Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013

Στο νέο τεύχος του περιοδ. "Κοσμάς Φλαμιάτος"



 
 
 Κυκλοφορήθηκε τὸ νέο διπλὸ τεῦχος 15-16 τοῦ περιοδικοῦ «Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος». Τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ περιοδικοῦ (ποὺ ἀριθμεῖ 240 σελίδες) καταλαμβάνει ἡ ἁγιοπατερικὴ ἀπάντηση τοῦ π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ, πρὸς τὴν ἐκ τῶν πραγμάτων λογοκρατούμενη (καὶ ἀστήρικτη θεολογικά) κριτικὴ ποὺ ἐδέχθη ἀπὸ τὴν Ἱ. Μητρόπολη Πειραιῶς.
 
 
Στὸ τεῦχος αὐτὸ φιλοξενοῦνται καὶ προβάλλονται ἐκεῖνες οἱ ἁγιογραφικὲς θέσεις —περὶ τῆς στάσεώς μας ἀπέναντι στὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ— ποὺ δὲν ἀκοῦν καὶ δὲν μαθαίνουν οἱ πιστοί, ἀφοὺ ἔχουν ἀπαγορεύσει τὴν δημοσίευσή τους τὰ διάφορα ἐκκλησιαστικὰ ἔντυπα καὶ οἱ ἱστοσελίδες ἀναιτιολόγητα καὶ «ὑπακούοντες» σὲ ἰδιοτελεῖς σκοπιμότητες.
 
 
 
Καὶ ἀποφασίσαμε νὰ προβάλλουμε τὶς θέσεις αὐτές, ὄχι ἀπὸ ἀντιπαλότητα πρὸς ἐκείνους ποὺ πρῶτοι καλῶς τὶς ἐδίδαξαν καὶ στὴ συνέχεια τὶς ἐγκατέλειψαν, ἀλλὰ ἐπειδή, κατὰ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ κοινωνία καὶ ἡ μνημόνευση τῶν  οἰκουμενιστῶν ἔχει σχέση μὲ τὴν σωτηρία μας.
 
 
 
Ἐπιμένουμε δὲ στὰ θέματα αὐτὰ καὶ γιὰ ἕνα ἄλλο λόγο. Διότι οἱ θέσεις αὐτὲς ποὺ ἀποτελοῦν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλὰ καὶ ὅσοι τὶς ἀκολουθοῦν, διαστρέφονται καὶ συκοφαντοῦνται ἀπὸ ὅσους γιὰ προσωπικοὺς λόγους δὲν τὶς ἀκολουθοῦν.
 
 
 
Ἡ ἐγκατάλειψη λοιπὸν τοῦ ἀγῶνα ἐναντίον τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἢ μᾶλλον ὁ περιορισμὸς τοῦ ἀγῶνα σὲ ἀνακοινώσεις καὶ «Ὁμολογίες Πίστεως» –τὸν γνωστὸ χαρτοπόλεμο– εἰς οὐδὲν πλέον ὀφελεῖ. Ἀντίθετα συντελεῖ εἰς τὴν ἐμπέδωση τῆς αἱρέσεως, ἀφοῦ ὁ Κύριος, ἡ Ἁγία Γραφή, οἱ Ἅγιοι Πατέρες συνιστοῦν ὁμόφωνα τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς κοινωνοῦντες μὲ αἱρετικούς ποιμένες καὶ τὴν ἀνασκευὴ τῶν αἱρετικῶν θέσεών τους. Εὔστοχα ὁ π. Εὐθύμιος ἐπισημαίνει στὸ παρὸν τεῦχος:
 
«Ἡ ἀλλοίωσις τοῦ φρονήματος ὅλων μας, θά φθάση εἰς τό σημεῖο νά ἀποδεχθοῦμε καί νά χωνέψουμε τά πάντα, νά ἀφομοιωθοῦμε καί νά συνυπάρχωμε μέ ὅλους σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο, καί μάλιστα, νά τά θεωροῦμε ὡς τήν ἐγκεκριμένη πατερική ὁδό, ἡ ὁποία εἶναι γεμάτη ἀπό διάκρισι καί σύνεσι. Κατ’ οὐσίαν, δηλαδή, θά καταδικάσωμε τούς ἁγίους μάρτυρες τῆς πίστεως καί τήν μαρτυρική ὁδό τοῦ Εὐαγγελίου εἰς τήν ὁποία αὐτοί ἐφάνηκαν πιστοί, καί θά καθιερώσουμε ἄλλη ὁδό, ἡ ὁποία δέν ἀναδεικνύει Ἁγίους καί μάρτυρες, ἀλλά στοχαστές καί διπλωμάτες».
 
