Απομαγνητοφωνημένη ομιλία μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου
με θέμα:
«ΚΑΠΟΙΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ»
[εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 9-11-1997]
(Β 365)
Ο Κύριος, αγαπητοί μου, επιστρέφει από την Γαλιλαία στην Ιουδαία. Και ο λαός Τον υποδέχεται με ενθουσιασμό, γιατί «ἦσαν», όπως σημειώνει ο ευαγγελιστής Λουκάς, « ἦσαν πάντες προσδοκῶντες αὐτόν». Τον περίμεναν με χαρά -το «προσδοκῶ», επί αγαθών πραγμάτων. Τον περίμεναν με χαρά. Τα πλήθη είχαν αναγνωρίσει την αξία της παρουσίας του Χριστού, έστω κι αν ακόμη δεν εγνώριζαν του Ποιος ήταν ο Ιησούς ως ο Ενανθρωπήσας Θεός Λόγος.
Ανάμεσα στο πλήθος ήταν κι ένας αρχισυνάγωγος, που το όνομά του ήταν Ιάειρος. Αυτός ήλθε, αφού γονάτισε μπροστά εις τον Ιησούν, και Τον παρακαλούσε να θεραπεύσει την δωδεκαετή θυγατέρα του, μονογενές παιδί, δεν είχε άλλο παιδί, που εκινδύνευε να πεθάνει. Κι ενώ ο Κύριος επορεύετο προς το σπίτι του Ιαείρου, κάποιος υπηρέτης του φθάνει λέγοντας ότι «Τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου, μή σκύλλε τόν διδάσκαλον». «Η κόρη σου πέθανε. Μην ενοχλείς περισσότερο τον διδάσκαλον». Δηλαδή «να μην έρθει στο σπίτι, μην τον ενοχλείς».
Μπορούμε να εννοήσομε, αγαπητοί μου, τα αισθήματα, την καρδιά του Ιαείρου, εκείνη την στιγμή; «Δεν πρόλαβε να πάει ο Κύριος; Δεν πρόλαβε να την θεραπεύσει; Πέθανε;…». Πολύ οδυνηρά αισθήματα πραγματικά. Επόμενον, λοιπόν, ήταν να κλονιστεί. Και τότε ο Ιησούς τού λέγει: «Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε καί σωθήσεται». «Μόνον να πιστεύεις και θα σωθεί». Αλήθεια, τι παρήγορος είναι αυτή η φωνή του Χριστού την ώρα εκείνη! : «Μὴ φοβοῦ». Όμως τι συνιστά αυτή η φράσις του Κυρίου; Τι ήθελε να πει; Να πιστεύει. Την πίστιν ήθελε να πει. Διότι ο Κύριος, όπως λέγει ο Μ. Αθανάσιος: «Τοῖς πιστεύουσιν ἐχαρίζετο (:Σε εκείνους που πίστευαν, εχαρίζετο) ἵνα τὴν πίστιν καὶ τὴν χάριν κατασχεῖν δυνηθῶσιν, γνώρισμα γὰρ τῆς προαιρέσεως τῆς ψυχῆς ἡ πίστις ἐστίν». Ώστε με την πίστιν να μπορέσουν να αποκτήσουν και την χάριν. «Δηλαδή αν θέλεις, ω Ιάειρε, να πάρεις την χάρη την δική μου, πρέπει να πιστεύεις. Και θα σου γίνει αυτό το οποίο θέλεις. Αλλά θα το πιστεύεις όμως. Θα πιστεύεις σε τι; Σε μένα. Προσέξτε: Σε μένα, στο θεανθρώπινο πρόσωπό μου». Και έτσι, αυτό είναι γνώρισμα, λέει ο Μέγας Αθανάσιος, της προαιρέσεως της ψυχής. Γιατί η πίστις είναι πράγματι ένα στοιχείο, ένα γνώρισμα της προαιρέσεως της ψυχής. Βλέπετε; Της προαιρέσεως της ψυχής. Όλα τα άλλα μπορεί να είναι αναγκαστικά, μπορεί να είναι… το μόνο που εκφράζει την προαίρεση είναι η πίστις.
