Τετάρτη 11 Ιουνίου 2025

Η Γερόντισσα Μακρίνα τής Ι. Μονής Παναγίας Οδηγήτριας, Πορταριάς Βόλου --Διδαχές (βίντεο)


Γερόντισα Μακρίνα, 1921-1995


VIDEOs

Ενθυμήσεις  από την  Γερόντισσα Μακρίνα της  Ι. Μονής Παναγίας Οδηγήτριας,  Πορταριάς  Βόλου !!


Νεώτερες  διδαχές της αείμνηστης Γερόντισσας Μακρίνας, πρώην Ηγουμένης της Ι.Μ.Παναγίας Οδηγήτριας Πορταριάς, 19 Ἰουλίου 1990


"...Νά προσέχουμε τή μνησικακία, γιατί μᾶς χωρίζει ἀπό τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ. «Ἀγαπήσης Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καί τόν πλησίον σου ὡς τόν ἑαυτόν σου».

Ὅταν φεύγη ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ψυχή μας καί μᾶς πλησιάζουν τά πάθη, τό μῖσος ἤ ἡ μνησικακία, ἀμέσως νά τά ξερριζώνουμε. Ἀμέσως νά πέφτουμε μπρούμυτα, εἴτε εἴμαστε στήν ἐκκλησία εἴτε στήν Τράπεζα καί νά λέμε:

«Εὐλόγησον, συγχωρῆστε με, ἡμάρτησα, ἔχω ἐκεῖνο τό πάθος, βοηθῆστε με ψυχικῶς, νά μοῦ εὔχεσθε νά μοῦ φύγη αὐτό τό πάθος πού διατηρεῖται ἀκόμη στήν ψυχή μου».

Καί νά δῆς πῶς ὁ Θεός θά ἐνεργήση μέσα στήν καρδιά μας. Ὅταν ὅμως δέν συναισθανώμαστε τό κάθε πάθος καί δέν τό ἀποφεύγουμε, ριζώνει μέσα στήν ψυχή μας τόσο πολύ, σέ βαθμό πού νά μᾶς χωρίζη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ...

Τί κρῖμα νά στερούμαστε τόν Χριστό γιατί δέν ἔχουμε ταπείνωσι, γιατί δέν μποροῦμε νά ταπεινωθοῦμε!

( Καί όλο λέμε καί σκεπτόμαστε ) «Γιατί μοῦ τὄκανε αυτό, καί πῶς μοῦ τὄπε, καί γιατί μοῦ τὄπε».

Τό «γιατί» καί τό «πῶς» ποτέ δέν τελειώνουν. Σᾶς τό λέω νά τό ξέρετε. Δέν ὑπάρχει ταπείνωσις; Δέν ὑπάρχει Χριστός. Γι᾿ αὐτό λοιπόν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά ἐργάζεται ὅσο τό δυνατόν πνευματικῶς, νά ἀγωνίζεται γιά τή σωτηρία, του, νά βλέπη τά πάθη του, τά ἐλαττώματά του. Νά βλέπη ποῦ λυπεῖ τόν Θεό.


Έχουμε να κάνουμε με τον αληθινό Θεό !


Ἔχουμε νά κάνουμε μέ ἕνα Θεό, δέν ἔχουμε νά κάνουμε οὔτε μέ τόν ἄλφα οὔτε μέ τόν βῆτα οὔτε μέ τή Γερόντισσα.

Τό θέμα τῆς ὑπακοῆς εἶναι ἡ βάσις στόν μοναχό. Δέν ἔχει ὑπακοή ὁ μοναχός; Δέν ἔχει τίποτε μέσα στήν ψυχή του. Καί νά προσέχουμε, διότι δημιουργοῦμε τεῖχος ἐδῶ, τεῖχος ἐκεῖ, καί ὕστερα κλείνει τό μέρος ἐκεῖνο τῆς ψυχῆς καί μένουμε σέ ἕνα σκοτάδι καί δέν ὑπάρχει οὔτε μία χαραμάδα, γιά νά μπῆ ὁ ἥλιος μέσα μας, νἀρθῆ ὁ θεῖος φωτισμός.

Νά ἔχουμε τήν καλωσύνη, νά προπορευόμαστε στήν ἀγάπη, νά προπορευόμαστε στήν εὐσπλαγχνία, νά προπορευόμαστε σ᾿ ἐκεῖνο πού θέλει ὁ Θεός. Νά μή ὑπάρχη ἡ φιλαυτία. Νά μή θέλουμε νά προστατέψουμε τόν ἑαυτό μας καί στόν ἀδελφό νά μή δίνουμε σημασία. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅλο εὐσπλαχνία, εἶναι ὅλο συγχωρητικότητα καί ὅλο συμπόνια.

Ὅταν θά ἀγαποῦμε, θά συμπεριφερώμεθα καί ἀνάλογα, δέν θά θέλουμε νά ποῦμε γιά τόν ἄλλο κακό, θά πονᾶμε γιά τόν ἄλλο καί δέν θά θέλουμε νά τόν προσβάλουμε, νά τοῦ ποῦμε «λόγια», θά αἰσθανώμαστε συμπάθεια, γιά τόν ἄλλο.

Νά προσέχουμε νά μή προσβάλουμε, νά μή πικράνουμε τόν ἄλλο, νά ἔχουμε εὐγενική συμπεριφορά, νά ἀγαπᾶμε τόν πλησίον, νά μή κρίνουμε καί κατακρίνουμε κανένα.

Ἡ κατάκρισις εἶναι τό μεγαλύτερο καί φοβερότερο ἁμάρτημα.

Ἄν δέν ἀγωνιζώμαστε καλῶς, θά εἴμαστε σάν ἐκεῖνα τά ξεροβούνια καί τά χωράφια πού εἶναι χέρσα καί δέν φυτρώνει χορταράκι, τίποτε. Ἔτσι ἀκριβῶς θά εἶναι και ἡ ψυχή μας. Δέν θά φυτρώνει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, καί θά βρισκώμαστε συνέχεια σ᾿ αὐτή τήν κατάστασι, τήν τυφλή. Θά ὑπάρχη μία τύφλωσι, σάν μία ὁμίχλη θά εἶναι μέσα στήν ψυχή μας, μέ ἀποτέλεσμα νά μή τρέχη ὁ καταρράκτης (τῶν δακρύων), γιά νά καθαρισθῆ καί νά βλέπουμε κατά Θεόν τά πράγματα...

Ὅταν λείπη ἡ προσευχή, θά ἔρθη δυσφορία, θά ἔρθη ἀθυμία, ὀκνηρία, νά μή μποροῦμε νά σηκώσουμε τό χέρι μας, νά μή μποροῦμε νά σηκώσουμε τό πόδι μας, νά μή μποροῦμε νά σηκώσουμε τόν νοῦ μας, τίποτε δέν θά μποροῦμε νά κάνουμε. Ἐνῶ ἡ προσευχή ὅλα τά συμπληρώνει· διά τῆς προσευχῆς ὅλα τά καλά γίνονται.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχη προσευχή, λαβαίνει καί δυνάμεις σωματικές· καί ὅταν δέν ἔχη προσευχή, χαυνώνεται, καί τό σῶμα δέν μπορεῖ νά κουνηθῆ, δέν ἔχει διάθεσι, δέν ἔχει ὄρεξι. Ἀθυμεῖ καί βαριέται, δέν μπορεῖ νά κουνήση τά χέρια του, νά κουνήση τά πόδια του, τή μία δουλειά βαριέται νά τήν κάνη, τήν ἄλλη ἀθυμεῖ καί οὕτω καθ᾿ ἑξῆς.

Ὅταν ἔχη προσευχή, ὅλα αὐτά φεύγουν,ἐνῶ ἀντιθέτως ὅταν δέν ἔχη τήν προσευχή, ὅλα τά αἰσθάνεται ὅπως ἐγώ· θέλει, δηλαδή, νά πλαγιάζη, νά κάθεται, ν᾿ ἀποφεύγη τόν κόπο. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κοπιάζη, ἐκεῖ μέσα στόν κόπο θά βρῆ τόν Θεό!


Θά πληρωθούμε κατά τα έργα μας...


Κοπίασες; Θ᾿ ἀπολαύσης! Ἅμα δέν δουλεύσης, δέν σέ πληρώνει τό ἀφεντικό, ἰδίως ὅταν εἶναι ἐργολαβία. Εἶναι μερικοί ἐργαζόμενοι πού δέν τούς ἐνδιαφέρει, ὅσα πᾶνε καί ὅσα ἔρθουν, μερικοί ὅμως βιάζουν τόν ἑαυτό τους, ἔρχεται τό Σάββατο καί παίρνουν χρηματα μπόλικα στά χέρια τους.

Οἱ ἄλλοι οἱ καημένοι πού θέλουν νά σαχλαμαρίζουν, νά γελοῦν, νά μιλοῦν, ἔρχεται τό Σάββατο καί λίγα πράγματα παίρνουν καί ὕστερα στενοχωροῦνται. Ἔτσι εἶναι καί ὁ Θεός. Ὅταν ἐμεῖς κάνουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐργαζώμαστε καί προσπαθοῦμε νά κοπιάσουμε πιό πολύ, νά ἱδρώσουμε, νά ἀγωνισθοῦμε, νά κάνουμε πιό πολλές μετανίτσες, πιό πολύ ἀγῶνα, νά εἴμαστε πιό πολύ ἔγκλειστοι, νά ἔχουμε πιό πολύ ἀγάπη στόν Θεό· ὅλα αὐτά τά κάνουμε ἐπί πλέον τῶν καθηκόντων μας, τά βάζουμε στήν «ἄκρη» κι ἅμα θἀρθῆ ἡ ὥρα τοῦ θανάτου, τά παίρνουμε καί φεύγουμε, παίρνουμε καί τό εἰσιτήριό μας καί δρόμο· χαρά καί ἀγαλλίασι!

Ὅποιος κοπιάζει, ἐκεῖνος ἀπολαμβάνει, ὅποιος δέν κοπιάζει, δέν ἔχει τίποτε! Γι᾿ αὐτό λοιπόν νά κοπιάζουμε, νά ἀγωνιζώμαστε, νά μή φοβώμαστε οὔτε τόν πειρασμό οὔτε τήν ἐργασία.

Μιά φορά, θυμᾶμαι, ἀνέβαινα ἕνα ἀνήφορο καί εἶχα 30  κιλά στήν πλάτη μου. Ἤμασταν στίς Σταγιάτες τότε.

Λοιπόν, εἶχα βάρος στόν ὦμο, εἶχα καί στά χέρια. Ἦταν καταμεσήμερο, ζέστη, καί νά ἀνεβαίνης τόν ἀνήφορο. Ἀλλά ἔλεγα μέ τό νοῦ μου ὅτι τώρα ὁ Χριστός ἀνεβαίνει μέ τόν Σταυρό. Πῶς ἀνέβηκε ὁ Χριστός τόν Γολγοθᾶ; Ἔτσι καί ᾿ γώ θά ἀνέβω. Καί ᾿ κείνη τήν ὥρα πού ἀνέβαινα μέ κόπο καί μόχθο καί δέν μποροῦσα καί εἶχε γίνει τό πρόσωπό μου σάν τό μαῦρο τό πανί, αἰσθάνθηκα δυό χέρια νά μοῦ σηκώνουν τό βάρος ἀπό τό πίσω μέρος. Πῶς μέ σπρώχνετε καμμιά φορά στόν ἀνήφορο γιά νά ἀνέβω;

Ἔτσι ἀνέβηκα, τόσο εὔκολα, οὔτε νά ἱδρώσω οὔτε τίποτε, καί μετά αἰσθάνθηκα τόσο ἐλαφρωμένη! Μετά ἄφησα τό βάρος αὐτό καί πῆγα κι ἔκανα 400 μετάνοιες. Πλημμύρισα ἀπό χαρά. Τί ἦταν αὐτό; Ἦταν μιά ξεκούραση καί μιά πληρωμή ἀπό τόν Θεό· τό αἰσθάνθηκα στήν καρδιά μου.


Όλα αποθηκεύονται στον ουρανό...

 

Δέν μπορῶ νά τό ξεχάσω, αὐτό μοῦ ἔμεινε μέσα στήν ψυχή μου. Γι᾿ αὐτό λοιπόν, τώρα πού ἔχετε δυνάμεις, κάντε ὅ,τι μπορεῖτε· ὅλα τά γράφει ὁ Θεός, ὅλα τά γράφει, καί τήν τριχίτσα, τίποτε δέν πηγαίνει χαμένο, τίποτε.

Ὅπως τά εἶδε ἡ νονά τῆς ἀδελφῆς Εὐπραξίας· καί ἕνα κουβαράκι μικρούτσικο πού εἶχε δώσει γιά νά καρυκώσουν τίς φτέρνες ἀπό τίς κάλτσες ἑνός μικροῦ παιδιοῦ, καί ᾿ κεῖνο τό ἐλάχιστο βρέθηκε στόν οὐρανό αποθηκευμένο. Καί εἶπε:

--«Μπά, κι αὐτό βρέθηκε;».

--«Ναί, βρέθηκε. Εἶδες πού δέν πάει τίποτε χαμένο;», τῆς εἶπε ὁ Ἀγγελός της.

Καί τά σπιρτάκια πού εἶχε δώσει, ὅ,τι εἶχε δώσει τά εἶδε ὅλα, ἕνα σωρό. Πῆγε τίποτε χαμένο; Ὅλα τά εἶχε ἀποθηκευμένα ὁ Χριστός. Ἔτσι καί τά βήματα πού κάνει κανείς, ὅταν κοπιάζη, ὅλα, ὅλα καταγάφονται...

Τί ὡραῖα ὅταν ὑπάρχουν δυνάμεις! Νά σηκώνεται κανείς νά συγυρίζη, νά σκουπίζη καί νά βολεύη καί ὅλα νά τά φτιάχνη! Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ θά τοῦ δίνη πολλή δύναμι καί πολλή χαρά στήν ψυχή του, ὅταν θά ἐργάζεται τόν Χριστό.

Κι ὅ,τι τρώη πάλι, γιά νά μή τό στερήση ὁ Θεός, νά τό σταυρώνη. Νά σταυρώνουμε καί ἐμεῖς τό φαγητό καί νά λέμε «δόξα σοι ὁ Θεός», διότι εἶναι εὐλογημένο· καί ἔτσι ὅλα θά εἶναι εὐλογημένα.

Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἐνισχύει καί δυναμώνει τόν ἄνθρωπο καί ἔρχεται πνευματική χαρά καί ἀγαλλίασι μέσα στήν ψυχή του. Ὅσο κοπιάζει κανείς, τόσο ὁ Θεός τόν ἀνταμείβει. Οἱ μετάνοιες πού θά κάνουμε, τά σταυρωτά πού θά κάνουμε, πού θά σταθοῦμε ὄρθιες στίς Ἀκολουθίες, ὅλα γράφονται. Τήν ὥρα πού μιλᾶμε, πού συζητᾶμε, τήν ὥρα πού ἀναφέρουμε τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ εἶναι συνέχεια μπροστά μας, «πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν».

Ὅλα τά βλέπει, καί τά καλά τά σημειώνει καί τά κακά τά σημειώνει, ὅλα. Εἴδατε ἐκεῖνος ὁ μοναχός πού ἦταν πολύ ἄρρωστος;

Ἦταν κάποτε ἕνας Δεσπότης καί ἕνας μοναχός καί πῆγαν νά ζήσουν στήν ἔρημο σάν ἀσκητάδες. Κάποια μέρα λέει ὁ Δεσπότης:

«Θά πάω γιά ἐξυπηρέτησι στήν τάδε πόλι καί ἐσύ μεῖνε ἐδῶ πέρα, κάνε τήν προσευχή σου καί θά ἐπιστρέψω». Στό διάστημα αὐτό προσέβαλε μιά σοβαρή ἀρρώστια τόν ὑποτακτικό καί ὅπου στεκόταν εἶχε τό κομποσχοινάκι του καί ἄκουγε,

«Γέροντα, πρόφθασον, ὁ ὑποτακτικός σου εἶναι πολύ ἄρρωστος, τελειώνει, εἶναι πολύ βαρειά ἄρρωστος».

«Μπα, λέει, τί φωνή εἶναι αὐτή; Θά ἐπιστρέψω». Φθάνοντας βλέπει τόν ὑποτακτικό του καί τοῦ λέει:

«Πῶς μέ εἰδοποιοῦσες;»

«Νά, μεταχειρίστηκα τό κομποσχοινάκι μου σάν τηλέφωνο καί ἔλεγα, Γέροντα, πρόφθασον».

«Ἀκουγα τή φωνούλα σου. Τώρα ἐγώ θά φύγω».

Μετά τόν ἔκανε μοναχό, τόν χειροτόνησε καί κοιμήθηκε. Εἴδατε πῶς πληροφορεῖ ὁ Θεός;

Ὁ δικός μας Γέροντάς ὅ,τι κάνουμε τό βλέπει. Προχθές τόν εἶδα στόν ὕπνο μου πολύ ζωντανό. Εἶχα μία στενοχώρια. Ἔβλεπα ὅτι ἤμουν σ᾿ ἕνα βράχο καί καθόμουν καί τραβοῦσα κομποσχοινάκι. Ἐκείνη τήν ὥρα εἶδα τόν Γέροντα νά ἔρχεται καί μοῦ λέει:

«Τί κάνεις, Γερόντισσα, ἐδῶ;».

«Νά, τραβῶ κομποσχοινάκι, καί σκέπτομαι τί “μέλλει γενέσθαι”, πῶς θά σωθοῦμε, τί θά γίνουμε; Ἀσθενική εἶμαι, δέν μπορῶ νά μιλήσω, δέν μπορῶ νά κάνω ὅπως παλαιότερα τά καθήκοντά μου, πού τά γευόμουν. Τώρα δέν ἔχω σωματικές δυνάμεις, αἰσθάνομαι κουρασμένη, θέλω μία ἐνίσχυσι, νά μέ βοηθήση ἕνας ἄνθρωπος».

«Δός μου τά χέρια σου», μοῦ εἶπε. Μοῦ ἔδωσε τά χέρια του, τοῦ ἔδωσα καί ᾿ γώ τά δικά μου καί μέ σήκωνε, μέ σήκωνε... Μόλις ξύπνησα αἰσθάνθηκα μία ξεκούρασι.