Ἐκτὸς αὐτοῦ τοῦ κεντρικοῦ θέματος, στὸ τεῦχος αὐτὸ δημοσιεύεται καὶ ἡ ἱστορικὴ ἐνέργεια τοῦ μητροπολίτη Ράσκας καὶ Πριζρένης Ἀρτέμιου, ὁ ὁποῖος μετὰ τὴν ἀνταλλαγὴ ἐπιστολῶν συλλειτούργησε μὲ τὸν π. Εὐθύμιο Τρικαμηνᾶ, μιμούμενος καὶ ἐπαναλαμβάνοντας τὴν πρακτικὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας Παραδόσεως ἐν καιρῷ αἱρέσεως. Καὶ εἶναι λυπηρό μέν, ἀλλὰ γνωστό, ὅτι οἱ ἐν Ἑλλάδι ἀντι-οἰκουμενιστὲς ἀρνοῦνται νὰ συλλειτουργήσουν μὲ τοὺς διωκόμενους Σεβασμιώτατο Ἀρτέμιο καὶ π. Εὐθύμιο, παρόλο ποὺ δέχονται καὶ τὸ ἔχουν καταθέσει σὲ κείμενά τους, ὅτι καὶ οἱ δύο ἔχουν ἄδικα τιμωρηθεῖ λόγο τοῦ ἀντι-οἰκουμενιστικοῦ τους ἀγῶνα. (Τὰ κείμενά τους αὐτὰ ἔχουμε παρουσιάσει πρόσφατα στὸ ἱστολόγιό μας).
 
 
Τέλος, στὸ τεῦχος δημοσιεύονται κείμενα τῆς «Φιλορθοδόξου Ἑνώσεως “Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος”», τῆς Δάφνης Βαρβιτσιώτη, τοῦ Λαυρέντιου Ντετζιόρτζιο, τοῦ Παναγιώτη Σημάτη, τοῦ Λεόντιου Διονυσίου.

Περιοδικὸ «Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος».
Πληροφορίες, Συνδρομές, Διεκπεραίωση:
Τηλ. 697-2176314, 24310-43622
e-mail: info@degiorgio.gr.

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ


«Ότι ού δει χριστιανούς ιουδαΐζειν και εν τω σαββάτω σχολάζειν, αλλ’ εργάζεσθαι αυτούς και εν τη αυτή ημέρα την δε Κυριακήν προτιμώντας, είγε δύναιντο (= αν μπορούν), σχολάζειν ως χριστιανοί»
(Καν. 29 Λαοδικείας)


1.-) Κατά την Παλαιά Διαθήκη οι Εβραίοι όφειλαν, να εργάζονται έξι ημέρες την εβδομάδα, και την έβδομη ημέρα να απέχουν από κάθε ασχολία μέχρι και τον περιορισμό ακόμη της οδοιπορίας τους, «τη δε ημέρα τη εβδόμη σάββατα (= τελεία αργία, ανάπαυση σε ανθρώπους και κατοικίδια ζώα), Κυρίω τω Θεώ σου» (Έξοδος 21, 10).
2.-) Με αυτή την έννοια αρχικά εφαρμόστηκε και η αργία της Κυριακής, «ως ημέρα Κυρίου» και στη Καινή Διαθήκη, αλλά μόνο με τα δύο βασικά στοιχεία: α΄-) Να απέχουν οι Χριστιανοί από βαριές εργασίες, και β΄-) Να λατρεύουν τον Κύριο, «λαλούντες εαυτοίς ψαλμοίς και ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς, άδοντες και ψάλλοντες, εν τη καρδία αυτών τω Κυρίω», (Εφεσ. 5, 9), με τη διαφορά ότι τη θέση της τελευταίας ημέρας της εβδομάδος των Εβραίων, το Σάββατον, στο Χριστιανισμό, την κατέλαβε η Κυριακή, «η μία των Σαββάτων» (Ματθ. 28, 1). Δηλαδή, η μετά το Σάββατο των Εβραίων πρώτη ημέρα της εβδομάδος, η Κυριακή, αφιερώθηκε στην Ανάσταση του Κυρίου μας, ο Οποίος ήλθε, και θα έλθει, για να κρίνει την οικουμένη, ζώντας και νεκρούς, «και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς, ου της βασιλείας ουκ έσται τέλος», (Σύμβολον Ορθοδόξου Πίστεως, Α΄ & Β΄ Οικ. Συνόδων).
3.-) Η αργία λοιπόν της Κυριακής, είναι αφιερωμένη στον Θεάνθρωπο Κύριό μας, σε αντικατάσταση της αργίας του Σαββάτου των Εβραίων. Όμως η Ορθόδοξη Εκκλησία επειδή γνωρίζει, ότι «η αργία είναι μήτηρ πάσης κακίας», ουδέποτε αποτόλμησε να επιβάλει, αναγκαστικά, την αργία της Κυριακής στους Χριστιανούς. Η επιβολή της υποχρεωτικής αργίας της Κυριακής ορίστηκε με νόμους μεγάλων Αυτοκρατόρων του Βυζαντίου: Κωνσταντίνου Α΄, Θεοδοσίου Α΄, και Λέοντος του σοφού, με τη ρητή επισήμανση ότι από την αργία της Κυριακής εξαιρούνται μόνον οι γεωργοί.
4.-) α΄) Ο Κύριος Ιησούς Χριστός όχι μόνο παραβίασε, αλλά και αποδέχτηκε την παραβίαση της αργίας του Σαββάτου των Εβραίων σε λίαν εξαιρετικές περιπτώσεις, με τη γενική δικαιολογία ότι «το σάββατον διά τον άνθρωπον εγένετο, ουχ ο άνθρωπος δια το σάββατον» (Μαρκ. 2, 27-28).
β΄) Επίσης στην περίπτωση που οι μαθητές του Κυρίου, κάποτε που περνούσαν από τα σπαρμένα χωράφια, που ήσαν έτοιμα για θερισμό, έκοβαν και έτριβαν στάχια και έτρωγαν τον καρπό τους, και για την πράξη τους αυτή τους κατηγόρησαν στο Χριστό, ότι παραβαίνουν την αργία του Σαββάτου, ο Χριστός όχι μόνον δεν εκάκισε την πράξη των μαθητών του, αλλά καταλόγισε άγνοια του νόμου στους κατηγόρους τους, και τους έδωσε αποστομωτικές απαντήσεις από το νόμο, σχετικές με την αργία του Σαββάτου, «και αποκριθείς προς αυτούς είπεν ο Ιησούς, ουδέ τούτο ανέγνωτε ό εποίησε Δαυίδ οπότε επείνασεν αυτός και οι μετ’ αυτού πάντες;… ουκ ανέγνωτε εν τω νόμω ότι τοις σάββασιν οι ιερείς εν τω ιερώ το σάββατον βεβηλούσι (= με τα σφάγια για τις θυσίες), και αναίτιοί εισι;», (Μάρκ. 2, 27-28, Λουκ. 6, 1-5, Ματθ. 12, 1-8). Εκ των ως άνω ρητώς και κατηγορηματικώς αναφερομένων από το Χριστό, ο ιερός Αυγουστίνος δηλώνει απερίφραστα, «ότι την Κυριακή οι Χριστιανοί να εργάζονται», (ΠΗΔΑΛΙΟΝ, σελ.84, υποσήμ. 1).
5.-) Με το θέμα της αργίας της Κυριακής ασχολήθηκε η τοπική Σύνοδος της Λαοδικείας και αποφάσισε ότι οι Χριστιανοί, αν υπάρχει ανάγκη και δε μπορούν να κάνουν διαφορετικά, μετά τον εκκλησιασμό τους, να εργάζονται και την Κυριακή, «… την δε Κυριακήν προτιμώντας, είγε δύναιντο (=αν μπορούν), σχολάζειν ως Χριστιανοί» (Καν. 29).
6.-) Συνεπώς, εκ των όσων αναφέρθηκαν ανωτέρω η φιλόστοργος Μητέρα Ορθόδοξη Εκκλησία, θέλει μεν τους Χριστιανούς να αργούν την ημέρα της Κυριακής, η οποία είναι αφιερωμένη στην Ανάσταση του Κυρίου μας, και αφού εκτελέσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, να ασχολούνται με θέματα φιλανθρωπίας. Αν όμως δεν μπορούν να αργήσουν, γιατί υπάρχει αδήριτος ανάγκη, τότε να εργάζονται όπως και οι αγρότες. Αυτή είναι η θέση της Εκκλησίας όσον αφορά το θέμα της αργίας της Κυριακής.