Ωστόσο ο Κύριος κατευθύνεται προς το σπίτι του Ιαείρου. Εκεί, κόσμος πολύς. Ο Ιάειρος ήταν επίσημον πρόσωπο. Ήτο αρχισυνάγωγος. Και όλο αυτό το συγκεντρωμένο πλήθος τι έκανε; «Ἔκλαιον καὶ ἐκόπτοντο». «Κόπτομαι» θα πει χτυπάω το στήθος μου, ξεριζώνω τα μαλλιά μου, κλαίω, οδύρομαι, ολοφύρομαι, ολολύζω. Όλα αυτά όταν πενθώ· και εκφράζονται όλα αυτά με το «κόπτομαι». Και ο Κύριος απευθυνόμενος στο πλήθος λέγει: «Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει». Παράξενος λόγος! Μέσα σε εκείνον τον κοπετόν, που υπήρχε, να ακουστεί η φωνή: «Μη κλαίτε. Και γιατί να μην κλαίτε; Γιατί δεν πέθανε, αλλά κοιμάται». Τι φυσικότερον, βεβαίως, του πένθους και των δακρύων; Αλλά ο Κύριος όταν είπε να μην κλαίουν, το είπε εν όψει της αναστάσεως του κοριτσιού. Το ίδιο είχε πει και εις την χήρα της Ναΐν. Εκεί «ἐξεκομίζετο», λέει, «ὁ νεκρός». Δηλαδή μετεφέρετο από το σπίτι εις το νεκροταφείον, εις τον τάφον. Δεν υπήρχε νεκροταφείο στους Εβραίους, με την έννοιαν που έχομε εμείς έναν τόπον περιγραμμένον. Όχι. Αλλά ήταν τα μνήματα, στους πολυπληθείς εκείνους βράχους που υπήρχαν. Έσκαβαν κι έβαλαν… μέσα εκεί. Θυμηθείτε τον τάφο του Χριστού. Ή ήταν, αν θέλετε, τεχνητός ο τάφος αυτός· είτε φυσικός είτε τεχνητός.
Όμως, όπως είδαμε εδώ, το πλήθος… «ἔκλαιον καὶ ἐκόπτοντο». Κλάμα και κοπετός. Είναι, ωστόσο, μία υπερβολή πένθους. Αυτή η υπερβολή του πένθους υπάρχει και σε μας ακόμη σήμερα, στους Χριστιανούς. Θυμηθείτε ότι «τὸ πλῆθος», λέγει, «ἐκόπτετο», τότε με τον θάνατον του Στεφάνου· που δεν θα έπρεπε. Κι εμείς «κοπτόμεθα», χτυπιόμαστε, ξεριζώνομε τα μαλλιά μας, θα επαναλάβω. Και ακόμη έχομε και τις μοιρολογίστρες. Αυτή είναι κληρονομιά από τους αρχαίους προγόνους μας. Οι γυναίκες εκείνες, οι οποίες πηγαίνουν σ’ αυτές τις περιπτώσεις και μοιρολογούν, λένε τραγούδια, ελεγεία, πένθιμα τραγούδια. Και δημιουργείται ένα πολύ πνιγηρό κλίμα μέσα εις στο σπίτι του κεκοιμημένου. Φοβερά πνιγηρό κλίμα. Είναι αγαπητοί μου, μία υπερβολή… Όταν πιστεύομε εις την ανάστασιν του Χριστού και πιστεύομε και εις την ανάστασιν των κεκοιμημένων, των νεκρών, τότε γιατί; Ο Χριστός ανεστήθη. Και αφού ανεστήθη ο Χριστός, θα αναστηθούμε κι εμείς. Πού το ξέρομε; Μα αναστήθηκε ο ίδιος. Έδωσε την μαρτυρία. Ότι θα αναστηθούμε. Το είπε βέβαια. Αλλά και θα αναστηθούμε, γιατί αναστήθηκε ο Ίδιος. Γι’ αυτό δεν πρέπει να κλαίμε υπερβολικά, όταν έχομε κάποιο πένθος. Σαν άνθρωποι βεβαίως θα λυπηθούμε, θα κλαύσομε. Δεν υπάρχει αντίρρηση. Αλλά ανθρώπινα, απλά, σαν Χριστιανοί. Γιατί, όπως λένε οι Πατέρες, «το να μην κλάψεις είναι θηριώδες». Δεν ξέρω αν κάποια ζώα μπορεί να κλάψουν. Τα ζώα δεν έχουν δάκρυα. Κάποτε όμως από την έκφρασή τους αντιλαμβανόμαστε το πένθος τους. Για να μην απαριθμήσω τώρα κάποια ζώα και πτηνά ακόμη, όπως είναι ο κύκνος κ.λπ. Αλλά το να μην κλαύσεις είναι θηριώδες. «Το να κλαις πολύ, είναι», λέει, «πολύπαθον πράγμα». Το μέτρον. Το πένθος λοιπόν που έχομε θα είναι υπό το πρίσμα της αναστάσεως των νεκρών.
