ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ [:Ματθ. 4, 18-22]
ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Περιπατῶν δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς. καὶ λέγει αὐτοῖς· δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων. οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ (:Ἐνῶ λοιπὸν περπατοῦσε κοντὰ στὴ θάλασσα τῆς Γαλιλαίας, εἶδε δυὸ ἀδελφούς· τὸν Σίμωνα, τὸν ὁποῖο κατόπιν ὀνόμασε Πέτρο, καὶ τὸν Ἀνδρέα τὸν ἀδελφό του, οἱ ὁποῖοι ἔριχναν δίχτυα στὴ θάλασσα, διότι ἦταν ψαρᾶδες. Καὶ τοὺς λέει: ''Ἀκολουθῆστε με καὶ θὰ σᾶς κάνω ἱκανοὺς νὰ ἁλιεύετε ἀντὶ γιὰ ψάρια ἀνθρώπους· αὐτοὺς θὰ τοὺς ἑλκύετε στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μὲ τὰ πνευματικὰ δίχτυα τοῦ κηρύγματος''. Καὶ αὐτοὶ ἀμέσως ἄφησαν τὰ δίχτυα τους καὶ Τὸν ἀκολούθησαν)» [Ματθ.4,18-20].
Βέβαια ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης λέγει ὅτι διαφορετικὰ προσκλήθηκαν αὐτοὶ οἱ δύο μαθητὲς ἀπὸ τὸν Κύριο. Ἑπομένως, εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ παραπάνω πρόσκληση ποὺ τοὺς ἀπηύθυνε ὁ Κύριος καὶ ποὺ ἀναφέρει ἐδῶ ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος εἶναι ἡ δεύτερη στὴ σειρά. Αὐτὸ ἐπίσης μπορεῖ νὰ τὸ διαπιστώσει κανεὶς ἀπὸ πολλὰ σημεῖα. Στὸ εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννη λοιπὸν ἀναφέρεται ὅτι ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ Πέτρος προσκλήθηκαν γιὰ πρώτη φορά, προτοῦ κλειστεῖ στὴ φυλακὴ ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής [βλ. Ἰω.1,35-36: «Τῇ ἐπαύριον πάλιν εἱστήκει ὁ Ἰωάννης καὶ ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο, καὶ ἐμβλέψας τῷ Ἰησοῦ περιπατοῦντι λέγει· ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ. καὶ ἤκουσαν αὐτοῦ οἱ δύο μαθηταὶ λαλοῦντος, καὶ ἠκολούθησαν τῷ Ἰησοῦ (:τὴν ἄλλη μέρα ὁ Ἰωάννης στεκόταν πάλι στὸ συνηθισμένο μέρος ποὺ κήρυττε, καὶ μαζί του ἦταν καὶ δύο ἀπὸ τοὺς μαθητές του. Καὶ ἀφοῦ παρατήρησε μὲ εὐλάβεια τὸν Ἰησοῦ, ποὺ τὴ στιγμὴ ἐκείνη περπατοῦσε, εἶπε: "Αὐτὸς εἶναι τὸ Ἀρνίο ποὺ παρέδωσε ὁ Θεὸς Πατέρας του νὰ θυσιαστεῖ γιὰ χάρη μας". Οἱ δύο μαθητές τον ἄκουσαν νὰ τὸ λέει αὐτὸ καὶ ἀκολούθησαν τὸν Ἰησοῦ)»], ἐνῶ ἐδῶ στὸν Εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο ἀναφέρεται ὅτι προσκλήθηκαν μετὰ τὴ φυλάκιση τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ [Ματθ. 4,12: «Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι Ἰωάννης παρεδόθῃ, ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν (:ὅταν ἄκουσε ὁ Ἰησοῦς ὅτι ὁ Ἰωάννης παραδόθηκε στὴ φυλακὴ κατὰ διαταγὴ τοῦ βασιλιᾶ Ἡρώδη Ἀντύπα, ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν Ἰουδαία καὶ πῆγε στὴ Γαλιλαία)» -βλ. παραπάνω Ματθ. 4,18-19: «Περιπατῶν δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς. καὶ λέγει αὐτοῖς· δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων»].
Ἐπίσης, στὸ κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιο ὁ Ἀνδρέας καλεῖ τὸν Πέτρο [Ἰω. 1,41-42: «ἦν Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου εἷς ἐκ τῶν δύο τῶν ἀκουσάντων παρὰ Ἰωάννου καὶ ἀκολουθησάντων αὐτῷ. εὑρίσκει οὗτος πρῶτος τὸν ἀδελφὸν τὸν ἴδιον Σίμωνα καὶ λέγει αὐτῷ· εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν· ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον Χριστός· καὶ ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν (:ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο αὐτοὺς μαθητὲς ποὺ ἄκουσαν ἀπὸ τὸν Ἰωάννη τὰ ὅσα εἶπε γιὰ τὸν Ἰησοῦ καὶ Τὸν ἀκολούθησαν, ἦταν ὁ Ἀνδρέας, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Σίμωνος Πέτρου. Πρὶν ὅμως ἀκόμη βρεῖ ὁ ἄλλος μαθητὴς τὸν ἀδελφό του, βρίσκει ὁ Ἀνδρέας πρῶτος τὸν ἀδελφό του τὸν Σίμωνα καὶ τοῦ λέει: "Βρήκαμε τὸν Μεσσία"-ὄνομα ποὺ στὰ ἑλληνικὰ σημαίνει Χριστός-. Καὶ ἐνῶ εἶχε ἀρχίσει πιὰ νὰ νυχτώνει, τὸν ἔφερε τὴν ἴδια αὐτὴ μέρα στὸν Ἰησοῦ)»], ἐδῶ ὅμως καὶ τοὺς δύο τοὺς καλεῖ ὁ Χριστός.