Πρεσβύτερος
ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΚΟΛΛΑΣ
Ορθόδοξος Θεολόγος
– Εκκλ/κός Συνήγορος
Επ/μος πρ/δρος Εφημεριακού Κλήρου Ελλάδος



ΤΟ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ



(Το παρόν είναι συνέχεια από το προηγούμενο
φύλλο που είχε θέμα το «Πατριωτικό συναίσθημα»)


1. Ορισμός και ανάλυση. Το θρησκευτικό συναίσθημα προκαλείται από την αντίληψη του ανθρώπου για την ύπαρξη του Θεού. Ο άνθρωπος έχει έμφυτη την τάση να προσεγγίσει το Θεό, να επικοινωνήσει πνευματικά και να στηριχθεί στη δύναμή Του. Επειδή ο Θεός, από τη γνώση του οποίου προκύπτει το θρησκευτικό συναίσθημα, είναι απόλυτη αλήθεια, ωραιότητα, δικαιοσύνη, υπέρτατο αγαθό για τις συνειδήσεις των ανθρώπων, μπορεί να θεωρηθεί και τούτο ως γενικότατο συναίσθημα του αληθινού, του ωραίου και του αγαθού. Περικλείει όλα τα συναισθήματα, προσωπικά, κοινωνικά και απρόσωπα. Και εκδηλώνεται ως αγάπη, ως φόβος υιικός, ως ευγνωμοσύνη, ως σεβασμός του ανθρώπου προς τον πατέρα και Θεό του, τον οποίο αντιλαμβάνεται ως δημιουργό και προνοητή του σύμπαντος. Είναι έμφυτο, αλλά διαμορφώνεται, καλλιεργείται και εξελίσσεται στην κοινωνική ζωή και με τη συνδρομή αυτής. Εκεί ο άνθρωπος σχηματίζει συγκεκριμένη ιδέα για το Θεό, αντιλαμβάνεται τα καθήκοντά του προς Εκείνον και προσπαθεί να ζήσει σύμφωνα με το θείο θέλημα.
2. Σημασία και μορφωτική αξία. 1) Καλλιεργεί την ευσέβεια στους ανθρώπους. 2) Διαμορφώνει ηθικούς χαρακτήρες. 3) Υπενθυμίζει καθήκοντα και υποχρεώσεις. 4) Παρηγορεί στις δύσκολες στιγμές της ζωής. 5) Εμπνέει θάρρος, υπομονή και καρτερικότητα. 6) Αναπτύσσει φιλανθρωπική δράση. 7) Παρέχει πνευματική ευχαρίστηση και ψυχική ανακούφιση. 8) Προκαλεί το φιλοσοφικό στοχασμό. 9) Καταπολεμεί την πρόληψη και τη δεισιδαιμονία. 10) Δημιουργεί και προάγει τον πολιτισμό.
3. Παράγοντες και μέσα καλλιέργειας. Οι παράγοντες, οι οποίοι διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο στην καλλιέργεια του θρησκευτικού συναισθήματος είναι η οικογένεια, το σχολείο και η εκκλησία. Η θρησκευτική και ηθική διαβίωση της οικογένειας αποτελεί τον βασικό πυρήνα της αναπτύξεως του θρησκευτικού συναισθήματος του παιδιού. Τα δε μέσα με τα οποία θα επιδιωχθεί η παραπέρα καλλιέργειά του είναι τα ακόλουθα: 1) Η ηθικοθρησκευτική προσωπικότητα του δασκάλου. Ουδεμία απολύτως θρησκευτική διδασκαλία είναι αρκετή χωρίς την ευσεβή ηθικοθρησκευτική προσωπικότητα του δασκάλου. Ο μετρημένος βίος του, η ηθική διαβίωση, η δικαιοσύνη, η ευσέβεια, η μακροθυμία, ο εκκλησιασμός, η ελεημοσύνη, είναι πράξεις και εκδηλώσεις που ασκούν τεράστια επίδραση στους μαθητές και παραμένουν ως πρότυπα μίμησης. 

