ποὺ κοινωνᾷς, ἐκεῖ εἶναι ὁ Χριστός. Ναί, αὐτὴ εἶνε ἡ Πίστις μας. Κάθε ψίχουλο καὶ κάθε σταλαγματιὰ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Δισκοπότηρο εἶναι ὁ Χριστός μας. Τὸ πιστεύεις; ἔλα στὴν Ἐκκλησιὰ καὶ φώναξε τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Στὴ Θεία Λειτουργία τὸ λέμε πολλὲς φορές. Ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία…» μέχρι τὸ «Δι᾿ εὐχῶν…» πάνω ἀπὸ πενήντα φορὲς λέμε τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Ἀλλὰ πῶς τὸ λέμε; Ὁ ἀείμνηστος Ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης ἔλεγε σέ κήρυγμά του σχολιάζοντας τήν ἴδια περικοπή, καί συγκεκριμένα τήν φράση αὐτή «Κύριε ἐλέησον». «Δὲν ὑπάρχει κατάνυξις καὶ προσοχή σήμερα. Τὸ ἔλεγαν καὶ πρὶν διακόσα χρόνια, μὰ τὴν ὥρα ποὺ τὸ ἔλεγαν ἔκλαιγαν. «Κύριε, ἐλέησον», ἔλεγε ἡ χήρα. «Κύριε, ἐλέησον», ἔλεγε τὸ ὀρφανό, «Κύριε, ἐλέησον», ἔλεγε ὁ φτωχός. «Κύριε, ἐλέησον», ἔλεγε ὁ τσομπάνος. «Κύριε, ἐλέησον», ἔλεγε ὁ χωριάτης. «Κύριε, ἐλέησον», τὸ ἔλεγαν ὅλοι. Ἀλλὰ τὴν ὥρα ποὺ τὸ ἔλεγαν, τὸ πίστευαν ἀκραδάντως. Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια ἔφτανε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» νὰ κάνῃ θαῦμα. Ἔπεφτε λ.χ. ἀκρίδα στὸν κάμπο τῆς Θεσσαλίας καὶ δὲν ἔμενε τίποτε. Καὶ πήγαιναν στὰ Μετέωρα, ἔπαιρναν τὰ Ἅγια Λείψανα στὰ χέρια τους στὴν Καλαμπάκα καὶ στὰ Τρίκαλα (εἶχαν ἀγάπη καὶ ὁμόνοια μεταξύ τους, νήστευαν τρεῖς μέρες, τὰ ἀντρόγυνα δὲν ἔσμιγαν), ἔκαναν λιτανεία καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ φώναζαν «Κύριε, ἐλέησον». Δὲν περνοῦσε μέρα, καὶ ἕνας ἄνεμος ἔπαιρνε τὶς ἀκρίδες, τὶς ἔρριχνε μέσα στὸ ποτάμι, στὸν Πηνειό, καὶ δὲν ἔμενε οὔτε μία. Νά τί κάνει τὸ «Κύριε, ἐλέησον», ὅταν κανεὶς πιστεύῃ πραγματικά. Ἀλλοῦ πάλι ἔπεφτε χολέρα καὶ θέριζε τοὺς ἀνθρώπους. Ἑκατό, διακόσιοι νεκροί! δὲν προλάβαιναν ν᾿ ἀνοίγουν τάφους. Καὶ πάλι νήστευαν, ἔκαναν λιτανεία μὲ τὰ Ἅγια Λείψανα τοῦ Ὁσίου Νικάνορος καὶ ἄλλων ἁγίων, ἔβγαιναν ἔξω στοὺς κάμπους καὶ στὰ βουνὰ παρακαλώντας τὸν Θεό, καὶ ἡ χολέρα κοβόταν μὲ τὸ μαχαίρι. Καὶ ἀλλοῦ πάλι, ποὺ εἶχε ἀνομβρία καὶ δὲν ἔπεφτε σταλαγματιὰ καὶ ἡ γῆ ἦταν σὰν τὸ κεραμίδι, ἔβγαιναν πάλι ἔξω μὲ τὶς εἰκόνες καὶ τὰ λείψανα καὶ παρακαλοῦσαν. «Κύριε, ἐλέησον» ἔλεγαν μὲ τὴν καρδιά τους, κι ὁ οὐρανὸς ἔβρεχε καὶ μούσκευε τὸ χῶμα. Καὶ ἀλλοῦ, ποὺ γινόταν σεισμός, γονάτιζαν καὶ προσεύχονταν. «Κύριε, ἐλέησον» ἔλεγαν, καὶ σταματοῦσε ὁ σεισμός. Δὲν εἶναι παραμύθια αὐτά. Τὰ θυμοῦνται οἱ μεγαλύτεροι. Ζωντανὴ εἶναι ἡ θρησκεία μας, ἀρκεῖ μόνο νὰ ἔχουμε δυνατὴ πίστι».
Τέτοια δύναμη ἔχει ἡ προσευχή, τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Ἐδῶ εἶναι ὁ Χριστός μας. Καὶ ὅπως ρώτησε τοὺς δύο τυφλούς, ἔτσι ρωτάει κ᾿ ἐμένα, ρωτάει κ᾿ ἐσᾶς, ρωτάει ὅλους ἀνεξαιρέτως σήμερα, καὶ λέει: «Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;». Ἂς ἀπαντήσῃ ὁ λαός μας, ἂς ἀπαντήσουμε κ᾿ἐμεῖς. Ἂν ποῦμε μὲ τὴν καρδιά μας «Ναί, Κύριε», τότε θὰ δοῦμε θαύματα μεγάλα. Γένοιτο.
Πρεσβ. π. Παῦλος Καλλίκας