Καὶ ὁ μὲν Ἰωάννης λέγει στὸ Εὐαγγέλιό του ὅτι ὅταν εἶδε ὁ Ἰησοῦς τὸν Σίμωνα νὰ ἔρχεται πρὸς Αὐτὸν τοῦ εἶπε: «Σὺ εἶ Σίμων ὁ υἱὸς Ἰωνᾶ, σὺ κληθήσῃ Κηφᾶς, ὃ ἑρμηνεύεται Πέτρος (:Ἐσὺ εἶσαι Σίμωνα, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωνᾶ· ἐσύ, ἐπειδὴ θὰ γίνεις στερεὸς στὴν πίστη σὰν πέτρα, θὰ ὀνομαστεῖς Κηφάς, ὄνομα τὸ ὁποῖο στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα ἑρμηνεύεται Πέτρος)» [Ἰω.1,43], ἐνῶ ὁ Ματθαῖος λέγει ὅτι ἔφερε ἤδη τὸ ὄνομα αὐτὸ ὁ μαθητὴς αὐτός [Ματθ. 4,18: «Περιπατῶν δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ (:καὶ ἐνῶ περπατοῦσε κοντὰ στὴ θάλασσα τῆς Γαλιλαίας, εἶδε δυὸ ἀδελφούς, τὸν Σίμωνα, τὸν ὁποῖο κατόπιν ὀνόμασε Πέτρο, καὶ τὸν Ἀνδρέα τὸν ἀδελφό του, οἱ ὁποῖοι ἔριχναν δίχτυα στὴ θάλασσα, διότι ἦταν ψαρᾶδες)»].
Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν τόπο ὅπου κλήθηκαν καὶ ἀπὸ πολλὰ ἄλλα σημεῖα μπορεῖ κανένας νὰ ἀντιληφθεῖ αὐτὸ καὶ ἀκόμη ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὑπάκουσαν εὔκολα καὶ πρόθυμα στὴν πρόσκληση καὶ ἀπό τὸ ὅτι ἐγκατέλειψαν τὰ πάντα· διότι ἤδη εἶχαν προπαιδευτεῖ καλά. Ἐπίσης στὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη φαίνεται ὅτι ὁ Ἀνδρέας ἐρχόταν στὴν οἰκία στὴν ὁποία διέμενε ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἄκουγε πολλὰ ἀπὸ Αὐτόν [πρβλ. Ἰω. 1,39-40: «Τί ζητεῖτε; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· ῥαββί· ὃ λέγεται ἑρμηνευόμενον διδάσκαλε· ποῦ μένεις; λέγει αὐτοῖς· ἔρχεσθε καὶ ἴδετε. ἦλθον οὖν καὶ εἶδον ποῦ μένει καὶ πάρ᾿ αὐτῷ ἔμειναν τὴν ἡμέραν ἐκείνην· ὥρα ἦν ὡς δεκάτη (:"Τί θέλετε καὶ τί ζητᾶτε ἀπὸ μένα;". Κι ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν: "Ραββὶ (ποὺ σημαίνει Διδάσκαλε), ποῦ μένεις, γιὰ νὰ σὲ ἐπισκεφτοῦμε καὶ νὰ μιλήσουμε μαζί σου;" Καὶ Αὐτὸς τοὺς εἶπε: "Ἐλᾶτε τώρα καὶ δεῖτε ποῦ μένω". Ἦλθαν λοιπὸν καὶ εἶδαν ποῦ μένει καὶ ἔμειναν κοντά Του τὴν ἡμέρα ἐκείνη. Ἡ ὥρα μάλιστα ποὺ συνάντησαν τὸν Ἰησοῦ οἱ δύο μαθητὲς ἦταν περίπου δέκα ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου, δηλαδὴ τέσσερις τὸ ἀπόγευμα)»], ἐνῶ στὸν εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο ἀναφέρεται ὅτι μόλις ἄκουσαν ἕναν ἁπλὸ λόγο, ἀμέσως Τὸν ἀκολούθησαν [Ματθ.4,20: «Οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ (:καὶ αὐτοὶ ἀμέσως ἄφησαν τὰ δίχτυά τους καὶ Τὸν ἀκολούθησαν)»].
Βέβαια ἦταν φυσικό, μολονότι Τὸν εἶχαν ἀκολουθήσει ἀπὸ τὴν ἀρχή, νὰ Τὸν ἐγκαταλείψουν στὴ συνέχεια, ὅταν εἶδαν τὸν Ἰωάννη νὰ φυλακίζεται καὶ τὸν Ἰησοῦ νὰ ἀναχωρεῖ καὶ νὰ ἐπανέλθουν στὴν ἐργασία τους. Ἔτσι, λοιπόν, τοὺς βρῆκε νὰ ψαρεύουν. Ὁ δὲ Ἰησοῦς, οὔτε ὅταν πρῶτα θέλησαν νὰ φύγουν τοὺς ἐμπόδισε, οὔτε πάλι ὅταν ἔφυγαν, τοὺς ἄφησε ὁριστικά. Ὑποχώρησε μὲν ὅταν αὐτοὶ ἀπομακρύνθηκαν, ἔρχεται ὅμως ἐκ νέου γιὰ νὰ τοὺς κάνει πάλι δικούς Του μαθητές. Αὐτὸς εἶναι ἕνας σπουδαιότατος τρόπος ἁλιείας.