Ακόμη ο Κύριος έδωσε και έναν επιπλέον χαρακτηρισμόν. Ότι «οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει». «Δεν πέθανε», λέγει, «αλλά κοιμάται». Γιατί για κείνη τη στιγμή όντως ο θάνατος ήταν ύπνος. Αφού λίγο μετά ο Κύριος θα έδινε την ανάσταση. Όπως πηγαίνομε κάποιον και τον ξυπνούμε και του λέμε: «Σήκω». Ακούστε· βάζουμε και το χέρι μας και τον σπρώχνομε λιγάκι. «Σήκω, ξύπνα». Και ο Κύριος πήρε το χέρι της κορασίδος, του κοριτσιού και της είπε: «Ἡ παῖς (:ω παιδὶ), ἐγείρου». Σήκω. Όντως λοιπόν ήταν μία εικόνα ύπνου και καθόλου θανάτου.
Όμως ο χρόνος, είτε είναι λίγη ώρα, όπως ήταν με την κοπέλα αυτή ή αιώνες και χιλιετίες, θα φθάσει οπωσδήποτε η κοινή ανάστασις των πάντων. Όλων. Γιατί θα σηκωθούμε όλοι από τον θάνατον, από τον ύπνον του θανάτου. Συνεπώς ουσιαστικά δεν υπάρχει θάνατος. Πρέπει να σας πω ότι πάρα πολλοί Χριστιανοί μας δεν πιστεύουν, δεν πιστεύουν εις την ανάσταση των νεκρών. Νομίζουν ότι πρόκειται περί της αναστάσεως των ψυχών. Μα δεν είμεθα αιρετικοί να πιστεύομε ότι πιστεύουν οι θνητοψυχίται. Οι Χιλιασταί φερειπείν, αν και είναι αίρεσις πολύ αρχαία αυτήν. Ότι η ψυχή πεθαίνει και η ψυχή θα αναστηθεί. Ποιος σας το είπε αυτό; Ποιος σας το είπε; Θα ακούσομε παρακάτω ή ακόμη όταν ο Κύριος λέγει ό,τι λέγει, από πού γυρίζει; Γυρίζει η ψυχή. Δεν πέθανε η ψυχή. Το σώμα χωρίστηκε απλώς από την ψυχήν. Μη, λοιπόν, υποστηρίζομε τέτοια πράγματα. Το σώμα θα αναστηθεί. Το ακούσατε καλά; Το σώμα θα αναστηθεί. «Μα… ». Αυτό, που δεν μπορούμε να το καταλάβομε είναι γιατί έχομε ορθολογισμόν. Εκείνος που μας έκανε εκ του μηδενός, εκείνος που έκανε εκ του μηδενός τα πάντα και μας έκανε εκ του είναι, της υπάρξεως, τι; Της ύλης. Αυτός είναι ικανός να επανασυστήσει όχι κάποιο άλλο σώμα, αλλά το ίδιο το σώμα. Γιατί λέει ο Απόστολος Παύλος «Θα δώσομε λόγον εις τον Κύριον, εις τον Ιησούν Χριστόν για ό,τι επράξαμε και με την ψυχή μας και με το σώμα μας»;. Δεν μπορούμε λοιπόν να πάρομε άλλο σώμα. Θα είναι το ίδιο σώμα. Το ακούσατε; Εάν δεν το πιστεύομε, τότε να βάλομε ερωτηματικό κατά πόσο είμεθα Χριστιανοί. Είναι δόγμα πίστεως. Με αποδείξεις. «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν». Και μάλιστα το Ιεροσολυμιτικόν Σύμβολον της Πίστεως λέγει: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν σαρκός». Κυριολεκτεί: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν σαρκός».
Συνεπώς δεν υπάρχει θάνατος ουσιαστικά. Αυτό που λέμε «θάνατος» -θα έβαζα την λέξη μέσα σε εισαγωγικά- είναι ύπνος. Αυτός που πέθανε συνεπώς είναι κεκοιμημένος. Δηλαδή εκοιμήθη. Και ο χώρος στον οποίον κατετέθη το σώμα του λέγεται κοιμητήριον. Όχι νεκροταφείον. Λέγεται κοιμητήριον.