Ὁ νοῦς του σκέφτηκα θά εἶναι ἐδῶ πέρα καί μᾶς εὔχεται. Σήκωσε καί ἀπό ἐμένα ὅλο τό φορτίο πού αἰσθανόμουν. Γιατί πότε κοιμᾶμαι, πότε ξυπνάω, δέν ἔχω ὕπνο νά ξεκουρασθῆ τό σῶμα μου καί αἰσθάνομαι πολύ κουρασμένη. Ὅταν κάνουμε προσευχή, φωτίζει ὁ Θεός τούς Προεστῶτες σέ ποιά πνευματική κατάστασι βρίσκόμαστε καί ἔτσι, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ δέν μᾶς ἀφήνει, μᾶς ἐνισχύει.

Ἐμεῖς θά κάνουμε αὐτό πού θέλει ὁ Θεός, γιά νά μή μᾶς βρῆ ἀπροετοίμαστους, ὅταν θά ἔρθη ἡ ὥρα ἡ εὐλογημένη.

Ὅπως λένε τώρα, ἅμα χειριστοῦν αὐτά τά ἀέρια, τίποτε δέν θά μείνη ὄρθιο. Τόσο πολύ! Ἐδῶ ἀπό τό Τσερνομπίλ ἔφθασε, δέν θά φθάση καί ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ; Ἄντε, δέν θά ἀφήση ὁ Θεός, τόσοι πιστοί προσεύχονται. Νεφέλη θά στείλη ὁ Θεός καί θά προστατεύση. Ἐκείνους πού θέλει νά πάρη, θά τούς πάρη, τούς ἄλλους θά τούς ἀφήση. Θά προστατεύση ὁ Θεός, δέν θά ἀφήση, γιατί χιλιάδες ἄνθρωποι προσεύχονται.

Μιά φορά, θυμᾶμαι, ἦταν ἕνας πού προσευχόταν γιά τούς πολιτικούς. Πήγαινε κάθε μέρα στήν ἐκκλησία καί ἄναβε ἀπό ἕνα κερί γιά ὅσους ἦταν ὑπουργοί, βουλευταί καί γονάτιζε στήν Παναγία μπροστά καί προσευχόταν νά διορθωθοῦν τά πράγματα, νά γίνουν καλύτερα.

Μετά δακρύων προσευχόταν, μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι· κάθε μέρα ἄναβε κεριά. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ἔτσι τόν φώτισε αὐτόν. Ἄλλους πάλι ἀλλιῶς. Ὁ π. Μάρκελλος1 πάει στήν ἔρημο καί βρίσκει Πατέρες πού προσεύχονται γιά τόν κόσμο· καί λέει ὅτι ὑπάρχουν καί ἀόρατοι ἀσκηταί πού κάνουν προσευχή. Ἔτσι εἶναι...

Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!

ΕΚΔΟΣΕΙΣ:«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
Ἀπό
 τό βιβλίο: "Λόγια καρδιᾶς"

Ἱ. Μ. Παναγίας Ὁδηγήτριας Πορταριᾶς Βόλου.

=============================================


gMAKRINAS tafos


Παρακάτω παλαιότερες  διδαχές της αείμνηστης Γερόντισσας Μακρίνας...


"...Προσπαθώ με την προσευχή να σας βοηθήσω.
Έλεγα: Πώς γίνεται και να μην έρχεται η Θεία Χάρις στην ψυχή μας; ποια είναι τα εμπόδια, τι φταίει;

Και βλέπω κατά σειρά δυο βράδια και ένα μεσημέρι τα εξής:
Το πρώτο βράδυ βλέπω και ανατέλλει ένας ήλιος πολύ λαμπερός και φωτεινός και μέσα μου έλεγε μια φωνή, ότι έτσι φωτίζεται από την Θεία Χάρη ο άνθρωπος όταν έχει πολλή βία και αυταπάρνηση, και ό,τι θλίψη είχα, μου την πήρε αυτό πού είδα....

Το άλλο βράδυ είδα πολλά τοιχώματα και μόλις έμπαινε ανάμεσα λίγο φως, με την ανατολή του ηλίου, και περνούσε καμιά ακτίνα.

Και μια φωνή μου έλεγε ότι είναι στον άνθρωπο πού δεν κάνει τα έργα του Θεού όπως πρέπει. Και πάλι το άλλο μεσημέρι έβλεπα μικρά-μεγάλα τοιχώματα και κοίταζα σε ποιο μέρος θα μπει λίγος ήλιος.

Και έλεγα: Τι Μεγάλος Θεός είναι!

 

Παρ' όλο ότι αμαρτάνουμε, ότι έχουμε τοιχώματα ( εμπόδια ), έστω και λίγο φως έρχεται και κοιτάζει να μας ζεστάνει, να μας ζωογονήσει, να έχουμε πότε-πότε μια παρηγοριά.

Και έφυγε η λύπη, και σαν να μου έλεγε μη στεναχωριέσαι, θα βγει εκείνος ο ήλιος και θα διαλύσει όλα τα τοιχώματα.

Γι' αυτό ας προσέξουμε, ας βοηθήσουμε τον εαυτό μας με την προσευχή και να ζητήσουμε το φως της Θεότητος να έρθει να λάμψη μέσα μας. Ν' αφήσουμε τις συζητήσεις και να κυνηγήσουμε τον Θεό για να μας ανοίξει τον Παράδεισο.

Πρέπει όμως και εμείς ολοψύχως να τον αγαπήσουμε εξ όλης της ψυχής και εξ όλης καρδίας και εξ όλης ισχύος μας...

Σας τα λέω αυτά από πολύ πόνο γιατί είναι μεγάλο το θέμα της σωτηρίας μας και να μην το παίρνουμε αψήφιστα και ρηχά. Λίγο φόβο Θεού, λίγη αυταπάρνηση, το όνομα του Θεού να κυνηγάμε και τότε θα δείτε ο Θεός τι θα μας χαρίσει.

* Ο Θεός μας χαρίζει ένα αμπέλι πού έχει πέτρες, αγριάδες και σου λέει αυτό στο χαρίζω, όπως θέλεις φτιάξτο. Και παίρνεις και σκάβεις και πετάς τις πέτρες και τις αγριάδες. Μετά το οργώνεις, το φυτεύεις, το λιπαίνεις, το καλλιεργείς κ.λπ.

* Πάντα να έχουμε αμφιβολία και στο αυτί και στο στόμα, γιατί καμιά φορά λέμε μια λέξη πάνω στο θυμό μας και δεν την θυμόμαστε και τα παίρνουμε όλα στην πλάτη, τα ανευλόγητα κ.λπ. κι υστέρα γονατίζουμε και πάσχει η ψυχή μας, πάσχει το σώμα μας, η διάνοια μας.

Κυρίως όμως να προσέξουμε 
το στόμα μας, για να ‘ρθει η χάρις του Θεού στην ψυχή μας, για να μην υστερούμεθα τα μεγαλεία του Θεού.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ο ΟΣΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥ 09-12-2003
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΥΨΕΛΗΣ



Μιά προσωπική μαρτυρία...


Έχουμε μια προσωπική μαρτυρία, της αείμνηστης γερόντισσας Μακρίνας, ηγουμένης από την Πορταριά του Βόλου, που όταν ζούσε την διηγείτο τακτικά. Την άκουσα και γω, προσωπικά, παρουσία και άλλων χριστιανών.

Μια νεαρή σχετικώς κυρία, είχε υποστεί κάποιο εγκεφαλικό επεισόδιο με αποτέλεσμα να παραλύσει τελείως από τη μέση και κάτω, έμεινε παράλυτη από τη μέση και κάτω, και ελαφρά από τη δεξιά της πλευρά

Το μυαλό της, όμως, και η ομιλία της δεν πειράχτηκαν καθόλου… Από τη γερόντισσα Μακρίνα, αυτή η συγκεκριμένη κυρία είχε μάθει, πριν από τέσσερα – πέντε χρόνια, την ευχή και επικαλείτο συνεχώς, όχι μόνο το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, αλλά και της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Έτσι, κατάκοιτη και ακίνητη, όπως ήταν, με το ελεύθερο αριστερό της χέρι, έκαμε συνέχεια κομποσχοίνι στο όνομα της Παναγίας, λέγοντας και φωνάζοντας με πόνο αλλά και πολύ θέρμη...

«Υπεραγία Θεοτόκε, βοήθει μοι».

«Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον με».

«Παναγία μου, σώσε με, είμαι αμαρτωλή».

Ύστερα από αρκετές ημέρες συνεχών επικλήσεων, (ώ, του θαύματος θα ανακράζαμε όλοι μαζί), παρουσιάστηκε ένα βράδυ την ώρα που ήταν ξυπνητή, και απευθυνόταν προς την Παναγία με το κομποσχοινάκι της, παρουσιάστηκε Εκείνη ολόλαμπρη μπροστά της. 

Φωτεινή σαν τον ήλιο. Και είχε τέτοια ομορφιά που θαμπώθηκε, όχι μόνον από την θεϊκή ακτινοβολία της, αλλά και από την απερίγραπτη ωραιότητά της. Το ανάστημά της ήτο μεγαλοπρεπέστατο, ουράνιο και ακατάληπτο.

Ενώ πίσω της εφαίνοντο πολύ καθαρά ένα πλήθος από τάγματα αγγέλων και αρχαγγέλων. Ταυτόχρονα είχε την ορατή αίσθηση ότι με τη θεία της παρουσία η Παναγία σκέπαζε ολόκληρο τον κόσμο.

Και μέσα στο ιερό δέος της, τον θαυμασμό και την κατάπληξή της, άκουσε την ουράνια φωνή Της να την ρωτάει.

- Τι θέλεις να σου κάνω, Μαρία, παιδί μου;  ( Μαρία την λέγανε).

Και η άρρωστη αλλά η ευλαβής εκείνη χριστιανή, χωρίς δισταγμό, Της απάντησε:

- Θέλω να γυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο, γιατί είμαι παράλυτη απ’ τη μέση και κάτω, και δεν μπορώ. Κουράστηκε η πλάτη μου απ’ την ακινησία. Ιδιαιτέρως, όμως, θέλω να σωθώ. Τη σωτηρία μου ποθώ, γι’ αυτό και Σε φωνάζω.

Και η Υπεραγία Θεοτόκος, η γλυκυτάτη Παναγία μας, που συμπονάει με τους πόνους μας και τα βάσανά μας, της απάντησε:
- Αυτά θα σου τα δώσω. Και, γι’ αυτό ήλθα, επειδή με φωνάζεις κάθε μέρα, απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. Γιατί θέλω να με φωνάζετε! Να με φωνάζετε συνεχώς. Και γω ακούω και έρχομαι. 

Θέλω να με φωνάζεις, της είπε. Θέλω να με φωνάζετε όλοι σας, όλοι οι χριστιανοί...

Πλημμύρισε, όχι μόνον το δωμάτιο από την υπέρλαμπρη φωτοχυσία της, και το ουράνιο άρωμά της, αλλά και ολόκληρο το σπίτι της. Όλα τα μέλη της οικογένειάς της, κατά την μαρτυρία της αείμνηστης γερόντισσας, έζησαν αυτό το ολοζώντανο θαύμα. 

Η δε ουράνια αυτή ευωδία παρέμεινε διάχυτη για μέρες μέσα στο σπίτι, και ιδιαίτερα στο δωμάτιο της άρρωστης. Το πρόσωπο της Μαρίας έλαμπε από την πολλή χάρη που έλαβε. Και όχι μόνον άρχιζε να κινεί το σώμα της, και να γυρίζει πλευρό με ευκολία, αλλά σε λίγες μέρες έγινε τελείως καλά και σηκώθηκε υγιεστάτη.

Εγώ όμως δεν θα μείνω στο καταπληκτικό αυτό θαύμα της Θείας παρουσίας της Υπεραγίας Θεοτόκου, ούτε στο θαύμα της θεραπείας της άρρωστης. Αλλά θα παραμείνω σ’ αυτά που είπε η Παναγία μας, η Μητέρα όλων μας. 

Τι είπε; «Θέλω να με φωνάζετε». «Θέλω να με επικαλείσθε. Και ’γω ακούω και έρχομαι. Θέλω να με φωνάζετε. » 

«Υπεραγία Θεοτόκε βοήθησέ με»,
«Υπεραγία Θεοτόκε σώσε με»,
«Υπεραγία Θεοτόκε σώσε το παιδί μου», και ό,τι άλλο νομίζετε ότι μπορείτε να φωνάξτε απ’ το βάθος της καρδιάς σας, αυτό που μας πονάει συνήθως περισσότερο.

http://orthodoxgreek.blogspot.com/2010/12/blog-post_1138.html  

 

MakrinaGeoVas

Η γερόντισα Μακρίνα καί ο αδελφός της Γεώργιος Βασσόπουλος λίγο πρίν κοιμηθούν καί οί δύο, με διαφορά ελαχίστων μηνών...


Ευσεβείς πνευματικές σκέψεις τής Γερόντισας Μακρίνας...


* Για να νικήσει κανείς τα πάθη του πρέπει να κοιτάζει μόνο τον εαυτό του, κι΄ όχι να βλέπει δεξιά κι αριστερά. Πρέπει να προλαβαίνουμε τα πάθη και τα ελαττώματα που ξεφυτρώνουν στην ψυχή μας, γιατί αν μεγαλώσουν δεν θα μπορέσουμε να τα βγάλουμε εύκολα...

Να φυλάμε τα μάτια μας, την ακοή μας και να προσευχόμαστε αδιαλείπτως για να έχουμε τη χάρη του Θεού, γιατί, όσο αγωνιζόμαστε, τόσο βάζουμε χάρη στην άκρη και δεν θα φοβηθούμε μετά ότι κι αν έρθει...

* Όταν ο άνθρωπος προσεύχεται βλέπει το διάβολο από πού έρχεται γιά να τον χτυπήσει. Ενώ όταν είναι ξένοιαστος, τρυπώνουν τα δαιμόνια μέσα του καθώς έχει αμέλεια και σκληρότητα και κάνουν σαματά, και σκοτίζεται έτσι ο άνθρωπος και γίνεται ( καί ο ίδιος ) σαν τον Διάβολο.

Θέλω να επικρατήσει σιωπή, να λέτε την ευχή, να προσεύχεστε, να μου κάνετε ένα κομποσχοίνι με σταυρό και μια παράκληση, για να 'ναι μια ενίσχυση για μένα αυτό... ( πρός τίς μοναχές )

Να μην αργολογείτε, συζητάτε, και μεμψιμοιρείτε. Την ευχή να λέτε, για να βρούμε τον Θεό...

Πρέπει να κυνηγήσουμε τον Θεό, να μην αφήνουμε λεπτό να πηγαίνει χαμένο. Όσο το δυνατόν να πιάσετε τον Θεό, γιατί αυτές τις μέρες που περνούν θα τις αναζητούμε και δε θα τις βρίσκουμε. Με αγάπη και καλοσύνη να μιλάμε...

Το βράδυ, που θα κάνουμε προσευχή, να σημειώνουμε τις αμαρτίες τής ημέρας μας. Χρειάζεται πολλή υπομονή στη ζωή μας. Ο καθένας έχει τα ελαττώματα του, τα πάθη του και για κάθε ψυχή που πάσχει, που δεν ξέρει πώς να πολιτευθεί, να κάνουμε μια προσευχή για τη σωτηρία της και θα 'ρθει η Θεία Μακροθυμία στην ψυχή μας.

Τον νου μας να τον έχουμε βιβλίο ανοιγμένο και να κάνουμε μελέτη την κόλαση και τον Παράδεισο. Άμα σκεφτούμε την αιώνια κόλαση, συγκλονίζεται το εσωτερικό μας όλο. Για σκέψου το πύρ το αιώνιον; Τον σκώληκα τον ακοίμητο; τον βρυγμό των οδόντων;

Για σκέψου την ευσπλαχνία του Θεού. «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν».
Για σκέψου, να πορνεύει ο άλλος, να σκοτώνει, και εσύ να τον αγαπάς. Αν ξέραμε τι χάνουμε κάθε δευτερόλεπτο δεν θα κοιτάζαμε δεξιά κι αριστερά. Θα κοιτάζαμε όλο το είναι μας να το αφιερώσουμε στο Θεό...

*Άμα θα σιωπήσετε κι έχετε τον νου σας στην αδιάλειπτη προσευχή μια βδομάδα, θα δείτε τη διαφορά τη μεγάλη μέσα στην ψυχή σας. Αλλά κοιτάζουμε τον Α και τον Β τί κάνει, καί έτσι δεν μπορούμε να προοδεύσουμε...


Να μην ζούμε κατώτερα, ρηχά, να μη ζούμε τόσο επιπόλαια, αλλά να έχουμε σύνεση στην εργασία μας...

*Εμάς τίς μοναχές μας πολεμάει πιο πολύ η μεμψιμοιρία, και πολλές φορές, πιστέψατε με, βλέπω ολόκληρο κοπάδι δαιμόνων και εκεί βλέπεις λοιπόν, άλλος δαίμονας νά σκουντάει τη μία μοναχή, άλλος νά τσιγκλάει την άλλη μοναχή και γίνεται έτσι ένα φοβερό πράγμα...  

Αλλά, αν είναι οπλισμένο το μοναστήρι με προσευχή, δεν θα μπορούν να κάνουν κακό, θα στέκονται από μακριά και θα βλέπουν...

Αλλά βρίσκει ευκαιρία και τριγυρνάει, και την μια μοναχή την πιάνει από το πόδι, την άλλη από το λαιμό, την άλλη από τη φωνή, την άλλη από την κραυγή, και χαλάει ο κόσμος... 

Εκείνη την ώρα πιστέψετε με, εγώ βλέπω τους δαίμονες πώς περνάνε εν ριπή οφθαλμού γύρω μας, όπως πετούν τα αεροπλάνα ! Λοιπόν, πολύ προσοχή και προσευχή.

* Να μην αντιλογούμε, γιατί το θέμα της αντιλογίας είναι το πιο φοβερό πράγμα: «όχι δεν θα πάω, εκείνη γιατί δεν πάει, γιατί δεν της λες αυτηνής τίποτα...»

Μέσα στον κόπο θα βρείτε το Χριστό σας το λέω από μεγάλη πείρα, επειδή το 'νιωσα αυτό το πράγμα, καίτοι ανάξια είμαι και αμαρτωλή, αλλά επειδή μέσα στον κόπο είδα τον Θεό, γι' αυτό ο κόπος είναι ένα πολύ μεγάλο πράγμα.


ΕΙΔΑ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΕ ΞΑΝΘΕΣ ΚΟΤΣΙΔΕΣ ΚΑΙ ΓΑΛΑΖΙΑ ΜΑΤΙΑ...

