Κων/νος Οικονόμου, δάσκαλος
Τον 3ο αιώνα μ.Χ. στην Αντιόχεια της Συρίας ζούσε ένας Καρχηδόνιος στην καταγωγή, πλούσιος, ευγενής, μορφωμένος και πολύ ικανός στη μαγεία, ο Κυπριανός. Διέθετε τέτοια ικανότητα, ώστε καλούσε τους δαίμονες και τους έστελνε να εξυπηρετήσουν όποια εντολή τους έδινε σε βάρος των θυμάτων του. Στην ίδια πόλη κατοικούσε μία ευσεβής παρθένος, πιστή χριστιανή, η Ιουστίνα. Η Ιουστίνη ήταν κόρη ενός ιερέα των ειδώλων ονόματι Αιδέσιου και αρχικά ασπαζόταν τις δοξασίες του πατέρα της. Κάποια όμως μέρα η Ιούστα, όπως ήταν το αρχικό της όνομα, άκουσε το κήρυγμα ενός χριστιανού και άφησε την πλανεμένη διδασκαλία των ειδώλων ασπαζόμενη τον Χριστιανισμό1. Τούτη την κόρη ένας νεαρός πλούσιος ειδωλολάτρης με άσωτη ζωή, ο Αγλαϊδας, θέλησε να την μπλέξει στα δίχτυα του. Επειδή όμως όλες του οι προσπάθειες δεν έφεραν αποτέλεσμα, έτρεξε για βοήθεια στη μαγική δύναμη του Κυπριανού.
Πραγματικά, ο Κυπριανός άρχισε να στέλνει διάφορους
δαίμονες, για να ξελογιάσει την Ιουστίνα και να την υποδουλώσει στα αμαρτωλά
σχέδια του Αγλαίδα. Οι δαίμονες γύριζαν άπρακτοι στον Κυπριανό χωρίς να
καταφέρνουν καν να πλησιάσουν στην κόρη, διότι, όπως έλεγαν στον μάγο, με το
σημείο του Σταυρού τους έκαιγε και δεν μπορούσαν να σταθούν κοντά της. Όμοια
άπρακτος γύρισε και ο άρχοντας των δαιμόνων, τον οποίο χρησιμοποίησε στο τέλος
ο Κυπριανός ως έσχατο όπλο του.
Η πραγματική αυτή ήττα των δαιμονικών δυνάμεων
άνοιξε τα μάτια της ψυχής του Κυπριανού. Κατανόησε την πλάνη του και την
ακαταμάχητη δύναμη του Ιησού Χριστού. Έτσι, αληθινά μετανοημένος προσπίπτει στον
επίσκοπο Αντιοχείας Άνθιμο, καίει μπροστά του όλα τα μαγικά βιβλία και ζητάει
να γίνει χριστιανός. Μετά την βάπτισή του ο Κυπριανός, ως πρόβατο της
ποίμνης του Κυρίου, αξιώνεται να χειροτονηθεί βαθμηδὸν διάκονος,
πρεσβύτερος και, τέλος, επίσκοπος, σὲ διαδοχὴ του
επισκόπου Ανθίμου, ενώ χειροτόνησε την Ιούστα διακόνισσα της Εκκλησίας,
δίνοντάς της το όνομα Ιουστίνη.
Το έτος 304, στον διωγμό του αυτοκράτορα Διοκλητιανού, μαζί με την
Ιουστίνα υπέστησαν μαρτυρικό δι' αποκεφαλισμού θάνατο. Συγκεκριμένα, τοὺς μετέφεραν
στὴ Νικομήδεια της Βιθυνίας, όπου, μὲ διαταγὴ τοῦ
αυτοκράτορα αποκεφαλίστηκαν έξω απὸ την πόλη,
κοντὰ στον παραρρέοντα ποταμὸ Γάλλο. Τα
τίμιά τους λείψανα, σύμφωνα με αρχαία συναξάριά τους, μεταφέρθηκαν στην
πρωτεύουσα Ρώμη απὸ παρατυχόντες Ρωμαίους ταξιδιώτες. Αργότερα όμως, όπως έγινε και
σε άλλες περιπτώσεις, φαίνεται ότι τα άγια αυτὰ λείψανα
επαναπατρίζονται στη Μεγάλη Αντιόχεια της Συρίας.
