
Αντγου Παναγιώτη Κωνσταντόπουλου
Διευθυντή της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού του ΓΕΣ
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΥΧΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ 1914-1923
Με αφορμή τις εκδηλώσεις για την αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων δημοσιεύθηκαν πρόσφατα πολλά άρθρα που αναφέρονταν στη σφαγή 1,5 εκατομμυρίου Αρμενίων από τους Τούρκους την περίοδο 1914 έως και 1917, συνοδευόμενα από πολλά φωτογραφικά ντοκουμέντα.
Στην αδιάψευστη αυτή, κάθε φορά, παρουσίαση ιστορικών ντοκουμέντων για τις σφαγές των Αρμενίων, έχω την άποψη ότι πρέπει να επισημαίνεται με τη μορφή, έστω και της απλής υπόμνησης, η ίδια συμπεριφορά των Τούρκων, οι οποίοι επεφύλαξαν την ίδια τύχη και στους Έλληνες.
Το άρθρο μου αυτό αποτελεί μια απλή υπόμνηση των όσων συνέβησαν τότε, αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα και παρουσιάζει, με τεκμηριωμένα στοιχεία, τη συγκεκριμένη συμπεριφορά που επέδειξαν οι Τούρκοι στον Ελληνισμό της Μ. Ασίας και του Πόντου την περίοδο 1914 – 1917 και 1919 – 1923, όπου 600.000 και πλέον Έλληνες σφαγιάστηκαν, πέθαναν και εξαφανίσθηκαν στις περίφημες εκείνες πορείες «των ταγμάτων εργασίας» χιλιάδων ανθρώπων (ανδρών, γυναικών, νέων, γερόντων, μικρών παιδιών πάσης ηλικίας και φύλου) προς το πουθενά, σατανικής επινόησης των τουρκικών αρχών.
Οι διωγμοί των Ελλήνων έγιναν παράλληλα με τους διωγμούς των Αρμενίων, εκδηλώθηκαν αρχικά με τη μορφή σποραδικών κρουσμάτων βίας, καταστροφών, απελάσεων και εκτοπισμών. Φαινόταν σαν να προέρχονταν από ανεύθυνα κυρίως στοιχεία. Από την άνοιξη, όμως, του 1914 και έπειτα έγιναν πιο συστηματικοί, πιο οργανωμένοι και εκτεταμένοι και στρέφονταν τόσο κατά των Ελλήνων όσο και κατά των Αρμενίων. Εμπνευστής και εγκέφαλος αυτής της επιχείρησης ήταν ο Μεχμέτ Ταλαάτ, Υπουργός Εσωτερικών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Οι εντολές δίνονταν με τη μορφή «απορρήτων» τηλεγραφημάτων προς όλους τους πολιτικούς και στρατιωτικούς διοικητές των διαφόρων νομών, για την υλοποίηση αποφάσεων κατά των «ανεπιθύμητων εθνοτήτων», που λήφθηκαν την 8η Μαΐου 1914 σε σύσκεψη με τους συνεργάτες του Εμβέρ, Τζεμάλ, Νορεντίν και άλλους ηγέτες των Νεοτούρκων.
Ένα από τα τηλεγραφήματα αυτά, που βρήκε και δημοσίευσε η γαλλική εφημερίδα «Le Temps» στο φύλλο της 29ης Ιουλίου 1916, έλεγε τα εξής:
«Γιλντίζ 14-5-1914
Προς το Διοικητή Σμύρνης Ραχμή Μπέη.
Οι Έλληνες Οθωμανοί υπήκοοι της περιφέρειάς σας αποτελούν πλειονότητα, η οποία δυνατό να αποβεί επικίνδυνη. Γενικότερα, όλοι όσοι ζουν στα παράλια της Μικράς Ασίας, συμπεριλαμβανομένων και αυτών της Νομαρχίας σας πρέπει να εξαναγκαστούν να μεταφερθούν στους νομούς Ερζερούμ, Ερζιγκιέν και αλλού. Τούτο επιβάλλουν πολιτικοί και στρατιωτικοί λόγοι. Αν αρνηθούν να εκκενώσουν τις περιοχές τους δώστε οδηγίες σους Μουσουλμάνους αδελφούς μας να τους εξαναγκάσουν μεταχειριζόμενοι προς τούτο κάθε μέσον και κάθε είδους έκτροπα. Οι Έλληνες πρέπει ακόμα να υποχρεωθούν να υπογράψουν βεβαίωση στην οποία να φαίνεται ότι δηλώνουν ότι φεύγουν και εγκαταλείπουν τις εστίες τους με δική τους θέληση και πρωτοβουλία. Η βεβαίωση αυτή είναι αναγκαία για να μη δημιουργηθούν αργότερα πολιτικά ζητήματα.