2) Η δημιουργία συνήθειας στα παιδιά για τέλεση χριστιανικών πράξεων. Πρέπει να προτρέπουμε τα παιδιά και να τα παρέχουμε τη δυνατότητα να ελεούν τους πτωχούς και να βοηθούν τους αδυνάτους. Παράλληλα πρέπει να διδάσκονται ότι ο Θεός δε θέλει να γίνεται το καλό από εγωισμό αλλά από καλή διάθεση, ούτε επιδεικτικά. Έτσι δεν πληγώνεται και το φιλότιμο του ευεργετούμενου. “Μη γνώτω η αριστερά σου (χείρα) τι ποιεί η δεξιά σου” είπε ο Χριστός, Ο δε λαός λέγει: “Όποιος δίνει ας σιωπήσει και όποιος παίρνει ας μιλήσει”. 3) Οι προσευχές. Η σχολική εργασία πρέπει να αρχίζει με κοινή πρωινή προσευχή στην αυλή του σχολείου και να συνοδεύεται με θρησκευτικό άσμα. Προσευχή πρέπει να γίνεται και στο τέλος των μαθημάτων της ημέρας στην τάξη. Ο κάθε μαθητής πρέπει να συνηθίσει να προσεύχεται στην αρχή και το τέλος κάθε εργασίας του, προ του φαγητού και μετά απ’ αυτό, προ του ύπνου και ευκαιριακά σύμφωνα με τα καθημερινά του βιώματα. 4) Ο τακτικός εκκλησιασμός. 5) Η τέλεση ειδικής λειτουργίας για μαθητές του σχολείου. 6) Η παρακολούθηση διαφόρων θρησκευτικών τελετών και εκδηλώσεων. 7) Η παρακολούθηση κατηχητικών σχολείων. 8) Η μελέτη θρησκευτικών βιβλίων. 9) Η επικοινωνία με τη φύση. Πρέπει να οδηγούνται τα παιδιά στην εξοχή συχνά και να παρακινούνται να παρατηρούν τη φύση, γιατί μόνον εκεί μπορεί να κατανοήσει κανείς τη θέση του μέσα σ’ αυτή, να γνωρίσει την τάξη, την αρμονία, τη σοφία, το μεγαλείο και τη δύναμη του Δημιουργού και να αναφωνήσει όπως ο ψαλμωδός: “ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας”. 10) Η κατάλληλη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών και των λοιπών μαθημάτων του Σχολείου, καθώς και η σωστή οργάνωση της εν γένει σχολικής ζωής.
Α.Κ.
συνεχίζεται



