Κυριακή 18 Ιουνίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ [: Ματθ. 4,18-23] Γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου «ΕΞΑΡΤΗΣΙΣ ΚΑΙ ΕΞΑΡΤΗΣΕΙΣ» [28-6-1992] (Β263)



ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ[: Ματθ. 4,18-23]

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου

μὲ θέμα:

«ΕΞΑΡΤΗΣΙΣ ΚΑΙ ΕΞΑΡΤΗΣΕΙΣ»

[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 28-6-1992]

(Β263)

Καθώς, ἀγαπητοί μου, ἀνοίγει ἡ ἐκκλησιαστικὴ περίοδος τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου, ἡ Ἐκκλησία μας, παρουσιάζει τὴν ὡραία ἐκείνη εἰκόνα ποὺ ὁ Κύριος ἀναζητᾷ τοὺς πρώτους Του μαθητὰς παρὰ τὴν λίμνην τῆς Τιβεριάδος. Ἐκεῖ βρῆκε τὰ πρῶτα δύο ζεύγη ἀδελφῶν, ποὺ τοὺς κάλεσε κοντά Του. Ἦταν ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἀνδρέας, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης.

Ἦταν ἕνα ὄμορφο πρωινὸ στὴν ἀκρολιμνιά. Ἐκεῖ, στὰ ἥσυχα νερὰ τῆς λίμνης, εἶδε τὸ πρῶτο ζεῦγος, «βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς»Ρίχνοντας τὸ δίχτυ τους στὴ θάλασσα· γιατί ἦσαν ἁλιεῖς. Καὶ τοὺς λέγει: «Δεῦτε ὀπίσω μου, καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Καὶ ἐκεῖνοι «εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ»Κι ἐκεῖνοι ἀμέσως, ἀφοῦ ἄφησαν τὰ δίχτυα τους, τὸν ἠκολούθησαν. Καὶ ἀφοῦ προχώρησε λίγο πιὸ πέρα ὁ Κύριος, εἶδε τὸ δεύτερο ζεῦγος ἀδελφῶν. Τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη. Λέγει τότε καὶ σ᾿ αὐτοὺς νὰ Τὸν ἀκολουθήσουν. «Οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ». Ἐκεῖνοι δὲ ἀμέσως, ἀφοῦ ἄφησαν τὸ πλοῖο καὶ τὸν πατέρα τους, Τὸν ἠκολούθησαν.

Οἱ πρῶτοι ἄφησαν τὰ δίχτυα τους καὶ Τὸν ἀκολουθοῦν. Οἱ δεύτεροι ἄφησαν πλοῖο καὶ πατέρα καὶ ἀκολούθησαν τὸν Ἰησοῦν. Μένομε, ἀγαπητοί μου, ἔκπληκτοι, ποὺ τόσο οἱ πρῶτοι, ὅσο καὶ οἱ δεύτεροι, ἄφησαν εὐθέως, ἀμέσως, ὅ,τι τοὺς συνέδεε καὶ ἀκολουθοῦν τὸν Χριστόν. Τους χαρακτηρίζει ἐκεῖνο τὸ «εὐθέως»τοὺς χαρακτηρίζει μία ἀνεξαρτητοποίησις μὲ ὅ,τι ἦσαν δεμένοι. Μὲ πρόσωπα καὶ μὲ πράγματα. Εἶναι ἐκπληκτικόν. Καὶ μένουν στὴν ἐξάρτηση τοῦ Ἰησοῦ, χωρὶς ὅρους καὶ συμφωνίες.

Αὐτὴν τὴν ἀπόρριψη τῶν ἐξαρτήσεων καὶ τὴ μετάβαση σὲ μία νέα ἐξάρτηση, ἀγαπητοί μου, θὰ δοῦμε σήμερα. Οἱ μαθηταί, σὰν ψαρᾶδες τὸ ἐπάγγελμα - ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς- γιὰ νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὅτι ἁπλῶς ἔκαναν τὸ χόμπυ τους, δηλαδὴ ἦσαν ἐρασιτέχνες, πῆγαν στὴ λίμνη ἐκεῖ, γιὰ νὰ ψαρέψουν. Ἦσαν ἐπαγγελματίαι. Ζοῦσαν. Ἦταν ἡ δουλειά τους. Οἱ μαθηταί, λοιπόν, σὰν ψαρᾶδες ἐπαγγελματίαι καὶ σὰν ἄνθρωποι, εἶχαν τὴ δική τους οἰκογένεια· ὅπως ὁ Πέτρος. Εἶχε πενθερά, μᾶς σημειώνει κάπου ἀλλοῦ τὸ Εὐαγγέλιο. Ἢ ἦσαν ἄγαμοι ἀκόμη, ὅπως ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης, στὴν πατρική τους οἰκογένεια, μὲ τὸν πατέρα τους καὶ τὴ μητέρα τους καὶ τὰ τυχὸν ἄλλα τους ἀδέλφια. Πάντως εὑρίσκοντο στὸν χῶρον τῶν νομίμων καὶ φυσικῶν ἐξαρτήσεων.