Υπογραφές
Υπουργός Εσωτερικών Ταλαάτ
Διευθυντής Υπουργείου Εσωτερικών Χιλμή»
Στις 20 Ιουλίου 1914 κηρύχθηκε γενική επιστράτευση όλων των εθνών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και κλήθηκαν οι ηλικίες από 20 έως 50 ετών. Όσοι δεν παρουσιάστηκαν μέσα σε 11 ημέρες θεωρήθηκαν λιποτάκτες και καταδικάστηκαν σε θάνατο.
Όσοι Χριστιανοί παρουσιάστηκαν, τους έστειλαν στα περιβόητα τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού), τα οποία στην πραγματικότητα ήταν τάγματα εξόντωσης.
Πολλοί Έλληνες δεν άντεξαν τη ζωή στα τάγματα εργασίας και για να αποφύγουν την εξόντωση λιποτάκτησαν. Με αφορμή τις ανυποταξίες στην υποχρεωτική στράτευση και τις λιποταξίες από τα τάγματα εργασίας, οι Τούρκοι με αποσπάσματα χωροφυλάκων οργάνωναν εκτεταμένες έρευνες σ` όλα τα ελληνικά χωριά ·έμπαιναν στα σπίτια, άρπαζαν τα πράγματα, ατίμαζαν τις γυναίκες, έκαιγαν τα χωριά και όσους συνελάμβαναν, τους εκτελούσαν μαζί με τους οικείους τους, που τους έκρυβαν ή τους υπέθαλπαν.
Σε έκθεση της Ελληνικής Πρεσβείας για την Κερασούντα, με ημερομηνία 21 Απριλίου 1917, έχουν καταχωρηθεί τα ακόλουθα: «Με αφορμή την ανυποταξία 300 φυγάδων πυρπολήθηκαν 88 ελληνικά χωριά από το Δεκέμβριο 1916 έως το Φεβρουάριο 1917. Οι κάτοικοι των χωριών αυτών, ανερχόμενοι σε 30.000 περίπου κατά το μεγαλύτερο μέρος ηλικιωμένοι, γυναίκες και παιδιά (οι άντρες είχαν βιαίως στρατευθεί στα τάγματα εργασίας) εκτοπίστηκαν βίαια στο νομό Αγκύρας, μέσα σε δριμύτατο χειμώνα, χωρίς να τους επιτραπεί να παραλάβουν ούτε τα ενδύματά τους. Το ένα τέταρτο από αυτούς πέθανε κατά τη διαδρομή από τις κακουχίες, την πείνα και τη δίψα.
Στις 16 Ιουλίου 1916, ο Γερμανός Πρόξενος στην Αμισό, Kuckhoff με τηλεγράφημά του ενημέρωνε το Βερολίνο : «Από αξιόπιστες πηγές ολόκληρος ο ελληνικός πληθυσμός της Σινώπης και της παραλιακής περιοχής της επαρχίας Καπαμονής έχει εξοριστεί και κατά το μεγαλύτερο μέρος εξολοθρευτεί».
Στις 30 Νοεμβρίου 1916 ο Αυστριακός υποπρόξενος Αμισού, Kwiatkowski ενημέρωνε τον υπουργό εξωτερικών της χώρας του, S. Baron Burian για τις πρόσφατες αποφάσεις του μοντεσερίφη Αμισού, Ραφέτ Μπέη : «… Στις 26 Νοεμβρίου μου είπε ο Ραφέτ Μπέης: τελικά με τους Έλληνες πρέπει να ξεκαθαρίσουμε, όπως και με τους Αρμενίους….. Στις 28 Νοε μου είπε ο Ραφέτ Μπέη : πρέπει τώρα να τελειώνουμε με τους Έλληνες. Έστειλα σήμερα στα περίχωρα τα Τάγματα για να σκοτώσουν στο δρόμο κάθε Έλληνα, που συναντούν»
Στις 7 Φεβρουαρίου 1917, ο Μητροπολίτης Χαλδίας Λαυρέντιος έστειλε καταγγελία στον Έλληνα επιτετραμμένο στην Κωνσταντινούπολη και του έκανε γνωστό ότι εκκενώθηκαν 38 χωριά της Μητροπόλεως και 23.000 κάτοικοι εκτοπίστηκαν.
