Από τη «Βίβλο του Ψηφιακού Μετασχηματισμού 2020-2025» (έκδοση του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης) πληροφορούμαστε ότι στόχος της Κυβέρνησης είναι ο πλήρης, ο απόλυτος ψηφιακός μετασχηματισμός κάθε πτυχής της ζωής του πολίτη, δημόσιας (κοινωνικής) και ιδιωτικής (οικονομικής). Υπάρχει ένα στρατηγικό σχέδιο με το όνομα «Ψηφιακή Ελλάδα», για το οποίο ελάχιστα γνωρίζει ο ελληνικός λαός, που σταδιακά, βήμα προς βήμα, οδηγεί στον πλήρη ψηφιακό μετασχηματισμός της ζωής μας.
Σταδιακά και με
σύστημα εισάγονται στη καθημερινότητά μας διάφορες τεχνολογικές εφαρμογές,
ρυθμίσεις ψηφιοποίησης και λειτουργικότητας της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης (Car
Wallet, ψηφιοποίηση όλων των εγγράφων που αφορούν την κίνηση των οχημάτων, IRIS
payments, για online πληρωμές και μεταφορές χρημάτων μέσω κινητού τηλεφώνου,
myphoto, ψηφιοποίηση αντιγράφου αστυνομικής ταυτότητας κ.α.). Με τις εφαρμογές
αυτές, τεχνηέντως, αφενός οδηγείται ο πολίτης σε σταδιακή κατάργηση των
συναλλαγών με φυσικό χρήμα και αφετέρου εξοικειώνεται με την ψηφιοποίηση των
κοινωνικών και οικονομικών δοσοληψιών, μαθαίνοντας να εξαρτάται για την
διεκπεραίωσή τους από το κινητό smart τηλέφωνό του.
Όλες αυτές οι ψηφιακές
υπηρεσίες που διαφημίζονται από την Κυβέρνηση ως εξυπηρέτηση του πολίτη, δεν
είναι τίποτα άλλο, παρά μέρος από την σταδιακά εκτελούμενη ψηφιακή ταυτοποίηση
των Ελλήνων, ώστε να διευκολυνθεί η επιβολή της παγκόσμιας ψηφιακής
διακυβέρνησης και μέσω αυτής ο παγκόσμιος έλεγχος των λαών. Σ’ αυτό το σκοπό
κατατείνει, σε εθνικό επίπεδο, το κυβερνητικό πρόγραμμα «Ψηφιακή Ελλάδα». Εκεί,
κάτω από το πρόσχημα της εξυπηρέτησης του πολίτη, κρύβεται η πραγματική πρόθεσή
της να υπαχθεί κάθε δραστηριότητα του πολίτη υπό τον απόλυτο ψηφιακό έλεγχο του
κράτους.
Σε παγκόσμιο επίπεδο
συντελείται ακριβώς το ίδιο. Οι πολιτικοί της Νέας Τάξης Πραγμάτων προωθούν
μεθοδικά, εδώ και χρόνια, την υποχρεωτική, εξαναγκαστική άμεσα ή έμμεσα,
ψηφιοποίηση όλων των συναλλαγών, αποκλείοντας τη δυνατότητα κάποιας άλλης ισοδύναμης
εναλλακτικής (μη ψηφιακής πάντως) δυνατότητας. Παροτρύνονται οι πολίτες σε μία
εξάρτηση από τα πληροφοριακά συστήματα, που καταγράφουν και επεξεργάζονται τα
προσωπικά τους δεδομένα. Οδηγούνται στο να ζουν σε μία παγκοσμιοποιημένη
ψηφιακή κοινωνία, παραχωρώντας πρόθυμα την ελευθερία τους με αντάλλαγμα την
ευκολία, την εξυπηρέτηση και την ταχύτητα.
Γι’ αυτό η Κυβερνητική
χρησιμοποιεί την Πληροφορική για τους σκοπούς της. Το μέσο είναι η ηλεκτρονική
διακυβέρνηση.
Δεν είμαστε αντίθετοι,
ούτε φοβικοί απέναντι στην τεχνολογία. Η τεχνολογία από μόνη της δεν είναι
ούτε καλή ούτε κακή. Η χρήση της, σε συνδυασμό με την ηθική ποιότητα και τις
προθέσεις των εφαρμοστών της, την κάνει καλή ή κακή.