Πράγματι, κάθε ἄνθρωπος ποὺ ἔρχεται εἰς τὸν κόσμον, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ παίρνει διαστάσεις ὑπάρξεως μέσα σὲ αὐτὰ τὰ σπλάχνα ἀκόμη τῆς μάνας του, μπαίνει στὴν ἐξάρτηση τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου. Ὁ ἄνθρωπος κατ᾿ ἀνάγκην εἶναι χωροχρονικός. Δύο δεσμὰ ποὺ μπαίνουν ἀμέσως στὴν κάθε ὕπαρξη καὶ ἀπὸ τὰ ὁποῖα δεσμὰ τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου, εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀπαλλαγεῖ κάθε ὕπαρξις, φυσικὰ καὶ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος. Ἔτσι γεννιέται ὁ ἄνθρωπος καὶ κατοπινὰ μπαίνει σὲ ἕνα πολύπλοκο δίκτυο ἐξαρτήσεων, ἀλληλεξαρτήσεων. Ἄνθρωποι μὲ ἀνθρώπους, κοινωνικά, ἔχομε μίαν ἐξάρτησιν κοινωνικὰ καὶ ἄνθρωποι μὲ περιβάλλον βιολογικά. Ἀναπνέομε τὸν ἀέρα, χωρὶς ἀέρα δὲν μποροῦμε νὰ ζήσουμε, ἐξαρτώμεθα ἀπὸ τὸν ἀέρα, τὸ ὀξυγόνο τοῦ ἀέρος, ἀκόμη ἀπὸ τὸ νερό, ἀπὸ τίς τροφές, ἀπὸ τὸν ἥλιο... Γενικὰ ἐξαρτώμεθα. Ἀπὸ τὴ βαρύτητά μας ἐπάνω στὴ Γῆ κ.ο.κ. Καὶ αὐτὴ ἡ Γῆ μας ἀκόμη, ἐξαρτᾷται ἀπὸ τὸν δικό μας τὸν ἥλιο. Πῶς κινεῖται ἡ Γῆ μας; Κινεῖται περὶ τὸν ἥλιον, ἐξαρτώμενη ἀπ᾿ αὐτόν. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἥλιος ὁ δικός μας ἀνήκει στὸν δικό μας τὸν Γαλαξία. Ἄν λογαριάσει κανείς, ὅτι ὑπάρχουν, ὅσα εἴδαμε τοὐλάχιστον μέχρι σήμερα, κάπου διακόσια ἑκατομμύρια Γαλαξίαι. Καὶ κάθε Γαλαξίας ἔχει ἑκατομμύρια καὶ δισεκατομμύρια ἡλίους. Τὸ ἕνα ἐξαρτᾷται ἀπὸ τὸ ἄλλο. Καὶ αὐτὲς ὅλες οἱ ἐξαρτήσεις εἶναι ἐντελῶς, ἐντελῶς φυσικὲς ἐκ κατασκευῆς. Ἔτσι ὁ Θεὸς ἔκανε τὰ πράγματα, γιατί ἔτσι ἤθελε νὰ κάνει τὰ πράγματα. Νὰ ἔχουν μιὰ ἀλληλεξάρτησιν. Δὲν ὑπάρχει τίποτε, μὰ ἀπολύτως τίποτε εἰς τὸν κόσμον αὐτόν, ἀνεξάρτητον. Οὔτε ἕνα ἠλεκτρόνιον. Δὲν λέγω ἄτομον τῆς ὕλης. Οὔτε ἕνα ἠλεκτρόνιον δὲν ἔχει, θὰ λέγαμε, ἀνεξαρτησία. Τὰ πάντα ἐξαρτῶνται. Ἕνα μόνο δὲν ἐξαρτᾷται. Ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς εἶναι ἔξω ἀπὸ ὅλα αὐτά. Εἶναι ἀνεξάρτητος ὁ Θεός.

