Στη δωδεκαετία από 4 Ιουνίου 1949 έως 14 Φεβρουαρίου 1962 είχαμε την άνοδο στον αρχιεπισκοπικό θρόνο πέντε (5) επισκόπων (Σπυρίδωνος, Δωροθέου, Θεοκλήτου, Ιακώβου, και Χρυσοστόμου) με έργο ανύπαρκτο. Η χώρα είχε εξέλθει από έναν πόλεμο, μια εμφύλια διαμάχη με πολλά τραύματα και ο διοικητικός μηχανισμός της Εκκλησίας ήταν σε εξάρθρωση και εξαθλίωση. Το κύρος του κλήρου ήταν πεσμένο από την συχνή παρουσία σκανδάλων (κυρίως σαρκικών).
Κι ενώ βρισκόμασταν στην κατάσταση αυτή, τους δεσποτάδες απασχολούσε ένα και μόνο πρόβλημα: το μεταθετό. Το θέμα έρχονταν και ξανάρχονταν στο καντράν της επικαιρότητας διότι η υπάρχουσα κατάσταση εμπόδιζε τις φιλοδοξίες πολλών δεσποτάδων να μεταπηδήσουν από τις μικρές και φτωχές μητροπόλεις στις μεγάλες και πλούσιες. Για το θέμα αυτό έχουν γραφεί τόμοι και τόμοι χαρακτηρίζοντάς το αντικανονικό, κατά τους Ιερούς Κανόνες, και επάρατο.
Η κατάσταση ήταν ανυπόφορη. Το γεγονός και μόνο ότι από τις 14 κενωθείσες μητροπόλεις κατά την πρώτη τριετία επί Αρχιεπ. Θεοκλήτου, οι 10 πληρώθηκαν με μετάθεση, ανάγκασε την Πολιτεία να επέμβει νομοθετικά, διότι αυτό μαρτυρούσε πολλά. Ο τότε Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Γ. Βογιατζής με το Νόμο 3952/Απρ. 1959 που συμπληρώθηκε μεταγενέστερα με το Βασ. Διάταγμα (Δεκ. 1959) κατάργησε το μεταθετό για όλες τις μητροπόλεις, πλην Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, χωρίς όμως να εμποδίζεται και γι’ αυτές η εκλογή δια χειροτονίας.
Από το 1961 δημιουργούνται χηρεύουσες Μητροπόλεις, οι οποίες παρέμειναν κενές ολόκληρη πενταετία, αρνούμενοι να τις πληρώσουν εκβιάζοντας την πολιτεία να επαναφέρει το μεταθετό.
Ο ΙΑΚΩΒΟΣ ΒΑΒΑΝΑΤΣΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
Στις 8 Ιανουαρίου 1962 κοιμήθηκε ο Αρχιεπ. Θεόκλητος (Παναγιωτόπουλος). Η εκλογή του νέου Αρχιεπισκόπου δημιούργησε φοβερό σεισμό στον περίβολο της Εκκλησίας. Πλήγωσε συνειδήσεις και σκανδάλισε ψυχές.
Τριάντα τρεις δεσποτάδες, αρχιθύτες του Ιησού Χριστού, ταγμένοι πρόμαχοι των Ιερών Κανόνων, έδωσαν την ψήφο τους για να εκλεγεί Αρχιεπίσκοπος ένα πρόσωπο που οι ίδιοι το κατηγορούσαν και το σχολίαζαν, σαν πρόσωπο που δεν τιμούσε το ανδρικό του φύλο.
Η 13η Ιανουαρίου είναι η αποφράδα ημέρα γιατί ανέβηκε στον πρώτο θρόνο της Ελληνικής Εκκλησίας ο Ιάκωβος Βαβανάτσος δακτυλοδεικτούμενος από την κοινή γνώμη.
Η επαίσχυντη αυτή πράξη μιας μεγάλης ομάδας δεσποτάδων συνετάραξε το πανελλήνιο και έκανε την ελληνική Εκκλησία στόχο σχολίων και πονηρών ψιθύρων έξω και από τα ελληνικά σύνορα.