Στις 22 Οκτωβρίου 1918, ο Γερουσιαστής Δαμάν – Φεριντ Πασάς (πρώην Μέγας Βεζίρης), αγορεύοντας στην οθωμανική Γερουσία είπε: «Η εκμηδένιση των Χριστιανικών πληθυσμών ήταν ασυγχώρητο έγκλημα και πρέπει να αποδοθεί στο κομιτάτο «Ένωση και Πρόοδος» και ήταν έγκλημα, που διαπράχθηκε χωρίς κανένα λόγο. Οι πληθυσμοί αυτοί δε μετανάστευαν με τη θέλησή τους, αλλά εξαναγκάστηκαν να φύγουν με την απειλή και τη βία και εξολοθρεύτηκαν χωρίς οίκτο».
Στο έκτακτο Στρατοδικείο, που δίκασε στις 8 Μαρτίου 1919 τους ηγέτες της Κυβέρνησης των Νεοτούρκων για τα εγκλήματα κατά του χριστιανικού πληθυσμού, ο Μουσταφά Κεμάλ κατέθεσε μεταξύ άλλων:
«Οι πασάδες που διέπραξαν απερίγραπτα εγκλήματα, τέτοια που δεν μπορεί να συλλάβει η φαντασία του ανθρώπου, εγκαθίδρυσαν τυραννικό καθεστώς, οργάνωσαν εκτοπίσεις και σφαγές, έκαψαν με πετρέλαιο βρέφη που ακόμα θήλαζαν, βίασαν γυναίκες και μικρά κορίτσια μπροστά στα μάτια των γονιών τους, κατάσχεσαν παράνομα κινητή και ακίνητη περιουσία, εξόρισαν γυναικόπαιδα, προέβησαν σε κάθε είδους ωμότητες, επιβίβασαν σε πλοία χιλιάδες αθώους και τους πέταξαν στη θάλασσα…… Γεγονότα που δεν έχουν προηγούμενο στην Ιστορία οποιουδήποτε λαού».
Όμως, από το 1919 αρχίζει νέος άγριος διωγμός κατά των Ελλήνων οργανωμένος πλέον από το Κεμαλικό καθεστώς. Με τη βοήθεια του νεοτουρκικού κομιτάτου συγκροτείται η κεμαλική μυστική οργάνωση Mustafai Milliye, η οποία κηρύσσει το μίσος και οργανώνει την εξόντωση των Ελλήνων. Μέλος της οργάνωσης ήταν ο περιβόητος Τοπάλ Οσμάν. Για την εγκληματική του δράση ο Γ. Βαλαβάνης στο βιβλίο του «Σύγχρονος Γενική Ιστορία του Πόντου» . Γράφει : ..
«Τα θύματα του Τοπάλ Οσμάν και των Τσέτηδών του εις τον Πόντον και το εσωτερικό μέχρι του Βαλή- Κεσέρ υπολογίζονται σε 70.000 περίπου.»
Από τεκμηριωμένα ιστορικά στοιχεία και προσωπικές μαρτυρίες που παραθέτω στη συνέχεια προκύπτει ότι οι Τούρκοι, υποχωρούντες στα βάθη της Μ. Ασίας προ του προελαύνοντος Ελληνικού Στρατού την περίοδο 1919-1923, έσφαζαν όλους τους Έλληνες άνδρες και πολλές φορές με πρωτόγνωρη αγριότητα και μανία· γενίκευαν δε τις σφαγές σ’ όλους τους Έλληνες, αδιακρίτως φύλου και ηλικίας, ερημώνοντας τα χωριά που εγκατέλειπαν και πριν αυτά πέσουν στα χέρια του Ελληνικού Στρατού.