Να αγαπούμε πολύ την Παναγία. Να της τραβάτε κομποσχοίνι, να κάνετε κάθε μέρα Παράκληση, και θα μας πάει όλες στον Παράδεισο... ( έλεγε στίς μοναχές καί λαϊκές πού συναντούσε ).

Την είδα τήν Παναγία μας, ήταν σαν μικρό κοριτσάκι 15 χρονών (όπως είναι στην εικόνα στην Γοργοϋπήκοο στο κελί της) την ώρα του Χερουβικού, που ήμουν γονατισμένη.

Στεκόταν όρθια, μπροστά στην ωραία Πύλη και κρατούσε πάνω Της τον μικρό Χριστό ! 

Δεν θα ξεχάσω τα ματάκια Της, εκείνα τα γλυκά, πώς με κοιτούσαν, μέχρι μέσα στην καρδιά μου έμπαινε εκείνο το Βλέμμα Της.

 Ήταν γαλάζια τά μάτια Της, και η Παναγία είχε δύο ξανθές κοτσίδες, αλλά όλη μου η προσοχή είχε συγκεντρωθεί στα μάτια Της.

Και την παρακαλούσα και έλεγα «Παναγία μου τι θα γίνουμε, τι θα γίνει αυτό το μοναστήρι, τίποτε δεν κάνουμε, πώς θα σωθούμε;» 

Και η Παναγία χαμογέλασε, η διάθεση μου άλλαξε από εκείνη την μέρα, μια γαλήνη ήρθε μέσα μου από το βλέμμα της Παναγίας καί μόνο...

Τό Μοναστήρι μας να ξέρετε ότι είναι αγιασμένο.

O π. Ιγνάτιος που είναι στα Ιεροσόλυμα έλεγε: "πολύ αγιασμένο το μοναστήρι σας, άγια τα χώματά σας..." 

Αυτό βέβαια το έχω διαπιστώσει πολλές φορές, παρουσιάζεται η χάρις της Παναγίας μας εδώ πέρα, και πολλοί άνθρωποι την βλέπουν. Είναι η προστασία της Παναγίας, που μας προστατεύει.
Γι' αυτό, όταν θα έρθει η χάρις του Θεού στην ψυχή σας, θα λέτε: 

«Κυρία και Δέσποινα του κόσμου, εγώ δεν σου προσέφερα τίποτε...» .

Άσε που θα μας τα δώσει όλα στον ουρανό. Θα τα δούμε σωρούδια εδώ, σωρουδάκια παραπέρα, ότι, κι ένα κρεμμύδι να ‘χει δώσει κανείς και μια πατάτα και μια κλωστή, όλα, όλα θα τα δει στον ουρανό...

Και το κάθε βηματάκι πού θα κάνει κανείς, η χάρις του Θεού τον πλουτίζει.

Το μοναστήρι δεν είναι δικό μας. Μας φιλοξενεί η Παναγία και σύμφωνα με την φιλοξενία που μας κάνει πρέπει να πολιτευόμαστε.



ΘΑΥΜΑΣΤΑ  ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ...

1) Μού τηλεφώνησε προχθές μιά κοπέλα και μου λέει ότι πέρσι ήταν κατάκοιτη. Ούτε από δω γυρνούσε ούτε από κει, είχε πάθει εγκεφαλικό. Αλλά την ευχούλα δεν την άφηνε, 

«Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» και «Υπεραγία Θεοτόκε βοήθει μοι», στο κεφάλι δεν είχε πάθει τίποτε. 

Και λοιπόν μετά παρουσιάστηκε η Παναγία τόσο λαμπρή, τόσο όμορφη, τόσο ωραία, πού ήταν ένα ανάστημα που δεν μπορεί να το φανταστεί κανείς και πίσω της ήταν τάγμα αγγέλων. Είχε μία σκέπη και σκέπαζε όλο τον κόσμο και της λέει: 

--«Τι θέλεις να σου κάνω;», καί τής λέει: 

--«Θέλω να γυρίσω από το ένα πλευρό και από το άλλο, γιατί είμαι παράλυτη. Η πλάτη μου κουράστηκε! Και να σωθώ, τη σωτηρία μου θέλω..». 

--«Αυτά θα σ' τα δώσω, αλλά όμως αυτό που θα σου πω να τό κάνεις. Θέλω να με φωνάζεις, γιατί εγώ θέλω να με φωνάζετε..». 

Λοιπόν, της Παναγία μας να της λέμε λογάκια, να της λέμε το ένα, το άλλο. "Θέλω να μέ φωνάζεις" της λέει. Αυτά θα σ' τα κάνω. 

Πλημμύρισε το δωμάτιο όλο άρωμα και τέτοιο φως μέσα στο σπίτι της, πού έλαμπε το προσωπάκι της, τόσο πολύ χάρη είχε, και κατόπιν άρχισε και σηκωνότανε από το ένα πλευρό, από το άλλο και γύριζε από το ένα μέρος και το άλλο...



Άμα σκεφθούμε τι μας έχει ετοιμάσει ο Θεός στον ουρανό, θα φρίξουμε...


2) Μια φορά, μεγάλη πείνα ήταν. Τότε στην πείνα, 1946 στην Κατοχή, κι όλη την εβδομάδα είχα μια πολλή μεγάλη στέρηση. 

Είχα ένα χρέος, πού έπρεπε να το δώσω μέχρι το Πάσχα, εντολή να το έδινα. Και τώρα εγώ έκανα μεγάλη οικονομία για να το δώσω και έτρωγα όλη την Μ. Εβδομάδα λίγο ψωμάκι 50 δράμια ψωμί, γιατί κι αυτό δεν μπορούσα να το αγοράσω, κι έβρεχα το ψωμί μου μέσα στο νερό και το έτρωγα, δεν είχα τίποτε άλλο...

Ε! όταν πήγαμε στην εκκλησία, τότε το Μ. Σάββατο, γιατί ο πνευματικός μας διάβαζε από ώρα 8 τους Αγίους Αποστόλους, όπως κάνουν στο Άγιο Όρος... Και θέλω να σας πω για τη στέρηση, τι κάνει ο Θεός, για την ανέχεια τη μεγάλη, πώς βοηθάει ο Θεός, όχι ότι είχα αξία, αλλά για να μου δείξει πόσο Δυνατός είναι και πόσο πρέπει να τον λατρεύουμε.

Ήρθε και το Μ. Σάββατο πήγα στις 8 στην εκκλησία, ε! κάθησα σε μια γωνιά, τραβούσα κομποσχοινάκι, όλοι κρατούσαν λαμπάδες, εγώ δεν είχα τίποτα, ούτε ένα κεράκι, τίποτα. Τώρα, πώς να πάω, στο «Δεύτε λάβετε φως» δεν είχα κερί. Λέω με το νου μου, 

«Χριστέ μου, αν Εσύ θέλεις να κρατήσω και την λαμπάδα Σου, αν Εσύ δεν θέλεις να ‘ναι ευλογημένο, αφού δεν θέλεις ούτε κερί να ‘χω».

Ε! εκεί πού έλεγα λόγια στον Χριστό, παράπονα έλεγα, τον πόνο μου έλεγα, αφού άρχισε η ακολουθία, δεν κατάλαβα καλά-καλά γιατί εγώ είχα λιποθυμήσει, μόνο κατάλαβα σαν κάποιος να είχε ανοίξει όλα τα ράδια του κόσμου κι' έλεγε: 

«Εν αρχή ην ό Λόγος και ό Λόγος ην ό Θεός, και Θεός ην ό Λόγος» και το πασχαλινό το Ευαγγέλιο κι αυτού λοιπόν, μ' αυτό το Ευαγγέλιο τώρα πόση ώρα ήμουν λιποθυμισμένη δεν ξέρω... 

Πήγαν να με συνεφέρουν, αλλά εμένα αυτά τα λόγια είχανε τυπωθεί μέσα στην ψυχή μου. Άκουγα αυτή τη φωνή την ωραία σ' όλη την ακολουθία την Πασχαλινή, κι αυτά τα λόγια μου φέρνανε έναν χορτασμό, πώς τρως δηλ. κατά κόρον και δεν μπορείς να σταθείς, έτσι ακριβώς αισθανόμουν κι ύστερα μου ήρθε ο λογισμός: 

να και οι Πατέρες στην έρημο που δεν τρώνε που δε γεύονται τίποτε, αυτόν τον χορτασμό αισθάνονται, έτσι μια φωνή μου το ‘λεγε αυτό το πράγμα και δεν μπορώ να σας πω, και άρρητα ρήματα μέσα στην ψυχή μου και άρρητη ευωδία και άρρητη γεύση, σα να είχα φάει του κόσμου τα μέλια, του κόσμου τα γλυκά και μετά έλαβα δυνάμεις. 

Ενώ την Μ. Εβδομάδα είχα εξαντληθεί από την αφαγιά και τη στέρηση, ύστερα έλαβα ισχυρές δυνάμεις, και την ώρα που πήγαινα να ασπαστώ την Ανάσταση και το Ευαγγέλιο, ο πνευματικός μέ κατάλαβε και μου λέει: «Χριστός Ανέστη» και με το Χριστός Ανέστη εμένα πιο πολύ μ' ανέβηκε αυτό το πράγμα στην ψυχή μου, ήρθε κι απλώθηκε πιο πολύ αυτός ο πλούτος μέσα στην ψυχή μου. 

Και παίρνω έναν δρόμο λοιπόν, τους αφήνω προτού τελειώσει η εκκλησία και πηγαίνω στο σπίτι για να μην χάσω αυτό το μεγαλείο. Πήγα στο σπίτι. Δεν ήθελα να φάω, μα τίποτα - τίποτα. Ούτε νεράκι, ούτε ψωμί, μα τίποτα, τίποτα δεν ήθελα. 

Μου λέει η ξαδέλφη μου - ήταν απέναντι τα σπίτια μας. "Έλα να φας, τίποτε δεν πήρες". Εγώ που να πω ότι είχα φάει; κτλ. δεν είπα τίποτα. Πήγα να φάω μια κουταλιά δεν κατέβαινε και το μεσημέρι με είχε κάνει τραπέζι η κουμπάρα μου, πού τους είχα βαφτίσει 2 παιδάκια. Ήταν πολύ πλούσια αυτή... 

Και μέχρι το μεσημέρι δεν είχα φάει τίποτα. Έλεγα πώς θα πάω σ' αυτό το σπίτι τώρα; Ήταν πνευματικός κόσμος. Λέω, θα με ρωτούν το ένα, το άλλο. Εγώ τώρα ήθελα να βρω άνθρωπο να πω αυτό το μεγαλείο, πού αισθάνθηκα μέσα μου. Λέω, τι κάνει ο Θεός, να βλέπω το Θεό, δηλαδή, τόσο μεγάλο που να λέω: μα τι κάνει ο Θεός! Πόσο πλουτίζει τον άνθρωπο! 

Αυτό είναι που λένε μερικοί, ότι δεν ζουν οι άνθρωποι μόνο με την τροφή, αλλά και με τη χάρη του Θεού. 

Ε! εγώ αυτό το πράγμα, τη χάρη του Χρίστου, το αισθάνθηκα λόγω της πείνας και της κακομοιριάς που είχα και της στερήσεως, ο Θεός μου το ‘δωσε για να καταλάβω τι δίνει ο Θεός στη στέρηση επάνω. Και λέω η εγκράτεια πόσο καλό κάνει στον άνθρωπο, και η προσευχή, και όταν αφήσει κανείς τον εαυτό του στο Θεό εξ ολοκλήρου, ο Θεός τον ταΐζει, ο Θεός τον ποτίζει, από τον Θεό γεύεται κι' όλα αυτά τα ουράνια μεγαλεία τα αισθάνεται η ψυχή του ανθρώπου, που τα δίνει δωρεάν ο Θεός. Δεν μας υστερεί εμάς τίποτα. 

Εμείς τώρα δε θέλουμε να πλησιάσουμε το Χριστό μας για να μας δώσει αυτό το ουράνιο μεγαλείο, να το γευόμαστε, να το σκεφτόμαστε, να Τον αγαπάμε. Εμείς απομακρυνόμαστε... 

Εκείνος μας καλεί συνέχεια, να μας δώσει εκείνο, να μας δώσει το άλλο, δηλαδή όλα, χαρά, αγαλλίαση, ότι έχει Εκείνος να μας τα χαρίσει. 

Άμα σκεφθούμε τι μας έχει ετοιμάσει στον ουρανό, θα φρίξουμε. Δεν μπορεί να το συλλάβει η διάνοια του ανθρώπου, το να δει τα κάλλη του Παραδείσου, δεν μπορεί να ζήσει άμα τα δει κανείς.
Είναι τρομερά, είναι φοβερά, τόσο όμορφα είναι και τόση αγαλλίαση αισθάνεται η ψυχή του ανθρώπου.

Θέλει αγάπη, να Τον αγαπήσουμε. Αν τον αγαπήσουμε θα μας τα δώσει όλα δωρεάν. Μόνο να δώσουμε την καρδιά μας σ' Εκείνον. «Να ‘ναι ευλογημένο» και «ευλόγησαν». Αυτό είναι, να βρει κανείς στην ψυχή του το Θεό. Γιατί  η στέρηση τού Θεού είναι πολύ μεγάλο πράγμα...

3) Μέναμε σ' ένα σπιτάκι τότε στην Αθήνα, μας είχε ένας Δεσπότης  Πολύκαρπος, και μας είχε δώσει ένα σπιτάκι. Παιδιά εγκαταλελειμμένα είμαστε, πήγαμε εκεί πέρα στενοχωρημένοι, μας πήγε ο Δεσπότης και μας νοίκιασε ένα σπίτι κι αυτό ήταν καλοκαιρινό, ήταν μέ τα κεραμίδια μόνο. 

Και να πέφτει το χιόνι και να κοιμάμαι πάνω σε δυο σανιδάκια, ακόμα λίγο και θα κοκκαλιάζαμε εκεί μέσα... 

Τρέξαν οι άνθρωποι και μας γλύτωσαν, Θεοφάνεια. Και θέλω να πω ότι αυτά ήταν της στερήσεως που πέρασα. Αυτά κάνει η Χάρις του Θεού...

4) Σ' ένα παρεκκλήσι στην πείνα, στην Κατοχή, πήγα ν' ανάψω το καντηλάκι. Κι εκεί λοιπόν είχε συκιές απέξω από τον φράχτη. Και λέω «Βοήθησε Χριστέ μου να κόψω ένα συκάκι, μόνο ένα συκάκι», κι η πείνα να σε δουλεύει ε! να σε θερίζει.

Και πάω και κόβω ένα συκαλάκι και τρώω να δυναμώσω και να ‘χω τύψεις μετά, "γιατί να κόψω το σύκο αυτό". Πάω, λοιπόν, και το λέω στον πνευματικό.

--Έκοψα ένα σύκο, τού λέω, αλλά η πείνα τόσο πολύ μ' ανάγκασε. Μου λέει "όταν θα γίνεις σε καλή κατάσταση, θα πάρεις 3 οκάδες σύκα και θα τα μοιράσεις γι' αυτό που έκλεψες..."  Ήταν βλέπετε ο απαγορευμένος καρπός!

5) Ήμασταν  τρείς, και σηκωθήκαμε τώρα να πάμε στη Ζαγορά. Στο πίσω μέρος, στο ανατολικό Πήλιο. Λοιπόν, γνώριζα κάποια δική μου εκεί πέρα, και λέω ας πάω μήπως μου δώσει λίγο ψωμάκι και λίγο λαδάκι. Μόλις πήγα εκεί πέρα και με είδανε άρχισαν να κλαίνε. Πάει το Μαρικάκι...( γιά μένα δηλαδή κλαίγανε ) 

Είχε βγει το χνούδι από την αδυναμία, σκελετός ήμουνα. Αυτοί, λοιπόν, οι καημένοι μάζεψαν πατάτες από δω, μάζεψαν λίγο λαδάκι από εκεί, εν τω μεταξύ κόβουν ψωμί (είχαν ψωμί ζυμωτό) κι έφαγα 1 καρβέλι εκείνο το βράδυ. Πώς το ‘φαγα; που πήγε; Φάε μου λέει πατάτες βραστές. 

Μου έδιναν από όλα, κι όλα τα έτρωγα. Δεν χόρταινα. Τώρα, το πρωί; πώς σηκώνω εγώ τις πατάτες, πού μου δώσανε; σηκώνονται 18 οκάδες πατάτες και μου δίνουν ένα τενεκεδάκι λάδι. Μου τ' ανέβασαν στον ανήφορο τα παιδιά -είχαν ζώα- μετά από κει είχαν φυλάκια οι Ιταλοί και νυχτώσαμε. Ήταν 12 η ώρα νύχτα. 

Που να πάω με το βάρος; Μόλις έβλεπα τους Ιταλούς, ώχ! ακουμπούσα στα βραχάκια και καθόμασταν εκεί πέρα και κοιτούσαν αυτοί και κλαίγαμε εμείς και λέγαμε: «Τείχος ει των παρθένων Θεοτόκε Παρθένε» κι αυτοί τα έβλεπαν τώρα αυτά πού προσευχόμασταν και παρακαλούσαμε...Και έκλαιγαν ( κι΄αυτοί ) και μας σήκωναν το βάρος, που είχαμε πίσω, για να μπορέσουμε να βαδίσουμε... 

Μόλις φτάνουμε πρωί στο σπίτι, σιγά - σιγά, 6 ώρες δρόμο. Είχα τις πατάτες στον ώμο, ετοιμοθάνατη ήμουν. Αμέσως λιποθύμησα, έπεσα κάτω γιατί δεν είχα άλλη αντοχή. Μου κλέβουν τις πατάτες οι γειτόνοι όλοι, μου κλέβουν το λάδι, και δεν μ' άφησαν τίποτε... 

Κι εμένα, λοιπόν, μ' έπιασε ένας πόνος στο πλευρό, ένα επανωφόρι φορούσα τότε, δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Λέω άσχημα την έχω. Που να βρω γιατρό; Η γειτονιά έρημη, δηλαδή λίγα πρόσωπα, αλλά αυτά τα λίγα μου κλέψαν τις πατάτες. 

