(Κάποια σχόλια πάνω σέ μία τραγική συνέντευξη)
τοῦ Νεκτάριου Δαπέργολα, Διδάκτορος Ἱστορίας
Δέν χρειαζόμασταν ἀσφαλῶς τήν προχτεσινή συνέντευξη πού ἔδωσε ὁ φερόμενος ὡς Ὀρθόδοξος ἀρχιεπίσκοπος, γιά νά καταλάβουμε τήν ἀπίστευτη πνευματική του κατάντια. Ὅλη του ἡ θητεία εἶναι ἕνα πραγματικό ὄνειδος καί ὅσο καί ἄν ψάξει κανείς, εἶναι πραγματικά ἀδύνατο νά βρεῖ μία ἔστω φορά πού νά ἔλαβε σωστή θέση, ὅταν βρέθηκε μπροστὰ σέ σοβαρά πνευματικά, ἐκκλησιολογικά ἀλλά καί ἐθνικά θέματα (ὡς πρός τά τελευταῖα θυμίζω ἐνδεικτικά τό Μακεδονικό καί τό λαθρεποικιστικό).
Εἰδικά ὅμως ἡ τελευταία τριετία – μέ τήν ψευτοπανδημία καί τό οὐκρανικό τερατούργημα – ἔριξε καί τίς τελευταῖες μάσκες, ἀποκαλύπτοντας μέ τόν πιό ἐφιαλτικό τρόπο ὅλη τή σήψη μέσα στή διοικοῦσα Ἐκκλησία καί συνάμα ὅλη τή ζοφερή τραγικότητα τῆς μορφῆς τοῦ προκαθημένου της. Ἡ πρόσφατη λοιπόν συνέντευξη, πού ἦταν κάτι σάν ἀπολογισμός τῆς (φεῦ) 15ετοῦς παρουσίας του στόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο, ἀφαίρεσε ἕνα ἀκόμη κομμάτι ἀπό τή συνολική μάσκα – καί γι’ αὐτό εἶναι χρήσιμη ἡ ἀξιοποίησή της πρός περαιτέρω πληρέστερη κατανόηση τοῦ κατήφορου στόν ὁποῖο κουτρουβαλᾶμε.
Δέν σκοπεύω νά σχολιάσω φυσικά τα περί κοινωνικοῦ ἔργου, γιατί σέ καιρούς τέτοιας δαιμονικῆς ἀποστασίας πού ζοῦμε, εἶναι ἀπολύτως ἐκ τοῦ πονηροῦ ἀκόμη καί τό νά συζητᾶς σοβαρά μέ ὅποιον ἔχει συμβάλει στό νά θεωρεῖται σήμερα ἀπό κάποιους ἡ Ἐκκλησία ὄχι κιβωτός σωτηρίας, ἀλλά κάτι σάν ἐξελιγμένη ΜΚΟ κοινωνικῆς δράσης (τή σημασία τῆς ὁποίας δράσης δέν παραβλέπουμε, ἀλλά ὀφείλουμε νά καταλάβουμε ἐπιτέλους ὅτι εἶναι κάτι ἀπολύτως δευτερεῦον).
Δέν θά σχολιάσω οὔτε τή θέση τοῦ ἀρχιεπισκόπου ὅτι «τό κράτος δέν εἶναι ἐχθρικό πρός τήν Ἐκκλησία», γιατί ὄντως τό συγκεκριμένο ἀντίχριστο κράτος ἐχθρεύεται καί διώκει τήν πραγματική Ὀρθοδοξία, ἐνῶ ἀπέναντι στό νεοσεργιανικό καί ἐκκοσμικευμένο μαγαζί πού ἀντιλαμβάνεται καί κατονομάζει ὡς «Ἐκκλησία» ὁ ἴδιος ὁ Ἱερώνυμος καί τό εὐρύτερο δεσποτᾶτο τῆς ἀποστασίας, τῆς πλάνης καί τῆς μασονίας, πράγματι τό κράτος ὄχι μόνο δέν εἶναι ἐχθρικό, ἀλλά μαζί συναποτελοῦν μία μεγάλη καί ἀγαπημένη ἀγκαλιά. Προφανῶς θά σχολιάσω ὅμως ὅσα τόλμησε νά ξεστομίσει γιά τό θέμα τῶν ἐκτρώσεων, στό ὁποῖο ἐγκατέλειψε ξεκάθαρα τήν πάγια ἐκκλησιαστική θέση. Δέν μίλησε φυσικά ἀκόμη expressis verbis ὑπέρ τῶν ἐκτρώσεων (δέν γίνονται ἔτσι αὐτά τά πράγματα, λίγο-λίγο καί μεθοδικά πραγματοποιοῦνται τά βήματα), ἀλλά λείανε τίς γωνίες καί ἄφησε ἀνοικτό τό θέμα τῆς διακοπῆς τῆς κύησης σέ ὁρισμένες περιπτώσεις καί μέ κάποιες προϋποθέσεις (ἀρνούμενος νά πεῖ ὅτι ἡ ἔκτρωση εἶναι φόνος καί πράξη ἀπαράδεκτη ἐν πάσῃ περιπτώσει καί ἀπροϋποθέτως). «Εἶναι μέγα θέμα» εἶπε χαρακτηριστικά μεταξύ ἄλλων. «Αὐτά τά προβλήματα δέν δέχονται γενικές ἀπαντήσεις. Οὔτε κάντε αὐτό, κάντε ἐκεῖνο. Γι’ αὐτό λέμε ὅτι μᾶς χρειάζονται ἱκανοί ποιμένες»! Εννοὠντας προφανῶς μέ τόν ὅρο «ἱκανοί ποιμένες» κάποιους μεταπατερικούς ἑρμηνευτές τῶν θείων ἐντολῶν, πού θά κρίνουν κατά τό δοκοῦν (καί δῆθεν με…διάκριση), ἀλλά θα παραβλέπουν το ὅτι δέν χωρᾶ «οἰκονομία» στά πάντα καί ὑπάρχουν πράγματα, ὅπως αὐτό, πού δέν ἐπιδέχονται ἐναλλακτικές ἑρμηνεῖες καί παρερμηνεῖες.