Για τις αγριότητες των Τούρκων στη Νίκαια τον Αύγουστο – Σεπτέμβριο 1920, παραθέτω στη συνέχεια δύο αφηγήσεις ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα και φωτογραφικό ντοκουμέντο από τις σφαγές των αθώων Ελλήνων, λίγο πριν την είσοδο του Ελληνικού Στρατού στην πόλη.
Αρχείο προφορικής παράδοσης. Βιθυνία, φάκ. 97, μαρτυρία του Θωμά Αναστασιάδη στον Ερμόλαο Ανδρεάδη (1971):
«Επί 75 μέρες οι τσέτες είχαν μπλοκάρει τον ελληνικό μαχαλά της Νίκαιας. Δεν μπορούσε να φύγει κανείς . είχαν βάλει σκοπούς στις 4 πύλες που οδηγούν έξω από την πόλη. Όλη η Νίκαια ήταν περιτειχισμένη. Στις 14 Αυγούστου 1920, παραμονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, της γιορτής που πανηγύριζε η εκκλησία μας, οι τσέτες μάζεψαν όλον τον ελληνικό πληθυσμό της Νικαίας, 87 οικογένειες, και τον οδήγησαν έξω από το Λέφκε Καπουσού, ανατολικά, στ’ αμπέλια. Εκεί έσφαξαν όλους τους Έλληνες με γερμανικές ξιφολόγχες. Τα πτώματα τα πέταξαν στη σπηλιά και τα έκαψαν. Δεν σεβάστηκαν και τον Οίκο του Θεού, έκαναν ρημαδιό την εκκλησία. Βίασαν γυναίκες στην Αγία Τράπεζα. Είκοσι μέρες μετά τη σφαγή μπήκε ο ελληνικός στρατός, έμεινε 3 μέρες κι έφυγε. Δεν εφάρμοσε αντίποινα στους ντόπιους Τούρκους, που δεν έφταιγαν σε τίποτε».
Από το προσωπικό χειρόγραφο ημερολόγιο του Στρτη Χαράλαμπου Πληζιώνη του 2ου Λ/30 ΣΠ/ΙΙ ΜΠ : (Αμέσως μετά την είσοδο του 30ού ΣΠ στη Νίκαια)
«Κυριακή 20-9-1920. Πήγαμε μερικοί βόλτα έξω από την Νίκαια για να ιδούμε τους σφαγμένους χριστιανούς, στον δρόμο εβρείσκοντο κεφάλια σκορπισμένα, χέρια και πόδια, και άλλα διάφορα, να τα βλέπη κανείς και να τον πίανη ντελίριο, παρακάτω τρία πηγάδια γεμάτα έως επάνω, και τέλος το σπήλεον, όπου ήσαν στιβαγμένα μέσα κάπου 400 κορμιά, σφαγμένα διαφοροτρόπως και πάσης ηλικίας, δεν εσταθήκαμε ούτε λεπτό, μας κατέβηκε ζαλάδα, κόντεψε να σκάσομε. Αμέσως φύγαμε και πήγαμε στην ελληνικήν συνοικίαν, μια ερημιά τρομακτική, κατόπιν επήγαμε στην εκκλησίαν της αγίας Σοφίας, αρχαίαν βυζαντινήν, αλλά δεν εγνωρείζετο, εάν ήτο εκκλησία ή αχηρώνας.».