Η ιδιαίτερη τιμὴ των αγίων
Κυπριανού και Ιουστίνης στην Κύπρο έχει τις απαρχές της πιθανότατα στον 13ο
αιώνα: Τα ιερά τους λείψανα, που βρίσκονταν τότε στην Αντιόχεια της Συρίας,
εξαιτίας της προέλασης των μωαμεθανών Μαμελούκων και πριν την τελικὴ πτώση της
Αντιόχειας, μεταφέρθηκαν για ασφάλεια στην Κύπρο από πρόσφυγες Αντιοχείς, και
κατατέθηκαν σὲ προϋπάρχοντα βυζαντινὸ ναὸ στο χωριὸ Μένικο της
Μητροπόλεως Μόρφου, σύμφωνα με μαρτυρία του γνωστού τοπικού μεσαιωνικού
χρονογράφου Λεοντίου Μαχαιρά (15ος αι.). Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρεται περαιτέρω
και στα πολλὰ θαύματα, ιδίως σε θεραπείες οφθαλμικών παθήσεων και
''πυρέξεων'' (εμπύρετης ελονοσίας), που ενεργούσαν οι άγιοι, ενώ τονίζει ότι ο Φράγκος
βασιλιὰς Πέτρος Α´ Λουζινιάν (1359-1369), επειδὴ είχε
θεραπευθεί απὸ τους ἁγίους, πίνοντας απὸ το
θαυματουργό τους αγίασμα, γκρέμισε τον προγενέστερο μικρότερο βυζαντινὸ ναὸ και έχτισε
μεγάλη ἐκκλησία στον ίδιο χώρο προς τιμήν τους, επαργυρώνοντας μάλιστα
τις κάρες των θαυματουργών Αγίων.
Η μνήμη του αγίου ιερομάρτυρος Κυπριανού και της
αγίας παρθενομάρτυρος Ιουστίνης εορτάζεται στις 2 Οκτωβρίου.
ΠΑΡΑΘΕΜΑ: Η μαρτυρία του Λεοντίου Μαχαιρά όπως καταγράφεται στο
περίφημό του ''Χρονικὸν'' (εκδ. R. M. Dawkins, Recital concerning the Sweet
Land of Cyprus entitled ‘Chronicle’, Oxford 1932, Vol. I, § 39, σελ. 38):
«Ἀκόμη εὑρίσκουνται εἰς τὴν Κύπρον οἱ δύο κεφαλάδες τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ καὶ Ἰουστίνης, οἱ (ὁ)ποῖοι ἐμαρτυρῆσαν εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, καὶ εἰς τὴν κάκωσιν τῆς Συρίας ἐφέραν τες εἰς τὴν Κύπρον καὶ ἐβάλαν τες εἰς ἕναν ἐκκλησούδιν εἰς τὸ Μένικον. Καὶ εἰς τὸ πλευρὸν τοῦ Βημάτου (Ἱεροῦ Βήματος) πρὸς τὸν νότον ἔχει λάκκον, ὅπου πολομᾷ (ἐνεργεῖ) μεγάλες ἴασες εἰς γαρισούραν καὶ εἰς τὰς πύρεξες. Καὶ εἰς τὸν καιρὸν τοῦ ρὲ Πιὲρ τοῦ μεγάλου εἶχεν τὴν καρτάναν (ἑλώδης πυρετὸς) καὶ δὲν ἠμπόρεσεν ναὔρῃ ὑγείαν· τινὲς εἶπάν του διὰ τὸν ἅγιον Κυπριανὸν καὶ Ἰουστίναν ὅπου εἶνε εἰς τὸ Μένικον κοντὰ τοῦ Ἀκακίου (κοντὰ στὸ χωριὸ Ἀκάκι)· ὁ (ὁ)ποῖος ἦρτεν καὶ ᾽προποτίστην (ἤπιε ἀπὸ τὸ ἁγίασμα)καὶ παραῦθα (ἀμέσως) ἐγίανεν· εἶνε ἀλήθεια ὅτι τὸ νερὸν εἶνε πολλὰ γλυφὸν καὶ κακόποτον, ἀμμὲ θαυμαστὸν εἰς ἰατρείαν· καὶ ὥρισεν καὶ ἐποῖκαν (κατασκεύασαν) ἐκκλησίαν ἀποὺ γῆς καὶ ἀργύρωσεν τὰς β´κεφαλάς, καὶ εἰς τὴν κορυφὴν ἀφῆκεν τόπον μὲ πόρτες νὰ προσκυνοῦν τὰ λείψανα.»
1.Ἡ πίστη
και η αγάπη της προς τὸν Θεὸ τη μεταμόρφωσαν σὲ τέτοιο βαθμό, ώστε οδήγησε στὸν
Χριστὸ τη μητέρα της, η οποία με τη σειρά της έπεισε τὸν σύζυγό της να
πιστεύσει στον αληθινὸ Θεό· Έτσι πῆγαν και οι τρεις στον επίσκοπο Όπτατο και
ζήτησαν να βαπτισθοῦν.
Στη συνέχεια, ἡ Ιουστίνη αποφάσισε να αφιερωθεί
πλήρως στον Κύριο και να περάσει τον υπόλοιπό της βίο με παρθενία, νηστεία και
προσευχή.
ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ: https://www.youtube.com/watch?v=i_3x8fe_m-U&list=PLQFA61sbetP0hMz84-KFiBxWYSL9_yMSj