Δεν θέλουμε όμως να
είμαστε εξαρτημένοι από την τεχνολογία. Όχι μόνο γιατί είναι ζήτημα
ελευθερίας, αλλά και γιατί, όποιος μονοπωλιακά θα την κατέχει, θα μπορεί να
ελέγξει τις κοινωνίες με ό,τι αυτό σημαίνει.
Είμαστε σαφώς
αντίθετοι στην υποχρεωτική χρήση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης από τους
πολίτες και στην οπωσδήποτε άσκηση των δικαιωμάτων τους μέσω αυτής. Η
ηλεκτρονική διακυβέρνηση μπορεί και πρέπει να παρέχεται υπό όρους
προαιρετικότητας, με την έννοια ότι όποιος, για οποιοδήποτε λόγο (θρησκευτικό,
πολιτικό ή συνειδήσεως) δεν θέλει τη χρήση της, να μπορεί να έχει πρόσβαση και
εξυπηρέτηση από τη δημόσια διοίκηση εναλλακτικά και μέσω άλλης οδού,
αναλογικής, πέραν εκείνης της πύλης της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης.
Η ηλεκτρονική
διακυβέρνηση πρέπει να παρέχει πρόσβαση στις επιγραμμικές δημόσιες υπηρεσίες
της χώρας σε όλους με τη χρήση απλών κωδικών, χωρίς να απαιτείται συγχρόνως και
η κατοχή ηλεκτρονικής (ψηφιακής) ταυτότητας, δηλαδή ταυτότητας με ηλεκτρονικό
αποθηκευτικό μέσο. Αυτή είναι η θέση μας. Πιστοποίηση του πολίτη, όχι
υποχρεωτικά δια της ψηφιακής ταυτότητας, αλλά και μέσω άλλων αναλογικών,
ασφαλών βεβαίως και απλαστογράφητων, ταυτοτήτων. Αντί δε του Προσωπικού
Αριθμού, πρέπει, για όσους τον αρνούνται για λόγους θρησκευτικούς, ελευθερίας
και γενικότερα για λόγους πεποιθήσεων, να εξασφαλιστεί δυνατότητα πιστοποίησης
με τη χρήση των επί μέρους τομεακών κωδικών (ΑΦΜ, ΑΜΚΑ κ.α.,) όπως μέχρι σήμερα
γίνεται.
Αυτή είναι η
κατάσταση. Ο κλοιός όλο και σφίγγει. Σε λίγο θα έλθει και το ευρωπαϊκό ψηφιακό
πορτοφόλι (Digital Identity Wallet), στην αρχή προαιρετικό και σε λίγο υποχρεωτικό.
Αυτό θα είναι κάτι πολύ περισσότερο από την ψηφιακή ταυτότητα. Θα τα
περιέχει όλα κυριολεκτικά σε ένα. Όχι μόνο την ψηφιακή αστυνομική
ταυτότητα και τον αριθμό της, αλλά και όλα τα άλλα ψηφιακά έγγραφα και στοιχεία
που χρησιμοποιούνται καθημερινά, όπως ψηφιακή υπογραφή, άδεια οδήγησης,
πιστοποιητικά εκπαίδευσης, διπλώματα και άλλα πιστοποιητικά εκπαίδευσης,
ταξιδιωτικά έγγραφα, δηλαδή διαβατήριο και θεώρηση, ιατρικό φάκελο και ιατρικές
συνταγές, θα επιβεβαιώνει την ιδιότητα του κατόχου ως νόμιμου εκπρόσωπου
οργανισμού ή εταιρείας, θα επιτρέπει στους πολίτες να χρησιμοποιούν το μέσο
αυτό για να επιβεβαιώνουν την ταυτότητά τους σε ηλεκτρονικές πληρωμές, να
ανοίγουν τραπεζικούς λογαριασμούς, καθώς και θα περιλαμβάνει πρόσβαση σε
παροχές κοινωνικής ασφάλισης, δυνατότητα υπογραφής συμβάσεων ηλεκτρονικά και
άλλες υπηρεσίες, φυσικά και οικονομικές με τραπεζικές και διατραπεζικές
πληρωμές.
Κανείς δεν μπορεί να
αμφισβητήσει ότι πρόκειται για μια υπερ-ταυτότητα, για ένα πανοπτικό
ψηφιακό μέσο, μέσω του οποίου θα ενεργείται όλη η κοινωνική και
οικονομική ζωή του πολίτη. Αυτονόητο είναι ότι οι κίνδυνοι ηλεκτρονικού ελέγχου
και φακελώματος του πολίτη είναι πολλαπλάσιοι εκείνων που γεννά η ψηφιακή
ταυτότητα και το τσιπάκι της.