Από τη μανία των Τούρκων δεν εξαιρέθηκαν και οι Έλληνες αξιωματικοί και οπλίτες – αιχμάλωτοι πολέμου της Μικρασιατικής Καταστροφής, των οποίων τον αριθμό η ελληνική πλευρά υπολόγιζε σε 50.000, ενώ οι Τούρκοι παραδέχθηκαν την κράτηση 32.000 Ελλήνων αιχμαλώτων. Από αυτούς επέζησαν και παραδόθηκαν στην Ελλάδα μόνο περί τους 15.000 άνδρες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου εξόντωσης των Ελλήνων αιχμαλώτων αποτελεί το στρατόπεδο του ΟΥΣΑΚ, στο οποίο στοιβάχτηκαν 10.000 Έλληνες αξιωματικοί και οπλίτες – αιχμάλωτοι το Σεπτέμβριο του 1923, ενώ το Σεπτέμβριο του 1925 παραδόθηκαν 2.500 ως μόνοι επιζήσαντες. Για τους υπολοίπους αφήνω το Μελέτιο Β. Μαργαρίτη από τις Ερυθρές Μεγαρίδος, που έζησε το μαρτύριο της αιχμαλωσίας στο στρατόπεδο να αφηγηθεί τα γεγονότα, όπως τα έζησε:
«Εις το στρατόπεδον του Ουσάκ απέθνησκον καθημερινώς 50-60 από εξανθηματικόν τύφον, δυσεντερίαν και τον χειμώνα από κρυοπαγήματα. Μας υποχρέωναν να τους βάζουμε ανά δύο εις τα φορεία και να τους μεταφέρωμεν εις μικράν απόστασιν προς Δυσμάς του Ουσάκ. Εκεί τους αδειάζαμεν εις μίαν χαράδραν βάθους 3-4 μέτρων, όπου επήγαιναν εις το βάθος κατρακυλώντας. Αλλά κατά τον Μάρτιον που ετελείωσεν ο χειμώνας εμύριζαν τα αποσυντεθειμένα πτώματα των δυστυχισμένων αδελφών μας. Η δυσοσμία έφθανε μέχρι του Ουσάκ και οι Τούρκοι αντιληφθέντες ότι υπήρχε κίνδυνος χολέρας μας επήγαιναν καθημερινώς και μαζεύαμεν ό,τι τα όρνεα είχαν αφήσει. Αλλά πώς να τα θάψωμεν; Ούτε σκαπάναι ούτε πτύα υπήρχαν. Μόνον ξύλινα και δεν ημπορούσαμεν να βγάλωμεν το χώμα. Μας εκτυπούσαν με βούρδουλα, ένας ιδίως, ονόματι Σουλεϋμάν τσαούς, που ήτο η τίγρις του στρατοπέδου, διότι δεν εσκεπάζομεν καλά τα λείψανα των αδελφών μας. Τα όρνεα εκάθηντο εις τα χείλη της χαράδρας και επερίμεναν και άλλα πτώματα».
Αντίθετα, όπως προκύπτει από τα επίσημα αρχεία, αλλά και τις προσωπικές μαρτυρίες Τούρκων αιχμαλώτων, οι ελληνικές αρχές συμπεριφέρθηκαν στους Τούρκους αιχμαλώτους της περιόδου 1920 – 1923, με τρόπο άψογο και σύμφωνα με τους διεθνείς κανόνες, με αποτέλεσμα όλοι οι αιχμάλωτοι να επιστρέψουν στην Τουρκία. Συγκεκριμένα από 9.753 αξιωματικούς και οπλίτες Τούρκους αιχμαλώτους, που περιλαμβάνονταν στους καταλόγους που κατατέθηκαν στη Λοζάννη παραδόθηκαν από τις ελληνικές στις τουρκικές αρχές 9.748 Τούρκοι αιχμάλωτοι σε άριστη κατάσταση.
Ο όρος «Αιχμάλωτος Πολέμου», όπως έχει καθιερωθεί διεθνώς, αφορά το στρατιωτικό προσωπικό που συλλαμβάνεται στο πεδίο της Μάχης. Η κεμαλική Τουρκία, πέρα από τους στρατιωτικούς, καθιέρωσε εκείνη την περίοδο και μια άλλη κατηγορία «αιχμαλώτων πολέμου», δηλαδή τον άμαχο πληθυσμό, αρσενικού φύλου από 18 έως 45 ετών, που βάσει σχεδίου συνέλαβε μετά την 12-9-1922, και τους οποίους, αφού τους ενέταξε στα επονομαζόμενα «Τάγματα εργασίας», τους οδήγησε στο εσωτερικό της Τουρκίας και με σατανικής έμπνευσης τρόπο, τους εξαφάνισε. Το μέτρο αυτό αργότερα το επέκτεινε σ’ ολόκληρο τον πληθυσμό, τον οποίο συγκέντρωνε κατά χιλιάδες, τον περιέφερε στις ατέλειωτες εκείνες, βάσει σχεδίου, απάνθρωπες πορείες στο εσωτερικό της Τουρκίας, μέχρι πλήρους εξαντλήσεως και εξοντώσεως. Περιγραφές του τρόπου που έδρασαν οι τουρκικές αρχές και οι Τούρκοι συνοδοί των ταγμάτων εργασίας, εκφεύγουν των ορίων και της πιο νοσηρής φαντασίας των ανθρώπων.