Μέσα λοιπὸν σὲ αὐτὲς τίς δαιδαλώδεις ἀλληλεξαρτήσεις, ὁ Θεὸς θέλει νὰ πετυχαίνεται ἡ κοινωνία τῶν ὄντων καὶ ὅλα τὰ ὄντα μαζί, τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό, διὰ τῶν χειρῶν τοῦ ἀνθρώπου. Εἴδατε προηγουμένως στὴ Θεία Λειτουργία; Ἐσηκώσαμε τὸ ἅγιο ποτήριον καὶ τὸ ἅγιο δισκάριον πρὸς τῆς τελεσιουργήσεως τοῦ μυστηρίου καὶ τοῦ εἴπαμε, ἐσεῖς Τοῦ εἴπατε τοῦ Θεοῦ, διὰ στόματος ἱερέως: «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν Σοι προσφέρομεν»Σεῖς τὸ εἴπατε, μὲ τὰ χέρια τοῦ ἱερέως καὶ τὸ κάνατε. Γιατί ἐσεῖς φτιάξατε τὸ κρασὶ καὶ τὸ πρόσφορο. Καὶ προσφέρει ὁ ἱερεὺς μὲ τὰ χέρια, τὰ δικά του εἶναι, ἀλλὰ τὰ δικά σας χέρια, εἰς τὸν Θεὸν τὴν κτίσιν. Ἔτσι βλέπει κανεὶς ὅτι πραγματικὰ ὅλα τὰ ὄντα μαζὶ πρέπει νὰ τύχουν μιᾶς κοινωνίας μὲ τὸν Θεό, διὰ τῶν χειρῶν τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ ἄνθρωπος προσφέρει, ὡς ἱερεύς, τὴν κτίσιν στὸν Θεό. Προσέξατέ το. Πᾶς, ἄνθρωπος. Εἶναι ἐκεῖνο ποὺ λέγει καὶ στὴν Παλαιὰ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη, ὅτι ὁ Θεὸς τὸν λαόν Του τὸν ἔκανε νὰ εἶναι ἱερεῖς καὶ βασιλεῖς. Τὸ γνωστὸν βασίλειον ἱεράτευμα. Δὲν εἶναι βέβαια τῆς ὥρας νὰ ποῦμε τί σημαίνει γιά τον κάθε πιστὸ ποὺ βαπτίζεται, ὅτι εἶναι ἱερεὺς τῆς Δημιουργίας. Καὶ ἱερεὺς τοῦ ἑαυτοῦ του στὸν Θεό. Προσφέρει στὸν Θεό. Ὅταν λέει στὴν πρὸς Ρωμαίους ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Νὰ προσφέρετε θυσίαν ζῶσαν καὶ εὐάρεστον εἰς τὸν Θεόν. Τὴν λογικήν»,  λέγει, -δηλαδὴ πνευματικήν- «λατρεία στὸν Θεό». Τί εἶναι; Ἡ καθαρότητα τοῦ ἑαυτοῦ σας. Εἶναι ἐκπληκτικὸ αὐτό, ἀγαπητοί μου. Ἔτσι ζοῦσε ὁ Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο. Προσφέροντας τὴν κτίσιν. Ἐξηρτημένος ἀπὸ τὴν φύσιν, διότι ἔτρωγε, ἔπινε, ἀνέπνεε. Ὡστόσο προσφέρει στὸν Θεὸ τὴν κτίσιν ὡς ἱερεὺς τῆς Δημιουργίας. Εἶναι μεγαλειῶδες. Ἔτσι τὸ θέλει ὁ Θεός. Καὶ ξαναλέγω: εἶναι μεγαλειῶδες.

Ὁ Ἀδὰμ ὅμως μὲ τὴν παραδοχὴ ποὺ ἔκανε μὲ τὸν διάβολο, ἀμέσως πέρασε ἀπὸ τὸν χῶρον τῶν θείων καὶ φυσικῶν καὶ νομίμων ἐξαρτήσεων, στὸν χῶρο τῆς δαιμονικῆς ἐξαρτήσεως. Κι ἀπὸ δῶ ἀρχίζει μία περιπέτεια δαιμονικῶν ἀλληλεξαρτήσεων. Ἡ φύσις δαιμονοκρατεῖται μὲ τὴν πτώση τοῦ Ἀδὰμ καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐξαρτᾷται πλέον ἀπὸ μίαν δαιμονοκρατουμένη κτίση. Ἔχουν πολλὴ σημασία αὐτά. Ἀρχίζει ἡ ἱστορία τῶν παθῶν εἰς τὸν ἄνθρωπον. Ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νὰ σωριάζει στὸν ἑαυτό του ἢ καλύτερα, νὰ τὸν ἐθίζει στὰ πάθη. Καὶ τὰ πάθη δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ὁ χρονισμὸς συγκεκριμένων ἁμαρτημάτων. Ἄν πῶ ψέματα καὶ ξαναπῶ, ἔκανα ἁμαρτία. Καὶ ξαναπῶ καὶ ξαναπῶ, τότε αὐτὴ ἡ ἁμαρτία γίνεται πάθος, γίνεται ἐθισμός. Καὶ ἔχω μία ροπή, χωρὶς κανεὶς νὰ μὲ προκαλεῖ, νὰ λέγω ψέματα ἐκεῖ ποὺ θὰ ἦταν περιττὸ νὰ πῶ ψέματα. Γιατί; Γιατί αὐτὸ ἔγινε πάθος. Ἔτσι, ἀγαπητοί μου, ὅλα τὰ ἁμαρτήματα, ἐὰν χρονίσουν, γίνονται πάθη. Τὰ πάθη πλέον ὅμως ἐπιβάλλουν τὴν ἐξάρτηση στὸν ἄνθρωπο.