Όταν ο Κύριος εζήτησε από τον Ιάειρον και του είπε «Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται», πώς μπορούμε να εννοήσομε, αγαπητοί μου, αυτό το «σωθήσεται»; Προσέξτε εδώ. Πίστευε, μη φοβάσαι. Πίστευε. Θα σωθεί. Πώς μπορούμε να εννοήσομε αυτό το «θα σωθεί;». Με την ολοκληρίαν της ανθρωπίνης υπάρξεως. Πολλές φορές μιλάμε και λέμε «σωτηρία, σωτηρία, σωτηρία, σωτηρία…» - ξέρομε τι θα πει σωτηρία; Θα πει: ολοκληρία της ανθρωπίνης υπάρξεως στη Βασιλεία του Θεού. «Ὁλοκληρία». Η λέξις είναι της Καινής Διαθήκης. Προσέξατέ το αυτό. Γιατί όταν το πνεύμα επιστρέφει εις το σώμα, δημιουργείται αυτή η ολοκληρία. Επειδή, όταν ο άνθρωπος, δηλαδή το σώμα χωριστεί από την ψυχήν, δεν μπορούμε να πούμε «άνθρωπο» το σώμα. Ούτε μπορούμε να πούμε «άνθρωπο» την ψυχήν. Άνθρωπος είναι και η ψυχή και το σώμα μαζί. Συνεπώς, τι είναι αυτή η σωτηρία; Η «ὁλοκληρία». Δηλαδή η ένωσις ξανά ψυχής και σώματος. Τότε μπορούμε να μιλάμε για άνθρωπον. Και μάλιστα δημιουργείται αυτή η «ὁλοκληρία», δηλαδή αυτό το σῶος (το θηλυκό κάνει σῶα, σῶον το ουδέτερον). «Σῶος», δηλαδή ολόκληρος. Λέμε, «Είμαι σώος και αβλαβής». Το λέμε. Έκφρασις είναι. Το λέμε πολύ καλά: «Είμαστε σώοι και αβλαβείς». Έκφρασις είναι της καθημερινής μας ζωής. Τι θα πει «σώοι»; Ότι είμαστε σώοι; Δηλαδή είμαστε ολόκληροι. Και δεν ουδεμίαν βλάβην. Αυτό θα πει. Ώστε λοιπόν, από δω που παράγεται η σωτηρία, από το σώος, θα πει έχω την ψυχή μου και το σώμα μου, δεν μου λείπει τίποτα.
Να προχωρήσω σε μία λεπτομέρεια; Ο Χριστός είπε δια τους υποψηφίους μάρτυρας: «Μη φοβηθείτε», λέει, «μη φοβηθείτε. Μία τρίχα από την κεφαλή σας», λέγει, «δεν θα χαθεί». «Κύριε, εδώ μας παίρνουν το κεφάλι με το μαρτύριο, κι εσύ μας λες, ούτε μία τρίχα θα χαθεί από την κεφαλή μας;». Ναι. Γιατί; Γιατί θα αποκατασταθεί ο άνθρωπος. Μέχρι μη απωλείας των τριχών της κεφαλής. Είναι καταπληκτικό! Δεν το λέγω εγώ. Το είπε ο Χριστός· ο Οποίος ανεστήθη. Δεν είναι λόγια ο Χριστιανισμός. Είναι αποδείξεις, είναι γεγονότα. Πάρτε το είδηση. Δεν είναι θεωρία ο Χριστιανισμός. Είναι γεγονότα. Είναι ζωή ο Χριστιανισμός.
Λοιπόν, σαν να έλεγε ο Κύριος, όταν του είπε: «Μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται», σαν να του λέγε: «Μη φοβάσαι. Εσύ θα πιστεύεις σ’ αυτό που Εγώ θα κάνω, πίστευε σε μένα, και τότε θα σωθεί. Δηλαδή θα αναστηθεί. Θα ξαναγυρίσει η ψυχή πίσω εις το σώμα».
«Καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν». Ποιοι κατεγέλουν; «Κατεγέλων αὐτοῦ» ποιοι; Όλος εκείνος ο κόσμος που είχε μαζευτεί, μαθαίνοντας ότι η κόρη του Ιαείρου είχε πεθάνει. «Τι λέει αυτός ο άνθρωπος; Τι λέει αυτός ο άνθρωπος; Αφού πέθανε». Και γελούσαν. Δηλαδή, χλεύαζαν. Γελώ… δεν είναι το γέλιο· είναι η χλεύη, η κοροϊδία. Στάθηκε, ωστόσο, αυτή η κοροϊδία ένα πολύτιμο στοιχείο. Έστω και αρνητικό στοιχείο. Ότι όντως το κορίτσι είχε πεθάνει. «Αφού», λέει, «πέθανε». Ο κόσμος το βεβαίωνε. Πέθανε. Είναι λοιπόν μία μαρτυρία ότι πέθανε το κορίτσι. Συνεπώς η ανάστασις θα ήτο πραγματική.
Αλλά γιατί γελούσαν; Γιατί δεν μπορούσε να χωρέσει το μυαλό τους την ανάσταση ενός νεκρού ανθρώπου. Εδώ είναι το καταπληκτικό. Όπως κι εμείς μπορούμε να γελάμε για την ανάσταση των νεκρών. Σας ξαναλέγω δεν είμεθα Χριστιανοί, εάν δεν πιστεύομε εις την ανάσταση των νεκρών. Αυτοί γιατί γελούσαν; Γιατί αγνοούσαν από την Γραφή την ανάσταση των νεκρών. Ναι. Γι’ αυτό. Αγνοούσαν. Όπως κι εμείς αγνοούμε προπαντός από την Καινή Διαθήκη την ανάσταση των νεκρών. Ξέρετε τι σήμαινε αυτό, το πλήθος όταν γελούσε; Εκείνο που είπε ο Χριστός: «Μην πάρετε τα μαργαριτάρια της πίστεως και τα ρίξετε», λέει, «μπροστά στα γουρούνια, στους χοίρους. Γιατί θα πάνε να δοκιμάσουν ότι δεν είναι βαλανίδια. Δεν τρώγονται τα μαργαριτάρια. Και τότε θα θυμώσουν τα γουρούνια και θα ‘ρθουν να σας προγγίξουν». Αυτό σήμαινε τώρα εδώ. Ως να ερίπτοντο τα μαργαριτάρια της πίστεως στα πόδια των ανθρώπων που δεν πίστευαν. Γι’ αυτό δεν ήσαν άξιοι βεβαίως να παρευρεθούν εις την ανάστασιν του κοριτσιού. Τους έβγαλε όλους έξω ο Χριστός. «Φύγετε», τους είπε, «φύγετε». Για να μην παρεξηγηθεί, κράτησε τρεις μαθητάς. Τους άλλους εννέα τους άφησε απέξω. Το βλέπομε αυτό και σ’ άλλες περιπτώσεις που το κάνει ο Κύριος. Η κάθε περίπτωση έχει τη σημασία της. Πάντως εδώ λέει: «Ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα». «Δεν άφησε κανείς να μπει μέσα». Δεν τους άξιζε. Για τον λόγο που σας εξήγησα. Παρά μόνον τους γονείς του κοριτσιού και τους τρεις μαθητάς, Πέτρον, Ιάκωβον και Ιωάννην.
Και τότε ο Κύριος «κρατήσας», λέγει, «τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου». «Πήρε το χέρι και εφώνησε, φώναξε: ‘’Ω παιδί, εγείρου, ξύπνα, σήκω’’». Ο Κύριος κρατάει από το χέρι το νεκρό κορίτσι. Όπως στην αγιογραφία βλέπομε να κρατάει με το χέρι Του, το ένα Του χέρι ο Χριστός, τον Αδάμ· και με το άλλο Του χέρι την Εύα. Αν θα δείτε την ορθόδοξη αγιογραφία, την εικόνα του Χριστού στον Άδη, κρατάει από δω κι από δω, γιατί έτσι μας σηκώνει. Ωραία εικόνα αυτή! Και είναι και φυσική για μια στιγμή. Όπως πάμε και σκουντάμε εκείνον που κοιμάται. Σας το είπα προηγουμένως. Ο Κύριος λοιπόν έτσι κινείται. Δείχνει Ποιος αναστήνει τον άνθρωπο. Όχι κάποιος άλλος. Αλλά Αυτός ο ίδιος ο Υιός, Ενανθρωπήσας, του Θεού. Δείχνει ότι ο άνθρωπος είναι πεσμένος, έχει πέσει. Έχει πέσει και ηθικά και οντολογικά. Ηθικά γιατί φταίει. Έκανε αμαρτία. Την παράβαση. Τότε οι πρωτόπλαστοι έναντι του Θεού. Παρέβησαν την εντολή Του. Οντολογικά, γιατί…τι θα πει πίπτω; Πτώμα. Λέμε πτώμα. Αυτός είναι πτώμα. Δηλαδή δεν είναι όρθιος. Δεν στέκει στα πόδια του. Είναι οριζοντιωμένος. Είναι πτώμα. Κι έρχεται τώρα ο Χριστός να ξαναστήσει στα πόδια του τον άνθρωπον. Αυτό θα πει ότι έρχεται να τον σηκώσει οντολογικά. Όχι ηθικά, όχι μεταφορικά. Οντολογικά. Έχει σημασία. Αυτό θα πει και ανάστασις. Από το «ἀνίστημι». Στέκομαι στα πόδια μου. Αυτό θα πει ανάστασις.