Πάω στο γιατρό σιγά - σιγά, μου λέει: έχεις πλευρίτιδα και πρέπει να βρεις πίτουρα να βάλεις. Που να βρω; Εγώ λέω: Θα καθίσω Παναγία μου μέσ' το δωμάτιο κι ότι είναι ευλογημένο. Θες να με πάρεις; πάρε με, δε θέλεις, όποτε εσύ θέλεις. Κάθισα μόνη μου τώρα, σκοτεινά, χωρίς καντήλι, χωρίς τίποτα...

Όπως ήμουν ξαπλωμένη, κουκουλωμένη, είχε θαμπώσει, είχε σκοτεινιάσει βλέπω μια μοναχή με το σχήμα της καί μού λέει: 

--«Δεν μπορείς ; »

Καί με πλησιάζει, αλλά το δωμάτιο έλαμψε όλο φως. 

--«Ναι δεν μπορώ" τής λέω "Πήγα στη Ζαγορά, κάθισα, είπα τα παράπονα μου εγώ, και μου δώσανε λίγες πατάτες και μου τις κλέψαν, και τώρα δεν έχω τίποτα, ούτε καντηλάκι έχω, τίποτα δεν έχω, κι είπα θα καθίσω εδώ και ας πεθάνω ποιος θα με ανοίξει την πόρτα; Δεν έχω κανέναν.» Λέει: 

--«Μη στεναχωριέσαι, θα γίνεις καλά, εγώ θα σε κάνω καλά» κι' ούτε να φαντασθώ ποιά είναι, να τη ρωτήσω... 

Παίρνει, λοιπόν, και βάζει το πάπλωμα μου, είχα ένα παπλωματάκι μικρό και μου το ‘βαλε έτσι όπως κάνεις το χωνί, έτσι ακριβώς, και μου λέει: 

--«Άντε δεν έχεις τίποτε, θα γίνεις καλά.» 

Αμέσως μου πέρασε το πλευρό μου, έλαβα τον χορτασμό, είχα πείνα, εξάντληση, που να βρω φαγητό, που να βρω τίποτα, και χόρτασα σαν να είχα σφάξει ένα ζώο μπροστά μου και το ‘ψησα και το ‘φαγα ! Τέτοιο χορτασμό αισθανόμουν. 

Το πρωί πήγα στο γιατρό, καί μού λέει: 

--Τι ήρθες; 

--Να με ακροαστείτε λιγάκι.

 Μου κάνει εξέταση, καί μου λέει 

--Δέν έχεις τίποτε τώρα! Τι έγινε, πώς έγινες καλά; 

Λέω, αυτό κι' αυτό, καί μού λέει ο γιατρός:

--Επέτρεψε ο Θεός για τις ανέχειες, λόγω της πείνας, για να σε κάνει η Αγία καλά... 

Και τότε, μού λέει κάτι από μέσα μου: 

"Ποιά νά ήταν αυτή πού είδα; ποιά νά ήταν; ". Και μου λέει μια φωνή στ΄ αυτί μου: 

"Ήταν η Αγία Παρασκευή ! " 

Και γι' αυτό κι΄ εγώ, την αγαπούσα την Αγία Παρασκευή !  Μου το ‘πε η ίδια στ' αυτί, πληροφορία, ότι ήταν ή Αγια Παρασκευή!

Είναι της πείνας αυτά, της κατοχής. Πήγα μάζευα χόρτα. Στο μέρος που τα μάζευα ξαναφύτρωναν την άλλη μέρα πάλι. Κάθε μέρα στο ίδιο μέρος φυτρώνανε όλα. Και μετά σιγά - σιγά τα ‘πλενα και τους τα πήγαινα πολλές φορές ωμά, σ' αυτό το κοριτσάκι πού ήταν άρρωστο. Είχε φυματίωση το καημένο...

Μ' είδε κι εμένα ο π. Εφραίμ ο παλιός μου πνευματικός. 

--Κοίταξε παιδί μου, μου λέει. Κοίταξε παιδάκι μου, όλους τους θάψαμε. Κοίταξε Μαρικάκι μου, χρυσό μου παιδί, κοίταξε, άμα πας στο Χριστό και έχεις παρρησία πολλή, εύχου και για μένα τον αμαρτωλό. 

--Ό,τι είναι θέλημα Θεού, έλεγα. Άμα θέλει να με πάρει ό Χριστός, ας πεθάνω. Ό,τι είναι θέλημα Θεού. Ύστερα, λοιπόν, βγάζει κήρυγμα και λέει:

--" Όσο θα έχετε ψωμί, από μια μπουκιά θα ρίχνετε, θα κόβετε, το Μαρικάκι θ' ανοίξει το παράθυρο, να πετάτε την μπουκιά μέσα στο σπίτι, να βρίσκει να τρώει... 

Και τότε λοιπόν είχαν εξαφανίσει οι Ιταλοί τις γάτες, και άνοιγα το παράθυρο και ‘ρίχναν μπουκιές - μπουκιές μέσα κι έπαιρνα λοιπόν κι έτρωγα και συνήλθα. Έκανα υπακοή...

Λοιπόν, όταν συναντιόμασταν με τις αδελφές δεν μιλούσαμε. Μας έλεγε ο πνευματικός: 

--"Μη μιλάτε. Θα πάρετε το αντίδωρο και θα πάτε στο σπίτι, και στη διαδρομή όλη θα λέτε την ευχή και μόλις φτάσετε στο σπίτι, θα λέτε" Δόξα σοι ο Θεός ημών δόξα σοι, και μέσα θα αισθάνεστε στο σπίτι μεγάλη ευωδία, μεγάλη χάρη..." 

Δεν κοινωνούσαμε, μόνο το αντίδωρο παίρναμε, αυτό λέγαμε και νομίζαμε ότι λιβανίζανε εκείνη την ώρα. Στο δρόμο που βαδίζαμε υπήρχε ευωδία σαν κάποιος να λιβάνιζε...

Λέμε: τι ευωδέστατα λουλούδια είναι αυτά; και δεν είχε τίποτε, ούτε περιβόλι, ούτε τίποτε, ήταν δηλαδή η χάρις του Θεού πολλή... 


ΦΟΒΕΡΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ...

6) Μια φορά πήγαμε σ' ένα παρεκκλησάκι. Ήταν Δεκαπενταύγουστος, λέω «δεν πάμε ν' ανάψουμε τα καντηλάκια στον Αγ. Νικόλαο και να φύγουμε;» Όλες μαζί ξεκινήσαμε. Ήμασταν επτά. Και αφού ξεκινήσαμε, δεν πήραμε ούτε κουλούρι, μόνο με τ' αντίδωρο. 

Λοιπόν, μόλις φθάσαμε στους πρόποδες, στο παρεκκλησάκι εκεί πέρα, λέω: τι καλά να είχαμε μια φετούλα ψωμάκι και να είχαμε και από ένα συκαλάκι φρέσκο και φρέσκο ψωμάκι να τρώγαμε! 

Μπαίνουμε στο παρεκκλησάκι, ανάψαμε τα καντηλάκια, ψάλαμε, μπαίνω εγώ στο ιερό να ανάψω το καντηλάκι μέσα. Βλέπω ένα δέμα πάνω στην Αγ. Τράπεζα.

Λέω: παιδιά ό Αγ. Νικόλαος μας έφερε κάτι. Δεν ξέρω, του Αγ. Νικολάου δώρο είναι.

Πάω, λοιπόν, να το ανοίξω, τι να δω; 

Όσες ήμασταν, από ένα σύκο και από μία φέτα ψωμί ζεστό, φρέσκο, της ώρας! 

Και υστέρα, λοιπόν, μετά από ενάμιση μήνα ξαναπήγαμε κι εγώ, τώρα γλυκάθηκα, πήγα πάλι μέσα στο ιερόν, ανάψω τα καντηλάκια και βλέπω τον Εσταυρωμένο και στ' αγκάθινο στέφανο είδα πώς τρέχουν σταλαγμίτες, πώς τρέχουν τα δάκρυα, έτρεχαν από την πλευρά του, έτρεχε ύδωρ μεμιγμένο με αίμα ! 

Είχαμε μια εικόνα της Παναγίας κι είχε μέσα γύρω - γύρω βαμβάκι, και παίρνω, λοιπόν, το βαμβάκι, πάω πίσω και σκούπιζα, σκούπιζα τον Εσταυρωμένο ήταν μούσκεμα. 

Κατ' ευθείαν πάμε στον εσπερινό. Το είπαμε αυτό το πράγμα.

Λέει ιερέας: 

"παιδιά, πόλεμος θα γίνει ! " και το έκανε κήρυγμα στην εκκλησία. 

Και αυτός, όταν έβλεπε τέτοια σημάδια να κλαίνε οι Άγιοι, να κλαίει ο Χριστός θα γίνει πόλεμος λέει και πολύ γρήγορα. Και μ' αυτό το βαμβάκι είχαμε τότε σταυρώσει όλον τον κόσμο, πού ήταν εκεί πέρα και πράγματι έγινε έτσι, γιατί σε λίγο καιρό κηρύχθηκε ό πόλεμος τού 1940.



MAKRINA gerontisa

Η Οσία γερόντισσα Μακρίνα μιλάει παρακάτω για ένα φοβερό όραμα πού είδε...

Λόγοι καρδιάς...

"...Προσέξτε, αυτό πού μάς δωρίζει ο Θεός, νά τό δεχόμαστε μέ πολλή ταπείνωσι, νά τό κρύβουμε, νά τό φυλάττουμε, ώστε νά μή τό χάσουμε. Τό χάσαμε; Είμαστε απαρηγόρητοι ! Γι’ αύτό πρέπει να προσέχουμε, νά προβάλλουμε όλο τήν ταπείνωσι, νά πηγαίνουμε τήν ψυχή μας από τό σκοτάδι στο πυρ, από τό πυρ στον τριγμό τών οδόντων…

Makrina1

Νά σκεφτόμαστε πώς θά ανέβουμε εκείνη τήν σκάλα, πώς θά την ανέβουμε, πού δίπλα στέκουν οί δαίμονες νά μάς άρπάξουν καί νά μάς ρίξουν στην αφάνεια, όπως χάριτι Θεού τό είδα.
Ό Θεός αυτά τά δείχνει, όχι γιατί είναι άξιος ό Προεστώς, αλλά λόγω τού φορτίου πού σηκώνει, προς γνώσι καί συμμόρφωσι καί τού εαυτού του καί τών πνευματικών του παιδιών.

Είδα ότι βρέθηκα σέ ένα Μοναστήρι μέ μία πόρτα σιδερένια, όπως η δική μας, καί εκεί ήταν μία εικονούλα. Καί βρίσκω τρία χρυσά νομίσματα σάν λίρες καί τά πήρα καί λέω, τί ωραία, καί τά έπαιζα στο χέρι. Καί μου ήρθε μία σκέψη, ότι αυτά είναι τά τάλαντα...


Πήρα καί τήν εικονούλα στά χέρια μου καί αυτή σάν τηλεόρασι μεγάλωσε, μεγάλωσε, καί έγινε μία μεγάλη εικόνα καί ήταν ο θρόνος τού Θεού πού κρεμόταν στον αέρα. Δέν μπορούσα νά διακρίνω, ήταν ένα πολύ ωραίο πράγμα...

Από τήν μιά πλευρά ήταν όλοι οι Δίκαιοι καί οι Αγιοι, από τήν άλλη ήταν ένα στόμα πύρινο καί κάτω ήταν όλο χάος...

Καί περνούσαν εκείνη τήν ώρα Αρχιερείς, ιερείς γιά νά κριθούν. Καί μόλις γινόταν η δίκη από τον Χριστό, έρχονταν οι λέοντες πού έβγαιναν από τό σκοτάδι καί τούς άρπαζαν καί τούς έρριχναν μέσα στο χάος αυτό. Πολλή ώρα διήρκεσε αύτό τό πράγμα. Από ’κει βλέπω τούς δαίμονες νά είναι φορτωμένοι στον ώμο τσουβάλια καί «εν ριπή οφθαλμού» έρριχναν χιλιάδες ψυχές στο στόμα αυτό.
Ήταν τόσο τρομερό!

Εβλεπες καί γέμιζε τό στόμα αυτό - σάν νά τούς βλέπω τώρα- όπως τούς άδειαζαν μέσα. Επαιρναν τά τσουβάλια πάλι στον ώμο καί έτρεχαν νά τα ξαναγεμίσουν.

Κάπου-κάπου εμφανιζόταν κανένας Αρχιερεύς, ιερεύς, καί έλεγε ο Κύριος με πολλή αβρότητα: «πήγαινε εκ δεξιών μου».

Άλλα δέν θά ξεχάσω αυτόν τον τρόμο, όλη τή νύχτα δέν μπορούσα νά ησυχάσω, μέρες δέν έφευγε από τή διάνοιά μου. Καί λέω, κοίταξε νά δής, ιερείς, αρχιερείς, μοναχοί, λαϊκοί, χαλούσε ο κόσμος…

Μου το έδειξε ο Θεός, γιά νά ταπεινωθώ, νά δώ τήν ψυχή μου. Δέν είναι μικρό πράγμα ή Κόλασι, «έν ριπή οφθαλμού» νά σε πετούν μέσα στά σκοτάδια, στο πυρ τό αιώνιον.

Έτσι λοιπόν, βρέθηκε η ψυχή μου γιά λίγη ώρα και τρόμαξε ή καρδιά μου, δέν μπορούσα νά σταθώ. Οί λέοντες νά ξεπετάγωνται από μέσα, νά τούς αρπάζουν από τά πόδια και νά τούς πετούν στο χάος.

Με είχε πιάσει ένας φόβος τρομερός και τόπα στον Γέροντα- «Γέροντα, δέν μπορώ νά ησυχάσω».
«Ναί, παιδί μου, μάς τά δείχνει ο Θεός, γιά νά ταπεινωθούμε, μόνο και μόνο, γιά τήν ευθύνη των ψυχών πού έχουμε αναλάβει». Έγώ σάς τά λέω, ώστε και σείς νά διορθωθήτε και ’γώ νά διορθωθώ...

Καί κάτι ακόμη...

Τό μεγαλύτερο θηρίο στον άνθρωπο είναι ο εγωισμός, είναι η υπερηφάνεια. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο κακό από το «γιατί», το «πώς» καί το «τί». Εσύ κάνε υπακοή καί θά κάνης φτερά. Σήμερα έσβησε η υπακοή καί η ταπείνωσις από τούς ανθρώπους καί από τούς γονείς, έσβησε καί από τά παιδιά.

Βλέπουμε χιλιάδες τά διαζύγια, η υπακοή έσβησε από τά ανδρόγυνα. Η εκκλησία βρίσκεται σε μία κατάστασι δύσκολη. Στά Μοναστήρια, τα ίδια. Ο διάβολος τώρα γυρίζει, κάνει γύρο στά Μοναστήρια. Όλους τούς κέρδισε.

Οι μοναχοί δύο-τρεις είναι, πέντε είναι, θα πάη νά τούς διαλύση. Νά μή υπάρχη τίποτε. Αφού τά ξεθεμέλιωσε όλα ο διάβολος, δέν ύπάρχει ούτε κράτος ούτε εκκλησία, τίποτε. Γι’ αυτό νά κάνουμε υπακοή, νά σωθούμε, νά πάμε στον ουρανό. 

Γιατί πώς θά αντέξουμε τήν αιώνια Κόλασι;

 Εβλεπα τή θάλασσα κάποτε και έκανα θεωρία και έλεγα: «Χριστέ μου, σκέψου νά ήμουνα ναυαγός και νά πάλευα μέσα στη θάλασσα, νά ξύλιαζα από τό κρύο, νά μή έβρισκα καταφύγιο και από πουθενά βοήθεια». Αυτή η θεωρία δεν έφευγε από τό μυαλό μου και ερχόταν κλαυθμός στήν ψυχή μου καί σκεπτόμουν πώς θά είμαι στήν Κόλασι- «αιώνια Κόλασι!

Φεύγει ο χρόνος και δέν κάνω τό θέλημα του Θεού καί περνούν οι μέρες μου». Ετσι σκεφτόμουν, γιατί είναι φοβερή η Κόλασις.

Μόνο νά πιάνης τό ψηλαφητό σκοτάδι, σέ φτάνει- καί νά αισθάνεσαι αυτή τή μυρωδιά από τό θειάφι! Δέν μπορεί νά τό ζήση κανείς, δέν αντέχεται, τόσο φοβερό είναι!

Καί όταν οδηγηθείς μπροστά στο δικαστήριο του Θεού, στο Δεσποτικό Θρόνο καί βγαίνει η απόφαση καί σε αρπάζουν οι δαίμονες -κοσμικούς, μοναχούς, ιερείς καί αρχιερείς-, σέ τσουβαλιάζουν καί σέ πετάνε στο πυρ τό αιώνιο! 


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
-- ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ. --«ΛΟΓΙΑ ΚΑΡΔΙΑΣ».


Λόγος της Γερόντισσας Μακρίνας, 1971


Όταν ο μοναχός δεν έχει ακρίβεια στη ζωή του, στην υπακοή του, στα καθήκοντα του, δεν έχει προκοπή. 

Γι' αυτό, λοιπόν, πολλές φορές σας λέω, παιδιά κάντε τα καθήκοντα σας, γιατί κι εγώ έκανα φυσικά πολλά αδιάκριτα πράγματα κι έβλαψα τον εαυτό μου στο θέμα της υγείας μου, γιατί έκανα ανευλόγητα ήταν ο πολύς ό ζήλος τότε, δεν ήμασταν και σε κοινόβιο κι όσο θέλαμε τρώγαμε είτε κάναμε ξηροφαγία και δεν το λέγαμε στον πνευματικό. 

Εμείς ότι ακούγαμε απ’ τις αναγνώσεις θέλαμε να τα εφαρμόσουμε και δεν λάβαινε γνώση ο πνευματικός μας. Ύστερα, λοιπόν, αρρωστήσαμε από αδενοπάθεια κλπ. γιατί ήταν αδιάκριτα. Γι' αυτό, λοιπόν, εμείς εδώ, επειδή είμαστε στην υπακοή, μέσα στο κοινόβιο, δε θα πρέπει να συμβαίνει αυτό το πράγμα.

Όταν κανείς βαδίζει την βασιλική οδό, δεν μπορεί να τον τραβήξει κανείς ούτε από δω, ούτε από κει. Φυσικά όταν γίνεται με ευλογία του Γέροντος ή της Γερόντισσας, αισθάνεται μέσα και ο γέροντας ότι πρέπει να το κάνει αυτό και δίνει ευλογία να το κάνει. Όταν όμως σου λέει δε θα το κάνεις αυτό, δεν πρέπει να το κάνεις ...