Πρόσεξε ἐπίσης τὴν πίστη καὶ τὴν ὑπακοή τους· διότι ἂν καὶ βρίσκονταν στὸ μέσο τῆς ἐργασίας τους (γνωρίζετε βέβαια πόσο ἀπαιτητικὴ εἶναι ἡ ἁλιεία), ὅταν ἄκουσαν τὴν προτροπὴ τοῦ Κυρίου δὲν ἀνέβαλαν, οὔτε καὶ τὸ μετέθεσαν γιὰ ἀργότερα, οὔτε εἶπαν: «Νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ σπίτι καὶ νὰ συνεννοηθοῦμε μὲ τοὺς δικούς μας», ἀλλὰ ἀφοῦ ἐγκατέλειψαν τὰ πάντα, Τὸν ἀκολούθησαν, ὅπως ὁ Ἐλισσαῖος ἀκολούθησε κάποτε τὸν προφήτη Ἠλία.
Πραγματικὰ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν ὑπακοὴ ζητεῖ ἀπὸ μᾶς γιὰ τὴ μετάνοιά μας ὁ Χριστός, ὥστε νὰ μὴν ἀναβάλλουμε οὔτε γιὰ ἐλάχιστο χρονικὸ διάστημα, ἀκόμα καὶ ἄν, ὅπως κρίνουμε, μᾶς κατεπείγει κάτι ἀπὸ τὰ πλέον ἀπαραίτητα πρὸς τὸ ζῇν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ κάποιον ἄλλον ποὺ Τὸν πλησίασε καὶ ζήτησε νὰ πάει πρῶτα νὰ θάψει τὸν πατέρα του, μήτε αὐτὸ δὲν τὸν ἄφησε νὰ κάμει, δείχνοντας ὅτι ἀπὸ ὅλα πρέπει νὰ προτιμοῦμε νὰ Τὸν ἀκολουθήσουμε καὶ νὰ γίνουμε μαθητὲς Του [Ματθ. 8,21-22: «Ἕτερος δὲ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· Κύριε, ἐπίτρεψόν μοι πρῶτον ἀπελθεῖν καὶ θάψαι τὸν πατέρα μου. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἀκολούθει μοι, καὶ ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς (:καὶ ἕνας ἄλλος ἀπὸ τοὺς μαθητές Του τοῦ εἶπε: "Κύριε, δῶσε μου τὴν ἄδεια πρῶτα νὰ φύγω, νὰ πάω νὰ θάψω τὸν πατέρα μου, καὶ μετὰ θὰ σὲ ἀκολουθήσω παντοῦ". Καὶ ὁ Ἰησοῦς, προβλέποντας ὅτι ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ μαθητῆ στὸ σπίτι του θὰ τὸν ἔριχνε σὲ σοβαρὲς κληρονομικὲς φροντίδες καὶ διαμάχες ποὺ θὰ ψύχραιναν το ζῆλο του, τοῦ εἶπε: "Ἀκολούθησέ με, καὶ ἄφησε τοὺς συγγενεῖς σου, οἱ ὁποῖοι, ἐνῶ φαίνονται ζωντανοί, λόγῳ τῆς ἀπιστίας τους εἶναι πνευματικῶς νεκροί, νὰ θάψουν τοὺς νεκροὺς ποὺ εἶναι δικοί τους, διότι καὶ αὐτοὶ πέθαναν μέσα στὴν ἀπιστία")»].
Ἐὰν πάλι θεωρεῖς ὅτι Τὸν ἀκολούθησαν ἐπειδὴ ἦταν μεγάλη ἡ ὑπόσχεση, καὶ πάλι τοὺς θαυμάζω γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀκόμη περισσότερο, ἐπειδὴ παρόλο ποὺ δὲν εἶχαν δεῖ ἀκόμα κανένα θαυματουργικὸ σημεῖο, πίστεψαν σὲ μιὰ τόσο μεγάλη ὑπόσχεση καὶ ὅλα τὰ ἄλλα τὰ ἔθεσαν σὲ δεύτερη μοῖρα προκειμένου νὰ Τὸν ἀκολουθήσουν. Πραγματικά, μὲ ὅποια λόγια ἁλιεύτηκαν οἱ ἴδιοι, πίστεψαν ὅτι μὲ αὐτὰ θὰ μποροῦσαν κι ἄλλους νὰ ἁλιεύσουν καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσουν στὴ σωτηρία τῶν ψυχῶν τους.
Καὶ σὲ αὐτοὺς μὲν αὐτὴν τὴν ὑπόσχεση ἔδωσε, σὲ ἐκείνους ὅμως ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη τίποτα παρόμοιο δὲν εἶπε, διότι ἡ ὑπακοὴ αὐτῶν ποὺ πρώτους κάλεσε (δηλαδὴ τοῦ Ἀνδρέα καὶ τοῦ Πέτρου), εἶχε προετοιμάσει πλέον καὶ αὐτούς. Ἐξάλλου πολλὰ εἶχαν ἀκούσει καὶ προηγουμένως γι᾿ Αὐτόν.
Πρόσεξε ἐπίσης πῶς κάνει σέ μᾶς σαφῆ ὑπαινιγμὸ καὶ γιὰ τὴ φτώχεια τοῦ Ἰακώβου καὶ τοῦ Ἰωάννη· τοὺς βρῆκε νὰ διορθώνουν καὶ νὰ ράβουν τὰ δίχτυά τους [Ματθ. 4,21: «Καὶ προβὰς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄλλους δύο ἀδελφούς, Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ Ζεβεδαίου τοῦ πατρὸς αὐτῷ καταρτίζοντας τὰ δίκτυα αὐτῶν (:καὶ ἀφοῦ προχώρησε πιὸ πέρα ἀπὸ ἐκεῖ, εἶδε ἄλλους δύο ἀδελφούς, τὸν Ἰάκωβο, τὸν γιὸ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ τὸν Ἰωάννη τὸν ἀδελφό του, νὰ ἑτοιμάζουν τὰ δίχτυα τους μέσα στὸ πλοῖο μαζὶ μὲ τὸν πατέρα τους Ζεβεδαῖο. Καὶ τοὺς κάλεσε)»]. Τόσο μεγάλη ἦταν ἡ φτώχεια τους, ὥστε νὰ διορθώνουν τὰ χαλασμένα, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀγοράσουν ἄλλα.