Εκτελέσεις, βιασμοί γυναικών και ανδρών, εξαφανίσεις, αρρώστιες, υποβολή στο μαρτύριο της πείνας, της δίψας, της εξαθλίωσης, της γύμνιας, της αϋπνίας και της δυστυχίας, σε συνδυασμό με τις συνεχείς πορείες και τις μεθοδευμένες περιπλανήσεις στο εσωτερικό της Τουρκίας, ήταν η συνήθης μέθοδος που εφάρμοζαν οι τουρκικές αρχές, μέχρις ότου να εξολοθρεύσουν το σύνολο των δυστυχισμένων αυτών Ελλήνων. Ο αριθμός των συλληφθέντων ουδέποτε εξακριβώθηκε. Ήταν, όμως, εξαιρετικά μεγάλος, όπως προκύπτει από τις εκατοντάδες χιλιάδες των αιτήσεων προς το Υπουργείο Εξωτερικών από στενούς τους συγγενείς, οι οποίοι γλίτωσαν το θάνατο, έφθασαν στην Ελλάδα πρόσφυγες και ζητούσαν πληροφορίες για την τύχη τους. Αυτή η κατηγορία συλληφθέντων εξακολουθούν μέχρι σήμερα να θεωρούνται ως αγνοούμενοι.
Οι αγριότητες των Τούρκων, πέρα από τα επίσημα Ιστορικά Αρχεία, έχουν καταχωρηθεί σε προσωπικά ημερολόγια στρατιωτικών της Μικρασιατικής Εκστρατείας, σε προσωπικές μαρτυρίες προσφύγων που έζησαν το δράμα των σφαγών και σε βιβλία με συγγραφείς, είτε αυτόπτες μάρτυρες, είτε έγκριτους ιστορικούς, που τεκμηρίωσαν την ιστορική τους συγγραφή με επίσημα ιστορικά αρχεία και μαρτυρίες.
Παραδείγματα για τη συμπεριφορά των Τούρκων παραθέτουμε στη συνέχεια:
Από το βιβλίο του Ηλία Βενέζη «Το Νούμερο 31328», εκδόσεις «ΕΣΤΙΑ» πού αναφέρεται στα τάγματα εργασίας (Σεπτέμβριος 1922):
«Ο εχτρός είχε κατεβή στην πόλη μας το Αϊβαλί. Και στο λιμάνι είχαν αράξει βαπόρια με αμερικάνικες παντιέρες. Διαταγή. Τα παιδάκια και οι γυναίκες θα μπάρκερναν για την Ελλάδα. Μα οι άνδρες, από δεκαοχτώ ίσαμε σαρανταπέντε χρονώ θα φεύγουν για το εσωτερικό σκλάβοι στα εργατικά τάγματα … Σα μαζεύουνταν διακόσοι-τρακόσιοι άνθρωποι, τους στέλνουν με συνοδεία για το εσωτερικό … πίσω τους τρέχουν έξαλλες οι γυναίκες … Οι στρατιώτες τις σπρώχνουν … Έφυγαν τρεις αποστολές. Κατά το βράδυ, μόλις νύχτωσε, ένας κουρελιασμένος μισόγυμνος άνθρωπος έπεσε εξαντλημένος, χτυπώντας την πρώτη πόρτα στην άκρη του Αϊβαλιού. Είχε μια λαβωματιά με λόγχη στον ώμο, ήταν χωμένος στο αίμα, τα μάτια του δεν τολμούσαν να κοιτάξουν από τρόμο. Σφάξαν την πρώτη αποστολή στον κάμπο του Αϊ Γιωργιού … Ήταν φανερό πως όλες οι αποστολές είχαν την ίδια τύχη.».