Όταν τον πιέζουμε τον Γέροντα να μας δώσει μια ευλογία να κάνουμε κάτι, και μας τη δίνει χωρίς να θέλει παθαίνουμε, και ύστερα λέμε πώς το έπαθα εγώ αυτό το πράγμα; 

Να γιατί, γιατί δεν έδωσε μ' όλη του την ψυχή την ευλογία.
Όταν κάνει υπακοή, έχει ταπείνωση η ψυχή. Γι' αυτό, λοιπόν, οι άνθρωποι, επειδή έχουμε σωματική ασθένεια και μια σχετική πείρα, γι' αυτό κι εγώ σας λέω καμία κουβεντούλα: 

είτε σας λέω παιδιά προσέξτε αυτό το πράγμα, είτε προσέξτε το θέμα της προσευχής σας, είτε το φαγητό σας, είτε τις μετάνοιες σας, είτε το α, το β, από πείρα τέλος πάντων. Γι' αυτό, λοιπόν, όταν θα κάνουμε γνήσια τέλεια υπακοή, ούτε το σώμα μας θα εξασθενεί, ούτε η ψυχή μας θα αρρωσταίνει.


Διάφορες ωφέλιμες  σκέψεις της...


Προσπαθώ με την προσευχή να σας βοηθήσω.
Έλεγα: Πώς γίνεται και να μην έρχεται η Θεία Χάρις στην ψυχή μας; ποια είναι τα εμπόδια, τι φταίει;

Και βλέπω κατά σειρά, δυο βράδια και ένα μεσημέρι τα εξής:

Το πρώτο βράδυ βλέπω και ανατέλλει ένας ήλιος πολύ λαμπερός και φωτεινός, και μέσα μού έλεγε μια φωνή, ότι έτσι φωτίζεται από την Θεία Χάρη ο άνθρωπος όταν έχει πολλή βία και αυταπάρνηση. Και ό,τι θλίψη είχα, μου την πήρε αυτό πού είδα....

Το άλλο βράδυ είδα πολλά τοιχώματα και μόλις πού έμπαινε ανάμεσά τους λίγο φως, με την ανατολή του ηλίου, και περνούσε καμιά ακτίνα. 

Και μια φωνή μου έλεγε, ότι αυτό συμβαίνει στον άνθρωπο πού δεν κάνει τα έργα του Θεού όπως πρέπει. 

Και πάλι το άλλο μεσημέρι έβλεπα μικρά-μεγάλα τοιχώματα και κοίταζα σε ποιο μέρος θα μπει λίγος ήλιος. Και έλεγα: 

Τι Μεγάλος Θεός είναι! Παρ' όλο ότι αμαρτάνουμε, ότι έχουμε τοιχώματα, έστω και λίγο φως έρχεται και κοιτάζει να μας ζεστάνει, να μας ζωογονήσει, να έχουμε πότε-πότε μια παρηγοριά. 

Και έφυγε η λύπη, και σαν να μου έλεγε μη στεναχωριέσαι, θα βγει εκείνος ο ήλιος και θα διαλύσει όλα τα τοιχώματα...

Γι' αυτό ας προσέξουμε, ας βοηθήσουμε τον εαυτό μας με την προσευχή και να ζητήσουμε το φως της Θεότητος να έρθει να λάμψη μέσα μας. Ν' αφήσουμε τις συζητήσεις και να κυνηγήσουμε τον Θεό για να μας ανοίξει τον Παράδεισο.
Πρέπει όμως και εμείς ολοψύχως να τον αγαπήσουμε εξ όλης της ψυχής και εξ όλης καρδίας και εξ όλης ισχύος μας... 

Σας τα λέω αυτά από πολύ πόνο γιατί είναι μεγάλο το θέμα της σωτηρίας μας και να μην το παίρνουμε αψήφιστα και ρηχά. Λίγο φόβο Θεού, λίγη αυταπάρνηση, το όνομα του Θεού να κυνηγάμε και τότε θα δείτε ο Θεός τι θα μας χαρίσει.

Πάντα να έχουμε αμφιβολία και στο αυτί και στο στόμα, γιατί καμιά φορά λέμε μια λέξη πάνω στο θυμό μας και δεν την θυμόμαστε και τα παίρνουμε όλα στην πλάτη, τα ανευλόγητα κ.λπ. κι υστέρα γονατίζουμε και πάσχει η ψυχή μας, πάσχει το σώμα μας, η διάνοια μας. 


Ο Θεός θέλει προσευχή, προσοχή, και ταπείνωση.


Να προσέχουμε την αργολογία. Να δαγκώνουμε λίγο τη γλώσσα μας για να λέμε και καμιά ευχή. Για να μπορέσουμε να προσευχηθούμε και λίγο τη νύχτα, να θυμηθούμε και τους ανθρώπους πού έχουν ανάγκη....
Γι' αυτό να ζητάμε σύνεση, επίγνωση των πραγμάτων που θα πούμε, τι δεν θα πούμε.

Να είμαστε συνεπείς στην εκκλησία, στο διακόνημά μας και ο Θεός θα μας βοηθήσει. Προσέξτε την παρρησία, την μεγαλοφωνία, την αργολογία και την κατάκριση.
Να μη κάνετε στέκια, καί πηγαδάκια συζητήσεων. Όσο ανοχή κάνει ο προεστώς, μετά επεμβαίνει ο Θεός στον καθένα μας και να προσευχώμεθα για τον γέροντα" Να λέμε:
«Κύριε Ιησού Χριστέ, βοήθησε τον δούλο σον» και «Υπεραγία Θεοτόκε, ενίσχυσαν τον δούλον σου».


Απ' τη μια να φωνάζει, να λυπεί τον αδελφό, να κατακρίνει, και απ' την άλλη να κοινωνάει είναι φοβερό ! 

Στην εκκλησία να μην πηγαινοερχόμαστε μέσα - έξω. Δεν υπάρχει πραγματική αγάπη για το Θεό. Χάνουμε τον χρόνο μας με τις κουβέντες, γι' αυτό αισθανόμαστε άδειες και ανικανοποίητες, γιατί δεν έχουμε προσευχή. Ο φόβος του Θεού φέρνει εγκράτεια, αγάπη προς τον πλησίον. Δεν έχουμε τίποτε μέσα μας γι' αυτό πρέπει να κλάψουμε, γιατί λέμε ότι είμαστε αφιερωμένες μοναχές, και αυτό είναι ψέμα... 

Να κάνουμε προετοιμασία της Θ. Μεταλήψεως. Εάν καταλαβαίνετε κάτι σας βαραίνει δεν πρέπει να πλησιάζετε. Αφού ο άλλος λυπήθηκε μαζί σου, πώς εσύ κοινωνάς;

Γιατί να μην πάμε να φτερουγίσουμε καθαροί στο θρόνο του Θεού, και να προτιμάμε τις συζητήσεις;

Όποια κάνει οικονομία, προσέχει στο φαγητό της δεν θα στερηθεί. Να γίνεται οικονομία για να μας σκεπάσει ο Θεός. Φοβάμαι πολύ την πείνα. Όποιος δεν την έζησε... 

Είπα, στη ζωή μου δεν θα πετάξω ούτε μια μπουκίτσα. Έβλεπα τις πέτρες κι έλεγα «Χριστέ μου κάνε τις ψωμάκι να φάω, να στηριχθώ στα πόδια μου». Θα 'ρθει εποχή που δεν θα υπάρχουν ούτε ρούχα, ούτε παπούτσια... Εμείς πρέπει να παρακαλούμε την Παναγία να μας σκεπάζει από τις παγίδες του διαβόλου και τους κακούς ανθρώπους.
Να μην αργολογούμε, καιρός μετανοίας. 

Ολα τα λεπτά θα μας τα ζητήσει ο Θεός και τις μέρες μας που φεύγουν.
Και τα παπούτσια μας και τις κάλτσες μας όλα να τα οικονομούμε. Θα με θυμηθείτε μια μέρα. Πρέπει να τα προσέξουμε όλα για να φωτίσει ανθρώπους να μας φέρνουν....

Αυτό πού θα σας πω είναι πράγμα αισθητό - πνευματικό. Το βλέπω με την ψυχή μου.
Αυτό είναι πράγμα πνευματικό πού δεν μπορείτε να το νοιώσετε.

Βλέπω ένα βόδι απ' τα μεγαλύτερα πού υπάρχουν στον κόσμο ( ο σατανάς ), ένα βόδι με κάτι μάτια γουρλωμένα και φλογισμένα κι έχει μια φουστανέλα με γαζί, κι αυτή η φουστανέλα του είναι όλο βελόνια και βλέπεις την μια μοναχή την τραυματίζει στο κεφάλι και πέφτει κάτω (έτσι τα βλέπω, τα λέω για να διορθωθούμε για την αγάπη του Χριστού), την άλλη την τραυματίζει στα πόδια της, δεν μπορώ να κάνω εκείνο, δεν μπορώ να κάνω το άλλο, όλα αυτά είναι του διαβόλου αμέλεια ώστε να μην κάνουμε προσευχή, να μη σηκωθούμε να πάμε το πρωί στην εκκλησία, να μην πάμε στην ώρα μας στην ακολουθία, να χάνουμε τα πνευματικά μας, για να γίνει το κέφι του διαβόλου....


7) Σε επιστολή του ο κ. Μ.Κ., προϊστάμενος Π. Εκπαιδεύσεως από την Αθήνα, πού έγραψε 12 ήμερες μετά την εκδημία της μακαριστής Γερόντισσας Μακρίνας Μοναχής, 16-6-95, μεταξύ των άλλων μας ανέφερε και τα εξής αξιοπρόσεκτα:

"Η μακαριστή Γερόντισσα Μακρίνα ήταν μεγάλο πνευματικό ανάστημα. Μορφή Οσιακή. 

Δεμένη με τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Ήταν πνευματική μάνα, και είχε το χάρισμα να σε ξεκουράζει... Η Γερόντισσα Μακρίνα διακρινόταν από την χάρη που την διακατείχε....

Τα νεανικά της χρόνια τα πέρασε στο Βόλο. Ο Άγιος Θεός την δοκίμασε ως χρυσόν στο χωνευτήρι. Πείνασε και δίψασε. Πολλές φορές παρακαλούσε τις πέτρες να γίνουν ψωμάκια...

Αργότερα λυπόταν όταν έβλεπε τεμάχια άρτου στους δρόμους πεταμένα... Η καρδιά της ήταν δοσμένη στον Κύριο. Αγάπησε τον Νυμφίον της Εκκλησίας και έγινε αξία νύμφη Του.
Συνεδέετο με τον Μακαριστόν Γέροντα π. Ιωσήφ τον Ησυχαστήν και είχε πνευματικόν Γέροντα τον π. Έφραίμ της Ί. Μονής Φιλόθεου Αγ. Όρους.

Πολύ νωρίς έλαβε γνώση της ευχής του Ιησού Χριστού και το ιερό κομποσχοίνι ήταν πάντα στα χέρια της. Μάλιστα συνεχώς μοίραζε και στους λαϊκούς, για να προσεύχονται με την ευχή.

Στο Ιερό Κοινόβιο της Μονής είχε χωρίσει σε ομάδες τις αδελφές και ή ευχή λεγόταν συνέχεια.
Ο Κανόνας της Μονής ήταν η ευχή, και η καθημερινή Θεία Λειτουργία....

Συνήθιζε η Γερόντισσα Μακρίνα να κάνει πνευματικές περιοδείες για δική της ψυχική ωφέλεια και για πνευματικούς λόγους....
Η αείμνηστος Γερόντισσα έζησε πολλές καταστάσεις Χάριτος, τόσο στο χαριτωμένο κελλάκι της, όσο και στην εκκλησία....

Στο πρόσωπο της είδα να βιώνεται η θεωρία του Χριστιανισμού πλήρως. Όχι μόνο λόγια, αλλά και έργα. Η ζωή της υπήρξε: Προσευχή, διδασκαλία και αγάπη στην πράξη. Ήταν ο καλός Σαμαρείτης.

 

Η Γερόντισσα Μακρίνα στο Λονδίνο...


Προ ετών η Γερόντισσα είχε ένα θέμα υγείας και μετά από προσευχή και κατόπιν υπακοής πήγε στο Λονδίνο. Έκανε μια μικρή επέμβαση στο έντερο. Συνοδεύετο από μερικά πνευματικά παιδιά της. 

Το πρώτο βράδυ ήταν δύσκολο. Σύμφωνα με το τυπικό του Νοσοκομείου στην Γερόντισσα δεν επέτρεψαν να μείνει κάποιος το βράδυ κοντά της. Όταν όλοι έφυγαν η Ηγουμένη της Ιεράς της Παναγίας Οδηγητρίας έμεινε μόνη. Μόνη με αρκετή δυσκολία το πρώτο βράδυ μετά την επέμβαση...

 

Ξαφνικά χτυπά η πόρτα και μπαίνουν μέσα δύο γιατροί μαύροι ...

 

Της συμπεριφέρονται ευγενικά και συμπαρίστανται στην αγωνία της Ο ένας την κρατά αγκαλιά και ο άλλος με το πτυελοδοχείο και γάζες βοηθούν να περάσει το σημείον της δυσκολίας. Το πρωί φεύγουν οι ιατροί. Μάρτυρες του γεγονότος οι γάζες σε μια γωνιά του δωματίου ευρισκόμενες. Όταν έρχονται τα πνευματικά παιδιά της, η Μητέρα είναι πολύ καλά.

Όταν ζητούν από την προϊσταμένη τα ονόματα των ιατρών, πληροφορούνται ότι μαύροι ιατροί δεν υπάρχουν στο Νοσοκομείο. 

Η Γερόντισσα προσεύχεται δια την λύσιν του προβλήματος και παίρνει την πληροφορία, ότι οι μαύροι ιατροί ήταν το ζεύγος των Αγίων Αναργύρων από την Αιθιοπία!

Το ίδιο βράδυ γινόταν πολύ προσευχή και στο Άγιον Όρος.

Τέτοιες καταστάσεις περνούσε πολλές η Γερόντισσα, δια τούτο ευρίσκετο πάντοτε εις κατάσταση Χάριτος και προσφοράς Αγάπης...


ΑΠΟ  ΤΗΝ  ΣΜΥΡΝΗ  ΩΣ ΤΟΝ ...ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ !

 Όπως αναφέραμε, (διηγείται ο πατήρ Εφραίμ Φιλοθεϊτης), ο (πρώτος) πνευματικός μου στον κόσμο, ο πατήρ Εφραίμ (του Βόλου), είχε αποκτήσει μεγάλο ποίμνιο στον Βόλο κι έκανε ένα πολύ όμορφο πνευματικό έργο. Αλλά το 1952 τον συκοφάντησαν και αναγκάσθηκε να φύγει αφήνοντας τα πνευματικοπαίδια του ορφανά…

Μεταξύ αυτών ήσαν και 5-6 πνευματικές κοπέλες, που ζούσαν μαζί, σαν άτυπο κοινόβιο, με πόθο να αφιερωθούν στον Χριστό μας. Μία απ’ αυτές τις κοπέλες ήταν η Μαρία, η μετέπειτα Γερόντισσα Μακρίνα  της Πορταριας, που έκοιμήθη έν όσιότητι, την Κυριακή 4 Ιουνίου 1995.

Η Μαρία γεννήθηκε το 1921, από ευσεβείς γονείς στο Βιλαέτι της Σμύρνης. με την Μικρασιατική καταστροφή η οικογένεια της αναγκάσθηκε να αφήσει την πατρική Ιωνική γη και να μεταφυτευθή στον Βόλο

Ενώ όμως ήταν μόλις 10 ετών, συνέβη και μία άλλη οικογενειακή συμφορά: κοιμήθηκαν και οι δύο γονείς της κι’ έτσι η μικρή Μαρία, μαζί με το μικρότερο αδερφάκι της, τον Γιωργάκη, έμειναν παντελώς έρημα και εγκαταλελειμμένα στους πέντε δρόμους.

Όμως η μικρή Μαρία δεν ήταν από τους ανθρώπους που απελπίζοντο εύκολα. Έπιασε δουλειά, πρώτα σε μία μικρή βιοτεχνία μεταποιήσεως τροφίμων, όπου με τα μικρά της χεράκια έσπαζε καρύδια για λίγο ψωμί. Κατόπιν εργάσθηκε σ’ ένα καπνεργοστάσιο. Έτσι, με πολλές στερήσεις, το πεντάρφανο κοριτσάκι κατάφερε να μεγαλώσει το πολυαγαπημένο μικρό της αδελφάκι. Και ενώ τα πράγματα άρχισαν κάπως να στρώνουν, ξέσπασε ξαφνικά ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος και μαζί του τα απαίσια χρόνια της Κατοχής.

 Στις αρχές της Κατοχής οι γείτονες πρόσφεραν κάποια βοήθεια στα ορφανά.Όταν όμως άρχισαν οι άνθρωποι να πεθαίνουν κατά δεκάδες στους δρόμους από την πείνα, κανείς δεν κοίταζε πλέον τα δύο παιδιά. για μέρες ολόκληρες έμεναν νηστικά και κόντευαν να πεθάνουν από ασιτία.

Τα αδελφάκια, λοιπόν, χρειάσθηκε να χωρίσουν, με την ελπίδα πως έτσι ίσως τουλάχιστον επιζήσει το ένα από τα δύο. Ο μικρός Γιωργάκης έφυγε στην Θεσσαλονίκη και η Μαρία παρέμεινε στον Βόλο παντελώς μόνη της και βυθισμένη στην θλίψι για τον χωρισμό τους.

Και τα χρόνια της Κατοχής, άλλα και τα μεταπολεμικά χρόνια στάθηκαν για την Μαρία πολύ δύσκολα. Δούλευε σκληρά εδώ κι εκεί για λίγο ψωμί, άλλα και αυτό το μοίραζε, γιατί είχε χρυσή καρδιά.

Χαρακτηριστικά της γνωρίσματα ήταν: η μεγάλη της ευσπλαχνία, η συγχωρητικότητα, η ελεημοσύνη, η μεγάλη της υπομονή, η εργατικότητα και η ολονύκτιος προσευχή. Σ’ όλη της την ζωή η προσευχή στάθηκε, για την κατοπινή Γερόντισσα Μακρίνα, πυξίδα και βακτηρία .

Συνέβη μάλιστα αρκετές φορές να γευθεί «χειροπιαστά» την θεϊκή άντίληψι. Την περίοδο αυτή η νεαρή Μαρία γνωρίσθηκε με την οσιωτάτη μητέρα μου, γράφει ο πατήρ Εφραίμ Φιλοθεϊτης.