Δὲν ἦταν βέβαια κι αὐτὸ τότε μικρὴ ἀπόδειξη τῆς ἀρετῆς τους, τὸ ὅτι δηλαδὴ ὑπέφεραν ἀγόγγυστα τὴ φτώχεια τους, τὸ ὅτι ἀποκτοῦσαν τὴν τροφή τους μὲ τίμιο μόχθο, τὸ ὅτι εἶχαν μαζί τους καὶ τὸν γέρο πατέρα τους καὶ τὸν περιποιοῦνταν [πρβλ. παραπάνω, Ματθ. 4,21-22: «Καὶ προβὰς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄλλους δύο ἀδελφούς, Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ Ζεβεδαίου τοῦ πατρὸς αὐτῷ καταρτίζοντας τὰ δίκτυα αὐτῶν, καὶ ἐκάλεσεν αὐτούς. οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ (:καὶ ἀφοῦ προχώρησε πιὸ πέρα ἀπὸ ἐκεῖ, εἶδε ἄλλους δύο ἀδελφούς, τὸν Ἰάκωβο, τὸν γιὸ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ τὸν Ἰωάννη, τὸν ἀδελφό του, νὰ ἑτοιμάζουν τὰ δίχτυα τοὺς μέσα στὸ πλοῖο μαζὶ μὲ τὸν πατέρα τοὺς Ζεβεδαῖο. Καὶ τοὺς κάλεσε. Καὶ αὐτοὶ ἀμέσως ἄφησαν τὸ πλοῖο καὶ τὸν πατέρα τους καὶ τὸν ἀκολούθησαν)»].
Ἀφοῦ λοιπόν τοὺς ἔκανε μαθητές Του, τότε ἀρχίζει νὰ θαυματουργεῖ ἐνώπιόν τους, βεβαιώνοντας μὲ τὰ ἔργα Του ὅ,τι εἶχε πεῖ γι᾿ Αὐτὸν ὁ Βαπτιστῇς Ἰωάννης. Βρισκόταν ἀδιάκοπα στὶς συναγωγὲς καὶ μὲ τὴν πράξη Του αὐτὴ τοὺς δίδασκε ὅτι δὲν εἶναι κάποιος ἀντίθετος, οὔτε πλάνος, ἀλλὰ ἔχει ἔρθει μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, κατόπιν κοινῆς Τους συμφωνίας. Καὶ συχνάζοντας στὶς συναγωγές, δὲν κήρυττε μόνο, ἀλλὰ καὶ πολλὰ θαύματα ἐπιτελοῦσε [βλ. Ματθ. 4,23-25: «Καὶ περιῆγεν ὅλην τὴν Γαλιλαίαν ὁ Ἰησοῦς διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν καὶ κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ. καὶ ἀπῆλθεν ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ εἰς ὅλην τὴν Συρίαν, καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας ποικίλαις νόσοις καὶ βασάνοις συνεχομένους, καὶ δαιμονιζομένους καὶ σεληνιαζομένους καὶ παραλυτικούς, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτούς· καὶ ἀπῆλθεν ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ εἰς ὅλην τὴν Συρίαν, καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας ποικίλαις νόσοις καὶ βασάνοις συνεχομένους, καὶ δαιμονιζομένους καὶ σεληνιαζομένους καὶ παραλυτικούς, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτούς· καὶ ἠκολούθησαν αὐτῷ ὄχλοι πολλοὶ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας καὶ Δεκαπόλεως καὶ ἱεροσολύμων καὶ Ἰουδαίας καὶ πέραν τοῦ Ἰορδάνου (:καὶ περιόδευε ὁ Ἰησοῦς ὅλη τὴ Γαλιλαία διδάσκοντας στὶς συναγωγές τους, ὅπου κάθε Σάββατο μαζεύονταν οἱ Ἑβραῖοι γιὰ νὰ ἀκούσουν τὴν ἀνάγνωση τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ νὰ προσευχηθοῦν. Καὶ κήρυττε ἐκεῖ τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα ὅτι πλησίαζε ὁ χρόνος τῆς πνευματικῆς βασιλείας, ποὺ θὰ ἔφερνε στοὺς ἀνθρώπους τὴν ἀπολύτρωση καὶ τὴ χαρά. Καὶ θεράπευε κάθε εἴδους ἀσθένεια καὶ ἀδιαθεσία στὸν λαό. Διαδόθηκε λοιπὸν ἡ φήμη του σὲ ὅλη τὴ Συρία. Καὶ ἔφεραν μπροστά Του ὅλους ὅσους ὑπέφεραν ἀπὸ διάφορες ἀρρώστιες καὶ κατέχονταν ἀπὸ βασανιστικὲς ἀσθένειες, δαιμονισμένους καὶ σεληνιασμένους καὶ παραλύτους, καὶ τοὺς θεράπευε. Τότε Τὸν ἀκολούθησαν πολλὰ πλήθη λαοῦ ἀπὸ τὴ Γαλιλαία καὶ ἀπὸ τίς δέκα ἑλληνικὲς πόλεις ποὺ εἶχαν κτιστεῖ κυρίως στὴν ἀνατολικὴ ὄχθη τοῦ Ἰορδάνη, καθὼς ἐπίσης καὶ ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ τὴν Ἰουδαία καὶ τὴ χώρα ποὺ ἐκτείνεται πέρα ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη ποταμό)»].