Ἐδῶ εἶναι ποὺ γίνεται ὁ ἄνθρωπος ἕνα τραγικὸν πρόσωπον. Ἐξάρτησις ἀπὸ τὰ πάθη ἀφύσικος καὶ παράνομος. Δηλαδὴ καὶ παρὰ φύσιν καὶ παρὰ νόμον. Αὐτὸ θὰ πεῖ ἀφύσικος καὶ παράνομος. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται δοῦλος τῶν παθῶν. Δὲν διστάζει μὲ τὸν τρόπον αὐτόν, ὄχι μόνον τίς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ νὰ παραβεῖ -παράνομος-  ἀλλὰ καὶ αὐτοὺς τοὺς φυσικοὺς νόμους νὰ παραβεῖ καὶ λέγεται «παρὰ φύσιν ἄνθρωπος». Νὰ ἀναφέρω τί σημαίνει παρὰ φύσιν ἄνθρωπος; Εἶναι φοβερό. Κάπου ὁ Δανιὴλ ἀναφέρεται εἰς τὸν Ἀντίχριστον καὶ λέγει ἐκεῖ ὅτι θὰ καταργήσει νόμον, τὸν νόμον καὶ τὴν φύσιν. Δὲν εἶναι ὅμως τῆς ὥρας αὐτό. Ἁπλῶς ἔκανα ἕναν ὑπαινιγμό.

Τώρα ὁ ἄνθρωπος, μετὰ τὴν πτώση του, τί κάνει; Ἀναζητᾷ τὴν ἡδονή. Τὴν ἡδονὴ ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ. Ἄμεσα. Ἐκείνη ἡ ὁποία μὲ τὴ σειρά της ἡ ἡδονὴ ἐπιβάλλει τὴν ἐξάρτηση ἀπὸ αὐτὴν τοῦ ἀνθρώπου. Τὸν κάνει δοῦλο τὸν ἄνθρωπο ἡ ἡδονή. Ἡ ἱστορία τῆς ἡδονῆς ξεκίνησε ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Ὅταν ἡ Εὔα εἶδε ὅτι ὁ καρπὸς ἦταν ὡραῖος, λέγει νὰ τὸν βλέπεις, καὶ γλυκὺς  νὰ τὸν τρῶς. Μέχρι τότε, δὲν ἔβλεπε ἡ Εὔα τὸν καρπόν; Πῶς τώρα ξυπνᾷ μία ἄλλη ἐπιθυμία; Ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης στὸν μεγάλο του Κανόνα: αὐτὴ ἡ «παράλογος ἐπιθυμία, ἡ παράλογος βρῶσις». Τί εἶναι λοιπὸν αὐτό; Ἀπ᾿ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος δοκιμάζει, ἀφοῦ ξεκινάει ἀπὸ κεῖ ἡ ἀναζήτηση τῆς ἡδονῆς, τῆς εὐχαρίστησης πάντα, ξαναλέγω, ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ, ἐπέρχεται ἡ ὀδύνη. Ἐφεξῆς, ἡδονὴ καὶ ὀδύνη, θὰ πηγαίνουν πλάϊ πλάϊ. Ἔκτοτε ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀναζητᾷ, παρ᾿ ὅτι γνωρίζει τὴν ὀδύνη, ἀναζητᾷ τὴν ἡδονὴ καὶ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἐδημιούργησε τὸν εὐδαιμονισμό· ποὺ εἶναι ὁ ὑπ᾿ ἀριθμὸν ἕνα ἐχθρὸς τοῦ πνευματικοῦ βίου. Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος ὅτι «ὁ εὐδαιμονισμὸς διώκει μηδενὸς διώκοντος». Ὅτι ὁ εὐδαιμονισμὸς διώκει ὄχι ὅπως ὁ Νέρων καὶ ὁ Διοκλητιανός. Ἐκεῖ οἱ Χριστιανοὶ πραγματικὰ ἐχαλυβδώνοντο καὶ ἀντιστέκονταν καὶ γίνονταν μάρτυρες. Ὁ ἡδονισμός, ἡ εὐημερία, παραλύει τὸν ἄνθρωπον καὶ παραδίδεται εἰς τὸ κοσμικὸν φρόνημα. Γι᾿ αὐτὸ λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος ψυχολογικότατα καὶ ἀληθινότατα ὅτι ὅλη αὐτὴ ἡ ἱστορία εἶναι ἡ χειρότερη γιὰ τὸν ἄνθρωπο.