Οι δύο αυτές αγιασμένες ψυχές προσηύχοντο μαζί στην κουζίνα του πατρικού μου σπιτιού, γονατιστές όλο το βράδυ, με πάμπολλα δάκρυα και γονυκλισίες. Πολλά με δίδαξε το άγιο παράδειγμα τους! Αυτές οι αρετές της στάθηκαν η αιτία να μαζευτούν γύρω της μερικά ευλαβέστατα κορίτσια, από τα χρόνια της Κατοχής και να ζητήσουν να γίνουν νύμφες του Χριστού μας. Οι κοπέλες ζούσαν υπό την πνευματική καθοδήγηση του πατρός Εφραίμ από τον Βόλο.

Όταν όμως εκείνος αναγκάσθηκε να γυρίση στο Άγιον Όρος, οι κοπέλες βρέθηκαν ξαφνικά ορφανές…

Πολλοί πνευματικοί ζήτησαν να τις αναλάβουν, άλλα δεν άνεπαύοντο με κανέναν, διότι είχαν αποκτήσει το πνευματικό φρόνημα του Γέροντος Ιωσήφ.

Γι’ αυτό και έγραψαν στον Γέροντα μου τον Ιωσήφ τον Σπηλαιώτη και ζήτησαν να τις αναλάβει  αυτός. Ήσαν λίγο διστακτικές, διότι είχαν ακούσει το πόσο αυστηρός ασκητής υπήρξε, άλλα δεν μπορούσαν πλέον να συμβιβασθούν με κάτι λιγότερο.

 Εγώ, ήδη ήμουν στο ΄Αγιον Όρος, κοντά στον Γέροντα. Ο Γέροντας έκανε προσευχή και απάντησε:

«Αν κάνετε υπακοή, θα σας αναλάβω. Εάν δεν κάνετε, θα σας αφήσω». Κι εκείνες του απάντησαν:

«Γέροντα, σ’ ό,τι θα μας πήτε, θα κάνουμε υπακοή…».

Μόλις ο Γέροντας πήρε την απάντησή τους, έκανε πάλι προσευχή. Και μετά τους έγραψε να κάνουν υπακοή στην Μαρία, την μετέπειτα Γερόντισσα Μακρίνα, την οποία ποτέ του δεν είχε δει. Και τους εξήγησε το λόγο:

«Είδα σε όραμα την Μαρία. Θα κάνετε υπακοή σ’ αυτήν, διότι εγώ απόψε την είδα σε οπτασία την ώρα πού προσευχόμουν. Την είδα στην μέση και γύρω-γύρω ήσαν πολλά προβατάκια. Κι’ έτσι κατάλαβα ότι αυτήν πρέπει να την βάλω Γερόντισσα. Όποτε θα κάνετε υπακοή και καμιά σας να μην αντιλογήση».

Οι αγνές κοπέλες του είπαν: «να ‘ναι ευλογημένο», και πολύ χάρηκε ο Γέροντας με την υπακοή τους. Τις αγαπούσε πάρα πολύ, διότι με τους νοερούς του οφθαλμούς έβλεπε την αγάπη πού είχαν για τον Νυμφίο Χριστό. Γι’ αυτό και συχνά τους έγραφε γράμματα προς στηριγμό τους με λόγια άπλα, αλλά πολύ δυνατά σαν και τα ακόλουθα:

«Λοιπόν, άλλο μην κοιτάζετε, αλλά ομόνοια και αγάπη, κάντε υπακοήν, διά να κερδίσετε την ταπείνωση, διότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός έγινε παράδειγμα εις ημάς και μας δίδαξε την ταπείνωση, γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου. Λοιπόν υποτάσεσθε στην Μαρία, όπου προσπαθεί να σας ωφελήσει και εμείς εδώ όλοι προσευχόμεθα να σας βοηθήση ο Κύριος και να σας αξιώση της αιωνίου ζωής. Σας εύχομαι εξ όλης ψυχής,

 Ο Ταπεινός Γεροντάκης Ιωσήφ».


Οι κοπέλες έγραφαν τις εξομολογήσεις τους στον Γέροντα. Αυτός τους απαντούσε με πάρα πολλά γράμματα, που θησαύριζαν [=τα συγκέντρωναν] ως ανεκτίμητο πλούτο. Τους είχε γράψει θεωρίες [=οράματα] και πολλές πνευματικές του καταστάσεις, άλλα δυστυχώς αναγκάσθηκαν να τα κάψουν, διότι συνέβη ο ακόλουθος πειρασμός:

Ήταν ένας μοναχός, όχι τόσο καλά στα μυαλά του, και ζούσε πολύ στο θέλημά του. Μόνο άσκηση ήξερε να κάνη. Ήθελε να αναλάβη εκείνος τις μοναχές, αλλ’ αυτές δεν του είχαν εμπιστοσύνη. Άλλωστε, είχαν ήδη γνωρίσει μεγάλη ωφέλεια από τον Γέροντα. Εκείνος, επειδή είχε πολύ φθόνο, τις απειλούσε να τις συκοφαντήσει στις εφημερίδες, αν εύρισκε τις επιστολές του Γέροντος.

Φοβήθηκε η Μαρία, και για να μην πέσουν αυτά τα γράμματα στα χέρια του, στα όποια φυσικά ήταν γραμμένοι όλοι οι λογισμοί τους, έκαψε όλα τα γράμματα έκτος από οκτώ, που μια αδελφή είχε κρυμμένα ξεχωριστά. Κι έτσι, δυστυχώς, χάθηκαν οι ανεκτίμητες εκείνες επιστολές του Γέροντος. Πολλή ωφέλεια θα προέκυπτε, αν διασώζονταν και δημοσιεύονταν μαζί με τις άλλες στο ήδη εκδοθέν βιβλίο.

 Ο Γέροντας στάθηκε για τις αγνές αυτές ψυχές αλάνθαστος νηπτικός, διορατικός και διακριτικός οδηγός. Μια απ’ αυτές τις μοναχές διηγήθηκε τα εξής για την ζωή τους κοντά στον Γέροντα:

«Όλα μας τα προέλεγε. Ό,τι συνέβαινε στο μοναστήρι τα έγραφε στα γράμματα του δίχως να του το πούμε. Όταν ήμουν στην αρχή της καλογερικής, είχε αρρωστήσει η αδελφή μου, που ήταν κι αυτή δόκιμη τότε. Εγώ πολύ στενοχωρήθηκα και λέω:

-Παναγία μου, γιατί; Εμείς ήλθαμε εδώ να σε υπηρετήσουμε. Γιατί να αρρωστήσει και να μην μπορή να προσφέρη τη βοήθειά της στο μοναστήρι;

Και πήγα και κάθισα στην αυλή κάτω από μια ελιά και έκλαιγα όλη νύκτα…

Μετά από λίγες μέρες, ήλθε ένα γράμμα για μένα από τον Γέροντα πού έγραφε: «Μικρό μου παιδάκι, ακούω την φωνούλα σου, και δεν μπορώ, μου σπαράζει την ψυχή από τον πόνο και με διακόπτει  από την προσευχούλα. Μην κλαις. Η αδελφούλα σου θα γίνη καλά».

Και το έγραψε δίχως κανείς να το ξέρη! Μου λένε οι αδελφές:

-Τι έκανες αδελφή;

Τους λέω:

-Να, πήγα και έκλαιγα κάτω από την ελιά. Πώς όμως αυτός το γνώριζε, αφού ήταν μακριά, στο Άγιον Όρος;

Παρομοίως, κάποτε είχε αρρωστήσει η Γερόντισσα Μακρίνα κι έκανε αιμόπτυσι. Κι εμείς δεν είχαμε τηλέφωνο να επικοινωνήσουμε με τον Γέροντα και να του πούμε. Αλλά και στο γράμμα που γράψαμε μετά, του το κρύψαμε, για να μην τον στενοχωρήσουμε και να τον διακόψουμε από την προσευχή του. Εκείνος όμως μας στέλνει ένα γράμμα και μας γράφει:

«Παιδάκια μου, γιατί δεν μου γράψατε ότι η Γερόντισσα είναι άρρωστη και πάσχει, για να προσευχηθούμε; Κάνατε πολύ κακώς να νομίζετε ότι θα με διακόψετε από την προσευχή. Διότι εμείς την είδαμε νοερώς το βράδυ, που προσευχόμασταν με τον πατέρα Αρσένιο, ότι η Γερόντισσα Μακρινά ήταν σοβαρά άρρωστη. Και κάναμε πολλή προσευχή. Παιδιά μου, θέλω να με ενημερώνετε για ό,τι θα σας συμβαίνει  στο μοναστήρι και ιδίως με την Γερόντισσα. Να μου τα γράφετε».

Αλλά και η Γερόντισσα Μακρίνα τους έβλεπε το βράδυ δίπλα στο μαξιλάρι της και τους δυο, τον Γέροντα Ιωσήφ και τον πατέρα Αρσένιο, ότι έκαναν κομποσχοίνι με σταυρό και έλεγαν: «Κύριε, θεράπευσον την δούλην σου».

«Πολλές φορές μας το έκανε αυτό ο Γέροντας. Την ώρα που προσηύχετο, έβλεπε τι κάναμε και πού βρισκόμασταν. Και εμείς απορούσαμε πως ό,τι σκεφτόμασταν, αυτός μας τα έγραφε μόνος του. και μετά γέμιζαν οι ψυχές μας από δέος και φόβο!»

Αυτά έλεγε η Γερόντισσα. Το μοναστήρι αυτό πρόκοψε πάρα πολύ. από εκείνο το ευλογημένο κοινόβιο βγήκαν πολλοί ευκλεείς καρποί, ψυχές αγνές, αφιερωμένες στην αγάπη και την λατρεία του επουρανίου Νυμφίου. 

Μετά την κοίμησι του Γέροντος Ιωσήφ, ο παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, πολλές φορές τα βράδυα στην αγρυπνία του έβλεπε με τους νοερούς του οφθαλμούς, δύο στύλους πυρός πάνω από τον Βόλο, να υψώνονται από την γη στον ουρανό.

Επρόκειτο για την ήδη μακαριστή Γερόντισσα Μακρίνα και μία από τις χαριτωμένες  μοναχές της. Και έλεγε ο παπα-Εφραίμ χαρούμενος:

«Βρε-βρε! Για κοίτα! Εμείς στα βράχια τόσο κοπιάζουμε, για να βρούμε λίγα ψίχουλα [θείας χάρης], και αυτές στον κόσμο τόση Χάρι! Τι κάνουν αυτές εκεί πέρα!»

 Το μοναστήρι της Πορταριάς διακρίθηκε για την πνευματικότητά του και χιλιάδες πιστών, όχι μόνον από την περιοχή, άλλα και από όλη την Ελλάδα ευρήκαν καταφύγιο κοντά στην αλησμόνητη Γερόντισσα Μακρίνα και ωφελήθηκαν πνευματικά.

Το πρόσωπο της ακτινοβολούσε καλοσύνη, αγάπη, ειλικρίνεια και πίστι. Η ηρεμία της και ο γλυκός της λόγος ήταν στήριγμα και πηγή δυνάμεως για όσους ευτύχησαν να την γνωρίσουν. Από αυτή τη χαριτωμένη αδελφότητα, στάλθηκαν μοναχές και επάνδρωσαν την Μονή του Τιμίου Προδρόμου στις Σέρρες και του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην Θάσο. Και απ’ αυτές τις Μονές στάλθηκαν κατόπιν μοναχές σαν προζύμι, στην Βόρειο Αμερική και στον Καναδά, για να φυτεύσουν κι εκεί το Ορθόδοξο μοναχικό ιδεώδες…

 Αποσπάσματα από το βιβλίο του Γέροντος Εφραίμ Ο Γέροντάς μου Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης (1897-1959). 



Η ασθένειά της...



Κατά τα μέσα του έτους 1987 η Γερόντισσα Μακρίνα προσεβλήθη από καρκίνο του εντέρου. Πριν χειρουργηθή, μετέβη με μεγάλη ευλάβεια και πίστι στην Κρήτη, στα Ρούστικα Ρεθύμνου, για να την σταυρώση ο ιερεύς π. Σταύρος Τσαγκαράκης με το Τίμιο Ξύλο. Βίωσε τότε εντόνως την θαυματουργική ενέργεια του Τιμίου Σταυρού, διά του οποίου αισθάνθηκε να συρρικνούται ο καρκίνος. 

Χειρουργήθηκε στο Λονδίνο συνοδευομένη από τον Γέροντά μας, π. Εφραίμ, την αδελφή Εφραιμία και την μακαριστή αδελφή Μακρίνα, πρώην προϊσταμένη στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός». Η Γερόντισσα ειχε πάρει μαζί της την εικόνα των Αγίων Αναργύρων, παλαιά ευλογία του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού.

Ο κανονισμός του νοσοκομείου δεν επέτρεπε συνοδούς τις βραδινές ώρες. Η Γερόντισσα, επειδή η ίδια δεν γνώριζε την αγγλική γλώσσα και δεν μπορούσε μόνη της να συνεννοηθή, παρακαλούσε την Παναγία να φωτίζη τις νοσοκόμες και να τις στέλλη, όταν χρειαζόταν βοήθεια μετά την νάρκωσι και την εγχείρησι. 

Την νύκτα μετά την επέμβασι, αλλά και επί, αρκετές νύκτες, η Γερόντισσα δεχόταν την επίσκεψι των Αγίων Αναργύρων, που εμφανίζονταν με λευκές ιατρικές στολές. Ήταν μελαμψοί, μιλούσαν στην αραβική γλώσσα και κρατούσαν στα χέρια τους λευκά μανδηλάκια βοηθώντας την να βγάζη μετεγχειρητικώς τα πτύελα. Η Γερόντισσα αρχικώς δεν είχε αντιληφθή ποιοι ήταν οι ιατροί που την διακονούσαν και παρακάλεσε τον Γέροντα και τις αδελφές να τους αναζητήσουν για να τους ευχαριστήσουν, δίδοντάς τους κάποια ευλογία ως δώρο για όλη την βοήθεια που της προσέφεραν. Όμως, η περιγραφή των δύο ιατρών από την Γερόντισσα δεν ταίριαζε με τους ιατρούς που εργάζονταν σε εκείνο το νοσοκομείο. Τότε αντελήφθησαν όλοι ότι ήταν θαύμα των Αγίων Αναργύρων Κύρου και Ιωάννου, η μνήμη των οποίων ετιμάτο εκείνη την ημέρα.

Η Γερόντισσα είδε ακόμη δύο νέες γυναίκες, ως αδελφές νοσοκόμες, που φορούσαν λευκές στολές και λευκά σκουφάκια και όχι θαλασσιά, όπως στο εκεί νοσοκομείο. Ήταν όρθιες στο κάτω μέρος της κλίνης και με το γλυκύ βλέμμα τους την παρηγορούσαν.

Όταν η Γερόντισσα διερωτήθηκε ποιές να είναι, άκουσε στην διάνοιά της μία φωνή που της έλεγε ότι είναι ο Άγγελος της ψυχής της και ο Άγγελος του Μεγάλου Σχήματος. 

Ο Άγγελος της ψυχής μάλιστα την πληροφόρησε ότι δεν θα την έπαιρνε ακόμη, αλλά μετά από επτά χρόνια.

Καθ’ όλην την διάρκεια της παραμονής της, των δεκαεπτά ημερών, στο νοσοκομείο δοκίμασε μέν τον ανθρώπινο πόνο στην ασθένεια, αλλά δεν της έλειψε και η θεία παρηγορία. Αισθανόταν ένα απαλό αεράκι, όπως διηγείτο, να δροσίζη το πρόσωπό της και να την ανακουφίζη. Ζούσε ένα ουράνιο μεγαλείο στην ψυχή της. 

Παραλλήλως αισθανόταν τις προσευχές των άνθρώπων για την αποκατάστασι της υγείας της· όπως έλεγε χαρακτηριστικώς, περνούσαν νοερώς όλοι από εμπρός της σαν να ήταν ένα τάγμα. Πριν επιστρέψουν στην Ελλάδα, η Γερόντισσα Μακρίνα επισκέφθηκε μαζί με τους συνοδούς της τον μακαριστό Γέροντα π. Σωφρόνιο Σαχάρωφ (1896-1993) στην Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου στο Έσσεξ της Αγγλίας. Ο Γέρων Σωφρόνιος τους υποδέχθηκε με πολλή εγκαρδιότητα και η φιλοξενία τους εκεί ήταν αβραμιαία.

 

Οσιακή  τελευτή...

 

Όταν πλησίαζε η συμπλήρωσι των επτά ετών από την εγχείρησι της Γερόντισσας, ενθυμουμένη τον λόγο του Αγγέλου της ψυχής, άρχισε να λέη ότι πλησίαζε ο καιρός της εκδημίας της. Σε μία από τις συνάξεις μας ανέφερε ότι είδε την μακαριστή Γερόντισσα Ταξιαρχία να την πλησιάζη για να την πάρη. Στην ερώτησί μας αν την πλησίαζε με γρήγορο ή αργό βηματισμό απάντησε, «με γρήγορο». 

Σε μία άλλη σύναξι μας είπε ότι είδε να την συνοδεύη κάπου ένας νεανίας. Καθώς βάδιζαν συνάντησαν ένα κανδηλάκι που τρεμόσβηνε και τελείωνε το λαδάκι του. Η Γερόντισσα έσπευσε να συμπληρώση το λάδι και να το ανάψη, αλλά ο συνοδός της την εμπόδισε λέγοντας ότι «τελειώνει» το λάδι του και πληροφορώντας την ότι εννοούσε το λαδάκι του κανδηλιού της ζωής της.



Αυτά τα πόδια σε λίγες μέρες θα είναι μέσα στο χώμα...

 

Παλαιά επιθυμία της Γερόντισσάς μας ήταν να αξιωθή να προσκύνηση την Τιμία Ζώνη της Παναγίας. Όταν πληροφορήθηκε την έξοδο της Τίμιας Ζώνης από την Ιερά Μονή Βατοπαιδίου του Αγίου Όρους εξέφρασε την επιθυμία της να την προσκυνήση. Η Τιμία Ζώνη αφίχθη στο Μοναστήρι, όπου της επιφυλάχθηκε η προσήκουσα υποδοχή.