Ο Ελληνικός λαός δεν
μπορεί άλλο να μένει απαθής. Αντιλαμβάνεται μεν με το αλάνθαστο αισθητήριό του
ότι οι ελευθερίες του τίθενται υπό ηλεκτρονικό έλεγχο, αλλά δεν δείχνει να έχει
διαθέσεις ουσιαστικής αντίστασης. Η πρόσφατη τοποθέτηση της ΔΙΣ της Εκκλησίας
της Ελλάδος αποπροσανατολίζει και αποθαρρύνει. Οι αντιρρήσεις όσων είναι
περισσότερο ευαισθητοποιημένοι εκτονώνονται στη συμμετοχή σε ομιλίες και
συγκεντρώσεις κατά της νέας ταυτότητας και του Προσωπικού Αριθμού.
Πρόκειται όμως για
δράσεις (συγκεντρώσεις και ομιλίες) από κατακερματισμένα κέντρα λήψης
απόφασης και δράσης, τις περισσότερες φορές με κομματικές αναφορές.
Λείπει από το
προσκήνιο, όσων αγωνίζονται κατά της νέας ταυτότητας και του Προσωπικού
Αριθμού, ένας ενωτικός φορέας που θα είναι υπεράνω όλων των
κομμάτων που (προς τιμήν τους) έχουν τοποθετηθεί κατά των μέτρων αυτών. Ένας
φορέας που θα είναι υπεράνω και των θρησκευτικών και των λοιπών κοινωνικών
συσσωματώσεων που επίσης τοποθετούνται αρνητικά αλλά και υπεράνω κάθε
μεμονωμένης ενέργειας και δράσης.
Ένας τέτοιος φορέας
που θα αναλάβει να ενοποιήσει και να συντονίζει τον διασπασμένο σήμερα αγώνα
δεν μπορεί να έχει κομματική προέλευση. Τα κόμματα από τη φύση τους
λειτουργούν διαιρετικά, έστω και με τις καλλίτερες προθέσεις. Ούτε ένα σωματείο
μπορεί να προσφέρει τέτοια ενωτική δράση.
Πρέπει να ιδρυθεί κάτι
καινούριο στο οποίο όλοι επιβάλλεται να υποταχθούμε. Στον φορέα αυτόν θα πρέπει
και τα κόμματα, τα σωματεία και κάθε άλλη οργάνωση να προστρέξουν και να
βοηθήσουν. Ενωτικά και δημοκρατικά. Το πράγμα θέλει συζήτηση και οργάνωση. Δυο
χρόνια τώρα στην κυριολεξία κοιμόμαστε.
Μία ιδέα είναι να
αναλάβει αυτό το έργο η «Σύναξη των Κληρικών και Μοναχών». Μπορεί να διευρυνθεί
ως «Σύναξη Κληρικών, Μοναχών και Λαϊκών».
Στόχος θα είναι ο
φορέας αυτός να οργανώσει και να εκφράσει πανελλαδικά την αντίθεση και
αντίσταση στις ηλεκτρονικές ταυτότητες και τον Προσωπικό Αριθμό.
Δυνατότητα κάποιας
τελεσφόρας νομικής δράσης (λ.χ. αίτηση ακύρωσης του προεδρικού διατάγματος
ή των επί μέρους/ατομικών δυσμενών πράξεων εξ αιτίας άρνησης χρήσης του
Π.Α.) υπάρχει μεν αλλά χωρίς πολλές ελπίδες. Αφενός τα επιχειρήματα
περί αντισυνταγματικότητας λόγω προσβολής της θρησκευτικής ελευθερίας ή των
ατομικών ελευθεριών ή προσωπικών δεδομένων έχουν ήδη απαντηθεί από το ΣτΕ στο
πλαίσιο των αιτήσεων ακυρώσεως του 2019 κατά της αρχικής ΚΥΑ για τις
ηλεκτρονικές ταυτότητες και αφετέρου δεν υπάρχει στην Δικαιοσύνη πνεύμα
κατανόησης των θέσεων και των προβληματισμών των αρνητών του Π.Α. Την
«ταφόπλακα» έβαλε η πρόσφατη απόφαση της ΔΙΣ.
Αν θα γίνει κάποια
αίτηση ακύρωσης (υπάρχει ακόμη η προθεσμία), θα γίνει εν επιγνώσει του
αποτελέσματος, μόνο και μόνο για να ανακινήσει δημοσιογραφικά το θέμα.