Πραγματικὰ σὲ κάθε περίπτωση κατὰ τὴν ὁποία συμβαίνει κάτι τὸ νέο καὶ παράδοξο καὶ εἰσάγεται κάποιος νέος τρόπος ζωῆς, συνηθίζει ὁ Θεὸς νὰ κάνει θαύματα, προσφέροντας ἐγγύηση τῆς δυνάμεώς Του πρὸς ἐκείνους ποὺ πρόκειται νὰ δεχτοῦν τοὺς νόμους Του. Ἔτσι λοιπὸν ὅταν ἐπρόκειτο νὰ πλάσει τὸν ἄνθρωπο, δημιούργησε ὅλον τὸν κόσμο καὶ τότε τοῦ ἔδωσε ἐκεῖνο τὸν νόμο μέσα στὸν παράδεισο. Καὶ ὅταν ἐπρόκειτο νὰ νομοθετήσει στὸν Νῶε, πάλι μεγάλα θαύματα ἔκαμε, μὲ τὰ ὁποῖα ἀναδημιουργοῦσε ὅλη τὴν πλάση καὶ τὴ φοβερὴ ἐκείνη θάλασσα τὴν ἔκανε νὰ κυριαρχεῖ ἐπὶ τῆς γῆς γιὰ ἕνα ὁλόκληρο χρόνο καὶ μὲ ὅλα αὐτά, μέσα σὲ τόσο χαλασμὸ διέσωσε τὸν δίκαιο ἐκεῖνο. Καὶ στὰ χρόνια τοῦ Ἀβραὰμ ἔδωσε πολλὰ σημεῖα τῆς δυνάμεώς Του, ὅπως εἶναι ἡ νίκη κατὰ τὸν πόλεμο, ἡ πληγὴ κατὰ τοῦ Φαραὼ καὶ ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τοὺς κινδύνους. Καὶ ὅταν ἐπίσης ἐπρόκειτο νὰ θεσπίσει τοὺς νόμους στοὺς Ἑβραίους, ἔδειξε πρῶτα τὰ θαυμαστὰ ἐκεῖνα καὶ μεγάλα σημεῖα [στὸ ὄρος Σινᾶ] καὶ ἔπειτα τοὺς ἔδωσε τὸν Νόμο.
Ἔτσι λοιπὸν κι ἐδῶ θέλοντας νὰ δώσει ἕναν ἀνώτερο τρόπο ζωῆς καὶ νὰ τοὺς πεῖ ὅσα ποτὲ δὲν εἶχαν ἀκούσει μέχρι ἐκείνη τὴ στιγμή, ἐπιβεβαιώνει τοὺς λόγους μὲ τὴν ἐπιτέλεση τῶν θαυμάτων. Ἐπειδὴ δηλαδὴ δὲν γινόταν ἀντιληπτὴ μὲ τίς αἰσθήσεις ἡ κηρυττόμενη Βασιλεία, αὐτὴν τὴν ἀφανῆ, μὲ τὰ ὁρατὰ σὲ ὅλους θαύματα τὴν καθιστὰ φανερή. Καὶ πρόσεξε τὴν ἁπλότητα τοῦ Εὐαγγελιστή, ὁ ὁποῖος δὲν μᾶς διηγεῖται χωριστὰ κάθε περίπτωση ὅσων θεραπεύονταν, ἀλλὰ μὲ τρόπο συνοπτικό μᾶς ἐνημερώνει γιὰ τὰ ἀναρίθμητα θαύματα. «Καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας ποικίλαις νόσοις καὶ βασάνοις συνεχομένους, καὶ δαιμονιζομένους καὶ σεληνιαζομένους καὶ παραλυτικούς, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτούς (:διαδόθηκε λοιπὸν ἡ φήμη Του σὲ ὅλη τὴ Συρία. Κι ἔφεραν μπροστά Του ὅλους ὅσους ὑπέφεραν ἀπὸ διάφορες ἀρρώστιες καὶ κατέχονταν ἀπὸ βασανιστικὲς ἀσθένειες, δαιμονισμένους καὶ σεληνιασμένους καὶ παραλύτους, καὶ τοὺς θεράπευε)» [Ματθ.4,24]. «Τοῦ ἔφεραν», λέει, «ὅλους ὅσοι ταλαιπωροῦνταν ἀπὸ κάθε λογῆς ἀσθένειες καὶ βασανίζονταν, δαιμονισμένους καὶ σεληνιαζομένους καὶ παραλυτικοὺς καὶ τοὺς θεράπευσε».
Ἀλλὰ γεννιέται τὸ ἀκόλουθο ἐρώτημα: γιὰ ποιόν λόγο ἀπὸ κανέναν ἀπὸ ὅσους θεραπεύτηκαν δὲν ζήτησε τὴν πίστη, οὔτε εἶπε αὐτὸ ποὺ ἔπειτα φανερὰ ἔλεγε: «Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι; (:Πιστεύετε ὅτι ἔχω τὴ δύναμη νὰ κάνω αὐτὸ ποὺ μοῦ ζητᾶτε;)» [Ματθ. 9,28]; Ἐπειδὴ δὲν εἶχε δώσει ἀκόμα ἀπόδειξη τῆς δυνάμεώς Του. Ἐξάλλου καὶ μόνο τὸ γεγονὸς ὅτι προσέρχονταν μόνοι τους καὶ ἔφερναν ἀσθενεῖς κοντὰ στὸν Χριστό, δὲν ἀποδεικνύει τυχαῖα πίστη· διότι τοὺς ἔφερναν ἀπὸ μακριά, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δὲν θὰ ἔκαναν ἂν δὲν πίστευαν πολὺ οἱ ἴδιοι.