Ἀκόμη ὁ εὐδαιμονισμὸς ἀναζητεῖται στὸν πλοῦτον. Δηλαδὴ στὰ πολλὰ ἀγαθά, δηλαδὴ σὲ ἐκεῖνα ποὺ εἶναι παραπάνω ἀπὸ τίς ἀνάγκες μας. Ἐκεῖνο τὸ ξεπέρασμα, ποὺ λέγει ὁ Ἀπόστολος «ἔχοντες δὲ διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα»Μὲ αὐτὰ τὰ πολλὰ ἀγαθὰ γεννιέται ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου, δηλαδὴ εἶναι μία ἐπίδειξις καὶ μιὰ προβολὴ ἑνὸς νομιζομένου ὑπάρχοντος καὶ ὑπερέχοντος ἐγώ. «Ἐγὼ εἶμαι ἐγώ!». Ἀναζητεῖται ἀκόμη μέσα εἰς τὸν εὐδαιμονισμό, ἕνας πληθωρικὸς πολιτισμὸς καὶ μάλιστα τεχνικός. Ἀναζητεῖται ἀκόμη ἡ ἱκανοποίησις τοῦ γενετησίου ἐνστίκτου. Μὲ ὅλο τὸ ρεπερτόριο τῶν διαστροφῶν. Ἐπέρχεται κορεσμὸς καὶ ἀναζητοῦμε νέους τρόπους ἱκανοποιήσεως, ποὺ εἶναι ὁ χῶρος τῶν παρεκτροπῶν, τῶν διαστροφῶν. Αὐτὸ ἔκαναν οἱ Σοδομίται. «Ἐπλήσθησαν ἄρτου», λέει ἡ Γραφή. Δηλαδὴ χόρτασαν. Χόρτασαν, εἶχαν πολλὰ ἀγαθά. Καὶ ἀναζητοῦσαν νὰ βροῦν σὲ νέους τρόπους τὴν ἡδονή.

Τὸ κάπνισμα, ναί, προσέξτε, τὸ κάπνισμα, τὸ κάπνισμα εἶναι ἡδονιστικόν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ τὸ κόψει. Διεγείρει τὸ νευρικὸ σύστημα. Καὶ ἀφήνει μνήμη ἐπάνω στὸ νευρικὸ σύστημα. Κι ἂν τὸ ᾿κοψες, ἀδελφέ μου, κάποια φορά, ὑπάρχει μεγάλη πιθανότης νὰ τὸ ξαναθυμηθεῖς. Γιατί ἁπλούστατα εἶναι ναρκωτικόν. Καὶ ὅπως δόθηκε ὁ χαρακτηρισμὸς «κοινῆς ἀποδοχῆς». Ναρκωτικὸν κοινῆς ἀποδοχῆς. Ναί. Τὸ κάπνισμα λοιπὸν μπορεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ τὸ σῆμα κατατεθὲν τοῦ ἡδονιστικοῦ πολιτισμοῦ μας. Δὲν εἶναι ὑπερβολή. Διότι τὸ κάπνισμα ἄνοιξε τὸν δρόμο· τὸν δρόμο στὰ ναρκωτικά· ποὺ ἀποτελοῦν πλέον τὴν κορωνίδα τοῦ πράγματος. Κανεὶς δὲν ἔπεσε στὰ ναρκωτικὰ ἐὰν προηγουμένως δὲν ἔμαθε νὰ καπνίζει. Εἶναι ἡ πρόσβασις. Εἶναι ἡ γέφυρα.

Μάλιστα αὐτὲς τίς ἡμέρες, χθές, προχθές, εἴχαμε τὴν ἡμέρα κατὰ τῶν ναρκωτικῶν. Ἄς θεωρηθοῦν κι αὐτὰ ποὺ λέμε, μία μικρή, σπουδαιοτάτη ὅμως, μὲ θεολογικὸ ὑπόβαθρο, συμβολὴ εἰς τὴν προσπάθεια αὐτή, γιατί ἔχω παρατηρήσει ὅτι κάνομε μνεία τῶν πραγμάτων, εἰσηγούμεθα μύριες μεθόδους, ἐκτὸς ἀπὸ κείνη τὴν σπουδαία, τὴν τρανή. Νὰ βάλομε στὰ παιδιά μας τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὴν μὴ ἀναζήτηση τῆς ἡδονῆς, μ᾿ αὐτὴν τὴν εὐρεῖα ἔννοια.