Από το βιβλίο «Έξοδος», Τόμος Α, σελ. 190, του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών:
Μαρτυρία της Μαριάνθης Καραμουσά (Οκτ. 1922)
«Φύγαμε από την Κόνια. Μας πέρασαν μέσα από μια λίμνη. Ως το στήθος μας έφθανε το νερό. Τα μικρά παιδιά τα σηκώναμε στα χέρια ψηλά για να μην πνιγούν. Μούσκεμα βγήκαμε. Τρέμαμε από το κρύο. Το νερό ήταν παγωμένο. Περπατήσαμε κι ανεβήκαμε ένα βουνό. Εκεί αφήσαμε πεθαμένους πολλούς. Μείναμε πενήντα άνθρωποι ακόμη, εξαντλημένοι από την πορεία και την πείνα… Οι τζανταρμάδες σηκώσανε τη μητέρα μου και τη στήσανε όρθια. Δε μπορούσε να πατήσει τα πόδια της. Τη γυμνώσανε, την αφήσανε τσίτσιδη και άρχισαν να τη χτυπούν. Έπεσε κάτω μες τα αίματα, πεθαμένη την αφήσαμε εκεί κάτω από ένα δένδρο. Φτάσαμε στο Φερτέκι. Είχαμε εξαντληθεί πια. Πέθαναν εδώ κι άλλοι. Η Δώρα Αϊντινιά, η Μαρίκα του Πέτρου, η Νεοπολή ….».
Από το βιβλίο «Ο Πόντος», Τόμ. Α` (Ιστορία, Λαογραφία, και Πολιτισμός), σελ. 333 – 336 παραθέτουμε στοιχεία ομαδικών δολοφονιών Ελλήνων και θανάτων από πείνα.
«Πάφρα.
1η Αποστολή, 535 άντρες (μεταξύ τους 7 Ιερείς) δολοφονήθηκαν στην καμένη εκκλησία του χωριού Ελίζλη
2η Αποστολή, 350 άντρες. Τους έκαψαν ζωντανούς στην εκκλησία του χωριού Σελαμαλίκ.
3η Αποστολή, 780 άντρες. Δολοφονήθηκαν στην εκκλησία του χωριού Κιοβτσέ Σου
Από τον Ιούνιο 1921 και μετά, εξοντώθηκαν στο Καβάη και Τζουμπούλ Χαν προερχόμενοι από τις περιοχές Αμισού – Πάφρας οι παρακάτω:
1η αποστολή 2.000 άντρες
2η αποστολή 1.900 άτομα
3η αποστολή 2.000 άτομα
4η αποστολή 560 άτομα
Εξοντώθηκαν πλήρως οι κάτοικοι των χωριών Κόρατσα, Στρεφή και Καρακεβιζίτ της επαρχίας Νικοπόλεως και Κολωνείας.
Πέθαναν από πείνα αποκλεισμένοι οι κάτοικοι (12.000 περίπου) των χωριών Πασλάκ, Κιουρτίν, Κόγιαλα, Γιατμίς, Σούλη, Κουλάκ Καγιά, Βαϊράμ, Τανσμά, Αρτός, Κιαβούρπικι, Κιοπλίς Ιναγέτ, Αχιρλί, Σεμέν, Αρμούταλα, Σινανλή, Καβάκλησια, Ίνταλα, Πέγιαλαν, Αλητσόν, Μεταλλείον Τσοράκ Γιοσβάν, Μιχάλ Τσορσιμού, Κοπενέν, Χασάν Ταμήν, Χαφγούλ, Άμελη, Δεϊρμέν Τας, Σαχνά Τσιμέν.»
Η αναφορά στα θύματα της τουρκικής αγριότητας πρέπει να είναι διαχρονική και η υπόμνηση συνεχής. Η εικόνα αλλοφροσύνης και φρίκης που χαράχτηκε στα πρόσωπα όσων επέζησαν της τουρκικής θηριωδίας δεν πρέπει να λησμονηθεί με το πέρασμα του χρόνου.
Το κατηγορητήριο για την αποχαλίνωση του κακού των κρατών που δε σέβονται τα ατομικά δικαιώματα των ανθρώπων και των αιχμαλώτων πολέμου, πρέπει να αποτελεί μέλημα κάθε πολιτισμένου ανθρώπου.