Εισήλαση στον ιερό περίβολο της Εκκλησίας του οικουμενιστικού πνεύματος



Η ολέθρια οικουμενιστική πολιτική των κ.κ. Βαρθολομαίου, Θεοδώρου, Θεοφίλου, Κυρίλλου και Ιλαρίωνος,Ειρηναίου, Χρυσοστόμου, Αναστασίου και άλλων προκαθημένων και λοιπών αξιωματούχων, ορθοδόξων πατριαρχείων και τοπικών αυτοκεφάλων Εκκλησιών, οι οποίοι ενεργούν ερήμην των ποιμνίων τους και σε καταφανή αντίθεση προς αυτά, η ένοχη εν προκειμένω σιωπή, που επί της ουσίας  συνιστά συνενοχή, των διοικητικών σωμάτων της Ελλαδικής Εκκλησίας, τουτέστιν της ΔΙΣ και της ΙΣΙ που απαξιούν καθώς φαίνεται να προσεγγίσουν με τη δέουσα σοβαρότητα το ακανθώδες και ουσιώδες ζήτημα του οικουμενισμού που αναποδράστως άπτεται της σωτηριολογίας, ικανού αριθμού επισκόπων αλλά και κληρικών κατωτέρων βαθμών, τινές των οποίων ενώ θεωρούνται κατά τεκμήριο φιλοπαραδοσιακοί και αμύντορες της πατρώας πίστεως και ενώ στις κατ ιδίαν συζητήσεις τους καυτηριάζουν τις οικουμενιστικές εκτροπές καθώς και τους πρωταγωνιστές τους , εν τούτοις αποφεύγουν δημοσίως να καταδικάσουν με σθένος τα εν θέματι ατοπήματα ενώ  πάσχοντες  
καθώς φαίνεται απ την προσφυώς υπό του π.Θεοδώρου Ζήση ονομασθείσα «νόσο του ονοματοκρυπτισμού» δεν  κατονομάζουν, επίσης δημοσίως, και τους αυτουργούς των εν λόγω ασχημιών , των λαλίστατων κατά τα άλλα θεολογικών μας σχολών που έχουν καταντήσει νεοταξικά παραμάγαζα, η θελημένη και κακόβουλη συγκάλυψη , απ τη μεριά των τεταγμένων να προφυλάσσουν το ποίμνιο από ετεροδιδασκαλίες δημοσίως διακηρυχθείσες, του σκανδάλου που προκαλούν διάφορες εξ επισκοπικών χειλέων εκπορευθείσες κακοδοξίες (όρα την κραυγαλέα παρίπτωση  του μητροπολίτη Περγάμου, εναντίον του οποίου δεν κινήθηκε η σχετική, υπό των ιερών κανόνων προβλεπόμενη, διαδικασία), η ταυτόχρονη διάθεση ποινικοποιήσεως του αντιοικουμενιστικού φρονήματος( είναι ακόμη νωπή η τουλάχιστον ατυχής πατριαρχική περυσινή παρέμβαση του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου, συνεπικουρούμενη από μία ομάδα καθηγητών του θεολογικού τμήματος της Θεολογικής σχολής του ΑΠΘ, που ουσιαστικά ζητούσε «την κεφαλήν επί πίνακι» των αντιοικουμενιστών επισκόπων Πειραιώς και Κυθήρων αλλά και ο διωγμός του γνωστού, ομολογητή θεολόγου Ν.Σωτηρόπουλου), η έλλειψη ορθής και συντονισμένης καθοδηγήσεως του ποιμνίου έναντι του ζητήματος του οικουμενισμού που δυστυχώς δεν έχει πανορθόδόξως, και μάλλον ούτε πρόκειται, καταδικασθεί ως «αίρεση των αιρέσεων, τουτέστιν παναίρεση»  και η συνακόλουθη  ζημία που συνεπάγεται για την πνευματική ζωή των πιστών η εισήλαση  στον ιερό περίβολο της Εκκλησίας του οικουμενιστικού πνεύματος και η διαφαινόμενη παγίωσή του και καθιέρωσή του ως κυρίαρχου χαρακτηριστικού του επίσημου εκκλησιαστικού βίου  (βλέπε συμπροσευχές ορθοδόξων κληρικών με ετεροδόξους, ετεροθρήσκους, ακόμη και με μάγους και ειδωλολάτρες!!!, υπογραφή απ τη μεριά των Ορθοδόξων αντιπροσωπειών επαίσχυντων-αιρετικότατων κειμένων-δηλώσεων που ακυρώνουν τη μοναδικότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως φορέως της Αληθείας εξισώνοντάς Την με το φρικαλέο μωσαικό των πεπλανημένων δοξασιών, παραθεώρηση της υπούλως δρώσης ουνίας, ανταλλαγές δώρων όπως π.χ. του βέβηλου κορανίου,πρακτική η οποία έχει προσλάβει πλέον επιδημικό χαρακτήρα στο χώρο των εκκλησιαστικών αξιωματούχων καθώς και πολλά άλλα συναφή γεγονότα που παραλείπουμε για λόγους οικονομίας χώρου και χρόνου)   έχουν προκαλέσει μία εξόχως εκρηκτική κατάσταση, που απειλεί την ενότητα της Εκκλησίας,  με ορατό πλέον τον κίνδυνο της δημιουργίας απευκταίου σχίσματος!
Ήδη κάποιοι εκ των πιστών δοκιμάζουν κρίση συνειδήσεως αντικρύζοντας την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί!  Και κάποιοι άλλοι έχουν προχωρήσει σε διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας με τους ποιμένες τους!
Τα πράγματα είναι εξόχως σοβαρά! Δυστυχώς το παλαιοημερολογητικό σχίσμα και κυρίως η αφορμή για τη δημιουργία του δε φαίνεται να έχει συνετίσει κάποιους ποιμένες που δεν αφουγκράζονται τα όσα διακελεύουν οι ιεροί κανόνες αλλά και την αγωνιώδη κραυγή του ποιμνίου τους που πονά, θλίβεται και νοιώθει προδομένο απ αυτούς!
Εσχάτη ώρα εστί! Ας δεηθούμε του Κυρίου του Αμπελώνος όπως «λαλήσει αγαθά» στις καρδιές των οικουμενιστών ποιμένων προκειμένου να σταματήσουν τον οικουμενιστικό τους κατήφορο και να διαφυλαχθεί η ενότητα της Εκκλησίας! Διότι αλλέως «ουκ έσται παύλα των κακών»!
Λυκούργος Νάνης 

Η ΓΑΓΓΡΑΙΝΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ



του Μοναχοῦ Σεραφεὶμ
 Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἐπειδὴ εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, χαρακτηρίζεται ἀπὸ διαχρονικὴ καὶ παγκόσμια ἑνότητα δογματικῆς Πίστεως. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι «χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτός [ὁ ἴδιος], καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας»[1], ἀναλλοίωτος, καὶ ἑνώνει ἐν Ἑαυτῷ τὴν ἀνθρωπότητα, «ἐν ἑνὶ σώματι, εἰς ἕνα καινὸν ἄνθρωπον ποιῶν εἰρήνην»[2], καθ’ ὅσον αὐτὴ ἐνσωματώνεται στὴν Ἐκκλησία. Ἔτσι στὴν Ἐκκλησία ἰσχύει πάντοτε ταυτότητα (ὁμοιομορφία)  στὴν Πίστη καὶ τὴ βαπτισματικὴ ἔνταξη σ’ αὐτήν: «εἶς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα»[3]. 
Τὸ ἐκκλησιολογικὸ αὐτὸ δόγμα τῆς Ἐκκλησίας, σταθερῶς καὶ διαχρονικῶς διακηρυσσόμενο, πλήττεται στὴ θεωρία καὶ τὴν πράξη ἀπὸ τὴν παρέκκλιση καὶ καινοτομία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος στὸ βαθμὸ ποὺ προωθεῖται συνειδητῶς καὶ ἐπιμόνως, ἀποτελεῖ ἐκκλησιολογικὴ καὶ σωτηριολογικὴ αἵρεση. 
Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι ἡ διδασκαλία καὶ δραστηριότητα γιὰ τὴν - κακῶ τῷ τρόπῳ - συγκολλητικὴ καὶ πλασματικὴ ἐξωτερικὴ ἕνωση τῶν Ὀρθοδόξων καὶ λοιπῶν «χριστιανῶν», ρωμαιοκαθολικῶν (παπικῶν), προτεσταντῶν καὶ μονοφυσιτῶν-μονοθελητῶν· ἀναπτύχθηκε στὸ πλαίσιο τῆς «οἰκουμενικῆς κινήσεως» καί, σὲ μεγάλο μέρος του, περὶ τὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν» (Π.Σ.Ε.)  καὶ διασπᾶ τὴν ἀπ’ ἀρχῆς καὶ μέχρι τῶν μέσων τοῦ 20οῦ αἰῶνος ἑνιαία τῆς Ὀρθοδοξίας ἐκκλησιολογία, τὴν περὶ Ἐκκλησίας διδασκαλία.
 Βασικὲς ὀρθόδοξες ἐκκλησιολογικὲς ἀρχὲς 
Συνοψίζοντας βασικὲς παραμέτρους τῆς ἐκκλησιαστικῆς, τῆς ὀρθόδοξης, ἐκκλησιολογίας, καταθέτουμε τρεῖς βασικὲς ἀρχές της · (α) τὴν ἀποκλειστικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, (β) τὴν τελειότητα («καθολικότητα») τῆς δογματικῆς Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἑνότητά της ἱστορικῶς καὶ γεωγραφικῶς καὶ (γ) τὴν καθολικῶς ἀποδεκτὴ πεποίθηση τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἡ συνειδητὴ εἰσαγωγὴ καὶ τῆς παραμικρῆς «ἑτεροδοξίας» (δογματικῆς διαφοροποιήσεως) ἀποτελεῖ αἵρεση ποὺ ἀποκλείει τὴ δυνατότητα τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας. 
Α. Τὸ ἀξίωμα τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας “extra Ecclesiam nulla salus” («ἐκτὸς Ἐκκλησίας οὐδεμία σωτηρία»), ποὺ ὑποστηρίζεται ἀπὸ τοὺς ἁγίους Κυπριανὸ Καρχηδόνος, Βασίλειο τὸν Μέγα,Φιρμιλιανὸ Καισαρείας, Κύριλλο Ἀλεξανδρείας κ.ἄ., τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ ὅλη τὴ διαχρονικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, σημαίνει ὅτι μόνον τὰ ἱερὰ Μυστήρια καὶ δόγματα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν τὸν ἄνθρωπο στὴν ἕνωση μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴ σωτηρία. Ἡ Ἐκκλησία μας χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἐσωτερικὴ ἑνότητα Πίστεως, Λατρείας καὶ διοικήσεως  καὶ τὴν «ἀποστολικὴ διαδοχή», δηλαδὴ τὴν ἱστορικὴ προέλευση ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἐκκλησία τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ ἑνότητα Πίστεως μὲ ἐκείνην.  Τὰ σχίσματα (οἱ λόγῳ διοικητικῶν διενέξεων ἀποχωρήσεις ἀπὸ τὴν Ἑκκλησία) καὶ οἱ αἱρέσεις ἀποκόπτουνἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴ σωτηρία.
Β. Ἡ ἑνότητα Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας σημαίνει, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ, μολονότι ἐπιτρέπει ἐν μέρει στὶς τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τελετουργική, ἐθιμική, γλωσσική, μουσικὴ καὶ ἄλλη ποικιλομορφία, ὅμως δὲν ἐπιτρέπει καὶ τὴν «διαφορετικότητα» τῶν δογμάτων τῆς Πίστεως, διότι καθὼς «ὁ Χριστὸς οὐ μεμέρισται»[4] ἔτσι καὶ στὴν Ἐκκλησία εἶναι «τοῦ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία»[5] . 
Γ. Ἡ ἑτεροδοξία-αἵρεση, ὡς εἰσαγωγὴ νεωτερισμῶν στὴ δογματικὴ πίστη, ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια, διότι καταστρέφει τὴ θεραπευτικὴ γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση μέθοδο τῆς Ἐκκλησίας (θεολογία καὶ ἄσκηση) καὶ διότι ὁ Θεὸς δὲν ἐπευλογεῖ τὸ ψεῦδος οὔτε ἑνώνεται μὲ αὐτό. Κατὰ τὴ χαρακτηριστικὴ φράση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ «ὅποιος δὲν πιστεύει ὅπως πιστεύει ἡ Παράδοση τῆς Καθολικῆς [δηλ. τῆς Ὀρθοδόξου] Ἐκκλησίας εἶναι ἄπιστος»[6], καθὼς δὲ διαπιστώνει ἡ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος στὸν ζ΄ ἱ. Κανόνα της, μόνον ὅσοι αἱρετικοὶ ἐπιστρέφουν ἀπὸ τὴν αἵρεση «προστίθενται στὴ μερίδα τῶν σῳζομένων». Γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση κανεὶς ἑτερόδοξος (ρωμαιοκαθολικός, προτεστάντης, μονοθελήτης κ.λπ.) δὲν εἶναι οὔτε δύναται νὰ ὀνομάζεται κυριολεκτικῶς «χριστιανός» οὔτε ἡ αἱρετικὴ κοινότητα «ἐκκλησία». 
Ἡ ἀπὸ τὸν Οἰκουμενισμὸ νόθευση  τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησιολογίας 
Ὁ Οἰκουμενισμός, ἐκκινώντας ἀπὸ προσπάθειες προσεγγίσεως τῶν «χριστιανῶν» σὲ πρακτικὰ θέματα στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰ., ἐξελίχθηκε σὲ προσπάθεια ἐξωτερικῆς συγκολλήσεως τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὶς λοιπὲς «ὁμολογίες», χωρὶς τὴν ἀποδοχὴ ἀπὸ ἐκεῖνες τῆς μόνης ἀναλλοίωτης καὶ παραδοσιακῆς, τῆς ὀρθόδοξης, διδασκαλίας, ἀλλὰ μέσῳ ἐλαχιστοποιήσεως τῆς σημασίας («μινιμαλισμοῦ»), τῆς ἀποσιωπήσεως καὶ παρερμηνείας τῶν ἱ. δογμάτων ἀπὸ ὅλες τὶς διαλεγόμενες πλευρές. Ἐκκινώντας στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰ., ὅταν γιὰ πρώτη φορὰ οἱ αἱρετικοὶ (ἑτερόδοξοι ) ὀνομάστηκαν σὲ ἐπίσημα ὀρθόδοξα ἐκκλησιαστικὰ κείμενα «Ἐκκλησίες» (τὸ 1903 καὶ κυρίως τὸ 1920), ἡ δογματικὴ παρέκκλιση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μεταξὺ ἄλλων φοβερῶν πτώσεων ὁδήγησε σταδιακῶς στὴν ἀπὸ μέρους ἐπιφανῶν ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ θεολόγων (α) ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας μὲ τοὺς παπικούς («ἄρση τῶν ἀναθεμάτων») τὸ 1965, (β)  μερικὴ ἀποδοχὴ τῶν ἑτεροδόξων τελετῶν βαπτίσματος, εὐχαριστίας καὶ ἱερωσύνης («Κείμενον Β.Ε.Μ.», Λίμα τοῦ Περοῦ 1982, (γ) διαπίστωση δῆθεν χριστολογικῆς συμφωνίας μὲ τοὺς μονοφυσίτες-μονοθελῆτες (Β΄Κοινή Δήλωση, Chambésy 1990) - ἡ ὁποία σημαίνει τὴν ἀπόρριψη τῆς συμπαγοῦς ὀρθοδόξου χριστολογίας 15 αἰώνων, Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ πληθύος Ἁγίων Πατέρων, (ε) διαπίστωση ὅτι ὁ παπισμὸς εἶναι ὄχι αἵρεση, ἀλλὰ «ἀδελφὴ Ἐκκλησία» μὲ ἔγκυρα μυστήρια (Κείμενον Balamand 1993) κ.ἄ. Χειρότερο ὅλων εἶναι (στ) τὸ ἐκκλησιολογικὸ κείμενο τῆς Θ΄ Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ Π.Σ.Ε. στὸ Πόρτο Ἀλέγκρε (Βραζιλία, 2006) · ἐκεῖ ἡ πλειονότης τῶν ὀρθοδόξων ἐκπροσώπων ἀρνήθηκε ἰδιότητες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τὶς ὁποῖες ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἐκεῖνες τῆς «Μιᾶς» (δηλ. σὲ ἑνότητα πίστεως) καὶ τῆς «Καθολικῆς», ἐπειδὴ συμφώνησαν ὅτι κανένα μέλος τοῦ Π.