Παρά ταύτα, δεν θα
ήταν ανώφελο να επιχειρηθεί και αυτή η νομική ενέργεια, έστω και αν
κινδυνεύουμε από μία ακόμη απόρριψη, που θα καταστήσει τη νομολογία
πάγια.
Στην αίτηση ακυρώσεως
μπορεί να αξιοποιηθεί και το επιχείρημα που συνάγεται από τον
Κανονισμό (ΕΕ) 910/2014 (αφορά τη θέσπιση ευρωπαϊκού πλαισίου για
την ψηφιακή ταυτότητα), όπως τροποποιήθηκε τον Απρίλιο 2024 με τον Κανονισμό
(ΕΕ) 2024/1183 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Απριλίου
2024. Με τον Κανονισμό αυτό, πέραν της γνωστής ηλεκτρονικής ταυτοποίησης με μία
ψηφιακή ταυτότητα-κάρτα, όπως αυτή που διανέμεται στην Ελλάδα, προβλέπεται η
έκδοση και χορήγηση από τα κράτη μέλη και ενός άλλου μέσου ταυτοποίησης, με
πολύ περισσότερες δυνατότητες αποθήκευσης πληροφοριών και μέσων ταυτοποίησης.
Πρόκειται για το «ευρωπαϊκό πορτοφόλι ψηφιακής ταυτότητας».
Θα περίμενε κανείς ότι
ο Κανονισμός αυτός διαμορφώνει τη χρήση του ευρωπαϊκού ψηφιακού
πορτοφολιού ως υποχρεωτική.
Δεν είναι όμως έτσι.
Αντίθετα, διακηρύσσει και επιβάλλει προαιρετικότητα στη χρήση.
Τίποτα βέβαια δεν αποκλείει στο μέλλον να γίνει υποχρεωτικό. Με το παρόν
όμως πλαίσιο, όποιος πολίτης δεν το θέλει, το απορρίπτει, χωρίς αυτό να παράγει
κάποιες δυσάρεστες συνέπειες γι’ αυτόν, όπως αποκλεισμό από ευχέρειες και
δυνατότητες σε διάφορες υπηρεσίες και δικαιώματα.
Ο Κανονισμός το πρόβλεψε
καθαρά αυτό στο άρθρο 5α παρ. 15, όπου επί
λέξει ορίζει: «Η χρήση των ευρωπαϊκών πορτοφολιών ψηφιακής ταυτότητας είναι
εθελοντική. Με κανέναν τρόπο δεν περιορίζεται ούτε αποθαρρύνεται
η πρόσβαση σε δημόσιες και ιδιωτικές υπηρεσίες, η πρόσβαση στην αγορά
εργασίας και η επιχειρηματική ελευθερία για τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που
δεν χρησιμοποιούν ευρωπαϊκά πορτοφόλια ψηφιακής ταυτότητας. Παραμένει δυνατή
η πρόσβαση σε δημόσιες και ιδιωτικές υπηρεσίες με άλλα υφιστάμενα μέσα
ταυτοποίησης και επαλήθευσης ταυτότητας.» Το ίδιο πλέον αναπτυγμένα
επαναλαμβάνεται στις παραγράφους 15, 34 και 57 του Προοιμίου.
Οι παραπάνω προβλέψεις
προαιρετικότητας σε ένα τόσο σπουδαίο νομοθετικό κείμενο της ΕΕ δεν είναι
αδιάφορες. Ενδιαφέρουν ως επιχείρημα για την απόκρουση και κατάρριψη
της υποχρεωτικότητας που με απολυτότητα και αυταρχικό τρόπο, θα έλεγα
και φασιστικό -στο βαθμό που δεν υπολογίζει την ελευθερία και τη δυνατότητα
επιλογής του πολίτη, επιβάλλει η Κυβέρνηση τόσο την νέα
ηλεκτρονική ταυτότητα, όσο και τον συνδεόμενο μαζί της Προσωπικό Αριθμό.