Έντεκα μονάχα ημέρες μετά την εκλογή του και την πομπώδη ενθρόνισή του (Αρχιεπ. Ιάκωβου Βαβανάτσου) αναγκάστηκε να παραιτηθεί γιατί η ατμόσφαιρα είχε τόσο φορτιστεί ώστε και η ελάχιστη παραμονή του να γίνεται άκρως επιβλαβής, αλλά και οι πάσης φύσεως κληρικοί να κρύβουνε τους εαυτούς των, γιατί η παρουσία τους προκαλούσε τη χλεύη και την απαξίωση.
Και φθάσαμε στο οδυνηρό σημείο, ενώ ο Αρχ/πος Ιάκωβος είχε παραιτηθεί πιεζόμενος και από τον τότε Πρωθυπουργό της χώρας Κ. Καραμανλή, αυτός (ο Ιάκωβος) να ελέγχει και να κατευθύνει τη πλειοψηφία στην Ιεραρχία από τα παρασκήνια.
ΝΕΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Β’
Κάτω από τις συνθήκες αυτές γίνεται η εκλογή και ανάδειξη του νέου Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου του Β΄ (Χατζησταύρου) καταλαμβάνοντας θρόνο που δεν είχε κενωθεί κανονικά. Η πράξη ποτέ δεν αμφισβητήθηκε ούτε τέθηκε σαν θέμα, και έτσι έγινε αποδεκτός από την Ιεραρχία.
Οι τριάντα-τρεις δεσποτάδες, που ήταν οι κυρίως υπεύθυνοι για την εκκλησιαστική τραγωδία, δεν σταμάτησαν και πάλι να πιέζουν τον νέο Αρχιεπίσκοπο και τις Κυβερνήσεις (τα χρόνια αυτά είχαμε πολλές εναλλαγές Κυβερνήσεων) για την αποδοχή του μεταθετού. Παρ’ όλα αυτά το αίτημά τους δεν ικανοποιήθηκε.
Τον Οκτώβριο όμως του 1965 κατόρθωσαν οι νοσταλγοί του μεταθετού να εκδοθεί μια Υπουργική Πράξη, «Περί τρόπου πληρώσεως κενών Μητροπολιτικών εδρών και εφημεριακών θέσεων», που έδινε τη δυνατότητα, μόνο για μία φορά, να πληρωθούν οι δύο κενές έδρες του Πειραιά και των Σερρών με μετάθεση.
Την ημέρα που συνεδρίαζε η Ιεραρχία εξεδόθηκε απόφαση του ΣτΕ που ανέστειλε την εφαρμογή της ως άνω απόφασης εξαιτίας προσφυγής του Ελευθερουπόλεως Αμβροσίου.
Στην Ιεραρχία που συνεδρίαζε προκλήθηκε μεγάλη ένταση. Άναψαν πάθη και αποφάσισαν να αγνοήσουν την απόφαση της αναστολής του ΣτΕ και να προχωρήσουν σε εκλογές. Σε όλα αυτά πρωτοστατούσε ο Αργολίδος Χρυσόστομος που ενδιαφέρονταν για την μητρόπολη Πειραιώς.
Μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση η Κυβέρνηση Στ. Στεφανόπουλου με υπουργό Εθνικής Παιδείας τον Στ. Αλαμάνη δημοσίευσε το Βασιλικό Διάταγμα, με το οποίο όριζε τη λήξη των εργασιών της Ιεραρχίας και το θυροκόλλησε στην είσοδο του μεγάρου της Ιεράς Συνόδου. Ο Ελασσώνος Ιάκωβος ξέσκισε το διάταγμα, το πέταξε και συνέχισαν τις εκλογές. Ο γέροντας Αρχιεπίσκοπος αρνήθηκε να συνεχίσει. Η ομάδα της ανταρσίας τον απείλησε, πως αν δεν συγκατατεθεί να προεδρεύσει στις συνεδριάσεις της Ιεραρχίας και δεν προχωρήσει σε μεταθέσεις και σε εκλογές νέων Μητροπολιτών, θα συνεδριάσει το σώμα χωρίς τον πρόεδρο – αρχιεπίσκοπο – και θα κηρύξει «εν χηρεία» τον αρχιεπισκοπικό θρόνο.