Ἔτσι, κάπνισμα καὶ ναρκωτικά, δημιουργοῦν φοβερὲς ἐξαρτήσεις στὸν ἄνθρωπο. Φοβερές. Νὰ κάνω περιγραφή; Δὲν κάνω. Μπορεῖ καὶ μὲ τὰ μάτια σας νὰ εἴδατε τοὺς ἀνθρώπους θύματα, ἰδίως νέους, αὐτῶν τῶν καταστάσεων. Ξέρετε ὅτι στὴν Ἑλλάδα, ἀπὸ τὸν μαθητόκοσμο ἔχομε 27.000 μαθητάς, ἀγόρια καὶ κορίτσια, ποὺ παίρνουν ναρκωτικά; Τὸ ἀκούσατε καλά; Εἰκοσιεφτὰ χιλιάδες μαθητὰς ἔχομε. Δὲν σᾶς ἀνησυχεῖ αὐτό; Δὲν μπορεῖτε νὰ σκεφτεῖτε ὅτι ἕνα παιδί σας, ἕνα ἐγγόνι σας, μπορεῖ νὰ εἶναι μέσα σὲ αὐτὸν τὸν ἀριθμό; Κι ἐπειδὴ εἴπαμε αὐτὸν τὸν σύνδεσμο τῆς ἡδονῆς μὲ τὴν ὀδύνη, γι᾿ αὐτὸ σήμερα βλέπομε ἄπειρα θύματα ποὺ ξεκινοῦν ἀπὸ τὴν ἡδονὴ καὶ ἐξαρτώμενοι ἀπὸ αὐτήν, ζοῦν τὴν πιὸ φοβερὴ ὀδύνη, τὴν πιὸ τραγικὴ ὀδύνη. Μέχρι τὸν θάνατο! Καὶ οἱ ἐξαρτήσεις αὐτὲς δημιουργοῦν τὴν πιὸ στυγνὴ τυραννία.

Καὶ ὁ ἄνθρωπος θὰ μένει πάντοτε καταδικασμένος σὲ αὐτὲς τίς δαιμονικές, πῶς ἀλλιῶς νὰ τὸ ποῦμε, τίς δαιμονικὲς ἐξαρτήσεις; Τὰ ναρκωτικὰ ποιός τὰ ἔφτιαξε; Ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου. Εἶναι ὑπεύθυνος ὁ Θεός; Ἄπαγε. Τὰ σταφύλια ποὺ κάνουν κρασί, ποιός τὰ δημιούργησε; Ὁ Θεός. Ἄν ὑπάρχουν μέθυσοι, φταίει ὁ Θεός; Ἄπαγε τῆς βλασφημίας! Εἶναι ἡ δαιμονικὴ ὑπόδειξις: «Φάε αὐτό». Μὰ ὁ Θεὸς δὲν τὸ ἔκανε γι᾿ αὐτὸ νὰ τὸ φᾶς. Ὅλα τὰ πράγματα δὲν δοκιμάζονται. Ἔχουν ποικίλους σκοπούς, ἂν τὸ θέλετε, ἀποτελοῦν, ἂν τὸ θέλετε, ἀποτελοῦν καὶ σκοπὸν νὰ μὴν εἶχαν, ποὺ ἔχουν σκοπόν, καὶ σκοπὸν νὰ μὴν εἶχαν, ἀποτελοῦν τὸ δένδρο τῆς γνώσεως καλοῦ καὶ κακοῦ, ποὺ σοῦ λέει ὁ Θεός: «Ἀπ᾿ αὐτὸ δὲν θὰ δοκιμάσεις». Βλέπετε ὅτι μέσα στὴν Ἱστορία συνεχίζει ἡ παρουσία τοῦ δένδρου τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ;