Ο Κανονισμός της ΕΕ
για το ψηφιακό πορτοφόλι παρέχει δυνατότητα για πιστοποίηση με άλλες
εναλλακτικές λύσεις και δεν υποχρεώνει, ακριβώς γιατί αντιλαμβάνεται
την επιβολή τη υποχρεωτικότητας ως ασύμβατη με τις ελευθερίες και τα δικαιώματα. Δεν
ξέρουμε αν το κάνει από δημοκρατικότητα ή από ανάγκη ή για να φέρει αργότερα
και πονηρά την υποχρεωτικότητα. Θα δείξει ο καιρός. Επί του παρόντος όμως δίνει
δυνατότητα επιλογής. Προστατεύει τον πολίτη και υποχρεώνει τα κράτη να βρουν
για τους αντίθετους εναλλακτικές λύσεις.
Αυτό δεν μπορεί να
μείνει ανεκμετάλλευτο στον αγώνα που δίνουμε κατά της υποχρεωτικότητας των
ψηφιακών ταυτοτήτων στην Ελλάδα. Πρέπει να αντιτάξουμε στην Κυβέρνηση ότι οι ίδιοι λόγοι,
η ίδια λογική και επιχειρηματολογία που επέβαλαν την προαιρετικότητα στα
ψηφιακά ευρωπαϊκά πορτοφόλια επιβάλλουν να γίνει το ίδιο και για τις ελληνικές
ψηφιακές ταυτότητες. Δεν μπορούν να υπάρχουν για διαφορετικά
ηλεκτρονικά μέσα ταυτοποίησης διαφορετικές αντιμετωπίσεις. Η
προαιρετικότητα είναι η δημοκρατική λύση.
Πρέπει λοιπόν στον
αγώνα που δίνουμε κατά της υποχρεωτικότητας να αξιοποιήσουμε κατάλληλα το
παραπάνω επιχείρημα που ακόμη δεν έχει αξιοποιηθεί
Αυτό όμως το οποίο
κατά βάση προτείνει η «Επόμενη Μέρα» είναι μία δυνατή, πανελλήνια, πολιτική
κίνηση, ένα εγχείρημα, το οποίο θα αναλάβει ο παραπάνω
προτεινόμενος φορέας της «Σύναξης» υπό την αιγίδα της.
Η «Επόμενη Μέρα»
προτείνει να αναληφθεί από τον φορέα αυτόν, με τη δέουσα σοβαρότητα,
πρωτοβουλία συλλογής υπογραφών στο πλαίσιο της συνταγματικής επιταγής για λαϊκή
νομοθετική πρωτοβουλία του άρθρου 73 παρ. 6 Συντάγματος.
Συγκεκριμένα, το άρθρο
73 παρ. 6 ορίζει: «Με υπογραφή 500.000 πολιτών που έχουν
δικαίωμα ψήφου, μπορούν να κατατίθενται έως δύο ανά κοινοβουλευτική περίοδο
προτάσεις νόμων στη Βουλή, οι οποίες με απόφαση του Προέδρου της παραπέμπονται
στην οικεία κοινοβουλευτική επιτροπή προς επεξεργασία και εν συνεχεία
εισάγονται υποχρεωτικά προς συζήτηση και ψήφιση στην Ολομέλεια του Σώματος. Οι
προτάσεις νόμων του προηγουμένου άρθρου δεν μπορεί να αφορούν θέματα
δημοσιονομικά, εξωτερικής πολιτικής και εθνικής άμυνας. Νόμος ορίζει τους όρους
και τις προϋποθέσεις της παρούσας παραγράφου».
Βέβαια, παρά την
πάροδο άνω των πέντε ετών, ο εκτελεστικός της παραπάνω συνταγματικής
διάταξης νόμος δεν έχει εκδοθεί και έτσι η παραπάνω διάταξη είναι ανενεργός και
δεν μπορεί να ασκηθεί με βάση αυτή η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία.
Μπορούμε όμως να
«χρησιμοποιήσουμε» την συνταγματική πρόβλεψη και να πιέσουμε
πολιτικά την Κυβέρνηση με τη συλλογή τουλάχιστον 500.000 υπογραφών, κάτω
από ένα κείμενο που θα διατυπώνει -με καθαρά πολιτικά και δημοκρατικά
επιχειρήματα- την παλλαϊκή αξίωση (500.000 υπογραφές δικαιολογούν τον
παλλαϊκό χαρακτήρα) να προχωρήσει η Κυβέρνηση σε τροποποιητική νομοθετική
ρύθμιση, με βάση την οποία όσοι προβάλλουν λόγους αντίρρησης και άρνησης στη
λήψη της ηλεκτρονικής ταυτότητας και στη χρήση του Προσωπικού Αριθμού
(θρησκευτικούς, ελευθερίας και γενικότερα λόγους πεποιθήσεων), θα
εξαιρούνται της υποχρεωτικότητας των μέτρων αυτών. Στο εξής γι’ αυτούς η
πιστοποίησή τους δεν θα γίνεται υποχρεωτικά δια της ψηφιακής ταυτότητας, αλλά
και μέσω άλλων αναλογικών, ασφαλών βεβαίως και απλαστογράφητων, ταυτοτήτων.