Την επομένη ημέρα ο Αρχιεπίσκοπος αποφάσισε να μην μεταβεί στην Ιεραρχία (λόγω ασθενείας), οπότε δεν θα ήταν δυνατόν να συνεχιστούν οι εκλογές. Τον μετέφεραν όμως (απεσταλμένος των “36”) σχεδόν δια της βίας και του εδήλωσαν απερίφραστα ότι εάν το επαναλάβει, θα προχωρήσουν εις την αντικατάστασή του… “Παραδοθήκατε άνευ όρων εις τους άρχοντας της Πολιτείας!” τον κατηγόρησε ο νεοεκλεγείς μητροπολίτης Πειραιώς κ. Χρυσόστομος (τέως Αργολίδος), σε μια δραματική συνομιλία και χαρακτήρισε την «ασθένειά του “διπλωματικήν”». (Εφημ. “Μεσημβρινή” 19-11-1965).
Η ένταση κι από τις δύο πλευρές ήταν αμείωτη. Το κράτος ανυποχώρητο, δεν εννοούσε να εκδώσει διατάγματα καταστάσεως των νέων Μητροπολιτών, και η Ιεραρχία, οχυρωμένη στις απόψεις της αύξησε την έξαψη και η αντιμαχία που κράτησε περίπου ένα χρόνο. Τελικά κατορθώθηκε μια προσέγγιση. Η Εκκλησία δέχθηκε να ακυρώσει τις δύο Μητροπολιτικές μεταθέσεις και να τις επαναλάβει. Και η Κυβέρνηση των λεγόμενων «αποστατών» με Πρόεδρο τον Στ. Στεφανόπουλο και με εισηγητή τον υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων θέσπισε το Ν.Δ. 4589/1966 (Ε.τ.Κ. Α΄ 239) που «νομιμοποιούσε» την εκλογή των νέων Μητροπολιτών αλλά έβαζε όριο ηλικίας εξόδου από την ενεργό υπηρεσία των αρχιερέων, οικονομικό έλεγχο και ρύθμιση των εσόδων τους.
Έτσι, με το Βασιλικό Διάταγμα της 24ης Ιανουαρίου 1967 (Ε.τ.Κ. Γ΄ 27.1.67) επί κυβερνήσεως Ιωάννου Παρασκευόπουλου και με υπουργό Παιδείας τον καθηγητή Ι. Θεοδωρακόπουλο, υλοποιήθηκε το Νομοθετικό Διάταγμα 4589/66 που θεωρούσε τους εν λόγω επισκόπους ως «Αυτοδικαίως αποχωρήσαντες του Μητροπολιτικού των θρόνου, ως έχοντες ήδη καταληφθεί υπό του ορίου ηλικίας κατά την έναρξιν ισχύος του άρθρου 4 του Ν.Δ. 4589/1966».
Αμέσως όμως, μετά την αναγνώριση των νέων μητροπολιτών και την κύρωση των μεταθέσεων, άρχισε ένας νέος πεισματικός δεσποτικός αγώνας για την κατάργηση του ορίου ηλικίας.
Αρκετοί υπέργηροι Μητροπολίτες με τη δημοσίευση του Νόμου αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν, μερικοί κατέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας για την ακύρωση του Νόμου ως αντισυνταγματικού. Η πλειοψηφία της Ιεραρχίας αρνήθηκε να εφαρμόσει το Νόμο και να κάνει καινούργιες εκλογές με την ελπίδα ότι θα κατορθώσουν να καταργήσουν την επίμαχη διάταξη.