Ἀλλὰ πάντα θὰ μένουν ἔτσι τὰ πράγματα; Ὄχι, ἀγαπητοί μου. Γι᾿ αὐτὸ ἦλθε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Νὰ σπάσει αὐτὲς τίς ἀφύσικες ἐξαρτήσεις καὶ νὰ μᾶς ξαναφέρει στὴ φυσικὴ καὶ θεϊκὴ ἐξάρτηση. Ὁ Χριστὸς μᾶς ξαναγύρισε στὸ μέτρο τῆς χρήσεως τῆς κτίσεως. Μόνο ὅ,τι εἶναι φυσικόν, εὐλογεῖται. Ὅ,τι εἶναι ἀφύσικον, δὲν εὐλογεῖται. Ὁ γάμος εὐλογεῖται· ἀλλὰ ὄχι ἡ πορνεία. Ἡ λήψη τροφῆς εὐλογεῖται. Γιατί ἔτσι κατασκευαστήκαμε. Θυμηθεῖτε ὅταν ἀνέστησε τὴν κόρη τοῦ Ἰαείρου καὶ εἶπε: «Δώσατέ της νὰ φάει». Ἐκεῖνος ποὺ τὴν ἀνέστησε, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὴ δυναμώσει ἄνευ τροφῆς; Ὄχι· ἔτσι τὰ κατασκεύασε ὁ Θεός. Ἀλλὰ ὡστόσο δὲν εἶναι εὐλογημένη ἡ γαστριμαργία. Μᾶς εἶπε νὰ ἀγαπᾶμε τοὺς γονεῖς μας καὶ τὰ παιδιά μας καὶ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Ἀλλὰ ὄχι πιὸ πάνω ἀπὸ τὸν Θεό. Ἔβαλε μία ἱεράρχηση. Μᾶς ἔδωσε μιὰ ὡραία φύση, ποὺ μποροῦμε νὰ τὴν ἐκμεταλλευώμεθα, ἀλλὰ ὄχι νὰ τὴν καταχρώμεθα. Ἢ νὰ τὴν καταστρέφομε ἢ νὰ τὴν θεοποιοῦμε. Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ὁ Κύριος μᾶς ἔβγαλε ἀπὸ τὴ δαιμονικὴ καὶ παράνομη ἐξάρτηση σὲ μία φυσικὴ καὶ νόμιμη. Καὶ ὄχι μόνον ὁ Χριστός μας ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν ἀφύσικη καὶ δαιμονικὴ ἐξάρτηση, ἀλλὰ καὶ κάτι πολὺ περισσότερο, ἀσύλληπτα περισσότερο. Ἦλθε νὰ σπάσει τὰ δεσμὰ τοῦ καθηλωμένου Προμηθέα ἀπὸ τὸν Καύκασον τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Γιατί; Γιατί μετὰ τὴν κοινὴν ἀνάστασιν, δὲν θὰ ὑπάρχει φθορά. Φθορὰ θὰ πεῖ μεταβολὴ σωματική. Τρώγω, πεινῶ, κοιμᾶμαι, κουράζομαι. Καὶ λέγει ὁ Παῦλος ὅτι «Ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην (τὴν κοιλίαν, γράφει στοὺς Κορινθίους στὴν Α' ἐπιστολή του) καὶ ταῦτα (τὰ βρώματα, τὰ φαγητὰ)  καταργήσει». Γιατί; Δὲν θὰ ὑπάρχει πλέον ἡ φθορά. Καταργεῖται καὶ ὁ θάνατος. Φθορὰ καὶ θάνατος, καταργοῦνται αὐτά. Κοιλία λοιπὸν καὶ θάνατος, εἶναι οἱ δύο ἀκαταμάχητοι ἐχθροὶ ποὺ νικῶνται. Καὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐχθροὺς τώρα, ἔχομε πλήρη ἐξάρτηση.

Αὐτὰ μᾶς ἔφερε ὁ Κύριος. Ἦρθε νὰ σπάσει λοιπὸν τοὺς δεσμοὺς τοῦ κακοῦ καὶ τῶν ἐξαρτήσεων. Παρατηροῦμε ὅτι ὅταν ὁ Κύριος κάλεσε τὰ δύο ζεύγη τῶν ἀδελφῶν, Πέτρον, Ἰάκωβον, Ἰωάννην καὶ Ἀνδρέα, τοὺς εἶπα λίγο ἀνάποδα, αὐτοὶ ἄφησαν κάποιες φυσικὲς καὶ νόμιμες καὶ εὐλογημένες ἐξαρτήσεις. Ψαρᾶδες ἦσαν. Τί ὡραῖο ἐπάγγελμα! Εἶχαν οἰκογένειες. Τὸν πατέρα τους, τὴ μάνα τους εἶχαν... Ἄφησαν ὅμως τὰ σύνεργά τους, συγγνώμη ἦσαν ἐξαρτώμενοι ἀπὸ ὅλα αὐτά. Ἀλλὰ ἐδῶ ἔχομε κάτι καταπληκτικὸ μὲ τοὺς μαθητὰς αὐτούς, τὰ δύο ζεύγη τῶν μαθητῶν. Νὰ δημιουργοῦν μία προοδευτικὴ ἀπεξάρτηση ἀκόμη κι ἀπὸ αὐτὲς τίς φυσικὲς καὶ εὐλογημένες ἐξαρτήσεις, γιὰ νὰ μεταφερθοῦμε σὲ μία καὶ μόνη ἐξάρτηση, τὸν Χριστό. Τὰ ἄφησαν ὅλα. Τὰ δίχτυα, τὸ πλοῖο καὶ τὸν πατέρα, τὸ ἐπάγγελμα, τὰ ἄφησαν ὅλα. Ὁ Κύριος τοὺς εἶπε: «Ἐλᾶτε νὰ σᾶς κάνω ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Αὐτὸ ἔκαναν οἱ μαθηταί. Δηλαδὴ ἀπηλλάγησαν ἀπὸ τίς ἐξαρτήσεις, θὰ τὸ πῶ ἄλλη μία φορά, τίς φυσικὲς καὶ νόμιμες καὶ εὐλογημένες, γιὰ νὰ δεχθοῦν μία ἄλλη ἐξάρτηση. Ἔτσι ὁ Κύριος, ξαναγυρίζει τὸν ἄνθρωπο στὴν πρώτη, τὴν ἀρχέγονη, τὴν παραδεισία ἐξάρτηση.