Αντί δε του Προσωπικού Αριθμού, θα πρέπει να εξασφαλιστεί δυνατότητα
πιστοποίησης με τη χρήση των επί μέρους τομεακών κωδικών (ΑΦΜ, ΑΜΚΑ κ.α.,) όπως
μέχρι σήμερα γίνεται.
Η αιτιολόγηση της
άρνησης θα πρέπει να γίνεται με λελογισμένη αναφορά στους κινδύνους ελέγχου και
ανελευθερίας από τον επιχειρούμενο ψηφιακό μετασχηματισμό της ζωής μας. Αναφορά
σε χάραγμα, 666 και αντίχριστο κατά τη γνώμη μας δεν πρέπει να γίνει.
Η συλλογή των 500.000
και άνω υπογραφών αντίρρησης θα είναι ένα μεγάλο πολιτικό μέσο πίεσης. Κάτι ανάλογο με αυτό
που πέτυχε η Μαρία Καρυστιανού με τη συλλογή 1.500.000
υπογραφών. Όσο πιο πολλές υπογραφές συγκεντρώσει και ο φορέας, τόσο μεγαλύτερη
θα είναι και η διαπραγματευτική του δύναμη έναντι της Κυβέρνησης και των
κομμάτων της αντιπολίτευσης. Αρκεί ο λόγος μας να είναι σοβαρός και ενωτικός με
τις περισσότερες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις. Πολλοί θα σπεύσουν, ακόμη
και για κομματικά οφέλη, να μας υποστηρίξουν.
Ένα σοβαρό πρόβλημα που
πρέπει να λυθεί είναι ο τρόπος συλλογής των υπογραφών. Αυτό θα
το έλυνε ο εκτελεστικός νόμος που προβλέπει το άρθρο 73 παρ. 6 Συντ. αλλά
η Κυβέρνηση σκόπιμα αποφεύγει να το κάνει.
Πρέπει να είναι
ευαπόδεικτο ότι η υπογραφή και τα παρατιθέμενα στοιχεία του υπογραφέα είναι
γνήσια.
Μία λύση είναι, κάθε
υπογραφή να τίθεται επί κειμένου υπεύθυνης δήλωσης με βεβαίωση του γνησίου της
υπογραφής από το ΚΕΠ ή μέσω του e-gov. Είναι ασφαλέστατη αλλά η γραφειοκρατία
που απαιτεί πολλούς θα τους αποτρέψει.
Προτιμότερο είναι να τίθεται η υπογραφή κάτω από το σχετικό κείμενο
διαδικτυακά μέσω μιας αξιόπιστης on line πλατφόρμας, όπως
ακριβώς αυτής που χρησιμοποίησε η Μαρία Καρυστιανού (δηλαδή
την change.org) και κανείς δεν τόλμησε να αμφισβητήσει τη γνησιότητα.
Στόχος θα είναι: Όσο
πιο πολλές υπογραφές, πάνω από 1.000.000 ανθρώπων, ώστε να εξαναγκασθεί η
Κυβέρνηση να σεβαστεί με νομοθετική πρωτοβουλία τους 1.000.000 πολίτες
που στηρίζουν το αίτημα για εναλλακτική και μη υποχρεωτική πιστοποίηση.
Πρόκειται
για ένα απολύτως νόμιμο πολιτικό (και όχι κομματικό) εγχείρημα, που
λειτουργεί ακριβώς μέσα στην καρδιά της δημοκρατίας. Ο λαός εκφράζεται άμεσα
χωρίς κομματικούς διαμεσολαβητές και διαπραγματεύεται με την Κυβέρνηση για το
αίτημά του με όπλο τη μαζικότητα του εγχειρήματος.
Πέραν όλων αυτών, η
όλη διαδικασία των υπογραφών θα δώσει ευκαιρίες για να γνωστοποιηθούν και να
εξηγηθούν σε περισσότερους κύκλους πολιτών (όχι στενά των θρησκευόμενων)
οι λόγοι για τους οποίους πρέπει οι πολίτες να αντιστέκονται στην ψηφιακή σκλαβιά.