Και «ἐφώνησεν» μας σημειώνει ο ευαγγελιστής. Φώναξε. Πού φώναξε; Θα μπορούσε να ακούσει η κοπέλα; Αφού ήταν νεκρή. Πού έφθασε η φωνή του Χριστού; Αγαπητοί μου, εκεί που ήταν, στον τόπο εκείνον που ήταν η ψυχή. Δηλαδή; Στον τόπο των ψυχών. Στον άδη. Πω! Πω! Δηλαδή φθάνει η φωνή του Χριστού εις τον άδη; Πού είναι ο άδης; Πού είναι; Εφώνησε και εις στην περίπτωση του γιου της χήρας της Ναΐν και του Λαζάρου: «Λάζαρε – ήταν έξω από τον τάφο ο Χριστός, σας είπα ήταν σπήλαιο- δεῦρο ἔξω». Έλα έξω. Για να ακούσει όμως ο Λάζαρος και να βγει έξω, έπρεπε να φθάσει η φωνή του Χριστού, πού; Στον άδη! Είναι κάτι φοβερό, φοβερό! Καταπληκτικό, θα λέγαμε.
Και σημειώνει ο Λουκάς: «Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα». Επέστρεψε. Προσέξτε την λέξη. «Επέστρεψε, ξαναγύρισε το πνεύμα της, η ψυχή της και ανέστη παραχρήμα». Αμέσως, λέει, ανεστήθη. Άλλο, λοιπόν, σώμα και άλλο ψυχή. Είναι δυο πράγματα. Το σώμα ήταν μπροστά εκεί. Η ψυχή επιστρέφει. Και αμέσως, όταν ενώθηκε πάλι με το σώμα, η κοπέλα σηκώθηκε. Μπορούμε να συλλάβομε αυτό το «ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς»; Μπορούμε να το συλλάβομε;
Αγαπητοί μου, σε εκείνη την ωραία προφητεία του Ιεζεκιήλ, την οποίαν λέμε όταν γυρίζομε από τον Επιτάφιο, όταν κάνομε την περιφορά την Μεγάλη Παρασκευή, με εκείνα τα κόκαλα… Μια πεδιάδα, λέει, με κόκαλα…κ.τ.λ. Κι εκεί, κατά έναν έτσι τρόπον ότι τα κόκαλα αυτά απέκτησαν σάρκες, νεύρα, ξέρω γω, γι΄αυτό και λέμε σ’ εκείνη την περίπτωση στον Επιτάφιο αυτήν την περικοπή: Η κοινή ανάστασις των πάντων. Καταλαβαίνομε; Καταλαβαίνομε;
Ας προσέξομε. Δεν επιστρέφει κάποια άλλη ψυχή. Ο Θεός δεν είναι παραγωγός ψυχών. Όπως θα το ήθελε ο Πλάτων. Ο Πλάτων ομιλεί περί παραγωγής ψυχών. Και έτσι, παίρνει μία ψυχή, την βάζει σε ένα σώμα το οποίον… ξέρω ‘γω, πώς δημιουργείται εκεί, κι έχομε έναν άνθρωπο. Όχι αγαπητοί μου. Η ίδια η ψυχή θα γυρίσει πίσω. Η ιδία η ψυχή. Γιατί θα κριθούμε. Μία καινούρια ψυχή τι θα μπορούσε να πει ότι αμάρτησα. Χάνομε το εγώ, χάνομε την ταυτότητά μας αν έχομε μίαν άλλην ψυχήν. Είναι η ίδια η ψυχή μας, που διατηρεί αυτήν την αυτογνωσίαν, την μνήμη.