Η μελέτη της ιστορίας της Μικρασιατικής Καταστροφής πρέπει να μας διδάσκει και να μας κατευθύνει, γιατί είναι η ίδια η ζωή των άτυχων Ελλήνων που ζούσαν ως μόνιμοι κάτοικοι ή βρέθηκαν ως στρατιώτες εκεί, αυτή η άθλια ζωή των δυστυχισμένων πλασμάτων που καταδικάσθηκαν στην πιο αποτρόπαιη δουλεία, υπέστησαν τα μεθοδευμένα βασανιστήρια του τουρκικού κράτους, που κατεύθυνε τις ορδές του να ενεργούν με φρικιαστικό τρόπο και υπό τα απαθή και αδιάφορα βλέμματα της διεθνούς κοινότητας. Είναι η ζωή αυτών των Ελλήνων, που όσοι επιβίωσαν βρέθηκαν μόνοι στην Ελλάδα, πρόσφυγες με χαραγμένη βαθιά στην ψυχή τους τη θλίψη και την οδύνη για το χαμό των οικογενειών τους και της πατρώας τους γης.
Η μελέτη της Ιστορίας μάς αφήνει με ένα κόμπο στο λαιμό, με την ψυχή μας επαναστατημένη, με την απέραντη θλίψη που αισθανόμαστε από τις περιγραφές των επιζησάντων. Βλέπουμε ότι και οι πιο στοιχειώδεις υπαγορεύσεις που επιβάλλει η φύση στον άνθρωπο είναι ανίσχυρες να επηρεάσουν την ψυχή των Τούρκων ώστε να δώσουν αγάπη και φιλευσπλαχνία προς το συνάνθρωπό τους. Τα φωτογραφικά ντοκουμέντα που παραθέτουμε, πλέον των αφηγήσεων, αποτελούν αδιάψευστα στοιχεία γι’ αυτό.
Διδασκόμαστε, τέλος, από τα γεγονότα της περιόδου του 1955 και της Κυπριακής Τραγωδίας του 1974, ότι οι Τούρκοι παραμένουν ίδιοι και αναλλοίωτοι στο πέρασμα του Χρόνου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΙστορικό Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ – Εκδόσεις ΔΙΣ (13 Τόμοι που αφορούν τις επιχειρήσεις από το 1919 έως 1923 στη Μικρά Ασία).
Αρχείο Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου ΥΠΕΞ (Foreing Policy 1897-1922).
Εκδόσεις Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών «Αναμνήσεις του Μετώπου (1920-1921)» Χαράλαμπου Πληζώνη, Λ. Μαζαράκη – Αινιανός, Απομνημονεύματα, Αθήνα 1948 (σελ. 281-282).
«Το Νούμερο 31.328», του Ηλία Βενέζη, Εκδόσεις «ΕΣΤΙΑ».
«Η Μάστιγα της Ασίας», του M. Horton, Προξένου των ΗΠΑ στη Σμύρνη το 1922.
«Όσα Θυμάμαι 1900-1969», του Πέτρου Αποστολίδη Υπιάτρου που έζησε ως ιατρός στο Στρατόπεδο Συγκεντρώσεως Ελλήνων Αιχμαλώτων στο ΟΥΣΑΚ Αυγ. 1922 – Σεπ. 1923), Εκδόσεις «ΚΕΔΡΟΣ».
«Χρονικόν Μεγάλης Τραγωδίας», του Ευαγ. Αγγελομάτη, Εκδόσεις «ΕΣΤΙΑ».
«Η Έξοδος», Τόμοι Α΄, Β΄, Εκδόσεις Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών (Αθήνα 1980).
ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ «Ο ΠΟΝΤΟΣ» Ιστορία Λαογραφία και Πολιτισμός, Τόμος Πρώτος, Επιμέλεια Γεωργιάδης Θανάσης, Εκδ. ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ-ΠΑΙΔΕΙΑ.
Πηγή: Περιοδική έκδοση «Στρατιωτική Επιθεώρηση», έτος 2006
Ἑλληνοϊστορεῖν-Ἑλληνικὸ Ἡμερολόγιο | Ἑλληνικό Ἡμερολόγιο-Ἑλληνοϊστορεῖν
https://www.entaksis.gr/anamniseis-pontos/