Ἄς Τὸν ἀκολουθήσουμε λοιπὸν κι ἐμεῖς· γιατί ἔχουμε πολλὲς ἀσθένειες τῆς ψυχῆς κι αὐτὲς θέλει πρῶτα νὰ θεραπεύσει· διότι γι᾿ αὐτὸ ἀποκαθιστᾷ τίς σωματικὲς ἀσθένειες, γιὰ νὰ ἀπομακρύνει τὰ ψυχικὰ νοσήματα ἀπὸ τὴν ψυχή μας. Ἄς ἔρθουμε λοιπὸν κοντὰ Του καὶ τίποτα βιοτικὸ ἂς μήν Τοῦ ζητήσουμε παρὰ μόνο συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν μας· τὴν παραχωρεῖ καὶ τώρα ἂν τὴ ζητοῦμε σοβαρά. Τότε βέβαια εἶχε φτάσει ἡ φήμη Του ὡς τὴ Συρία [Ματθ. 4,24: «καὶ ἀπῆλθεν ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ εἰς ὅλην τὴν Συρίαν, καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας ποικίλαις νόσοις καὶ βασάνοις συνεχομένους, καὶ δαιμονιζομένους καὶ σεληνιαζομένους καὶ παραλυτικούς, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτούς» (:διαδόθηκε λοιπὸν ἡ φήμη Του σὲ ὅλη τὴ Συρία. Κι ἔφεραν μπροστά Του ὅλους ὅσους ὑπέφεραν ἀπὸ διάφορες ἀρρώστιες καὶ κατέχονταν ἀπὸ βασανιστικὲς ἀσθένειες, δαιμονισμένους καὶ σεληνιασμένους καὶ παραλύτους, καὶ τοὺς θεράπευε)»], ἐνῶ τώρα ἔχει ἐξαπλωθεῖ σὲ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη. Κι ἐκεῖνοι ἔτρεχαν πρὸς Αὐτόν, ὅταν ἄκουγαν μόνο πὼς θεράπευσε δαιμονισμένους· ἐσὺ ὅμως ποὺ ἔχεις περισσότερες καὶ μεγαλύτερες ἀποδείξεις γιὰ τὴ δύναμή Του, γιατί δὲν σηκώνεσαι νὰ τρέξεις σ᾿ Αὐτόν; Καὶ ἐκεῖνοι ἄφησαν καὶ πατρίδα καὶ φίλους καὶ συγγενεῖς· ἐσὺ ὅμως δὲν θέλεις μήτε τὸ σπίτι σου νὰ ἀφήσεις, γιὰ νὰ πᾶς κοντά Του καὶ νὰ λάβεις πολὺ περισσότερα; Καὶ μήτε ποὺ ζητῶ αὐτὸ ἀπὸ σένα. Ἄφησε μόνο τὴν κακὴ συνήθεια καὶ μένοντας στὸ σπίτι σου μαζὶ μὲ τοὺς δικούς σου θὰ μπορέσεις εὔκολα νὰ σωθεῖς.
Τώρα ἂν ἔχουμε μιὰ σωματικὴ πάθηση, κάνουμε τὰ πάντα καὶ καταφεύγουμε σὲ κάθε μέσο προκειμένου νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ αὐτήν. Ἄν ὅμως ἡ ψυχή μας εἶναι σὲ κακὴ κατάσταση, ἀναβάλλουμε καὶ βραδύνουμε νὰ κάνουμε κάτι. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς δὲν γλυτώνουμε οὔτε ἀπὸ τὰ σαρκικὰ παθήματα, ἐπειδὴ ἐμεῖς θεωροῦμε τὰ ἀναγκαῖα ὡς πάρεργα καὶ τὰ πάρεργα ὡς ἀναγκαῖα καὶ ἐνῶ ἀφήνουμε τὴν πηγὴ τῶν κακῶν, θέλουμε νὰ καθαρίσουμε τὰ ρυάκια· διότι τὸ ὅτι βέβαια αἰτία τῶν σωματικῶν ἀσθενειῶν εἶναι ἡ κακία τῆς ψυχῆς τὸ δήλωσε καὶ ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος στὴ Βηθεσδὰ ποὺ ἦταν γιὰ τριάντα ὀκτὼ χρόνια παράλυτος [βλ. Ἰω. 5,1-18], καθὼς καὶ ἐκεῖνος ὁ παράλυτος τῆς Καπερναούμ, ποὺ τὸν κατέβασαν ἀπὸ τὴ στέγη ἐνώπιον τοῦ Ἰησοῦ γιὰ νὰ τὸν θεραπεύσει [βλ. Λουκ. 5,17-26]. Ἀντίστοιχα τὸ δήλωσε αὐτὸ καὶ ὁ Κάϊν πρὶν ἀπ᾿ αὐτούς [Γέν. 4,8 κ.εξ.]. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πολλὲς ἄλλες περιπτώσεις μπορεῖ ὁ καθένας νὰ τὸ διαπιστώσει αὐτό.