Τι λέει ο Αβραάμ στην παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου; «Μνήσθητι, θυμήσου, ότι εσύ στη Γη που ήσουν, απέλαβες τ’ αγαθά σου» κ.τ.λ. Δηλαδή μνήμη. Αν δεν έχω λοιπόν αυτογνωσία και μνήμη, τότε, πάει η ταυτότητά μου. Χάθηκε. Είναι σπουδαία στοιχεία αυτά. Λέγει ο Θεοφύλακτος: «Οὐ γὰρ ἄλλην ψυχὴν εἰσήνεγκεν ἀλλ' ἐκείνην, τὴν ἀπὸ τοῦ σώματος ἀποπτάσαν (:που πέταξε, έφυγε) ταύτην ἐποίησε στραφῆναι ἐπ΄αὐτῷ». Η ίδια ψυχή γυρίζει πίσω. Γυρίζει. Όταν λοιπόν γίνεται λόγος για επιστροφή της ψυχής, αυτό σημαίνει ότι έχω αληθινό χωρισμό ψυχής και σώματος. Σημαίνει ακόμα διαφοροποίηση ψυχής και σώματος, όπως σας το είπα. Σημαίνει ότι το υλικόν σώμα κατατίθεται στη Γη, ενώ η πνευματική ψυχή απέρχεται εις τον ίδιον τόπον αυτής. Λέει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Δεν γυρίζει από δω και από κει η ψυχή. Δεν είναι γύρω από το σπίτι που έμενε. Δεν είναι στο νεκροταφείο. Δεν… Στον οικείον της τόπον». Προσέξατε. Λέει ο Χριστός: «Καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον» μετά την ανάστασιν, «οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον». Προσέξτε αυτό το «αἰώνιον».
Αγαπητοί, διέταξε ο Κύριος όταν την ανέστησε να της δώσουν να φάει. Περίεργο πράγμα…! Ναι. Γιατί περίεργο; Έκανε το μέγιστον, που δεν μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι. Και άφησε το ελάχιστο που μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι. Να δώσουν φαγητό στην κοπέλα. Όπως είπε. «Δεῦρο, Λάζαρε, ἔξω», αφού προηγουμένως τι είπε; «Σηκώσατε την πλάκα που φράζει τον τάφον. Αυτό μπορείτε να το κάνετε. Θα το κάνετε». Και ακόμη, γιατί ο Θεός θέλει να ζούμε τρώγοντας. Εκείνος έκανε την Δημιουργία έτσι. Στην Βασιλεία του Θεού όμως δεν θα υπάρχει η τροφή. «Ὁ Θεός», λέγει ο Απόστολος Παύλος, «και ταύτην (:την κοιλίαν) και ταῦτα (:τα βρώματα) καταργήσει». Δεν θα έχουν πλέον θέσιν. Θα ζούμε πώς; Το Πνεύμα του Θεού θέλει τώρα να τρώμε. Τότε δεν θα τρώμε. Εννοείται, από τις τροφές.
Αγαπητοί, μεγάλα και θαυμαστά αποτελούν το μυστήριον του θανάτου. Κανείς δεν μας πληροφόρησε γι’ αυτό, παρά μόνον Εκείνος που είναι ο Κύριος της ζωής και του θανάτου, ο Ιησούς Χριστός. Είναι Εκείνος που είπε: «Καὶ ἔχω τὰς κλεῖς τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ᾅδου». Το λέει στην Αποκάλυψη. Γι'αυτό η σωτηρία μας βρίσκεται μόνον εις τον Ιησούν Χριστόν. Εκείνο που είπε ο Απόστολος Πέτρος: «Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία, οὐδὲ γὰρ ὄνομα ἐστὶ ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανόν, τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις, ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς». Να λοιπόν τι αξίζει να πιστεύομε εις τον Κύριόν μας Ιησούν Χριστόν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
και με απροσμέτρητη ευγνωμοσύνη στον πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστό γέροντα Αθανάσιο Μυτιληναίο,
ψηφιοποίηση και επιμέλεια της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
- Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
- https://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_735.mp3