Η Γερόντισσα με έκδηλη την συγκίνησή της και με πολλή ευλάβεια και κατάνυξι μετέφερε στα χέρια της το ιερό κειμήλιο στο Καθολικό της Μονής, στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου, το προσκύνησε και είπε: «Τώρα που ήρθε η Τιμία Ζώνη, θα φύγω».

Μετά από δεκαπέντε ημέρες εκοιμήθη οσιακώς.

Την εβδομάδα πριν από την κοίμησί της είπε σε μία από τις μεγαλύτερες αδελφές, την αδελφή Εφραιμία, κατά την ώρα που της έπλενε τα πόδια, «αυτά τα πόδια σε λίγες μέρες θα είναι μέσα στο χώμα». Κατά τις τελευταίες ημέρες επικοινωνούσε τηλεφωνικώς με πολλούς ανθρώπους γνωστούς της, τους προσκαλούσε στο Μοναστήρι και τους έδιδε τις τελευταίες συμβουλές της, χαρίζοντας και κάτι από το κελλί της ως ευλογία.

Την περίοδο αυτή, λόγω της καρδιακής της ανεπάρκειας, είχε δυσκολία στην αναπνοή. Τα βράδια που η κατάστασί της επιδεινωνόταν έβλεπε από την εικόνα της Παναγίας της Γοργοϋπηκόου, που υπάρχει στο κελλί της, να βγαίνη μία παιδούλα με πλεξούδες σε ηλικία δώδεκα ετών, να την πλησιάζη και να την σκεπάζη. Καθώς την κοίταζε, υποχωρούσε η δυσκολία της και έτσι μπορούσε να αποκοιμηθή. 

Η Γερόντισσα δεν το είχε αναφέρει αυτό σε κανένα και δεν άφηνε καμμία αδελφή να μένη στο κελλί της, για να μη χάση αυτή την ουράνια συντροφιά της Παναγίας. Κάποιο βράδυ η αδελφή Εφραιμία, ανησυχώντας για την δύσπνοια που παρουσίαζε, σύρθηκε αθόρυβα στον καναπέ του κελλιού της και όταν κάποια στιγμή η Γερόντισσα σηκώθηκε και την είδε, την επέπληξε και ακουσίως της φανέρωσε ότι λόγώ της παρουσίας της στερήθηκε εκείνο το βράδυ την επίσκεψι της Παναγίας.

Η ημέρα της Κοιμήσεως της Γερόντισσας ήταν η Κυριακή των Αγίων Πατέρων, 22-5/4-6 του έτους 1995. Εκείνη την ημέρα λόγω της ασθενείας της δεν μετέβη στην εκκλησία. Το μεσημέρι παρ’ όλη την δυσκολία σηκώθηκε, κατευώδωσε μερικούς φιλοξενούμενούς μας και αποσύρθηκε πάλι στο κελλί της. Κατά την 1:30 το μεσημέρι πέρασαν από το κελλί της οι αδελφές που διακονούσαν την εβδομάδα εκείνη στο μαγειρείο, η αδελφή Μαρία (νυν Γερόντισσα της Ιεράς Μονής Παναγίας Γλυκοφιλούσης στην Ραψάνη Λαρίσης), η αδελφή Χρυσοβαλάντου και η δόκιμος Χρυσαυγή (νύν αδελφή Ακυλίνα). 

Μαζί τους κάθισε και μία από τις μεγαλύτερες αδελφές, η αδελφή Νεκταρία. Η Γερόντισσα, καθιστή στην καρέκλα, άρχισε την συζήτησι περί θανάτου. Αναφέρθηκε στην εν ουρανοίς συνοδία μας, στον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή, στον πρώτο πνευματικό της, και κατωνόμασε τις αδελφές που είχαν ήδη κοιμηθή. Μετά από λίγο έφυγαν οι αδελφές Χρυσοβαλάντου και Χρυσαυγή και έμείνε η Γερόντισσα με τις άλλες δύο. Κάθισε στον καναπέ και, επειδή άρχισε να αισθάνεται πόνο, ζήτησε από την αδελφή Μαρία να την τρίψη στην πλάτη επάνω από τα ρούχα, ενώ παραλλήλως η μεγαλύτερη αδελφή ετοίμαζε το κρεββάτι της.

Μετά τις 2:00 η Γερόντισσα πήγε να ξαπλώση, αλλά σε λίγο ανασηκώθηκε λόγω της δυσφορίας που ένοιωθε. Η αδελφή Νεκταρία προσφέρθηκε να σηκώση ψηλότερα τα μαξιλάρια, για να ανακουφισθή. Αισθάνθηκε κάπως καλύτερα και ζήτησε από τις αδελφές να αποσυρθούν και να επανέλθουν κατά τις 4:00 το απόγευμα. Η αδελφή Μαρία μετά από μιάμιση περίπου ώρα άκουσε μία φωνή που την ξύπνησε λέγοντας ότι η Γερόντισσα δεν είναι καλά. Σηκώθηκε αμέσως και με ενα ποτήρι χυμό, που πάντα ευχαριστούσε την Γερόντισσα, κατέβηκε στο κελλί της, όπου συνάντησε την αδελφή Μακρίνα, η οποία την ενημέρωσε ότι η Γερόντισσα δεν αισθανόταν καλά. Η Γερόντισσα ήπιε δύο γουλιές μόνο από το χυμό, που της προσέφερε η αδελφή Μαρία. 

Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθή ότι όταν η Γερόντισσα Μαρία, κατά κόσμον Μαρίνα, ήταν 13 ετών και είχε έλθει για να φιλοξενηθή στο Μοναστήρι κατά το διάστημα από 17 Ιουλίου μέχρι και τον Δεκαπενταύγουστο, αισθάνθηκε έντονη αγάπη προς την μοναχική ζωή· όταν συμπληρώθηκαν οι μέρες της φιλοξενίας της, έκλαιγε, διότι δεν ήθελε να φύγη.

Η Γερόντισσα της είπε, «δεν θα μείνης τώρα, αλλά στα 17 σου χρόνια θα έρθης». Επειδή όμως η Γερόντισσα ήταν πάντοτε φιλάσθενος, η μικρή Μαρίνα της είπε με παράπονο, «τότε δεν θα ζήτε», κι εκείνη της απάντησε, «δεν θα έχω πεθάνει, αλλά εσύ θα μου κλείσης τα μάτια!».

Ήδη είχαν αρχίσει να εμφανίζουν οι πνεύμονες υγρό που ακουγόταν στην αναπνοή της Γερόντισσας. Εντός ολίγων λεπτών έφθασαν στο κελλί η αδελφή Μυροφόρα και η αδελφή Νεκταρία, η οποία παρέμεινε συνεχώς κοντά στην Γερόντισσα και της σφράγισε εν τέλει τα μάτια.

Η αδελφή Σιλουανή, η ιατρός της Μονής, μέτρησε την πίεσι της Γερόντισσας· ήταν είκοσι δύο, της έδωσε ένα υπογλώσσιο και της χορήγησε οξυγόνο. Στο διάστημα αυτό ειδοποιήθηκαν και οι υπόλοιπες αδελφές. Άλλες άρχισαν Παράκλησι στην Θεοτόκο και άλλες έσπευσαν να βοηθήσουν. Η Γερόντισσα ήταν σιωπηλή και ανέπνεε με πολλή δυσκολία. Το πρόσωπό της ήταν εντόνως ροδαλό και είχε αρχίσει η εφίδρωσι. Η πίεσι εξακολουθούσε να ανεβαίνη και σε λίγο ζήτησε από την αδελφή Μακρίνα να καλέση τον εφημέριο της Μονής μας, π. Ιωσήφ, για να την σταυρώση με την Αγία Λόγχη και με άγια Λείψανα. Ήταν ο τελευταίος λόγος που είπε.

Εντός ολίγου έφθασε και ο παθολόγος ιατρός της Μονής, κ. Νικόλαος Μπαλδιμτσής, ο οποίος διέγνωσε οξύ πνευμονικό οίδημα με άρτηριακή πίεσι απροσδιόριστη. Προσπάθησε με καρδιακές μαλάξεις να βοηθήση, αλλά το καρδιογενές σοκ ήταν μη αναστρέψιμο και μετά από λίγο η Γερόντισσα κατέληξε, γεγονός που τεκμηριώθηκε με ηλεκτροκαρδιογράφημα.

Η Γερόντισσα είχε ήδη παραδώσει την αγία της ψυχή.

Κατά τις στιγμές αυτές η αδελφή Μακρίνα προσπαθούσε να επικοινωνήση τηλεφωνικώς με τον σεβαστό Γέροντά μας Εφραίμ τής Αριζόνας, ο οποίος ήταν στην Αμερική, για να τον ενημερώση για την κατάστασι της Γερόντισσας. Κατά την διάρκεια της επικοινωνίας ειδοποιήθηκε η αδελφή ότι η Γερόντισσα εκοιμήθη. Στην είδησι της εκδημίας της ο Γέροντας εξέφρασε με πεποίθησι ότι «η Γερόντισσα ανεβαίνει ολόλαμπρη και ανεμπόδιστη από τα τελώνια στον θρόνο του Χριστού». Επιστρέφοντας η αδελφή Μακρίνα στο κελλί της μακαριστής Μητρός μας και ασπαζομένη το ιερό της μέτωπο, που ήταν ιδρωμένο, αισθάνθηκε ευωδία.

«Την αειτάραχον θάλασσαν, του βίου διαδραμούσα, τώ του Κυρίου λιμένι προσέδραμε τη πίστει»[1] η μεταστάσα Γερόντισσά μας. Το σεπτό σκήνωμά της παρέμεινε στο Καθολικό της Μονής επί τρεις ημέρες μέχρι την Εξόδιο Ακολουθία και την ταφή.

Κατά την διάρκεια της αναγνώσεως του ιερού Ψαλτηρίου ετελούντο Τρισάγια υπό των προσερχομένων Ιεραρχών, Ηγουμένων, Ιερομονάχων και Ιερέων τόσο του Αγίου Όρους όσο και άλλων Ιερών Μονών και περιοχών της Ελλάδος. Κατέφθαναν επίσης Γερόντισσες και μοναχές από διάφορα Μοναστήρια και πλήθη λαϊκών αδελφών, για να ασπασθούν την οσιωτάτη Μητέρα μας, άνθρωποι περίλυποι και ενδάκρυες που είχαν ευεργετηθή από τις προσευχές, τις νουθεσίες και τις συμβουλές της.

Στο οσιακό πρόσωπο της μακαριστής Γερόντισσάς μας, που αναπαυόταν, είχε εντυπωθή η εκ Θεού μακαρία ειρήνη. Παρευρίσκετο εν Αγίω Πνεύματι ανάμεσά μας δίδοντας στις ψυχές μας θεία παρηγορία και χάρι. Από τους οφθαλμούς μας έρρεαν ησύχως άφθονα τα δάκρυα που επήγαζαν από τα αισθήματα λύπης και χαράς, πένθους και Αναστάσεως και που ανεξηγήτως εναλλάσσονταν στις καρδιές μας.

Πράγματι αυτές τις η μέρες και τις νύκτες και εν συνεχεία καθ’ όλο το τεσσαρακονθήμερο που ακολούθησε, βιώσαμε εν σιωπή την πνευματική εμπειρία της χαρμολύπης, όπως την αναφέρουν οι Άγιοι Πατέρες και Ασκητές της Εκκλησίας μας. Η πνευματική αυτή κατάστασι ήταν δωρεά του Θεού διά των ευχών της οσιωτάτης Μητρός μας προς παραμυθίαν και ενίσχυσίν μας.

Η Εξόδιος Ακολουθία ετελέσθη την Τρίτη 24η-5/ 6η-6 και μετά την ταφή παρετέθη τράπεζα αγάπης στην Μονή για όλους τους παρευρισκομένους, εις μνήμην της αοιδίμου Μητρός μας.

Πλήθος μοναχών και λαϊκών κατέκλυσαν τις ημέρες αυτές την Ιερά Μονή και φιλοξενήθηκαν σε αυτήν, αποτίοντες έτσι εμπράκτως φόρο τιμής και αγάπης, και κατευοδούντες την διδάσκαλο, την ευεργέτιδα και την Μητέρα προς την αιώνιον πατρίδα εις συνάντησιν του Νυμφίου, Όν ηγάπησεν.

Πηγή: "  Γερόντισσα Μακρίνα Βασσοπούλου (1921-1995), Λόγια Καρδιάς», Έκδοση Ιεράς Μονής Παναγίας Οδηγήτριας, Πορταριά Βόλου, 2012.

http://anazhthseis-elena.blogspot.gr/2013/04/blog-post_9097.html  

 

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΠΟΥ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ...


"...Στήν ώρα της διακονίας (εργασίας) μας, ή οτιδήποτε άλλο κάνουμε, αντί νά αργολογήσουμε, αντί νά συζητήσουμε, αντί να πούμε ιστορίες, αντί νά πούμε πνευματικά, καλύτερα είναι νά λέμε τήν «ευχή». 

Γιατί ακόμη καί μέσα στά πνευματικά θά υπάρχει καί μία κατάκριση, ένα κουτσομπολιό, μία αργολογία, μία μεμψιμοιρία,, θά υπάρξουν αστεϊσμοί, διάφορα... 

Όταν μάς έρχεται διάθεσις γιά συζήτηση, όταν μάς πιάνει πλήξη, μάς πιάνει στενοχώρια, νά ξέρετε είναι γιατί δέν κυνηγάμε τήν «ευχή».Νά τήν κυνηγήσουμε, όπως τήν κυνηγούσαν οι Πατέρες οι άγιοι, όπως την κυνήγησαν πνευματικοί άνθρωποι στόν κόσμο καί αισθάνθηκαν τήν Χάρι του Θεού. 

Γιορτές καί Κυριακές πού έχουμε περισσότερο χρόνο νά λέμε τήν «ευχή» (Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με), νά τόν εκμεταλευόμαστε τόν χρόνο.

( από τό βιβλίο: « Γερόντισα Μακρίνα – Λόγια Καρδιάς», εκδόσεις Ιεράς Μονής Παναγίας Οδηγήτριας, Πορταριά Βόλου.

=================

 

gerMAKRINA

Γερόντισσα Μακρίνα Βασσοπούλου:
Η αείμνηστη Γερόντισσα αλλά καί αρχόντισσα τής Πορταριάς στό Πήλιο...



"...Σήμερα ήρθε ένας κύριος πού μόλις μπήκε μέσα στο Μοναστήρι, είπα: «Αύτός ό άνθρωπος κάτι καλό έχει μέσα στήν ψυχή του». Δέν ξέρω, μιά άλλοίωσι ήρθε μέσα στήν ψυχή μου. Είχε ένα προσωπάκι πού έλαμπε.

Πριν έρθη στο αρχονταρίκι, μιλούσα μέ λαϊκούς γιά τήν προσευχή, τί δύναμι έχει ή προσευχή καί τί σοβαρό είναι όταν ό άνθρωπος προσέχη στο θέμα τής ψυχής.

Όχι προσευχή άντε νά τελειώσουμε μόνο τα κομποσχοίνια μας -και αυτό βέβαια τό δέχεται- άλλα να νοιώσουμε τον Δεσπότη μας Χριστό, νά Τον νοιώσουμε στην καρδιά μας, αύτή είναι πραγματική προσευχή.

Καθώς λοιπόν συζητούσαμε τί είναι ή προσευχή, ό άνθρωπος αύτός άκούγοντας προσευχή, μέσα του αλλοιώθηκε. Τό πρόσωπό του έλαμψε περισσότερο- είδα σάν μία ακτίνα στο πρόσωπό του, καί μου είπε: «Γερόντισσα, μπορώ νά σάς μιλήσω;». «Ευχαρίστως, νά μου μιλήσετε», είπα.

«Έγώ, είπε, ήμουν δέκα χρόνων παιδάκι- ή μητέρα μου ήταν εύσεβεστάτη, πολύ άγια γυναίκα, τέτοια άκρίβεια πού είχε στή ζωή της, σάν νά ήταν μία κατά κόσμον μοναχή.

Καί αν δεν ζούσε στο Μοναστήρι, πολιτευόταν σάν νά ήταν μοναχή- τόσο ευλάβεια είχε. Καί μου λέει μιά μέρα: “Παιδάκι μου, νά πάμε στον Εσπερινό, νά πάμε στήν εκκλησία νά άνάψουμε ένα κεράκι;”. “Νά πάμε, μαννούλα”. Αφού φθάσαμε, μόλις μπήκαμε στήν έκκλησία, σάν νά μέ τράβηξε μία δύναμι στο παγκάρι.

Καί βλέπω μία πανύψηλη μοναχή μέ κάλυμμα πού είχε ένα κόκκινο σταυρό. Έγώ Τήν κοίταζα, αύτή μέ κοίταζε- ή μητέρα πήγε νά προσκυνήση τις εικόνες. Κάτι άνεξήγητο μέ τραβούσε νά Τήν κοιτάζω όλο καί περισσότερο. Αμα τό σκεφτώ σαλεύεται ό νους μου. Τέτοια ομορφιά, τέτοια ώραία μορφή, τέτοιο κάλλος, άστραφτε τό πρόσωπό Της- κι έγώ Τήν κοίταζα καί Αύτή μέ κοίταζε καί μου χαμογελούσε καί έγώ Τήν κοίταζα, Τήν κοίταζα καί δεν Τήν χόρταινα. Ελαμπε τό πρόσωπό Της! Κι αύτή ή άκτινοβολία πού έλαμπι στο πρόσωπό Της ήρθε στήν καρδιά μου. “Μαμά, μαμά, μαμά!”, φώναξα εκείνη τήν ώρα. “Τί είναι παιδάκι μου, τί έπαθες;”.

“Μία γυναίκα πού μοιάζει μέ τήν Παναγία κάθεται εδώ στο παγκάρι”...

++++++++++++++++


Καί μέ ρωτάει: «Πού είναι, παιδί μου; Πού είναι, παιδάκι μου;”, δέν τήν έβλεπε ή μητέρα μου. “Νά καλέ μαμά, εδώ στο παγκάρι, δέν Τήν βλέπεις; Κοίταξε τί άνάστημα, τί όμορφη πού είναι, πολύ ωραία, λάμπει, μαμά, λάμπει!”.

Η γυναίκα αύτή, μόλις φώναξα, βάδισε σιγά-σιγά, άνοιξε τήν Ωραία Πύλη καί μπήκε μέσα στο Ιερό.