Καί φυσικά ὀφείλω νά σχολιάσω ἐπίσης ὅσα εἶπε γιά τήν καύση τῶν νεκρῶν, ὅπου ἄφησε καί ἐδῶ ἀνοικτό τό ἐνδεχόμενο μελλοντικῆς ἐπανεξέτασης. Σέ ἐρώτηση ἄν θά ἀρνιόταν τήν ὀρθόδοξη κηδεία σέ ἄνθρωπο πού εἶχε ἐπιλέξει νά ἀποτεφρωθεῖ, δήλωσε ἐπί λέξει: «Κοιτᾶξτε, εἶναι ἕνα θέμα πρωτόγνωρο. Κατ’ ἀρχάς ἀντιδρᾶμε αὐτόματα, γιατί δέν τό ἔχουμε συζητήσει καί δέν τό ἔχουμε μελετήσει ἀκόμα. Αὐτό εἶναι ἡ μία πλευρά. Τό ἄλλο εἶναι ὅτι μέσα στήν Ἐκκλησία δέν κάνει καθένας ὅ,τι θέλει. Ὁ Ὀργανισμός ἀποφασίζει. Ἑπομένως καθόλου ἀπίθανο δέν εἶναι κάποια στιγμή ἡ Ἐκκλησία νά τό δεῖ καί μέ ἕναν ἄλλο τρόπο. Ἐπειτα πρέπει νά σεβόμαστε καί τήν ἐπιθυμία τοῦ καθενός. Ἀλλά τό ἀφήνουμε σέ ἕνα συλλογικό ὄργανο νά πάρει μία ἀπόφαση εἴτε Οἰκουμενική Σύνοδος εἶναι αὐτή, εἴτε Ἱερά Σύνοδος»! Σέ νέα δέ ἐρώτηση ἄν ἀφήνει ἀνοιχτό τό ἐνδεχόμενο νά ἐπανεξετάσει τή θέση της ἡ Ἱερά Σύνοδος, ἀπάντησε καθαρά: «Ναί, ὡς συλλογικό ὄργανο». Νά καί πάλι τό λίγο-λίγο, τό σταδιακό νέρωμα τοῦ κρασιοῦ, ἡ γνωστή μέθοδος τῆς μεταπατερικῆς ἀχρειότητας, πού τελικά ὁδηγεῖ στήν ἀναίρεση καί τό ξεχαρβάλωμα ὅσων ἔχουν θεσπιστεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία ἐδῶ καί αἰῶνες.
Κοντολογίς, ὅλα θά τά δοῦμε, ὅλα θά τά συζητήσουμε καί ὅλα ἴσως τά ἀναθεωρήσουμε. Ὁ καλός ὁ μῡλος ὅλα τ’ ἀλέθει. Καί ἀφοῦ τ’ ἀλέσει, τά ὡραιοποιεῖ καί στή συνέχεια τά θεσμοθετεῖ. Δυστυχῶς, ὁ κατήφορος τοῦ θλιβεροῦ ἀρχιεπισκόπου εἶναι κυριολεκτικά ἀτελεύτητος. Καί φυσικά δέν εἶναι μόνος του σέ αὐτόν, γιατί μαζί του κουτρουβαλάει καί ἡ συντριπτική πλειονότητα τῆς ἱεραρχίας, ἀλλά καί μέγα μέρος τοῦ ὑπόλοιπου κλήρου. Καί αὐτοί ὡς «λύκοι βαρεῖς» παρασέρνουν μαζί τους στήν ἀπώλεια καί ἕνα ποίμνιο ἤδη παραζαλισμένο καί ἀκατήχητο. Πού ὄχι μόνο εἶναι ἀπρόθυμοι νά τό βοηθήσουν, ἀλλά καί καθημερινά τό σπρώχνουν λόγοις καί ἔργοις ὅλο καί πιό βαθιά μέσα στόν βόρβορο…