Ἀγαπητοί, ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, μὲ μία εἰκόνα τόσο ἁπλὴ καὶ φυσική, μᾶς ἔδειξε πῶς πρέπει νὰ κινούμεθα. Καὶ πρῶτα πρῶτα πρέπει νὰ σπάσουμε κάθε δαιμονικὴ ἐξάρτηση. Τὰ πάθη πρέπει νὰ φύγουν. Μετὰ νὰ σπάσομε, ὅσο τοῦτο εἶναι ἐπιτρεπτὸ φυσικά, γιατί ζοῦμε εἰς τὸν παρόντα κόσμο, κάθε φυσικὴ ἐξάρτηση, πραγμάτων καὶ προσώπων· ποὺ μποροῦν νὰ μᾶς ἐμποδίσουν στὸ παρακάτω βῆμα. Ἡ νηστεία, σκεφτήκατε ποτὲ ὅτι εἶναι μία ἄσκησις ποὺ προσπαθεῖ νὰ μᾶς ἀπαλλάξει, νὰ μᾶς κάνει περισσότερο ἀνεξάρτητους τοῦ φαινομένου ποὺ λέγεται κοιλία καὶ γαστριμαργία; Ἡ ξενιτεία, δηλαδὴ τὸ νὰ πῶ, θὰ βρεθῶ μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους μου καὶ τὴν πατρίδα μου. Κάποτε μπορεῖ νὰ εἶναι τροπική. Ἀλλὰ κυρίως εἶναι τοπική. Πρέπει νὰ εἶναι καὶ τροπικὴ καὶ τοπική, ἂν τὸ θέλετε. Τί εἶναι παρακαλῶ ἡ ξενιτεία; Μία θαυμασία ἄσκησις ἀπεξαρτητοποιήσεως.

Ἀλλὰ δὲν σταματοῦμε ἐδῶ. Πρέπει νὰ προχωρήσουμε στὴν ὅσο τὸ δυνατὸν περισσοτέρα μας ἐξάρτηση ἀπό την Κύριον. Τὸ καθημερινὸ μάννα ποὺ ἔπεφτε στὴν ἔρημο, τὸ ἐνθυμεῖσθε; Αὐτὸ θέλει νὰ διδάξει. Δὲν ἔριχνε μάννα ὁ Κύριος γιὰ πολλὲς μέρες. Κάθε μέρα. Σήμερα. Ὅποιος μάζευε περισσότερο, σκουλήκιαζε τὴν ἄλλη μέρα. Πλὴν τὸ μάννα τῆς Παρασκευῆς πρὶν τὸ Σάββατο. Ἐκεῖνο δὲν σκουλήκιαζε. Γιατί; Ἤθελε αὐτὸ νὰ διδάξει ὁ Κύριος. Ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ μένει ἀνεξάρτητος ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴ φυσική του τροφή! Θά σοῦ τὴ δώσει ὁ Κύριος. Θὰ σοῦ τὴ δώσει. Γιατί ἐκεῖ πρέπει, ἐκεῖ πρέπει νὰ ἔχεις τὴν ἐξάρτησή σου. Τί εἶπε ὁ Κύριος εἰς τὸν διάβολον; Εἶναι γραμμένο στὸ Δευτερονόμιο: «Οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος». Καὶ ὅλη αὐτὴ ἡ διαδικασία, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία διαρκὴς πορεία πρὸς τὴν ἐλευθερία. Ἡ δὲ ἐλευθερία, ὅπως τὴν θέλει τὸ Εὐαγγέλιον. Ἐξάλλου, αὐτὸ σημαίνει, ἀγαπητοί, ἀπελευθέρωσις καὶ σωτηρία. Καὶ ὁ Χριστὸς γι᾿ αὐτὸ λέγεται Λυτρωτὴς καὶ Σωτῆρας.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή

μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,

μεταφορὰ τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας σὲ ἠλεκτρονικὸ κείμενο καὶ ἐπιμέλεια:

Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

•   Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.

•   http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p athanasios/omiliai kyriakvn/omiliai kyriakvn 531.mp3

___________________________________

Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ 
«Πᾶνος»