Ἄς ἀφανίσουμε λοιπὸν τὴν πηγὴ τῶν κακῶν καὶ τότε θὰ στερέψουν ὅλα τὰ ρεύματα τῶν ἀσθενειῶν. Δὲν εἶναι μόνο ἡ παράλυση ἀσθένεια, ἀλλὰ καὶ ἡ ἁμαρτία· καὶ ἡ δεύτερη μάλιστα εἶναι πολὺ πιὸ σοβαρὴ ἀσθένεια ἀπὸ τὴν πρώτη, τόσο μάλιστα, ὅσο ἀνώτερη εἶναι ἀπὸ τὸ σῶμα ἡ ψυχή. Ἄς ἔρθουμε λοιπὸν καὶ τώρα κοντά Του καὶ ἂς Τὸν παρακαλέσουμε νὰ σφίξει τὴν ψυχή μας ποὺ ἔχει παραλύσει καὶ ἀφοῦ ἀφήσουμε κάθε βιοτικὴ μέριμνα, ἂς φροντίζουμε μόνο γιὰ τὰ πνευματικά. Ἐὰν μὲ δύναμη προσηλωθεῖς στὰ πνευματικά, τότε φρόντιζε καὶ γιὰ τὰ γήινα. Μήτε πάλι νὰ ἀδιαφορεῖς γιὰ τὴν ἁμαρτία σου, ἐπειδὴ δὲν αἰσθάνεσαι πόνο· γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς νὰ στενάζεις περισσότερο, ἐπειδὴ δὲν αἰσθάνεσαι ὀδύνη γιὰ τίς ἁμαρτίες σου· διότι αὐτὸ δὲν συμβαίνει ἐπειδὴ δὲν δαγκώνει ἡ ἁμαρτία, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶναι ἀναίσθητη ἡ ψυχὴ ποὺ ἁμαρτάνει. Σκέψου λοιπὸν ὅτι ὅσοι αἰσθάνονται τὰ δικά τους ἁμαρτήματα στενάζουν χειρότερα ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τοὺς φονεύουν ἢ τοὺς καῖνε, πόσα κάνουν καὶ πόσα ὑποφέρουν, πόσους θρήνους καὶ ὀδυρμοὺς κάνουν, γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴν πονηρὴ συνείδηση ποὺ τοὺς τύπτει. Δὲν θὰ τὸ ἔκαναν αὐτό, ἂν δὲν ἔνιωθαν σφοδρὸ ψυχικὸ πόνο.
Ἐκεῖνο λοιπὸν ποὺ εἶναι τὸ καλύτερο εἶναι νὰ μὴν ἁμαρτάνουμε καθόλου, ὕστερα ὅμως ἀπὸ αὐτό, τὸ νὰ συναισθανόμαστε τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ διορθωνόμαστε· διότι ἂν μᾶς λείπει αὐτό, πῶς θὰ παρακαλέσουμε τὸν Θεὸ καὶ θὰ ζήσουμε τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἐμεῖς ποὺ καθόλου δὲν δίνουμε καμία σημασία σὲ αὐτά; Πραγματικά, ὅταν ἐσύ, ποὺ ἁμάρτησες, δὲν θέλεις μήτε αὐτὸ νὰ ἀναγνωρίσεις, ὅτι δηλαδὴ ἁμάρτησες, γιὰ ποιά ἁμαρτήματα θὰ παρακαλέσεις τὸν Θεό; Γιὰ ἐκεῖνα ποὺ δὲν γνωρίζεις; Καὶ πῶς θὰ γνωρίσεις τὸ μέγεθος τῆς εὐεργεσίας; Ἐξομολογήσου λοιπὸν ξεχωριστὰ μία μία τίς ἁμαρτίες σου στὸν πνευματικό σου πατέρα, γιὰ νὰ μάθεις γιὰ ποιὲς παίρνεις συγχώρηση [γιὰ αὐτὲς μονάχα δηλαδὴ ποὺ ὁμολογεῖς], γιὰ νὰ νιώσεις εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Εὐεργέτη σου.
Ἐσὺ ὅμως ὅταν ἐξοργίσεις κάποιον ἄνθρωπο, καὶ φίλους καὶ γείτονες καὶ θυρωροὺς παρακαλεῖς καὶ χρήματα ξοδεύεις καὶ χάνεις πολλὲς ἡμέρες νὰ πηγαίνεις νὰ τὸν βρίσκεις καὶ νὰ παρακαλεῖς καὶ ἂν μιὰ καὶ δύο καὶ ἀμέτρητες φορές σε ἀποκρούσει ὁ θυμωμένος, δὲν ἡσυχάζεις, ἀλλὰ μεγαλώνει ἡ ἀγωνία σου καὶ πληθαίνεις τίς παρακλήσεις. Ὅταν ὅμως προκαλοῦμε τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ τῶν ὅλων, ἀδρανοῦμε καὶ ἡσυχάζουμε καὶ ἀδιαφοροῦμε καὶ διασκεδάζουμε καὶ μεθοῦμε καὶ ἐκτελοῦμε ὅλες τίς συνηθισμένες μας πράξεις. Πότε θὰ μπορέσουμε νὰ Τὸν ἐξιλεώσουμε; Καὶ πῶς μὲ αὐτή μας τὴν συμπεριφορὰ δὲν θὰ Τὸν ἐξοργίσουμε περισσότερο; Πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία Τὸν κάνει νὰ ἀγανακτεῖ περισσότερο καὶ νὰ ὀργίζεται ἡ ἀπουσία τῆς λύπης γιὰ τὴν ἁμαρτία. Γι᾿ αὐτὸ ἀξίζει νὰ κατεβοῦμε μέσα στὴ γῆ καὶ μήτε τὸν ἥλιο νὰ ἀντικρίζουμε μήτε νὰ ἀναπνέουμε καθόλου, γιατί παρόλο ποὺ ἔχουμε ἕναν τόσο διαλλακτικὸ Κύριο, Τὸν θυμώνουμε καὶ ἀφοῦ Τὸν θυμώνουμε, τοὐλάχιστον δὲν μετανοοῦμε. Παρόλο ποὺ Ἐκεῖνος κι ὅταν θυμώνει, δὲν μᾶς μισεῖ οὔτε μᾶς ἀποστρέφεται, ἀλλὰ θέλει νὰ μᾶς ἐπαναφέρει κοντά Του ἔστω καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτό· γιατί ἂν μᾶς εὐεργετοῦσε ἀδιάκοπα καὶ ἐμεῖς Τὸν ὑβρίζαμε, περισσότερο θὰ Τὸν περιφρονούσαμε. Γιὰ νὰ μὴ γίνει αὐτό, μᾶς ἀποστρέφεται προσωρινά, γιὰ νὰ μᾶς ἔχει κοντά Του παντοτινά.