Σ.Ε. δὲν ἀποτελεῖ καθ’ ἑαυτὸ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία (§6) καὶ ὅτι εἶναι θεμιτὴ ἡ ὕπαρξη ποικιλίας δογμάτων ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας (§5). Αὐτὸ εἶναι ποὺ λίγο ἀργότερα οἱ οἰκουμενιστὲς ὀνόμασαν «ἑνότητα μέσα στὴ (δογματικὴ) διαφορετικότητα» , “unity in  diversity”, ἔνα σύνθημα παρμένο ἀπὸ τὰ βουδιστικὰ κινήματα τῆς New Age, δηλαδὴ μιὰ «περιεκτικότητα» (“comprehensiveness”) ἀντίθετη μὲ τὴν ἁγιοπατερικὴ «ἀποκλειστικότητα» (“exclusiveness”).  
Στὰ πλαίσια τῆς οἰκουμενικῆς κινήσεως οἱ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων οἰκουμενιστὲς ἔχουν ἐγγράφως δεσμευθεῖ νὰ μὴ καλοῦν τοὺς ἑτεροδόξους στὴν Ἐκκλησία καὶ ἔτσι διαψεύδεται ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι ἡ συμμετοχή μας ἐκεῖ ἀποσκοπεῖ στὴν ὁμολογία τῆς Ὀρθοδοξίας· ἀντιθέτως δέ, μὲ τὴν ἐπίσημη ἀποδοχὴ ἑτεροδόξων θέσεων, ἀποπροσανατολίζονται οἱ ἑτερόδοξοι ὡς πρὸς τὸ ἀληθινὸ φρόνημα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. 
Τὶς τελευταῖες δεκαετίες ὁ Οἰκουμενισμὸς προσέλαβε καὶ «διαθρησκειακὸ» χαρακτῆρα τονίζοντας τὴν δῆθεν κοινὴ πίστη ὅλων τῶν μονοθεϊστικῶν (καὶ λοιπῶν) θρησκειῶν στὸν ἴδιο Θεό, κατὰ κατάφωρη ἀθέτηση τοῦ Εὐαγγελίου («πᾶς ὁ ἀρνούμενος τὸν Υἱὸν οὐδὲ τὸν Πατέρα ἔχει»[7]). 
Ἡ ἐκλαΐκευση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ προωθεῖται μὲ τὶς πυκνὲς λειτουργικές, ἀκαδημαϊκὲς-θεολογικὲς, ποιμαντικὲς καὶ κοινωνικὲς ἐπαφές μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, κυρίως μὲ τὶς συμπροσευχὲς σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα, μὲ τοὺς μεικτοὺς γάμους καὶ τὸν ἤδη προαναγγελμένο σχεδιασμὸ τῶν ὀρθοδόξων οἰκουμενιστῶν νὰ ἐξαλείψουν ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη Λατρεία ὅσα σημεῖα προσβάλλουν αἱρέσεις ἢ ἄλλες θρησκεῖες, ὥστε νὰ ἐξοικειωθεῖ μὲ τὴν ἑτεροδοξία καὶ τὸ ἁπλὸ ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα (ἀφοῦ δῆθεν «ὅλοι στὸν ἴδιο Χριστὸ / Θεὸ πιστεύουμε...»). 
Δὲν ἀρνεῖται ὁ Οἰκουμενισμὸς ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἀναλλοίωτη ἢ ἡ πιὸ παραδοσιακή, ἡ πιό συνεπής, ἡ πιὸ λειτουργικῶς ὄμορφη καὶ κατανυκτική κ.ο.κ. Μέμφεται ὅμως τὴν αὐτοσυνειδησία της ὅτι εἶναι ἡ μόνη ὁδὸς σωτηρίας.  
Ὁ οἰκουμενιστικὸς σχετικισμός, τὸ ἀπόσταγμα τῶν οἰκουμενιστικῶν διδασκαλιῶν, εἰσάγεται καὶ ἐντὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ ὅ,τι μπορεῖ αὐτὸ νὰ σημαίνει γιὰ μιὰ «ὀρθόδοξη» ζωὴ στὴν ὁποία ὁ καθεὶς θὰ δύναται κατὰ βούληση νὰ εἰσάγει ἑτερόδοξα καὶ νὰ ἀφαιρεῖ ὀρθόδοξα στοιχεῖα, γι αὐτὸ καὶ ἐπικρίθηκε αὐστηρῶς ἀπ’ ὅλους τοὺς συγχρόνους ἁγίους Γέροντες. Ὅπως προειδοποίησε ὁ μακαριστὸς π. Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος, ἡ μεγάλη ἀντι-αιρετικὴ ἰδιοφυΐα τῆς ἐποχῆς μας, πρόθεση τῆς Νέας Ἐποχῆς «δὲν εἶναι νὰ ἀδειάσουν οἱ ἐκκλησίες, ἀλλά νὰ γεμίσουν μὲ ἀνθρώπους ποὺ θὰ ἔχουν ἀλλοιωμένο φρόνημα».  
Στὸ σύνθημα τῆς Νέας Ἐποχῆς καὶ Τάξεως Πραγμάτων «ἕνας Θεός, πολλὲς θρησκεῖες» ὁ Οἰκουμενισμός καταφάσκει, μὲ ἀνυπακοὴ πρὸς τὴν Καινὴ Διαθήκη: «ναί·  ἕνας Χριστός, πολλὲς πίστεις, πολλὰ βαπτίσματα». 
[1]. Πρὸς Ἑβραίους 13, 8
[2]. Πρβλ. Πρὸς Ἐφεσίους 2, 15.16
[3]. Πρὸς Ἐφεσίους 4, 5
[4]. Πρβλ.  Α΄Πρὸς Κορινθίους 1, 13
[5]. Πράξεις 4, 32
[6]. Αγιου Ιωαννου Δαμασκηνου, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, 4, 10 (83), PG 94, 1128A.
[7]. Α’ Ἰωάννου 2, 23