Αυτό δέν μπορώ νά τό ξεχάσω, όπου πάω κι όπου σταθώ, αύτό τό πρόσωπο βλέπω μπροστά μου. Κι άπό τότε άρχισα νά κάνω τήν Παράκλησι τής Παναγίας. Πολύ τήν αγαπώ. Τέτοια αγάπη πού έχω στήν Παναγία, Γερόντισσα, μά δέν λέγεται». «’Έ, τού είπα, αφού Τήν αγαπάς νά εύχεσαι καί γιά μένα». «Πολύ Τήν άγαπάω. Αλήθεια, δέν μπορώ νά σάς τό περιγράφω». Καί τού είπα: «Αφού τόσο Τήν άγαπάς άντί γιά μία φορά, τρεις φορές τήν ήμέρα νά Τής κάνης Παράκλησι».

«Ναί; μέ ρώτησε, μπορώ;». «Πώς δέν μπορείς, τού απάντησα, τρεις φορές τήν ήμέρα Παράκλησι νά κάνης». Τί μεγαλείο, τί πίστι πού έχουμε!

Σκεφτείτε, αφού καί τώρα πού είναι μεγάλος άνθρωπος, Τήν βλέπει μπροστά του, μετά άπό τόσα χρόνια! Δέν μπορεί νά τού φύγη αύτή ή μορφή! Καί λέω, γιά κοίταξε τί κάνει ό Θεός.

Τί εμφυτεύτηκε στήν ψυχή αυτού τού άνθρώπου άπό τήν παιδική του ήλικία. Κι όταν τά διηγείτο άστραφτε τό πρόσωπό του, κι έβλεπες τό θειο χορτασμό στήν καρδιά του.

Έμεινα άναλογιζομένη τί μπορεί νά συναντήση κανείς σ’ ένα κοσμικό άνθρωπο! Τα ματάκια του μέσα δάκρυζαν αφού μου ήρθε μέσα στην ψυχή μου ένα άλλο πράγμα- τόσο πολύ άντανάκλασε ή Χάρις τής Παναγίας μέσα στήν ψυχή μου.

Τόση ευλάβεια αίσθάνθηκα, τόσο πολύ αλλοιώθηκα, πού, κατά κάποιον τρόπο, ή ψυχή μου ήθελε νά τον άγκαλιάση. Και ήθελα νά καταλήξω, τί ωραίο πράγμα ή Κυρία Θεοτόκος νά παρουσιάζεται σέ ώρισμένους άνθρώπους, γιά νά μάς δείξη τά μεγαλεία πού έχει ετοιμάσει ό Θεός στον ούρανό καί τήν άγάπη πού έχει προς έμάς! Τί σπουδαίο, πολύ σπουδαίο!

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ. "ΛΟΓΙΑ ΚΑΡΔΙΑΣ".

Makrina 1

ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑΣ ΜΑΚΡΙΝΑΣ-

"...Πόσο ευτυχισμένοι είμαστε και πόσο πρέπει αυτές τίς μέρες να τίς εκτιμούμε και να τις σεβόμαστε! Πρέπει να σκεφτόμαστε, το βράδυ πού πηγαίνουμε να κοιμηθούμε: «Θα την ξαναβρούμε αυτή τη ζεστασιά, αυτό το ζεστό φαγητό πού σήμερα τρώμε;"

Όταν εκκλησιαζόμαστε, να είμαστε πολυόμματα Χερουβείμ. Εκεί πού στεκόμαστε, εκεί να μένουμε, εκτός εάν ύπάρχει σωματική ανάγκη. Τί μεγάλη ευλογία είναι να έχουμε κάθε μέρα Θεία Μυσταγωγία! Πολύ μεγάλη ευλογία είναι αυτή.

Θά έρθη καιρός, πού δεν θα βρίσκουμε ένα αντιδωράκι τόσο δα μικρό και θα λέμε:

«Πού είσαι, αντιδωράκι μου, να σέ φάω, πού σέ είχα κάθε μέρα, σέ έπαιρνα και σέ έτρωγα με τίς χούφτες!».

Θά έρθει εποχή πού δεν θα έχουμε ούτε Αντίδωρο ούτε Αγιασμό να πάρουμε. Τώρα είναι μια μεγάλη ευλογία της Παναγίας μας να έχουμε κάθε μέρα Θεία Λειτουργία. Ξέρετε πόσο μάς φρουρεί;

Μάς έλεγε ένας Γέροντας παλαιότερα ότι, όταν μια αδελφή έχει επάνω της ένα Τετραβάγγελο, φυλάει σαράντα γειτονιές.

Σκέφτηκε τώρα να γίνεται κάθε μέρα μία Θυσία του Χριστού, πόση ευλογία έχουμε! Αυτό είναι αφάνταστο, να κατεβαίνουν κάθε μέρα μύριες μυριάδων Αγγέλων και Αρχαγγέλων, τα πολυόμματα Χερουβείμ, τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, να μάς περικυκλώνουν και να γίνεται η Θεία Μυσταγωγία.

Περισσότεροι είναι οι Άγιοι Άγγελοι από την αναπνοή μας πού βγαίνει.

Σκεφτείτε τί μεγάλο πράγμα είναι, να είναι γεμάτη η εκκλησία από αγίους Αγγέλους!

++++++++++++++++++++++


Δεν ξέρω, εγώ έτσι το νοιώθω, έτσι το βλέπω και έτσι σάς το λέω. Πολλές φορές σκέφτομαι, τί μεγάλη δωρεά του Θεού είναι αυτό, και ξενυχτώ, δεν με πιάνει ο ύπνος.

Κάθε μέρα Θεία Μυσταγωγία! Να μνημονεύουμε τα ονόματα όλων αυτών των ανθρώπων!

Η κάθε ψυχούλα πού είναι τόσο πονεμένη και διψασμένη θέλει μια βοήθεια και μια ενίσχυση, εκτός από τούς κεκοιμημένους πού είναι μέσα στην Κόλασή και άλλος είναι μέσα στο πυρ και άλλος στο βρυγμό των οδόντων, πού και αυτοί έχουν ανάγκη να μνημονευθούν.

Εις δόξα Θεού σάς λέω, ότι στον κόσμο πού ήμουν και εργαζόμουν εννιά και δέκα ώρες την ήμερα, σηκωνόμουν στις τρεις η ώρα και πήγαινα στην εκκλησία, στην άλλη άκρη, με βροχές και χιονοθύελλες.

Θυμάμαι στην Κατοχή μια μέρα με σταμάτησε ένας Γερμανός και μου είπε «Άλτ» πήγε να με σκοτώσει.

Κάνω το σταυρό μου τρεις φορές και του λέω:

«Πηγαίνω στην εκκλησία».

Μόλις με είδε να κάνω το σταυρό μου, μ’ άφησε.


Από το βιβλίο: «Λόγια Καρδίας – Γερόντισσα Μακρίνα Βασσοπούλου».

Ιερά Μονή Παναγίας Οδηγήτριας Πορταριάς Πηλίου

=================================================================
============================

Διδαχές τῆς ἀείμνηστης Γερόντισσας

 Μακρίνας

31 Δεκεμβρίου 1986
 Καθῆστε. Αὐτά τά πράγματα πού θά ποῦμε δέν θά τά ξανακούσετε.
Τότε πού ἔμενα γιά λίγα χρόνια στήν Ἀθήνα, μοῦ εἶχε πῆ ὁ π. Ἐφραίμ πώς ὑπάρχει στό Παγκράτι μιά μοναχή Ξένη πού εἶχε Γέροντα τόν π. Σάββα τόν πνευματικό, ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, γιά τόν ὁποῖο μᾶς ἔλεγε ὁ Γέροντας. Πῆγα καί τή γνώρισα. Δέν θά ξεχάσω τήν τάξι της καί τή νοικοκυροσύνη της, μοῦ ἔχει μείνει στή διάνοιά μου.
Εἶχε ἕνα δωμάτιο ὅλο κι ὅλο· ἐκεῖ ἦταν τό κρεββάτι της, τό προσευχητάριό της καί ὁ μπουφές της. Τά εἶχε ὅλα ἕνα κι ἕνα. Σέ μιά γωνιά τοῦ δωματίου εἶχε τό μαγειρεῖο της, μιά γκαζιερούλα, καί στήν ἄλλη γωνιά τά σκεύη πού χρησιμοποιοῦσε. Εἶχε σαρανταπέντε χρόνια στό κρεββάτι καί ἀπό τίς πολλές ἀσθένειες πού εἶχε τή λέγανε «Ἰώβ». Ὅπως εἶχε τό κάθε πρᾶγμα στή θέσι του, ἔτσι εἶχε ἀκρίβεια καί στήν προσευχή της. Οἱ πατέρες πήγαιναν καί ἔπαιρναν τήν εὐλογία της, πολύ τήν ἀγαποῦσαν, τήν εἶχαν ὑπόδειγμα. Τῆς ἔστελνε ὁ π. Σάββας ἐπιστολές καί τήν βοηθοῦσε. Ὅταν πῆγα ἦταν καί ἕνας κύριος καί διάβαζαν μιά ἐπιστολή. Τί ὡραῖες ἐπιστολές!Ὅπως ἔβλεπε ὁ π. Σάββας σέ ὀπτασία τήν κάθε ψυχή, τόν καθένα πού πήγαινε γιά ἐξομολόγησι, ἔτσι ἔβλεπε σέ ὀπτασία καί τή μοναχή Ξένη. Τί ἁγιασμένες ψυχές!
Σούρνονταν νά πάη νά ἑτοιμάση γιά νά φιλέψη. Πρόσεχε τίς κοῦπες, τά φλιτζάνια νά εἶναι ὁμοιόμορφα· ἕνα εἶδος κουτάλια, ἕνα εἶδος φλιτζάνια, ὅλα ὅμοια. Μοῦ ἔλεγε ἕνας πνευματικός πού τόν εἶχα συναντήσει ἐκεῖ:
«Ὅπως εἶναι στήν ψυχή της, παιδί μου, ἔτσι εἶναι καί στά σωματικά της· κοιτάζει νά πάρη τό ἴδιο πιάτο, τό ἴδιο ποτήρι, γιά νά προσφέρη στόν καθένα πού ἔρχεται».
Μέσα σ᾿ ἕνα δωμάτιο εἶχε ὅλα τά ἀπαραίτητα. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι πῶς τά ἔφερνε βόλτα. Τήν ἔβλεπες μέ τό μπαστουνάκι της νά συγυρίζη καί μέ τό στόμα της νά λέη κάτι λογάκια! Ὡραῖα, μεγαλεῖα! Οὐράνιος ἄνθρωπος! Πῶς τόν κάνει ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο οὐράνιο, ἅμα θέλει ὁ ἄνθρωπος!
Μέ ἀξίωσε ὁ Θεός νά γνωρίσω τέτοιους ἁγίους ἀνθρώπους, καί ἐγώ ἀκόμη ἀρχή δέν ἔχω βάλει. Λέω, ἐκείνη τήν ἐποχή ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἦταν πολλή. Βάδιζε μέσα στό δρόμο καί ο καθένας τήν ἔβρισκε· μέ μιά ἁπλότητα, μέ μιά προσευχή λάμβανε τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ· τότε ἦταν ἡ ἀπλότητα, καί ἡ ἁμαρτία δέν εἶχε πληθύνει, ὅπως ἔχει γίνει σήμερα. Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶχε πολλή πίστι καί ἔκανε ἄσκησι, ὅπως ἡ Γερόντισσα Θεοφανώ πού ἔκανε ὅ,τι ἔκαναν καί οἱ ἐρημῖτες. Γι᾿ αὐτό καί ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ τούς βοηθοῦσε. Ζοῦσαν μέ τά ἀπαραίτητα, περνοῦσαν μέ τό τίποτε, δέν εἶχαν αὐτό τό πλεόνασμα πού ὑπάρχει τώρα, καί γι᾿ αὐτό εἶχαν καί πολλή αὐταπάρνησι. Σκοπός τῆς ζωῆς τους ἦταν πῶς νά ἐργασθοῦν τόν Θεό, πῶς νά λατρεύσουν τόν Θεό. Δέν εἶχαν μανία μέ τά ντουβάρια1, ὅπως ἔχουμε ἐμεῖς σήμερα.
Θυμᾶμαι παλαιότερα πῶς ἤμασταν! Τότε ἦταν στή ζωή μας πολύ ζωντανός ὁ Θεός! Μοῦ φαινόταν ὅτι θά Τόν πιάναμε μέ τά χέρια. Ἔλεγα, ἄν ἁπλώναμε τά χέρια, θά φτάναμε τόν Θεό. Μεμψιμοιρία; Οὔτε κατά διάνοια! Μόνο τόν Θεό σκεφτόμασταν, πῶς νά δοῦμε τόν Θεό καί τούς Ἀγγέλους, πῶς εἶναι τά κάλλη τοῦ Παραδείσου. Μόνο τά οὐράνια, τίποτε ἐπίγειο. Αὐτή ἦταν ζωή! Μᾶς ἔστελνε καί ὁ παππούς Ἰωσήφ ἐπιστολές μέ ὀπτασίες, ὁράματα, ὡραῖα πράγματα· τά διαβάζαμε καί μᾶς ἀνέβαζαν πνευματικά. Ἦταν οὐράνια πράγματα! Μικρά παιδιά μαζευόμασταν καί μαθαίναμε τά τῆς Νοερᾶς προσευχῆς, πῶς περνάει ἡ «εὐχή» ἀπό τό στόμα στό νοῦ καί στήν καρδιά. Μία ὥρα βαδίζαμε, γιά νά πᾶμε στό Σαρανταλείτουργο πού ἔκανε ὁ π. Ἐφραίμ ὁ παλαιός. Τίποτε δέν λογαριάζαμε, οὔτε χιόνια οὔτε βροχές οὔτε ἀέρα. Τώρα βλέπουμε χιόνι καί φοβόμαστε. Βάζαμε στό κεφάλι μιά κουβερτούλα καί πηγαίναμε μέσα στή νύχτα.
  • Μιά μοναχή: Τί ὥρα;
  • Γερόντισσα: Στίς τρεῖς τή νύχτα. Μία ὥρα περπατούσαμε, γιά νά φθάσουμε· ἀκούγαμε τήν Θεία Λειτουργία καί κοινωνούσαμε. Ἐμεῖς λέγαμε τήν «εὐχή», «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν ἡμᾶς»καί ἐκεῖνος ἔκανε τήν προσκομιδή. Ἀκούγαμε,«ἐξηγόρασας ἡμᾶς…»2,ὕστερα ὁ π. Ἐφραίμ φώναζε,«λόγχῃ αὐτοῦ τήν πλευράν ἔνυξε, καί εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καί ὕδωρ»3Τί ἦταν καί ἐκεῖνο! Δάκρυα κατανύξεως πού χύναμε ὅλοι! Ἡσυχία! Ἐμεῖς πολύ σιγά,«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς»·καί ἀκούγαμε ὅλες τίς μυστικές εὐχές νά τίς λέη μεγαλοφώνως. Ἐκεῖ ἦταν τό μεγαλεῖο! Ὅλες φεύγαμε ἀλλοιωμένες. Πηγαίναμε νά ψωνίσουμε στά μαγαζιά καί ἀναρωτιόντουσαν οἱ ἄνθρωποι, «μά γιατί μυρίζουν, λιβάνι ἔχουν ἐπάνω τους καί εὐωδιάζουν;».Συνέχεια στήν Ἐκκλησία! Ὅλα μέ τό ρολόι, ὅλη μέρα μέ τό ρολόι στό χέρι, ὅλα μέ τό λεπτό. Δέκα λεπτά φαγητό, δέκα λεπτά ξεκούρασι, δέκα λεπτά ἀνάγνωσι, ὅλα μέ ἀκρίβεια. Ἑσπερινός; Ὅλα τά κορίτσια μαζευόμασταν. Ἐργαζόμασταν, καί τό βράδυ συγκεντρωνόμασταν ὅλοι στόν Ἑσπερινό. Ὅ,τι δουλειά καί νά εἴχαμε, ὅσο ἐπείγουσες καί νά ἦταν οἱ δουλειές μας, πηγαίναμε στόν Ἑσπερινό. Ἔβλεπες, κάθε βράδυ βαδίζαμε μισή ὤρα ἕως τρία τέταρτα, γιά νά φτάσουμε στόν Ἑσπερινό. Ὁ πατήρ ἔκανε τήν προετοιμασία, ἔψελνε τόν Ἑσπερινό, τό Θεοτοκάριο καί μετά φεύγαμε.
  • Μιά μοναχή: Στόν ἅγιο Ἀπόστολο πηγαίνατε;
  • Γερόντισσα: Ναί, μέ τά πόδια ἀπό τή Νέα Ἰωνία! Τώρα ὅλα εἶναι στά πόδια μας· νά καί ἡ ἐκκλησία, νά καί ἡ Λειτουργία, ἀλλά φοβόμαστε τό κρύο, ὅλα τά φοβόμαστε! Ἄντε λέω, πᾶνε αὐτά τά μεγαλεῖα!
  • Μιά μοναχή: Ὁ Γέροντάς μας σᾶς χαιρέτησε, ὅταν ἔφυγε γιά τό Ἅγιον Ὄρος;
  • Γερόντισσα: Ναί, πως δέν μέ χαιρέτησε; Τοῦ εὐχήθηκα νά πάη μέ τό καλό καί νά ἐργασθῆ τόν Θεό. Τήν ἐποχή ἐκείνη ἤμασταν μέ τό Γέροντα μαζί μέρα – νύχτα. Ὅταν ἤθελε ἡσυχία, γιά νά ἀσκήση τήν Νοερά προσευχή, ἔφευγε ἀπό τό σπίτι του καί ἐρχόταν σέ μένα. Καθόταν μέσα σ᾿ ἕνα δωμάτιο καί ἐκεῖ προσευχόταν. Ἐγώ ἔκλεινα τήν πόρτα καί ἔφευγα. Ἄλλοτε πήγαινα στήν ἐργασία μου καί ἄλλοτε στήν ἀγορά, γιά νά ψωνίσω. Ποῦ νά ἤξερα ὅτι τόν Γιαννάκη πού εἶχα στό σπίτι μου, θά τόν ἔκανα καί Γέροντά μου μετά ἀπό τόσα χρόνια! Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ βάδιζε τότε μέσα στούς δρόμους, τήν πιάναμε τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ…
Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.

==============================================
=====================

Ο αξιότιμος κ. Εμμανουήλ Καπετανάκης (πρ. Διευθ. Δημοτικής Εκπαιδεύσεως), ομιλεί περί της μακαριστής Γεροντίσσης Μακρίνας!