Ἄς ἔχουμε θάρρος λοιπὸν στὴν φιλανθρωπία Του καὶ ἂς ἐπιδείξουμε μετάνοια μὲ ἐνδιαφέρον πρὶν φτάσει ἡ ἡμέρα ἐκείνη τοῦ θανάτου μας κι ἔπειτα, ποὺ ἡ μετάνοια δὲν θὰ μπορεῖ νὰ μᾶς ὠφελήσει πλέον. Τώρα ὅλα εἶναι στὸ χέρι μας· τότε ὅμως ἡ ἀπόφαση εἶναι μόνο στὸ χέρι τοῦ δικαστοῦ. Ἄς προσπέσουμε λοιπὸν στὸν φιλάνθρωπο Κύριό μας καὶ ἂς ἐξομολογηθοῦμε στὸν πνευματικὸ μας [ πρβλ. Ψαλμ. 94,2: «προφθάσωμεν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐν ἐξομολογήσει (:ἂς τρέξουμε νὰ Τὸν προϋπαντήσουμε καὶ νὰ ἐμφανιστοῦμε μπροστά Του, μὲ δοξολογίες καὶ ἂς Τὸν ὑμνήσουμε μὲ ψαλμοὺς καὶ ἀλαλαγμούς)»], ἂς κλάψουμε κι ἂς θρηνήσουμε.
Ἄν μπορέσουμε νὰ καταπραΰνουμε τὸν δικαστὴ πρὶν ἀπὸ τὴν δίκη (:τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως) καὶ μᾶς συγχωρέσει τὰ ἁμαρτήματά μας, τότε δὲν θὰ χρειαστεῖ μήτε νὰ μποῦμε στὸ δικαστήριο. Ὅπως πάλι ἂν δὲν γίνει αὐτό, θὰ ἀκούσει τὴν ἀπολογία μας μπροστὰ σὲ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη, ποὺ θὰ εἶναι παροῦσα καὶ δὲν ἔχουμε καμιὰ ἐλπίδα γιὰ συγχώρηση· διότι κανένας ἀπὸ ἐκείνους ποὺ δὲν πῆραν ἄφεση γιὰ τὰ ἁμαρτήματά τους ἐδῶ στὴ γῆ, ὅταν φτάσει ἐκεῖ, δὲν θὰ μπορέσει νὰ ἀποφύγει τίς εὐθύνες του γι᾿ αὐτά. Ἀλλὰ ὅπως οἱ φυλακισμένοι ἐδῶ μὲ τίς ἁλυσίδες τους ὁδηγοῦνται στὸ δικαστήριο, ἔτσι καὶ ὅλες οἱ ψυχὲς ὅταν φύγουν ἀπὸ ἐδῶ βεβαρημένες μὲ ὅλες τίς σειρὲς τῶν ἁμαρτημάτων τους, ὁδηγοῦνται στὸ φοβερὸ βῆμα. Πραγματικὰ ἡ παροῦσα ζωὴ δὲν διαφέρει καθόλου ἀπὸ μιὰ φυλακή. Ἀλλὰ ὅπως στὸ κτίριο τῆς φυλακῆς ὅταν εἰσέλθουμε, τοὺς βλέπουμε ὅλους ἁλυσοδεμένους, ἔτσι καὶ τώρα ὅταν ἐξέλθουμε ἀπὸ τὴ φαινομενικὴ καὶ εἰσχωρήσουμε μέσα στὴ ζωὴ καθενὸς καὶ μέσα στὴν ψυχή του, θὰ τὴ βροῦμε δεμένη μὲ ἁλυσίδες χειρότερες ἀπὸ τίς σιδερένιες.
Γιὰ ὅλα αὐτὰ ἂς παρακαλέσουμε τὸν Λυτρωτὴ τῶν ψυχῶν μας, ὥστε καὶ τὰ δεσμά μας νὰ σπάσει, καὶ τὸν σκληρὸ αὐτὸν φύλακα νὰ ἀπομακρύνει καὶ ἀφοῦ μᾶς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὸ φορτίο τῶν σιδερένιων ἀλυσίδων, ἂς κάμει τὸ φρόνημά μας ἐλαφρότερο καὶ ἀπὸ τὸ φτερό. Καὶ παρακαλῶντας Τον, ἂς Τοῦ φέρουμε καὶ τὰ δικά μας δῶρα, ζῆλο καὶ διάθεση καλὴ καὶ προθυμία ἀγαθή. Ἔτσι θὰ ἐπιτύχουμε καὶ μάλιστα σὲ σύντομο χρόνο νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὰ κακὰ ποὺ μᾶς κατέχουν καὶ νὰ ἀντιληφθοῦμε σὲ ποιά κατάσταση βρισκόμαστε προηγουμένως καὶ νὰ ἀποκτήσουμε τὴν ἐλευθερία ποὺ μᾶς ἁρμόζει. Αὐτὴν μακάρι νὰ ἐπιτύχουμε ὅλοι μας μέ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸν ὁποῖο μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf
• Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, Ὑπόμνημα στὸ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, ὁμιλία ΙΔ΄, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»(ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1978, τόμος 9, σελίδες 440-459.
• Βιβλιοθήκη τῶν Ἑλλήνων, Ἅπαντα τῶν ἁγίων Πατέρων, Ἰωάννου Χρυσοστόμου ἔργα, τόμος 64, σελ. 34-41.
• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
• Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
• Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm
__________________________________